Ένας νέος πολλά υποσχόμενος γεωπολιτικός «άξων» βρίσκεται υπό σχεδίαση, στοχεύοντας τον γεωπολιτικό διαχωρισμό των εδαφών που βρίσκονται εντός των ιστορικών σφαιρών επιρροής Βερολίνου και Μόσχας. Πρόκειται για το γεωγραφικό σύμπλοκο που ξεκινά από τις ακτές του Αιγαίου, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη, προχωρά μέσω Βουλγαρίας ή Σκοπίων προς τη Ρουμανία, για να καταλήξει στην Δυτική Ουκρανία και από εκεί στις ακτές της Βαλτικής και τελικώς στην Πολωνία. Οι Αγγλοσάξονες (ΗΠΑ-Βρετανία) μετά από την γεωπολιτική τακτική συμμαχία Γερμανίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας με επίκεντρο την ενέργεια, σκοπεύουν αρχικά να διαχωρίσουν και στη συνέχεια να αποτρέψουν τη γεωπολιτική «προσάρτηση» εδαφών, τα οποία ιστορικά διεκδικούνται από Βερολίνο και Μόσχα. Δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίσουμε την όλη στρατηγική κίνηση ως προσπάθεια συγκρότησης μιας νέας Rimland εντός της ανατολικής Ευρώπης, η οποία όμως θα είναι αμφίπλευρη, καθώς θα πρέπει να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα και παράλληλα δύο ισχυρές τάσεις.
Η πρώτη προέρχεται από τη Γερμανία και η δεύτερη από τη Ρωσία. Ωστόσο, για την επιτυχή λειτουργία του γεωπολιτικού αυτού οικοδομήματος απαιτείται η ισχυροποίηση και η διασύνδεση των δύο κρίσιμων γεωγραφικών απολήξεων, δηλαδή της Ελλάδας και της Πολωνίας. Στην ανάλυση που ακολουθεί θα αναφερθούμε στο πως και στο γιατί η Αθήνα πρέπει να εξετάσει με ιδιαίτερη σοβαρότητα την προοπτική συμμετοχής και στη συνέχεια συγκρότησης ενός νέου αμερικανικής έμπνευσης γεωπολιτικού άξονα. Η ελληνική εμπλοκή σε αυτόν θα επιφέρει την κάθετη αναβάθμιση της γεωστρατηγικής σημασίας της χώρας, σε συνδυασμό πάντα με τη μετατροπή της σε ενεργειακό κόμβο τροφοδοσίας μια πλειάδας χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες σήμερα εξαρτώνται από τα ρωσικά ενεργειακά αγαθά. Υπό αυτό το πρίσμα τα κέρδη αλλά και οι ζημίες θα πρέπει να εξεταστούν με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και την επαύξηση της ισχύος της Ελλάδας, η οποία μπορεί να μετεξελιχθεί γρήγορα σε περιφερειακή δύναμη.
Rimland. Ένας φορτισμένος γεωπολιτικός όρος, ο οποίος παραπέμπει σε εποχές Β΄ ΠΠ και Ψυχρού Πολέμου, η πατρότητα του οποίου ανήκει στον Ολλανδό-Αμερικανό γεωστρατηγιστή Νίκολας Τζον Σπάικμαν. Η Rimland αποτέλεσε μια εκτενή γεωγραφική περίμετρο εδαφικής ανάσχεσης της πρόσβασης προς τις θάλασσες της δύναμης που ελέγχει τη μεγάλη ευρασιατική μάζα, η οποία παραδοσιακά ταυτίζεται με την έκταση που κατέχει η Ρωσία (τσαρική, σοβιετική, μετασοβιετική των Πούτιν-Μεντβέντεφ). Πρακτικά αποτελεί την πεμπτουσία της στρατηγικής των Αγγλοσαξόνων (κλασικών ναυτικών δυνάμεων) να εγκλωβίσουν εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών χώρων τη Ρωσία, η οποία δεν μπορεί να αποκτήσει έξοδο προς τις αποκαλούμενες θερμές θάλασσες (ιδιαίτερα την Μεσόγειο), καθώς όλα τα γεωστρατηγικά περάσματα –και συνεπώς οι χώρες που τα κατέχουν–βρίσκονται εντός της Rimland. Οι Αγγλοσάξονες διασφαλίζουν μέσω του ελέγχου των χωρών που τη συγκροτούν ότι η Ρωσία θα βρίσκεται σχεδόν πάντα «φυλακισμένη» σε μια τεράστια γεωγραφική ενότητα, με εξαιρετικά περιορισμένες προσβάσεις προς τις θάλασσες, ανήμπορη να ισχυροποιήσει την παρουσία της στους ωκεανούς και να ελέγξει τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών μέσω των οποίων διακινείται το παγκόσμιο εμπόριο.
Βασικό δόγμα της γεωπολιτικής είναι η (αποδεδειγμένα διαμέσου των αιώνων) κατίσχυση των ναυτικών δυνάμεων κατά των ηπειρωτικών, μέσω της αξιοποίησης της θαλάσσιας ισχύος (πολεμικό και εμπορικό ναυτικό). Στη σύγχρονη εποχή του 21ου αιώνα η κλασική γεωγραφική έννοια της Rimland δέχτηκε πολλά νέα κτυπήματα, καθώς αρκετές χώρες που αποτέλεσαν προμαχώνα της, όπως και άλλες που βρίσκονταν στο αντίπαλο στρατόπεδο, μετέβαλαν τον γεωπολιτικό προσανατολισμό με βάση τα στρατηγικά τους συμφέροντα και οδήγησαν στον ριζικό ανασχεδιασμό των ορίων της. Η οικονομική κυριαρχία της ενοποιημένης Γερμανίας εντός της ΕΕ επανέφερε εν πράγμασι το όραμα της «γερμανικής Ευρώπης». Η στενή ενεργειακή συνεργασία Βερολίνου-Μόσχας οδήγησε στη σύναψη μιας νέας στρατηγικής σχέσης (παρομοιάζεται με ένα ενεργειακού τύπου Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ που υπεγράφη το 1939 και αποτέλεσε βασικό αίτιο έκρηξης του Β΄ΠΠ) που οδήγησε στην ταύτιση συμφερόντων δύο γεωπολιτικών ανταγωνιστών, οι οποίοι ιστορικά τοποθετούνταν σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Το μάθημα της ιστορίας του 20ού αιώνα υπήρξε αρκούντως αποκαλυπτικό και τραγικό για τις δύο αυτές ισχυρές χερσαίες δυνάμεις: Στόχος, η ισχύς εν τη ενώσει, με σκοπό την αντιμετώπιση του αγγλοσαξονικού αντίπαλου, καθώς μόνο μέσω της συνεργασίας θα είναι δυνατή η προώθηση των συμφερόντων Βερολίνου-Μόσχας και η διεκδίκηση σημαντικού μέρους της απολεσθείσας παλαιάς επιρροής, με αιχμή την ενέργεια. Η γερμανορωσική προσέγγιση αποκάλυψε ότι πίσω από το «αθώο» περιτύλιγμα της εμβάθυνσης των οικονομικών-ενεργειακών σχέσεων κρύφτηκαν με επιμέλεια οι αναθεωρητικές τάσεις υπέρ της ανοικοδόμησης σφαιρών επιρροής, τις οποίες αμφότερες απώλεσαν μετά το τέλος του Α΄ΠΠ του Β΄ΠΠ και του Ψυχρού Πολέμου. Γερμανία και Ρωσία συνεργάζονται από κοινού πάνω σε ένα σχέδιο που θυμίζει κλασική στρατηγική «έμμεσης προσάρτησης» χωρών, μέσω του ελέγχου των οικονομιών τους και των πηγών παροχής ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο). Έτσι χωρίς την προσφυγή στη χρήση στρατιωτικής βίας, με ήπιες μεθόδους, σταδιακά εξαρτούν και ωθούν μια πλειάδα χωρών της Κεντρικής, Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης προς την κατά αποκλειστικότητα κατανάλωση ρωσικής ενέργειας (ιδίως φυσικό αέριο), απαραίτητης για τη λειτουργία των βιομηχανικών και λοιπών δημόσιων και ιδιωτικών υποδομών. Η γερμανική και η ρωσική πολιτική ηγεσία φαίνεται να έχουν κατανοήσει επακριβώς τη μεθόδευση υπαγωγής χωρών ιδιαίτερης γεωστρατηγικής σημασίας στην επιρροή τους, χωρίς αυτό να μεταφράζεται ως αιτία πολέμου…
