Πριν από λίγες ημέρες, στις 11 Ιουλίου 2018, ο επίτροπος για την ευρωπαϊκή διεύρυνση Γιοχάνες Χαν προέβη σε μία σιβυλλική δήλωση, η οποία αναφερόταν στην αναδιάρθρωση – κυριολεκτικά – των συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας και ήγειρε, όπως αναμενόταν, εύλογες εικασίες, ένθεν κακείθεν. Στην Αθήνα επικράτησε σύγχυση και σε ορισμένες περιπτώσεις αδικαιολόγητη νευρικότητα, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις παρατηρήθηκε το φαινόμενο της διαβρωτικής παράνοιας· οι ψύχραιμες φωνές και οι υπεύθυνες προσεγγίσεις ήταν ελάχιστες. Μη αρκούσης όλης αυτής της παραφροσύνης, λίγες ημέρες μετά, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξης Τσίπρας επέτεινε την πυροδοτούμενη εικοτολογία, αναφερόμενος σε επικείμενη συνοριακή συμφωνία με την Αλβανία. Στα Τίρανα, η δήλωση Χαν δεν προκάλεσε τον ίδιο «συναγερμό» (όπως θα αναμενόταν, άλλωστε, λόγω της παγιωμένης καχυποψίας και φοβίας για πιθανές ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις), εξαιρουμένης της επιθετικής αναφοράς του τέως ηγέτη του αντιπολιτευτικού Δημοκρατικού Κόμματος Σαλί Μπερίσα, ο οποίος αποκάλεσε τον Αλβανό πρωθυπουργό Έντι Ράμα Γεώργιο Ζωγράφο της Αλβανίας. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Χαν ανασκεύασε τη δήλωση, εκφράζοντας τη λύπη του για την παρερμηνεία που προκάλεσε.
Ποια, όμως, είναι η αλήθεια; Τι εννοούσε ο Χαν με την αμφίσημη δήλωσή του; Τα χερσαία διμερή σύνορα ή την υφαλοκρηπίδα;
Στην πραγματικότητα, και οι δύο αυτές υποθέσεις παραμένουν αρρύθμιστες και η ανακύπτουσα διαφορά αποτελεί απότοκο ιστορικών εκκρεμοτήτων. Ο χαρακτηρισμός «αναδιάρθρωση συνόρων» όμως παραπέμπει ευθέως σε χερσαία σύνορα, αφού με τον όρο υφαλοκρηπίδα ορίζεται ο θαλάσσιος πυθμένας που περιβάλλει τις ακτές μιας ηπειρωτικής ή νησιωτικής περιοχής και στον οποίον το παράκτιο κράτος ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα για τη διερεύνηση και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Ας δούμε τη σύνοψη της εξέλιξης της γεωγραφικής διανομής των δύο χωρών, Ελλάδας και Αλβανίας, από τη διάσπαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη σύσταση του αλβανικού κράτους έως και τη δήλωση Χαν.
Από την ανακήρυξη της ανεξάρτητης Αλβανίας μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η ανακήρυξη της Αλβανίας ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, κυρίως με την αμέριστη υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας, τον Νοέμβριο του 1912, αποτέλεσε περισσότερο πράξη τυπική και λιγότερο ουσίας. Συνεπώς, το πρώτο μέλημα της αλβανικής διοίκησης και του διεθνούς παράγοντα ήταν ο εδαφικός προσδιορισμός της, καθόσον η χώρα εξακολουθούσε να συνιστά «γεωγραφική έννοια» (είναι γνωστή η ρήση του Γερμανού καγκελαρίου Όττο φον Μπίσμαρκ στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, ότι «δεν υπάρχει αλβανικό έθνος»). Όμως ο διακανονισμός των ορίων της χώρας, ύστερα από πεντακόσια χρόνια οθωμανικής επιβολής, πολλαπλών μετακινήσεων πληθυσμών σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο, επιλεκτικού (οικειοθελούς ή αναγκαστικού) εξισλαμισμού και προπάντων του αλυτρωτισμού που επικρατούσε σε όλη την περιοχή, συνεπαγόταν την υπέρβαση μίας σειράς προσκομμάτων. Για την επίλυση των εδαφικών διαφορών Ελλάδας-Αλβανίας και τη χάραξη της συνοριακής γραμμής, η Ελλάδα επικαλέστηκε την εφαρμογή της αρχής της συνειδησιακής εξέλιξης του πληθυσμού της – η οποία στην ουσία αφορούσε τη διεκδίκηση της ενιαίας γεωγραφικής περιοχής της Ηπείρου.
Εν μέσω των Βαλκανικών Πολέμων – η Αλβανία παρέμεινε ουδέτερη και στην πράξη νοσταλγός της οθωμανικής τάξης – η Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ανέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις τη διευθέτηση των συνόρων της Αλβανίας και μία σειρά άλλων εκκρεμών εδαφικών ζητημάτων, ενώ στο πνεύμα των αποφάσεων του Λονδίνου, στις 29 Ιουλίου 1913 αναγνώρισαν την Αλβανία ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και ταυτόχρονα μία μεικτή διεθνής επιτροπή ανέλαβε τη χάραξη της συνοριογραμμής με την Ελλάδα. Στις 13 Νοεμβρίου 1913 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων για τον προτεινόμενο τρόπο χάραξης των συνόρων – ο οποίος δεν βασιζόταν στους προβαλλόμενους ιστορικούς και εθνολογικούς τίτλους της ελληνικής διπλωματικής αντίληψης – και ζήτησε να αναζητηθεί η εθνικότητα «στην πνευματική ανάπτυξη των πληθυσμών», δηλαδή με τη διενέργεια δημοψηφίσματος, που σήμαινε μετακίνηση των συνόρων προς βορρά. Το δημοψήφισμα ωστόσο κρίθηκε επικίνδυνο από την Ιταλία, αλλά και από τη Γερμανία, η οποία πίστευε ότι η δημοψηφισματική αρχή (principe plébiscitaire) δεν είχε εφαρμοσθεί πουθενά, με εξαίρεση την περίπτωση της Γαλλίας.
