Επανειλημμένως μέσα από τις σελίδες των «Επικαίρων» ο γράφων έχει εκφράσει τις απόψεις του αναφορικά με τη γεωπολιτική στρατηγική της Ελλάδας. Σε πολύ γενικές γραμμές, έχει υποστηρίξει ότι η λογική του «ανήκομεν εις την Δύσιν», εκτός από δουλοπρεπής, είναι και εκτός νοήματος υπό τις σημερινές συνθήκες και πως η Ελλάδα θα πρέπει να χαράξει μια αυτόφωτη και αυτόνομη γεωπολιτική πορεία, χωρίς να είναι δεδομένη για κανέναν, χωρίς να ταυτίζεται με κανέναν και, κυρίως, χωρίς να ανήκει σε κανέναν. Άποψη του γράφοντος είναι επίσης ότι η Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί σε ένα «μεταλλακτικό κράτος» (‘transformational country’), το οποίο θα εκμεταλλεύεται τις παράλληλες συνέργειες και αντιπαλότητες που προκύπτουν μεταξύ των παγκόσμιων και περιφερειακών δυνάμεων σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα, όπως αυτό που διαμορφώνεται ταχέως γύρω μας. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής έχει επανειλημμένως τονίσει την αξία που θα είχε η δραστική ενίσχυση των ελληνορωσικών σχέσεων – χωρίς επ’ ουδενί αυτό να σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να περάσει υπό την «προστασία» της Ρωσίας, αλλάζοντας απλώς «αφεντικά». Ακόμη, ο γράφων έχει επιχειρηματολογήσει σχετικά με το ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να διαμορφώσει έναν «δακτύλιο απροβλεπτότητας» στο γεωσύστημα μέσα στο οποίο λειτουργεί, με την ίδια στο κέντρο, αναπτύσσοντας στενότερες σχέσεις με χώρες όπως είναι το Ιράν, η Αρμενία και η Σερβία, ενώ θα πρέπει και να αναζητήσει και επιλεκτικές μακρόπνοες συμμαχίες με σημαντικά ευρωπαϊκά κράτη, προεξάρχουσας της Γαλλίας, σε εθνοκεντρική βάση.
Κατά κανόνα, αυτές οι απόψεις, τόσο του γράφοντος όσο και άλλων, αντιμετωπίζονται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, με ειρωνική καταδεκτικότητα και στη χειρότερη, με ανοικτό χλευασμό, μια και, σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, η Ελλάδα ήταν, είναι και θα παραμείνει οργανικό κομμάτι της αμερικανικής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής, χωρίς να έχει περιθώρια άλλων επιλογών. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, μετά την υποτιθέμενη σύγκρουση Άγκυρας – Ουάσιγκτον και τη ρωσοτουρκική (λυκο)φιλία, η αντίληψη ότι πρέπει απόλυτα και ολοκληρωτικά να ταυτιστούμε με τις ΗΠΑ έχει κυριαρχήσει σχεδόν καθολικά, φθάνοντας σε πρωτοφανή σημεία για τη μεταπολιτευτική περίοδο. Βέβαια, κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, οι ελπίδες περί ουσιαστικής ρήξης των σχέσεων Τουρκίας–ΗΠΑ είναι μάλλον ανεδαφικές και η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει σε μια πολιτική δουλοπρεπούς κατευνασμού έναντι της Άγκυρας, ενώ ο ρωσοτουρκικός ανταγωνισμός είναι τόσο βαθύς και πολυδιάστατος που δύσκολα μπορεί να τιθασευτεί σε βάθος χρόνου από μια τακτική συμμαχία – αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.Το γεγονός παραμένει ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πολιτικού συστήματος έχει πλέον ολοκληρωτικά και απόλυτα επενδύσει σε μια στρατηγική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και μια παραδοσιακή μέθοδος που χρησιμοποιείται ως καταλύτης για την ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι οι εξοπλιστικές δαπάνες.
Αυτή φάνηκε, άλλωστε, ότι ήταν η γεωπολιτική λογική πίσω από την πρόσφατη απόφαση για τον εκσυγχρονισμό των μαχητικών αεροσκαφών F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας (Π.Α.), πέρα και πάνω από τις επιχειρησιακές ανάγκες που καλύπτει. Παρ’ όλη την κριτική που του ασκήθηκε – και μάλιστα από πολιτικούς χώρους και από ανθρώπους που φυσιολογικά δεν θα το περίμενε κανείς κάτι τέτοιο –, το πρόγραμμα αυτό ήταν εν πολλοίς αναμενόμενο, μια και αποτελούσε δεδηλωμένη προτεραιότητα της Π.Α. εδώ και πολλά χρόνια. Βέβαια, υπάρχουν πράγματα που μπορούν να συζητηθούν (όπως η μη πρόβλεψη προμήθειας κάποιου ατρακτιδίου με ηλεκτροοπτικό σύστημα τελευταίας γενεάς, που θα ενίσχυε τις δυνατότητες αντιμετώπισης των «αόρατων» στα ραντάρ μαχητικών αεροσκαφών F-35 Lighting II τα οποία – μάλλον… – θα αρχίσουν να εντάσσονται στο τουρκικό οπλοστάσιο τα επόμενα χρόνια), αλλά αυτό δεν είναι επί του παρόντος. Αίσθησή, ωστόσο, του γράφοντος και με κίνδυνο να ολισθήσει σε συνωμοσιολογικές πνευματικές ακροβασίες, είναι ότι με τον τρόπο που γίνεται η αναβάθμιση των F-16, επί της ουσίας αποτελεί το πρώτο στάδιο για την αγορά, σε δεύτερο χρόνο, μαχητικών F-35, με τα τελευταία να αποτελούν τα μάτια και τ’ αυτιά των F-16, λειτουργώντας μέσα σε δικτυοκεντρικό ενοποιητικό πλαίσιο χάρη στο Link 16 που θα ενσωματωθεί σε αυτά. Αλλιώς, ο εκσυγχρονισμός θα εμφανιστεί άχρηστος ή, έστω, ατελής, αφού τα μαχητικά δεν θα μπορούν να εντοπίσουν τα «αόρατα» F-35 ούτε με τα νέα τους ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης που θα αποκτήσουν στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού.
