23/07/2015

Σχεδόν όλες τις επιστημονικές δημοσιεύσεις ελέγχονται από έξι μόνο εταιρίες

Μόλις έξι επιχειρήσεις ελέγχουν τη ροή των επιστημονικών πληροφοριών, όπως αποκαλύπτει μια νέα μελέτη στον Καναδά. Δεδομένου ότι όλα τα επιστημονικά περιοδικά, από την δεκαετία του 1970 και πλέον, ελέγχονται από αυτές τις ίδιες λίγες εταιρείες. Οι ερευνητές εξέτασαν την επιστημονική βιβλιογραφία που δημοσιεύτηκε μεταξύ του 1973 και του 2013 και διαπιστώθηκε ότι οι εταιρείες ACS, Reed Elsevier, Sage, Taylor & Francis, Springer και Wiley-Blackwell ελέγχουν σχεδόν όλες της δημοσιεύσεις, την κάθε μια τους. (Φωτό αριστερά, Η ανησυχητική επικράτηση αυτής της ολιγαρχίας στις ακαδημαϊκές εκδόσεις/δημοσιεύσεις.)

Η ενοποίηση του κλάδου των επιστημονικών δημοσιεύσεων έχει αποτελέσει θέμα πολλών συζητήσεων εντός και εκτός της επιστημονικής κοινότητας, ιδίως σε σχέση με τα υψηλά περιθώρια κέρδους που έχουν οι κύριοι εκδότες. Ωστόσο, το μερίδιο της επιστημονικής παραγωγής που δημοσιεύεται στα περιοδικά αυτών των μεγάλων εκδοτών, καθώς και η διαχρονική εξέλιξή του σε διάφορους κλάδους, δεν έχει ακόμα αναλυθεί. Το παρόν έγγραφο παρέχει μια τέτοια ανάλυση, βασίζεται σε 45 εκατομμύρια άρθρα που είναι καταχωρημένα στο Web of Science κατά την περίοδο 1973-2013. Αυτό δείχνει ότι τόσο στις φυσικές όσο και στις ιατρικές επιστήμες (NMS) όσο και στις κοινωνικές και στις ανθρωπιστικές επιστήμες (SSH), οι εκδοτικοί οίκοι/εταιρίες Reed-Elsevier, Wiley-Blackwell, Springer, και Taylor & Francis αύξησαν το μερίδιό τους στην δημοσιευμένη παραγωγή, ιδίως μετά την έλευση της ψηφιακής εποχής (στα μέσα του 1990). Σε συνδυασμό, οι πέντε πιο παραγωγικοί εκδότες αντιπροσωπεύουν μερίδιο περισσότερο από το 50% του συνόλου των εργασιών που δημοσιεύτηκαν το 2013. Ο κλάδος των κοινωνικών επιστημών έχει το υψηλότερο επίπεδο συγκέντρωσης (70% των άρθρων από τους πέντε κορυφαίους εκδότες), ενώ οι ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν παραμείνει σχετικά ανεξάρτητες (20% από τους κορυφαίους πέντε εκδότες). Οι NMS κλάδοι είναι κάπου στο ενδιάμεσο σε αυτά τα ποσοστά, κυρίως λόγω της δύναμης των επιστημονικών κοινοτήτων τους, όπως είναι η ACS (American Chemical Society https://en.wikipedia.org/wiki/American_Chemical_Society) στη χημεία ή η APS (American Physical Society http://www.aps.org/publications/) στη φυσική. Αυτή η έρευνα εξετάζει επίσης την ..."μετανάστευση" των περιοδικών μεταξύ μικρών και μεγάλων εκδοτικών οίκων και διερευνά την επίδραση που έχει η αλλαγή του εκδότη σχετικά με τις παραπομπές, δηλ. σχετικά με τον παράγοντα επιρροής [*]. Καταλήγει με μια συζήτηση σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία που υπάρχουν στην εκπαιδευτική έκδοση…. (η συνέχεια στην περίληψη της έρευνας στα αγγλικά)