Fiscus και Imperium
Η αλήθεια είναι ότι μετά την αναζωογόνηση της γερμανικής οικονομίας με τα ρωσικά ενεργειακά αποθέματα και τη νέα γεωπολιτική αυτοπεποίθηση που διαπνέει την ηγεσία του μετασοβιετικού Κρεμλίνου, πολλοί έσπευσαν να προδικάσουν το τέλος της Rimland, στο ιστορικό πλαίσιο της οποίας η Γερμανία αποτελούσε τον βασικό κεντροευρωπαϊκό προμαχώνα ανάσχεσης της πορείας της Σοβιετικής Ένωσης προς τη Δύση. Μάλιστα στην επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενέταξαν την προώθηση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, τη χειραφέτηση της Λευκορωσίας, την ένταξη της Ουκρανίας στη δυτική συμμαχία, ενώ δεν παρέλειψαν να συμπεριλάβουν και το «νεοθωμανικό άνεμο» που πνέει στην Άγκυρα. Σταδιακά αργά αλλά σταθερά διαπιστώνεται από τους Αγγλοσάξονες ότι η ενδυνάμωση της ρωσικής ισχύος πραγματοποιείται με γερμανικές και τουρκικές «πλάτες», καθώς Βερολίνο και Άγκυρα άνοιξαν διάπλατα τα σύνορά τους για να διέλθουν τα ρωσικά ενεργειακά αγαθά ως οι μόνοι πραγματικοί δούρειοι ίπποι της Μόσχας. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή αυτή η καινοφανής «επιθετική» δραστηριότητα των Ρώσων, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι για κάθε κυβικό μέτρο φυσικού αερίου που πωλείται στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως και για κάθε βαρέλι ρωσικού πετρελαίου, τα κέρδη (Fiscus) κατευθύνονται προς την επαύξηση της ρωσικής πολιτικο-οικονομικο-στρατιωτικής ισχύος (Imperium), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον. Δηλαδή η όλο και περισσότερο μονοπωλιακή εξάρτηση χωρών στα ρωσικά ενεργειακά προϊόντα, σε συνδυασμό με τη γερμανική οικονομική επέλαση στον τραπεζικό τομέα και στις επενδύσεις, αλλοιώνει βαθμιαία το υφιστάμενο γεωπολιτικό καθεστώς, όπως αυτό απορρέει από τις συνθήκες και συμφωνίες που καθόρισαν τη νέα ισορροπία δυνάμεων μετά το τέλος του Β΄ ΠΠ και του Ψυχρού Πολέμου. Συνεπώς η τρέχουσα κατάσταση συνηγορεί υπέρ της Μόσχας, η οποία ανασυγκροτεί με ταχείς ρυθμούς τις Ένοπλες Δυνάμεις της (imperium) με χρήματα (fiscus) που της «παρέχει» η τακτική συμμαχία με τη Γερμανία, καθώς και οι οικονομίες των χωρών που αναγκαστικά πληρώνουν την ενεργειακή τους εξάρτηση από έναν πάροχο.
Ιστορικά, μετά την ήττα της αυτοκρατορικής Γερμανίας στον Α΄ ΠΠ και τη γέννηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933), Σοβιετική Ένωση και Γερμανία είχαν αναπτύξει δεσμούς σε όλα τα επίπεδα (ακόμη και στον στρατιωτικό τομέα) γεγονός που ουδόλως ευχαρίστησε τους διαμορφωτές της πολιτικής του Λονδίνου των Παρισίων και της Ουάσιγκτον. Λίγα χρόνια μετά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, το 1936 κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης σε χώρες της Δύσης (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία), ο επιφανής Σοβιετικός αξιωματικός στρατάρχης Μιχαήλ Τουχατσέφσκι είχε αναφερθεί στην αναγκαιότητα συνεργασίας μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ υπογραμμίζοντας ότι: «Εάν η Γερμανία αποδεχθεί μια νέα θέση, τίποτε πλέον δεν θα μπορεί να ανακόψει το δρόμο της περαιτέρω γερμανοσοβιετικής συνεργασίας. Εάν δε και οι δύο χώρες χρησιμοποιήσουν τη φιλία και τις πολιτικές σχέσεις, όπως στο παρελθόν, θα μπορούν να υπαγορεύσουν την ειρήνη στον κόσμο». Ωστόσο θα περνούσαν μερικά χρόνια ακόμη μέχρι την υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ στις 23 Αυγούστου του 1939, ένα από τα κομβικά γεγονότα που επέδρασαν καταλυτικά στην έναρξη του πολέμου στην Ευρώπη. Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία του συμφώνου διασφάλιζε την προνομιακή πρόσβαση της Γερμανίας στα αποθέματα των σοβιετικών πρώτων υλών, επιτρέποντας την επιτυχή αντιμετώπιση ενός ενδεχόμενου ναυτικού αποκλεισμού. Παράλληλα, μέσω του μυστικού πρωτοκόλλου του συμφώνου, οι δύο πλευρές προχώρησαν στη λεπτομερή οριοθέτηση των μελλοντικών σφαιρών επιρροής τους στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης. Μέσω του οικονομικού σκέλους του συμφώνου η ΕΣΣΔ εξασφάλιζε ροή γερμανικών πιστώσεων και προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Το τέλος της Belle Époque μεταξύ Μόσχας και Βερολίνου επήλθε μετά την απόφαση εισβολής της Wehrmacht στην ΕΣΣΔ.
Η έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» στις 22 Ιουνίου του 1941 έρριψε στον κάδο των απορριμμάτων τα γεωπολιτικά σχέδια μιας μερίδας Γερμανών αξιωματικών με επίκεντρο το Ναυτικό (Kriegsmarine), αλλά και πολιτικών που διαφωνούσαν με τη χιτλερική γραμμή, οι οποίοι εκτιμούσαν διαφορετικά την κατάσταση σε επίπεδο συμμαχιών, προτάσσοντας την αναγκαιότητα στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ των δύο ηπειρωτικών χωρών έναντι της αγγλοσαξονικής ναυτικής ισχύος. Η γερμανική ήττα στον Β΄ ΠΠ επιβεβαίωσε για δεύτερη φορά το στρατηγικό σφάλμα της Γερμανίας να επιχειρήσει με στρατιωτικά μέσα, πολεμώντας ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα, την κατάληψη εδαφών ερχόμενη σε αντιπαράθεση με τις παραδοσιακές ναυτικές δυνάμεις. Η αλαζονεία και η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση στις δυνατότητες του γερμανικού οικονομικού θαύματος και της βιομηχανικής παραγωγής λειτούργησαν ως μυωπικά γυαλιά και οδήγησαν την Αυτοκρατορική Γερμανία των Χοεντζόλερν όπως και του Γ΄ Ράιχ των εθνικοσοσιαλιστών του Αδόλφου Χίτλερ στον όλεθρο. Μεταπολεμικά, η διαιρεμένη Γερμανία ατένιζε με θλίψη τις χαμένες επαρχίες της Ανατολικής Πρωσίας, της Σιλεσίας και της Πομερανίας που είχαν προσαρτηθεί στην Πολωνία και την ΕΣΣΔ, καθώς και την υπό σοβιετικό πια έλεγχο Ανατολική Γερμανία. Χρειάστηκε να περάσουν 50 και πλέον έτη πριν δημιουργηθεί ξανά η ελπίδα που οδήγησε στην επανένωση των δύο Γερμανιών, με την υποστήριξη των ΗΠΑ και την αρχική άρνηση της Βρετανίας.