Η διεθνής επιτροπή διαχάραξης συνόρων παρέμεινε στη μεθόριο μόνον 58 ημέρες, συνεδρίασε μόνον 12 φορές και εξέτασε μόνον 14 άτομα. Σύμφωνα με τις έρευνες, η επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο της γλώσσας ήταν ανεφάρμοστο – λόγω της πολυπλοκότητας της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής και της διγλωσσίας μεγάλου μέρους των φορέων της ελληνικής γλώσσας. Τα πορίσματα της μεικτής επιτροπής κατατέθηκαν ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες κατέληξαν στη Συμφωνία της Φλωρεντίας (Α’ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, 1913). Το Σύμφωνο ή Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913 δεν βασίστηκε σε γλωσσικά ή εθνολογικά κριτήρια, αλλά κυρίως σε γεωπολιτικές ισορροπίες: για να είναι βιώσιμο το νεοσύστατο αλβανικό κράτος έπρεπε να περιέλθει εντός των εθνικών του συνόρων ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, το οποίο η Αλβανία αποκαλούσε Νότια Αλβανία· μόνον έτσι θα αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα κατά της σλαβικής επεκτατικότητας στα Δυτικά Βαλκάνια. Άλλωστε, η παραχώρηση της αλβανόφωνης περιοχής του Κοσόβου στη Σερβία καθιστούσε αδύνατη κάθε ελληνική αξίωση σε βάρος της Αλβανίας. Περαιτέρω, η χάραξη της οριστικής ελληνοαλβανικής μεθορίου, η οποία κατακυρώθηκε τελικά τον Νοέμβριο του 1921, διαιρώντας την Ήπειρο στα δύο, διαίρεσε και την αποκαλούμενη «Τσαμουριά» μεταξύ Ελλάδας (Νομός Θεσπρωτίας) και Αλβανίας (Νομός Αγίων Σαράντα).
Έκτοτε, ενώ για την Ελλάδα αναφύεται το «βορειοηπειρωτικό» ζήτημα, για την Αλβανία ξεπηδά το «τσάμικο», όρος που ταυτίζεται με τους μουσουλμάνους κατοίκους που ζούσαν στην περιοχή της Θεσπρωτίας και στη διπλωματική ορολογία παραπέμπει στο τμήμα που υπήχθη στην ελληνική επικράτεια, πάντα τηρουμένων των εδαφικών και πληθυσμιακών αναλογιών της περιοχής. Φάνηκε έτσι, ότι η εδαφική συγκρότηση και η χάραξη των συνόρων του νεοπαγούς αλβανικού κράτους, ενώ έμοιαζε με πολυσύνθετη υπόθεση, διευθετήθηκε εν τέλει με τη μέθοδο και τη λογική της προκρούστειας λύσης. Η Ελλάδα εμφανίσθηκε απογοητευμένη, διότι δεν ήρε τις όποιες εδαφικές επιδιώξεις και η Αλβανία, ενώ αρχικά επαναπαύθηκε, μελλοντικά προέβαλε και αυτή εδαφικές αξιώσεις σε βάρος της Ελλάδας, εποφθαλμιούσα περιοχές της Θεσπρωτίας και επικουρούμενη κυρίως από την Ιταλία. Έτσι, το ενιαίο, αλλά διχοτομημένο πια, γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου – όπως υφίστατο επί Τουρκοκρατίας – κατέστη μήλον της έριδoς μεταξύ των δύο χωρών. Προσθέτως, ο αυθαίρετος, κατά την ελληνική γενικότερη αντίληψη, τρόπος διακανονισμού των εδαφικών διαφορών, προκάλεσε την ένοπλη αντίδραση των ίδιων των τοπικών ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι εξεγέρθηkαν και ζήτησαν την αυτονόμηση της περιοχής. Ο αγώνας αυτός, ο οποίος ονομάστηκε «Βορειοηπειρωτικός Αγώνας», οδήγησε στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17 Μαΐου 1914), με το οποίο ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός αποκτούσε ευρεία κοινοτική διοικητική αυτονομία υπό την κυβέρνηση του Γεωργίου Ζωγράφου.
Οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι ανατρέπουν τα δεδομένα
Στο μεταξύ ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι συσχετισμοί άλλαξαν σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Με τη λήξη του πολέμου και εν όψει της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης, το 1919 ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον δήλωνε ότι τα καθορισθέντα το 1913 σύνορα της Αλβανίας ήταν εξόχως τεχνητά, διότι διασπούσαν όχι μόνον γραμμές οικονομικής επαφής και εθνολογικής συνοχής, αλλά ακόμη και τους φυλετικούς δεσμούς μεταξύ των κατοίκων. Η δήλωση αυτή ανέτρεπε το εύθραυστο γεωγραφικό κατεστημένο της εποχής. Δεδομένης της αμερικανικής μεταστροφής, η οποία έως τότε υιοθετούσε την άποψη της ύπαρξης του αλβανικού ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, ο Βενιζέλος στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων προέβαλε σθεναρά διεκδικήσεις με υπόμνημα προς τους Συμμάχους στις 30 Δεκεμβρίου 1918. Το υπόμνημα περιείχε εδαφικές αξιώσεις για ολόκληρο τον υπόδουλο ελλαδικό χώρο και τη μεταβολή των συνόρων με την Αλβανία, καθώς δεν έβλεπε τον λόγο για τον οποίο οι ελληνικοί πληθυσμοί – της νότιας Αλβανίας πια – έπρεπε να συμπεριληφθούν στο κράτος αυτό, το οποίο ήταν ανίκανο να έχει διοίκηση εντελώς αυτόνομη, και όχι στο ελληνικό κράτος το οποίο είχε ήδη ανεξάρτητη πολιτική ζωή.
Στη συνέχεια και η αλβανική αποστολή στη Συνδιάσκεψη, υπό τον Τουρχάν Πασά Πρεμετή, πρόεδρο της προσωρινής κυβέρνησης του Δυρραχίου, με το υπόμνημα της 14ης Φεβρουαρίου 1919 απέκρουσε τις ελληνικές θέσεις και επισήμανε ότι η Ελλάδα αποσκοπούσε στον ακρωτηριασμό της χώρας. Ως αντίβαρο στις ελληνικές διεκδικήσεις, ο Τουρχάν Πασάς διεκδίκησε την περιοχή της «Τσαμουριάς», στην οποία η κυριαρχική παρουσία του αλβανικού στοιχείου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ήταν αδιαμφισβήτητη. Στη διαμάχη αυτή η ιταλική παρεμβολή – η Ιταλία όλη αυτή την περίοδο του 1916-1917 επιδίωκε σθεναρά τον έλεγχο της Αλβανίας – προκάλεσε περαιτέρω επιπλοκές, αλλά οι αντιρρήσεις της Ιταλίας ήρθησαν με τη συμφωνία Βενιζέλου-Τιττόνι της 29ης Ιουλίου 1919, βάσει της οποίας η Ιταλία συμφωνούσε, εν τέλει, οριστικά, να εκχωρηθούν στην Ελλάδα ορισμένα χριστιανικά χωριά της νότιας Αλβανίας. Όμως, λίγους μήνες αργότερα, στις 27 Ιουλίου 1920 η Ιταλία κατήγγειλε μονομερώς τη συμφωνία αυτή. Η ελληνική στρατιωτική δύναμη, που είχε μεταβεί στην διεκδικούμενη περιοχή, αναγκάστηκε να αποσυρθεί, μάλιστα πιεζόμενη από τους Γάλλους. Η εξέλιξη αυτή επέφερε τη Συμφωνία της Καπεστίτσας (15 Μαΐου 1920), η οποία ήταν μία ενδιάμεση κατάσταση, εν αναμονή των οριστικών αποφάσεων της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης.