Πολλοί από τους μικρότερους εκδότες έχουν απορροφηθεί από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους/επιχειρήσεις, για παράδειγμα, και οι ακαδημαϊκές ερευνητικές ομάδες έχουν γίνει όλο και πιο υπόχρεες προς τα συμφέροντα αυτών των μεγάλων εκδοτών, οι οποίοι τείνουν να ευνοούν τις μεγάλες βιομηχανίες, όπως αυτές με τα φαρμακευτικά προϊόντα και τα εμβόλια. Ένα μεγάλο μέρος της ανεξαρτησίας που κάποτε ήταν πολύτιμη στο πλαίσιο της επιστημονικής κοινότητας, ουσιαστικά έχει περάσει στο περιθώριο, καθώς αυτοί οι μεγάλοι εκδότες έχουν πάρει στα χέρια τους τον πλήρη έλεγχο και τώρα υπαγορεύουν ακόμα και το ποιοι τύποι περιεχομένου θα δημοσιεύονται. Το αποτέλεσμα είναι ένα εκδοτικό ολιγοπώλιο, στο οποίο οι επιστήμονες φιμώνονται από μια πρωταρχική τάση προς το πολιτικά ορθό και μιας “επιστήμης” που πρέπει να έχει τη εύνοια της βιομηχανίας για να προχωρήσει. “Σε γενικές γραμμές, αυτές οι μεγάλες εμπορικές εκδοτικές εταιρείες ελέγχουν περισσότερο από το ήμισυ της αγοράς των επιστημονικών εργασιών τόσο στις φυσικές και ιατρικές επιστήμες όσο και στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες”, δήλωσε ο καθηγητής Vincent Lariviere, επικεφαλής συγγραφέας μελετών από το School of Library and Information Science στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ. “Επιπλέον, οι μεγάλοι εμπορικοί εκδότες έχουν τεράστιες πωλήσεις, με τα περιθώρια κέρδους να φτάνουν σχεδόν στο 40%. Ενώ είναι αλήθεια ότι οι εκδότες έχουν διαδραματίσει ζωτικό ρόλο στη διάδοση της επιστημονικής γνώσης στην εποχή της έντυπης δημοσίευσης, είναι πολύ αμφίβολο πλέον το κατά πόσο εξακολουθούν να είναι αναγκαίοι στην ψηφιακή εποχή του σήμερα”.

Στα πεδία που είναι τα πιο ελεγχόμενα από αυτή την ακαδημαϊκή ολιγαρχία περιλαμβάνονται αυτά που ασχολούνται με τη χημεία, την ψυχολογία, τις κοινωνικές επιστήμες, καθώς και τα επαγγελματικά πεδία. Από την άλλη πλευρά, η βιοϊατρική έρευνα, η φυσική, οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές επιστήμες επηρεάζονται σε αρκετά μικρότερο βαθμό από αυτούς τους έξι εταιρικούς εκδότες, σύμφωνα με τη μελέτη. Αυτό σημαίνει ότι, με την πάροδο του χρόνου, ορισμένες επιστήμες έχουν γίνει πιο διεφθαρμένες από τις άλλες, καθώς έχουν ήδη απορροφηθεί από τον εναγκαλισμό των εταιρικών εκδόσεων. Τέτοιο περιεχόμενο, αν και συχνά όχι άρτιο, είναι εξαιρετικά επικερδές για τους εκδότες, που όχι μόνο δεν πρέπει να πληρώσουν για τα άρθρα που δημοσιεύουν, αλλά και μεταπωλούν αυτό το περιεχόμενο ψηφιακά με περιθώρια κέρδους άνω του 40%. “Όσο η δημοσίευση σε επιστημονικά περιοδικά με υψηλό παράγοντα επιρροής είναι η απαίτηση για τους ερευνητές στο να αποκτήσουν ακαδημαϊκά και άλλα εχέγγυα, για την απόκτηση χρηματοδότησης της έρευνας και για την αναγνώριση τους από τους άλλους συναδέλφους τους, οι μεγάλοι εμπορικοί εκδότες θα διατηρούν την κυριαρχία τους στο ακαδημαϊκό σύστημα εκδόσεων”, προσθέτει ο Lariviere. Η έκδοση/δημοσίευση μέσω ενός από τα “Big Six” (έξι μεγάλα) εταιρικά περιοδικά δεν προσθέτει αξία, διαπιστώνει η μελέτη