Κατά καιρούς έχουμε εκφράσει τις απόψεις μας και για το ζήτημα της αντιμετώπισης του πράγματι σοβαρού κινδύνου των τουρκικών F-35 και έχουμε κάνει λόγο για την αναγκαιότητα μιας «εθνικής anti – stealth στρατηγικής», η οποία θα βασίζεται πρωτίστως σε ελληνοκεντρικές λύσεις, και διαφωνούμε με την κυρίαρχη άποψη ότι είναι αναπόφευκτη η απόκτηση του αμφιλεγόμενου και πανάκριβου (τόσο στην αγορά όσο και στη συντήρηση κυρίως) F-35. Αλλά κι αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
Ας αφήσουμε προσωρινά κατά μέρος την επιχειρησιακή διάσταση του εκσυγχρονισμού των F-16 και ας επιστρέψουμε στη γεωπολιτική. Ας δεχτούμε, χάριν υπόθεσης εργασίας, ότι η δραστική ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι μονόδρομος και θα πρέπει να την επιτύχουμε με κάθε τρόπο, αδιαφορώντας πλήρως για τις σχέσεις με τη Ρωσία, την Κίνα ή οποιοδήποτε άλλο κράτος. Ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, η αντίληψη ότι με την αγορά αμερικανικών όπλων, γενικώς, εξασφαλίζουμε την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και «τσιμεντώνουμε» τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι απλά λανθασμένη. Η άποψη αυτή εδράζεται στην αίσθηση, που αποτελεί κοινό τόπο στην Ελλάδα, ότι «τα πάντα γίνονται για να πουλάνε όπλα οι πολεμικές βιομηχανίες». Άρα, εν προκειμένω, αν πάμε «με τα νερά» των αμερικανικών πολεμικών βιομηχανιών, θα επιτύχουμε την πολυπόθητη ελληνοαμερικανική σύζευξη. Πέραν του ότι η άποψη αυτή είναι μονοδιάστατη σε σημείο …κρετινισμού και δεν συνάδει με την πολυπαραγοντική, πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη φύση των διακρατικών σχέσεων και της διεθνούς πολιτικής, στην πραγματικότητα είναι και άκρως υποτιμητική έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πράγματι, θα ήταν πολύ αφελής κάποιος αν πίστευε ότι με ένα, δύο ή τρία δις δολάρια, η Ελλάδα –ή οποιαδήποτε άλλη χώρα– θα μπορούσε να ασκήσει σοβαρή επιρροή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Αν πράγματι πιστεύει κάποιος κάτι τέτοιο, αγνοεί το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς πολεμικού υλικού των ΗΠΑ, για την οποία τα ποσά αυτά είναι απλά ψίχουλα και πολύ περισσότερο για τα ευρύτερα μεγέθη της αμερικανικής οικονομίας. Και, φυσικά, παραγνωρίζει τον όγκο των εξαγωγών πολεμικού υλικού των ΗΠΑ προς άλλες χώρες, ιδιαίτερα προς τις αραβικές χώρες του Κόλπου, οι οποίες την τελευταία δεκαετία έχουν αγοράσει αμερικανικό οπλισμό αξίας πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Με αυτή τη λογική, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε εδώ και καιρό να είχαν υποστείλει τη σημαία τους και να είχαν τεθεί υπό τη διοίκηση της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, του Μπαχρέιν και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Παρεμπιπτόντως, με βάση αυτή τη λογική, το γεγονός ότι η Τουρκία θα δαπανήσει πάνω από 15 δις δολάρια για την αγορά των 100 F-35 που σχεδιάζει να αποκτήσει καθιστά την όποια δική μας προσπάθεια προσέγγισης των Αμερικανών δια του εκσυγχρονισμού των F-16 (ακόμη και αν αυτή συνδυαστεί στο μέλλον με την αγορά F-35) θλιβερό και χλωμό υποκατάστατο της τουρκικής αγοράς και κατά συνέπεια μια άχρηστη από γεωπολιτικής άποψης κίνησης. Στην πραγματικότητα, από μόνη της μια αγορά πολεμικού υλικού από τις ΗΠΑ δεν σημαίνει ιδιαίτερα πράγματα. Άλλωστε, αν το θέμα ήταν μόνο τα χρήματα, θα μπορούσαμε αντί για ραντάρ μαχητικών αεροσκαφών να αγοράζαμε …αμερικανικά πλυντήρια, για παράδειγμα, ίσης αξίας και να είχαμε το ίδιο αποτέλεσμα.
