Πριν από μερικές μέρες ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου (Mevlüt Çavuşoğlu) επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της (απο)στρατιωτικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα παραβιάζει το καθεστώς αυτό και ότι η Τουρκία επιθυμεί να το συζητήσει «μαζί με τις άλλες διαφορές στο Αιγαίο, με σκοπό την επίλυσή τους μέσω του διαλόγου».
Η τοποθέτηση αυτή δεν αποτελεί κάτι νέο, καθώς είναι γνωστό εδώ και χρόνια ότι η τουρκική πλευρά ανακινεί και θέτει διαρκώς νέα ζητήματα, με σκοπό να περιληφθούν σε μια «συνολική διαπραγμάτευση» από την οποία η Τουρκία πιστεύει ότι θα αποκομίσει σημαντικά οφέλη, είτε εδαφικά, είτε νομικά, διπλωματικά ή στρατιωτικά. Η ελληνική πλευρά οφείλει να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες αυτές με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς το τουρκικό αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου αποτελεί ευθεία απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ενώ παράλληλα προβάλλει την Ελλάδα ως χώρα που δεν τηρεί τις διεθνείς συνθήκες, με σκοπό να ζημιώσει την διεθνή εικόνα της, να την στερήσει από την υποστήριξη τρίτων κρατών και να υποβαθμίσει τον έκνομο ή παράνομο χαρακτήρα των τουρκικών ενεργειών στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο [1]. Κατά συνέπεια, θεωρώ πως καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν να συζητήσει ένα τέτοιο ζήτημα σε διμερή ή πολυμερή βάση, ενώ η παραπομπή του στην διαιτησία ενός διεθνούς οργάνου (ακόμη κι αν αυτό είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει για τα ελληνικά συμφέροντα. Παρά ταύτα, αξίζει να δούμε πώς προέκυψε το θέμα αυτό, και κατά πόσον έχουν νομική βάση ή όχι οι τουρκικοί ισχυρισμοί.
Σε αντίθεση με την σαφώς ιδιοτελή και απλουστευτική προσέγγιση της Τουρκίας ότι «όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι και οφείλουν να μείνουν αποστρατιωτικοποιημένα», η αλήθεια είναι ότι το καθεστώς των νησιών δεν είναι ενιαίο, αλλά διέπεται από τρεις διαφορετικές συνθήκες, με βάση τις οποίες μπορεί να γίνει μια διαφοροποίηση των νησιών αυτών σε τουλάχιστον τρεις επιμέρους ομάδες.
Η πρώτη συνθήκη στην οποία αναφέρονται περιορισμοί ως προς την στρατικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου είναι η Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), το Άρθρο 13 της οποίας ορίζει ότι «Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
Πέρα από όσα αναφέρονται στις παραπάνω πρόνοιες, ιδιαίτερη σημασία έχουν και όσα δεν αναφέρονται. Για παράδειγμα, οι παραπάνω διατάξεις αναφέρουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να εγκαταστήσει ναυτικές βάσεις ή μόνιμα οχυρωματικά έργα στα παραπάνω νησιά, αλλά δεν προβλέπονται περιορισμοί ως προς αεροπορικές βάσεις ή άλλες εγκαταστάσεις που διευκολύνουν το στρατιωτικό έργο, όπως σταθμοί παρακολούθησης, ραντάρ κ.ά. [3] Επίσης σημαντικό είναι το ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν αφορούν όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που αναγνωρίζονται ως ελληνικά, αλλά μόνο την Λέσβο, την Χίο, την Σάμο και την Ικαρία (τα Δωδεκάνησα δεν ήταν ακόμα μέρος της ελληνικής επικράτειας). Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός αποστρατιωτικοποίησης για γειτονικά νησιά όπως ο Άγιος Ευστράτιος, τα Ψαρά, οι Οινούσσες ή οι Φούρνοι, στα οποία η Ελλάδα μπορεί να εγκαταστήσει όσες δυνάμεις και εγκαταστάσεις θέλει χωρίς να υπάρχει κανένας συμβατικός περιορισμός.
