Γράφει ο Αρματιστής (Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)
Η πεζικοκεντρική αντίληψη του Ελληνικού Στρατού
Αναφέρομαι συχνά σε κάτι που αποκαλώ με τον «αδόκιμο» όρο «πεζικοκεντρική αντίληψη» και ως εκ τούτου οφείλω να ορίσω το τι ακριβώς εννοώ. Πιστεύω ότι η όλη φιλοσοφία του Ελληνικού Στρατού για τη διεξαγωγή της σύγχρονης μάχης συνεχίζει να έχει ως κεντρικό πυρήνα της το Πεζικό και γύρω από το Πεζικό κτίζεται η οργάνωση του στρατού, η οργάνωση των σχηματισμών και των μονάδων, κατανέμονται τα μόνιμα στελέχη, καθορίζεται το δόγμα, οργανώνεται η εκπαίδευσή και αναπτύσσεται η στρατιωτική σκέψη για τη διεξαγωγή της χερσαίας μάχης. Μπορεί – τις δύο τελευταίες δεκαετίες – το Πεζικό και το Πυροβολικό να εγκατέλειψαν τα πόδια και τον τροχό και να επιχειρούν πλέον επί ερπυστριών, αλλά ο στρατός συνεχίζει να παραμένει προσκολλημένος στη μάχη του κλασικού Πεζικού.
Η αναφερόμενη αντίληψη οφείλεται κυρίως σε λόγους ιστορικούς και λόγους ανάπτυξης – εκσυγχρονισμού του στρατού, και πιο συγκεκριμένα:
1. Ο Ελληνικός Στρατός για πολλούς λόγους, ένας εκ των οποίων προσδιορίζεται με ιδιαίτερο τρόπο στο ποίημα του Γεωργίου Σουρή – γραμμένο το 19ο αιώνα – «Ποιος είδε κράτος λιγοστό», [Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ’ όλη τη γη μοναδικό, εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει; Να τρέφει όλους τους αργούς, να ‘χει επτά Πρωθυπουργούς, ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα; Να ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά …] αναπτύχθηκε μετά την απελευθέρωση του Γένους πολύ καθυστερημένα και χωρίς σοβαρό πρόγραμμα που να διαθέτει συνέχεια και συνέπεια. Η απουσία ισχυρής πολιτικής βούλησης αλλά και σοβαρής χρηματοδότησης για τη δημιουργία ικανού προς πόλεμο στρατού επί πολλές δεκαετίες, οδήγησε αναγκαστικά στη συγκρότηση ενός μικροσκοπικού στρατού που στερούταν εκπαιδευμένων διοικητών και επιτελών, οργανωμένων σχηματισμών και επιτελείων, επιχειρησιακής οργάνωσης και εκπαίδευσης, ακόμη και των στοιχειωδών ικανοτήτων για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων. Βασικό Όπλο του στρατού για τη διεξαγωγής της μάχης ήταν το Πεζικό. Το Ιππικό, παρ’ όλο που η οργάνωσή του άρχισε από πολύ νωρίς, παρέμενε στη σκιά του Πεζικού. Εξαίρεση αποτελεί η περίοδος 1885-86 όταν συγκροτήθηκαν τα 1ο, 2ο και 3ο Συντάγματα Ιππικού και παραγγέλθηκε στο εξωτερικό μεγάλος αριθμός ίππων, με αποτέλεσμα το 1886 το Ιππικό να εμφανίσει δύναμη 2.951 ανδρών και 2.476 ίππων. Όμως στον πόλεμο του 1897 η δύναμη που παρέταξε ανήλθε σε 10 έφιππες Ίλες και δύναμη 970 σπάθες (δηλαδή 974 ιππείς). Αλλά ακόμη και μετά το 1904, που έγιναν και τα πρώτα σοβαρά βήματα για τον εκσυγχρονισμό του στρατού, οι διαθέσιμες πιστώσεις ήταν περιορισμένες, με αποτέλεσμα το Πεζικό, που ήταν ένα «φθηνό» όπλο, να συνεχίσει να αποτελεί το κορμό του στρατού, ενώ το Ιππικό που ήταν ένα «ακριβό» όπλο, συνέχισε να παραμένει ο «φτωχός συγγενής». Δίπλα στις 10 Μεραρχίες Πεζικού που συγκροτήθηκαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, το Ιππικό παρέταξε μία μόνο Ταξιαρχία, η οποία συγκροτήθηκε στις αρχές του 1912 από τα 1ο και 3ο Συντάγματα Ιππικού – από 4 Ίλες έκαστο – και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να αποκτήσει τις απαιτούμενες δεξιότητες για να λειτουργήσει ως μεγάλη Μονάδα σε πολεμικές επιχειρήσεις στους λίγους μήνες που μεσολάβησαν μέχρι την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων. Αλλά και το Γενικό Στρατηγείο – όπως φάνηκε από τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων – δε γνώριζε πως έπρεπε να χρησιμοποιήσει την Τ.Ι. Η εικόνα σύνθεσης του στρατού με βασικό κορμό το Πεζικό και το Ιππικό να ακολουθεί στη κατάσταση του «φτωχού συγγενή», παρέμεινε αναλλοίωτη και κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και κατά τον Ε-Ι Πόλεμο του 1940-41. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία και μέχρι τις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα το Ιππικό παίρνει μέρος με τις Ημιλαρχίες των Μεραρχιών και την Ταξιαρχία Ιππικού, από την οποία συγκροτείται στη συνέχεια η Μεραρχία Ιππικού, που συμμετέχει στην Εκστρατεία μέχρι την αποχώρηση από τη Μ.Α. Στον Ε-Ι Πόλεμο, δίπλα στις 20 (+) Μεραρχίες Πεζικού που συγκροτήθηκαν για την απόκρουση της Ιταλικής και Γερμανικής εισβολής, το Ιππικό παρέταξε 1 Μεραρχία και 1 Ταξιαρχία Ιππικού που έδρασαν ως έφιππο Πεζικό.
2. Στους πολέμους που διεξήγαγε η χώρα κατά το προηγούμενο αιώνα, ο κύριος πρωταγωνιστής ήταν το Πεζικό. Τα ηρωικά Συντάγματα Πεζικού ήταν οι πρόμαχοι των αγώνων του Έθνους, αυτά που κατέβαλαν ποταμούς αίματος στο βωμό της Ελευθερίας της Χώρας και αυτά που περιέφεραν περήφανα την Ελληνική Σημαία σε κάθε γωνιά της Ελληνικής γης, της Μικράς Ασίας, της Λιβύης και της Ιταλίας. Οι αγώνες, οι θυσίες και το αίμα του Πεζικού, περιέβαλαν το Όπλο με αίγλη και το καθιέρωσαν ως τον αδιαμφισβήτητο «βασιλιά των όπλων», αντίληψη που στη συνέχεια καλλιεργήθηκε επίμονα και νομίζω ότι συνεχίζει να καλλιεργείται. [Σημείωση: Στις παρελάσεις των εθνικών επετείων, τη παρέλαση ανοίγουν κατά παράδοση οι Σημαίες των ιστορικών Συνταγμάτων Πεζικού. Πλην όμως, Πολεμικές Σημαίες διέθεταν και οι Μεραρχίες Πεζικού και Ιππικού, η Ταξιαρχία Ιππικού, καθώς και τα Συντάγματα Ιππικού και Πυροβολικού, των οποίων όμως οι Πολεμικές Σημαίες δεν παρελαύνουν].
3. Στα συντηρητικά πρότυπα οργάνωσης που ακολουθήθηκαν και στις τακτικές διεξαγωγής της μάχης που υιοθετήθηκαν από το 1900 και μετέπειτα. Ο Ελληνικός Στρατός οργανώθηκε προπολεμικά με βάση Γαλλικά πρότυπα, εκπαιδεύτηκε από Γαλλικές στρατιωτικές αποστολές και υιοθέτησε το Γαλλικό – συντηρητικό – πρότυπο της Μεθοδικής Μάχης. Μεταπολεμικά οργανώθηκε για ένα μικρό διάστημα με βάση το Βρετανικό πρότυπο και στη συνέχεια με βάση το Αμερικανικό – Νατοϊκό, το οποίο και ακολουθεί αδιάλειπτα και με θρησκευτική ευλάβεια μέχρι και σήμερα. Και τα δύο πρότυπα, ως γνωστόν, αποβλέπουν στη διεξαγωγή μιας μάχης χωρίς «εκπλήξεις», όπως είναι η μάχη των ΤΘ σχηματισμών.
4. Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τη Γερμανική Κατοχή, ο στρατός οργανώθηκε και πάλι με βασικό κορμό το Πεζικό, οι μονάδες και οι σχηματισμοί του οποίου ήταν και οι βασικοί συντελεστές της νίκης του Εθνικού Στρατού κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1946-49. Στον υπόψη πόλεμο, το Όπλο του Ιππικού – Τεθωρακισμένων πλέον, ανέλαβε ένα πολύ μικρό αλλά σημαντικό ρόλο, με Συντάγματα Αναγνωρίσεως, Έφιππες Ίλες, Ίλες Αναγνωρίσεως με «άρματα» Μ-8 και με 3 Ίλες πραγματικών αρμάτων «Κένταυρος» (52 άρματα). Την περίοδο αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου και μέχρι το 1990, παρ’ όλο που η τεχνολογική επανάσταση είχε αλλάξει τη μορφή του πολέμου και τα Ελληνικά ΤΘ ενισχύονταν με εκατοντάδες αρμάτων, ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε να βαδίζει με την ίδια περπατησιά. Τη δεκαετία του 1970, δώδεκα (12) Μεραρχίες και 5 Ταξιαρχίες Πεζικού φρουρούσαν τα σύνορα της χώρας. Ακόμη 2 Μεραρχίες Πεζικού «προστάτευαν» την Πελοπόννησο και την Κρήτη, και το ισοδύναμο μιας επίλεκτης Μεραρχίας Πεζικού αποτελούσε την «γενική εφεδρεία». Τα ΚΕΝ Πεζικού ζέσταιναν τις τοπικές οικονομίες, αλλά τουλάχιστον η βασική εκπαίδευση διαρκούσε 2 μήνες και νέοι στρατιώτες έπαιρναν και το βάπτισμα πυρός. Δίπλα σε αυτό το ισοδύναμο των 40 (+) Ταξιαρχιών Πεζικού, μια δύναμη 5 Τεθωρακισμένων Ταξιαρχιών προσπαθούσε να κάνει αισθητή τη παρουσία της και να πει: «παιδιά, η μορφή του πολέμου έχει αλλάξει». [Σημείωση: Ίσως η σύνθεση του Ε.Σ. να μην ανήκε και στη σφαίρα της απόλυτης επιλογής της Ελλάδας, αφού αυτή εξοπλιζόταν αποκλειστικά μέσω της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ και ως εκ τούτου ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί τα Νατοϊκά πρότυπα οργάνωσης].
Η υπόψη κατάσταση με τη πάροδο του χρόνου παγιώθηκε, προκάλεσε ακαμψία στη δημιουργική σκέψη και καθυστέρησε την ανάπτυξη του στρατού σε σύγχρονη δύναμη, ικανή για τη διεξαγωγή της μάχης συνδυασμένων όπλων. Είναι ενδεικτικό ότι οι Μεραρχίες Πεζικού που «προστάτευαν τη χώρα από την εισβολή των Βορείων», έκλεισαν ή άλλαξαν αντικείμενο 10 χρόνια μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Άλλη υπόθεση, βεβαίως, ότι 2 Μεραρχίες ΠΖ «προστάτευαν» τη χώρα από την Αλβανία, άλλες 2,5 από τη Γιουγκοσλαβία και 2,5 από τη Βουλγαρία. Ο λόγος για αυτή τη κατανομή ήταν πολύ απλός. Οι Μεραρχίες παρέμειναν αμετακίνητες στις θέσεις στις οποίες βρέθηκαν μετά τη λήξη του Εμφυλίου, μολονότι η Αλβανία και η Γιουγκοσλαβία είχαν πάψει να αποτελούν πραγματική απειλή πολύ πριν τη πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Τελικά το Πεζικό μηχανοκινήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του πριν 17 χρόνια, το Πυροβολικό ολοκληρώθηκε σε αυτοκινούμενο πριν 3 χρόνια και οι έννοιες της διακλαδικότητας και των διακλαδικών επιχειρήσεων εισήχθησαν στις Ε.Δ. μετά την ήττα στα Ίμια.
5. Ο στρατός μας μέχρι και σήμερα δε μελέτησε με παραγωγικό τρόπο την ηλικίας 3.000 ετών πλούσια στρατιωτική μας ιστορία, αλλά και τις μεγάλες μάχες των αυτοκρατοριών και των εθνών στη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας και κυρίως δεν έσκυψε ερευνητικά το μάτι στους πολέμους και τις μάχες που διεξήχθησαν κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ως εκ τούτου, δε μπόρεσε να καλλιεργήσει και να αναπτύξει δική του αυτόνομη στρατιωτική σκέψη, δεν οργάνωσε τις μονάδες και τους σχηματισμούς του με βάση τις δικές του ανάγκες, δεν έγραψε τα δικά του εγχειρίδια και κανονισμούς για τη διεξαγωγή των χερσαίων επιχειρήσεων με τρόπο που να ικανοποιούν τις Ελληνικές αμυντικές ανάγκες και έτσι κατέληξε στη μίμηση ξένων προτύπων οργάνωσης και στη πιστή μετάφραση των Γαλλικών παλαιότερα και των Αμερικανικών σήμερα, αντίστοιχων εγχειριδίων και κανονισμών. Η μετάφραση και η μελέτη ξένων εγχειριδίων και στρατιωτικών οργανισμών σε καμιά περίπτωση δεν είναι απορριπτέα, αλλά ο μιμητισμός και η ακριβής υιοθέτηση ξένων προτύπων είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις δικές σου αμυντικές ανάγκες.
Παρά τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι ενδιαφέρον ότι σε όλους τους πολέμους που διεξήγαγε ο στρατός μας κατά τον 20ο αιώνα, η Ελληνική στρατιωτική σκέψη προσανατολίστηκε στη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων, και το Πεζικό, ως το βασικό όπλο ελιγμού, χρησιμοποιήθηκε κυρίως επιθετικά και απέδωσε θαυμάσια. Η ενσωμάτωση των υπόδουλων Ελληνικών περιοχών στον εθνικό κορμό οφείλεται κατά μέγα μέρος στο αίμα που έχυσε το Ελληνικό Πεζικό. Ο μαχητής του Πεζικού, διοικούμενος από ικανούς ηγήτορες στο πεδίο της μάχης και εμφορούμενος από επιθετικό πνεύμα, απέδωσε άριστα σε όλους τους πολέμους της νεώτερης ιστορίας μας και έδειξε ότι διαθέτει ασυναγώνιστες πολεμικές αρετές και μάλιστα πολύ ανώτερες στην επίθεση από ότι στην άμυνα. Δεν εξετάζω εδώ αν οι επιθετικές επιχειρήσεις διεξήχθησαν κατά τρόπο «ορθό» και αν οδήγησαν στο ποθούμενο. Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι η κυρίαρχη σκέψη απέβλεπε πάντοτε στην ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων, που προσιδιάζουν και προς την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Η άμυνα, όσες φορές αναλαμβανόταν, θεωρούταν προσωρινή κατάσταση και η βασικές στρατηγικές αποφάσεις απέβλεπαν στη δημιουργία, το ταχύτερο δυνατόν, των ικανών και αναγκαίων συνθηκών για την ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτής της επιθετικής αντίληψης που είχε αναπτυχθεί, το Ελληνικό Ιππικό, η «σταχτοπούτα» του Ε.Σ., έπαιξε αρκετά σημαντικό ρόλο σε όλους τους πολέμους. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως επιθετικά και μάλιστα πολλές φορές κατά τρόπο που παραπέμπει σε επιχειρήσεις ΤΘ σχηματισμών. H κορυφαία στιγμή του Ελληνικού Ιππικού έρχεται τον Οκτώβριο του 1940, όταν η Μεραρχία Ιππικού που τελεί υπό τις διαταγές του Αρχιστράτηγου, μεταφέρεται στις 1 Νοεμβρίου εσπευσμένα από το Λαγκαδά όπου επιστρατεύθηκε, στην περιοχή της Καλαμπάκας και αναλαμβάνει την αποστολή να φράξει στην περιοχή του χωριού Βωβούσα τις οδεύσεις που οδηγούν στο Μέτσοβο, προς το οποίο κατέρχεται η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια». Η Ταξιαρχία Ιππικού, που αποτελεί μονάδα της Μεραρχίας Ιππικού, μεταφέρεται στις 31 Οκτωβρίου στα Γρεβενά, τίθεται υπό το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) και αναλαμβάνει την αποστολή να φράξει στη περιοχή του Δούτσικου τις οδεύσεις που οδηγούν από την άνω κοιλάδα του ποταμού Αώου στα Γρεβενά. Η Ταξιαρχία Ιππικού, ενεργώντας επιθετικά στην κατεύθυνση Δούτσικο – Δίστρατο – Πάδες – Άρματα, προς το αριστερό πλευρό της «Τζούλιας», αποκόπτει μέρος των συγκοινωνιών της και τη συμπιέζει σε συνεργασία με τη Μεραρχία Ιππικού που επιτίθεται από νότο στη στενή κοιλάδα του Αώου, νότια του όρους Σμόλικα, όπου και τη συντρίβουν.
Η περίοδος, όμως, του Ψυχρού Πολέμου και η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ οδήγησαν την Ελληνική στρατιωτική σκέψη σε άλλες κατευθύνσεις. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού εγκαταστάθηκε αμυντικά στα βόρεια σύνορα της χώρας, τα Συντάγματα Πεζικού αγκιστρώθηκαν στο έδαφος και επί δεκαετίες οργανώθηκαν και εκπαιδεύτηκαν για να διεξάγουν άμυνα προκειμένου να αποκρούσουν την εισβολή των τεθωρακισμένων στρατιών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Όμως στην αρχή της υπόψη περιόδου, η Ελληνική στρατιωτική ηγεσία συνέχισε να εμφορείται από επιθετικό πνεύμα, απότοκο των πολεμικών γεγονότων και της παράδοσης που διαμορφώθηκε κατά τη προηγούμενη δεκαετία. Ακολουθώντας τα διδάγματα από τον τρόπο χρησιμοποίησης των αρμάτων κατά το 2ο Π.Π., απέβλεψε αρχικά στην άμεση δημιουργία τεθωρακισμένων σχηματισμών. Το 1954 η ΙΧ Μεραρχία Πεζικού μετονομάστηκε σε ΙΧ ΤΘ Μεραρχία, αλλά το πείραμα δεν προχώρησε λόγω έλλειψης των απαιτούμενων αρμάτων. Το 1956 συγκροτείται η ΧΧ Τεθωρακισμένη Μεραρχία και το επόμενο έτος αρχίζει να εξοπλίζεται με τα νεοπαραλαμβανόμενα άρματα Μ-47. Η συγκρότηση της ΧΧ ΤΘΜ με 3 Διοικήσεις Μάχης (ΔΜΑ) και με μια Επιλαρχία αρμάτων ανά ΔΜΑ, ολοκληρώνεται το 1960.
Αλλά οι ηγεσίες του στρατού, προσδεδεμένες πλέον στο έδαφος και στις απαιτήσεις που επέβαλε η διεξαγωγή άμυνας περιοχής σε προωθημένες αμυντικές τοποθεσίες, δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν – ίσως και δεν θέλησαν να αποδεχθούν – ότι τα άρματα είναι όπλο καθαρά επιθετικό, κατάλληλα για αγώνα κινήσεων και ως εκ τούτου αποφάσισαν να τα χρησιμοποιήσουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ως μέσο υποστήριξης του αμυντικού αγώνα του Πεζικού. Στο νέο πλαίσιο σκέψης που διαμορφώθηκε, οι νέες μονάδες αρμάτων που δημιουργήθηκαν μετά τη συγκρότηση της ΧΧ ΤΘ Μεραρχίας, απορροφήθηκαν από τις αμυντικές τοποθεσίες και τις αποστολές αντεπιθέσεων. Η Πεζικοκεντρική αντίληψη, η οποία μέχρι και το 1950 είχε επιθετική κατεύθυνση, έλαβε με τη πάροδο του χρόνου αμυντική κατεύθυνση, «ξέχασε» ότι η μάχη ελιγμών διεξάγεται μόνο από ισχυρούς ΤΘ σχηματισμούς συνδυασμένων όπλων και είναι η μόνη που οδηγεί στη νίκη. Η υπόψη αντίληψη θέλει τα τεθωρακισμένα εξάρτημα του Πεζικού, των οποίων η βασική αποστολή θα είναι να επεμβαίνουν στη μάχη για να εξαλείψουν εχθρικές εισχωρήσεις και προγεφυρώματα και να αποκαθιστούν τη συνέχεια του ΠΟΤ. Και αυτή η αντίληψη, νομίζω ότι έβαλε βαριά τη σφραγίδα της στην Ελληνική στρατιωτική σκέψη. Αυτή είναι και η κύρια αιτία που πλέον των 2/3 των διατιθέμενων αρμάτων βρίσκονται σε σχηματισμούς Πεζικού.
Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος τη σειρά των γεγονότων συγκρότησης των ΤΘ μονάδων και σχηματισμών, για να αντιληφθεί την αλήθεια της παραπάνω παραγράφου:
Το 1956 ιδρύεται η ΧΧ ΤΘ Μεραρχία.
Το 1957 συγκροτούνται υπό την ΧΧ ΤΘΜ οι 21 και 22 ΕΜΑ, οι οποίες παραλαμβάνουν τα σύγχρονα – τότε – άρματα Μ-47 που φθάνουν στην Ελλάδα. Κάθε ΕΜΑ διαθέτει 55 άρματα {[3 ΙΜΑ Χ (3 ΟΥΜΑ Χ 5) + Δκτή ΙΜΑ + 1 ΠΑΠ] + 1 Δκτή ΕΜΑ + 1 3ου ΓΡ + 1 ΚΣΠΥ + 1 ΑΕΛΑ}. Ακόμη, κάθε ΕΜΑ διαθέτει Ουλαμό Όλμων 4,2’’ με 4 στοιχεία.
Το 1959 υφίστανται τα Α’, Β’ και Γ’ Τεθωρακισμένα Συγκροτήματα υπό τα αντίστοιχα Σώματα Στρατού, κάθε ένα εκ των οποίων διαθέτει 1 ΙΛΑΝ και μία Επιλαρχία Καταστροφέων Αρμάτων (ΕΚΑ) με 2 Ίλες αρμάτων Μ-18 εκάστη.
Το 1960 ολοκληρώνεται η συγκρότηση της ΧΧ ΤΘ Μεραρχίας με 3 ΔΜΑ [αποτελούνται από 1 ΕΜΑ και 1 ΜΤΠ], 1 ΕΑΝ, 4 Α/Κ ΜΜΠ και τις προβλεπόμενες μονάδες υποστηρίξεως μάχης και ΔΜ. Οι Επιλαρχίες της ΧΧ ΤΘΜ είναι οι μόνες αξιόλογες μονάδες αρμάτων του Ε.Σ. και φέρουν τις ονομασίες 21, 22 και 23 ΕΜΑ.
Το 1963 είναι η πρώτη χρονιά που οι Μεραρχίες Πεζικού εφοδιάζονται με άρματα μάχης. Τα ΤΘ Συγκροτήματα διαλύονται, οι Επιλαρχίες τους εφοδιάζονται με τα άρματα Μ-47 της ΧΧ ΤΘ Μεραρχίας – που τα αντικαθιστά με Μ-48, μετονομάζονται σε 391, 392 και 393 Επιλαρχίες Μέσων Αρμάτων (ΕΜΑ) και αποδίδονται ως οργανικές μονάδες στις ΧΙ, ΙΙ και Χ Μεραρχίες ΠΖ, αντίστοιχα.
Το 1964 συγκροτείται η 394 ΕΜΑ με Μ-47 υπό την VI Μεραρχία.
Το 1967 συγκροτείται η 395 ΕΜΑ με Μ-47 υπό την ΙΧ Μεραρχία.
Το 1968 οι 392, 394, 395, 393, 391, 397 ΕΜΑ μετονομάζονται σε 2α, 6η, 9η, 10η, 11η, 12η ΕΜΑ αντίστοιχα και αποκτούν ως οργανική Υπομονάδα, Ίλη Αναγνωρίσεως (ΙΛΑΝ) με αποτέλεσμα να διαθέτουν 62 άρματα εκάστη.
Το 1968 αποφασίζεται η συγκρότηση της ΧΧΙ ΤΘ Ταξιαρχίας.
Το 1970 άρχισε η συγκρότηση των 211 και 212 ΕΜΑ της ΧΧΙ ΤΘ Ταξιαρχίας με άρματα Μ-48 και της 30ης ΕΜΑ με τα νεοπαραλαμβανόμενα Γαλλικά άρματα ΑΜΧ-30.
Το 1971 άρχισε η συγκρότηση των 24, 25 και 26 ΕΜΑ στην ΧΧ ΤΘΜ, με αποτέλεσμα οι ΔΜΑ να διαθέτουν πλέον από 2 ΕΜΑ και η ΧΧ ΤΘΜ συνολικά 6.