Οι αγορές πολεμικού υλικού αποκτούν γεωπολιτική δυναμική όταν καλύπτουν ευρύτερες πτυχές της ταυτότητας και της στρατηγικής της χώρας που μας ενδιαφέρει και εν προκειμένω των Ηνωμένων Πολιτειών. Και παρόλο που θεωρούμε ως δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι «μαγαζί των Αμερικανών» και κάνει ό,τι της πουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη διάρκεια της εποχής των παχέων αγελάδων των προηγούμενων δεκαετιών δεν έγινε καμιά ουσιαστική προσπάθεια για εκμετάλλευση των εξοπλιστικών προγραμμάτων ώστε να ενισχυθεί ο ρόλος της χώρας μας στην αμερικανική γεωστρατηγική. Αντιθέτως, η Ελλάδα απέρριψε το κατεξοχήν υποψήφιο αμερικανικό οπλικό σύστημα που θα μπορούσε να αναβαθμίσει δραστικά τις ελληνοαμερικανικές γεωπολιτικές σχέσεις, το οποίο ήταν το σύστημα ναυτικής αεράμυνας Aegis της Lockheed Martin (κατασκευάστρια, μεταξύ των άλλων, των F-35 και των F-16), που ήταν υποψήφιο για το πρόγραμμα των φρεγατών αεράμυνας περιοχής του Πολεμικού Ναυτικού. Το Aegis αποτελεί τη «σπονδυλική στήλη» του Ναυτικού των ΗΠΑ, εξοπλίζοντας τα καταδρομικά CG-47 Ticonderoga και τα αντιτορπιλικά DDG-51 Arleigh Burke. Τα πλοία αυτά προστατεύουν τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, εξαπολύουν επιθέσεις με πυραύλους Tomahawk και, κυρίως, αποτελούν την πρώτη και πιο κρίσιμη γραμμή αντιβαλλιστικής άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών. Και αν το Aegis είναι η «σπονδυλική στήλη» του Αμερικανικού Ναυτικού, το Αμερικανικό Ναυτικό είναι το όργανο συνομιλίας των ΗΠΑ με τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν την κατεξοχήν ναυτική δύναμη του πλανήτη και η γεωπολιτική τους ταυτότητα και στρατηγική διαμορφώνονται πρωτίστως από το γεγονός αυτό. Δια του Ναυτικού τους οι ΗΠΑ ελέγχουν τους μεγάλους ωκεανούς του πλανήτη και τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών (SLOC). Δια του Ναυτικού τους ελέγχουν το προγεφύρωμά τους στην ευρασιατική περιφέρεια (τη Rimland, κατά Spykman). Δια του Ναυτικού τους λειτουργούν ως η ρυθμιστική δύναμη του πλανήτη και χωρίς αυτό θα ήταν μια περιφερειακή χώρα μακριά από τα διεθνή δρώμενα, εξαρτώμενη από τις δράσεις των μεγάλων δυνάμεων της μεγάλης στεριάς του κόσμου, της Ευρασίας, όπως αναφέρει ο θεμελιωτής της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σκέψης Sir Halford Mackinder. Άρα, αν θες να αποτελέσεις σημαντικό κομμάτι της αμερικανικής γεωστρατηγικής, «κουμπώνεις» στη ναυτική ισχύ των ΗΠΑ. Τόσο απλά. Και ο καλύτερος τρόπος να κάνεις κάτι τέτοιο είναι να αποκτήσεις κι εσύ το Aegis. Ιδιαίτερα αν βρίσκεσαι στη γεωγραφική θέση που βρίσκεται η Ελλάδα. Χώρες με ισχυρές ναυτικές δυνάμεις εφοδιασμένες με Aegis, που βρίσκονται σε κρίσιμα σημεία της Rimland ή μπορούν να ασκήσουν προβολή ισχύος σε αυτήν, είναι σήμερα οι σύμμαχοι πρώτης γραμμής των ΗΠΑ. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία, η Ισπανία και η Νορβηγία. Φίλιες ναυτικές χώρες με Aegis θεωρούνται ως στρατηγικά απάρτια της αμερικανικής γεωπολιτικής στρατηγικής, ανεξαρτήτως των άλλων τους μεγεθών ή των αγορών οπλικών συστημάτων που κάνουν από τις ΗΠΑ.
ΤΕΛΙΚΑ ΤΙ ΕΓΙΝΕ; Και στη δεκαετία του 2000 η Ελλάδα είχε απαίτηση για ένα σχετικό σύστημα ναυτικής αεράμυνας, το οποίο βρισκόταν μέσα στις οικονομικές δυνατότητες της εκείνη την εποχή. Χαρακτηριστικά να πούμε ότι οι φρεγάτες αεράμυνας περιοχής του Νορβηγικού Ναυτικού κλάσης Fridtjof – Nansen, που αποκτήθηκαν εκείνη την εποχή και είναι εφοδιασμένες με το σύστημα Aegis κόστισαν μεταξύ 300 και 400 εκατ. δολαρίων έκαστη. Οι φρεγάτες αυτές, εκτοπίσματος 5290 τόνων είναι σμικρυμένες εκδόσεις των ισπανικών φρεγατών F100 Alvaro De Bazán και διαθέτουν το σύστημα Aegis με την επίσης σμικρυμένη έκδοση F του ραντάρ φασικής διάταξης (phased array) SPY-1 του συστήματος. Το κόστος τριών παρόμοιων πλοίων για το Ελληνικό Ναυτικό θα ήταν περίπου ίδιο με αυτό των 30 F-16 Block 52+ Advanced που αγοράστηκαν από τη Lockheed Martin (κατασκευάστρια και του Aegis) εκείνη την εποχή. Βέβαια, η σύγκριση αυτή είναι παραπλανητική. Δεν έπρεπε κατ’ ανάγκην να διαλέξουμε μεταξύ F-16 και Aegis.
