03/08/2012

Wilhelm Reich: Ακου Ανθρωπάκο

«Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πως θα ένιωθε ένας αητός άμα έκλωθε αυγά μιας κότας; Αρχικά ο αητός νομίζει ότι θα κλωσσήσει μικρά αετόπουλα που θα μεγαλώσουν. Μα εκείνο που βγαίνει από τα αυγά δεν είναι παρά μικρά κοτόπουλα. Απελπισμένος ο αητός εξακολουθεί να ελπίζει πως τα κοτόπουλα θα γίνουν αητοί. Μα που τέτοιο πράμμα! Τελικά δε βγαίνουν παρά κότες που κακαρίζουν...

Όταν ο αητός διαπιστώνει κάτι τέτοιο βρίσκεται στο δίλημμα αν πρέπει να καταβροχθίσει όλα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Μα συγκρατείται κι’ ό,τι τον κάνει να συγκρατηθεί είναι μια μικρή ελπίδα, πως ανάμεσα στα τόσα κοτόπουλα, μπορεί κάποτε να βρεθεί ένα αητόπουλο, ικανό σαν εκείνον τον ίδιο, ένα αητόπουλο που από την ψηλή φωληά του θ’ ατενίζει μακριά κόσμους καινούριους, σκέψεις καινούριες, καινούρια σχήματα ζωής. Μόνο αυτή η ανεπαίσθητη ελπίδα κρατάει τον λυπημένο, τον αποξενωμένο αητό από την απόφασή του να φάει όλα τα κοτόπουλα και όλες τις κότες που κακαρίζουν και που δεν βλέπουν ότι τα κλωσσάει ένας αητός, δεν καταλαβαίνουν ότι ζούνε σ’ ένα ψηλό, απόμακρο βράχο, μακριά από τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες. Δεν ατενίζουν την απόσταση, όπως κάνει ο απομονωμένος αητός. Μόνο καταβροχθίζουν και καταβροχθίζουν, όλο καταβροχθίζουν ό,τι φέρνει ο αητός στη φωλιά.

Οι κότες και τα κοτόπουλα άφησαν τον αητό να τα ζεστάνει κάτω από τα μεγάλα και δυνατά του φτερά όταν απ’ όξω κροτάλιζε η βροχή και αναβροντούσαν οι καταιγίδες που ‘κείνος άντεχε δίχως καμμιά προστασία. Όταν τα πράμματα γίνονταν σκληρότερα, του πέταγαν μικρές μυτερές πέτρες από κάποια ενέδρα για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν. Όταν ο αητός αντιλήφθηκε την κακοήθεια ετούτη, πρώτη του αντίδραση ήταν να τα ξεσχίσει σε χίλια κομμάτια. Μα το ξανασκέφτηκε κι’ άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, έλπισε, θα βρισκόταν – έπρεπε να βρεθεί – ανάμεσα στα τόσα κοντόφθαλμα κοτόπουλα που κακάριζαν και καταβρόχθιζαν ό,τι έλαχε μπροστά τους, ένας μικρός αητός σαν τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μοναχός αητός μέχρι σήμερα δεν έχει εγκαταλείψει την ελπίδα κι’ εξακολουθεί να κλωσσάει κοτόπουλα.

Δεν θέλεις να γίνεις αητός, Ανθρωπάκο. Γι αυτό σε τρώνε τα όρνεα. Φοβάσαι τους αητούς κι’ έτσι ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά εξολοθρεύεσαι. Γιατί μερικά από τα κοτόπουλα σου έχουν κλωσσήσει αυγά όρνεων και τα όρνεά σου έχουν γίνει οι Φύρερ σου ενάντια στους αητούς, τους αητούς που θελήσανε να σε οδηγήσουν σε μακρινότερες, πιο υποσχετικές αποστάσεις. Τα όρνεα σε δίδαξαν να τρως ψοφίμια και ν’ασαι ικανοποιημένος με ελάχιστα σπειριά σιτάρι. Σ’ έμαθαν και να ορύεσαι «Ζήτω, ζήτω, Μέγα Όρνεο!». Τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κι’ ακόμη φοβάσαι τους αητούς που κλωσσάνε τα κοτόπουλά σου.» … και επιπλεόν σταμπάρεσαι για να αναγνωρίζουν πως ανήκεις στις κοτούλες.