Το 1971 συγκροτούνται και 8η και η 15η ΕΜΑ υπό τις Μεραρχίες ΠΖ VIII και XV αντίστοιχα και το 1973 συγκροτείται η 5η ΕΑΡΜ (Επιλαρχία Αρμάτων), υπό την V Μεραρχία.
Το 1977 συγκροτήθηκε η ΧΧΙΙ ΤΘ Ταξιαρχία (31 και 32 ΕΜΑ) με άρματα ΑΜΧ 30.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η πρώτη μεγάλη απόφαση για τη μορφή των Τεθωρακισμένων δυνάμεων του Ε.Σ., αφορούσε τη συγκρότηση ενός μεγάλου ΤΘ σχηματισμού – συγκεκριμένα της ΧΧ ΤΘΜ – αλλά στη συνέχεια ο εφοδιασμός των Μεραρχιών ΠΖ με άρματα φαίνεται ότι έλαβε μεγαλύτερη προτεραιότητα από την ενίσχυση της ΧΧ ΤΘΜ. Παρ’ όλα ταύτα, στις αρχές του 1974 η κατάσταση κατανομής των αρμάτων στις Μεραρχίες ΠΖ και σε ΤΘ σχηματισμούς, βρισκόταν σε μια σχετική ισορροπία:
ΤΘ Σχηματισμοί: (8 ΕΜΑ Χ 55 άρματα) + (1 ΕΑΝ Χ 23 άρματα) = 463 άρματα
Μεραρχίες ΠΖ: 10 ΕΜΑ Χ 62 άρματα = 620 άρματα
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πεζικοκεντρικής αμυντικής αντίληψης, είναι το ακόλουθο: το 1990 κατέρρευσε το κομμουνιστικό μπλοκ, ο μεγάλος Βουλγαρικός Στρατός των 3.000 αρμάτων αποσυντέθηκε στα εξ ων συνετέθη και ουσιαστικά εξαφανίστηκε ο από Βορρά κίνδυνος. Όμως το 1993 συγκροτούνται 3 νέες Επιλαρχίες αρμάτων από τα νεοπαραληφθέντα άρματα Μ-60Α1. Η 15η ΕΜΑ στη Καστοριά υπό τη XV Μεραρχία ΠΖ, η 1η ΕΜΑ στη Βυρώνεια υπό την Ι Μεραρχία ΠΖ και η 11η ΕΜΑ στη Δράμα υπό την 11η Μεραρχία ΠΖ. Αντί δηλαδή να συγκροτηθεί με τα υπόψη άρματα μια ΤΘ Ταξιαρχία με αποστολή τη Θράκη, θεωρήθηκε σκόπιμο τα άρματα να δοθούν σε Μεραρχίες ΠΖ για να «αμυνθούν» στην εισβολή κρατών που είχαν παύσει να διαθέτουν στρατό και ζητούσαν την υποστήριξη της Ελλάδας για να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά από λίγα χρόνια οι ΧΙ και XV Μεραρχίες θα κλείσουν, η δε Ι θα αποτελέσει επιχειρησιακό στρατηγείο των Ειδικών Δυνάμεων.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όλες οι ηγεσίες του στρατού, ανεξάρτητα από τις αντιλήψεις από τις οποίες εμφορούνταν, απέβλεψαν με κάθε τρόπο στην ενίσχυση του Όπλου των Τεθωρακισμένων, αντιλαμβανόμενες ότι τα άρματα αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα της χερσαίας μάχης. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι το Όπλο των ΤΘ είναι το μόνο μέχρι σήμερα που ενισχύθηκε με γενναίες αγορές νέου υλικού, προμήθεια μεταχειρισμένου υλικού για αντικατάσταση άλλου παρωχημένης τεχνολογίας και εκσυγχρονισμό και ανακατασκευές παλαιοτέρου. Αλλά και από πλευράς αριθμών, η ενίσχυση των τεθωρακισμένων είναι σημαντική. Το 1974 υπήρχαν 18 ΕΜΑ, 4 ΕΑΝ και 12 ΙΛΑΝ με ένα σύνολο 1.160 αρμάτων και το 1994 έφτασαν στις 34 ΕΜΑ, 6 ΕΑΝ, 3 ΙΛΑΝ και 4 ανεξάρτητες Ίλες με ένα σύνολο 1.670 αρμάτων. Όμως, από αυτόν τον μεγάλο αριθμό αρμάτων, ο κάθε σχηματισμός Πεζικού, ακόμη και εκεί που δεν υπήρχε πλέον απειλή, ζητούσε και μια πλήρη Επιλαρχία και αν ήταν δυνατό και κάτι ακόμη. Και έτσι έγινε το παράλογο: αντί να ενισχυθεί ο αριθμός των ΤΘ Ταξιαρχιών, «το Πεζικό έφαγε τα άρματα».
Πιν. 1: Κατανομή των αρμάτων σε σχηματισμούς ΠΖ και ΤΘ
Η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1990, επέφερε την απόσυρση μεγάλου αριθμού αρμάτων, ΤΟΜΠ και Α/Κ πυροβόλων από τα οπλοστάσια των χωρών του ΝΑΤΟ, μεγάλος αριθμός εκ των οποίων κατέληξε στην Ελλάδα για αντικατάσταση άλλων παρωχημένων τύπων. Περίπου 1.335 άρματα κατέληξαν στην Ελλάδα και έτσι έγινε δυνατή η απόσυρση και η καταστροφή των βενζινοκίνητων αρμάτων Μ47 και Μ48 και των αρμάτων ΑΜΧ-30 που μόλις είχαν κλείσει μια 20ετία στον Ε.Σ.! Με την παραλαβή και μεγάλου αριθμού ΤΟΜΠ Μ113, έγινε δυνατή η συγκρότηση 6 Μ/Κ Ταξιαρχιών, καθώς και η μηχανοκίνηση αριθμού Ταγμάτων Πεζικού. Είναι όμως πολύ ενδιαφέρον να δούμε στον παρακάτω πίνακα το πώς η Πεζικοκεντρική αντίληψη θριάμβευσε και πάλι.
Πιν. 2 : ΤΘ και ΜΚ σχηματισμοί του ΕΣ
Σε καμιά περίπτωση δεν υποστηρίζω ότι οι σχηματισμοί Πεζικού δεν πρέπει να διαθέτουν μονάδες αρμάτων. Αντιθέτως: η διαμερισμάτωση του θεάτρου πολέμου επιβάλει κάποιοι σχηματισμοί Πεζικού να διαθέτουν και τμήματα αρμάτων. Όμως τα άρματα και οι μονάδες αρμάτων αποτελούν το κρίσιμο παράγοντα ισχύος με τον οποίο ένας διοικητής μπορεί να επέμβει αποφασιστικά στον αγώνα προκειμένου να επιτύχει αποφασιστικό αποτέλεσμα σε βάρος του εχθρού και ως εκ τούτου η κατανομή των αρμάτων στους σχηματισμούς Πεζικού θα πρέπει να γίνεται με φειδώ και σοφία. Είναι γνωστό ότι όλοι οι τακτικοί διοικητές του Πεζικού θέλουν να διαθέτουν άρματα, επειδή τους προσδίδουν ισχύ και σιγουριά. Η υπόψη απαίτηση προβάλλεται εντονότερα όταν ένας σχηματισμός διεξάγει άμυνα, επειδή του προσφέρουν τη δυνατότητα να επεμβαίνει ταχέως και ισχυρά για την αποκατάσταση της τοποθεσίας του σε περίπτωση που παραβιαστεί. Και βεβαίως οι μονάδες αρμάτων είναι και οι πλέον κατάλληλες για την εκτέλεση αντεπιθέσεων, όπως είναι και οι μόνες που μπορούν να διεξαγάγουν άμυνα σε αναπεπταμένα και αρματικά εδάφη. Είναι όμως και μεγάλο λάθος να χρησιμοποιούνται οι υπόψη μονάδες τμηματικά για να κλείνουν κάθε μικρό ρήγμα που θα δημιουργείται στην αμυντική τοποθεσία. Τα άρματα δεν πρέπει και δε μπορεί να χρησιμοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο που ένας μποξέρ κλείνεται στη γωνία του ρινγκ και χρησιμοποιεί τα μπράτσα και τις γροθιές του για να αποκρούει τα κτυπήματα του αντιπάλου του. Αν ο μποξέρ δεν βγει στο κέντρο του ρινγκ και δεν χρησιμοποιήσει τα πόδια του την ταχύτητά του, την ευκινησία του και τις γροθιές του, είναι πλέον ή βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα υποκύψει. Τα άρματα και οι μονάδες αρμάτων εφόσον οργανωθούν σε ισχυρούς τεθωρακισμένους σχηματισμούς και εξέλθουν στο ανοικτό πεδίο της σύγκρουσης χρησιμοποιούμενες συγκεντρωτικά με βάση τα χαρακτηριστικά υπεροχής τους, μπορούν να οδηγήσουν στη συντριβή του εχθρού. Σε κάθε περίπτωση όμως, το μεγαλύτερο μέρος των αρμάτων θα πρέπει να βρίσκεται σε τεθωρακισμένους σχηματισμούς, ή τουλάχιστο σε Μ/Κ με αρματική ισχύ αντίστοιχη των τεθωρακισμένων.
Τα άρματα αποτελούν ένα από τα πλέον σημαντικά οπλικά συστήματα του στρατού και ταυτόχρονα τα πλέον δαπανηρά όσο αφορά το κόστος κτήσης – λειτουργίας. Οι μονάδες αρμάτων, αλλά και οι μονάδες των λοιπών Όπλων και Σωμάτων του στρατού, αποτελούν απαιτητικούς οργανισμούς όσον αφορά την οργάνωση, τη διοίκησή και την προς πόλεμο προετοιμασία τους. Η διεξαγωγή της σύγχρονης μάχης αποτελεί πλέον μια πολύ δύσκολη υπόθεση που στο κλιμάκιο της Ομάδας – Διμοιρίας – Ουλαμού μόνο προσεκτικά επιλεγμένοι και άριστα εκπαιδευμένοι μικροί διοικητέςμπορούν να διευθύνουν. Επομένως η απαίτηση για τη διοίκηση των ουλαμών αρμάτων και αναγνωρίσεως από ικανούς και άριστους επαγγελματίες διοικητές είναι όχι μόνο προφανής, αλλά επιτακτική.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΟΥΛΑΜΩΝ ΑΡΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ
Η ποιότητα των διοικήσεων των Ελληνικών ΤΘ στο κλιμάκιο των διοικητών των ΤΘ Ταξιαρχιών, των ΕΜΑ-ΕΑΝ και των ΙΜΑ-ΙΛΑΝ, βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο. Η Σχολή Τεθωρακισμένων (ΣΑΤΘ) κάνει σπουδαία δουλειά και διατίθεται πλέον μακρά γνώση, εμπειρία και παράδοση που μεταλαμπαδεύονται στους νεώτερους. Έχω όμως τη γνώμη ότι υπάρχει πρόβλημα στηνκάλυψη του απαιτούμενου αριθμού διοικητών Ουλαμών Μέσων Αρμάτων (ΟΥΜΑ), Ουλαμών Αναγνωρίσεως (ΟΥΛΑΝ), Ουλαμών Ανιχνευτών (ΟΥΛΑΝΙΧ) και Ουλαμών Όλμων 4,2’’ με επαγγελματίες αξιωματικούς. Με βάση τα προβλεπόμενα από τις συνθέσεις οι διοικητές αυτοί θα πρέπει να είναι ανθυπίλαρχοι (ανθυπολοχαγοί), αν και οι πίνακες συνθέσεως δεν πρέπει να θεωρούνται ως κάτι το δεσμευτικό όσον αφορά τη στελέχωση των μονάδων με αξιωματικούς και υπαξιωματικούς συγκεκριμένων βαθμών, αλλά ως ένας οδηγός που αφ’ ενός υποδεικνύει το «ορθόν» και αφ’ ετέρου καθορίζει τις οργανικές θέσεις αξιωματικών και υπαξιωματικών στις μονάδες κατά βαθμό.
Όταν όμως τα Ελληνικά ΤΘ διαθέτουν (σύμφωνα με ανοικτές πηγές) 1.200 περίπου άρματα, αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται και 300(+) διοικητές μάχιμων ουλαμών, που βεβαίως δεν μπορούν να προέλθουν από τους 30-40 ανθυπίλαρχους που εξέρχονται από τη Σχολή Ευελπίδων κάθε χρόνο. Παλαιότερα – πριν μια 15ετία περίπου – ο απαιτούμενος αριθμός ουλαμαγών (αλλά και διμοιριτών των λοιπών Όπλων και Σωμάτων), καλυπτόταν σε ποσοστό άνω του 90% από Δόκιμους Έφεδρους Αξιωματικούς (ΔΕΑ). Τότε όμως η θητεία είχε μεγάλη διάρκεια και παρεχόταν ικανοποιητικός χρόνος για την εκπαίδευση των ΔΕΑ στις σχολές και στις μονάδες, αν και σε καμιά περίπτωση ο αναγκαίος. Όμως και αυτός ο τρόπος απεδείχθη ατελέσφορος, αφού οι ΔΕΑ (κατά τη συνήθη Ελληνική πρακτική) έπαιρναν σύντομα μετάθεση για τις μονάδες και τις υπηρεσίες του εσωτερικού, με αποτέλεσμα οι επιλαρχίες να βρίσκονται σε μια αέναη διαδικασία εκπαίδευσης νέων ουλαμαγών. Κατά την παρούσα περίοδο που η θητεία έχει μειωθεί σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα και οι Επιλαρχίες έχουν εξοπλιστεί με σύγχρονα άρματα που εκ των πραγμάτων θέτουν και υψηλές απαιτήσεις διοίκησης και επάνδρωσης, θα ήταν πιστεύω ανόητο να αναζητούνται οι Ουλαμαγοί των τεθωρακισμένων μονάδων στους ΔΕΑ των οποίων η εκπαίδευση δεν διαρκεί περισσότερο από 4 μήνες, η δε θητεία τους στις μονάδες εκστρατείας διαρκεί ακόμη λιγότερο, ή και καθόλου.
Παρούσα κατάσταση
Από διάφορες πληροφορίες φαίνεται ότι σήμερα οι ΔΕΑ έχουν πάψει να αναλαμβάνουν – κατά το μάλλον – καθήκοντα ουλαμαγών και ένας μεγάλος έως και πολύ μεγάλος αριθμός ουλαμών, αλλά και διμοιριών για τα λοιπά Όπλα και Σώματα, διοικείται από ΕΜΘ. Είναι βέβαιο ότι κάποιοι εξ αυτών των βαθμοφόρων διαθέτουν εξαιρετικές επαγγελματικές ικανότητες και γνώσεις (και το δηλώνω μετά λόγου γνώσεως), αλλά αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα αν αυτές από μόνες τους κρίνονται επαρκείς για να τους ανατίθενται καθήκοντα διμοιριτών και ουλαμαγών. Συγκεκριμένα, το ερώτημα τίθεται ως εξής: «Πως μπορεί κάποιοι μόνιμοι επαγγελματίες βαθμοφόροι να διοικούν διμοιρίες και ουλαμούς, όταν αφ’ ενός δεν έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση σε κάποια σχολή του στρατού που να εκπαιδεύει βαθμοφόρους για να εξελιχθούν σε ικανούς διοικητές μικρών κλιμακίων και αφ’ ετέρου δεν έχουν φοιτήσει στα βασικά σχολεία ουλαμαγών – διμοιριτών των Όπλων και Σωμάτων;». Είναι όμως ενδιαφέρον και προκαλεί απορία ότι, ενώ επιδιώχθηκε η επάνδρωση των αρμάτων με «μόνιμους επαγγελματίες στρατιώτες», δεν έγινε κατανοητό ότι πρωταρχικά θα έπρεπε να επιλυθεί το ζήτημα της διοίκησης των Ουλαμών αρμάτων από μόνιμους επαγγελματίες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς βαθμού επιλοχία ή αρχιλοχία. Φυσικά, για λόγους δικαιοσύνης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο σκοπός των ατελέσφορων και αποτυχημένων προσπαθειών για την «επαγγελματικοποίηση» του στρατού, δεν ήταν η αύξηση της μαχητικής του ισχύος, αλλά η μείωση ή και η κατάργηση της «επάρατης» για πολλούς υποχρεωτικής στράτευσης των νέων.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Απαιτήσεις Επιλαρχιών σε επιτελείς και διοικητές Ιλών και Ουλαμών.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΤΗΣΗ ΔΙΜΟΙΡΙΤΩΝ ΚΑΙ ΟΥΛΑΜΑΓΩΝ
Στον πίνακα παρουσιάζονται οι ανάγκες των Επιλαρχιών σε βασικούς επιτελείς και σε διοικητές των τμημάτων που διεξάγουν τη μάχη (ΙΜΑ, ΟΥΜΑ, ΟΥΛΑΝΙΧ). Οι απαιτήσεις εκτιμήθηκαν με βάση την ομαδοποίηση των υπαρχόντων αρμάτων σε 30 ΕΜΑ. Το μοντέλο δεν είναι επαρκές δεδομένου ότι τα τεθωρακισμένα διαθέτουν ΕΑΝ, ΙΛΑΝ και ανεξάρτητες ΙΜΑ, καθώς και ΕΜΑ με σύνθεση 4 ΙΜΑ. Ως εκ τούτου τα στοιχεία του πίνακα δεν είναι ακριβή, αλλά απεικονίζουν κατά προσέγγιση τις ανάγκες, που βεβαίως είναι κατά πολύ μεγαλύτερες. Επίσης στο πίνακα δεν περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις των Επιλαρχιών στους επιτελείς των 1ων και 2ων γραφείων, σε αξιωματικούς συνδέσμους και αεροπορικής υποστηρίξεως, καθώς και στους διοικητές των ουλαμών υποστήριξης των Ιλών Διοικήσεως (Συντηρήσεως, Μεταφορών, Μισθοτροφοδοσίας και Διοικήσεως Επιλαρχίας).
Το πρόβλημα της διοίκησης των τμημάτων επιπέδου διμοιρίας (ουλαμός για τα ΤΘ και το ΠΒ) είναι γενικότερο και αφορά όλα τα Όπλα και Σώματα του στρατού. Είναι προφανές ότι η Σχολή Ευελπίδων δεν μπορεί να αποδώσει τους απαιτούμενους αριθμούς αξιωματικών για να αναλάβουν τη διοίκηση των ουλαμών μάχης των τεθωρακισμένων μονάδων(αλλά και των διμοιριών για τα λοιπά Όπλα και Σώματα) και ως εκ τούτου η κάλυψη των απαιτήσεων θα πρέπει να αναζητηθεί και από άλλες πηγές. Σε κάθε περίπτωση όμως, η πρόσκτηση των απαιτούμενων διοικητών ουλαμών – διμοιριών θα πρέπει να αναζητηθεί κατά προτεραιότητα από τη κατηγορία των μόνιμων αξιωματικών, ανθυπασπιστών και υπαξιωματικών. Ειδικότερα και όσο αφορά τους διοικητικούς μόνιμους υπαξιωματικούς, η χρησιμοποίησή τους μέχρι και το βαθμό του αρχιλοχία αποκλειστικά και μόνο ως διμοιριτών και ουλαμαγών σε λόχους ίλες και πυροβολαρχίες θα πρέπει να επιβληθεί και να θεωρηθεί ως «εκ των ων ουκ άνευ» για την εν συνεχεία εξέλιξή τους.
Η χρησιμοποίηση ΔΕΑ ως διμοιριτών και ουλαμαγών
Η χρησιμοποίηση εφέδρων αξιωματικών ως διμοιριτών και ουλαμαγών δεν πρέπει να αποκλείεται αλλά να επιδιώκεται, εφόσον βεβαίως αλλάξει ριζικά το καθεστώς επιλογής και εκπαίδευσης αυτών, καθώς και ο χρόνος παραμονής τους στις μονάδες μετά την αποφοίτησή τους από τις σχολές ΥΕΑ. Κρίσιμα στοιχεία για την επιλογή ενός κληρωτού ως ΥΕΑ και στη συνέχεια η εξέλιξη του σε ΔΕΑ και τέλος η ονομασία του σε έφεδρο ανθυπολοχαγό, πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι:
Η θετική απόφαση του υποψήφιου να υπηρετήσει μεγαλύτερης διάρκειας θητεία (ίσως και με τη παροχή κάποιων ωφελημάτων) προκειμένου να γίνει έφεδρος αξιωματικός.
Η επιλογή των ΥΕΑ από κληρωτούς που διαθέτουν ακαδημαϊκό τίτλο σπουδών και διαθέτουν συγκεκριμένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα.
Η διάρκεια της εκπαίδευσης των ΥΕΑ να είναι τουλάχιστο 8 μήνες.
Οι ΔΕΑ να υπηρετούν σε μονάδες εκστρατείας τουλάχιστο για 12 μήνες προκειμένου να ονομαστούν κατά την απόλυσή τους έφεδροι ανθυπολοχαγοί.
Η χρησιμοποίηση επαγγελματιών οπλιτών ως διμοιριτών και ουλαμαγών
Αρχικά και σε περίπτωση που συνεχιστεί η πρόσληψη επαγγελματιών οπλιτών, θα πρέπει να δοθεί αξιόπιστη λύση στις διαδικασίες μέσα από τις οποίες θα πρέπει να προσλαμβάνονται. Η μέχρι σήμερα πρόσληψη των ΟΠΥ, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ, μέσω εσωτερικών εξετάσεων του στρατού, απεδείχθη στην πράξη αστεία (και μιλώ μετά λόγου γνώσεως). Αυτοί που προσελήφθησαν – εν πολλοίς με διαβλητές πολιτικές πελατειακές διαδικασίες – δεν ήταν και ό,τι το καλύτερο. Πιστεύω ότι μελλοντικά θα πρέπει να επιλέγονται μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων, οι οποίες στην κοινή συνείδηση έχουν καθιερωθεί ως αδιάβλητες. Ανεξάρτητα όμως του τρόπου πρόσληψης των ΕΠΟΠ, η χρησιμοποίηση αυτών ύστερα από κάποια χρόνια υπηρεσίας ως διμοιριτών, θα πρέπει να ακολουθεί κάποιες θεσμοθετημένες σοβαρές διαδικασίες λόγω και της κρισιμότητας και σοβαρότητας των καθηκόντων που θα πρέπει να αναλάβουν, όπως:
Βασικό κριτήριο θα πρέπει να αποτελεί η επιτυχής φοίτηση τους κατόπιν διαγωνισμού σε σχολείο (σχολή) του στρατού που θα παρέχει εκπαίδευση διοικήσεως μικρών κλιμακίων σε βαθμοφόρους οπλίτες και σαν τέτοιο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι οι Λόχοι Υποψηφίων Βαθμοφόρων (ΙΛΥΒ για τα τεθωρακισμένα).
Η υποψήφιοι για το διαγωνισμό για φοίτηση στο υπόψη σχολείο θα πρέπει να προτείνονται από τους διοικητές των μονάδων εκστρατείας με βάση το μητρώο του υποψήφιου και αυστηρά καθορισμένα κριτήρια επιλογής.
Αμέσως μετά την αποφοίτησή τους από τη παραπάνω σχολή οι επαγγελματίες οπλίτες θα πρέπει να παρακολουθήσουν τα βασικά σχολεία διμοιριτών – ουλαμαγών των Όπλων και Σωμάτων από τα οποία και θα κρίνονται ικανοί (ή μη ικανοί) για την ανάληψη καθηκόντων διμοιρίτη ή ουλαμαγού.
Ανεξάρτητα όμως των λύσεων που μπορούν να δοθούν στο μείζον πρόβλημα της πρόσκτησης ικανών επαγγελματιών ως διοικητών ουλαμών και διμοιριών όλων των Όπλων και Σωμάτων του στρατού, θα πρέπει όλοι οι νέοι ανθυπίλαρχοι και οι μόνιμοι υπαξιωματικοί των τεθωρακισμένων αμέσως μετά την αποφοίτησή τους από τα βασικά τμήματα της σχολής ΤΘ να μετατίθενται στις ΕΜΑ και τις ΕΑΝ, όπου και θα αναλαμβάνουν αποκλειστικά και μόνο καθήκοντα στις Ίλες αρμάτων και αναγνωρίσεως. Το μεγάλο σχολείο είναι αποκλειστικά και μόνο οι επιλαρχίες αρμάτων και αναγνωρίσεως και όχι τα ΚΕΝ και μάλιστα για τη ανόητη βασική εκπαίδευση των 3 εβδομάδων που παρέχουν τώρα. Στις επιλαρχίες κτυπά η καρδιά των τεθωρακισμένων, εκεί ζυμώνονται και πλάθονται οι νέοι αρματιστές για να εξελιχθούν στη συνέχεια σε ικανούς διοικητές των τεθωρακισμένων ιλών επιλαρχιών και τεθωρακισμένων σχηματισμών και εκεί υπάρχουν οι ανάγκες.