Κατά τη διάρκεια του εξοπλιστικού πάρτι που ξεκίνησε μετά τα Ίμια το 1996 και διήρκησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Ελλάδα έδωσε τεράστια ποσά χρημάτων για προγράμματα που δεν ήταν όλα πρώτης γραμμής και πολλά εξ αυτών ήταν αμφιλεγόμενα, όπως ο εκσυγχρονισμός των μαχητικών αεροσκαφών F-4E Phantom. Κι ενώ βρέθηκαν χρήματα για σχεδόν όλα τα υπόλοιπα, δεν βρέθηκαν για ένα αμερικανικό σύστημα πρώτης γραμμής, που θα αναβάθμιζε δραστικά τις ικανότητες αεράμυνας του Ναυτικού και θα έθετε την Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της αμερικανικής γεωστρατηγικής, όπως υποτίθεται ότι είναι ο αναπόφευκτος, αναντίρρητος και κορυφαίος στόχος της χώρας. Παρεμπιπτόντως, δεν αποκτήθηκε και κανένα άλλο σύστημα και το Ελληνικό Ναυτικό έχει σήμερα υποδεέστερες ικανότητες αεράμυνας από την εποχή που υπηρετούσαν σε αυτό τα αντιτορπιλικά κλάσης Charles F. Adams. Δηλαδή δεν προχώρησε το υποψήφιο οπλικό σύστημα με τη μεγαλύτερη γεωπολιτική αξία, προερχόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες υποτίθεται ότι ελέγχουν τα πάντα στην Ελλάδα, που θα μπορούσε να προσφέρει στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις μια πρωτοφανή δυναμική, επιτυγχάνοντας μια δεκαετία πριν κάτι πολύ καλύτερο από αυτό που επιδιώκει το ελληνικό πολιτικό σύστημα σήμερα. Και δεν προχώρησε σε μια εποχή παχέων αγελάδων για τα εξοπλιστικά, όταν αγοράζαμε ό,τι μας έπεφτε στα χέρια, ενώ κάθε σκέψη για δραστική ενίσχυση των σχέσεων Ελλάδας – Ρωσίας ή με οποιαδήποτε άλλη χώρα θεωρούνταν, όπως και σήμερα, από ανεδαφική έως εξωφρενικά παράλογη.
Παρεμπιπτόντως, δεν προχώρησε ούτε η απόκτηση του συστήματος που θα είχε τη μεγαλύτερη γεωπολιτική δυναμική όσον αφορά τις σχέσεις της χώρας μας με τον ευρωπαϊκό σκληρό πυρήνα, που ήταν η συμμετοχή μας στο πρόγραμμα του πολυεθνικού μαχητικού αεροσκάφος Eurofighter, παρόλο που η κυβέρνηση Σημίτη το 1998 είχε αρχικώς λάβει τη σχετική απόφαση. Σε αντίθεση με την αμερικανική αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία, η Δυτική Ευρώπη έχει μικρή εσωτερική αγορά, που συρρικνώθηκε επικίνδυνα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, η απόφαση της Ελλάδας να συμμετάσχει στην κοινοπραξία του Eurofighter, μαζί με τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ιταλία και την Ισπανία και να προχωρήσει στην αγορά 60 μαχητικών αεροσκαφών με δικαίωμα προαίρεσης (option) άλλων 30, θα έδινε το φιλί της ζωής στο ταλαιπωρημένο πρόγραμμα και θα έθετε την Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής αεροδιαστημικής και αμυντικής βιομηχανίας και στρατηγικής, με αποτέλεσμα (πιθανώς…) να μην υφίστατο σε τέτοιο βαθμό την περιφρονητική συμπεριφορά που υπέστη από τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη στα χρόνια της κρίσης. Και όμως ούτε αυτό το πρόγραμμα προχώρησε.
Και εδώ προκύπτουν μια σειρά από αναπόφευκτες διαπιστώσεις. Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι ότι οι τεράστιες αγορές οπλικών συστημάτων που – καλώς ή κακώς – έκανε η χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια, στην πραγματικότητα δεν συνδυάστηκαν με κάποια ουσιαστική προσπάθεια ενίσχυσης του ρόλου της μέσα στη δυτική γεωπολιτική στρατηγική, ούτε στην αμερικανική ούτε στην ευρωπαϊκή. Την ίδια εποχή, δεν έγινε κάτι ουσιώδες για την ενίσχυση των σχέσεων με τη Ρωσία διαμέσου εξοπλιστικών προγραμμάτων, γιατί τα συστήματα αεράμυνας TOR M1, τα αερόστρωμνα Zubr ή οι αντιαρματικοί πύραυλοι Kornet που αποκτήθηκαν από τη ρωσική αγορά δεν είχαν το απαιτούμενο ειδικό βάρος ώστε να λειτουργήσουν αποφασιστικά υπέρ της ενίσχυσης των ελληνορωσικών σχέσεων. Σε αυτό στόχευε η αγορά σημαντικού αριθμού αμφίβιων τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης BMP-3, που επίσης είχε αρχικώς συμφωνηθεί μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας στα χρόνια της διακυβέρνησης Καραμανλή. Αλλά ούτε αυτό το πρόγραμμα προχώρησε…
Άρα, μπαίνουμε στον πειρασμό να οδηγηθούμε στο οδυνηρό συμπέρασμα ότι υπάρχουν κάποιες ισχυρές κατεστημένες δυνάμεις στη χώρα μας που δεν θέλουν η Ελλάδα να έχει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο οιασδήποτε γεωπολιτικής στρατηγικής και λειτουργίας, είτε αυτή είναι φιλοαμερικανική είτε φιλορωσική είτε φιλοευρωπαϊκή είτε οτιδήποτε άλλο. Και φυσικά – προς Θεού – δεν θα πρέπει να ασκεί εθνικά ανεξάρτητη και ελληνοκεντρική πολιτική. Για τις δυνάμεις αυτές η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει «μαγαζάκι». Αν προκύπτει το ενδεχόμενο αναβάθμισης της, ακόμη και στο πλαίσιο μιας ξεκάθαρα φιλοαμερικανικής στρατηγικής, αυτό θα πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία. Το γιατί και πως συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι μια άλλη ιστορία, όμως, εκ των πραγμάτων, προκύπτει το συμπέρασμα ότι πιθανότατα όντως συμβαίνει. Ίσως, βέβαια, και να κυνηγάμε φαντάσματα, καμία τέτοια δύναμη να μην υπάρχει και αυτό που μαστίζει τη χώρα μας να είναι απλώς η γεωπολιτική αμορφωσιά και η διαχρονική λογική της «ψωροκώσταινας», σύμφωνα με την οποία δεν μπορούμε να διεκδικούμε ουσιαστικό στρατηγικό ρόλο, αλλά απλώς να ζητιανεύουμε γεωπολιτική ελεημοσύνη, την οποία επιτυγχάνουμε δωροδοκώντας τις πολεμικές βιομηχανίες της Δύσης με ψιλά που μας έχουν απομείνει. Όπως και να ‘χει, επ’ ουδενί φάνηκε να χρησιμοποιούνται τα εξοπλιστικά προγράμματα με τον βέλτιστο τρόπο για την ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και ούτε φαίνεται ότι υπάρχει κάποια πρόβλεψη για κάτι τέτοιο στο μέλλον.