Σε άλλο σημείο ο Wilhelm Reich λέει: > ‘Είσαι μεγάλος, ανθρωπάκο, όταν τραγουδάς τα όμορφα, τρυφερά λαϊκά σου τραγούδια, ή όταν χορεύεις παλιούς χορούς στους ήχους του ακορντεόν γιατί τα λαϊκά τραγούδια κάνουν καλό στην ψυχή κι είναι τα ίδια σε όλον τον κόσμο. Κι είσαι μεγάλος όταν λες στο φίλο σου: «Ευχαριστώ τη μοίρα μου που κατόρθωσα κι έζησα τη ζωή μου ελεύθερος από τη βρωμιά και την απληστία, που βλέπω τα παιδιά μου να προκόβουν· που τα άκουσα να ψελλίζουν τα πρώτα τους λογάκια κι είδα να μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τα χεράκια τους, να κάνουν τα πρώτα τους βήματα, να παίζουν, να κάνουν ερωτήσεις, να γελούν και να ερωτεύονται· που μπόρεσα να διατηρήσω, μ’ όλη της την ελευθερία και την αγνότητά της, την ευαισθησία μου στην άνοιξη και το απαλό αεράκι, στο κελάρυσμα του ρυακιού που περνά κοντά από το σπίτι μου και στο κελάηδισμα των πουλιών στα δάση· …που δε συμμετείχα στα κουτσομπολιά των μοχθηρών γειτόνων μου· που έζησα τη χαρά στην αγκαλιά της ή του συζύγου μου και ένιωσα τη ζωή να κυλάει στο σώμα μου· που δεν έχασα το δρόμο μου στους δύσκολους καιρούς και που η ζωή μου είχε νόημα και συνέχεια. Γιατί πάντα άκουγα την τρυφερή φωνή μέσα μου που έλεγε, «Μόνο ένα πράγμα έχει σημασία: ζήσε μια γεμάτη, ευτυχισμένη ζωή. Κάνε αυτό που σου λέει η καρδιά σου, ακόμα κι αν σε βγάλει σε μονοπάτια που οι αδύναμες ψυχές αποφεύγουν. Ακόμα κι όταν η ζωή είναι μαρτύριο, μην την αφήνεις να σε σκληραίνει»».

Όταν τα ήρεμα βραδάκια μετά τη δουλειά κάθομαι στο λιβάδι, μπροστά στο σπίτι μου, με την αγαπημένη μου ή το παιδί μου και νιώθω την ανάσα της φύσης, τότε ένα αγαπημένο μου τραγούδι ηχεί μέσα μου, το τραγούδι της ανθρωπότητας και του μέλλοντός της: «Seid umschlungen, Millionen…» Τότε εκλιπαρώ τούτη τη ζωή να διεκδικήσει τα δικαιώματά της και να αλλάξει τις καρδιές των σκληρών ή φοβισμένων ανθρώπων που εξαπολύουν πολέμους. Το κάνουν μόνο και μόνο επειδή η ζωή τους διαφεύγει. Σφίγγω στην αγκαλιά μου το αγοράκι μου, που μου λέει, «Μπαμπά! Ο ήλιος έφυγε. Πού πήγε ο ήλιος; Θα γυρίσει γρήγορα;» κι εγώ του λέω, «Ναι, αγόρι μου, ο ήλιος θα γυρίσει γρήγορα για να μας φέρει τη γλυκιά ζεστασιά του». Όσο για τους δικτάτορες και τους δυνάστες, τους πανούργους και τους κακοήθεις, τα όρνια και τις ύαινες, τους απευθύνω τα λόγια τούτα που έγραψε ένας αρχαίος σοφός:

Στέριωσα το λάβαρο λόγων ιερών σε τούτον εδώ τον κόσμο. Κι όταν πια ο φοίνικας θα έχει μαραθεί Κι ο βράχος γίνει σκόνη, Όταν οι αστραφτεροί μονάρχες Θα ‘χουν εξανεμιστεί, σαν τη σκόνη των φύλλων του φθινοπώρου, Μετά από κάθε κατακλυσμό Χιλιάδες Κιβωτοί θα μεταφέρουν το λόγο μου:Θα υπερισχύσει.

http://miastala.com/s/archives/25591

1 comment :