Μια γενικότερη ιστορική αναφορά για το ζήτημα της παραγωγής των αξιωματικών και υπαξιωματικών του στρατού και των διοικητών των κλιμακίων Διμοιρίας και Ουλαμού, παρουσιάζεται στο τέλος του παρόντος κειμένου.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΟΥΛΑΜΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΡΜΑΤΩΝ (ΟΥΜΑ)
Τα σημερινά άρματα μάχης αποτελούν για το Στρατό Ξηράς ότι τα μαχητικά Α/Φ για την Πολεμική Αεροπορία, αναφορικά με τις δυνατότητές τους ως πολεμικών μηχανών, τη μεταφερόμενη ισχύ, τις απαιτήσεις εκπαίδευσης των χειριστών, την επάνδρωση με επαρκή πληρώματα, το χειρισμό στη μάχη, τη συντήρηση, το κόστος κτήσης – χρήσης και τα αναμενόμενα αποτελέσματα από τη συμμετοχή τους στη διεξαγωγή της πολέμου. Τα μαχητικά Α/Φ τα χειρίζονται όμως μόνιμοι αξιωματικοί που επιλέγονται μέσα από μια απαιτητική διαδικασία και υφίστανται μια μακρά, απαιτητική, σκληρή, υψηλού επιπέδου και μεγάλου κόστους εκπαίδευση. Στην ερώτηση ποιοι πρέπει να διοικούν τους ουλαμούς αρμάτων και από ποια κατηγορία στελεχών και από ποιες σχολές θα πρέπει να προέρχονται οι υπόψη διοικητές, η απάντηση έχει ήδη δοθεί. Υπάρχει όμως ακόμη ένα κρίσιμο ερώτημα:
Πόσα άρματα μπορεί να διοικήσει ένας διοικητής ουλαμού αρμάτων;
Κατά την άποψή μου, ο Ουλαμαγός δεν μπορεί να διοικήσει περισσότερα από 3 άρματα. Ο Ουλαμαγός μπορεί να διοικήσει σε περίοδο επιχειρήσεων μόνο τα άρματα που βρίσκονται αμέσως δεξιά και αριστερά του. Και αυτό αποκτά κρίσιμη σημασία σε περιοχές με έντονο εδαφικό ανάγλυφο και σε κορεσμένο ηλεκτρομαγνητικό περιβάλλον. Αναφέρομαι σε «περίοδο επιχειρήσεων», επειδή οι ασκήσεις και οι προσομοιώσεις στους Η/Υ, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρά συμπεράσματα αφού διεξάγονται σε εικονικό έδαφος απουσία εχθρού και πυρών. Ιστορικά έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορα μοντέλα σύνθεσης των Ουλαμών αρμάτων. Οι στρατοί του Συμφώνου της Βαρσοβίας χρησιμοποίησαν το μοντέλο των 3 αρμάτων. Ο Ισραηλινός στρατός, που συμμετείχε στις μεγαλύτερες μάχες αρμάτων μετά το Β’ Π.Π., χρησιμοποιεί αδιάλειπτα το μοντέλο των 3 αρμάτων. Από την άλλη πλευρά οι Νατοϊκοί στρατοί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου χρησιμοποίησαν ευρέως το «Αμερικανικό» μοντέλο των 5 αρμάτων, το οποίο άρχισαν να το εγκαταλείπουν τη δεκαετία του 1990 για να μεταπέσουν σε αυτό των 4 αρμάτων, το οποίο από το 1994 περίπου, ακολούθησαν και τα Ελληνικά τεθωρακισμένα. Είναι απόλυτα σαφές ότι τα Ελληνικά ΤΘ δεν μετέβησαν στον ΟΥΜΑ των 4 αρμάτων επειδή αυτό προέκυψε ως αποτέλεσμα διεξοδικών μελετών, δοκιμών και ασκήσεων. Απλά ο Ελληνικός Στρατός ακολούθησε τη πεπατημένη οδό της μίμησης του Αμερικανικού μοντέλου οργάνωσης των ΟΥΜΑ, των ΙΜΑ και των Επιλαρχιών.
Πιστεύω ότι το κρίσιμο κριτήριο για την επιλογή του μοντέλου του ΟΥΜΑ των 3 αρμάτων για όσους στρατούς το ακολουθούν, αποτέλεσε η ευκολία διοικήσεως που προσφέρει. Ιστορικά το τριαδικό σύστημα οργάνωσης, απέδειξε ότι διαθέτει περισσότερα πλεονεκτήματα και για αυτό το λόγο το ακολουθούν οι περισσότεροι στρατοί. Δημιουργούνται ως εκ τούτου απορίες για τους λόγους που ενώ ο στρατός μας εφαρμόζει το τρίγωνο σύστημα σύνθεσης μέχρι και το κλιμάκιο της διμοιρίας πεζικού, ο ΟΥΜΑ είναι οργανωμένος με βάση το τετράγωνο σύστημα και ο ουλαμαγός αρμάτων καλείται να διοικήσει 4 άρματα. Στον αντίλογο ότι και ο ΟΥΜΑ είναι οργανωμένος με βάση το τρίγωνο σύστημα και ο ουλαμαγός διοικεί 3 άρματα, όπως ο ίλαρχος ο λοχαγός και ο διμοιρίτης διοικούν τρία κλιμάκια, η απάντηση είναι ότι κανένας εκ των αναφερομένων δεν μάχεται με την ουσιαστική έννοια της λέξης. Ο διμοιρίτης είναι μεν προωθημένος για να ασκεί έλεγχο, αλλά δεν πυροβολεί. Ο ουλαμαγός διοικεί τα 3 άρματα του ουλαμού του και συγχρόνως μάχεται και ο ίδιος διοικώντας ως αρχηγός πληρώματος το άρμα του.
Το άρμα μάχης είναι μια πολυσύνθετη πολεμική μηχανή μεγάλων δυνατοτήτων που διαρκώς εξελίσσεται τεχνολογικά προκειμένου να συνεχίσει να κυριαρχεί και στο μελλοντικό πεδίο της μάχης. Είναι υπερβολικό, με βάση τη δική μου τουλάχιστο γνώση και εμπειρία, να θέλουμε ένας νεαρός αξιωματικός, ανθυπασπιστής ή υπαξιωματικός, να διοικήσει 4 κρίσιμης σημασίας πολεμικές μηχανές και μάλιστα σε ένα πεδίο μάχης που διαρκώς εξελίσσεται προς το πολυπλοκότερο. Η μείωση του αριθμού των αρμάτων του ουλαμού αποτελεί, κατά τη δική μου θεώρηση, κάτι περισσότερο από απαίτηση.
Πρόταση
Το μοντέλο του ΟΥΜΑ των 3 αρμάτων είναι περισσότερο αποτελεσματικό στη διοίκησή του, προσφέρει μεγαλύτερο βαθμό ευκινησίας και θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση συγκρότησης των μονάδων των Ελληνικών τεθωρακισμένων. Ο κύριος αντίλογος στον ουλαμό των 3 αρμάτων είναι ότι η υπόψη οργάνωση δεν είναι ισχυρή. «Τα 3 άρματα είναι λίγα». Όμως το επιχείρημα είναι παραπλανητικό. Το ζήτημα είναι το πώς βλέπει κάποιος την οργάνωση των τεθωρακισμένων: Με βάση την αντίληψη ότι τα άρματα αποτελούν δύναμη υποστήριξης των σχηματισμών πεζικού και ως εκ τούτου επιβάλλεται το κάθε τάγμα να πάρει και «κάτι» από άρματα; Ή με βάση την αντίληψη ότι στο πεδίο της μάχης [και ειδικά στο βατό σε άρματα πεδίο μάχης] κυριαρχούν οι τεθωρακισμένοι σχηματισμοί; Η πρώτη θεώρηση, που είναι και κυρίαρχη στον Ελληνικό Στρατό, θεωρεί τους ΟΥΜΑ των 3 αρμάτων ασθενείς και απαιτεί Ουλαμούς των 5 ή των 4 αρμάτων [τι μπορούν να προσφέρουν 3 άρματα σε ένα τάγμα πεζικού;]. Στην τεθωρακισμένη όμως αντίληψη που αποβλέπει στη διεξαγωγή αγώνα κινήσεων, ο ΟΥΜΑ των 3 αρμάτων αποτελεί ένα από τα πολλά στοιχεία που συνθέτουν την ισχύ της ΕΜΑ και της ΤΘ ταξιαρχίας.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο ΟΥΜΑ των 3 αρμάτων δεν πρέπει να αποτελεί επιλογή, επειδή στην περίπτωση που θα «χάσει» ένα άρμα, θα χάσει και το 1/3 της δύναμής του. Έχω την άποψη ότι δεν μπορούμε να κάνουμε συγκρότηση με αυτές τις σκέψεις. Οι απώλειες στο πόλεμο είναι αναπόφευκτες. Και ο ΟΥΜΑ των 4 αρμάτων μπορεί να χάσει 2 άρματα. Δηλαδή το ½ της δύναμής του. Ακόμη και μια ΤΘ ταξιαρχία μπορεί να εξαερωθεί, όπως η 188 Ισραηλινή ΤΘ Ταξιαρχία, που στη μάχη στα υψώματα του Γκολάν για την αναχαίτιση της Συριακής επίθεσης στο πόλεμο του 1973, έχασε όλα τα άρματά της στο πρώτο 24ώρο του πολέμου και στο τέλος και τον διοικητή της.
Κατόπιν των παραπάνω, υποστηρίζω ανεπιφύλαχτα ότι τα Ελληνικά τεθωρακισμένα θα πρέπει να υιοθετήσουν το μοντέλο του Ουλαμού Μέσων Αρμάτων των 3 αρμάτων.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΙΛΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΡΜΑΤΩΝ (ΙΜΑ)
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι το Αμερικανικό εγχειρίδιο για τον ουλαμό αρμάτων (FM 17-15 «TANK PLATOON» έκδοσης Δεκεμβρίου 2012) και το αντίστοιχο για το συγκρότημα ίλης – λόχου Μ/Κ πεζικού (FM 3-90.1 [πρώην FM 71-1] «TANK AND MECHANIZED INFANTRY COMPANY TEAM» έκδοσης Δεκεμβρίου 2002) αντιλαμβάνονται την ΙΜΑ ως ένα καθαρό κλιμάκιο μάχης που δεν διαθέτει οργανικά μέσα τεχνικής υποστήριξης. Και μολονότι τα προβλεπόμενα στα υπόψη εγχειρίδια για την οργάνωση του ΟΥΜΑ με 4 άρματα πέρασαν στα Ελληνικά τεθωρακισμένα, τα αναφερόμενα για την οργάνωση της ΙΜΑ ως κλιμάκιο μάχης αγνοήθηκαν.
Σύνθεση Ίλης του Αμερικανικού Στρατού (FM 3-90.1)
Με βάση τα παραπάνω, η ομάδα διοικήσεως της Ίλης αρμάτων του Αμερικανικού στρατού:
Διαθέτει δύο (2) άρματα για τον διοικητή και υποδιοικητή της ίλης, ένα (1) Μ113 στο οποίο επιβαίνει ο Αρχιλοχίας της Ίλης και δύο (2) οχήματα HUMMER εκ των οποίων το ένα χρησιμοποιείται από την ομάδα ΡΒΧ πολέμου και το άλλο από τον Master Gunner της Ίλης, ειδικότητα άγνωστη στον Ελληνικό Στρατό που μπορεί να αποδοθεί ως Αρχιπυροβολητής Ίλης.
Δεν διαθέτει οργανικό τμήμα τεχνικής υποστήριξης. Βεβαίως και όπως αναφέρει το δεύτερο ως άνω εγχειρίδιο, η ίλη αρμάτων του Αμερικάνικου στρατού προικοδοτείται από την επιλαρχία με στοιχείο συντηρήσεως. Η υπόψη «προικοδότηση» σημειώνει μια κρίσιμη διαφορά με ότι προβλέπεται για τις ΙΜΑ του Ελληνικού στρατού που διαθέτουν οργανική ομάδα συντηρήσεως. Στον Αμερικάνικο στρατό κάποιο άλλο τμήμα της επιλαρχίας που διαθέτει τη σχετική «τεχνογνωσία» είναι υπεύθυνο για την οργάνωση και την εκπαίδευση του προσωπικού της ομάδας συντηρήσεως που διατίθεται στις ίλες αρμάτων, την συντήρηση των μέσων της και τον εφοδιασμό της με τις προβλεπόμενες συλλογές εργαλείων και κλίμακες ανταλλακτικών.
Προτάσεις
Η ΙΜΑ επιβάλλεται να οργανωθεί αποκλειστικά και μόνο ως Κλιμάκιο Μάχης. Η ΙΜΑ πέρα από την «ελάφρυνση» που επιτυγχάνεται με την σύνθεση των ΟΥΜΑ με 3 άρματα, επιβάλλεται να ελαφρύνει και από τα στοιχεία Διοικητικής Μέριμνας ώστε να αποτελέσει ένα μικρό και ευέλικτο τμήμα οργανωμένο αποκλειστικά και μόνο για τη διεξαγωγή της μάχης. Ως εκ τούτου πρέπει να απαλλαγεί από όλες τις δουλείες διοικητικής μέριμνας (ΔΜ) που την περισπούν από την εκπαίδευση στην ειρήνη και τη διεξαγωγή της μάχης στο πόλεμο. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο διοικητής της ΙΜΑ απαλλάσσεται από την ευθύνη των όσων αφορούν τη ΔΜ του τμήματός του. Η ευθύνη, το ενδιαφέρον, η μέριμνα, η αγωνία, που θα εκδηλώνονται με την αναφορά των προβλημάτων και την υποβολή αιτήσεων στην ειρήνη και το πόλεμο αλλά και την ανάληψη του συντονισμού των ενεργειών των τμημάτων υποστήριξης ΔΜ που θα διαθέτει η επιλαρχία θα πρέπει να παραμένουν, όμως η διοίκηση και ο έλεγχος των τμημάτων και μέσων υποστήριξης ΔΜ, καθώς και η θεραπεία των αναγκών επιβάλλεται να αναληφθούν από την Επιλαρχία.
1η πρόταση: Κατάργηση των Ομάδων Συντηρήσεως των ΙΜΑ
Η σημαντικότερη δουλεία από την οποία πρέπει να απαλλαγούν οι ΙΜΑ, είναι η συντήρηση και η περισυλλογή του υλικού τους κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Η επισκευή της βλάβης και η περισυλλογή των αρμάτων στο πεδίο της μάχης, δε μπορεί και δεν πρέπει να είναι αρμοδιότητα της ΙΜΑ που κινείται και μάχεται, αλλά του Ουλαμού Συντηρήσεως που ακολουθεί.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την ειρηνική περίοδο, οι ομάδες συντηρήσεως των ΙΜΑ είναι ανενεργές, δεν διαθέτουν προσωπικό και σε περίπτωση πολέμου ενεργοποιούνται από ενεργό προσωπικό του ουλαμού συντηρήσεως και από εφέδρους. Και αυτό είναι προφανές ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει αξιόπιστα και αποτελεσματικά στο πόλεμο. Δεν μπορεί να λειτουργήσει κάτι στο πόλεμο όταν δεν λειτουργεί στην ειρηνική περίοδο. Κατόπιν των αναφερθέντων, επιβάλλεται τα μέσα και τα υλικά των Ομάδων Συντηρήσεως των ΙΜΑ (δηλαδή το ΤΟΜΠ μεταφοράς των τεχνιτών, το άρμα περισυλλογής Μ88Α1 και η κινητή αποθήκη) να μεταφερθούν στους Ουλαμούς Συντηρήσεως των Επιλαρχιών.
Κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης ο Ουλαμός Συντηρήσεως θα αναπτύσσει τις Ομάδες Συντηρήσεως πίσω από τη γραμμή των Συγκροτημάτων Ιλών και Μ/Κ Λόχων με βάση το σχέδιο της Επιλαρχίας και τις κατευθύνσεις του 4ου Γραφείου και θα ενεργεί για τη θεραπεία των βλαβών και των τεχνικών προβλημάτων, καθώς και για τη περισυλλογή των αρμάτων που δεν μπορούν να επισκευαστούν στο σημείο της βλάβης. Η μετακίνηση των Ομάδων Συντηρήσεως των ΙΜΑ στον Ουλαμό Συντηρήσεως της Επιλαρχίας, θα έχει σαν αποτέλεσμα την παροχή αποτελεσματικότερης τεχνικής υποστήριξης κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Αυτό είναι προφανές, αφού οι απαιτήσεις τεχνικής υποστηρίξεως δεν μπορεί να είναι ίδιες για κάθε ΙΜΑ, δεδομένου ότι μια Ίλη μπορεί να μην απαιτήσει τεχνική υποστήριξη ή να απαιτήσει ελάχιστη και κάποια άλλη να απαιτήσει την επέμβαση του μεγαλύτερου μέρους του τεχνικού προσωπικού και των διαθέσιμων μέσων τεχνικής υποστήριξης.
Γενικά θα πρέπει να ακολουθείται ο εξής κανόνας: «Η Ίλη αναφέρει τη βλάβη και το σημείο της βλάβης και ο Ουλαμός Συντηρήσεως επιλαμβάνεται της θεραπείας του προβλήματος» Σε περίπτωση διάθεσης μιας ΙΜΑ σε ένα Μ/Κ Τάγμα, θα πρέπει η επιλαρχία να της διαθέτει μια πλήρη ομάδα συντηρήσεως.
2η πρόταση: Οι ΙΜΑ δεν πρέπει να διαθέτουν αποθήκες και υλικά.
Οι ΙΜΑ θα πρέπει να απαλλαγούν από οτιδήποτε θυμίζει αποθήκη προς μεταφορά. Ότι θα χρειάζονται οι Ίλες θα πρέπει να τους το διαθέτουν οι διαχειρίσεις υλικού της Επιλαρχίας. Ελάχιστα υλικά πρέπει να βρίσκονται στις αποθήκες των Ιλών και αυτά θα είναι κυρίως καταυλισμού και στρατοπεδείας και ότι ακόμη για διαφόρους λόγους κατά τη διάρκεια της ειρήνης δεν βρίσκεται επί των αρμάτων, όπως οπλισμός, σταθμοί ασυρμάτου και άλλα ελεγχόμενα και ελκυστικά υλικά. Οι αποθήκες σιτιστών και τεχνικών αποθηκαρίων με τα σχέδια φορτώσεως των πολλών κιβωτίων που απορροφούν πολύτιμο χρόνο για την «ευπρεπή παρουσίασή τους στις διοικητικές επιθεωρήσεις», αποτελούν απαράδεκτο αναχρονισμό που επιβάλλεται να αποτελέσει παρελθόν. Οι ΙΜΑ θα πρέπει βεβαίως να διατηρήσουν τα αντίστοιχα όργανα [σιτιστή κ’ τεχνικό αποθηκάριο], αλλά κάτω από ένα άλλο λειτουργικό σχήμα που θα προβλέπει ότι θα ενεργούν υπό τον έλεγχο των αντίστοιχων Διαχειρίσεων για την ικανοποίηση των αναγκών με υλικά των ΙΜΑ. Το βάρος και η ευθύνη θα πρέπει να μεταφερθεί στις Διαχειρίσεις Υλικού της Επιλαρχίας. Η Ίλη πρέπει να ζητά και να τις παρέχονται τα αναγκαία και όχι να αποθηκεύει υλικά που θα πρέπει να μεταφέρει.
3η πρόταση: Ο υποδιοικητής της ΙΜΑ πρέπει να διαθέτει άρμα
Ο υποδιοικητής της Ίλης μέσων αρμάτων – και της ΕΜΑ – θα πρέπει να διαθέτει άρμα και να συμμετέχει ενεργά και εκ του σύνεγγυς στη διεξαγωγή της μάχης. Στον Ε.Σ. οι υποδιοικητές των μονάδων [τάγμα, επιλαρχία, μοίρα] και των υπομονάδων [λόχος, ίλη, πυροβολαρχία] είναι κατά το ΕΕ 6-30Α (ΤΣ ΕΜΑ) οι βασικοί συντονιστές της διοικητικής μέριμνας. Ειδικότερα για τον υποδιοικητή της ΕΜΑ, το αναφερόμενο εγχειρίδιο προβλέπει ότι κατά τη διάρκεια του αγώνα παραμένει στο κύριο Σταθμό Διοικήσεως από τον οποίο προΐσταται του επιτελείου, ενημερώνεται για τις επιχειρήσεις (μέσω χάρτου και ασυρμάτου) και είναι έτοιμος να αντικαταστήσει το διοικητή εφόσον απαιτηθεί. Όμως ο υποδιοικητής από τη στιγμή που αποτελεί τον «εν δυνάμει» αντικαταστάτη του διοικητή, θα πρέπει να ζει τη μάχη «εκ του σύνεγγυς», να συμμετέχει ενεργά σε αυτή, ώστε να είναι ενήμερος της τακτικής κατάστασης. Η άποψή μου είναι ότι οι υποδιοικητές των Ιλών και των Επιλαρχιών θα πρέπει να επιβαίνουν σε άρμα και να συμμετέχουν ενεργά στη διεξαγόμενη μάχη, διότι μόνο έτσι θα μπορούν να αντικαταστήσουν ομαλά το διοικητή εφόσον απαιτηθεί. Ακόμη, επιβάλλεται ο υποδιοικητής της ΙΜΑ να υπάρχει από την ειρηνική περίοδο και να μη διατίθεται επιστρατευτικά. Οι λόγοι είναι προφανείς και δεν χρειάζεται αιτιολόγηση.
4η πρόταση: Κατάργηση του 2ου διοικητικού οχήματος
Η παραπάνω 3η πρόταση για τη πρόβλεψη άρματος για τον υποδιοικητή της ΙΜΑ, οδηγεί στην κατάργηση του διοικητικού οχήματος (όχημα 240 GD με σταθμό ασύρματου) που προορίζεται για τον υπόψη αξιωματικό.
5η πρόταση: Κατάργηση των ΤΟΜΠ που προορίζονται για τους ΠΑΠ
Η κάθε ΙΜΑ διαθέτει ένα ΤΟΜΠ για τη μεταφορά του ΠΑΠ που θα της διατεθεί από την Α/Κ Μοίρα ΠΒ της αντίστοιχης ταξιαρχίας. Πιστεύω ότι τα υπόψη ΤΟΜΠ θα πρέπει να καταργηθούν και να αντικατασταθούν από κάτι αποτελεσματικότερο, όπως άρματα,για τους εξής λόγους:
Αποτελεί σπατάλη η διάθεση ενός πολύτιμου ΤΟΜΠ (100 περίπου στο σύνολο των ΤΘ μονάδων) για τη μεταφορά ΕΝΟΣ (1) και μόνο αξιωματικού, όταν μάλιστα με τον αναφερόμενο αριθμό ΤΟΜΠ, μπορεί να μηχανοποιηθούν 2 τάγματα πεζικού.
Η διάθεση ενός ΤΟΜΠ σε κάθε ΙΜΑ για τη μεταφορά των ΠΑΠ (μέχρι το 1977 προβλεπόταν άρμα), αποβλέπει στην παροχή της αναγκαίας προστασίας σε αυτόν, ώστε να κατευθύνει τα πυρά πυροβολικού από προωθημένες θέσεις πλησίον της ΙΜΑ. Όμως εκ των χρησιμοποιούμενων ΤΟΜΠ για τη μεταφορά των ΠΑΠ, αφ’ ενός κανένα δεν διαθέτει τα κατάλληλα μέσα παρατήρησης αναγνώρισης και επικοινωνιών για τη διευκόλυνση του έργου των ΠΑΠ και ειδικά σε συνθήκες περιορισμένης ορατότητας και αφ’ ετέρου ο βαθμός προστασίας που προσφέρουν για την εκτέλεση της αποστολής των ΠΑΠ από προωθημένες θέσεις κρίνεται – επιεικώς – ως απαράδεκτος. Ως εκ τούτου, ο ΠΑΠ είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει τα δικά του φορητά μέσα για την εκτέλεση της αποστολής του και την επικοινωνία με το ΚΔΠ της Μοίρας του, τα οποία αγνοώ πως μπορούν να τοποθετηθούν και να χρησιμοποιηθούν επί ενός ερπυστριοφόρου οχήματος που βρίσκεται σε κίνηση.
Εφόσον κρίνεται ως κρίσιμη απαίτηση η ύπαρξη σε κάθε ΙΜΑ ενός ερπυστριοφόρου μέσου για τη μεταφορά των ΠΑΠ, αυτό επιβάλλεται να προσφέρει εξαιρετική προστασία στον αξιωματικό του πυροβολικού και αφ’ ετέρου να έχει εγκατεστημένα σταθερά επ΄ αυτού τα μέσα σκόπευσης παρατήρησης αναγνώρισης και μέτρησης αποστάσεων που απαιτούνται για τη την εκτέλεση της αποστολής του ΠΑΠ. Και τέτοιες δυνατότητες, μόνο τα άρματα διαθέτουν και μπορούν να προσφέρουν. Κατόπιν τούτου, η συγκεκριμένη απαίτηση μπορεί να ικανοποιηθεί από αποσυρόμενα άρματα που διαθέτουν θερμικά μέσα σκόπευσης παρατήρησης και τηλεμέτρησης [όπως τα Μ60Α3]. Τα υπόψη άρματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους ΠΑΠ αφού προηγουμένως τους αφαιρεθεί το πυροβόλο και γίνει έμφραξη της εξόδου του από το πύργο. Ίσως και κάποιες ακόμη τροποποιήσεις που θα αφορούσαν την εγκατάσταση επιπλέον οχημάτων και οργάνων παρατήρησης.