Κωνσταντίνος Γρίβας [Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διδάσκει «Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή» στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.]
Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος 385 του περιοδικού «Επίκαιρα».
Κατά κανόνα, αυτές οι απόψεις, τόσο του γράφοντος όσο και άλλων, αντιμετωπίζονται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, με ειρωνική καταδεκτικότητα και στη χειρότερη, με ανοικτό χλευασμό, μια και, σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, η Ελλάδα ήταν, είναι και θα παραμείνει οργανικό κομμάτι της αμερικανικής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής, χωρίς να έχει περιθώρια άλλων επιλογών. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, μετά την υποτιθέμενη σύγκρουση Άγκυρας – Ουάσιγκτον και τη ρωσοτουρκική (λυκο)φιλία, η αντίληψη ότι πρέπει απόλυτα και ολοκληρωτικά να ταυτιστούμε με τις ΗΠΑ έχει κυριαρχήσει σχεδόν καθολικά, φθάνοντας σε πρωτοφανή σημεία για τη μεταπολιτευτική περίοδο. Βέβαια, κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, οι ελπίδες περί ουσιαστικής ρήξης των σχέσεων Τουρκίας–ΗΠΑ είναι μάλλον ανεδαφικές και η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει σε μια πολιτική δουλοπρεπούς κατευνασμού έναντι της Άγκυρας, ενώ ο ρωσοτουρκικός ανταγωνισμός είναι τόσο βαθύς και πολυδιάστατος που δύσκολα μπορεί να τιθασευτεί σε βάθος χρόνου από μια τακτική συμμαχία – αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.Το γεγονός παραμένει ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πολιτικού συστήματος έχει πλέον ολοκληρωτικά και απόλυτα επενδύσει σε μια στρατηγική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και μια παραδοσιακή μέθοδος που χρησιμοποιείται ως καταλύτης για την ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι οι εξοπλιστικές δαπάνες.
Αυτή φάνηκε, άλλωστε, ότι ήταν η γεωπολιτική λογική πίσω από την πρόσφατη απόφαση για τον εκσυγχρονισμό των μαχητικών αεροσκαφών F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας (Π.Α.), πέρα και πάνω από τις επιχειρησιακές ανάγκες που καλύπτει. Παρ’ όλη την κριτική που του ασκήθηκε – και μάλιστα από πολιτικούς χώρους και από ανθρώπους που φυσιολογικά δεν θα το περίμενε κανείς κάτι τέτοιο –, το πρόγραμμα αυτό ήταν εν πολλοίς αναμενόμενο, μια και αποτελούσε δεδηλωμένη προτεραιότητα της Π.Α. εδώ και πολλά χρόνια. Βέβαια, υπάρχουν πράγματα που μπορούν να συζητηθούν (όπως η μη πρόβλεψη προμήθειας κάποιου ατρακτιδίου με ηλεκτροοπτικό σύστημα τελευταίας γενεάς, που θα ενίσχυε τις δυνατότητες αντιμετώπισης των «αόρατων» στα ραντάρ μαχητικών αεροσκαφών F-35 Lighting II τα οποία – μάλλον… – θα αρχίσουν να εντάσσονται στο τουρκικό οπλοστάσιο τα επόμενα χρόνια), αλλά αυτό δεν είναι επί του παρόντος. Αίσθησή, ωστόσο, του γράφοντος και με κίνδυνο να ολισθήσει σε συνωμοσιολογικές πνευματικές ακροβασίες, είναι ότι με τον τρόπο που γίνεται η αναβάθμιση των F-16, επί της ουσίας αποτελεί το πρώτο στάδιο για την αγορά, σε δεύτερο χρόνο, μαχητικών F-35, με τα τελευταία να αποτελούν τα μάτια και τ’ αυτιά των F-16, λειτουργώντας μέσα σε δικτυοκεντρικό ενοποιητικό πλαίσιο χάρη στο Link 16 που θα ενσωματωθεί σε αυτά. Αλλιώς, ο εκσυγχρονισμός θα εμφανιστεί άχρηστος ή, έστω, ατελής, αφού τα μαχητικά δεν θα μπορούν να εντοπίσουν τα «αόρατα» F-35 ούτε με τα νέα τους ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης που θα αποκτήσουν στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού.