Ωστόσο, στην Ευρώπη της νέας τάξης πραγμάτων η Ρωσία αναδυόταν μέσα από τα συντρίμμια της ΕΣΣΔ, έχοντας απολέσει τεράστιες εκτάσεις που ανήκαν πλέον σε ανεξάρτητες χώρες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Τώρα μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας δεν παρεμβαλλόταν μόνον ο «γεωστρατηγικός κόλαφος» της Πολωνίας, αλλά η Ουκρανία, η Λευκορωσία και οι Βαλτικές Δημοκρατίες. Η Μόσχα βρισκόταν πλέον σε μια μόνιμη γεωγραφική δυσχερή θέση, όπως ήταν το φθινόπωρο του 1941 με τα γερμανικά στρατεύματα να προελαύνουν προς ανατολάς. Οι δύο μεγάλοι χαμένοι του Β΄ ΠΠ και του Ψυχρού Πολέμου χρειάστηκε να συζητήσουν, να μάθουν και να πάθουν πολλά πριν συσκεφθούν πώς μπορούσαν να μετατρέψουν το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Τη λύση την έδωσε η γερμανορωσική συνεργασία στον ενεργειακό τομέα, η οποία όπως όλοι γνωρίζουμε επέτρεψε στη γερμανική οικονομία να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής και τις δυνατότητές της, δίνοντας παράλληλα στη Μόσχα εκείνο ακριβώς το εργαλείο που της είχε στερήσει η στρατηγική ήττα στον Ψυχρό Πόλεμο. Τώρα πλέον οι πάλαι ποτέ «αρνησίθρησκοι» πρώην σύμμαχοι και εταίροι της σοβιετικής ανατολής που έχουν αποσκιρτήσει και ενταχθεί στην αγγλοσαξονική σφαίρα επιρροής, έγιναν εκ νέου υποτελείς αυτή τη φορά όχι της σοβιετικής στρατιωτικής ισχύος, αλλά της ρωσικής ενεργειακής πολιτικής.
Ουάσινγκτον και Λονδίνο παραχώρησαν χώρο και χρόνο στο Βερολίνο να αναπτυχθεί και να λειτουργήσει ως η κύρια ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπράττοντας όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων σωρεία λαθών, τα οποία σήμερα καλούνται εσπευσμένα να επιλύσουν. Η Γερμανία για δεκαετίες παρήγαγε ισχύ, την οποία δεν μπορούσε να μετατρέψει σε πολιτική επιρροή, καθώς υπήρξε όμηρος της κοινής ευρωπαϊκής πορείας. Όμως εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν μέσω της ευρωζώνης και κυρίως αντιλαμβανόμενη ότι στον παρόντα χρόνο η οικονομική και όχι η στρατιωτική ισχύς προέχει για την ειρηνική «κατάληψη» χωρών, προχώρησε σε σχεδιασμούς που σήμερα κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται ως προσπάθεια συγκρότησης του Δ΄ Ράιχ. Η συμμαχία στον τομέα της ενέργειας με τη Ρωσία και η αναγέννηση των ιστορικών βλέψεων προς την Πολωνία, η οποία έχει προσαρτήσει την Πομερανία και Σιλεσία και μέρος της Ανατολικής Πρωσίας, οι συζητήσεις με τους Ρώσους για την εκμετάλλευση του θύλακα του Καλίνινγκραντ (η πρωτεύουσα Καινιξβέργη της Πρωσίας), οι επιθετικές βολιδοσκοπήσεις προς την Τσεχία για την αποκατάσταση των απελαθέντων λόγω των μεταπολεμικών Διαταγμάτων Μπένες και η συγκρότηση μιας νέας γερμανικής «αυλής» με την Αυστρία, την Ολλανδία, την Τσεχία και την Σλοβακία, σηματοδότησαν την έλευση μιας αναθεωρητικής εποχής. Σταδιακά, χώρες που ανήκαν στην σφαίρα του Γ΄Ράιχ ή είχαν δεθεί με στενούς συμμαχικούς δεσμούς (βλ. Ουγγαρία, Κροατία, Σλοβακία) έχουν τεθεί στο στόχαστρο για να προσαρτηθούν στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Η «Γερμανική Ευρώπη», με το μανδύα της οικονομικής ένωσης, βρίσκεται προ των πυλών;
Η Βρετανία όντας εκτός ευρώ έχει διαχωρίσει την πολιτική της, καθώς σε αγαστή συνεργασία με την Ουάσινγκτον ανιχνεύει τις μεσομακροπρόθεσμες προθέσεις των δύο άσπονδων εταίρων, οι οποίοι εμπρός στον κοινό γεωπολιτικό τους αντίπαλο (τις ναυτικές δυνάμεις) διαμορφώνουν ένα νέο «χαλύβδινο σύμφωνο» Μόσχας-Βερολίνου, το οποίο δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάσει εάν αποδειχθεί ύπαρξη «μυστικού πρωτόκολλου» στα πρότυπα του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ και προβλέπει το μοίρασμα της Ανατολικής Ευρώπης σε σφαίρες οικονομικής επιρροής. Ανιχνεύοντας επί χάρτου τις βλέψεις της νέας γεωπολιτικής συμμαχίας των δύο ηπειρωτικών δυνάμεων, παρατηρούμε ότι:
α) η περιοχή της Βαλτικής (Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία) αποτελεί μείζων προτεραιότητα για τη Ρωσία όπως και για τις ΗΠΑ που κατάφεραν να της αποκόψουν την πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος της Βαλτικής,
β) η Πολωνία ενισχύεται παντοιοτρόπως από τις ΗΠΑ (η προμήθεια μαχητικών F-16 Block 52+ ιδίων επιχειρησιακών δυνατοτήτων με τα ελληνικά αποτελεί χειροπιαστή ένδειξη της γεωστρατηγικής αναβάθμισης της χώρας, συν την αντιπυραυλική ασπίδα) ώστε να αποτελέσει τον «βόρειο προμαχώνα-στήριγμα» της αγγλοσαξονικής διείσδυσης και παραμονής στην περιοχή, ένα κράτος σφήνα μεταξύ του αναδυόμενου ρωσικού και γερμανικού γεωπολιτικού χώρου,
γ) η Ουκρανία σταδιακά εξελίσσεται στην ωρολογιακή βόμβα της Ανατολικής Ευρώπης καθώς το Κρεμλίνο επιδιώκει τον διαμελισμό της και την προσάρτηση στη δική του σφαίρα επιρροής, αρχής γενομένης από την Κριμαία,
δ) ο θύλακας του Καλίνιγκραντ δεν επικοινωνεί εδαφικά με ρωσικό έδαφος. Δηλαδή μια εκτενής γεωγραφικά περιοχή, παραδοσιακό πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ Γερμανών, Ρώσων και Πολωνών, διάδρομος εισβολής από και προς τη Ρωσία, παρουσιάζει μια ιδιόμορφη διαίρεση καθώς η Πολωνία, η Ουκρανία και οι βαλτικές δημοκρατίες αισθάνονται ότι αποτελούν προγεφυρώματα των Αμερικανών κατά των Ρώσων αλλά και των συνεταίρων τους Γερμανών.
Ο αγωγός αερίου Nord Stream δεν διέρχεται μέσω βαλτικών ή πολωνικών εδαφών, για να μη μπορεί να τεθεί ενδεχομένως σε «ομηρία» από τις χώρες που πρόσκεινται στους Αγγλοσάξονες. Είναι σαφές ότι παρότι όλες οι εμπλεκόμενες χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, εντούτοις παρουσιάζουν αποκλίνουσες συμπεριφορές και γεωπολιτικές επιλογές με επίκεντρο τη Γερμανία, όσον αφορά τη συνεργασία με τη Ρωσία.