Η Ελλάδα, στο μεταξύ, είχε θραύσει τους συμμαχικούς δεσμούς, προτιμώντας την αυτοτέλεια. Με την επαναφορά στον θρόνο του Κωνσταντίνου, η κυβέρνηση Γούναρη δεν επέδειξε την ίδια επιδεξιότητα όπως ο Βενιζέλος. Αυτό απεδείχθη ολέθριο, κυρίως όσον αφορά το Μικρασιατικό ζήτημα. Στις 9 Νοεμβρίου 1921 εκδόθηκε η απόφαση της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης των Παρισίων, η οποία κατακύρωνε την «διαφιλονικούμενη περιοχή της Βορείου Ηπείρου» οριστικά στην Αλβανία. Σύμφωνα με αυτήν, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία αναγνώριζαν την Αλβανία «ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος» και την περιοχή αυτή ως συντεταγμένη σε αυτή, με σύνορα τα καθορισθέντα στις συμφωνίες του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913.
Το βορειοηπειρωτικό γίνεται μειονοτικό ζήτημα
Η 9η Νοεμβρίου 1921 αποτέλεσε σημείο καμπής για τις όποιες εδαφικές επιδιώξεις είχε τότε η Ελλάδα. Συνεπώς, το όλο ζήτημα υποβιβάστηκε σε θέμα προστασίας μίας μειοψηφίας, ήτοι σε μειονοτικό ζήτημα. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 2 Οκτωβρίου 1921, η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) ενέκρινε αλβανική δήλωση περί μειονοτήτων και έτσι αντικαταστάθηκαν και οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (που έδιναν αυτονομία στον ελληνικό πληθυσμό της βόρειας Ηπείρου). Το αλβανικό κράτος, σύμφωνα με τη δήλωση του Αλβανού αντιπροσώπου Φαν Νόλη, αναγνώριζε και επίσημα τους ελληνικούς πληθυσμούς ως γλωσσική μειονότητα. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1922 το αλβανικό κοινοβούλιο επικύρωσε τη δεσμευτική δήλωση του Φαν Νόλη: Πλήρης ισότητα σε ό,τι αφορά τα πολιτικά, αστικά και κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς φυλετικές και γλωσσικές διακρίσεις, παροχή εκπαιδευτικών δικαιωμάτων, θρησκευτική ελευθερία και άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, συμπεριλαμβανόμενων και των ελευθεριών αλλαξοπιστίας.
Στο πλαίσιο αυτό, για την διευθέτηση των συνόρων και επί εδάφους, τον Αύγουστο του 1923 ο Ιταλός στρατηγός Ενρίκο Τελλίνι, απεσταλμένος της ΚτΕ, μετέβη στην ελληνοαλβανική μεθόριο πλαισιωμένος από εκπροσώπους των δύο χωρών. Όταν η επιτροπή κατήλθε στις αμιγώς ελληνόφωνες περιοχές (Αργυρόκαστρο), μεταξύ του Τελλίνι και της ελληνικής αντιπροσωπείας προέκυψαν θεμελιώδεις διαφωνίες λόγω της εμφανούς μεροληψίας του Ιταλού στρατιωτικού. Τελικά, στις 27 Αυγούστου ο Τελλίνι βρέθηκε δολοφονημένος υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στην ελληνοαλβανική μεθόριο πλησίον της Κακαβιάς. Με την περιπλοκή της όλης υπόθεσης μετά τη δολοφονία του Τελλίνι, τις συνεχώς προβαλλόμενες ελληνικές εδαφικές αξιώσεις αλλά και το έντονο αλβανικό ενδιαφέρον για τους μουσουλμάνους Τσάμηδες της Ηπείρου κατά το διάστημα της ανταλλαγής των πληθυσμών (και της φημολογούμενης ανταλλαγής και των Τσάμηδων: μεταφορά τους στην Αλβανία ή στην Τουρκία), η συνοριακή ρύθμιση καθίστατο αναγκαία για την σταθερότητα στην περιοχή. Οι Μεγάλες Δυνάμεις κινήθηκαν για την εξάλειψη του «αποστήματος»: στις 27 Ιανουαρίου 1925, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της αγγλο-γαλλο-ιταλικής επιτροπής (ή το Β΄ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας) χαράχθηκαν οριστικά –επί χάρτου αλλά όχι επί εδάφους– τα σύνορα της σημερινής Αλβανίας, τα οποία και έγιναν διεθνώς αποδεκτά. Η Ελλάδα, όμως, δεν αναγνώρισε τη συμφωνία αυτή, η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς για την αλβανική διπλωματία.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το καλοκαίρι του 1946 η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Κωσταντίνο Τσαλδάρη υπέβαλε αίτημα ενώπιον της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης των Παρισίων για την ενσωμάτωση της περιοχής της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα με το αιτιολογικό ότι η Αλβανία έπρεπε να καταταχτεί στις ηττημένες δυνάμεις του άξονα και να αποκατασταθεί μια κραυγαλέα ιστορική αδικία σε βάρος του ελληνικού έθνους. Οι ελληνικές αξιώσεις, ωστόσο, δεν υιοθετήθηκαν από τους Συμμάχους και, προσθέτως, η Αλβανία είχε όλη τη διπλωματική υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας. Συνεπώς, προσπάθεια για μια γενναία μεθοριακή αναρρύθμιση ναυάγησε. Λίγα χρόνια αργότερα, με το τέλος του εμφυλίου πολέμου (Αύγουστος 1949) και την καταφυγή των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού στην Αλβανία, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τους συμμάχους την ανάληψη μια διασυμμαχικής απόβασης στην Αλβανία για την εξάρθρωση των ανταρτικών βάσεων. Αυτό αποτελούσε έναν εύσχημο τρόπο – και ευκόλως αναγνώσιμο – για την κατάληψη της περιοχής, αλλά οι Σύμμαχοι απέρριψαν ασυζητητί την ελληνική πρόταση για εδαφική ανασυγκρότηση της περιοχής. Έκτοτε όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις διατηρούσαν σε ρητορικό επίπεδο τις όποιες εδαφικές βλέψεις σε βάρος της Αλβανίας, η οποία από τη μεριά της, ως απάντηση σε αυτά, ανακινούσε με όποια διπλωματικά μέσα διέθετε το «τσάμικο».