Κατά καιρούς έχουμε εκφράσει τις απόψεις μας και για το ζήτημα της αντιμετώπισης του πράγματι σοβαρού κινδύνου των τουρκικών F-35 και έχουμε κάνει λόγο για την αναγκαιότητα μιας «εθνικής anti – stealth στρατηγικής», η οποία θα βασίζεται πρωτίστως σε ελληνοκεντρικές λύσεις, και διαφωνούμε με την κυρίαρχη άποψη ότι είναι αναπόφευκτη η απόκτηση του αμφιλεγόμενου και πανάκριβου (τόσο στην αγορά όσο και στη συντήρηση κυρίως) F-35. Αλλά κι αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
Ας αφήσουμε προσωρινά κατά μέρος την επιχειρησιακή διάσταση του εκσυγχρονισμού των F-16 και ας επιστρέψουμε στη γεωπολιτική. Ας δεχτούμε, χάριν υπόθεσης εργασίας, ότι η δραστική ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι μονόδρομος και θα πρέπει να την επιτύχουμε με κάθε τρόπο, αδιαφορώντας πλήρως για τις σχέσεις με τη Ρωσία, την Κίνα ή οποιοδήποτε άλλο κράτος. Ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, η αντίληψη ότι με την αγορά αμερικανικών όπλων, γενικώς, εξασφαλίζουμε την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και «τσιμεντώνουμε» τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι απλά λανθασμένη. Η άποψη αυτή εδράζεται στην αίσθηση, που αποτελεί κοινό τόπο στην Ελλάδα, ότι «τα πάντα γίνονται για να πουλάνε όπλα οι πολεμικές βιομηχανίες». Άρα, εν προκειμένω, αν πάμε «με τα νερά» των αμερικανικών πολεμικών βιομηχανιών, θα επιτύχουμε την πολυπόθητη ελληνοαμερικανική σύζευξη. Πέραν του ότι η άποψη αυτή είναι μονοδιάστατη σε σημείο …κρετινισμού και δεν συνάδει με την πολυπαραγοντική, πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη φύση των διακρατικών σχέσεων και της διεθνούς πολιτικής, στην πραγματικότητα είναι και άκρως υποτιμητική έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πράγματι, θα ήταν πολύ αφελής κάποιος αν πίστευε ότι με ένα, δύο ή τρία δις δολάρια, η Ελλάδα –ή οποιαδήποτε άλλη χώρα– θα μπορούσε να ασκήσει σοβαρή επιρροή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Αν πράγματι πιστεύει κάποιος κάτι τέτοιο, αγνοεί το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς πολεμικού υλικού των ΗΠΑ, για την οποία τα ποσά αυτά είναι απλά ψίχουλα και πολύ περισσότερο για τα ευρύτερα μεγέθη της αμερικανικής οικονομίας. Και, φυσικά, παραγνωρίζει τον όγκο των εξαγωγών πολεμικού υλικού των ΗΠΑ προς άλλες χώρες, ιδιαίτερα προς τις αραβικές χώρες του Κόλπου, οι οποίες την τελευταία δεκαετία έχουν αγοράσει αμερικανικό οπλισμό αξίας πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Με αυτή τη λογική, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε εδώ και καιρό να είχαν υποστείλει τη σημαία τους και να είχαν τεθεί υπό τη διοίκηση της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, του Μπαχρέιν και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Παρεμπιπτόντως, με βάση αυτή τη λογική, το γεγονός ότι η Τουρκία θα δαπανήσει πάνω από 15 δις δολάρια για την αγορά των 100 F-35 που σχεδιάζει να αποκτήσει καθιστά την όποια δική μας προσπάθεια προσέγγισης των Αμερικανών δια του εκσυγχρονισμού των F-16 (ακόμη και αν αυτή συνδυαστεί στο μέλλον με την αγορά F-35) θλιβερό και χλωμό υποκατάστατο της τουρκικής αγοράς και κατά συνέπεια μια άχρηστη από γεωπολιτικής άποψης κίνησης. Στην πραγματικότητα, από μόνη της μια αγορά πολεμικού υλικού από τις ΗΠΑ δεν σημαίνει ιδιαίτερα πράγματα. Άλλωστε, αν το θέμα ήταν μόνο τα χρήματα, θα μπορούσαμε αντί για ραντάρ μαχητικών αεροσκαφών να αγοράζαμε …αμερικανικά πλυντήρια, για παράδειγμα, ίσης αξίας και να είχαμε το ίδιο αποτέλεσμα.
Οι αγορές πολεμικού υλικού αποκτούν γεωπολιτική δυναμική όταν καλύπτουν ευρύτερες πτυχές της ταυτότητας και της στρατηγικής της χώρας που μας ενδιαφέρει και εν προκειμένω των Ηνωμένων Πολιτειών. Και παρόλο που θεωρούμε ως δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι «μαγαζί των Αμερικανών» και κάνει ό,τι της πουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη διάρκεια της εποχής των παχέων αγελάδων των προηγούμενων δεκαετιών δεν έγινε καμιά ουσιαστική προσπάθεια για εκμετάλλευση των εξοπλιστικών προγραμμάτων ώστε να ενισχυθεί ο ρόλος της χώρας μας στην αμερικανική γεωστρατηγική. Αντιθέτως, η Ελλάδα απέρριψε το κατεξοχήν υποψήφιο αμερικανικό οπλικό σύστημα που θα μπορούσε να αναβαθμίσει δραστικά τις ελληνοαμερικανικές γεωπολιτικές σχέσεις, το οποίο ήταν το σύστημα ναυτικής αεράμυνας Aegis της Lockheed Martin (κατασκευάστρια, μεταξύ των άλλων, των F-35 και των F-16), που ήταν υποψήφιο για το πρόγραμμα των φρεγατών αεράμυνας περιοχής του Πολεμικού Ναυτικού. Το Aegis αποτελεί τη «σπονδυλική στήλη» του Ναυτικού των ΗΠΑ, εξοπλίζοντας τα