Ιστορικά μεταξύ 1569 και 1761 παρουσιάστηκε με διάφορες μορφές και σχήματα το μοντέλο της Πολωνολιθουανικής Ένωσης, η οποία συμπεριέλαβε τα όρια των σημερινών χωρών αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της Ουκρανίας. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η περιοχή που εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Όντερ, Βιστούλα, Δνείπερου και προς Δούναβη στο νότο και από εκεί καταλήγει στο Αιγαίο, αποτελεί την ευρωπαϊκή έκδοση του «μεγάλου παιχνιδιού». Στα συγκεκριμένα εδάφη αναχαιτίζεται η γερμανική και η ρωσική πορεία προς αλλήλους και συνεχίζει προς τη Θράκη-Βόρειο Αιγαίο. Ένας γεωπολιτικός χώρος υψηλής αξίας που συνδέει τα Βαλκάνια με τα Καρπάθια, τις πολωνικές πεδιάδες, φθάνει μέχρι το Κίεβο, ενώνοντας το Αιγαίο με τη Βαλτική. Μέσω αυτού του πεδίου καταλήγουν στη Γερμανία αγωγοί μεταφοράς ενεργειακών αγαθών (παλαιοί και νέοι υπό σχεδίαση) μεταφέρεται το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο από τη Ρωσία, την Κασπία και από την Κεντρική Ασία. Εκεί ακριβώς βρίσκεται το σημείο σύγκρουσης δύο γεωπολιτικών στρατηγικών, όπου η μία επιχειρεί να θέσει υπό στενό ενεργειακο-οικονομικό ρωσογερμανικό έλεγχο την Ευρώπη και η άλλη προσπαθεί να υψώσει τείχος απεξάρτησης και ανάδειξης άλλων εναλλακτικών πηγών τροφοδότησης. Συνεπώς, η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να την χαρακτηρίσουμε ως τη νέα Rimland. Μια αμφίπλευρη Rimland η οποία συνιστά «ανάχωμα και προγεφύρωμα» ενάντια στους στρατηγικούς σχεδιασμούς Βερολίνου-Μόσχας, η οποία όμως για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως τέτοια πρέπει να υπάρξει διασύνδεση μεταξύ των δύο κομβικών άκρων της Πολωνίας και ιδιαίτερα της Ελλάδας.
Δηλαδή η χώρα μας αφού σταδιακά αναδεικνύεται εκτός από ενεργειακό κόμβο σε χώρα παραγωγό φυσικού αερίου και πετρελαίου, τότε αναλαμβάνει να τροφοδοτήσει μέσω αγωγών μεταφοράς ενεργειακών αγαθών τα διψασμένα κράτη-ομήρους του «ενεργειακού συμφώνου» Ρωσίας-Γερμανίας, τα οποία στη συνέχεια θα απεξαρτηθούν από τη σφαίρα επιρροής των δύο «αναθεωρητικών» δυνάμεων. Η εξυφαινόμενη στρατηγική των ΗΠΑ είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την απόφαση μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης (ειδικότερα της ανατολικής) από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Από την πλευρά τους, Μόσχα και Βερολίνο επιδιώκουν τη στενή συνεργασία σε αυτό το γεωπολιτικό παίγνιο, με τη συμμετοχή της Άγκυρας, ενώ επιμελώς αποφεύγουν την τοποθέτηση αγωγών σε περιοχές που είναι πιθανόν να συναντήσουν προβλήματα (βλ. παράκαμψη Πολωνίας, βαλτικών χωρών). Εάν επιβεβαιωθεί ότι ο χώρος της Ελληνικής ΑΟΖ κρύβει τα τεράστια ενεργειακά κοιτάσματα, για τα οποία επανειλημμένως ομιλούν οι αρμόδιοι επιστήμονες, τότε προκύπτει ένας εξαιρετικής σημασίας γεωστρατηγικός και γεωοικονομικός ρόλος για τη χώρα μας. Από την Ελλάδα θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα ολόκληρο πλέγμα αγωγών μέσω των οποίων θα τροφοδοτηθούν –και παράλληλα θα μειώσουν ή θα περιορίσουν αισθητά την εξάρτησή τους από γερμανορωσικά ενεργειακά συμφέροντα– όλες οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες σήμερα δεν έχουν άλλη επιλογή. Εάν μάλιστα σε αυτόν το σχεδιασμό προστεθεί και το φυσικό αέριο που θα προέλθει από το Ισραήλ, τότε η μεταφορά του ελληνικού- κυπριακού-ισραηλινού φυσικού αερίου θα ανατρέψει προηγούμενους σχεδιασμούς, θεμελιώνοντας νέα στρατηγικά δεδομένα, τα οποία θα αναγορεύσουν την Αθήνα σε Άτλαντα που θα σηκώνει στους ώμους του –θα τροφοδοτεί και θα υποστηρίζει ενεργειακά– το «ανατολικό στερέωμα», δηλαδή τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης!
Όμως η Μόσχα, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο, επιχειρεί να δελεάσει την Αθήνα προτείνοντας συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου South Stream, ο οποίος θα επιτρέψει τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, παρακάμπτοντας χώρες διαμετακόμισης, όπως η Ουκρανία και η Λευκορωσία. Παράλληλα προσπαθεί με ποικίλους τρόπους να προσδέσει την Ελλάδα στο ενεργειακό της άρμα, αναγνωρίζοντας ότι εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε θα πρέπει να προσεταιριστεί άλλες χώρες της γεωγραφικής αλυσίδας μεταξύ Βαλτικής-Αιγαίου. Η στρατηγική συνεργασία που έχει με την Τουρκία επιτρέπει στο Κρεμλίνο να χρησιμοποιεί το έδαφος της Ανατολικής Θράκης ως μια από τις κύριες οδούς πρόσβασης προς την Ευρώπη. Η σημασία της Βουλγαρίας σε αυτήν τη στρατηγική είναι προφανής καθώς εάν ξεκινήσει η μεταφορά ενεργειακών αγαθών από την Ελλάδα, τότε θα πρέπει να διέλθει μέσω Βουλγαρίας. Η Σόφια έχει αξιολογηθεί από τους Αγγλοσάξονες με υψηλό βαθμό γεωστρατηγικής αξίας και γι’ αυτό η Ουάσινγκτον έχει εκφράσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κατάφερε να εξουδετερώσει τη ρωσική πλαγιοκόπηση με τον αγωγό Πύργου/Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης. Στη συνέχεια, το δίκτυο αγωγών θα πρέπει να διέλθει μέσω Ρουμανίας, άλλος ένας στρατηγικός κόμβος, καθώς επιτρέπει την έξοδο των αγωγών προς την Ουκρανία και από εκεί προς την Πολωνία, τη Λευκορωσία και τις Βαλτικές Δημοκρατίες.
Η μελέτη του χάρτη αποδεικνύει ότι για να λειτουργήσει αυτός ο διάδρομος απαιτείται η συνεργασία τεσσάρων νατοϊκών χωρών μελών της ΕΕ και μιας εκτός συμμαχίας, η οποία αποτελεί το μήλο της έριδος μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας. Οι πέντε αυτές χώρες αποτελούν ένα μωσαϊκό ορθόδοξων και καθολικών πληθυσμών, Ελλήνων, Σλάβων και Ρουμάνων. Η Ελλάδα αποτελεί την αρχή και η Πολωνία το πέρας. Η ενεργειακή διασύνδεσή τους θα τις εξαρτήσει βαθμιαία στην Αθήνα, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να αμειφθεί πλουσιοπάροχα, εφόσον αποδεχθεί το νέο της γεωπολιτικό ρόλο. Μια τέτοια ανάδειξη της Ελλάδας σε κεντρικό ενεργειακό παίκτη, με τρομερές δυνατότητες επέκτασης, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία μιας ελληνικής σφαίρας επιρροής στα Βαλκάνια που θα φθάνει μέχρι τις ακτές της Βαλτικής και το Κίεβο. Μπορεί να φαντάζει απίστευτο ή απίθανο, όμως η ευκαιρία για τη χώρα μας να αναβαθμιστεί σε «Βυζαντινή Αυτοκρατορία της Ενέργειας» αποτελεί ήδη μια προοπτική που δεν πρέπει με τίποτε να απεμποληθεί, καθώς οφείλουμε να την μελετήσουμε εξονυχιστικά και να σταθμίσουμε κέρδη και πιθανές ζημίες.