[Σημείωση: Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το πόσες πολλές κρίσιμες απαιτήσεις θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τα άρματα που αποσύρονται και μάλιστα με τροποποιήσεις που μπορούν να εκτελεστούν από το 304 ΠΕΒ, με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος, όπως αυτή που προτείνεται για τους ΠΑΠ. Μια ακόμη πολύ κρίσιμη απαίτηση που θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από άρματα που αποσύρονται και η οποία θα αναφερθεί στο Δ’ Μέρος, είναι η αφαίρεση των πυροβόλων και του συστήματος περιστροφής του πύργου και ανύψωσης του πυροβόλου από αριθμό αποσυρόμενων αρμάτων – οποιουδήποτε τύπου – και η μετατροπή τους σε άρματα για τη μεταφορά του αποθέματος βλημάτων που τηρεί η κάθε επιλαρχία]. Εφόσον η παραπάνω πρόταση για τη μεταφορά των ΠΑΠ από τροποποιημένο άρμα δεν γίνει δεκτή, τότε κατά τη γνώμη μου, οι ΠΑΠ θα πρέπει να χρησιμοποιούν για την εκτέλεση της αποστολής τους τα οχήματα που τους διαθέτει η μονάδα τους, δεδομένου ότι είτε επιβαίνουν στο ΤΟΜΠ Μ 113 που προβλέπεται σήμερα σε κάθε ΙΜΑ, είτε σε HUMMER ή 240 GD που τους διαθέτει η μονάδα τους, εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να βρίσκονται πολύ προωθημένοι προς τη γραμμή μάχης των ΙΜΑ, αφού κανένα εξ αυτών των οχημάτων δεν μπορεί να τους παράσχει την απαιτούμενη προστασία για να εκτελέσουν την αποστολή τους ακολουθώντας εκ του σύνεγγυς την ΙΜΑ, με την οποία σε κάθε περίπτωση μόνο μέσω ασυρμάτου θα επικοινωνούν κατά την εξέλιξη της μάχης.
[Σημείωση: Σε κάθε περίπτωση όμως και επειδή οι ΠΑΠ αποτελούν στόχους υψηλής προτεραιότητας για τον εχθρό, ανεξάρτητα του οχήματος στο οποίο επιβαίνουν [τροποποιημένο άρμα, ΤΟΜΠ, ή τροχοφόρο όχημα], επιβάλλεται να κινούνται με άλματα πίσω από τις ΙΜΑ και να καταλαμβάνουν θέσεις που θα τους παρέχουν επαρκή κάλυψη και προστασία, καθώς και καλή παρατήρηση ώστε να μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους με ασφάλεια, διατηρώντας την απαιτούμενη σύνδεση και επικοινωνία με το διοικητή του Σ.ΙΜΑ μέσω ασυρμάτου. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αποτελεί ασυγχώρητο λάθος αυτό που παρατηρούμε κατά τις ΤΑΜΣ, όταν πίσω από τους επιτιθέμενους ΟΥΜΑ ακολουθεί το άρμα του διοικητή του Σ.ΙΜΑ και σε μικρή απόσταση το ΤΟΜΠ του ΠΑΠ. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να δηλωθεί στον εχθρό ότι στο Μ113 επιβαίνει ΠΑΠ. Υπόψη ότι στον Αμερικάνικο στρατό οι ομάδες ελέγχου και κατεύθυνσης των πυρών υποστηρίξεως χρησιμοποιούσαν παλαιότερα ΤΟΜΠ M981 (FISTV) το οποίο προσομοιάζει εξωτερικά προς το Μ901 ITVγια αποφυγή της στοχοποίησης τους από την εχθρική παρατήρηση. Σήμερα τα υπόψη ΤΟΜΠ έχουν αντικατασταθεί από αντίστοιχα οχήματα M7 Bradleyκαι M1131 Stryker. Κάποια επιπλέον στοιχεία για το όχημα μπορούν να βρεθούν στο Παράρτημα Β’, στο τέλος του κειμένου].
Ανεξάρτητα από το αν θα διατεθεί (ή όχι) ΠΑΠ σε μία ΙΜΑ, όλοι οι αξιωματικοί των ΤΘ θα πρέπει να είναι άριστα εκπαιδευμένοι στη σύνταξη σχεδίου πυρός και στην κατεύθυνση των πυρών του πυροβολικού. Να σημειωθεί ακόμη, ότι οι διοικητές των αρμάτων μπορούν να εκτελέσουν με άριστα αποτελέσματα την αποστολή των ΠΑΠ, επειδή τα σημερινά άρματα μάχης διαθέτουν εξαιρετικά όργανα παρατήρησης, αναγνώρισης και τηλεμέτρησης, που επιτρέπουν τη ακριβή παρατήρηση και διεύθυνση της βολής του πυροβολικού και μάλιστα υπό συνθήκες περιορισμένης ορατότητας. Σε κάθε περίπτωση την αποστολή του ΠΑΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να την εκτελέσουν ο διοικητής και ο υποδιοικητής της ίλης και οι ουλαμαγοί.
Πίνακας 2: Προσωπικό Ίλης Μέσων Αρμάτων με 11 άρματα
Με βάση τις παραπάνω προτάσεις, η δύναμη του προσωπικού της ίλης μέσων αρμάτων διαμορφώνεται όπως στον πίνακα:
Μια γενική ιστορική αναφορά στο ζήτημα της παραγωγής των αξιωματικών και υπαξιωματικών του στρατού
Οι διμοιρίες και οι λόχοι, είναι περισσότεροι από τα τάγματα και τα συντάγματα. Ο Ε.Σ. διαθέτει περισσότερους, Ταγμ/χες, Αντισ/χες και Συντ/ρχες, από Ανθστές, Ανθλγούς, Υπλγούς και Λγούς και ταυτόχρονα δεν διαθέτει ισχυρά συγκροτημένο σώμα μόνιμων επαγγελματιών υπαξιωματικών. Σύγχρονος στρατός όμως, που δεν διαθέτει μόνιμους επαγγελματίες διοικητές των οπλικών συστημάτων, των ομάδων μάχης και των τμημάτων επιπέδου διμοιρίας, είναι ανίκανος να διεξάγει πόλεμο με σκοπό τη νίκη. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, πριν από 135 χρόνια η παραπάνω διαπίστωση είχε γίνει κατανοητή από το τότε σε νηπιακή κατάσταση ευρισκόμενο Ελληνικό στρατό ο οποίος μέχρι και το 1880 δεν διέθετε άλλη παραγωγική σχολή πλην της Σχολής Ευελπίδων η οποία όμως απέδιδε αξιωματικούς κυρίως για τα λεγόμενα «επιστημονικά ή και τεχνικά όπλα» του πυροβολικού και του μηχανικού. Τη δεκαετία του 1880 οι κυβερνήσεις του Χαρίλαου Τρικούπη έλαβαν τα παρακάτω ιδιαιτέρως σημαντικά και αποτελεσματικά μέτρα για τη παραγωγή εκπαιδευμένων αξιωματικών και υπαξιωματικών για την στελέχωση του τότε πολύ μικρού σε μέγεθος Ελληνικού στρατού (το 1982 η ενεργός δύναμη του ανερχόταν σε 29.534 άνδρες) και ειδικότερα για τη στελέχωση με κατάλληλα εκπαιδευμένους διοικητές των διμοιριών και των λόχων του στρατού.
Το 1882 ιδρύθηκε η Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών – το περίφημο «Σχολείο Υπαξιωματικών» όπως ονομάστηκε στη συνέχεια – για τη παραγωγή αξιωματικών για τα όπλα του πεζικού και του ιππικού και το οικονομικό σώμα. Από την υπόψη σχολή αποφοίτησαν οι περισσότεροι από τους γνωστούς πολέμαρχους του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Η σχολή δεχόταν κατόπιν εξετάσεων σε στρατιωτικά και ακαδημαϊκά θέματα υπαξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει στο στρατό επί ένα τουλάχιστο έτος και διέθεταν το βαθμό του λοχία, η φοίτηση ήταν τριετής και άνευ διδάκτρων (σε αντίθεση με τη Σχολή Ευελπίδων για την οποία καταβάλλονταν δίδακτρα), οι εξερχόμενοι ονομάζονταν ανθυπολοχαγοί και κατατάσσονταν στο πεζικό στο ιππικό και το οικονομικό σώμα. Ο ανώτατος αριθμός των προοριζομένων για το πεζικό και το ιππικό είχε καθοριστεί στους 100, όταν της ΣΣΕ ήταν 40. Το «Σχολείο Υπαξιωματικών» λειτούργησε μέχρι και το 1897 σε μέρος του στρατοπέδουτου 1ου Συντάγματος Πεζικού που καταλάμβανε τη σημερινή έκταση του ΝΙΜΙΤΣ τουπρώην 401 Στρ Νοσοκομείου, του πάρκου «ελευθερίας» και του μεγάρου μουσικής.
Το 1888 ιδρύθηκε η «Προπαρασκευαστική Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών» για την εκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών. Σημαίνον στοιχείο της υπόψη μεγάλης σημαντικής μεταρρύθμισης για την εκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών, ήταν ότι η εκπαίδευση των υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών διαρκούσε ένα έτος. Το 1911 καταργήθηκε η σχολή και στη θέση της ιδρύθηκαν οι «Ουλαμοί Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών», η δε εκπαίδευση περιορίστηκε στους 11 μήνες. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου η σχολή εφέδρων αξιωματικών παρείχε εκπαίδευση διάρκειας 9 μηνών. Ο θεσμός των εφέδρων αξιωματικών, αποτέλεσε τη κύρια δεξαμενή από την οποία προήλθαν οι διοικητές των διμοιριών και των λόχων του στρατού κατά τη μακρά περίοδο των αγώνων των έθνους για την ελευθερία. Η όποια σύγκριση με το σήμερα που οι έφεδροι αξιωματικοί παράγονται ύστερα από εκπαίδευση διάρκειας 4 μηνών, μόνο μελαγχολία μπορεί να προκαλέσει. Η «Προπαρασκευαστική Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών» λειτούργησε από το 1989 – στα κτίρια των παλαιών στρατώνων της Κέρκυρας, στα οποία μέχρι το 1889 λειτουργούσε το «Προπαρασκευαστικό Υπαξιωματικών Σχολείο».
Το 1884 ιδρύθηκε το «Προπαρασκευαστικό Υπαξιωματικών Σχολείο» για τη παραγωγή των Μόνιμων Υπαξιωματικών του στρατού το οποίο λειτούργησε στην κέρκυρα μέχρι το 1889 οπότε και καταργήθηκε εξ αιτίας της ανωριμότητας του οργανισμού του στρατού να οργανώσει επί σταθερών και ισχυρών βάσεων την εισαγωγή στη σχολή των κατάλληλων υποψήφιων μόνιμων υπαξιωματικών. Η εισαγωγή γινόταν με εξετάσεις, η διάρκεια της εκπαίδευσης ήταν 2 χρόνια, ο αριθμός των μαθητών και των δύο τάξεων έφθανε τους 240 και οι εξερχόμενοι της σχολής ονομάζονταν δεκανείς ή λοχίες. Ήταν η πρώτη σχολή μονίμων υπαξιωματικών του στρατού, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι και σήμερα – αλλά με σημαντικής διάρκειας διακοπές – ως Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών (ΣΜΥ). Οι περίοδοι που διακόπηκε η λειτουργία της σχολής (1889-1924) και (1935-1949), φανερώνουν και την απουσία ισχυρού οράματος από τις τότε ηγεσίες για τη συγκρότηση ενός σώματος μόνιμων επαγγελματιών υπαξιωματικών, που σε άλλους στρατούς αποτελεί τη ραχοκοκαλιά τους.
(Σημείωση: Ενδιαφέροντα στοιχεία επί των παραπάνω αναφερθέντων, μπορεί να βρει κάθε ενδιαφερόμενος σε άρθρο του αντιστράτηγου ε.α. Χρήστου Φωτόπουλου που δημοσιεύτηκε στη Στρατιωτική Επιθεώρηση, τεύχος Απρ – Μαρ 2004)
Όπως παρατηρούμε, στα τέλη του 19ου αιώνα ο Ελληνικός στρατός διέθετε 2 σχολές παραγωγής μόνιμων αξιωματικών τριετούς και τετραετούς φοίτησης, 1 σχολή παραγωγής μόνιμων υπαξιωματικών διετούς φοίτησης και 1 σχολή παραγωγής εφέδρων αξιωματικών μονοετούς φοίτησης. Ένα σύστημα σωστά δομημένο, πολύ προωθημένο για την εποχή του και κατά πολύ αποτελεσματικότερο του σημερινού, το οποίο διαθέτοντας μία μόνο σχολή παραγωγής επαγγελματιών αξιωματικών, αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του στρατού σε αξιωματικούς, ειδικά μικρών βαθμών.
Σήμερα η κατηγορία των Μόνιμων Υπαξιωματικών του στρατού μας, αλλά και των αξιωματικών που προέρχονται από μόνιμους υπαξιωματικούς, νομίζω ότι είναι παρεξηγημένη και «περιθωριοποιημένη». Κατά τη μακρά υπηρεσία μου στο στρατό οι διοικητικοί μόνιμοι Υπαξκοί των τεθωρακισμένων πάντοτε ήσαν ελάχιστοι σε αριθμό και χρησιμοποιούνταν συνήθως ως επικεφαλής των διαφόρων τμημάτων ΔΜ της Επιλαρχίας, με το μεγαλύτερο μέρος τους να αποτελούν τους επικεφαλής των διαφόρων ομάδων και τμημάτων του ουλαμού συντηρήσεως και πολύ σπάνια τους αναθέτονταν καθήκοντα στις ΙΜΑ. Όταν όμως προάγονταν σε αξιωματικούς τους ανέθεταν διοικήσεις ιλών και συνήθως αναλάμβαναν την ίλη διοικήσεως, χωρίς πολλοί εξ αυτών να διαθέτουν –ύστερα από υπηρεσία 20 περίπου χρόνων στους βαθμούς του υπαξιωματικού και ανθυπασπιστή- διοικητική εμπειρία. Η γενική αντίληψη που είχε καλλιεργηθεί και γράφω αποκλειστικά για τη περίοδο πριν μια τουλάχιστον 20ετία, ήταν ότι η κατηγορία των υπόψη στελεχών θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως «δεύτερης κατηγορίας», του «στρατεύματος» (και ας μου συγχωρεθεί η έκφραση). Μολονότι προέρχονταν από παραγωγική σχολή διετούς απαιτητικής φοίτησης, στην οποία εισέρχονταν με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων, εξέρχονταν της σχολής με το βαθμό του λοχία, ο οποίος απονεμόταν και στους κληρωτούς οπλίτες, αλλά και στους επαγγελματίες οπλίτες που «έμπαιναν» στο στρατό από το «παράθυρο». Και αυτό ήταν [και είναι] κατά την άποψή μου πολύ υποτιμητικό για την υπόψη κατηγορία μόνιμων στελεχών που εισέρχονται στο στρατό αξιοκρατικά με διαγωνιστικές διαδικασίες. Δυστυχώς η υποβάθμιση του αποκαλουμένου σώματος μόνιμων υπαξιωματικών συνεχίζεται. Ο στρατός χρειάζεται πολλούς μόνιμους υπαξιωματικούς. Με εισαγωγή 160 μαθητών κατ’ έτος στη ΣΜΥ οδηγούμαστε μάλλον σε οπισθοδρόμηση. Ο αριθμός των 160 δεν επαρκεί ούτε καν για την ικανοποίηση των αναγκών σε τεχνικούς υπαξιωματικούς των μονάδων όλων των Όπλων και Σωμάτων του στρατού.
Κατόπιν των παραπάνω και σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα του σημερινού στρατού και ως εκ τούτου την απαίτηση για τη παραγωγή μεγάλου αριθμού μόνιμων στελεχών για τη διοίκηση των διαφόρων κλιμακίων μέχρι το επίπεδο του λόχου, πιστεύω ότι η υπάρχουσα κατάσταση θα πρέπει να αλλάξει ριζικά και άμεσα επειδή:
Η ΣΣΕ σε καμιά περίπτωση δεν επαρκεί (ποτέ δεν επαρκούσε) για τη παραγωγή του αναγκαίου αριθμού αξιωματικών που επιβάλει η οργάνωση, ο εξοπλισμός και η ισχύς του σημερινού Ελληνικού στρατού.
Το σύστημα παραγωγής εφέδρων αξιωματικών σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματικό, εκτός και αν [ανοήτως] θέλουμε να πιστεύουμε ότι ύστερα από εκπαίδευση 4 μηνών παράγονται αξιωματικοί. Επί του υπόψη ζητήματος, θα πρέπει όλοι να αντιληφθούν ότι έχει περάσει ένας αιώνας από την εποχή που το τάγμα πεζικού διέθετε 3 λόχους εξοπλισμένους μόνο με μάνλιχερ και ξιφολόγχες, αλλά παρά την απλότητα της οργάνωσης του στρατού εκείνης της εποχής, η εκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών διαρκούσε 1 έτος.
Σώμα επαγγελματιών μονίμων υπαξιωματικών αντίστοιχο του σώματος των μονίμων αξιωματικών, δεν διαθέτει ο στρατός μας. Εκτός και αν θεωρούμε αυτούς που κινούνται αργά στο μακρύ διάδρομο που οδηγεί στην απόκτηση ενός αστεριού, ότι συγκροτούν σώμα μόνιμων υπαξιωματικών.
Ο αριθμός των λόχων των διμοιριών, των ομάδων μάχης, των αρμάτων, των πυροβόλων και όλων των άλλων σύγχρονων στοιχείων όπλων και εξοπλιστικών συστημάτων, είναι υπερβολικά μεγάλος.
Πίνακας 3: Απαιτήσεις ταγμάτων πεζικού σε επιτελείς και διοικητές λόχων και διμοιριών.
Ο πίνακας είναι αποκαλυπτικός ενός μικρού μόνο μέρους των αναγκών του πεζικού σε επιτελείς και διοικητές μικρών κλιμακίων. Ο πίνακας είναι ενδεικτικός των αναγκών, οι οποίες είναι πολύ μεγαλύτερες.
Προτάσεις
Το ζήτημα της παραγωγής των απαιτούμενων μόνιμων και έφεδρων στελεχών του στρατού και ειδικότερα των αξιωματικών και υπαξιωματικών που απαιτούνται για την στελέχωση των μικρών κλιμακίων επιπέδου ομάδας και διμοιρίας είναι τεράστιο και απαιτεί ειδικότερη προσέγγιση που δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στο υπόψη κείμενο. Σε κάθε περίπτωση όμως οι όποιοι σχεδιασμοί θα πρέπει κατ’ ελάχιστο:
Να έχουν ως συγκεκριμένη στόχευση τη παραγωγή των απαιτούμενων μορφωμένων και καταρτισμένων μόνιμων στελεχών του στρατού μέσα από ένα αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο που δεν θα επιτρέπει τη παραγωγή στελεχών και την απόδοση βαθμών χωρίς φοίτηση σε παραγωγικές σχολές (όπως συμβαίνει με τους επαγγελματίες οπλίτες), η είσοδος στις οποίες θα διασφαλίζεται από αδιάβλητες διαδικασίες όπως είναι αυτές των πανελλαδικών εξετάσεων.
Να μη χαρίζουν βαθμούς ως αποτέλεσμα συμπλήρωσης κάποιου ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, αλλά να τους αποδίδουν σε όσους μπορούν να τους κατακτήσουν κατά τρόπο αδιάβλητο μέσα από διαγωνιστικές διαδικασίες, συνεχείς αξιολογήσεις και εκπαιδευτικές διαδικασίες.
Να αποβλέπουν στη συγκρότηση ενός ισχυρού και αριθμητικά επαρκούς σώματος επαγγελματιών και κυρίως μάχιμων υπαξιωματικών. Στελεχών δηλαδή που θα παραμένουν και θα εξελίσσονται μόνο στους βαθμούς του υπαξιωματικού, με επιμέρους βαθμολογικές κλίμακες σε κάθε βαθμό και ασφαλώς άλλο μισθολόγιο που θα αναγνωρίζει το ειδικό βάρος του σώματος στη λειτουργία και την ισχύ του σύγχρονου Ελληνικού στρατού.
Στρατός χωρίς σώμα επαγγελματιών μόνιμων υπαξιωματικών είναι ανάπηρος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
Παράρτημα Α’ : Συνοπτική περιγραφή των καθηκόντων του «αρχιπυροβολητή» από το Εγχειρίδιο Εκστρατείας FM3-90.1 του Αμερικανικού Στρατού.
2-32 Ο αρχιπυροβολητής είναι ο ειδικός του συγκροτήματος ίλης στις βολές των όπλων των οχημάτων. Επικουρεί τον διοικητή στην εκπαίδευση στις βολές και στην προετοιμασία για μάχη ώστε να εξασφαλίσει ότι κάθε πλήρωμα και ουλαμός μπορούν να κάνουν αποτελεσματική, φονική χρήση των μέσων πυρός που διαθέτουν. Οι προετοιμασίες αυτές περιλαμβάνουν τον μηδενισμό των πυροβόλων και τη χρήση πεδίων βολής. Ο αρχιπυροβολητής επικουρεί επίσης τους μηχανικούς πύργων από την ομάδα συντηρήσεως στην επίλυση προβλημάτων και την επισκευή του κυρίου ολισμού και των συστημάτων διεύθυνσης πυρός του πύργου. Ως ειδικός της ίλης επί των όπλων ευθυτενούς τροχιάς, μπορεί να βοηθήσει στον καθορισμό της ζώνης εμπλοκής και στον σχεδιασμό των πυρών ευθυτενούς τροχιάς τόσο στις αμυντικές όσο και στις επιθετικές επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα καθήκοντα στις φάσεις του σχεδιασμού και προετοιμασίας μπορεί να περιλαμβάνουν τον συντονισμό και εκτέλεση της διοικητικής μέριμνας, εκτέλεση καθηκόντων επί κεφαλής υπαξιωματικού στον σταθμό διοικήσεως ίλης και βοήθεια στον διοικητή για τον καθορισμό της θέσης και την τοποθέτηση των σημείων αναφοράς τόσο για ημερήσια όσο και για νυχτερινή παρατήρηση.
2.33 Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, ο αρχιπυροβολητής είναι ο σύμβουλος του διοικητή για τα βεληνεκή μάχης. Μπορεί να υπηρετήσει ως πυροβολητής σε ένα από τα διοικητικά άρματα, ως υπεύθυνος διοικητικής μέριμνας επιβαίνων σε ένα Μ-113, ή ως επικεφαλής υπαξιωματικός στοιχείου σε ένα από τα τροχοφόρα οχήματα του στοιχείου της ίλης με ευθύνη τη διευκόλυνση της επικοινωνίας με το τακτικό συγκρότημα επιλαρχίας (ή τάγματος)
Παράρτημα Β’ : ΤΟΜΠ M981 (FISTV)
Το όχημα M981 FISTV (Fire Support Team Vehicle – Όχημα Ομάδας Πυρών Υποστηρίξεως) είναι σχεδιασμένο να μεταφέρει την ομάδα Προκεχωρημένου Παρατηρητή Πυροβολικού στις τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες μονάδες. Βασίζεται στο ΤΟΜΠ Μ113 και ειδικότερα στην παραλλαγή Μ901 Improved TOW Vehicle (ITV – Βελτιωμένο Όχημα TOW) ώστε να είναι λιγότερο ευδιάκριτο στο πεδίο της μάχης. Βασικός εξοπλισμός του οχήματος είναι ο Εποχούμενος/Εδάφους Εντοπιστής Καταδείκτης Λέιζερ. Η συσκευή αυτή εκτελεί ακριβή αποστασιομέτρηση σε στόχους που φωτίζονται. Χρησιμοποιούμενη σε συνδυασμό με έλεγχο κατεύθυνσης από ένα αδρανειακό σύστημα πλοήγησης και συντεταγμένες οχήματος από GPS, το σύστημα μπορεί να έχει ακριβείς συντεταγμένες του επισημασμένου στόχου. To FISTV επισημαίνει στόχους και στέλνει την περιγραφή τους και τη θέση τους στο Κέντρο Ελέγχου Πυρός. Το όχημα φέρει τέσσερις συσκευές ασυρμάτου SINCGARS προκειμένου να συντονίζεται με τα έξι ασύρματα δίκτυα που απαιτεί το δόγμα του Αμ. Στρατού. Μεταξύ των πολλών πλεονεκτημάτων του, το συγκρότημα παρατήρησης μπορεί να υψωθεί πίσω από έδαφος που προστατεύει και αποκρύπτει το ΤΟΜΠ. Το όχημα έχει επίσης αρκετούς περιορισμούς, όπως η μέτρια ευκινησία του σε σύγκριση με τα οχήματα Μ1 και Μ2 με τα οποία έπρεπε να συνεργάζεται και τα οποία αναγκάζονταν να το περιμένουν. Το υψηλό κέντρο βάρος του το καθιστούσε επίσης επιρρεπές σε ανατροπές. Το όχημα δε μπορεί να κινηθεί με ανεπτυγμένο το συγκρότημα παρατήρησης, ενώ η ελαφρά θωράκιση και η έλλειψη οπλισμού σημαίνει ότι εξαρτάται απολύτως για την προστασία του από την υπόλοιπη ομάδα που συνοδεύει.
https://belisarius21.wordpress.com/2014/03/12/
https://belisarius21.wordpress.com/2014/05/13/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α’ ΕΔΩ: https://belisarius21.wordpress.com/2014/01/29/
ΣΧΕΤΙΚΟ: Η Ρωσσία αλλάζει τις τακτικές στη χρησιμοποίηση των αρμάτων μάχης
Η πεζικοκεντρική αντίληψη του Ελληνικού Στρατού
Αναφέρομαι συχνά σε κάτι που αποκαλώ με τον «αδόκιμο» όρο «πεζικοκεντρική αντίληψη» και ως εκ τούτου οφείλω να ορίσω το τι ακριβώς εννοώ. Πιστεύω ότι η όλη φιλοσοφία του Ελληνικού Στρατού για τη διεξαγωγή της σύγχρονης μάχης συνεχίζει να έχει ως κεντρικό πυρήνα της το Πεζικό και γύρω από το Πεζικό κτίζεται η οργάνωση του στρατού, η οργάνωση των σχηματισμών και των μονάδων, κατανέμονται τα μόνιμα στελέχη, καθορίζεται το δόγμα, οργανώνεται η εκπαίδευσή και αναπτύσσεται η στρατιωτική σκέψη για τη διεξαγωγή της χερσαίας μάχης. Μπορεί – τις δύο τελευταίες δεκαετίες – το Πεζικό και το Πυροβολικό να εγκατέλειψαν τα πόδια και τον τροχό και να επιχειρούν πλέον επί ερπυστριών, αλλά ο στρατός συνεχίζει να παραμένει προσκολλημένος στη μάχη του κλασικού Πεζικού.