Τον Μάιο του 1971 Ελλάδα και Αλβανία κατέληξαν σε μία επίπονη συμφωνία για τη διπλωματική ανασύνδεση. Από τα πρώτα αλβανικά αιτήματα, όπως αναμενόταν, ήταν η επαναφορά του θέματος της μεθοριακής συμφωνίας και των οροσήμων: αποκατάσταση, συντήρηση και πύκνωση αυτών. Τον Ιούλιο του 1972 η αλβανική κυβέρνηση επέδωσε σχετικό αίτημα στον Έλληνα πρέσβη στα Τίρανα. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε θετικά και τον Οκτώβριο του 1972 μετέβη στα Τίρανα ελληνική αντιπροσωπεία. Η ελληνική πρόταση βασιζόταν στην αντίληψη ότι η συμφωνία έπρεπε να στηριχθεί στο ελληνογιουγκοσλαβικό πρότυπο, δηλαδή να αναγνωριστεί από τις δύο πλευρές το δεδομένο των συνόρων, αλλά χωρίς καμία μνεία σε παρελθοντικές συμβάσεις (δηλαδή να αποσιωπηθεί το Β’ Πρωτοκόλλο της Φλωρεντίας). Η Αλβανία, αντίθετα, επεδίωκε την υπογραφή της συνοριακής συμφωνίας βάσει του Πρωτοκόλλου αυτού, τη σύσταση μεικτής επιτροπής και την πύκνωση των οροσήμων («πυραμίδες» της μεθορίου). Λόγω της αλβανικής επιμονής, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε παρελκυστική τακτική και δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα. Η μεθοριακή συμφωνία σχετιζόταν άμεσα με τα σημεία συνοριακής διέλευσης. Πριν από τον πόλεμο, υπήρχαν πέντε μεθοριακοί σταθμοί. Η ελληνική κυβέρνηση στη συνέχεια και κυρίως το 1976-1977 πρότεινε το άνοιγμα της Κρυσταλλοπηγής και της Κακαβιάς, ενώ η θέση της Αλβανίας για το ζήτημα αυτό υπήρξε αρνητική. Η Κακαβιά εξασφάλιζε για την Ελλάδα άμεση επαφή με το ελληνικό στοιχείο στις αποκαλούμενες από την Αλβανία μειονοτικές περιοχές, κάτι το οποίο δεν επιθυμούσε η Αλβανία και αρνείτο κατηγορηματικά. Τον Μάιο του 1974 η Αθήνα ζήτησε το άνοιγμα της Κακαβιάς, αλλά τα Τίρανα απέρριψαν το αίτημα. (Ο συνοριακός σταθμός της Κακαβιάς, ως σημείο διέλευσης ανθρώπων και αγαθών, λειτούργησε τον Γενάρη του 1985).
Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981, τα Τίρανα πίστεψαν ότι παρουσιαζόταν μία καλή ευκαιρία να επαναφέρουν το ζήτημα της μεθοριακής συμφωνίας, αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου έθεσε τέλος στην αναδυόμενη συζήτηση με μία εύσχημη διπλωματική δήλωση από τα Ιωάννινα τον Φεβρουάριο του 1984, κάνοντας μνεία στο απαραβίαστο των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών, επικαλούμενος την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, την οποία όμως η Αλβανία δεν είχε αναγνωρίσει.
Και η υφαλοκρηπίδα
Ως προς το δεύτερο σκέλος, την υφαλοκρηπίδα, η Ελλάδα υπέβαλε για πρώτη φορά σχέδιο οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας με την Αλβανία στις αρχές του 1977, επωφελούμενη από τη σχετική βελτίωση των σχέσεων αλλά και θορυβημένη από την κλιμακούμενη ένταση στο Αιγαίο (στις αρχές του 1975 η Τουρκία, ενθαρρυμένη από τις επιτυχίες της στην Κύπρο και την αδιαφορία του διεθνούς παράγοντα, έθεσε και θέμα κυριαρχίας στο Αιγαίο και με την ευκαιρία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προέβη στη γνωστή δήλωση της 27ης Ιανουαρίου 1975 για την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και την πρόκληση συνολικότερης αστάθειας στην περιοχή). Όμως οι Αλβανοί ζήτησαν ως σημείο εκκίνησης των συνομιλιών την κατάργηση του νόμου περί εμπολέμου (Νοέμβριος 1940), αίτημα επαναλαμβανόμενο από την αλβανική διπλωματία το οποίο αρνείτο να συζητήσει η ελληνική πλευρά, και την αποκατάσταση των οροσήμων. Τον Μάρτιο του 2009 επιτεύχθηκε στα Τίρανα μία αρχική συμφωνία για την θαλάσσια οριοθέτηση αλλά δύο μήνες αργότερα το αντιπολιτευόμενο σοσιαλιστικό κόμμα του Έντι Ράμα κατήγγειλε τη συμφωνία και παρέπεμψε την όλη υπόθεση ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο την έκρινε αντισυνταγματική και την ακύρωσε πριν κυρωθεί στην αλβανική Βουλή. Στην Ελλάδα πίστεψαν (και εξακολουθούν να πιστεύουν) ότι πίσω από την ενέργεια αυτή υποβόσκει τουρκικός δάκτυλος, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία προηγουμένου, το οποίο θα μπορούσε να επικαλεστεί η Ελλάδα και στη διαφωνία της με την Τουρκία στο Αιγαίο.
Έκτοτε και το θέμα της υφαλοκρηπίδας οδηγήθηκε σε στενωπό, με ατέρμονες δηλώσεις και εικασίες, υπονόμευση και κυρίως καχυποψία από την αλβανική πλευρά.