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος, Δημοσιογράφος-Αμυντικός αναλυτής
Το άρθρο συγγράφηκε το 2012 και δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2014 στην ετήσια έκδοση Almanac του «Δουρείου Ίππου».
Η πρώτη προέρχεται από τη Γερμανία και η δεύτερη από τη Ρωσία. Ωστόσο, για την επιτυχή λειτουργία του γεωπολιτικού αυτού οικοδομήματος απαιτείται η ισχυροποίηση και η διασύνδεση των δύο κρίσιμων γεωγραφικών απολήξεων, δηλαδή της Ελλάδας και της Πολωνίας. Στην ανάλυση που ακολουθεί θα αναφερθούμε στο πως και στο γιατί η Αθήνα πρέπει να εξετάσει με ιδιαίτερη σοβαρότητα την προοπτική συμμετοχής και στη συνέχεια συγκρότησης ενός νέου αμερικανικής έμπνευσης γεωπολιτικού άξονα. Η ελληνική εμπλοκή σε αυτόν θα επιφέρει την κάθετη αναβάθμιση της γεωστρατηγικής σημασίας της χώρας, σε συνδυασμό πάντα με τη μετατροπή της σε ενεργειακό κόμβο τροφοδοσίας μια πλειάδας χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες σήμερα εξαρτώνται από τα ρωσικά ενεργειακά αγαθά. Υπό αυτό το πρίσμα τα κέρδη αλλά και οι ζημίες θα πρέπει να εξεταστούν με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και την επαύξηση της ισχύος της Ελλάδας, η οποία μπορεί να μετεξελιχθεί γρήγορα σε περιφερειακή δύναμη.
Rimland. Ένας φορτισμένος γεωπολιτικός όρος, ο οποίος παραπέμπει σε εποχές Β΄ ΠΠ και Ψυχρού Πολέμου, η πατρότητα του οποίου ανήκει στον Ολλανδό-Αμερικανό γεωστρατηγιστή Νίκολας Τζον Σπάικμαν. Η Rimland αποτέλεσε μια εκτενή γεωγραφική περίμετρο εδαφικής ανάσχεσης της πρόσβασης προς τις θάλασσες της δύναμης που ελέγχει τη μεγάλη ευρασιατική μάζα, η οποία παραδοσιακά ταυτίζεται με την έκταση που κατέχει η Ρωσία (τσαρική, σοβιετική, μετασοβιετική των Πούτιν-Μεντβέντεφ). Πρακτικά αποτελεί την πεμπτουσία της στρατηγικής των Αγγλοσαξόνων (κλασικών ναυτικών δυνάμεων) να εγκλωβίσουν εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών χώρων τη Ρωσία, η οποία δεν μπορεί να αποκτήσει έξοδο προς τις αποκαλούμενες θερμές θάλασσες (ιδιαίτερα την Μεσόγειο), καθώς όλα τα γεωστρατηγικά περάσματα –και συνεπώς οι χώρες που τα κατέχουν–βρίσκονται εντός της Rimland. Οι Αγγλοσάξονες διασφαλίζουν μέσω του ελέγχου των χωρών που τη συγκροτούν ότι η Ρωσία θα βρίσκεται σχεδόν πάντα «φυλακισμένη» σε μια τεράστια γεωγραφική ενότητα, με εξαιρετικά περιορισμένες προσβάσεις προς τις θάλασσες, ανήμπορη να ισχυροποιήσει την παρουσία της στους ωκεανούς και να ελέγξει τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών μέσω των οποίων διακινείται το παγκόσμιο εμπόριο.
Βασικό δόγμα της γεωπολιτικής είναι η (αποδεδειγμένα διαμέσου των αιώνων) κατίσχυση των ναυτικών δυνάμεων κατά των ηπειρωτικών, μέσω της αξιοποίησης της θαλάσσιας ισχύος (πολεμικό και εμπορικό ναυτικό). Στη σύγχρονη εποχή του 21ου αιώνα η κλασική γεωγραφική έννοια της Rimland δέχτηκε πολλά νέα κτυπήματα, καθώς αρκετές χώρες που αποτέλεσαν προμαχώνα της, όπως και άλλες που βρίσκονταν στο αντίπαλο στρατόπεδο, μετέβαλαν τον γεωπολιτικό προσανατολισμό με βάση τα στρατηγικά τους συμφέροντα και οδήγησαν στον ριζικό ανασχεδιασμό των ορίων της. Η οικονομική κυριαρχία της ενοποιημένης Γερμανίας εντός της ΕΕ επανέφερε εν πράγμασι το όραμα της «γερμανικής Ευρώπης». Η στενή ενεργειακή συνεργασία Βερολίνου-Μόσχας οδήγησε στη σύναψη μιας νέας στρατηγικής σχέσης (παρομοιάζεται με ένα ενεργειακού τύπου Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ που υπεγράφη το 1939 και αποτέλεσε βασικό αίτιο έκρηξης του Β΄ΠΠ) που οδήγησε στην ταύτιση συμφερόντων δύο γεωπολιτικών ανταγωνιστών, οι οποίοι ιστορικά τοποθετούνταν σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Το μάθημα της ιστορίας του 20ού αιώνα υπήρξε αρκούντως αποκαλυπτικό και τραγικό για τις δύο αυτές ισχυρές χερσαίες δυνάμεις: Στόχος, η ισχύς εν τη ενώσει, με σκοπό την αντιμετώπιση του αγγλοσαξονικού αντίπαλου, καθώς μόνο μέσω της συνεργασίας θα είναι δυνατή η προώθηση των συμφερόντων Βερολίνου-Μόσχας και η διεκδίκηση σημαντικού μέρους της απολεσθείσας παλαιάς επιρροής, με αιχμή την ενέργεια. Η γερμανορωσική προσέγγιση αποκάλυψε ότι πίσω από το «αθώο» περιτύλιγμα της εμβάθυνσης των οικονομικών-ενεργειακών σχέσεων κρύφτηκαν με επιμέλεια οι αναθεωρητικές τάσεις υπέρ της ανοικοδόμησης σφαιρών επιρροής, τις οποίες αμφότερες απώλεσαν μετά το τέλος του Α΄ΠΠ του Β΄ΠΠ και του Ψυχρού Πολέμου. Γερμανία και Ρωσία συνεργάζονται από κοινού πάνω σε ένα σχέδιο που θυμίζει κλασική στρατηγική «έμμεσης προσάρτησης» χωρών, μέσω του ελέγχου των οικονομιών τους και των πηγών παροχής ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο). Έτσι χωρίς την προσφυγή στη χρήση στρατιωτικής βίας, με ήπιες μεθόδους, σταδιακά εξαρτούν και ωθούν μια πλειάδα χωρών της Κεντρικής, Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης προς την κατά αποκλειστικότητα κατανάλωση ρωσικής ενέργειας (ιδίως φυσικό αέριο), απαραίτητης για τη λειτουργία των βιομηχανικών και λοιπών δημόσιων και ιδιωτικών υποδομών. Η γερμανική και η ρωσική πολιτική ηγεσία φαίνεται να έχουν κατανοήσει επακριβώς τη μεθόδευση υπαγωγής χωρών ιδιαίτερης γεωστρατηγικής σημασίας στην επιρροή τους, χωρίς αυτό να μεταφράζεται ως αιτία πολέμου…
Fiscus και Imperium