Κατά συνέπεια, είναι -ή θα έπρεπε να είναι- σαφές σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν στην μερική αποστρατιωτικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου, με σκοπό να διευκολύνουν την προσέγγιση των μέχρι πρότινος εμπόλεμων, εντάσσοντας μάλιστα στην σχετική ρύθμιση μια οιονεί ρήτρα αμοιβαιότητας (βλ παράγραφο 2 περί μη υπέρπτησης σε παραμεθόριες περιοχές), την οποία φυσικά δεν επικαλείται και δεν τηρεί η γειτονική χώρα, καθώς οι παραβάσεις και παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου είναι καθημερινό φαινόμενο, ενώ αρκετά συχνές είναι και οι υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά καθαυτά. Άραγε στην αντίληψη των Τούρκων ιθυνόντων που επικαλούνται «τις διεθνείς συνθήκες» οι πρόνοιες που δεσμεύουν την δική τους χώρα δεν οφείλουν να τηρούνται; Και αν αυτή είναι η ερμηνεία που δίνουν, με ποιο δικαίωμα ζητούν να συμμορφωθεί η ελληνική πλευρά σε ό,τι αρνούνται να τηρήσουν οι ίδιοι;
Δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης
Η τοποθέτηση αυτή δεν αποτελεί κάτι νέο, καθώς είναι γνωστό εδώ και χρόνια ότι η τουρκική πλευρά ανακινεί και θέτει διαρκώς νέα ζητήματα, με σκοπό να περιληφθούν σε μια «συνολική διαπραγμάτευση» από την οποία η Τουρκία πιστεύει ότι θα αποκομίσει σημαντικά οφέλη, είτε εδαφικά, είτε νομικά, διπλωματικά ή στρατιωτικά. Η ελληνική πλευρά οφείλει να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες αυτές με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς το τουρκικό αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου αποτελεί ευθεία απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ενώ παράλληλα προβάλλει την Ελλάδα ως χώρα που δεν τηρεί τις διεθνείς συνθήκες, με σκοπό να ζημιώσει την διεθνή εικόνα της, να την στερήσει από την υποστήριξη τρίτων κρατών και να υποβαθμίσει τον έκνομο ή παράνομο χαρακτήρα των τουρκικών ενεργειών στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο [1]. Κατά συνέπεια, θεωρώ πως καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν να συζητήσει ένα τέτοιο ζήτημα σε διμερή ή πολυμερή βάση, ενώ η παραπομπή του στην διαιτησία ενός διεθνούς οργάνου (ακόμη κι αν αυτό είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει για τα ελληνικά συμφέροντα. Παρά ταύτα, αξίζει να δούμε πώς προέκυψε το θέμα αυτό, και κατά πόσον έχουν νομική βάση ή όχι οι τουρκικοί ισχυρισμοί.
Σε αντίθεση με την σαφώς ιδιοτελή και απλουστευτική προσέγγιση της Τουρκίας ότι «όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι και οφείλουν να μείνουν αποστρατιωτικοποιημένα», η αλήθεια είναι ότι το καθεστώς των νησιών δεν είναι ενιαίο, αλλά διέπεται από τρεις διαφορετικές συνθήκες, με βάση τις οποίες μπορεί να γίνει μια διαφοροποίηση των νησιών αυτών σε τουλάχιστον τρεις επιμέρους ομάδες.
Η πρώτη συνθήκη στην οποία αναφέρονται περιορισμοί ως προς την στρατικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου είναι η Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), το Άρθρο 13 της οποίας ορίζει ότι «Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
- 1. Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τινός έργου.
- 2. Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Τουρκική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
- 3. Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην» [2].
Πέρα από όσα αναφέρονται στις παραπάνω πρόνοιες, ιδιαίτερη σημασία έχουν και όσα δεν αναφέρονται. Για παράδειγμα, οι παραπάνω διατάξεις αναφέρουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να εγκαταστήσει ναυτικές βάσεις ή μόνιμα οχυρωματικά έργα στα παραπάνω νησιά, αλλά δεν προβλέπονται περιορισμοί ως προς αεροπορικές βάσεις ή άλλες εγκαταστάσεις που διευκολύνουν το στρατιωτικό έργο, όπως σταθμοί παρακολούθησης, ραντάρ κ.ά. [3] Επίσης σημαντικό είναι το ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν αφορούν όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που αναγνωρίζονται ως ελληνικά, αλλά μόνο την Λέσβο, την Χίο, την Σάμο και την Ικαρία (τα Δωδεκάνησα δεν ήταν ακόμα μέρος της ελληνικής επικράτειας). Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός αποστρατιωτικοποίησης για γειτονικά νησιά όπως ο Άγιος Ευστράτιος, τα Ψαρά, οι Οινούσσες ή οι Φούρνοι, στα οποία η Ελλάδα μπορεί να εγκαταστήσει όσες δυνάμεις και εγκαταστάσεις θέλει χωρίς να υπάρχει κανένας συμβατικός περιορισμός.
Κατά συνέπεια, είναι -ή θα έπρεπε να είναι- σαφές σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν στην μερική αποστρατιωτικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου, με σκοπό να διευκολύνουν την προσέγγιση των μέχρι πρότινος εμπόλεμων, εντάσσοντας μάλιστα στην σχετική ρύθμιση μια οιονεί ρήτρα αμοιβαιότητας (βλ παράγραφο 2 περί μη υπέρπτησης σε παραμεθόριες περιοχές), την οποία φυσικά δεν επικαλείται και δεν τηρεί η γειτονική χώρα, καθώς οι παραβάσεις και παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου είναι καθημερινό φαινόμενο, ενώ αρκετά συχνές είναι και οι υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά καθαυτά. Άραγε στην αντίληψη των Τούρκων ιθυνόντων που επικαλούνται «τις διεθνείς συνθήκες» οι πρόνοιες που δεσμεύουν την δική τους χώρα δεν οφείλουν να τηρούνται; Και αν αυτή είναι η ερμηνεία που δίνουν, με ποιο δικαίωμα ζητούν να συμμορφωθεί η ελληνική πλευρά σε ό,τι αρνούνται να τηρήσουν οι ίδιοι;
Δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης
No comments :
Post a Comment