Η αναφερόμενη αντίληψη οφείλεται κυρίως σε λόγους ιστορικούς και λόγους ανάπτυξης – εκσυγχρονισμού του στρατού, και πιο συγκεκριμένα:
1. Ο Ελληνικός Στρατός για πολλούς λόγους, ένας εκ των οποίων προσδιορίζεται με ιδιαίτερο τρόπο στο ποίημα του Γεωργίου Σουρή – γραμμένο το 19ο αιώνα – «Ποιος είδε κράτος λιγοστό», [Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ’ όλη τη γη μοναδικό, εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει; Να τρέφει όλους τους αργούς, να ‘χει επτά Πρωθυπουργούς, ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα; Να ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά …] αναπτύχθηκε μετά την απελευθέρωση του Γένους πολύ καθυστερημένα και χωρίς σοβαρό πρόγραμμα που να διαθέτει συνέχεια και συνέπεια. Η απουσία ισχυρής πολιτικής βούλησης αλλά και σοβαρής χρηματοδότησης για τη δημιουργία ικανού προς πόλεμο στρατού επί πολλές δεκαετίες, οδήγησε αναγκαστικά στη συγκρότηση ενός μικροσκοπικού στρατού που στερούταν εκπαιδευμένων διοικητών και επιτελών, οργανωμένων σχηματισμών και επιτελείων, επιχειρησιακής οργάνωσης και εκπαίδευσης, ακόμη και των στοιχειωδών ικανοτήτων για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων. Βασικό Όπλο του στρατού για τη διεξαγωγής της μάχης ήταν το Πεζικό. Το Ιππικό, παρ’ όλο που η οργάνωσή του άρχισε από πολύ νωρίς, παρέμενε στη σκιά του Πεζικού. Εξαίρεση αποτελεί η περίοδος 1885-86 όταν συγκροτήθηκαν τα 1ο, 2ο και 3ο Συντάγματα Ιππικού και παραγγέλθηκε στο εξωτερικό μεγάλος αριθμός ίππων, με αποτέλεσμα το 1886 το Ιππικό να εμφανίσει δύναμη 2.951 ανδρών και 2.476 ίππων. Όμως στον πόλεμο του 1897 η δύναμη που παρέταξε ανήλθε σε 10 έφιππες Ίλες και δύναμη 970 σπάθες (δηλαδή 974 ιππείς). Αλλά ακόμη και μετά το 1904, που έγιναν και τα πρώτα σοβαρά βήματα για τον εκσυγχρονισμό του στρατού, οι διαθέσιμες πιστώσεις ήταν περιορισμένες, με αποτέλεσμα το Πεζικό, που ήταν ένα «φθηνό» όπλο, να συνεχίσει να αποτελεί το κορμό του στρατού, ενώ το Ιππικό που ήταν ένα «ακριβό» όπλο, συνέχισε να παραμένει ο «φτωχός συγγενής». Δίπλα στις 10 Μεραρχίες Πεζικού που συγκροτήθηκαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, το Ιππικό παρέταξε μία μόνο Ταξιαρχία, η οποία συγκροτήθηκε στις αρχές του 1912 από τα 1ο και 3ο Συντάγματα Ιππικού – από 4 Ίλες έκαστο – και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να αποκτήσει τις απαιτούμενες δεξιότητες για να λειτουργήσει ως μεγάλη Μονάδα σε πολεμικές επιχειρήσεις στους λίγους μήνες που μεσολάβησαν μέχρι την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων. Αλλά και το Γενικό Στρατηγείο – όπως φάνηκε από τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων – δε γνώριζε πως έπρεπε να χρησιμοποιήσει την Τ.Ι. Η εικόνα σύνθεσης του στρατού με βασικό κορμό το Πεζικό και το Ιππικό να ακολουθεί στη κατάσταση του «φτωχού συγγενή», παρέμεινε αναλλοίωτη και κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και κατά τον Ε-Ι Πόλεμο του 1940-41. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία και μέχρι τις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα το Ιππικό παίρνει μέρος με τις Ημιλαρχίες των Μεραρχιών και την Ταξιαρχία Ιππικού, από την οποία συγκροτείται στη συνέχεια η Μεραρχία Ιππικού, που συμμετέχει στην Εκστρατεία μέχρι την αποχώρηση από τη Μ.Α. Στον Ε-Ι Πόλεμο, δίπλα στις 20 (+) Μεραρχίες Πεζικού που συγκροτήθηκαν για την απόκρουση της Ιταλικής και Γερμανικής εισβολής, το Ιππικό παρέταξε 1 Μεραρχία και 1 Ταξιαρχία Ιππικού που έδρασαν ως έφιππο Πεζικό.
2. Στους πολέμους που διεξήγαγε η χώρα κατά το προηγούμενο αιώνα, ο κύριος πρωταγωνιστής ήταν το Πεζικό. Τα ηρωικά Συντάγματα Πεζικού ήταν οι πρόμαχοι των αγώνων του Έθνους, αυτά που κατέβαλαν ποταμούς αίματος στο βωμό της Ελευθερίας της Χώρας και αυτά που περιέφεραν περήφανα την Ελληνική Σημαία σε κάθε γωνιά της Ελληνικής γης, της Μικράς Ασίας, της Λιβύης και της Ιταλίας. Οι αγώνες, οι θυσίες και το αίμα του Πεζικού, περιέβαλαν το Όπλο με αίγλη και το καθιέρωσαν ως τον αδιαμφισβήτητο «βασιλιά των όπλων», αντίληψη που στη συνέχεια καλλιεργήθηκε επίμονα και νομίζω ότι συνεχίζει να καλλιεργείται. [Σημείωση: Στις παρελάσεις των εθνικών επετείων, τη παρέλαση ανοίγουν κατά παράδοση οι Σημαίες των ιστορικών Συνταγμάτων Πεζικού. Πλην όμως, Πολεμικές Σημαίες διέθεταν και οι Μεραρχίες Πεζικού και Ιππικού, η Ταξιαρχία Ιππικού, καθώς και τα Συντάγματα Ιππικού και Πυροβολικού, των οποίων όμως οι Πολεμικές Σημαίες δεν παρελαύνουν].
3. Στα συντηρητικά πρότυπα οργάνωσης που ακολουθήθηκαν και στις τακτικές διεξαγωγής της μάχης που υιοθετήθηκαν από το 1900 και μετέπειτα. Ο Ελληνικός Στρατός οργανώθηκε προπολεμικά με βάση Γαλλικά πρότυπα, εκπαιδεύτηκε από Γαλλικές στρατιωτικές αποστολές και υιοθέτησε το Γαλλικό – συντηρητικό – πρότυπο της Μεθοδικής Μάχης. Μεταπολεμικά οργανώθηκε για ένα μικρό διάστημα με βάση το Βρετανικό πρότυπο και στη συνέχεια με βάση το Αμερικανικό – Νατοϊκό, το οποίο και ακολουθεί αδιάλειπτα και με θρησκευτική ευλάβεια μέχρι και σήμερα. Και τα δύο πρότυπα, ως γνωστόν, αποβλέπουν στη διεξαγωγή μιας μάχης χωρίς «εκπλήξεις», όπως είναι η μάχη των ΤΘ σχηματισμών.
4. Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τη Γερμανική Κατοχή, ο στρατός οργανώθηκε και πάλι με βασικό κορμό το Πεζικό, οι μονάδες και οι σχηματισμοί του οποίου ήταν και οι βασικοί συντελεστές της νίκης του Εθνικού Στρατού κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1946-49. Στον υπόψη πόλεμο, το Όπλο του Ιππικού – Τεθωρακισμένων πλέον, ανέλαβε ένα πολύ μικρό αλλά σημαντικό ρόλο, με Συντάγματα Αναγνωρίσεως, Έφιππες Ίλες, Ίλες Αναγνωρίσεως με «άρματα» Μ-8 και με 3 Ίλες πραγματικών αρμάτων «Κένταυρος» (52 άρματα). Την περίοδο αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου και μέχρι το 1990, παρ’ όλο που η τεχνολογική επανάσταση είχε αλλάξει τη μορφή του πολέμου και τα Ελληνικά ΤΘ ενισχύονταν με εκατοντάδες αρμάτων, ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε να βαδίζει με την ίδια περπατησιά. Τη δεκαετία του 1970, δώδεκα (12) Μεραρχίες και 5 Ταξιαρχίες Πεζικού φρουρούσαν τα σύνορα της χώρας. Ακόμη 2 Μεραρχίες Πεζικού «προστάτευαν» την Πελοπόννησο και την Κρήτη, και το ισοδύναμο μιας επίλεκτης Μεραρχίας Πεζικού αποτελούσε την «γενική εφεδρεία». Τα ΚΕΝ Πεζικού ζέσταιναν τις τοπικές οικονομίες, αλλά τουλάχιστον η βασική εκπαίδευση διαρκούσε 2 μήνες και νέοι στρατιώτες έπαιρναν και το βάπτισμα πυρός. Δίπλα σε αυτό το ισοδύναμο των 40 (+) Ταξιαρχιών Πεζικού, μια δύναμη 5 Τεθωρακισμένων Ταξιαρχιών προσπαθούσε να κάνει αισθητή τη παρουσία της και να πει: «παιδιά, η μορφή του πολέμου έχει αλλάξει». [Σημείωση: Ίσως η σύνθεση του Ε.Σ. να μην ανήκε και στη σφαίρα της απόλυτης επιλογής της Ελλάδας, αφού αυτή εξοπλιζόταν αποκλειστικά μέσω της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ και ως εκ τούτου ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί τα Νατοϊκά πρότυπα οργάνωσης].
Η υπόψη κατάσταση με τη πάροδο του χρόνου παγιώθηκε, προκάλεσε ακαμψία στη δημιουργική σκέψη και καθυστέρησε την ανάπτυξη του στρατού σε σύγχρονη δύναμη, ικανή για τη διεξαγωγή της μάχης συνδυασμένων όπλων. Είναι ενδεικτικό ότι οι Μεραρχίες Πεζικού που «προστάτευαν τη χώρα από την εισβολή των Βορείων», έκλεισαν ή άλλαξαν αντικείμενο 10 χρόνια μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Άλλη υπόθεση, βεβαίως, ότι 2 Μεραρχίες ΠΖ «προστάτευαν» τη χώρα από την Αλβανία, άλλες 2,5 από τη Γιουγκοσλαβία και 2,5 από τη Βουλγαρία. Ο λόγος για αυτή τη κατανομή ήταν πολύ απλός. Οι Μεραρχίες παρέμειναν αμετακίνητες στις θέσεις στις οποίες βρέθηκαν μετά τη λήξη του Εμφυλίου, μολονότι η Αλβανία και η Γιουγκοσλαβία είχαν πάψει να αποτελούν πραγματική απειλή πολύ πριν τη πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Τελικά το Πεζικό μηχανοκινήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του πριν 17 χρόνια, το Πυροβολικό ολοκληρώθηκε σε αυτοκινούμενο πριν 3 χρόνια και οι έννοιες της διακλαδικότητας και των διακλαδικών επιχειρήσεων εισήχθησαν στις Ε.Δ. μετά την ήττα στα Ίμια.
5. Ο στρατός μας μέχρι και σήμερα δε μελέτησε με παραγωγικό τρόπο την ηλικίας 3.000 ετών πλούσια στρατιωτική μας ιστορία, αλλά και τις μεγάλες μάχες των αυτοκρατοριών και των εθνών στη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας και κυρίως δεν έσκυψε ερευνητικά το μάτι στους πολέμους και τις μάχες που διεξήχθησαν κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ως εκ τούτου, δε μπόρεσε να καλλιεργήσει και να αναπτύξει δική του αυτόνομη στρατιωτική σκέψη, δεν οργάνωσε τις μονάδες και τους σχηματισμούς του με βάση τις δικές του ανάγκες, δεν έγραψε τα δικά του εγχειρίδια και κανονισμούς για τη διεξαγωγή των χερσαίων επιχειρήσεων με τρόπο που να ικανοποιούν τις Ελληνικές αμυντικές ανάγκες και έτσι κατέληξε στη μίμηση ξένων προτύπων οργάνωσης και στη πιστή μετάφραση των Γαλλικών παλαιότερα και των Αμερικανικών σήμερα, αντίστοιχων εγχειριδίων και κανονισμών. Η μετάφραση και η μελέτη ξένων εγχειριδίων και στρατιωτικών οργανισμών σε καμιά περίπτωση δεν είναι απορριπτέα, αλλά ο μιμητισμός και η ακριβής υιοθέτηση ξένων προτύπων είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις δικές σου αμυντικές ανάγκες.
Παρά τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι ενδιαφέρον ότι σε όλους τους πολέμους που διεξήγαγε ο στρατός μας κατά τον 20ο αιώνα, η Ελληνική στρατιωτική σκέψη προσανατολίστηκε στη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων, και το Πεζικό, ως το βασικό όπλο ελιγμού, χρησιμοποιήθηκε κυρίως επιθετικά και απέδωσε θαυμάσια. Η ενσωμάτωση των υπόδουλων Ελληνικών περιοχών στον εθνικό κορμό οφείλεται κατά μέγα μέρος στο αίμα που έχυσε το Ελληνικό Πεζικό. Ο μαχητής του Πεζικού, διοικούμενος από ικανούς ηγήτορες στο πεδίο της μάχης και εμφορούμενος από επιθετικό πνεύμα, απέδωσε άριστα σε όλους τους πολέμους της νεώτερης ιστορίας μας και έδειξε ότι διαθέτει ασυναγώνιστες πολεμικές αρετές και μάλιστα πολύ ανώτερες στην επίθεση από ότι στην άμυνα. Δεν εξετάζω εδώ αν οι επιθετικές επιχειρήσεις διεξήχθησαν κατά τρόπο «ορθό» και αν οδήγησαν στο ποθούμενο. Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι η κυρίαρχη σκέψη απέβλεπε πάντοτε στην ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων, που προσιδιάζουν και προς την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Η άμυνα, όσες φορές αναλαμβανόταν, θεωρούταν προσωρινή κατάσταση και η βασικές στρατηγικές αποφάσεις απέβλεπαν στη δημιουργία, το ταχύτερο δυνατόν, των ικανών και αναγκαίων συνθηκών για την ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτής της επιθετικής αντίληψης που είχε αναπτυχθεί, το Ελληνικό Ιππικό, η «σταχτοπούτα» του Ε.Σ., έπαιξε αρκετά σημαντικό ρόλο σε όλους τους πολέμους. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως επιθετικά και μάλιστα πολλές φορές κατά τρόπο που παραπέμπει σε επιχειρήσεις ΤΘ σχηματισμών. H κορυφαία στιγμή του Ελληνικού Ιππικού έρχεται τον Οκτώβριο του 1940, όταν η Μεραρχία Ιππικού που τελεί υπό τις διαταγές του Αρχιστράτηγου, μεταφέρεται στις 1 Νοεμβρίου εσπευσμένα από το Λαγκαδά όπου επιστρατεύθηκε, στην περιοχή της Καλαμπάκας και αναλαμβάνει την αποστολή να φράξει στην περιοχή του χωριού Βωβούσα τις οδεύσεις που οδηγούν στο Μέτσοβο, προς το οποίο κατέρχεται η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια». Η Ταξιαρχία Ιππικού, που αποτελεί μονάδα της Μεραρχίας Ιππικού, μεταφέρεται στις 31 Οκτωβρίου στα Γρεβενά, τίθεται υπό το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) και αναλαμβάνει την αποστολή να φράξει στη περιοχή του Δούτσικου τις οδεύσεις που οδηγούν από την άνω κοιλάδα του ποταμού Αώου στα Γρεβενά. Η Ταξιαρχία Ιππικού, ενεργώντας επιθετικά στην κατεύθυνση Δούτσικο – Δίστρατο – Πάδες – Άρματα, προς το αριστερό πλευρό της «Τζούλιας», αποκόπτει μέρος των συγκοινωνιών της και τη συμπιέζει σε συνεργασία με τη Μεραρχία Ιππικού που επιτίθεται από νότο στη στενή κοιλάδα του Αώου, νότια του όρους Σμόλικα, όπου και τη συντρίβουν.
Η περίοδος, όμως, του Ψυχρού Πολέμου και η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ οδήγησαν την Ελληνική στρατιωτική σκέψη σε άλλες κατευθύνσεις. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού εγκαταστάθηκε αμυντικά στα βόρεια σύνορα της χώρας, τα Συντάγματα Πεζικού αγκιστρώθηκαν στο έδαφος και επί δεκαετίες οργανώθηκαν και εκπαιδεύτηκαν για να διεξάγουν άμυνα προκειμένου να αποκρούσουν την εισβολή των τεθωρακισμένων στρατιών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Όμως στην αρχή της υπόψη περιόδου, η Ελληνική στρατιωτική ηγεσία συνέχισε να εμφορείται από επιθετικό πνεύμα, απότοκο των πολεμικών γεγονότων και της παράδοσης που διαμορφώθηκε κατά τη προηγούμενη δεκαετία. Ακολουθώντας τα διδάγματα από τον τρόπο χρησιμοποίησης των αρμάτων κατά το 2ο Π.Π., απέβλεψε αρχικά στην άμεση δημιουργία τεθωρακισμένων σχηματισμών. Το 1954 η ΙΧ Μεραρχία Πεζικού μετονομάστηκε σε ΙΧ ΤΘ Μεραρχία, αλλά το πείραμα δεν προχώρησε λόγω έλλειψης των απαιτούμενων αρμάτων. Το 1956 συγκροτείται η ΧΧ Τεθωρακισμένη Μεραρχία και το επόμενο έτος αρχίζει να εξοπλίζεται με τα νεοπαραλαμβανόμενα άρματα Μ-47. Η συγκρότηση της ΧΧ ΤΘΜ με 3 Διοικήσεις Μάχης (ΔΜΑ) και με μια Επιλαρχία αρμάτων ανά ΔΜΑ, ολοκληρώνεται το 1960.
Αλλά οι ηγεσίες του στρατού, προσδεδεμένες πλέον στο έδαφος και στις απαιτήσεις που επέβαλε η διεξαγωγή άμυνας περιοχής σε προωθημένες αμυντικές τοποθεσίες, δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν – ίσως και δεν θέλησαν να αποδεχθούν – ότι τα άρματα είναι όπλο καθαρά επιθετικό, κατάλληλα για αγώνα κινήσεων και ως εκ τούτου αποφάσισαν να τα χρησιμοποιήσουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ως μέσο υποστήριξης του αμυντικού αγώνα του Πεζικού. Στο νέο πλαίσιο σκέψης που διαμορφώθηκε, οι νέες μονάδες αρμάτων που δημιουργήθηκαν μετά τη συγκρότηση της ΧΧ ΤΘ Μεραρχίας, απορροφήθηκαν από τις αμυντικές τοποθεσίες και τις αποστολές αντεπιθέσεων. Η Πεζικοκεντρική αντίληψη, η οποία μέχρι και το 1950 είχε επιθετική κατεύθυνση, έλαβε με τη πάροδο του χρόνου αμυντική κατεύθυνση, «ξέχασε» ότι η μάχη ελιγμών διεξάγεται μόνο από ισχυρούς ΤΘ σχηματισμούς συνδυασμένων όπλων και είναι η μόνη που οδηγεί στη νίκη. Η υπόψη αντίληψη θέλει τα τεθωρακισμένα εξάρτημα του Πεζικού, των οποίων η βασική αποστολή θα είναι να επεμβαίνουν στη μάχη για να εξαλείψουν εχθρικές εισχωρήσεις και προγεφυρώματα και να αποκαθιστούν τη συνέχεια του ΠΟΤ. Και αυτή η αντίληψη, νομίζω ότι έβαλε βαριά τη σφραγίδα της στην Ελληνική στρατιωτική σκέψη. Αυτή είναι και η κύρια αιτία που πλέον των 2/3 των διατιθέμενων αρμάτων βρίσκονται σε σχηματισμούς Πεζικού.
Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος τη σειρά των γεγονότων συγκρότησης των ΤΘ μονάδων και σχηματισμών, για να αντιληφθεί την αλήθεια της παραπάνω παραγράφου:
Το 1956 ιδρύεται η ΧΧ ΤΘ Μεραρχία.
Το 1957 συγκροτούνται υπό την ΧΧ ΤΘΜ οι 21 και 22 ΕΜΑ, οι οποίες παραλαμβάνουν τα σύγχρονα – τότε – άρματα Μ-47 που φθάνουν στην Ελλάδα. Κάθε ΕΜΑ διαθέτει 55 άρματα {[3 ΙΜΑ Χ (3 ΟΥΜΑ Χ 5) + Δκτή ΙΜΑ + 1 ΠΑΠ] + 1 Δκτή ΕΜΑ + 1 3ου ΓΡ + 1 ΚΣΠΥ + 1 ΑΕΛΑ}. Ακόμη, κάθε ΕΜΑ διαθέτει Ουλαμό Όλμων 4,2’’ με 4 στοιχεία.
Το 1959 υφίστανται τα Α’, Β’ και Γ’ Τεθωρακισμένα Συγκροτήματα υπό τα αντίστοιχα Σώματα Στρατού, κάθε ένα εκ των οποίων διαθέτει 1 ΙΛΑΝ και μία Επιλαρχία Καταστροφέων Αρμάτων (ΕΚΑ) με 2 Ίλες αρμάτων Μ-18 εκάστη.
Το 1960 ολοκληρώνεται η συγκρότηση της ΧΧ ΤΘ Μεραρχίας με 3 ΔΜΑ [αποτελούνται από 1 ΕΜΑ και 1 ΜΤΠ], 1 ΕΑΝ, 4 Α/Κ ΜΜΠ και τις προβλεπόμενες μονάδες υποστηρίξεως μάχης και ΔΜ. Οι Επιλαρχίες της ΧΧ ΤΘΜ είναι οι μόνες αξιόλογες μονάδες αρμάτων του Ε.Σ. και φέρουν τις ονομασίες 21, 22 και 23 ΕΜΑ.
Το 1963 είναι η πρώτη χρονιά που οι Μεραρχίες Πεζικού εφοδιάζονται με άρματα μάχης. Τα ΤΘ Συγκροτήματα διαλύονται, οι Επιλαρχίες τους εφοδιάζονται με τα άρματα Μ-47 της ΧΧ ΤΘ Μεραρχίας – που τα αντικαθιστά με Μ-48, μετονομάζονται σε 391, 392 και 393 Επιλαρχίες Μέσων Αρμάτων (ΕΜΑ) και αποδίδονται ως οργανικές μονάδες στις ΧΙ, ΙΙ και Χ Μεραρχίες ΠΖ, αντίστοιχα.
Το 1964 συγκροτείται η 394 ΕΜΑ με Μ-47 υπό την VI Μεραρχία.
Το 1967 συγκροτείται η 395 ΕΜΑ με Μ-47 υπό την ΙΧ Μεραρχία.
Το 1968 οι 392, 394, 395, 393, 391, 397 ΕΜΑ μετονομάζονται σε 2α, 6η, 9η, 10η, 11η, 12η ΕΜΑ αντίστοιχα και αποκτούν ως οργανική Υπομονάδα, Ίλη Αναγνωρίσεως (ΙΛΑΝ) με αποτέλεσμα να διαθέτουν 62 άρματα εκάστη.
Το 1968 αποφασίζεται η συγκρότηση της ΧΧΙ ΤΘ Ταξιαρχίας.
Το 1970 άρχισε η συγκρότηση των 211 και 212 ΕΜΑ της ΧΧΙ ΤΘ Ταξιαρχίας με άρματα Μ-48 και της 30ης ΕΜΑ με τα νεοπαραλαμβανόμενα Γαλλικά άρματα ΑΜΧ-30.
Το 1971 άρχισε η συγκρότηση των 24, 25 και 26 ΕΜΑ στην ΧΧ ΤΘΜ, με αποτέλεσμα οι ΔΜΑ να διαθέτουν πλέον από 2 ΕΜΑ και η ΧΧ ΤΘΜ συνολικά 6.
Το 1971 συγκροτούνται και 8η και η 15η ΕΜΑ υπό τις Μεραρχίες ΠΖ VIII και XV αντίστοιχα και το 1973 συγκροτείται η 5η ΕΑΡΜ (Επιλαρχία Αρμάτων), υπό την V Μεραρχία.