Όπως βλέπουμε, τόσο στο θέμα της οριοθέτησης των χερσαίων συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, όσο και στο θέμα των θαλάσσιων ζωνών, υπάρχουν σημεία, που δεν έχουν αποσαφηνιστεί, τα οποία στάθηκαν ικανά να προκαλέσουν παρερμηνείες και πανικό.
Σταύρος Ντάγιος. [Διδάκτωρ ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το ερευνητικό ενδιαφέρον του εδράζεται στη μελέτη των διαβαλκανικών σχέσεων. Είναι μεταφραστής λογοτεχνίας και διευθυντής του Εκδοτικού Οίκου Literatus.]
https://www.himara.gr/apopseis/7680-i-anadiarthosi-twn-sinorwn-ellados-albanias-toy-epitropoy-johannes-hann
Ποια, όμως, είναι η αλήθεια; Τι εννοούσε ο Χαν με την αμφίσημη δήλωσή του; Τα χερσαία διμερή σύνορα ή την υφαλοκρηπίδα;
Στην πραγματικότητα, και οι δύο αυτές υποθέσεις παραμένουν αρρύθμιστες και η ανακύπτουσα διαφορά αποτελεί απότοκο ιστορικών εκκρεμοτήτων. Ο χαρακτηρισμός «αναδιάρθρωση συνόρων» όμως παραπέμπει ευθέως σε χερσαία σύνορα, αφού με τον όρο υφαλοκρηπίδα ορίζεται ο θαλάσσιος πυθμένας που περιβάλλει τις ακτές μιας ηπειρωτικής ή νησιωτικής περιοχής και στον οποίον το παράκτιο κράτος ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα για τη διερεύνηση και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Ας δούμε τη σύνοψη της εξέλιξης της γεωγραφικής διανομής των δύο χωρών, Ελλάδας και Αλβανίας, από τη διάσπαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη σύσταση του αλβανικού κράτους έως και τη δήλωση Χαν.
Από την ανακήρυξη της ανεξάρτητης Αλβανίας μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η ανακήρυξη της Αλβανίας ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, κυρίως με την αμέριστη υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας, τον Νοέμβριο του 1912, αποτέλεσε περισσότερο πράξη τυπική και λιγότερο ουσίας. Συνεπώς, το πρώτο μέλημα της αλβανικής διοίκησης και του διεθνούς παράγοντα ήταν ο εδαφικός προσδιορισμός της, καθόσον η χώρα εξακολουθούσε να συνιστά «γεωγραφική έννοια» (είναι γνωστή η ρήση του Γερμανού καγκελαρίου Όττο φον Μπίσμαρκ στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, ότι «δεν υπάρχει αλβανικό έθνος»). Όμως ο διακανονισμός των ορίων της χώρας, ύστερα από πεντακόσια χρόνια οθωμανικής επιβολής, πολλαπλών μετακινήσεων πληθυσμών σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο, επιλεκτικού (οικειοθελούς ή αναγκαστικού) εξισλαμισμού και προπάντων του αλυτρωτισμού που επικρατούσε σε όλη την περιοχή, συνεπαγόταν την υπέρβαση μίας σειράς προσκομμάτων. Για την επίλυση των εδαφικών διαφορών Ελλάδας-Αλβανίας και τη χάραξη της συνοριακής γραμμής, η Ελλάδα επικαλέστηκε την εφαρμογή της αρχής της συνειδησιακής εξέλιξης του πληθυσμού της – η οποία στην ουσία αφορούσε τη διεκδίκηση της ενιαίας γεωγραφικής περιοχής της Ηπείρου.
Εν μέσω των Βαλκανικών Πολέμων – η Αλβανία παρέμεινε ουδέτερη και στην πράξη νοσταλγός της οθωμανικής τάξης – η Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ανέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις τη διευθέτηση των συνόρων της Αλβανίας και μία σειρά άλλων εκκρεμών εδαφικών ζητημάτων, ενώ στο πνεύμα των αποφάσεων του Λονδίνου, στις 29 Ιουλίου 1913 αναγνώρισαν την Αλβανία ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και ταυτόχρονα μία μεικτή διεθνής επιτροπή ανέλαβε τη χάραξη της συνοριογραμμής με την Ελλάδα. Στις 13 Νοεμβρίου 1913 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων για τον προτεινόμενο τρόπο χάραξης των συνόρων – ο οποίος δεν βασιζόταν στους προβαλλόμενους ιστορικούς και εθνολογικούς τίτλους της ελληνικής διπλωματικής αντίληψης – και ζήτησε να αναζητηθεί η εθνικότητα «στην πνευματική ανάπτυξη των πληθυσμών», δηλαδή με τη διενέργεια δημοψηφίσματος, που σήμαινε μετακίνηση των συνόρων προς βορρά. Το δημοψήφισμα ωστόσο κρίθηκε επικίνδυνο από την Ιταλία, αλλά και από τη Γερμανία, η οποία πίστευε ότι η δημοψηφισματική αρχή (principe plébiscitaire) δεν είχε εφαρμοσθεί πουθενά, με εξαίρεση την περίπτωση της Γαλλίας.
Η διεθνής επιτροπή διαχάραξης συνόρων παρέμεινε στη μεθόριο μόνον 58 ημέρες, συνεδρίασε μόνον 12 φορές και εξέτασε μόνον 14 άτομα. Σύμφωνα με τις έρευνες, η επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο της γλώσσας ήταν ανεφάρμοστο – λόγω της πολυπλοκότητας της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής και της διγλωσσίας μεγάλου μέρους των φορέων της ελληνικής γλώσσας. Τα πορίσματα της μεικτής επιτροπής κατατέθηκαν ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες κατέληξαν στη Συμφωνία της Φλωρεντίας (Α’ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, 1913). Το Σύμφωνο ή Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913 δεν βασίστηκε σε γλωσσικά ή εθνολογικά κριτήρια, αλλά κυρίως σε γεωπολιτικές ισορροπίες: για να είναι βιώσιμο το νεοσύστατο αλβανικό κράτος έπρεπε να περιέλθει εντός των εθνικών του συνόρων ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, το οποίο η Αλβανία αποκαλούσε Νότια Αλβανία· μόνον έτσι θα αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα κατά της σλαβικής επεκτατικότητας στα Δυτικά Βαλκάνια. Άλλωστε, η παραχώρηση της αλβανόφωνης περιοχής του Κοσόβου στη Σερβία καθιστούσε αδύνατη κάθε ελληνική αξίωση σε βάρος της Αλβανίας. Περαιτέρω, η χάραξη της οριστικής ελληνοαλβανικής μεθορίου, η οποία κατακυρώθηκε τελικά τον Νοέμβριο του 1921, διαιρώντας την Ήπειρο στα δύο, διαίρεσε και την αποκαλούμενη «Τσαμουριά» μεταξύ Ελλάδας (Νομός Θεσπρωτίας) και Αλβανίας (Νομός Αγίων Σαράντα).