Κάνει άραγε η δημοσίευση σε περιοδικά υψηλού κύρους πραγματικά μεγάλη διαφορά όσον αφορά στην έκθεση του άρθρου στην επιστημονική κοινότητα και στην ποσότητα των παραπομπών σε αυτό; Όχι πραγματικά, διαπιστώνουν οι ερευνητές. Η εμβέλεια τους είναι περίπου η ίδια, βρήκαν, εκτός από το ότι οι μικροί εκδότες είναι λιγότερο πιθανό να προωθήσουν ενεργά μια ειδική ατζέντα ενδιαφέροντος και είναι συνεπώς λιγότερο πιθανό να λογοκρίνουν την επιστήμη που δεν αντιστοιχεί με την επίσημη γραμμή τους. “Θα περίμενε κανείς ότι η απόκτηση ενός περιοδικού από έναν σημαντικό εκδότη θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της προβολής του περιοδικού”, δήλωσε ο Lariviere. “Ωστόσο, η μελέτη μας δείχνει ότι δεν υπάρχει σαφής αύξηση με όρους αναφορών/παραπομπών μετά την αλλαγή από έναν μικρό σε έναν μεγάλο εκδότη”. “Τα ευρήματά μας αμφισβητούν την πραγματική προστιθέμενη αξία των μεγάλων εκδοτών. Τελικά, το ερώτημα είναι αν οι υπηρεσίες που παρέχονται στην επιστημονική κοινότητα από αυτούς τους εκδότες μπορούν να δικαιολογήσουν την αύξηση του μεριδίου της χρηματοδότησης από τα πανεπιστήμια, η οποία έχει περάσει ουσιαστικά στα δικά τους χέρια”.

Τα πιο διάσημα έγκριτα περιοδικά του κόσμου, όπως το Cell, το Nature, το Sience και το Περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου (American Medical Association, JAMA), έχουν όλο και λιγότερη επιρροή μεταξύ των επιστημόνων, σύμφωνα με μια έρευνα που συν-συγγραφέας της είναι ο Vincent Lariviere, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ στην Σχολή Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Επιστημονικής Πληροφόρησης. Η έρευνα αμφισβητεί τη σχέση μεταξύ του παράγοντα επιρροής των περιοδικών και του αριθμού των αναφορών/παραπομπών που δόθηκαν εκ των υστέρων από άλλες εργασίες/δημοσιεύσεις. “Το 1990, το 45% από το 5% των κορυφαίων πιο αναφερόμενων άρθρων, δημοσιεύθηκαν στο top 5% των περιοδικών με τον υψηλότερο παράγοντα επιρροής. Το 2009, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 36%”, είπε ο Lariviere. “Αυτό σημαίνει ότι τα περισσότερο αναφερόμενα άρθρα δημοσιεύονται σχεδόν αποκλειστικά στα περιοδικά με υψηλό παράγοντα επιρροής”. Το ποσοστό αυτών των άρθρων που δημοσιεύονται σε μεγάλα επιστημονικά περιοδικά μειώθηκε απότομα κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών. Η μελέτη βασίστηκε σε ένα δείγμα περισσότερων από 820 εκατομμύρια βιβλιογραφικών αναφορών και σε 25 εκατομμύρια άρθρων που δημοσιεύτηκαν μεταξύ του 1902 και του 2009. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν [pdf αρχείο 14 σελίδες στα αγγλικά] στο περιοδικό της Αμερικανικής Εταιρείας Πληροφορικής και Τεχνολογίας (American Society for Information Science and Technology, JASIST).

Για κάθε έτος που αναλύεται στη μελέτη, ο Lariviere αξιολόγησε τη δύναμη της σχέσης μεταξύ των αναφορών σε άρθρο στα δύο έτη μετά τη δημοσίευση σε σχέση με τον παράγοντα επιρροής του περιοδικού. Στη συνέχεια, έκανε σύγκριση με το ποσοστό των πιο αναφερόμενων άρθρων που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά με τους υψηλότερους συντελεστές στον παράγοντα επιρροής. “Χρησιμοποιώντας διάφορα μέτρα, ο στόχος ήταν να δούμε αν η «έξυπνη» ισχύ του συντελεστή στον παράγοντα επιρροής πάνω στις αναφορές που έλαβαν τα άρθρα έχει αλλάξει με την πάροδο των ετών”, είπε ο Lariviere. “Από το 1902 έως το 1990, αναφέρθηκαν μεγάλα ευρήματα για τα σημαντικότερα περιοδικά”, σημειώνει ο Lariviere. Αλλά αυτή η σχέση είναι πλέον λιγότερο αληθής σήμερα. Ο Lariviere και οι συνεργάτες του George Lozano και Yves Gingras από το Observatoire des sciences et des technologies του UQAM, διαπίστωσαν επίσης ότι η μείωση του υψηλού παράγοντα επιρροής που έχουν τα περιοδικά ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν το διαδίκτυο γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας. “Η ψηφιακή τεχνολογία έχει αλλάξει τον τρόπο που οι ερευνητές ενημερώνονται για τα επιστημονικά κείμενα. Η ιστορία μας λέει ότι όλοι μας έχουμε εγγραφεί συνδρομητές, κατά καιρούς, σε έντυπα περιοδικά. Τα περιοδικά ήταν η κύρια πηγή για τα άρθρα και εμείς δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε τα μεγάλα περιοδικά”, σημειώνει ο Lariviere. “Όμως από την εμφάνιση του Google Scholar, για παράδειγμα, η διαδικασία αναζήτησης πληροφοριών έχει αλλάξει εντελώς. Οι μηχανές αναζήτησης παρέχουν πρόσβαση σε όλα τα άρθρα, έστω και αν αυτά δεν έχουν δημοσιευθεί σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά”.