Το 1977 συγκροτήθηκε η ΧΧΙΙ ΤΘ Ταξιαρχία (31 και 32 ΕΜΑ) με άρματα ΑΜΧ 30.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η πρώτη μεγάλη απόφαση για τη μορφή των Τεθωρακισμένων δυνάμεων του Ε.Σ., αφορούσε τη συγκρότηση ενός μεγάλου ΤΘ σχηματισμού – συγκεκριμένα της ΧΧ ΤΘΜ – αλλά στη συνέχεια ο εφοδιασμός των Μεραρχιών ΠΖ με άρματα φαίνεται ότι έλαβε μεγαλύτερη προτεραιότητα από την ενίσχυση της ΧΧ ΤΘΜ. Παρ’ όλα ταύτα, στις αρχές του 1974 η κατάσταση κατανομής των αρμάτων στις Μεραρχίες ΠΖ και σε ΤΘ σχηματισμούς, βρισκόταν σε μια σχετική ισορροπία:
ΤΘ Σχηματισμοί: (8 ΕΜΑ Χ 55 άρματα) + (1 ΕΑΝ Χ 23 άρματα) = 463 άρματα
Μεραρχίες ΠΖ: 10 ΕΜΑ Χ 62 άρματα = 620 άρματα
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πεζικοκεντρικής αμυντικής αντίληψης, είναι το ακόλουθο: το 1990 κατέρρευσε το κομμουνιστικό μπλοκ, ο μεγάλος Βουλγαρικός Στρατός των 3.000 αρμάτων αποσυντέθηκε στα εξ ων συνετέθη και ουσιαστικά εξαφανίστηκε ο από Βορρά κίνδυνος. Όμως το 1993 συγκροτούνται 3 νέες Επιλαρχίες αρμάτων από τα νεοπαραληφθέντα άρματα Μ-60Α1. Η 15η ΕΜΑ στη Καστοριά υπό τη XV Μεραρχία ΠΖ, η 1η ΕΜΑ στη Βυρώνεια υπό την Ι Μεραρχία ΠΖ και η 11η ΕΜΑ στη Δράμα υπό την 11η Μεραρχία ΠΖ. Αντί δηλαδή να συγκροτηθεί με τα υπόψη άρματα μια ΤΘ Ταξιαρχία με αποστολή τη Θράκη, θεωρήθηκε σκόπιμο τα άρματα να δοθούν σε Μεραρχίες ΠΖ για να «αμυνθούν» στην εισβολή κρατών που είχαν παύσει να διαθέτουν στρατό και ζητούσαν την υποστήριξη της Ελλάδας για να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά από λίγα χρόνια οι ΧΙ και XV Μεραρχίες θα κλείσουν, η δε Ι θα αποτελέσει επιχειρησιακό στρατηγείο των Ειδικών Δυνάμεων.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όλες οι ηγεσίες του στρατού, ανεξάρτητα από τις αντιλήψεις από τις οποίες εμφορούνταν, απέβλεψαν με κάθε τρόπο στην ενίσχυση του Όπλου των Τεθωρακισμένων, αντιλαμβανόμενες ότι τα άρματα αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα της χερσαίας μάχης. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι το Όπλο των ΤΘ είναι το μόνο μέχρι σήμερα που ενισχύθηκε με γενναίες αγορές νέου υλικού, προμήθεια μεταχειρισμένου υλικού για αντικατάσταση άλλου παρωχημένης τεχνολογίας και εκσυγχρονισμό και ανακατασκευές παλαιοτέρου. Αλλά και από πλευράς αριθμών, η ενίσχυση των τεθωρακισμένων είναι σημαντική. Το 1974 υπήρχαν 18 ΕΜΑ, 4 ΕΑΝ και 12 ΙΛΑΝ με ένα σύνολο 1.160 αρμάτων και το 1994 έφτασαν στις 34 ΕΜΑ, 6 ΕΑΝ, 3 ΙΛΑΝ και 4 ανεξάρτητες Ίλες με ένα σύνολο 1.670 αρμάτων. Όμως, από αυτόν τον μεγάλο αριθμό αρμάτων, ο κάθε σχηματισμός Πεζικού, ακόμη και εκεί που δεν υπήρχε πλέον απειλή, ζητούσε και μια πλήρη Επιλαρχία και αν ήταν δυνατό και κάτι ακόμη. Και έτσι έγινε το παράλογο: αντί να ενισχυθεί ο αριθμός των ΤΘ Ταξιαρχιών, «το Πεζικό έφαγε τα άρματα».
Πιν. 1: Κατανομή των αρμάτων σε σχηματισμούς ΠΖ και ΤΘ
Η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1990, επέφερε την απόσυρση μεγάλου αριθμού αρμάτων, ΤΟΜΠ και Α/Κ πυροβόλων από τα οπλοστάσια των χωρών του ΝΑΤΟ, μεγάλος αριθμός εκ των οποίων κατέληξε στην Ελλάδα για αντικατάσταση άλλων παρωχημένων τύπων. Περίπου 1.335 άρματα κατέληξαν στην Ελλάδα και έτσι έγινε δυνατή η απόσυρση και η καταστροφή των βενζινοκίνητων αρμάτων Μ47 και Μ48 και των αρμάτων ΑΜΧ-30 που μόλις είχαν κλείσει μια 20ετία στον Ε.Σ.! Με την παραλαβή και μεγάλου αριθμού ΤΟΜΠ Μ113, έγινε δυνατή η συγκρότηση 6 Μ/Κ Ταξιαρχιών, καθώς και η μηχανοκίνηση αριθμού Ταγμάτων Πεζικού. Είναι όμως πολύ ενδιαφέρον να δούμε στον παρακάτω πίνακα το πώς η Πεζικοκεντρική αντίληψη θριάμβευσε και πάλι.
Πιν. 2 : ΤΘ και ΜΚ σχηματισμοί του ΕΣ
Σε καμιά περίπτωση δεν υποστηρίζω ότι οι σχηματισμοί Πεζικού δεν πρέπει να διαθέτουν μονάδες αρμάτων. Αντιθέτως: η διαμερισμάτωση του θεάτρου πολέμου επιβάλει κάποιοι σχηματισμοί Πεζικού να διαθέτουν και τμήματα αρμάτων. Όμως τα άρματα και οι μονάδες αρμάτων αποτελούν το κρίσιμο παράγοντα ισχύος με τον οποίο ένας διοικητής μπορεί να επέμβει αποφασιστικά στον αγώνα προκειμένου να επιτύχει αποφασιστικό αποτέλεσμα σε βάρος του εχθρού και ως εκ τούτου η κατανομή των αρμάτων στους σχηματισμούς Πεζικού θα πρέπει να γίνεται με φειδώ και σοφία. Είναι γνωστό ότι όλοι οι τακτικοί διοικητές του Πεζικού θέλουν να διαθέτουν άρματα, επειδή τους προσδίδουν ισχύ και σιγουριά. Η υπόψη απαίτηση προβάλλεται εντονότερα όταν ένας σχηματισμός διεξάγει άμυνα, επειδή του προσφέρουν τη δυνατότητα να επεμβαίνει ταχέως και ισχυρά για την αποκατάσταση της τοποθεσίας του σε περίπτωση που παραβιαστεί. Και βεβαίως οι μονάδες αρμάτων είναι και οι πλέον κατάλληλες για την εκτέλεση αντεπιθέσεων, όπως είναι και οι μόνες που μπορούν να διεξαγάγουν άμυνα σε αναπεπταμένα και αρματικά εδάφη. Είναι όμως και μεγάλο λάθος να χρησιμοποιούνται οι υπόψη μονάδες τμηματικά για να κλείνουν κάθε μικρό ρήγμα που θα δημιουργείται στην αμυντική τοποθεσία. Τα άρματα δεν πρέπει και δε μπορεί να χρησιμοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο που ένας μποξέρ κλείνεται στη γωνία του ρινγκ και χρησιμοποιεί τα μπράτσα και τις γροθιές του για να αποκρούει τα κτυπήματα του αντιπάλου του. Αν ο μποξέρ δεν βγει στο κέντρο του ρινγκ και δεν χρησιμοποιήσει τα πόδια του την ταχύτητά του, την ευκινησία του και τις γροθιές του, είναι πλέον ή βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα υποκύψει. Τα άρματα και οι μονάδες αρμάτων εφόσον οργανωθούν σε ισχυρούς τεθωρακισμένους σχηματισμούς και εξέλθουν στο ανοικτό πεδίο της σύγκρουσης χρησιμοποιούμενες συγκεντρωτικά με βάση τα χαρακτηριστικά υπεροχής τους, μπορούν να οδηγήσουν στη συντριβή του εχθρού. Σε κάθε περίπτωση όμως, το μεγαλύτερο μέρος των αρμάτων θα πρέπει να βρίσκεται σε τεθωρακισμένους σχηματισμούς, ή τουλάχιστο σε Μ/Κ με αρματική ισχύ αντίστοιχη των τεθωρακισμένων.
Τα άρματα αποτελούν ένα από τα πλέον σημαντικά οπλικά συστήματα του στρατού και ταυτόχρονα τα πλέον δαπανηρά όσο αφορά το κόστος κτήσης – λειτουργίας. Οι μονάδες αρμάτων, αλλά και οι μονάδες των λοιπών Όπλων και Σωμάτων του στρατού, αποτελούν απαιτητικούς οργανισμούς όσον αφορά την οργάνωση, τη διοίκησή και την προς πόλεμο προετοιμασία τους. Η διεξαγωγή της σύγχρονης μάχης αποτελεί πλέον μια πολύ δύσκολη υπόθεση που στο κλιμάκιο της Ομάδας – Διμοιρίας – Ουλαμού μόνο προσεκτικά επιλεγμένοι και άριστα εκπαιδευμένοι μικροί διοικητέςμπορούν να διευθύνουν. Επομένως η απαίτηση για τη διοίκηση των ουλαμών αρμάτων και αναγνωρίσεως από ικανούς και άριστους επαγγελματίες διοικητές είναι όχι μόνο προφανής, αλλά επιτακτική.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΟΥΛΑΜΩΝ ΑΡΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ
Η ποιότητα των διοικήσεων των Ελληνικών ΤΘ στο κλιμάκιο των διοικητών των ΤΘ Ταξιαρχιών, των ΕΜΑ-ΕΑΝ και των ΙΜΑ-ΙΛΑΝ, βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο. Η Σχολή Τεθωρακισμένων (ΣΑΤΘ) κάνει σπουδαία δουλειά και διατίθεται πλέον μακρά γνώση, εμπειρία και παράδοση που μεταλαμπαδεύονται στους νεώτερους. Έχω όμως τη γνώμη ότι υπάρχει πρόβλημα στηνκάλυψη του απαιτούμενου αριθμού διοικητών Ουλαμών Μέσων Αρμάτων (ΟΥΜΑ), Ουλαμών Αναγνωρίσεως (ΟΥΛΑΝ), Ουλαμών Ανιχνευτών (ΟΥΛΑΝΙΧ) και Ουλαμών Όλμων 4,2’’ με επαγγελματίες αξιωματικούς. Με βάση τα προβλεπόμενα από τις συνθέσεις οι διοικητές αυτοί θα πρέπει να είναι ανθυπίλαρχοι (ανθυπολοχαγοί), αν και οι πίνακες συνθέσεως δεν πρέπει να θεωρούνται ως κάτι το δεσμευτικό όσον αφορά τη στελέχωση των μονάδων με αξιωματικούς και υπαξιωματικούς συγκεκριμένων βαθμών, αλλά ως ένας οδηγός που αφ’ ενός υποδεικνύει το «ορθόν» και αφ’ ετέρου καθορίζει τις οργανικές θέσεις αξιωματικών και υπαξιωματικών στις μονάδες κατά βαθμό.
Όταν όμως τα Ελληνικά ΤΘ διαθέτουν (σύμφωνα με ανοικτές πηγές) 1.200 περίπου άρματα, αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται και 300(+) διοικητές μάχιμων ουλαμών, που βεβαίως δεν μπορούν να προέλθουν από τους 30-40 ανθυπίλαρχους που εξέρχονται από τη Σχολή Ευελπίδων κάθε χρόνο. Παλαιότερα – πριν μια 15ετία περίπου – ο απαιτούμενος αριθμός ουλαμαγών (αλλά και διμοιριτών των λοιπών Όπλων και Σωμάτων), καλυπτόταν σε ποσοστό άνω του 90% από Δόκιμους Έφεδρους Αξιωματικούς (ΔΕΑ). Τότε όμως η θητεία είχε μεγάλη διάρκεια και παρεχόταν ικανοποιητικός χρόνος για την εκπαίδευση των ΔΕΑ στις σχολές και στις μονάδες, αν και σε καμιά περίπτωση ο αναγκαίος. Όμως και αυτός ο τρόπος απεδείχθη ατελέσφορος, αφού οι ΔΕΑ (κατά τη συνήθη Ελληνική πρακτική) έπαιρναν σύντομα μετάθεση για τις μονάδες και τις υπηρεσίες του εσωτερικού, με αποτέλεσμα οι επιλαρχίες να βρίσκονται σε μια αέναη διαδικασία εκπαίδευσης νέων ουλαμαγών. Κατά την παρούσα περίοδο που η θητεία έχει μειωθεί σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα και οι Επιλαρχίες έχουν εξοπλιστεί με σύγχρονα άρματα που εκ των πραγμάτων θέτουν και υψηλές απαιτήσεις διοίκησης και επάνδρωσης, θα ήταν πιστεύω ανόητο να αναζητούνται οι Ουλαμαγοί των τεθωρακισμένων μονάδων στους ΔΕΑ των οποίων η εκπαίδευση δεν διαρκεί περισσότερο από 4 μήνες, η δε θητεία τους στις μονάδες εκστρατείας διαρκεί ακόμη λιγότερο, ή και καθόλου.
Παρούσα κατάσταση
Από διάφορες πληροφορίες φαίνεται ότι σήμερα οι ΔΕΑ έχουν πάψει να αναλαμβάνουν – κατά το μάλλον – καθήκοντα ουλαμαγών και ένας μεγάλος έως και πολύ μεγάλος αριθμός ουλαμών, αλλά και διμοιριών για τα λοιπά Όπλα και Σώματα, διοικείται από ΕΜΘ. Είναι βέβαιο ότι κάποιοι εξ αυτών των βαθμοφόρων διαθέτουν εξαιρετικές επαγγελματικές ικανότητες και γνώσεις (και το δηλώνω μετά λόγου γνώσεως), αλλά αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα αν αυτές από μόνες τους κρίνονται επαρκείς για να τους ανατίθενται καθήκοντα διμοιριτών και ουλαμαγών. Συγκεκριμένα, το ερώτημα τίθεται ως εξής: «Πως μπορεί κάποιοι μόνιμοι επαγγελματίες βαθμοφόροι να διοικούν διμοιρίες και ουλαμούς, όταν αφ’ ενός δεν έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση σε κάποια σχολή του στρατού που να εκπαιδεύει βαθμοφόρους για να εξελιχθούν σε ικανούς διοικητές μικρών κλιμακίων και αφ’ ετέρου δεν έχουν φοιτήσει στα βασικά σχολεία ουλαμαγών – διμοιριτών των Όπλων και Σωμάτων;». Είναι όμως ενδιαφέρον και προκαλεί απορία ότι, ενώ επιδιώχθηκε η επάνδρωση των αρμάτων με «μόνιμους επαγγελματίες στρατιώτες», δεν έγινε κατανοητό ότι πρωταρχικά θα έπρεπε να επιλυθεί το ζήτημα της διοίκησης των Ουλαμών αρμάτων από μόνιμους επαγγελματίες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς βαθμού επιλοχία ή αρχιλοχία. Φυσικά, για λόγους δικαιοσύνης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο σκοπός των ατελέσφορων και αποτυχημένων προσπαθειών για την «επαγγελματικοποίηση» του στρατού, δεν ήταν η αύξηση της μαχητικής του ισχύος, αλλά η μείωση ή και η κατάργηση της «επάρατης» για πολλούς υποχρεωτικής στράτευσης των νέων.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Απαιτήσεις Επιλαρχιών σε επιτελείς και διοικητές Ιλών και Ουλαμών.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΤΗΣΗ ΔΙΜΟΙΡΙΤΩΝ ΚΑΙ ΟΥΛΑΜΑΓΩΝ
Στον πίνακα παρουσιάζονται οι ανάγκες των Επιλαρχιών σε βασικούς επιτελείς και σε διοικητές των τμημάτων που διεξάγουν τη μάχη (ΙΜΑ, ΟΥΜΑ, ΟΥΛΑΝΙΧ). Οι απαιτήσεις εκτιμήθηκαν με βάση την ομαδοποίηση των υπαρχόντων αρμάτων σε 30 ΕΜΑ. Το μοντέλο δεν είναι επαρκές δεδομένου ότι τα τεθωρακισμένα διαθέτουν ΕΑΝ, ΙΛΑΝ και ανεξάρτητες ΙΜΑ, καθώς και ΕΜΑ με σύνθεση 4 ΙΜΑ. Ως εκ τούτου τα στοιχεία του πίνακα δεν είναι ακριβή, αλλά απεικονίζουν κατά προσέγγιση τις ανάγκες, που βεβαίως είναι κατά πολύ μεγαλύτερες. Επίσης στο πίνακα δεν περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις των Επιλαρχιών στους επιτελείς των 1ων και 2ων γραφείων, σε αξιωματικούς συνδέσμους και αεροπορικής υποστηρίξεως, καθώς και στους διοικητές των ουλαμών υποστήριξης των Ιλών Διοικήσεως (Συντηρήσεως, Μεταφορών, Μισθοτροφοδοσίας και Διοικήσεως Επιλαρχίας).
Το πρόβλημα της διοίκησης των τμημάτων επιπέδου διμοιρίας (ουλαμός για τα ΤΘ και το ΠΒ) είναι γενικότερο και αφορά όλα τα Όπλα και Σώματα του στρατού. Είναι προφανές ότι η Σχολή Ευελπίδων δεν μπορεί να αποδώσει τους απαιτούμενους αριθμούς αξιωματικών για να αναλάβουν τη διοίκηση των ουλαμών μάχης των τεθωρακισμένων μονάδων(αλλά και των διμοιριών για τα λοιπά Όπλα και Σώματα) και ως εκ τούτου η κάλυψη των απαιτήσεων θα πρέπει να αναζητηθεί και από άλλες πηγές. Σε κάθε περίπτωση όμως, η πρόσκτηση των απαιτούμενων διοικητών ουλαμών – διμοιριών θα πρέπει να αναζητηθεί κατά προτεραιότητα από τη κατηγορία των μόνιμων αξιωματικών, ανθυπασπιστών και υπαξιωματικών. Ειδικότερα και όσο αφορά τους διοικητικούς μόνιμους υπαξιωματικούς, η χρησιμοποίησή τους μέχρι και το βαθμό του αρχιλοχία αποκλειστικά και μόνο ως διμοιριτών και ουλαμαγών σε λόχους ίλες και πυροβολαρχίες θα πρέπει να επιβληθεί και να θεωρηθεί ως «εκ των ων ουκ άνευ» για την εν συνεχεία εξέλιξή τους.
Η χρησιμοποίηση ΔΕΑ ως διμοιριτών και ουλαμαγών
Η χρησιμοποίηση εφέδρων αξιωματικών ως διμοιριτών και ουλαμαγών δεν πρέπει να αποκλείεται αλλά να επιδιώκεται, εφόσον βεβαίως αλλάξει ριζικά το καθεστώς επιλογής και εκπαίδευσης αυτών, καθώς και ο χρόνος παραμονής τους στις μονάδες μετά την αποφοίτησή τους από τις σχολές ΥΕΑ. Κρίσιμα στοιχεία για την επιλογή ενός κληρωτού ως ΥΕΑ και στη συνέχεια η εξέλιξη του σε ΔΕΑ και τέλος η ονομασία του σε έφεδρο ανθυπολοχαγό, πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι:
Η θετική απόφαση του υποψήφιου να υπηρετήσει μεγαλύτερης διάρκειας θητεία (ίσως και με τη παροχή κάποιων ωφελημάτων) προκειμένου να γίνει έφεδρος αξιωματικός.
Η επιλογή των ΥΕΑ από κληρωτούς που διαθέτουν ακαδημαϊκό τίτλο σπουδών και διαθέτουν συγκεκριμένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα.
Η διάρκεια της εκπαίδευσης των ΥΕΑ να είναι τουλάχιστο 8 μήνες.
Οι ΔΕΑ να υπηρετούν σε μονάδες εκστρατείας τουλάχιστο για 12 μήνες προκειμένου να ονομαστούν κατά την απόλυσή τους έφεδροι ανθυπολοχαγοί.
Η χρησιμοποίηση επαγγελματιών οπλιτών ως διμοιριτών και ουλαμαγών
Αρχικά και σε περίπτωση που συνεχιστεί η πρόσληψη επαγγελματιών οπλιτών, θα πρέπει να δοθεί αξιόπιστη λύση στις διαδικασίες μέσα από τις οποίες θα πρέπει να προσλαμβάνονται. Η μέχρι σήμερα πρόσληψη των ΟΠΥ, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ, μέσω εσωτερικών εξετάσεων του στρατού, απεδείχθη στην πράξη αστεία (και μιλώ μετά λόγου γνώσεως). Αυτοί που προσελήφθησαν – εν πολλοίς με διαβλητές πολιτικές πελατειακές διαδικασίες – δεν ήταν και ό,τι το καλύτερο. Πιστεύω ότι μελλοντικά θα πρέπει να επιλέγονται μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων, οι οποίες στην κοινή συνείδηση έχουν καθιερωθεί ως αδιάβλητες. Ανεξάρτητα όμως του τρόπου πρόσληψης των ΕΠΟΠ, η χρησιμοποίηση αυτών ύστερα από κάποια χρόνια υπηρεσίας ως διμοιριτών, θα πρέπει να ακολουθεί κάποιες θεσμοθετημένες σοβαρές διαδικασίες λόγω και της κρισιμότητας και σοβαρότητας των καθηκόντων που θα πρέπει να αναλάβουν, όπως:
Βασικό κριτήριο θα πρέπει να αποτελεί η επιτυχής φοίτηση τους κατόπιν διαγωνισμού σε σχολείο (σχολή) του στρατού που θα παρέχει εκπαίδευση διοικήσεως μικρών κλιμακίων σε βαθμοφόρους οπλίτες και σαν τέτοιο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι οι Λόχοι Υποψηφίων Βαθμοφόρων (ΙΛΥΒ για τα τεθωρακισμένα).
Η υποψήφιοι για το διαγωνισμό για φοίτηση στο υπόψη σχολείο θα πρέπει να προτείνονται από τους διοικητές των μονάδων εκστρατείας με βάση το μητρώο του υποψήφιου και αυστηρά καθορισμένα κριτήρια επιλογής.
Αμέσως μετά την αποφοίτησή τους από τη παραπάνω σχολή οι επαγγελματίες οπλίτες θα πρέπει να παρακολουθήσουν τα βασικά σχολεία διμοιριτών – ουλαμαγών των Όπλων και Σωμάτων από τα οποία και θα κρίνονται ικανοί (ή μη ικανοί) για την ανάληψη καθηκόντων διμοιρίτη ή ουλαμαγού.
Ανεξάρτητα όμως των λύσεων που μπορούν να δοθούν στο μείζον πρόβλημα της πρόσκτησης ικανών επαγγελματιών ως διοικητών ουλαμών και διμοιριών όλων των Όπλων και Σωμάτων του στρατού, θα πρέπει όλοι οι νέοι ανθυπίλαρχοι και οι μόνιμοι υπαξιωματικοί των τεθωρακισμένων αμέσως μετά την αποφοίτησή τους από τα βασικά τμήματα της σχολής ΤΘ να μετατίθενται στις ΕΜΑ και τις ΕΑΝ, όπου και θα αναλαμβάνουν αποκλειστικά και μόνο καθήκοντα στις Ίλες αρμάτων και αναγνωρίσεως. Το μεγάλο σχολείο είναι αποκλειστικά και μόνο οι επιλαρχίες αρμάτων και αναγνωρίσεως και όχι τα ΚΕΝ και μάλιστα για τη ανόητη βασική εκπαίδευση των 3 εβδομάδων που παρέχουν τώρα. Στις επιλαρχίες κτυπά η καρδιά των τεθωρακισμένων, εκεί ζυμώνονται και πλάθονται οι νέοι αρματιστές για να εξελιχθούν στη συνέχεια σε ικανούς διοικητές των τεθωρακισμένων ιλών επιλαρχιών και τεθωρακισμένων σχηματισμών και εκεί υπάρχουν οι ανάγκες.