Έκτοτε, ενώ για την Ελλάδα αναφύεται το «βορειοηπειρωτικό» ζήτημα, για την Αλβανία ξεπηδά το «τσάμικο», όρος που ταυτίζεται με τους μουσουλμάνους κατοίκους που ζούσαν στην περιοχή της Θεσπρωτίας και στη διπλωματική ορολογία παραπέμπει στο τμήμα που υπήχθη στην ελληνική επικράτεια, πάντα τηρουμένων των εδαφικών και πληθυσμιακών αναλογιών της περιοχής. Φάνηκε έτσι, ότι η εδαφική συγκρότηση και η χάραξη των συνόρων του νεοπαγούς αλβανικού κράτους, ενώ έμοιαζε με πολυσύνθετη υπόθεση, διευθετήθηκε εν τέλει με τη μέθοδο και τη λογική της προκρούστειας λύσης. Η Ελλάδα εμφανίσθηκε απογοητευμένη, διότι δεν ήρε τις όποιες εδαφικές επιδιώξεις και η Αλβανία, ενώ αρχικά επαναπαύθηκε, μελλοντικά προέβαλε και αυτή εδαφικές αξιώσεις σε βάρος της Ελλάδας, εποφθαλμιούσα περιοχές της Θεσπρωτίας και επικουρούμενη κυρίως από την Ιταλία. Έτσι, το ενιαίο, αλλά διχοτομημένο πια, γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου – όπως υφίστατο επί Τουρκοκρατίας – κατέστη μήλον της έριδoς μεταξύ των δύο χωρών. Προσθέτως, ο αυθαίρετος, κατά την ελληνική γενικότερη αντίληψη, τρόπος διακανονισμού των εδαφικών διαφορών, προκάλεσε την ένοπλη αντίδραση των ίδιων των τοπικών ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι εξεγέρθηkαν και ζήτησαν την αυτονόμηση της περιοχής. Ο αγώνας αυτός, ο οποίος ονομάστηκε «Βορειοηπειρωτικός Αγώνας», οδήγησε στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17 Μαΐου 1914), με το οποίο ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός αποκτούσε ευρεία κοινοτική διοικητική αυτονομία υπό την κυβέρνηση του Γεωργίου Ζωγράφου.
Οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι ανατρέπουν τα δεδομένα
Στο μεταξύ ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι συσχετισμοί άλλαξαν σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Με τη λήξη του πολέμου και εν όψει της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης, το 1919 ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον δήλωνε ότι τα καθορισθέντα το 1913 σύνορα της Αλβανίας ήταν εξόχως τεχνητά, διότι διασπούσαν όχι μόνον γραμμές οικονομικής επαφής και εθνολογικής συνοχής, αλλά ακόμη και τους φυλετικούς δεσμούς μεταξύ των κατοίκων. Η δήλωση αυτή ανέτρεπε το εύθραυστο γεωγραφικό κατεστημένο της εποχής. Δεδομένης της αμερικανικής μεταστροφής, η οποία έως τότε υιοθετούσε την άποψη της ύπαρξης του αλβανικού ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, ο Βενιζέλος στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων προέβαλε σθεναρά διεκδικήσεις με υπόμνημα προς τους Συμμάχους στις 30 Δεκεμβρίου 1918. Το υπόμνημα περιείχε εδαφικές αξιώσεις για ολόκληρο τον υπόδουλο ελλαδικό χώρο και τη μεταβολή των συνόρων με την Αλβανία, καθώς δεν έβλεπε τον λόγο για τον οποίο οι ελληνικοί πληθυσμοί – της νότιας Αλβανίας πια – έπρεπε να συμπεριληφθούν στο κράτος αυτό, το οποίο ήταν ανίκανο να έχει διοίκηση εντελώς αυτόνομη, και όχι στο ελληνικό κράτος το οποίο είχε ήδη ανεξάρτητη πολιτική ζωή.
Στη συνέχεια και η αλβανική αποστολή στη Συνδιάσκεψη, υπό τον Τουρχάν Πασά Πρεμετή, πρόεδρο της προσωρινής κυβέρνησης του Δυρραχίου, με το υπόμνημα της 14ης Φεβρουαρίου 1919 απέκρουσε τις ελληνικές θέσεις και επισήμανε ότι η Ελλάδα αποσκοπούσε στον ακρωτηριασμό της χώρας. Ως αντίβαρο στις ελληνικές διεκδικήσεις, ο Τουρχάν Πασάς διεκδίκησε την περιοχή της «Τσαμουριάς», στην οποία η κυριαρχική παρουσία του αλβανικού στοιχείου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ήταν αδιαμφισβήτητη. Στη διαμάχη αυτή η ιταλική παρεμβολή – η Ιταλία όλη αυτή την περίοδο του 1916-1917 επιδίωκε σθεναρά τον έλεγχο της Αλβανίας – προκάλεσε περαιτέρω επιπλοκές, αλλά οι αντιρρήσεις της Ιταλίας ήρθησαν με τη συμφωνία Βενιζέλου-Τιττόνι της 29ης Ιουλίου 1919, βάσει της οποίας η Ιταλία συμφωνούσε, εν τέλει, οριστικά, να εκχωρηθούν στην Ελλάδα ορισμένα χριστιανικά χωριά της νότιας Αλβανίας. Όμως, λίγους μήνες αργότερα, στις 27 Ιουλίου 1920 η Ιταλία κατήγγειλε μονομερώς τη συμφωνία αυτή. Η ελληνική στρατιωτική δύναμη, που είχε μεταβεί στην διεκδικούμενη περιοχή, αναγκάστηκε να αποσυρθεί, μάλιστα πιεζόμενη από τους Γάλλους. Η εξέλιξη αυτή επέφερε τη Συμφωνία της Καπεστίτσας (15 Μαΐου 1920), η οποία ήταν μία ενδιάμεση κατάσταση, εν αναμονή των οριστικών αποφάσεων της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης.