Μια άλλη κριτική είναι ότι το χρονικό πλαίσιο στο οποίο οι αναφορές υπολογίζονται κατά τον υπολογισμό του παράγοντα επιρροής είναι πολύ σύντομο. “Υπάρχουν ερευνητικοί τομείς στους οποίους η διάδοση της γνώσης είναι πιο γρήγορη από ότι είναι σε κάποιους άλλους”, δήλωσε Lariviere. “Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να αναμένουμε να έχει το ίδιο είδος στον παράγοντα επιρροής, ο τομέας της μηχανικής με αυτόν των βιοϊατρικών επιστημών”. Ωστόσο, ο παράγοντας επιρροής των περιοδικών υπολογίζεται για μια σταθερή περίοδο, αυτή μέχρι τα δυο έτη μετά την δημοσίευση των άρθρων, ανεξάρτητα από τον τομέα ή τον κλάδο της επιστήμης στην οποία αναφέρονται. Τα αποτελέσματα της έρευνας αποκαλύπτουν μερικά ενδιαφέροντα σημεία. Από τη μία πλευρά, τα περιοδικά έχουν ολοένα και πιο φτωχές προβλέψεις στους αριθμούς των αναφορών σε ένα άρθρο που μπορεί να αναμένουν ότι θα λάβουν. “Δεν έχει μειωθεί μόνο η προβλεπτική ικανότητα του παράγοντα επιρροής, αλλά επίσης, ο παράγοντας επιρροής δεν είναι πλέον και κατάλληλος για την αξιολόγηση της έρευνας”, υποστήριξε ο Lariviere. Κατά τη γνώμη του, αν θέλουμε να αξιολογήσουμε τους ερευνητές και το έργο τους, το καλύτερο είναι να χρησιμοποιήσουμε αναφορές, οι οποίες να είναι μια πραγματική μέτρηση της επίδρασης ενός άρθρου. “Ο δείκτης αυτός είναι πιο ακριβής. Δεν είναι μια εκτίμηση που βασίζεται στην ιεράρχηση των περιοδικών”. Από την άλλη πλευρά, η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η δυναμική των επιστημονικών περιοδικών αλλάζει, ιδίως λόγω της ελεύθερης πρόσβασης στην γνώση που κατέστη δυνατή και συντελείται από το Internet. “Ποια είναι λοιπόν η σημερινή λειτουργία των επιστημονικών περιοδικών;” ρωτά ο Lariviere. “Παραμένει μόνο μια, αυτή της: Αξιολόγησης από τους ομότιμους (peer review)[**]”.