Η αλήθεια είναι ότι μετά την αναζωογόνηση της γερμανικής οικονομίας με τα ρωσικά ενεργειακά αποθέματα και τη νέα γεωπολιτική αυτοπεποίθηση που διαπνέει την ηγεσία του μετασοβιετικού Κρεμλίνου, πολλοί έσπευσαν να προδικάσουν το τέλος της Rimland, στο ιστορικό πλαίσιο της οποίας η Γερμανία αποτελούσε τον βασικό κεντροευρωπαϊκό προμαχώνα ανάσχεσης της πορείας της Σοβιετικής Ένωσης προς τη Δύση. Μάλιστα στην επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενέταξαν την προώθηση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, τη χειραφέτηση της Λευκορωσίας, την ένταξη της Ουκρανίας στη δυτική συμμαχία, ενώ δεν παρέλειψαν να συμπεριλάβουν και το «νεοθωμανικό άνεμο» που πνέει στην Άγκυρα. Σταδιακά αργά αλλά σταθερά διαπιστώνεται από τους Αγγλοσάξονες ότι η ενδυνάμωση της ρωσικής ισχύος πραγματοποιείται με γερμανικές και τουρκικές «πλάτες», καθώς Βερολίνο και Άγκυρα άνοιξαν διάπλατα τα σύνορά τους για να διέλθουν τα ρωσικά ενεργειακά αγαθά ως οι μόνοι πραγματικοί δούρειοι ίπποι της Μόσχας. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή αυτή η καινοφανής «επιθετική» δραστηριότητα των Ρώσων, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι για κάθε κυβικό μέτρο φυσικού αερίου που πωλείται στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως και για κάθε βαρέλι ρωσικού πετρελαίου, τα κέρδη (Fiscus) κατευθύνονται προς την επαύξηση της ρωσικής πολιτικο-οικονομικο-στρατιωτικής ισχύος (Imperium), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον. Δηλαδή η όλο και περισσότερο μονοπωλιακή εξάρτηση χωρών στα ρωσικά ενεργειακά προϊόντα, σε συνδυασμό με τη γερμανική οικονομική επέλαση στον τραπεζικό τομέα και στις επενδύσεις, αλλοιώνει βαθμιαία το υφιστάμενο γεωπολιτικό καθεστώς, όπως αυτό απορρέει από τις συνθήκες και συμφωνίες που καθόρισαν τη νέα ισορροπία δυνάμεων μετά το τέλος του Β΄ ΠΠ και του Ψυχρού Πολέμου. Συνεπώς η τρέχουσα κατάσταση συνηγορεί υπέρ της Μόσχας, η οποία ανασυγκροτεί με ταχείς ρυθμούς τις Ένοπλες Δυνάμεις της (imperium) με χρήματα (fiscus) που της «παρέχει» η τακτική συμμαχία με τη Γερμανία, καθώς και οι οικονομίες των χωρών που αναγκαστικά πληρώνουν την ενεργειακή τους εξάρτηση από έναν πάροχο.
Ιστορικά, μετά την ήττα της αυτοκρατορικής Γερμανίας στον Α΄ ΠΠ και τη γέννηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933), Σοβιετική Ένωση και Γερμανία είχαν αναπτύξει δεσμούς σε όλα τα επίπεδα (ακόμη και στον στρατιωτικό τομέα) γεγονός που ουδόλως ευχαρίστησε τους διαμορφωτές της πολιτικής του Λονδίνου των Παρισίων και της Ουάσιγκτον. Λίγα χρόνια μετά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, το 1936 κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης σε χώρες της Δύσης (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία), ο επιφανής Σοβιετικός αξιωματικός στρατάρχης Μιχαήλ Τουχατσέφσκι είχε αναφερθεί στην αναγκαιότητα συνεργασίας μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ υπογραμμίζοντας ότι: «Εάν η Γερμανία αποδεχθεί μια νέα θέση, τίποτε πλέον δεν θα μπορεί να ανακόψει το δρόμο της περαιτέρω γερμανοσοβιετικής συνεργασίας. Εάν δε και οι δύο χώρες χρησιμοποιήσουν τη φιλία και τις πολιτικές σχέσεις, όπως στο παρελθόν, θα μπορούν να υπαγορεύσουν την ειρήνη στον κόσμο». Ωστόσο θα περνούσαν μερικά χρόνια ακόμη μέχρι την υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ στις 23 Αυγούστου του 1939, ένα από τα κομβικά γεγονότα που επέδρασαν καταλυτικά στην έναρξη του πολέμου στην Ευρώπη. Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία του συμφώνου διασφάλιζε την προνομιακή πρόσβαση της Γερμανίας στα αποθέματα των σοβιετικών πρώτων υλών, επιτρέποντας την επιτυχή αντιμετώπιση ενός ενδεχόμενου ναυτικού αποκλεισμού. Παράλληλα, μέσω του μυστικού πρωτοκόλλου του συμφώνου, οι δύο πλευρές προχώρησαν στη λεπτομερή οριοθέτηση των μελλοντικών σφαιρών επιρροής τους στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης. Μέσω του οικονομικού σκέλους του συμφώνου η ΕΣΣΔ εξασφάλιζε ροή γερμανικών πιστώσεων και προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Το τέλος της Belle Époque μεταξύ Μόσχας και Βερολίνου επήλθε μετά την απόφαση εισβολής της Wehrmacht στην ΕΣΣΔ.
Η έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» στις 22 Ιουνίου του 1941 έρριψε στον κάδο των απορριμμάτων τα γεωπολιτικά σχέδια μιας μερίδας Γερμανών αξιωματικών με επίκεντρο το Ναυτικό (Kriegsmarine), αλλά και πολιτικών που διαφωνούσαν με τη χιτλερική γραμμή, οι οποίοι εκτιμούσαν διαφορετικά την κατάσταση σε επίπεδο συμμαχιών, προτάσσοντας την αναγκαιότητα στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ των δύο ηπειρωτικών χωρών έναντι της αγγλοσαξονικής ναυτικής ισχύος. Η γερμανική ήττα στον Β΄ ΠΠ επιβεβαίωσε για δεύτερη φορά το στρατηγικό σφάλμα της Γερμανίας να επιχειρήσει με στρατιωτικά μέσα, πολεμώντας ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα, την κατάληψη εδαφών ερχόμενη σε αντιπαράθεση με τις παραδοσιακές ναυτικές δυνάμεις. Η αλαζονεία και η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση στις δυνατότητες του γερμανικού οικονομικού θαύματος και της βιομηχανικής παραγωγής λειτούργησαν ως μυωπικά γυαλιά και οδήγησαν την Αυτοκρατορική Γερμανία των Χοεντζόλερν όπως και του Γ΄ Ράιχ των εθνικοσοσιαλιστών του Αδόλφου Χίτλερ στον όλεθρο. Μεταπολεμικά, η διαιρεμένη Γερμανία ατένιζε με θλίψη τις χαμένες επαρχίες της Ανατολικής Πρωσίας, της Σιλεσίας και της Πομερανίας που είχαν προσαρτηθεί στην Πολωνία και την ΕΣΣΔ, καθώς και την υπό σοβιετικό πια έλεγχο Ανατολική Γερμανία. Χρειάστηκε να περάσουν 50 και πλέον έτη πριν δημιουργηθεί ξανά η ελπίδα που οδήγησε στην επανένωση των δύο Γερμανιών, με την υποστήριξη των ΗΠΑ και την αρχική άρνηση της Βρετανίας.