Η Ελλάδα, στο μεταξύ, είχε θραύσει τους συμμαχικούς δεσμούς, προτιμώντας την αυτοτέλεια. Με την επαναφορά στον θρόνο του Κωνσταντίνου, η κυβέρνηση Γούναρη δεν επέδειξε την ίδια επιδεξιότητα όπως ο Βενιζέλος. Αυτό απεδείχθη ολέθριο, κυρίως όσον αφορά το Μικρασιατικό ζήτημα. Στις 9 Νοεμβρίου 1921 εκδόθηκε η απόφαση της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης των Παρισίων, η οποία κατακύρωνε την «διαφιλονικούμενη περιοχή της Βορείου Ηπείρου» οριστικά στην Αλβανία. Σύμφωνα με αυτήν, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία αναγνώριζαν την Αλβανία «ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος» και την περιοχή αυτή ως συντεταγμένη σε αυτή, με σύνορα τα καθορισθέντα στις συμφωνίες του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913.
Το βορειοηπειρωτικό γίνεται μειονοτικό ζήτημα
Η 9η Νοεμβρίου 1921 αποτέλεσε σημείο καμπής για τις όποιες εδαφικές επιδιώξεις είχε τότε η Ελλάδα. Συνεπώς, το όλο ζήτημα υποβιβάστηκε σε θέμα προστασίας μίας μειοψηφίας, ήτοι σε μειονοτικό ζήτημα. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 2 Οκτωβρίου 1921, η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) ενέκρινε αλβανική δήλωση περί μειονοτήτων και έτσι αντικαταστάθηκαν και οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (που έδιναν αυτονομία στον ελληνικό πληθυσμό της βόρειας Ηπείρου). Το αλβανικό κράτος, σύμφωνα με τη δήλωση του Αλβανού αντιπροσώπου Φαν Νόλη, αναγνώριζε και επίσημα τους ελληνικούς πληθυσμούς ως γλωσσική μειονότητα. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1922 το αλβανικό κοινοβούλιο επικύρωσε τη δεσμευτική δήλωση του Φαν Νόλη: Πλήρης ισότητα σε ό,τι αφορά τα πολιτικά, αστικά και κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς φυλετικές και γλωσσικές διακρίσεις, παροχή εκπαιδευτικών δικαιωμάτων, θρησκευτική ελευθερία και άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, συμπεριλαμβανόμενων και των ελευθεριών αλλαξοπιστίας.
Στο πλαίσιο αυτό, για την διευθέτηση των συνόρων και επί εδάφους, τον Αύγουστο του 1923 ο Ιταλός στρατηγός Ενρίκο Τελλίνι, απεσταλμένος της ΚτΕ, μετέβη στην ελληνοαλβανική μεθόριο πλαισιωμένος από εκπροσώπους των δύο χωρών. Όταν η επιτροπή κατήλθε στις αμιγώς ελληνόφωνες περιοχές (Αργυρόκαστρο), μεταξύ του Τελλίνι και της ελληνικής αντιπροσωπείας προέκυψαν θεμελιώδεις διαφωνίες λόγω της εμφανούς μεροληψίας του Ιταλού στρατιωτικού. Τελικά, στις 27 Αυγούστου ο Τελλίνι βρέθηκε δολοφονημένος υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στην ελληνοαλβανική μεθόριο πλησίον της Κακαβιάς. Με την περιπλοκή της όλης υπόθεσης μετά τη δολοφονία του Τελλίνι, τις συνεχώς προβαλλόμενες ελληνικές εδαφικές αξιώσεις αλλά και το έντονο αλβανικό ενδιαφέρον για τους μουσουλμάνους Τσάμηδες της Ηπείρου κατά το διάστημα της ανταλλαγής των πληθυσμών (και της φημολογούμενης ανταλλαγής και των Τσάμηδων: μεταφορά τους στην Αλβανία ή στην Τουρκία), η συνοριακή ρύθμιση καθίστατο αναγκαία για την σταθερότητα στην περιοχή. Οι Μεγάλες Δυνάμεις κινήθηκαν για την εξάλειψη του «αποστήματος»: στις 27 Ιανουαρίου 1925, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της αγγλο-γαλλο-ιταλικής επιτροπής (ή το Β΄ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας) χαράχθηκαν οριστικά –επί χάρτου αλλά όχι επί εδάφους– τα σύνορα της σημερινής Αλβανίας, τα οποία και έγιναν διεθνώς αποδεκτά. Η Ελλάδα, όμως, δεν αναγνώρισε τη συμφωνία αυτή, η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς για την αλβανική διπλωματία.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το καλοκαίρι του 1946 η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Κωσταντίνο Τσαλδάρη υπέβαλε αίτημα ενώπιον της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης των Παρισίων για την ενσωμάτωση της περιοχής της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα με το αιτιολογικό ότι η Αλβανία έπρεπε να καταταχτεί στις ηττημένες δυνάμεις του άξονα και να αποκατασταθεί μια κραυγαλέα ιστορική αδικία σε βάρος του ελληνικού έθνους. Οι ελληνικές αξιώσεις, ωστόσο, δεν υιοθετήθηκαν από τους Συμμάχους και, προσθέτως, η Αλβανία είχε όλη τη διπλωματική υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας. Συνεπώς, προσπάθεια για μια γενναία μεθοριακή αναρρύθμιση ναυάγησε. Λίγα χρόνια αργότερα, με το τέλος του εμφυλίου πολέμου (Αύγουστος 1949) και την καταφυγή των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού στην Αλβανία, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τους συμμάχους την ανάληψη μια διασυμμαχικής απόβασης στην Αλβανία για την εξάρθρωση των ανταρτικών βάσεων. Αυτό αποτελούσε έναν εύσχημο τρόπο – και ευκόλως αναγνώσιμο – για την κατάληψη της περιοχής, αλλά οι Σύμμαχοι απέρριψαν ασυζητητί την ελληνική πρόταση για εδαφική ανασυγκρότηση της περιοχής. Έκτοτε όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις διατηρούσαν σε ρητορικό επίπεδο τις όποιες εδαφικές βλέψεις σε βάρος της Αλβανίας, η οποία από τη μεριά της, ως απάντηση σε αυτά, ανακινούσε με όποια διπλωματικά μέσα διέθετε το «τσάμικο».