Μια γενικότερη ιστορική αναφορά για το ζήτημα της παραγωγής των αξιωματικών και υπαξιωματικών του στρατού και των διοικητών των κλιμακίων Διμοιρίας και Ουλαμού, παρουσιάζεται στο τέλος του παρόντος κειμένου.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΟΥΛΑΜΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΡΜΑΤΩΝ (ΟΥΜΑ)
Τα σημερινά άρματα μάχης αποτελούν για το Στρατό Ξηράς ότι τα μαχητικά Α/Φ για την Πολεμική Αεροπορία, αναφορικά με τις δυνατότητές τους ως πολεμικών μηχανών, τη μεταφερόμενη ισχύ, τις απαιτήσεις εκπαίδευσης των χειριστών, την επάνδρωση με επαρκή πληρώματα, το χειρισμό στη μάχη, τη συντήρηση, το κόστος κτήσης – χρήσης και τα αναμενόμενα αποτελέσματα από τη συμμετοχή τους στη διεξαγωγή της πολέμου. Τα μαχητικά Α/Φ τα χειρίζονται όμως μόνιμοι αξιωματικοί που επιλέγονται μέσα από μια απαιτητική διαδικασία και υφίστανται μια μακρά, απαιτητική, σκληρή, υψηλού επιπέδου και μεγάλου κόστους εκπαίδευση. Στην ερώτηση ποιοι πρέπει να διοικούν τους ουλαμούς αρμάτων και από ποια κατηγορία στελεχών και από ποιες σχολές θα πρέπει να προέρχονται οι υπόψη διοικητές, η απάντηση έχει ήδη δοθεί. Υπάρχει όμως ακόμη ένα κρίσιμο ερώτημα:
Πόσα άρματα μπορεί να διοικήσει ένας διοικητής ουλαμού αρμάτων;
Κατά την άποψή μου, ο Ουλαμαγός δεν μπορεί να διοικήσει περισσότερα από 3 άρματα. Ο Ουλαμαγός μπορεί να διοικήσει σε περίοδο επιχειρήσεων μόνο τα άρματα που βρίσκονται αμέσως δεξιά και αριστερά του. Και αυτό αποκτά κρίσιμη σημασία σε περιοχές με έντονο εδαφικό ανάγλυφο και σε κορεσμένο ηλεκτρομαγνητικό περιβάλλον. Αναφέρομαι σε «περίοδο επιχειρήσεων», επειδή οι ασκήσεις και οι προσομοιώσεις στους Η/Υ, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρά συμπεράσματα αφού διεξάγονται σε εικονικό έδαφος απουσία εχθρού και πυρών. Ιστορικά έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορα μοντέλα σύνθεσης των Ουλαμών αρμάτων. Οι στρατοί του Συμφώνου της Βαρσοβίας χρησιμοποίησαν το μοντέλο των 3 αρμάτων. Ο Ισραηλινός στρατός, που συμμετείχε στις μεγαλύτερες μάχες αρμάτων μετά το Β’ Π.Π., χρησιμοποιεί αδιάλειπτα το μοντέλο των 3 αρμάτων. Από την άλλη πλευρά οι Νατοϊκοί στρατοί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου χρησιμοποίησαν ευρέως το «Αμερικανικό» μοντέλο των 5 αρμάτων, το οποίο άρχισαν να το εγκαταλείπουν τη δεκαετία του 1990 για να μεταπέσουν σε αυτό των 4 αρμάτων, το οποίο από το 1994 περίπου, ακολούθησαν και τα Ελληνικά τεθωρακισμένα. Είναι απόλυτα σαφές ότι τα Ελληνικά ΤΘ δεν μετέβησαν στον ΟΥΜΑ των 4 αρμάτων επειδή αυτό προέκυψε ως αποτέλεσμα διεξοδικών μελετών, δοκιμών και ασκήσεων. Απλά ο Ελληνικός Στρατός ακολούθησε τη πεπατημένη οδό της μίμησης του Αμερικανικού μοντέλου οργάνωσης των ΟΥΜΑ, των ΙΜΑ και των Επιλαρχιών.
Πιστεύω ότι το κρίσιμο κριτήριο για την επιλογή του μοντέλου του ΟΥΜΑ των 3 αρμάτων για όσους στρατούς το ακολουθούν, αποτέλεσε η ευκολία διοικήσεως που προσφέρει. Ιστορικά το τριαδικό σύστημα οργάνωσης, απέδειξε ότι διαθέτει περισσότερα πλεονεκτήματα και για αυτό το λόγο το ακολουθούν οι περισσότεροι στρατοί. Δημιουργούνται ως εκ τούτου απορίες για τους λόγους που ενώ ο στρατός μας εφαρμόζει το τρίγωνο σύστημα σύνθεσης μέχρι και το κλιμάκιο της διμοιρίας πεζικού, ο ΟΥΜΑ είναι οργανωμένος με βάση το τετράγωνο σύστημα και ο ουλαμαγός αρμάτων καλείται να διοικήσει 4 άρματα. Στον αντίλογο ότι και ο ΟΥΜΑ είναι οργανωμένος με βάση το τρίγωνο σύστημα και ο ουλαμαγός διοικεί 3 άρματα, όπως ο ίλαρχος ο λοχαγός και ο διμοιρίτης διοικούν τρία κλιμάκια, η απάντηση είναι ότι κανένας εκ των αναφερομένων δεν μάχεται με την ουσιαστική έννοια της λέξης. Ο διμοιρίτης είναι μεν προωθημένος για να ασκεί έλεγχο, αλλά δεν πυροβολεί. Ο ουλαμαγός διοικεί τα 3 άρματα του ουλαμού του και συγχρόνως μάχεται και ο ίδιος διοικώντας ως αρχηγός πληρώματος το άρμα του.
Το άρμα μάχης είναι μια πολυσύνθετη πολεμική μηχανή μεγάλων δυνατοτήτων που διαρκώς εξελίσσεται τεχνολογικά προκειμένου να συνεχίσει να κυριαρχεί και στο μελλοντικό πεδίο της μάχης. Είναι υπερβολικό, με βάση τη δική μου τουλάχιστο γνώση και εμπειρία, να θέλουμε ένας νεαρός αξιωματικός, ανθυπασπιστής ή υπαξιωματικός, να διοικήσει 4 κρίσιμης σημασίας πολεμικές μηχανές και μάλιστα σε ένα πεδίο μάχης που διαρκώς εξελίσσεται προς το πολυπλοκότερο. Η μείωση του αριθμού των αρμάτων του ουλαμού αποτελεί, κατά τη δική μου θεώρηση, κάτι περισσότερο από απαίτηση.
Πρόταση
Το μοντέλο του ΟΥΜΑ των 3 αρμάτων είναι περισσότερο αποτελεσματικό στη διοίκησή του, προσφέρει μεγαλύτερο βαθμό ευκινησίας και θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση συγκρότησης των μονάδων των Ελληνικών τεθωρακισμένων. Ο κύριος αντίλογος στον ουλαμό των 3 αρμάτων είναι ότι η υπόψη οργάνωση δεν είναι ισχυρή. «Τα 3 άρματα είναι λίγα». Όμως το επιχείρημα είναι παραπλανητικό. Το ζήτημα είναι το πώς βλέπει κάποιος την οργάνωση των τεθωρακισμένων: Με βάση την αντίληψη ότι τα άρματα αποτελούν δύναμη υποστήριξης των σχηματισμών πεζικού και ως εκ τούτου επιβάλλεται το κάθε τάγμα να πάρει και «κάτι» από άρματα; Ή με βάση την αντίληψη ότι στο πεδίο της μάχης [και ειδικά στο βατό σε άρματα πεδίο μάχης] κυριαρχούν οι τεθωρακισμένοι σχηματισμοί; Η πρώτη θεώρηση, που είναι και κυρίαρχη στον Ελληνικό Στρατό, θεωρεί τους ΟΥΜΑ των 3 αρμάτων ασθενείς και απαιτεί Ουλαμούς των 5 ή των 4 αρμάτων [τι μπορούν να προσφέρουν 3 άρματα σε ένα τάγμα πεζικού;]. Στην τεθωρακισμένη όμως αντίληψη που αποβλέπει στη διεξαγωγή αγώνα κινήσεων, ο ΟΥΜΑ των 3 αρμάτων αποτελεί ένα από τα πολλά στοιχεία που συνθέτουν την ισχύ της ΕΜΑ και της ΤΘ ταξιαρχίας.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο ΟΥΜΑ των 3 αρμάτων δεν πρέπει να αποτελεί επιλογή, επειδή στην περίπτωση που θα «χάσει» ένα άρμα, θα χάσει και το 1/3 της δύναμής του. Έχω την άποψη ότι δεν μπορούμε να κάνουμε συγκρότηση με αυτές τις σκέψεις. Οι απώλειες στο πόλεμο είναι αναπόφευκτες. Και ο ΟΥΜΑ των 4 αρμάτων μπορεί να χάσει 2 άρματα. Δηλαδή το ½ της δύναμής του. Ακόμη και μια ΤΘ ταξιαρχία μπορεί να εξαερωθεί, όπως η 188 Ισραηλινή ΤΘ Ταξιαρχία, που στη μάχη στα υψώματα του Γκολάν για την αναχαίτιση της Συριακής επίθεσης στο πόλεμο του 1973, έχασε όλα τα άρματά της στο πρώτο 24ώρο του πολέμου και στο τέλος και τον διοικητή της.
Κατόπιν των παραπάνω, υποστηρίζω ανεπιφύλαχτα ότι τα Ελληνικά τεθωρακισμένα θα πρέπει να υιοθετήσουν το μοντέλο του Ουλαμού Μέσων Αρμάτων των 3 αρμάτων.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΙΛΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΡΜΑΤΩΝ (ΙΜΑ)
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι το Αμερικανικό εγχειρίδιο για τον ουλαμό αρμάτων (FM 17-15 «TANK PLATOON» έκδοσης Δεκεμβρίου 2012) και το αντίστοιχο για το συγκρότημα ίλης – λόχου Μ/Κ πεζικού (FM 3-90.1 [πρώην FM 71-1] «TANK AND MECHANIZED INFANTRY COMPANY TEAM» έκδοσης Δεκεμβρίου 2002) αντιλαμβάνονται την ΙΜΑ ως ένα καθαρό κλιμάκιο μάχης που δεν διαθέτει οργανικά μέσα τεχνικής υποστήριξης. Και μολονότι τα προβλεπόμενα στα υπόψη εγχειρίδια για την οργάνωση του ΟΥΜΑ με 4 άρματα πέρασαν στα Ελληνικά τεθωρακισμένα, τα αναφερόμενα για την οργάνωση της ΙΜΑ ως κλιμάκιο μάχης αγνοήθηκαν.
Σύνθεση Ίλης του Αμερικανικού Στρατού (FM 3-90.1)
Με βάση τα παραπάνω, η ομάδα διοικήσεως της Ίλης αρμάτων του Αμερικανικού στρατού:
Διαθέτει δύο (2) άρματα για τον διοικητή και υποδιοικητή της ίλης, ένα (1) Μ113 στο οποίο επιβαίνει ο Αρχιλοχίας της Ίλης και δύο (2) οχήματα HUMMER εκ των οποίων το ένα χρησιμοποιείται από την ομάδα ΡΒΧ πολέμου και το άλλο από τον Master Gunner της Ίλης, ειδικότητα άγνωστη στον Ελληνικό Στρατό που μπορεί να αποδοθεί ως Αρχιπυροβολητής Ίλης.
Δεν διαθέτει οργανικό τμήμα τεχνικής υποστήριξης. Βεβαίως και όπως αναφέρει το δεύτερο ως άνω εγχειρίδιο, η ίλη αρμάτων του Αμερικάνικου στρατού προικοδοτείται από την επιλαρχία με στοιχείο συντηρήσεως. Η υπόψη «προικοδότηση» σημειώνει μια κρίσιμη διαφορά με ότι προβλέπεται για τις ΙΜΑ του Ελληνικού στρατού που διαθέτουν οργανική ομάδα συντηρήσεως. Στον Αμερικάνικο στρατό κάποιο άλλο τμήμα της επιλαρχίας που διαθέτει τη σχετική «τεχνογνωσία» είναι υπεύθυνο για την οργάνωση και την εκπαίδευση του προσωπικού της ομάδας συντηρήσεως που διατίθεται στις ίλες αρμάτων, την συντήρηση των μέσων της και τον εφοδιασμό της με τις προβλεπόμενες συλλογές εργαλείων και κλίμακες ανταλλακτικών.
Προτάσεις
Η ΙΜΑ επιβάλλεται να οργανωθεί αποκλειστικά και μόνο ως Κλιμάκιο Μάχης. Η ΙΜΑ πέρα από την «ελάφρυνση» που επιτυγχάνεται με την σύνθεση των ΟΥΜΑ με 3 άρματα, επιβάλλεται να ελαφρύνει και από τα στοιχεία Διοικητικής Μέριμνας ώστε να αποτελέσει ένα μικρό και ευέλικτο τμήμα οργανωμένο αποκλειστικά και μόνο για τη διεξαγωγή της μάχης. Ως εκ τούτου πρέπει να απαλλαγεί από όλες τις δουλείες διοικητικής μέριμνας (ΔΜ) που την περισπούν από την εκπαίδευση στην ειρήνη και τη διεξαγωγή της μάχης στο πόλεμο. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο διοικητής της ΙΜΑ απαλλάσσεται από την ευθύνη των όσων αφορούν τη ΔΜ του τμήματός του. Η ευθύνη, το ενδιαφέρον, η μέριμνα, η αγωνία, που θα εκδηλώνονται με την αναφορά των προβλημάτων και την υποβολή αιτήσεων στην ειρήνη και το πόλεμο αλλά και την ανάληψη του συντονισμού των ενεργειών των τμημάτων υποστήριξης ΔΜ που θα διαθέτει η επιλαρχία θα πρέπει να παραμένουν, όμως η διοίκηση και ο έλεγχος των τμημάτων και μέσων υποστήριξης ΔΜ, καθώς και η θεραπεία των αναγκών επιβάλλεται να αναληφθούν από την Επιλαρχία.
1η πρόταση: Κατάργηση των Ομάδων Συντηρήσεως των ΙΜΑ
Η σημαντικότερη δουλεία από την οποία πρέπει να απαλλαγούν οι ΙΜΑ, είναι η συντήρηση και η περισυλλογή του υλικού τους κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Η επισκευή της βλάβης και η περισυλλογή των αρμάτων στο πεδίο της μάχης, δε μπορεί και δεν πρέπει να είναι αρμοδιότητα της ΙΜΑ που κινείται και μάχεται, αλλά του Ουλαμού Συντηρήσεως που ακολουθεί.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την ειρηνική περίοδο, οι ομάδες συντηρήσεως των ΙΜΑ είναι ανενεργές, δεν διαθέτουν προσωπικό και σε περίπτωση πολέμου ενεργοποιούνται από ενεργό προσωπικό του ουλαμού συντηρήσεως και από εφέδρους. Και αυτό είναι προφανές ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει αξιόπιστα και αποτελεσματικά στο πόλεμο. Δεν μπορεί να λειτουργήσει κάτι στο πόλεμο όταν δεν λειτουργεί στην ειρηνική περίοδο. Κατόπιν των αναφερθέντων, επιβάλλεται τα μέσα και τα υλικά των Ομάδων Συντηρήσεως των ΙΜΑ (δηλαδή το ΤΟΜΠ μεταφοράς των τεχνιτών, το άρμα περισυλλογής Μ88Α1 και η κινητή αποθήκη) να μεταφερθούν στους Ουλαμούς Συντηρήσεως των Επιλαρχιών.
Κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης ο Ουλαμός Συντηρήσεως θα αναπτύσσει τις Ομάδες Συντηρήσεως πίσω από τη γραμμή των Συγκροτημάτων Ιλών και Μ/Κ Λόχων με βάση το σχέδιο της Επιλαρχίας και τις κατευθύνσεις του 4ου Γραφείου και θα ενεργεί για τη θεραπεία των βλαβών και των τεχνικών προβλημάτων, καθώς και για τη περισυλλογή των αρμάτων που δεν μπορούν να επισκευαστούν στο σημείο της βλάβης. Η μετακίνηση των Ομάδων Συντηρήσεως των ΙΜΑ στον Ουλαμό Συντηρήσεως της Επιλαρχίας, θα έχει σαν αποτέλεσμα την παροχή αποτελεσματικότερης τεχνικής υποστήριξης κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Αυτό είναι προφανές, αφού οι απαιτήσεις τεχνικής υποστηρίξεως δεν μπορεί να είναι ίδιες για κάθε ΙΜΑ, δεδομένου ότι μια Ίλη μπορεί να μην απαιτήσει τεχνική υποστήριξη ή να απαιτήσει ελάχιστη και κάποια άλλη να απαιτήσει την επέμβαση του μεγαλύτερου μέρους του τεχνικού προσωπικού και των διαθέσιμων μέσων τεχνικής υποστήριξης.
Γενικά θα πρέπει να ακολουθείται ο εξής κανόνας: «Η Ίλη αναφέρει τη βλάβη και το σημείο της βλάβης και ο Ουλαμός Συντηρήσεως επιλαμβάνεται της θεραπείας του προβλήματος» Σε περίπτωση διάθεσης μιας ΙΜΑ σε ένα Μ/Κ Τάγμα, θα πρέπει η επιλαρχία να της διαθέτει μια πλήρη ομάδα συντηρήσεως.
2η πρόταση: Οι ΙΜΑ δεν πρέπει να διαθέτουν αποθήκες και υλικά.
Οι ΙΜΑ θα πρέπει να απαλλαγούν από οτιδήποτε θυμίζει αποθήκη προς μεταφορά. Ότι θα χρειάζονται οι Ίλες θα πρέπει να τους το διαθέτουν οι διαχειρίσεις υλικού της Επιλαρχίας. Ελάχιστα υλικά πρέπει να βρίσκονται στις αποθήκες των Ιλών και αυτά θα είναι κυρίως καταυλισμού και στρατοπεδείας και ότι ακόμη για διαφόρους λόγους κατά τη διάρκεια της ειρήνης δεν βρίσκεται επί των αρμάτων, όπως οπλισμός, σταθμοί ασυρμάτου και άλλα ελεγχόμενα και ελκυστικά υλικά. Οι αποθήκες σιτιστών και τεχνικών αποθηκαρίων με τα σχέδια φορτώσεως των πολλών κιβωτίων που απορροφούν πολύτιμο χρόνο για την «ευπρεπή παρουσίασή τους στις διοικητικές επιθεωρήσεις», αποτελούν απαράδεκτο αναχρονισμό που επιβάλλεται να αποτελέσει παρελθόν. Οι ΙΜΑ θα πρέπει βεβαίως να διατηρήσουν τα αντίστοιχα όργανα [σιτιστή κ’ τεχνικό αποθηκάριο], αλλά κάτω από ένα άλλο λειτουργικό σχήμα που θα προβλέπει ότι θα ενεργούν υπό τον έλεγχο των αντίστοιχων Διαχειρίσεων για την ικανοποίηση των αναγκών με υλικά των ΙΜΑ. Το βάρος και η ευθύνη θα πρέπει να μεταφερθεί στις Διαχειρίσεις Υλικού της Επιλαρχίας. Η Ίλη πρέπει να ζητά και να τις παρέχονται τα αναγκαία και όχι να αποθηκεύει υλικά που θα πρέπει να μεταφέρει.
3η πρόταση: Ο υποδιοικητής της ΙΜΑ πρέπει να διαθέτει άρμα
Ο υποδιοικητής της Ίλης μέσων αρμάτων – και της ΕΜΑ – θα πρέπει να διαθέτει άρμα και να συμμετέχει ενεργά και εκ του σύνεγγυς στη διεξαγωγή της μάχης. Στον Ε.Σ. οι υποδιοικητές των μονάδων [τάγμα, επιλαρχία, μοίρα] και των υπομονάδων [λόχος, ίλη, πυροβολαρχία] είναι κατά το ΕΕ 6-30Α (ΤΣ ΕΜΑ) οι βασικοί συντονιστές της διοικητικής μέριμνας. Ειδικότερα για τον υποδιοικητή της ΕΜΑ, το αναφερόμενο εγχειρίδιο προβλέπει ότι κατά τη διάρκεια του αγώνα παραμένει στο κύριο Σταθμό Διοικήσεως από τον οποίο προΐσταται του επιτελείου, ενημερώνεται για τις επιχειρήσεις (μέσω χάρτου και ασυρμάτου) και είναι έτοιμος να αντικαταστήσει το διοικητή εφόσον απαιτηθεί. Όμως ο υποδιοικητής από τη στιγμή που αποτελεί τον «εν δυνάμει» αντικαταστάτη του διοικητή, θα πρέπει να ζει τη μάχη «εκ του σύνεγγυς», να συμμετέχει ενεργά σε αυτή, ώστε να είναι ενήμερος της τακτικής κατάστασης. Η άποψή μου είναι ότι οι υποδιοικητές των Ιλών και των Επιλαρχιών θα πρέπει να επιβαίνουν σε άρμα και να συμμετέχουν ενεργά στη διεξαγόμενη μάχη, διότι μόνο έτσι θα μπορούν να αντικαταστήσουν ομαλά το διοικητή εφόσον απαιτηθεί. Ακόμη, επιβάλλεται ο υποδιοικητής της ΙΜΑ να υπάρχει από την ειρηνική περίοδο και να μη διατίθεται επιστρατευτικά. Οι λόγοι είναι προφανείς και δεν χρειάζεται αιτιολόγηση.
4η πρόταση: Κατάργηση του 2ου διοικητικού οχήματος
Η παραπάνω 3η πρόταση για τη πρόβλεψη άρματος για τον υποδιοικητή της ΙΜΑ, οδηγεί στην κατάργηση του διοικητικού οχήματος (όχημα 240 GD με σταθμό ασύρματου) που προορίζεται για τον υπόψη αξιωματικό.
5η πρόταση: Κατάργηση των ΤΟΜΠ που προορίζονται για τους ΠΑΠ
Η κάθε ΙΜΑ διαθέτει ένα ΤΟΜΠ για τη μεταφορά του ΠΑΠ που θα της διατεθεί από την Α/Κ Μοίρα ΠΒ της αντίστοιχης ταξιαρχίας. Πιστεύω ότι τα υπόψη ΤΟΜΠ θα πρέπει να καταργηθούν και να αντικατασταθούν από κάτι αποτελεσματικότερο, όπως άρματα,για τους εξής λόγους:
Αποτελεί σπατάλη η διάθεση ενός πολύτιμου ΤΟΜΠ (100 περίπου στο σύνολο των ΤΘ μονάδων) για τη μεταφορά ΕΝΟΣ (1) και μόνο αξιωματικού, όταν μάλιστα με τον αναφερόμενο αριθμό ΤΟΜΠ, μπορεί να μηχανοποιηθούν 2 τάγματα πεζικού.
Η διάθεση ενός ΤΟΜΠ σε κάθε ΙΜΑ για τη μεταφορά των ΠΑΠ (μέχρι το 1977 προβλεπόταν άρμα), αποβλέπει στην παροχή της αναγκαίας προστασίας σε αυτόν, ώστε να κατευθύνει τα πυρά πυροβολικού από προωθημένες θέσεις πλησίον της ΙΜΑ. Όμως εκ των χρησιμοποιούμενων ΤΟΜΠ για τη μεταφορά των ΠΑΠ, αφ’ ενός κανένα δεν διαθέτει τα κατάλληλα μέσα παρατήρησης αναγνώρισης και επικοινωνιών για τη διευκόλυνση του έργου των ΠΑΠ και ειδικά σε συνθήκες περιορισμένης ορατότητας και αφ’ ετέρου ο βαθμός προστασίας που προσφέρουν για την εκτέλεση της αποστολής των ΠΑΠ από προωθημένες θέσεις κρίνεται – επιεικώς – ως απαράδεκτος. Ως εκ τούτου, ο ΠΑΠ είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει τα δικά του φορητά μέσα για την εκτέλεση της αποστολής του και την επικοινωνία με το ΚΔΠ της Μοίρας του, τα οποία αγνοώ πως μπορούν να τοποθετηθούν και να χρησιμοποιηθούν επί ενός ερπυστριοφόρου οχήματος που βρίσκεται σε κίνηση.
Εφόσον κρίνεται ως κρίσιμη απαίτηση η ύπαρξη σε κάθε ΙΜΑ ενός ερπυστριοφόρου μέσου για τη μεταφορά των ΠΑΠ, αυτό επιβάλλεται να προσφέρει εξαιρετική προστασία στον αξιωματικό του πυροβολικού και αφ’ ετέρου να έχει εγκατεστημένα σταθερά επ΄ αυτού τα μέσα σκόπευσης παρατήρησης αναγνώρισης και μέτρησης αποστάσεων που απαιτούνται για τη την εκτέλεση της αποστολής του ΠΑΠ. Και τέτοιες δυνατότητες, μόνο τα άρματα διαθέτουν και μπορούν να προσφέρουν. Κατόπιν τούτου, η συγκεκριμένη απαίτηση μπορεί να ικανοποιηθεί από αποσυρόμενα άρματα που διαθέτουν θερμικά μέσα σκόπευσης παρατήρησης και τηλεμέτρησης [όπως τα Μ60Α3]. Τα υπόψη άρματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους ΠΑΠ αφού προηγουμένως τους αφαιρεθεί το πυροβόλο και γίνει έμφραξη της εξόδου του από το πύργο. Ίσως και κάποιες ακόμη τροποποιήσεις που θα αφορούσαν την εγκατάσταση επιπλέον οχημάτων και οργάνων παρατήρησης.