Ωστόσο, στην Ευρώπη της νέας τάξης πραγμάτων η Ρωσία αναδυόταν μέσα από τα συντρίμμια της ΕΣΣΔ, έχοντας απολέσει τεράστιες εκτάσεις που ανήκαν πλέον σε ανεξάρτητες χώρες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Τώρα μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας δεν παρεμβαλλόταν μόνον ο «γεωστρατηγικός κόλαφος» της Πολωνίας, αλλά η Ουκρανία, η Λευκορωσία και οι Βαλτικές Δημοκρατίες. Η Μόσχα βρισκόταν πλέον σε μια μόνιμη γεωγραφική δυσχερή θέση, όπως ήταν το φθινόπωρο του 1941 με τα γερμανικά στρατεύματα να προελαύνουν προς ανατολάς. Οι δύο μεγάλοι χαμένοι του Β΄ ΠΠ και του Ψυχρού Πολέμου χρειάστηκε να συζητήσουν, να μάθουν και να πάθουν πολλά πριν συσκεφθούν πώς μπορούσαν να μετατρέψουν το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Τη λύση την έδωσε η γερμανορωσική συνεργασία στον ενεργειακό τομέα, η οποία όπως όλοι γνωρίζουμε επέτρεψε στη γερμανική οικονομία να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής και τις δυνατότητές της, δίνοντας παράλληλα στη Μόσχα εκείνο ακριβώς το εργαλείο που της είχε στερήσει η στρατηγική ήττα στον Ψυχρό Πόλεμο. Τώρα πλέον οι πάλαι ποτέ «αρνησίθρησκοι» πρώην σύμμαχοι και εταίροι της σοβιετικής ανατολής που έχουν αποσκιρτήσει και ενταχθεί στην αγγλοσαξονική σφαίρα επιρροής, έγιναν εκ νέου υποτελείς αυτή τη φορά όχι της σοβιετικής στρατιωτικής ισχύος, αλλά της ρωσικής ενεργειακής πολιτικής.
Ουάσινγκτον και Λονδίνο παραχώρησαν χώρο και χρόνο στο Βερολίνο να αναπτυχθεί και να λειτουργήσει ως η κύρια ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπράττοντας όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων σωρεία λαθών, τα οποία σήμερα καλούνται εσπευσμένα να επιλύσουν. Η Γερμανία για δεκαετίες παρήγαγε ισχύ, την οποία δεν μπορούσε να μετατρέψει σε πολιτική επιρροή, καθώς υπήρξε όμηρος της κοινής ευρωπαϊκής πορείας. Όμως εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν μέσω της ευρωζώνης και κυρίως αντιλαμβανόμενη ότι στον παρόντα χρόνο η οικονομική και όχι η στρατιωτική ισχύς προέχει για την ειρηνική «κατάληψη» χωρών, προχώρησε σε σχεδιασμούς που σήμερα κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται ως προσπάθεια συγκρότησης του Δ΄ Ράιχ. Η συμμαχία στον τομέα της ενέργειας με τη Ρωσία και η αναγέννηση των ιστορικών βλέψεων προς την Πολωνία, η οποία έχει προσαρτήσει την Πομερανία και Σιλεσία και μέρος της Ανατολικής Πρωσίας, οι συζητήσεις με τους Ρώσους για την εκμετάλλευση του θύλακα του Καλίνινγκραντ (η πρωτεύουσα Καινιξβέργη της Πρωσίας), οι επιθετικές βολιδοσκοπήσεις προς την Τσεχία για την αποκατάσταση των απελαθέντων λόγω των μεταπολεμικών Διαταγμάτων Μπένες και η συγκρότηση μιας νέας γερμανικής «αυλής» με την Αυστρία, την Ολλανδία, την Τσεχία και την Σλοβακία, σηματοδότησαν την έλευση μιας αναθεωρητικής εποχής. Σταδιακά, χώρες που ανήκαν στην σφαίρα του Γ΄Ράιχ ή είχαν δεθεί με στενούς συμμαχικούς δεσμούς (βλ. Ουγγαρία, Κροατία, Σλοβακία) έχουν τεθεί στο στόχαστρο για να προσαρτηθούν στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Η «Γερμανική Ευρώπη», με το μανδύα της οικονομικής ένωσης, βρίσκεται προ των πυλών;
Η Βρετανία όντας εκτός ευρώ έχει διαχωρίσει την πολιτική της, καθώς σε αγαστή συνεργασία με την Ουάσινγκτον ανιχνεύει τις μεσομακροπρόθεσμες προθέσεις των δύο άσπονδων εταίρων, οι οποίοι εμπρός στον κοινό γεωπολιτικό τους αντίπαλο (τις ναυτικές δυνάμεις) διαμορφώνουν ένα νέο «χαλύβδινο σύμφωνο» Μόσχας-Βερολίνου, το οποίο δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάσει εάν αποδειχθεί ύπαρξη «μυστικού πρωτόκολλου» στα πρότυπα του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ και προβλέπει το μοίρασμα της Ανατολικής Ευρώπης σε σφαίρες οικονομικής επιρροής. Ανιχνεύοντας επί χάρτου τις βλέψεις της νέας γεωπολιτικής συμμαχίας των δύο ηπειρωτικών δυνάμεων, παρατηρούμε ότι:
α) η περιοχή της Βαλτικής (Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία) αποτελεί μείζων προτεραιότητα για τη Ρωσία όπως και για τις ΗΠΑ που κατάφεραν να της αποκόψουν την πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος της Βαλτικής,
β) η Πολωνία ενισχύεται παντοιοτρόπως από τις ΗΠΑ (η προμήθεια μαχητικών F-16 Block 52+ ιδίων επιχειρησιακών δυνατοτήτων με τα ελληνικά αποτελεί χειροπιαστή ένδειξη της γεωστρατηγικής αναβάθμισης της χώρας, συν την αντιπυραυλική ασπίδα) ώστε να αποτελέσει τον «βόρειο προμαχώνα-στήριγμα» της αγγλοσαξονικής διείσδυσης και παραμονής στην περιοχή, ένα κράτος σφήνα μεταξύ του αναδυόμενου ρωσικού και γερμανικού γεωπολιτικού χώρου,
γ) η Ουκρανία σταδιακά εξελίσσεται στην ωρολογιακή βόμβα της Ανατολικής Ευρώπης καθώς το Κρεμλίνο επιδιώκει τον διαμελισμό της και την προσάρτηση στη δική του σφαίρα επιρροής, αρχής γενομένης από την Κριμαία,
δ) ο θύλακας του Καλίνιγκραντ δεν επικοινωνεί εδαφικά με ρωσικό έδαφος. Δηλαδή μια εκτενής γεωγραφικά περιοχή, παραδοσιακό πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ Γερμανών, Ρώσων και Πολωνών, διάδρομος εισβολής από και προς τη Ρωσία, παρουσιάζει μια ιδιόμορφη διαίρεση καθώς η Πολωνία, η Ουκρανία και οι βαλτικές δημοκρατίες αισθάνονται ότι αποτελούν προγεφυρώματα των Αμερικανών κατά των Ρώσων αλλά και των συνεταίρων τους Γερμανών.
Ο αγωγός αερίου Nord Stream δεν διέρχεται μέσω βαλτικών ή πολωνικών εδαφών, για να μη μπορεί να τεθεί ενδεχομένως σε «ομηρία» από τις χώρες που πρόσκεινται στους Αγγλοσάξονες. Είναι σαφές ότι παρότι όλες οι εμπλεκόμενες χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, εντούτοις παρουσιάζουν αποκλίνουσες συμπεριφορές και γεωπολιτικές επιλογές με επίκεντρο τη Γερμανία, όσον αφορά τη συνεργασία με τη Ρωσία.