Τον Μάιο του 1971 Ελλάδα και Αλβανία κατέληξαν σε μία επίπονη συμφωνία για τη διπλωματική ανασύνδεση. Από τα πρώτα αλβανικά αιτήματα, όπως αναμενόταν, ήταν η επαναφορά του θέματος της μεθοριακής συμφωνίας και των οροσήμων: αποκατάσταση, συντήρηση και πύκνωση αυτών. Τον Ιούλιο του 1972 η αλβανική κυβέρνηση επέδωσε σχετικό αίτημα στον Έλληνα πρέσβη στα Τίρανα. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε θετικά και τον Οκτώβριο του 1972 μετέβη στα Τίρανα ελληνική αντιπροσωπεία. Η ελληνική πρόταση βασιζόταν στην αντίληψη ότι η συμφωνία έπρεπε να στηριχθεί στο ελληνογιουγκοσλαβικό πρότυπο, δηλαδή να αναγνωριστεί από τις δύο πλευρές το δεδομένο των συνόρων, αλλά χωρίς καμία μνεία σε παρελθοντικές συμβάσεις (δηλαδή να αποσιωπηθεί το Β’ Πρωτοκόλλο της Φλωρεντίας). Η Αλβανία, αντίθετα, επεδίωκε την υπογραφή της συνοριακής συμφωνίας βάσει του Πρωτοκόλλου αυτού, τη σύσταση μεικτής επιτροπής και την πύκνωση των οροσήμων («πυραμίδες» της μεθορίου). Λόγω της αλβανικής επιμονής, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε παρελκυστική τακτική και δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα. Η μεθοριακή συμφωνία σχετιζόταν άμεσα με τα σημεία συνοριακής διέλευσης. Πριν από τον πόλεμο, υπήρχαν πέντε μεθοριακοί σταθμοί. Η ελληνική κυβέρνηση στη συνέχεια και κυρίως το 1976-1977 πρότεινε το άνοιγμα της Κρυσταλλοπηγής και της Κακαβιάς, ενώ η θέση της Αλβανίας για το ζήτημα αυτό υπήρξε αρνητική. Η Κακαβιά εξασφάλιζε για την Ελλάδα άμεση επαφή με το ελληνικό στοιχείο στις αποκαλούμενες από την Αλβανία μειονοτικές περιοχές, κάτι το οποίο δεν επιθυμούσε η Αλβανία και αρνείτο κατηγορηματικά. Τον Μάιο του 1974 η Αθήνα ζήτησε το άνοιγμα της Κακαβιάς, αλλά τα Τίρανα απέρριψαν το αίτημα. (Ο συνοριακός σταθμός της Κακαβιάς, ως σημείο διέλευσης ανθρώπων και αγαθών, λειτούργησε τον Γενάρη του 1985).
Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981, τα Τίρανα πίστεψαν ότι παρουσιαζόταν μία καλή ευκαιρία να επαναφέρουν το ζήτημα της μεθοριακής συμφωνίας, αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου έθεσε τέλος στην αναδυόμενη συζήτηση με μία εύσχημη διπλωματική δήλωση από τα Ιωάννινα τον Φεβρουάριο του 1984, κάνοντας μνεία στο απαραβίαστο των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών, επικαλούμενος την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, την οποία όμως η Αλβανία δεν είχε αναγνωρίσει.
Και η υφαλοκρηπίδα
Ως προς το δεύτερο σκέλος, την υφαλοκρηπίδα, η Ελλάδα υπέβαλε για πρώτη φορά σχέδιο οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας με την Αλβανία στις αρχές του 1977, επωφελούμενη από τη σχετική βελτίωση των σχέσεων αλλά και θορυβημένη από την κλιμακούμενη ένταση στο Αιγαίο (στις αρχές του 1975 η Τουρκία, ενθαρρυμένη από τις επιτυχίες της στην Κύπρο και την αδιαφορία του διεθνούς παράγοντα, έθεσε και θέμα κυριαρχίας στο Αιγαίο και με την ευκαιρία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προέβη στη γνωστή δήλωση της 27ης Ιανουαρίου 1975 για την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και την πρόκληση συνολικότερης αστάθειας στην περιοχή). Όμως οι Αλβανοί ζήτησαν ως σημείο εκκίνησης των συνομιλιών την κατάργηση του νόμου περί εμπολέμου (Νοέμβριος 1940), αίτημα επαναλαμβανόμενο από την αλβανική διπλωματία το οποίο αρνείτο να συζητήσει η ελληνική πλευρά, και την αποκατάσταση των οροσήμων. Τον Μάρτιο του 2009 επιτεύχθηκε στα Τίρανα μία αρχική συμφωνία για την θαλάσσια οριοθέτηση αλλά δύο μήνες αργότερα το αντιπολιτευόμενο σοσιαλιστικό κόμμα του Έντι Ράμα κατήγγειλε τη συμφωνία και παρέπεμψε την όλη υπόθεση ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο την έκρινε αντισυνταγματική και την ακύρωσε πριν κυρωθεί στην αλβανική Βουλή. Στην Ελλάδα πίστεψαν (και εξακολουθούν να πιστεύουν) ότι πίσω από την ενέργεια αυτή υποβόσκει τουρκικός δάκτυλος, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία προηγουμένου, το οποίο θα μπορούσε να επικαλεστεί η Ελλάδα και στη διαφωνία της με την Τουρκία στο Αιγαίο.
Έκτοτε και το θέμα της υφαλοκρηπίδας οδηγήθηκε σε στενωπό, με ατέρμονες δηλώσεις και εικασίες, υπονόμευση και κυρίως καχυποψία από την αλβανική πλευρά.
Όπως βλέπουμε, τόσο στο θέμα της οριοθέτησης των χερσαίων συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, όσο και στο θέμα των θαλάσσιων ζωνών, υπάρχουν σημεία, που δεν έχουν αποσαφηνιστεί, τα οποία στάθηκαν ικανά να προκαλέσουν παρερμηνείες και πανικό.
Σταύρος Ντάγιος. [Διδάκτωρ ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το ερευνητικό ενδιαφέρον του εδράζεται στη μελέτη των διαβαλκανικών σχέσεων. Είναι μεταφραστής λογοτεχνίας και διευθυντής του Εκδοτικού Οίκου Literatus.]
https://www.himara.gr/apopseis/7680-i-anadiarthosi-twn-sinorwn-ellados-albanias-toy-epitropoy-johannes-hann
No comments :
Post a Comment