[Σημείωση: Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το πόσες πολλές κρίσιμες απαιτήσεις θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τα άρματα που αποσύρονται και μάλιστα με τροποποιήσεις που μπορούν να εκτελεστούν από το 304 ΠΕΒ, με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος, όπως αυτή που προτείνεται για τους ΠΑΠ. Μια ακόμη πολύ κρίσιμη απαίτηση που θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από άρματα που αποσύρονται και η οποία θα αναφερθεί στο Δ’ Μέρος, είναι η αφαίρεση των πυροβόλων και του συστήματος περιστροφής του πύργου και ανύψωσης του πυροβόλου από αριθμό αποσυρόμενων αρμάτων – οποιουδήποτε τύπου – και η μετατροπή τους σε άρματα για τη μεταφορά του αποθέματος βλημάτων που τηρεί η κάθε επιλαρχία]. Εφόσον η παραπάνω πρόταση για τη μεταφορά των ΠΑΠ από τροποποιημένο άρμα δεν γίνει δεκτή, τότε κατά τη γνώμη μου, οι ΠΑΠ θα πρέπει να χρησιμοποιούν για την εκτέλεση της αποστολής τους τα οχήματα που τους διαθέτει η μονάδα τους, δεδομένου ότι είτε επιβαίνουν στο ΤΟΜΠ Μ 113 που προβλέπεται σήμερα σε κάθε ΙΜΑ, είτε σε HUMMER ή 240 GD που τους διαθέτει η μονάδα τους, εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να βρίσκονται πολύ προωθημένοι προς τη γραμμή μάχης των ΙΜΑ, αφού κανένα εξ αυτών των οχημάτων δεν μπορεί να τους παράσχει την απαιτούμενη προστασία για να εκτελέσουν την αποστολή τους ακολουθώντας εκ του σύνεγγυς την ΙΜΑ, με την οποία σε κάθε περίπτωση μόνο μέσω ασυρμάτου θα επικοινωνούν κατά την εξέλιξη της μάχης.
[Σημείωση: Σε κάθε περίπτωση όμως και επειδή οι ΠΑΠ αποτελούν στόχους υψηλής προτεραιότητας για τον εχθρό, ανεξάρτητα του οχήματος στο οποίο επιβαίνουν [τροποποιημένο άρμα, ΤΟΜΠ, ή τροχοφόρο όχημα], επιβάλλεται να κινούνται με άλματα πίσω από τις ΙΜΑ και να καταλαμβάνουν θέσεις που θα τους παρέχουν επαρκή κάλυψη και προστασία, καθώς και καλή παρατήρηση ώστε να μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους με ασφάλεια, διατηρώντας την απαιτούμενη σύνδεση και επικοινωνία με το διοικητή του Σ.ΙΜΑ μέσω ασυρμάτου. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αποτελεί ασυγχώρητο λάθος αυτό που παρατηρούμε κατά τις ΤΑΜΣ, όταν πίσω από τους επιτιθέμενους ΟΥΜΑ ακολουθεί το άρμα του διοικητή του Σ.ΙΜΑ και σε μικρή απόσταση το ΤΟΜΠ του ΠΑΠ. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να δηλωθεί στον εχθρό ότι στο Μ113 επιβαίνει ΠΑΠ. Υπόψη ότι στον Αμερικάνικο στρατό οι ομάδες ελέγχου και κατεύθυνσης των πυρών υποστηρίξεως χρησιμοποιούσαν παλαιότερα ΤΟΜΠ M981 (FISTV) το οποίο προσομοιάζει εξωτερικά προς το Μ901 ITVγια αποφυγή της στοχοποίησης τους από την εχθρική παρατήρηση. Σήμερα τα υπόψη ΤΟΜΠ έχουν αντικατασταθεί από αντίστοιχα οχήματα M7 Bradleyκαι M1131 Stryker. Κάποια επιπλέον στοιχεία για το όχημα μπορούν να βρεθούν στο Παράρτημα Β’, στο τέλος του κειμένου].
Ανεξάρτητα από το αν θα διατεθεί (ή όχι) ΠΑΠ σε μία ΙΜΑ, όλοι οι αξιωματικοί των ΤΘ θα πρέπει να είναι άριστα εκπαιδευμένοι στη σύνταξη σχεδίου πυρός και στην κατεύθυνση των πυρών του πυροβολικού. Να σημειωθεί ακόμη, ότι οι διοικητές των αρμάτων μπορούν να εκτελέσουν με άριστα αποτελέσματα την αποστολή των ΠΑΠ, επειδή τα σημερινά άρματα μάχης διαθέτουν εξαιρετικά όργανα παρατήρησης, αναγνώρισης και τηλεμέτρησης, που επιτρέπουν τη ακριβή παρατήρηση και διεύθυνση της βολής του πυροβολικού και μάλιστα υπό συνθήκες περιορισμένης ορατότητας. Σε κάθε περίπτωση την αποστολή του ΠΑΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να την εκτελέσουν ο διοικητής και ο υποδιοικητής της ίλης και οι ουλαμαγοί.
Πίνακας 2: Προσωπικό Ίλης Μέσων Αρμάτων με 11 άρματα
Με βάση τις παραπάνω προτάσεις, η δύναμη του προσωπικού της ίλης μέσων αρμάτων διαμορφώνεται όπως στον πίνακα:
Μια γενική ιστορική αναφορά στο ζήτημα της παραγωγής των αξιωματικών και υπαξιωματικών του στρατού
Οι διμοιρίες και οι λόχοι, είναι περισσότεροι από τα τάγματα και τα συντάγματα. Ο Ε.Σ. διαθέτει περισσότερους, Ταγμ/χες, Αντισ/χες και Συντ/ρχες, από Ανθστές, Ανθλγούς, Υπλγούς και Λγούς και ταυτόχρονα δεν διαθέτει ισχυρά συγκροτημένο σώμα μόνιμων επαγγελματιών υπαξιωματικών. Σύγχρονος στρατός όμως, που δεν διαθέτει μόνιμους επαγγελματίες διοικητές των οπλικών συστημάτων, των ομάδων μάχης και των τμημάτων επιπέδου διμοιρίας, είναι ανίκανος να διεξάγει πόλεμο με σκοπό τη νίκη. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, πριν από 135 χρόνια η παραπάνω διαπίστωση είχε γίνει κατανοητή από το τότε σε νηπιακή κατάσταση ευρισκόμενο Ελληνικό στρατό ο οποίος μέχρι και το 1880 δεν διέθετε άλλη παραγωγική σχολή πλην της Σχολής Ευελπίδων η οποία όμως απέδιδε αξιωματικούς κυρίως για τα λεγόμενα «επιστημονικά ή και τεχνικά όπλα» του πυροβολικού και του μηχανικού. Τη δεκαετία του 1880 οι κυβερνήσεις του Χαρίλαου Τρικούπη έλαβαν τα παρακάτω ιδιαιτέρως σημαντικά και αποτελεσματικά μέτρα για τη παραγωγή εκπαιδευμένων αξιωματικών και υπαξιωματικών για την στελέχωση του τότε πολύ μικρού σε μέγεθος Ελληνικού στρατού (το 1982 η ενεργός δύναμη του ανερχόταν σε 29.534 άνδρες) και ειδικότερα για τη στελέχωση με κατάλληλα εκπαιδευμένους διοικητές των διμοιριών και των λόχων του στρατού.
Το 1882 ιδρύθηκε η Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών – το περίφημο «Σχολείο Υπαξιωματικών» όπως ονομάστηκε στη συνέχεια – για τη παραγωγή αξιωματικών για τα όπλα του πεζικού και του ιππικού και το οικονομικό σώμα. Από την υπόψη σχολή αποφοίτησαν οι περισσότεροι από τους γνωστούς πολέμαρχους του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Η σχολή δεχόταν κατόπιν εξετάσεων σε στρατιωτικά και ακαδημαϊκά θέματα υπαξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει στο στρατό επί ένα τουλάχιστο έτος και διέθεταν το βαθμό του λοχία, η φοίτηση ήταν τριετής και άνευ διδάκτρων (σε αντίθεση με τη Σχολή Ευελπίδων για την οποία καταβάλλονταν δίδακτρα), οι εξερχόμενοι ονομάζονταν ανθυπολοχαγοί και κατατάσσονταν στο πεζικό στο ιππικό και το οικονομικό σώμα. Ο ανώτατος αριθμός των προοριζομένων για το πεζικό και το ιππικό είχε καθοριστεί στους 100, όταν της ΣΣΕ ήταν 40. Το «Σχολείο Υπαξιωματικών» λειτούργησε μέχρι και το 1897 σε μέρος του στρατοπέδουτου 1ου Συντάγματος Πεζικού που καταλάμβανε τη σημερινή έκταση του ΝΙΜΙΤΣ τουπρώην 401 Στρ Νοσοκομείου, του πάρκου «ελευθερίας» και του μεγάρου μουσικής.
Το 1888 ιδρύθηκε η «Προπαρασκευαστική Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών» για την εκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών. Σημαίνον στοιχείο της υπόψη μεγάλης σημαντικής μεταρρύθμισης για την εκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών, ήταν ότι η εκπαίδευση των υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών διαρκούσε ένα έτος. Το 1911 καταργήθηκε η σχολή και στη θέση της ιδρύθηκαν οι «Ουλαμοί Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών», η δε εκπαίδευση περιορίστηκε στους 11 μήνες. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου η σχολή εφέδρων αξιωματικών παρείχε εκπαίδευση διάρκειας 9 μηνών. Ο θεσμός των εφέδρων αξιωματικών, αποτέλεσε τη κύρια δεξαμενή από την οποία προήλθαν οι διοικητές των διμοιριών και των λόχων του στρατού κατά τη μακρά περίοδο των αγώνων των έθνους για την ελευθερία. Η όποια σύγκριση με το σήμερα που οι έφεδροι αξιωματικοί παράγονται ύστερα από εκπαίδευση διάρκειας 4 μηνών, μόνο μελαγχολία μπορεί να προκαλέσει. Η «Προπαρασκευαστική Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών» λειτούργησε από το 1989 – στα κτίρια των παλαιών στρατώνων της Κέρκυρας, στα οποία μέχρι το 1889 λειτουργούσε το «Προπαρασκευαστικό Υπαξιωματικών Σχολείο».
Το 1884 ιδρύθηκε το «Προπαρασκευαστικό Υπαξιωματικών Σχολείο» για τη παραγωγή των Μόνιμων Υπαξιωματικών του στρατού το οποίο λειτούργησε στην κέρκυρα μέχρι το 1889 οπότε και καταργήθηκε εξ αιτίας της ανωριμότητας του οργανισμού του στρατού να οργανώσει επί σταθερών και ισχυρών βάσεων την εισαγωγή στη σχολή των κατάλληλων υποψήφιων μόνιμων υπαξιωματικών. Η εισαγωγή γινόταν με εξετάσεις, η διάρκεια της εκπαίδευσης ήταν 2 χρόνια, ο αριθμός των μαθητών και των δύο τάξεων έφθανε τους 240 και οι εξερχόμενοι της σχολής ονομάζονταν δεκανείς ή λοχίες. Ήταν η πρώτη σχολή μονίμων υπαξιωματικών του στρατού, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι και σήμερα – αλλά με σημαντικής διάρκειας διακοπές – ως Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών (ΣΜΥ). Οι περίοδοι που διακόπηκε η λειτουργία της σχολής (1889-1924) και (1935-1949), φανερώνουν και την απουσία ισχυρού οράματος από τις τότε ηγεσίες για τη συγκρότηση ενός σώματος μόνιμων επαγγελματιών υπαξιωματικών, που σε άλλους στρατούς αποτελεί τη ραχοκοκαλιά τους.
(Σημείωση: Ενδιαφέροντα στοιχεία επί των παραπάνω αναφερθέντων, μπορεί να βρει κάθε ενδιαφερόμενος σε άρθρο του αντιστράτηγου ε.α. Χρήστου Φωτόπουλου που δημοσιεύτηκε στη Στρατιωτική Επιθεώρηση, τεύχος Απρ – Μαρ 2004)
Όπως παρατηρούμε, στα τέλη του 19ου αιώνα ο Ελληνικός στρατός διέθετε 2 σχολές παραγωγής μόνιμων αξιωματικών τριετούς και τετραετούς φοίτησης, 1 σχολή παραγωγής μόνιμων υπαξιωματικών διετούς φοίτησης και 1 σχολή παραγωγής εφέδρων αξιωματικών μονοετούς φοίτησης. Ένα σύστημα σωστά δομημένο, πολύ προωθημένο για την εποχή του και κατά πολύ αποτελεσματικότερο του σημερινού, το οποίο διαθέτοντας μία μόνο σχολή παραγωγής επαγγελματιών αξιωματικών, αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του στρατού σε αξιωματικούς, ειδικά μικρών βαθμών.
Σήμερα η κατηγορία των Μόνιμων Υπαξιωματικών του στρατού μας, αλλά και των αξιωματικών που προέρχονται από μόνιμους υπαξιωματικούς, νομίζω ότι είναι παρεξηγημένη και «περιθωριοποιημένη». Κατά τη μακρά υπηρεσία μου στο στρατό οι διοικητικοί μόνιμοι Υπαξκοί των τεθωρακισμένων πάντοτε ήσαν ελάχιστοι σε αριθμό και χρησιμοποιούνταν συνήθως ως επικεφαλής των διαφόρων τμημάτων ΔΜ της Επιλαρχίας, με το μεγαλύτερο μέρος τους να αποτελούν τους επικεφαλής των διαφόρων ομάδων και τμημάτων του ουλαμού συντηρήσεως και πολύ σπάνια τους αναθέτονταν καθήκοντα στις ΙΜΑ. Όταν όμως προάγονταν σε αξιωματικούς τους ανέθεταν διοικήσεις ιλών και συνήθως αναλάμβαναν την ίλη διοικήσεως, χωρίς πολλοί εξ αυτών να διαθέτουν –ύστερα από υπηρεσία 20 περίπου χρόνων στους βαθμούς του υπαξιωματικού και ανθυπασπιστή- διοικητική εμπειρία. Η γενική αντίληψη που είχε καλλιεργηθεί και γράφω αποκλειστικά για τη περίοδο πριν μια τουλάχιστον 20ετία, ήταν ότι η κατηγορία των υπόψη στελεχών θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως «δεύτερης κατηγορίας», του «στρατεύματος» (και ας μου συγχωρεθεί η έκφραση). Μολονότι προέρχονταν από παραγωγική σχολή διετούς απαιτητικής φοίτησης, στην οποία εισέρχονταν με το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων, εξέρχονταν της σχολής με το βαθμό του λοχία, ο οποίος απονεμόταν και στους κληρωτούς οπλίτες, αλλά και στους επαγγελματίες οπλίτες που «έμπαιναν» στο στρατό από το «παράθυρο». Και αυτό ήταν [και είναι] κατά την άποψή μου πολύ υποτιμητικό για την υπόψη κατηγορία μόνιμων στελεχών που εισέρχονται στο στρατό αξιοκρατικά με διαγωνιστικές διαδικασίες. Δυστυχώς η υποβάθμιση του αποκαλουμένου σώματος μόνιμων υπαξιωματικών συνεχίζεται. Ο στρατός χρειάζεται πολλούς μόνιμους υπαξιωματικούς. Με εισαγωγή 160 μαθητών κατ’ έτος στη ΣΜΥ οδηγούμαστε μάλλον σε οπισθοδρόμηση. Ο αριθμός των 160 δεν επαρκεί ούτε καν για την ικανοποίηση των αναγκών σε τεχνικούς υπαξιωματικούς των μονάδων όλων των Όπλων και Σωμάτων του στρατού.
Κατόπιν των παραπάνω και σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα του σημερινού στρατού και ως εκ τούτου την απαίτηση για τη παραγωγή μεγάλου αριθμού μόνιμων στελεχών για τη διοίκηση των διαφόρων κλιμακίων μέχρι το επίπεδο του λόχου, πιστεύω ότι η υπάρχουσα κατάσταση θα πρέπει να αλλάξει ριζικά και άμεσα επειδή:
Η ΣΣΕ σε καμιά περίπτωση δεν επαρκεί (ποτέ δεν επαρκούσε) για τη παραγωγή του αναγκαίου αριθμού αξιωματικών που επιβάλει η οργάνωση, ο εξοπλισμός και η ισχύς του σημερινού Ελληνικού στρατού.
Το σύστημα παραγωγής εφέδρων αξιωματικών σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματικό, εκτός και αν [ανοήτως] θέλουμε να πιστεύουμε ότι ύστερα από εκπαίδευση 4 μηνών παράγονται αξιωματικοί. Επί του υπόψη ζητήματος, θα πρέπει όλοι να αντιληφθούν ότι έχει περάσει ένας αιώνας από την εποχή που το τάγμα πεζικού διέθετε 3 λόχους εξοπλισμένους μόνο με μάνλιχερ και ξιφολόγχες, αλλά παρά την απλότητα της οργάνωσης του στρατού εκείνης της εποχής, η εκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών διαρκούσε 1 έτος.
Σώμα επαγγελματιών μονίμων υπαξιωματικών αντίστοιχο του σώματος των μονίμων αξιωματικών, δεν διαθέτει ο στρατός μας. Εκτός και αν θεωρούμε αυτούς που κινούνται αργά στο μακρύ διάδρομο που οδηγεί στην απόκτηση ενός αστεριού, ότι συγκροτούν σώμα μόνιμων υπαξιωματικών.
Ο αριθμός των λόχων των διμοιριών, των ομάδων μάχης, των αρμάτων, των πυροβόλων και όλων των άλλων σύγχρονων στοιχείων όπλων και εξοπλιστικών συστημάτων, είναι υπερβολικά μεγάλος.
Πίνακας 3: Απαιτήσεις ταγμάτων πεζικού σε επιτελείς και διοικητές λόχων και διμοιριών.
Ο πίνακας είναι αποκαλυπτικός ενός μικρού μόνο μέρους των αναγκών του πεζικού σε επιτελείς και διοικητές μικρών κλιμακίων. Ο πίνακας είναι ενδεικτικός των αναγκών, οι οποίες είναι πολύ μεγαλύτερες.
Προτάσεις
Το ζήτημα της παραγωγής των απαιτούμενων μόνιμων και έφεδρων στελεχών του στρατού και ειδικότερα των αξιωματικών και υπαξιωματικών που απαιτούνται για την στελέχωση των μικρών κλιμακίων επιπέδου ομάδας και διμοιρίας είναι τεράστιο και απαιτεί ειδικότερη προσέγγιση που δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στο υπόψη κείμενο. Σε κάθε περίπτωση όμως οι όποιοι σχεδιασμοί θα πρέπει κατ’ ελάχιστο:
Να έχουν ως συγκεκριμένη στόχευση τη παραγωγή των απαιτούμενων μορφωμένων και καταρτισμένων μόνιμων στελεχών του στρατού μέσα από ένα αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο που δεν θα επιτρέπει τη παραγωγή στελεχών και την απόδοση βαθμών χωρίς φοίτηση σε παραγωγικές σχολές (όπως συμβαίνει με τους επαγγελματίες οπλίτες), η είσοδος στις οποίες θα διασφαλίζεται από αδιάβλητες διαδικασίες όπως είναι αυτές των πανελλαδικών εξετάσεων.
Να μη χαρίζουν βαθμούς ως αποτέλεσμα συμπλήρωσης κάποιου ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, αλλά να τους αποδίδουν σε όσους μπορούν να τους κατακτήσουν κατά τρόπο αδιάβλητο μέσα από διαγωνιστικές διαδικασίες, συνεχείς αξιολογήσεις και εκπαιδευτικές διαδικασίες.
Να αποβλέπουν στη συγκρότηση ενός ισχυρού και αριθμητικά επαρκούς σώματος επαγγελματιών και κυρίως μάχιμων υπαξιωματικών. Στελεχών δηλαδή που θα παραμένουν και θα εξελίσσονται μόνο στους βαθμούς του υπαξιωματικού, με επιμέρους βαθμολογικές κλίμακες σε κάθε βαθμό και ασφαλώς άλλο μισθολόγιο που θα αναγνωρίζει το ειδικό βάρος του σώματος στη λειτουργία και την ισχύ του σύγχρονου Ελληνικού στρατού.
Στρατός χωρίς σώμα επαγγελματιών μόνιμων υπαξιωματικών είναι ανάπηρος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
Παράρτημα Α’ : Συνοπτική περιγραφή των καθηκόντων του «αρχιπυροβολητή» από το Εγχειρίδιο Εκστρατείας FM3-90.1 του Αμερικανικού Στρατού.
2-32 Ο αρχιπυροβολητής είναι ο ειδικός του συγκροτήματος ίλης στις βολές των όπλων των οχημάτων. Επικουρεί τον διοικητή στην εκπαίδευση στις βολές και στην προετοιμασία για μάχη ώστε να εξασφαλίσει ότι κάθε πλήρωμα και ουλαμός μπορούν να κάνουν αποτελεσματική, φονική χρήση των μέσων πυρός που διαθέτουν. Οι προετοιμασίες αυτές περιλαμβάνουν τον μηδενισμό των πυροβόλων και τη χρήση πεδίων βολής. Ο αρχιπυροβολητής επικουρεί επίσης τους μηχανικούς πύργων από την ομάδα συντηρήσεως στην επίλυση προβλημάτων και την επισκευή του κυρίου ολισμού και των συστημάτων διεύθυνσης πυρός του πύργου. Ως ειδικός της ίλης επί των όπλων ευθυτενούς τροχιάς, μπορεί να βοηθήσει στον καθορισμό της ζώνης εμπλοκής και στον σχεδιασμό των πυρών ευθυτενούς τροχιάς τόσο στις αμυντικές όσο και στις επιθετικές επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα καθήκοντα στις φάσεις του σχεδιασμού και προετοιμασίας μπορεί να περιλαμβάνουν τον συντονισμό και εκτέλεση της διοικητικής μέριμνας, εκτέλεση καθηκόντων επί κεφαλής υπαξιωματικού στον σταθμό διοικήσεως ίλης και βοήθεια στον διοικητή για τον καθορισμό της θέσης και την τοποθέτηση των σημείων αναφοράς τόσο για ημερήσια όσο και για νυχτερινή παρατήρηση.
2.33 Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, ο αρχιπυροβολητής είναι ο σύμβουλος του διοικητή για τα βεληνεκή μάχης. Μπορεί να υπηρετήσει ως πυροβολητής σε ένα από τα διοικητικά άρματα, ως υπεύθυνος διοικητικής μέριμνας επιβαίνων σε ένα Μ-113, ή ως επικεφαλής υπαξιωματικός στοιχείου σε ένα από τα τροχοφόρα οχήματα του στοιχείου της ίλης με ευθύνη τη διευκόλυνση της επικοινωνίας με το τακτικό συγκρότημα επιλαρχίας (ή τάγματος)
Παράρτημα Β’ : ΤΟΜΠ M981 (FISTV)
Το όχημα M981 FISTV (Fire Support Team Vehicle – Όχημα Ομάδας Πυρών Υποστηρίξεως) είναι σχεδιασμένο να μεταφέρει την ομάδα Προκεχωρημένου Παρατηρητή Πυροβολικού στις τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες μονάδες. Βασίζεται στο ΤΟΜΠ Μ113 και ειδικότερα στην παραλλαγή Μ901 Improved TOW Vehicle (ITV – Βελτιωμένο Όχημα TOW) ώστε να είναι λιγότερο ευδιάκριτο στο πεδίο της μάχης. Βασικός εξοπλισμός του οχήματος είναι ο Εποχούμενος/Εδάφους Εντοπιστής Καταδείκτης Λέιζερ. Η συσκευή αυτή εκτελεί ακριβή αποστασιομέτρηση σε στόχους που φωτίζονται. Χρησιμοποιούμενη σε συνδυασμό με έλεγχο κατεύθυνσης από ένα αδρανειακό σύστημα πλοήγησης και συντεταγμένες οχήματος από GPS, το σύστημα μπορεί να έχει ακριβείς συντεταγμένες του επισημασμένου στόχου. To FISTV επισημαίνει στόχους και στέλνει την περιγραφή τους και τη θέση τους στο Κέντρο Ελέγχου Πυρός. Το όχημα φέρει τέσσερις συσκευές ασυρμάτου SINCGARS προκειμένου να συντονίζεται με τα έξι ασύρματα δίκτυα που απαιτεί το δόγμα του Αμ. Στρατού. Μεταξύ των πολλών πλεονεκτημάτων του, το συγκρότημα παρατήρησης μπορεί να υψωθεί πίσω από έδαφος που προστατεύει και αποκρύπτει το ΤΟΜΠ. Το όχημα έχει επίσης αρκετούς περιορισμούς, όπως η μέτρια ευκινησία του σε σύγκριση με τα οχήματα Μ1 και Μ2 με τα οποία έπρεπε να συνεργάζεται και τα οποία αναγκάζονταν να το περιμένουν. Το υψηλό κέντρο βάρος του το καθιστούσε επίσης επιρρεπές σε ανατροπές. Το όχημα δε μπορεί να κινηθεί με ανεπτυγμένο το συγκρότημα παρατήρησης, ενώ η ελαφρά θωράκιση και η έλλειψη οπλισμού σημαίνει ότι εξαρτάται απολύτως για την προστασία του από την υπόλοιπη ομάδα που συνοδεύει.
https://belisarius21.wordpress.com/2014/03/12/
https://belisarius21.wordpress.com/2014/05/13/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α’ ΕΔΩ: https://belisarius21.wordpress.com/2014/01/29/
ΣΧΕΤΙΚΟ: Η Ρωσσία αλλάζει τις τακτικές στη χρησιμοποίηση των αρμάτων μάχης
No comments :
Post a Comment