καταδρομικά CG-47 Ticonderoga και τα αντιτορπιλικά DDG-51 Arleigh Burke. Τα πλοία αυτά προστατεύουν τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, εξαπολύουν επιθέσεις με πυραύλους Tomahawk και, κυρίως, αποτελούν την πρώτη και πιο κρίσιμη γραμμή αντιβαλλιστικής άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών. Και αν το Aegis είναι η «σπονδυλική στήλη» του Αμερικανικού Ναυτικού, το Αμερικανικό Ναυτικό είναι το όργανο συνομιλίας των ΗΠΑ με τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν την κατεξοχήν ναυτική δύναμη του πλανήτη και η γεωπολιτική τους ταυτότητα και στρατηγική διαμορφώνονται πρωτίστως από το γεγονός αυτό. Δια του Ναυτικού τους οι ΗΠΑ ελέγχουν τους μεγάλους ωκεανούς του πλανήτη και τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών (SLOC). Δια του Ναυτικού τους ελέγχουν το προγεφύρωμά τους στην ευρασιατική περιφέρεια (τη Rimland, κατά Spykman). Δια του Ναυτικού τους λειτουργούν ως η ρυθμιστική δύναμη του πλανήτη και χωρίς αυτό θα ήταν μια περιφερειακή χώρα μακριά από τα διεθνή δρώμενα, εξαρτώμενη από τις δράσεις των μεγάλων δυνάμεων της μεγάλης στεριάς του κόσμου, της Ευρασίας, όπως αναφέρει ο θεμελιωτής της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σκέψης Sir Halford Mackinder. Άρα, αν θες να αποτελέσεις σημαντικό κομμάτι της αμερικανικής γεωστρατηγικής, «κουμπώνεις» στη ναυτική ισχύ των ΗΠΑ. Τόσο απλά. Και ο καλύτερος τρόπος να κάνεις κάτι τέτοιο είναι να αποκτήσεις κι εσύ το Aegis. Ιδιαίτερα αν βρίσκεσαι στη γεωγραφική θέση που βρίσκεται η Ελλάδα. Χώρες με ισχυρές ναυτικές δυνάμεις εφοδιασμένες με Aegis, που βρίσκονται σε κρίσιμα σημεία της Rimland ή μπορούν να ασκήσουν προβολή ισχύος σε αυτήν, είναι σήμερα οι σύμμαχοι πρώτης γραμμής των ΗΠΑ. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία, η Ισπανία και η Νορβηγία. Φίλιες ναυτικές χώρες με Aegis θεωρούνται ως στρατηγικά απάρτια της αμερικανικής γεωπολιτικής στρατηγικής, ανεξαρτήτως των άλλων τους μεγεθών ή των αγορών οπλικών συστημάτων που κάνουν από τις ΗΠΑ.
ΤΕΛΙΚΑ ΤΙ ΕΓΙΝΕ; Και στη δεκαετία του 2000 η Ελλάδα είχε απαίτηση για ένα σχετικό σύστημα ναυτικής αεράμυνας, το οποίο βρισκόταν μέσα στις οικονομικές δυνατότητες της εκείνη την εποχή. Χαρακτηριστικά να πούμε ότι οι φρεγάτες αεράμυνας περιοχής του Νορβηγικού Ναυτικού κλάσης Fridtjof – Nansen, που αποκτήθηκαν εκείνη την εποχή και είναι εφοδιασμένες με το σύστημα Aegis κόστισαν μεταξύ 300 και 400 εκατ. δολαρίων έκαστη. Οι φρεγάτες αυτές, εκτοπίσματος 5290 τόνων είναι σμικρυμένες εκδόσεις των ισπανικών φρεγατών F100 Alvaro De Bazán και διαθέτουν το σύστημα Aegis με την επίσης σμικρυμένη έκδοση F του ραντάρ φασικής διάταξης (phased array) SPY-1 του συστήματος. Το κόστος τριών παρόμοιων πλοίων για το Ελληνικό Ναυτικό θα ήταν περίπου ίδιο με αυτό των 30 F-16 Block 52+ Advanced που αγοράστηκαν από τη Lockheed Martin (κατασκευάστρια και του Aegis) εκείνη την εποχή. Βέβαια, η σύγκριση αυτή είναι παραπλανητική. Δεν έπρεπε κατ’ ανάγκην να διαλέξουμε μεταξύ F-16 και Aegis.
Κατά τη διάρκεια του εξοπλιστικού πάρτι που ξεκίνησε μετά τα Ίμια το 1996 και διήρκησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Ελλάδα έδωσε τεράστια ποσά χρημάτων για προγράμματα που δεν ήταν όλα πρώτης γραμμής και πολλά εξ αυτών ήταν αμφιλεγόμενα, όπως ο εκσυγχρονισμός των μαχητικών αεροσκαφών F-4E Phantom. Κι ενώ βρέθηκαν χρήματα για σχεδόν όλα τα υπόλοιπα, δεν βρέθηκαν για ένα αμερικανικό σύστημα πρώτης γραμμής, που θα αναβάθμιζε δραστικά τις ικανότητες αεράμυνας του Ναυτικού και θα έθετε την Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της αμερικανικής γεωστρατηγικής, όπως υποτίθεται ότι είναι ο αναπόφευκτος, αναντίρρητος και κορυφαίος στόχος της χώρας. Παρεμπιπτόντως, δεν αποκτήθηκε και κανένα άλλο σύστημα και το Ελληνικό Ναυτικό έχει σήμερα υποδεέστερες ικανότητες αεράμυνας από την εποχή που υπηρετούσαν σε αυτό τα αντιτορπιλικά κλάσης Charles F. Adams. Δηλαδή δεν προχώρησε το υποψήφιο οπλικό σύστημα με τη μεγαλύτερη γεωπολιτική αξία, προερχόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες υποτίθεται ότι ελέγχουν τα πάντα στην Ελλάδα, που θα μπορούσε να προσφέρει στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις μια πρωτοφανή δυναμική, επιτυγχάνοντας μια δεκαετία πριν κάτι πολύ καλύτερο από αυτό που επιδιώκει το ελληνικό πολιτικό σύστημα σήμερα. Και δεν προχώρησε σε μια εποχή παχέων αγελάδων για τα εξοπλιστικά, όταν αγοράζαμε ό,τι μας έπεφτε στα χέρια, ενώ κάθε σκέψη για δραστική ενίσχυση των σχέσεων Ελλάδας – Ρωσίας ή με οποιαδήποτε άλλη χώρα θεωρούνταν, όπως και σήμερα, από ανεδαφική έως εξωφρενικά παράλογη.