[*] Ο παράγοντας επιρροής (impact factor, IF ενός ακαδημαϊκού περιοδικού (academic journal) είναι ένα μέτρο που αντικατοπτρίζει το μέσο αριθμό των παραπομπών (citations) σε πρόσφατα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο εν λόγω περιοδικό. Συχνά χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο για τη σχετική σημασία ενός περιοδικού στο πεδίο του, με τα περιοδικά που έχουν υψηλότερους συντελεστές στον παράγοντα επίπτωσης να θεωρούνται ότι είναι πιο σημαντικά από ότι είναι εκείνα με χαμηλότερους. Ο παράγοντας επιρροής επινοήθηκε από τον Eugene Garfield, ιδρυτή του Institute for Scientific Information. Οι παράγοντες επιρροής υπολογίζονται ετησίως, αρχής γενομένης από το 1975 για τα περιοδικά που είναι καταχωρημένα στο Journal Citation Reports. Ο παράγοντας επιρροής ως μέτρο της επιρροής ενός περιοδικού αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1960 από τον Eugene Garfield, ένας από τους ιδρυτές της βιβλιομετρίας. “Πρόκειται ουσιαστικά ο μέσος αριθμός των φορών που τα άρθρα ενός περιοδικού αναφέρονται σε χρονικό διάστημα δύο ετών”, εξηγεί ο Lariviere. “Αρχικά, ο δείκτης αυτός χρησιμοποιήθηκε για να βοηθήσει τις βιβλιοθήκες να αποφασίσουν στο ποια περιοδικά να εγγραφούν. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, άρχισε να χρησιμοποιείται και για την αξιολόγηση των ερευνητών και για να καθορίσει την αξία των εκδόσεών τους”. Η σημασία του παράγοντα επιρροής είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στη συλλογική συνείδηση της ακαδημαϊκής κοινότητας που οι ερευνητές χρησιμοποιούν και οι ίδιοι τον παράγοντα επιρροής για να αποφασίσουν σε ποια περιοδικά που θα υποβάλουν τα άρθρα τους για δημοσίευση. Διάφοροι εμπειρογνώμονες στην βιβλιομετρία έχουν επικρίνει τη χρήση του παράγοντα επιρροής ως μέτρο της προβολής ενός ακαδημαϊκού περιοδικού. Μια κοινή κριτική που ασκείται είναι ότι ο δείκτης περιέχει ένα βασικό σφάλμα υπολογισμού. “Υπολογίζονται οι παραπομπές από όλους τους τύπους των άρθρων που δημοσιεύονται από ένα περιοδικό”, λέει ο Lariviere, “αλλά διαιρούνται όμως μόνο από τον αριθμό των άρθρων και των ερευνητικών αναφορών (και όχι από τον αριθμό όλων των άρθρων). Έτσι ο παράγοντας επιρροής υπερεκτιμάται για περιοδικά που δημοσιεύουν σε ένα μεγάλο μέρος τους editorials, επιστολές προς τη σύνταξη και επιστημονικά νέα και όχι επιστημονικές εργασίες, όπως κάνουν τα περιοδικά Science και Nature”.

[**] Αξιολόγηση από ομότιμους (peer review): Η αξιολόγηση από ομότιμους είναι η αξιολόγηση του έργου από έναν ή περισσότερους ανθρώπους με παρόμοια αρμοδιότητα πάνω σε παραγωγούς εργασιών (peers). Αποτελεί μια μορφή αυτο-ρύθμισης από καταρτισμένα μέλη ενός επαγγέλματος ή μιας επιστήμης μέσα στο αντίστοιχο πεδίο. Οι μέθοδοι αξιολόγησης από ομότιμους κριτές χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση των προτύπων ποιότητας, τη βελτίωση των επιδόσεων και για να παρέχουν αξιοπιστία. Η ακαδημαϊκή αξιολόγηση από ομότιμους συχνά χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της καταλληλότητας για δημοσίευση μιας ακαδημαϊκής εργασίας. Η επανεξέταση από ομότιμους μπορείς να κατηγοριοποιηθεί ανάλογα με το είδος της δραστηριότητας και τον τομέα ή το επάγγελμα στο οποίο πραγματοποιείται η δραστηριότητα, πχ., ιατρική αξιολόγηση από ομότιμους (medical peer review).

Άρθρο Έρευνας, “The Oligopoly of Academic Publishers in the Digital Era” (Το Ολιγοπώλιο των Ακαδημαϊκών Εκδοτών στην Ψηφιακή Εποχή), Vincent Lariviere, Stefanie Haustein, Philippe Mongeon, Published: June 10, 2015, DOI: 10.1371/journal.pone.0127502

Μελέτη αποκαλύπτει την πτωτική επίδραση που έχει ο υψηλός παράγοντας επιρροής των περιοδικών. (Αναδημοσίευση με μετάφραση από: UdeMNouvelles, «Study reveals declining influence of high impact factor journals Mercredi«, 07 Novembre 2012 12:02 News, Accueil> English > News)

Academic oligarchy: Majority of science publishing is controlled by just six companies

William Raillant-Clark, International Press Attaché, Université de Montréal

Nearly All Scientific Papers Controlled By Same Six Corporations

No comments :

Post a Comment