Ιστορικά μεταξύ 1569 και 1761 παρουσιάστηκε με διάφορες μορφές και σχήματα το μοντέλο της Πολωνολιθουανικής Ένωσης, η οποία συμπεριέλαβε τα όρια των σημερινών χωρών αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της Ουκρανίας. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η περιοχή που εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Όντερ, Βιστούλα, Δνείπερου και προς Δούναβη στο νότο και από εκεί καταλήγει στο Αιγαίο, αποτελεί την ευρωπαϊκή έκδοση του «μεγάλου παιχνιδιού». Στα συγκεκριμένα εδάφη αναχαιτίζεται η γερμανική και η ρωσική πορεία προς αλλήλους και συνεχίζει προς τη Θράκη-Βόρειο Αιγαίο. Ένας γεωπολιτικός χώρος υψηλής αξίας που συνδέει τα Βαλκάνια με τα Καρπάθια, τις πολωνικές πεδιάδες, φθάνει μέχρι το Κίεβο, ενώνοντας το Αιγαίο με τη Βαλτική. Μέσω αυτού του πεδίου καταλήγουν στη Γερμανία αγωγοί μεταφοράς ενεργειακών αγαθών (παλαιοί και νέοι υπό σχεδίαση) μεταφέρεται το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο από τη Ρωσία, την Κασπία και από την Κεντρική Ασία. Εκεί ακριβώς βρίσκεται το σημείο σύγκρουσης δύο γεωπολιτικών στρατηγικών, όπου η μία επιχειρεί να θέσει υπό στενό ενεργειακο-οικονομικό ρωσογερμανικό έλεγχο την Ευρώπη και η άλλη προσπαθεί να υψώσει τείχος απεξάρτησης και ανάδειξης άλλων εναλλακτικών πηγών τροφοδότησης. Συνεπώς, η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να την χαρακτηρίσουμε ως τη νέα Rimland. Μια αμφίπλευρη Rimland η οποία συνιστά «ανάχωμα και προγεφύρωμα» ενάντια στους στρατηγικούς σχεδιασμούς Βερολίνου-Μόσχας, η οποία όμως για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως τέτοια πρέπει να υπάρξει διασύνδεση μεταξύ των δύο κομβικών άκρων της Πολωνίας και ιδιαίτερα της Ελλάδας.
Δηλαδή η χώρα μας αφού σταδιακά αναδεικνύεται εκτός από ενεργειακό κόμβο σε χώρα παραγωγό φυσικού αερίου και πετρελαίου, τότε αναλαμβάνει να τροφοδοτήσει μέσω αγωγών μεταφοράς ενεργειακών αγαθών τα διψασμένα κράτη-ομήρους του «ενεργειακού συμφώνου» Ρωσίας-Γερμανίας, τα οποία στη συνέχεια θα απεξαρτηθούν από τη σφαίρα επιρροής των δύο «αναθεωρητικών» δυνάμεων. Η εξυφαινόμενη στρατηγική των ΗΠΑ είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την απόφαση μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης (ειδικότερα της ανατολικής) από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Από την πλευρά τους, Μόσχα και Βερολίνο επιδιώκουν τη στενή συνεργασία σε αυτό το γεωπολιτικό παίγνιο, με τη συμμετοχή της Άγκυρας, ενώ επιμελώς αποφεύγουν την τοποθέτηση αγωγών σε περιοχές που είναι πιθανόν να συναντήσουν προβλήματα (βλ. παράκαμψη Πολωνίας, βαλτικών χωρών). Εάν επιβεβαιωθεί ότι ο χώρος της Ελληνικής ΑΟΖ κρύβει τα τεράστια ενεργειακά κοιτάσματα, για τα οποία επανειλημμένως ομιλούν οι αρμόδιοι επιστήμονες, τότε προκύπτει ένας εξαιρετικής σημασίας γεωστρατηγικός και γεωοικονομικός ρόλος για τη χώρα μας. Από την Ελλάδα θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα ολόκληρο πλέγμα αγωγών μέσω των οποίων θα τροφοδοτηθούν –και παράλληλα θα μειώσουν ή θα περιορίσουν αισθητά την εξάρτησή τους από γερμανορωσικά ενεργειακά συμφέροντα– όλες οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες σήμερα δεν έχουν άλλη επιλογή. Εάν μάλιστα σε αυτόν το σχεδιασμό προστεθεί και το φυσικό αέριο που θα προέλθει από το Ισραήλ, τότε η μεταφορά του ελληνικού- κυπριακού-ισραηλινού φυσικού αερίου θα ανατρέψει προηγούμενους σχεδιασμούς, θεμελιώνοντας νέα στρατηγικά δεδομένα, τα οποία θα αναγορεύσουν την Αθήνα σε Άτλαντα που θα σηκώνει στους ώμους του –θα τροφοδοτεί και θα υποστηρίζει ενεργειακά– το «ανατολικό στερέωμα», δηλαδή τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης!
Όμως η Μόσχα, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο, επιχειρεί να δελεάσει την Αθήνα προτείνοντας συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου South Stream, ο οποίος θα επιτρέψει τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, παρακάμπτοντας χώρες διαμετακόμισης, όπως η Ουκρανία και η Λευκορωσία. Παράλληλα προσπαθεί με ποικίλους τρόπους να προσδέσει την Ελλάδα στο ενεργειακό της άρμα, αναγνωρίζοντας ότι εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε θα πρέπει να προσεταιριστεί άλλες χώρες της γεωγραφικής αλυσίδας μεταξύ Βαλτικής-Αιγαίου. Η στρατηγική συνεργασία που έχει με την Τουρκία επιτρέπει στο Κρεμλίνο να χρησιμοποιεί το έδαφος της Ανατολικής Θράκης ως μια από τις κύριες οδούς πρόσβασης προς την Ευρώπη. Η σημασία της Βουλγαρίας σε αυτήν τη στρατηγική είναι προφανής καθώς εάν ξεκινήσει η μεταφορά ενεργειακών αγαθών από την Ελλάδα, τότε θα πρέπει να διέλθει μέσω Βουλγαρίας. Η Σόφια έχει αξιολογηθεί από τους Αγγλοσάξονες με υψηλό βαθμό γεωστρατηγικής αξίας και γι’ αυτό η Ουάσινγκτον έχει εκφράσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κατάφερε να εξουδετερώσει τη ρωσική πλαγιοκόπηση με τον αγωγό Πύργου/Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης. Στη συνέχεια, το δίκτυο αγωγών θα πρέπει να διέλθει μέσω Ρουμανίας, άλλος ένας στρατηγικός κόμβος, καθώς επιτρέπει την έξοδο των αγωγών προς την Ουκρανία και από εκεί προς την Πολωνία, τη Λευκορωσία και τις Βαλτικές Δημοκρατίες.
Η μελέτη του χάρτη αποδεικνύει ότι για να λειτουργήσει αυτός ο διάδρομος απαιτείται η συνεργασία τεσσάρων νατοϊκών χωρών μελών της ΕΕ και μιας εκτός συμμαχίας, η οποία αποτελεί το μήλο της έριδος μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας. Οι πέντε αυτές χώρες αποτελούν ένα μωσαϊκό ορθόδοξων και καθολικών πληθυσμών, Ελλήνων, Σλάβων και Ρουμάνων. Η Ελλάδα αποτελεί την αρχή και η Πολωνία το πέρας. Η ενεργειακή διασύνδεσή τους θα τις εξαρτήσει βαθμιαία στην Αθήνα, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να αμειφθεί πλουσιοπάροχα, εφόσον αποδεχθεί το νέο της γεωπολιτικό ρόλο. Μια τέτοια ανάδειξη της Ελλάδας σε κεντρικό ενεργειακό παίκτη, με τρομερές δυνατότητες επέκτασης, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία μιας ελληνικής σφαίρας επιρροής στα Βαλκάνια που θα φθάνει μέχρι τις ακτές της Βαλτικής και το Κίεβο. Μπορεί να φαντάζει απίστευτο ή απίθανο, όμως η ευκαιρία για τη χώρα μας να αναβαθμιστεί σε «Βυζαντινή Αυτοκρατορία της Ενέργειας» αποτελεί ήδη μια προοπτική που δεν πρέπει με τίποτε να απεμποληθεί, καθώς οφείλουμε να την μελετήσουμε εξονυχιστικά και να σταθμίσουμε κέρδη και πιθανές ζημίες.
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος, Δημοσιογράφος-Αμυντικός αναλυτής
Το άρθρο συγγράφηκε το 2012 και δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2014 στην ετήσια έκδοση Almanac του «Δουρείου Ίππου».
No comments :
Post a Comment