Παρεμπιπτόντως, δεν προχώρησε ούτε η απόκτηση του συστήματος που θα είχε τη μεγαλύτερη γεωπολιτική δυναμική όσον αφορά τις σχέσεις της χώρας μας με τον ευρωπαϊκό σκληρό πυρήνα, που ήταν η συμμετοχή μας στο πρόγραμμα του πολυεθνικού μαχητικού αεροσκάφος Eurofighter, παρόλο που η κυβέρνηση Σημίτη το 1998 είχε αρχικώς λάβει τη σχετική απόφαση. Σε αντίθεση με την αμερικανική αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία, η Δυτική Ευρώπη έχει μικρή εσωτερική αγορά, που συρρικνώθηκε επικίνδυνα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, η απόφαση της Ελλάδας να συμμετάσχει στην κοινοπραξία του Eurofighter, μαζί με τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ιταλία και την Ισπανία και να προχωρήσει στην αγορά 60 μαχητικών αεροσκαφών με δικαίωμα προαίρεσης (option) άλλων 30, θα έδινε το φιλί της ζωής στο ταλαιπωρημένο πρόγραμμα και θα έθετε την Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής αεροδιαστημικής και αμυντικής βιομηχανίας και στρατηγικής, με αποτέλεσμα (πιθανώς…) να μην υφίστατο σε τέτοιο βαθμό την περιφρονητική συμπεριφορά που υπέστη από τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη στα χρόνια της κρίσης. Και όμως ούτε αυτό το πρόγραμμα προχώρησε.
Και εδώ προκύπτουν μια σειρά από αναπόφευκτες διαπιστώσεις. Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι ότι οι τεράστιες αγορές οπλικών συστημάτων που – καλώς ή κακώς – έκανε η χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια, στην πραγματικότητα δεν συνδυάστηκαν με κάποια ουσιαστική προσπάθεια ενίσχυσης του ρόλου της μέσα στη δυτική γεωπολιτική στρατηγική, ούτε στην αμερικανική ούτε στην ευρωπαϊκή. Την ίδια εποχή, δεν έγινε κάτι ουσιώδες για την ενίσχυση των σχέσεων με τη Ρωσία διαμέσου εξοπλιστικών προγραμμάτων, γιατί τα συστήματα αεράμυνας TOR M1, τα αερόστρωμνα Zubr ή οι αντιαρματικοί πύραυλοι Kornet που αποκτήθηκαν από τη ρωσική αγορά δεν είχαν το απαιτούμενο ειδικό βάρος ώστε να λειτουργήσουν αποφασιστικά υπέρ της ενίσχυσης των ελληνορωσικών σχέσεων. Σε αυτό στόχευε η αγορά σημαντικού αριθμού αμφίβιων τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης BMP-3, που επίσης είχε αρχικώς συμφωνηθεί μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας στα χρόνια της διακυβέρνησης Καραμανλή. Αλλά ούτε αυτό το πρόγραμμα προχώρησε…
Άρα, μπαίνουμε στον πειρασμό να οδηγηθούμε στο οδυνηρό συμπέρασμα ότι υπάρχουν κάποιες ισχυρές κατεστημένες δυνάμεις στη χώρα μας που δεν θέλουν η Ελλάδα να έχει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο οιασδήποτε γεωπολιτικής στρατηγικής και λειτουργίας, είτε αυτή είναι φιλοαμερικανική είτε φιλορωσική είτε φιλοευρωπαϊκή είτε οτιδήποτε άλλο. Και φυσικά – προς Θεού – δεν θα πρέπει να ασκεί εθνικά ανεξάρτητη και ελληνοκεντρική πολιτική. Για τις δυνάμεις αυτές η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει «μαγαζάκι». Αν προκύπτει το ενδεχόμενο αναβάθμισης της, ακόμη και στο πλαίσιο μιας ξεκάθαρα φιλοαμερικανικής στρατηγικής, αυτό θα πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία. Το γιατί και πως συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι μια άλλη ιστορία, όμως, εκ των πραγμάτων, προκύπτει το συμπέρασμα ότι πιθανότατα όντως συμβαίνει. Ίσως, βέβαια, και να κυνηγάμε φαντάσματα, καμία τέτοια δύναμη να μην υπάρχει και αυτό που μαστίζει τη χώρα μας να είναι απλώς η γεωπολιτική αμορφωσιά και η διαχρονική λογική της «ψωροκώσταινας», σύμφωνα με την οποία δεν μπορούμε να διεκδικούμε ουσιαστικό στρατηγικό ρόλο, αλλά απλώς να ζητιανεύουμε γεωπολιτική ελεημοσύνη, την οποία επιτυγχάνουμε δωροδοκώντας τις πολεμικές βιομηχανίες της Δύσης με ψιλά που μας έχουν απομείνει. Όπως και να ‘χει, επ’ ουδενί φάνηκε να χρησιμοποιούνται τα εξοπλιστικά προγράμματα με τον βέλτιστο τρόπο για την ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και ούτε φαίνεται ότι υπάρχει κάποια πρόβλεψη για κάτι τέτοιο στο μέλλον.
Κωνσταντίνος Γρίβας [Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διδάσκει «Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή» στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.]
Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος 385 του περιοδικού «Επίκαιρα».
No comments :
Post a Comment