Όταν ξέσπασε ο Α’ Ενετουρκικός Πόλεμος, το 1466, οι Βενετοί προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στην Πελοπόννησο, αλλά ηττήθηκαν. Τότε, μη διαθέτοντες σοβαρές χερσαίες δυνάμεις αποφάσισαν να πλήξουν τους Τούρκους με τον στόλο τους. Ο ενετικός στόλος, υπό τον Πέτρο Μοτσένιγο, διαθέτων 100 περίπου γαλέρες, έπλευσε αρχικά στη Μεθώνη. Από εκεί παρέλαβε 1.000 περίπου "Στρατιώτες", τους περίφημους Πελοποννήσιους ελαφρούς ιππείς της Αναγέννησης και ανοίχτηκε στο Αιγαίο με σκοπό να καταστρέψει «παν το τουρκικόν». Ο υποπλοίαρχος μιας ενετικής γαλέρας, ο Κοριολανός Κιππίκος, περιγράφει τους Στρατιώτες ως «άνδρες μεγάθυμους και ικανούς προς πάσαν ανδρείαν επιχείρησιν. »Ούτοι δι’ αιφνιδίων επιδρομών τοσούτων έφθειραν την υπό τους Τούρκους Πελοπόννησον, ώστε μεταποίησαν το μέρος τούτο εις αληθή ερημίαν… Φέρουσιν ασπίδα, σπάθη και λόγχη, ολίγοι θωράκιον και οι πλείστοι βαμβάκινον θώρακα δι’ ου υπερασπίζονται κατά των εχθρικών κτυπημάτων. Ανδρειότεροι πάντων είναι οι εν Ναυπλίω, πόλη κείμενη εν τη χώρα των Αργείων».
Ο ενετικός στόλος απέπλευσε το 1470 από την Πελοπόννησο και αγκυροβόλησε στη Λέσβο. Από εκεί έπλευσε στα μικρασιατικά παράλια και αποβίβασε τους Στρατιώτες. Αυτοί επιτέθηκαν σε όλα τα τουρκικά χωριά της περιοχής, συντρίβοντας τους εχθρούς. Σε κάποια φάση των επιχειρήσεων ισχυρές τουρκικές δυνάμεις κατεδίωξαν τους Έλληνες. Δόθηκε τότε πραγματική κατά παράταξη μάχη, από την οποία οι Στρατιώτες εξήλθαν νικητές. Κατόπιν ο στόλος έπλευσε προς τις ακτές της Καρίας. Και εκεί οι Στρατιώτες αποβιβάστηκαν και εκτέλεσαν επιδρομές σε μεγάλο βάθος στην ενδοχώρα, καταστρέφοντας κάθε τι τουρκικό, αποκομίζοντας πλούσια λάφυρα και εκατοντάδες αιχμαλώτους. Ύστερα από τις επιτυχίες αυτές ο στόλος αγκυροβόλησε στη Δήλο και κατόπιν έπλευσε στην Αλικαρνασσό, με σκοπό να άρει την πολιορκία του φρουρίου του Αγ. Πέτρου, που το κατείχαν οι Ιωαννίτες ιππότες. Και πάλι ο Ενετός ναύαρχος αποβίβασε τους Στρατιώτες, οι οποίοι δεν τον απογοήτευσαν. Αφού πρώτα κατανίκησαν τα τουρκικά στρατεύματα που εστάλησαν εναντίον τους, σε πεισματώδη και πολύωρη μάχη, επέδραμαν σε βάθος και αφάνισαν τους Τούρκους της περιοχής, οι οποίοι θεωρούντο οι πολεμικότεροι όλων. Στην επιχείρηση αυτή κανένας Έλληνας δεν σκοτώθηκε, 50 όμως τραυματίστηκαν.
Στη συνέχεια ο στόλος επιχείρησε να καταλάβει την Αττάλεια. Οι Στρατιώτες αποβιβάστηκαν πρώτοι και δημιούργησαν προγεφύρωμα. Κατέλαβαν μάλιστα και τα προάστια της πόλης. Ο ενετικός στόλος όμως δεν κατόρθωσε να καταλάβει και το λιμάνι και έτσι η επιχείρηση απέτυχε. Ακολούθως ο στόλος επιτέθηκε στη Σμύρνη. Οι Στρατιώτες αποβιβάστηκαν πρώτοι και κατόρθωσαν με αιφνιδιασμό να καταλάβουν την πόλη. Τότε αποβιβάστηκαν και τα πληρώματα τω γαλερών, τα οποία προέβησαν σε λεηλασίες, μη λαμβάνοντας το παραμικρό μέτρο ασφαλείας. Στο μεταξύ οι Τούρκοι, μόλις συνήλθαν από τον αρχικό αιφνιδιασμό, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους, υπό τον ελληνικής, δυστυχώς, καταγωγής σούμπαση Βαλαβάνη και επιχείρησαν να αιφνιδιάσουν, με την σειρά τους, τους λεηλατούντες Βενετούς. Οι Στρατιώτες όμως είχαν εγκαταστήσει περιπολίες περιμετρικά της πόλης και μόλις αντελήφθησαν τους Τούρκους συγκεντρώθηκαν και τους επιτέθηκαν. Ακολούθησε αιματηρή και πολύωρη συμπλοκή. Έλληνες και Τούρκοι πολεμούσαν γενναία. Τότε όμως ένας Στρατιώτης, ο Πέτρος Φρασίνας, επιτέθηκε στον σούμπαση, τον διαπέρασε με τη λόγχη του και πριν εκείνος ξεψυχήσει, του πήρε το κεφάλι με τη σπάθη και το κάρφωσε στη λόγχη του, επιδεικνύοντάς το στους Τούρκους. Στη θέα του κατακρεουργημένου αρχηγού τους οι Τούρκοι δεν άντεξαν άλλο και τράπηκαν σε φυγή, καταδιωκόμενοι και σφαγιαζόμενοι από τους Έλληνες Στρατιώτες. Τουλάχιστον 250 Τούρκοι έπεσαν στη μάχη έξω από τη Σμύρνη και πολλοί άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν.
Οι επιδρομές του ενετικού στόλου συνεχίστηκαν έως το 1473, πάντα με τους Στρατιώτες πρωτεργάτες των επιτυχιών. Μετά τη Σμύρνη και οι Κλαζομενές και η Μάκρη κυριεύθηκαν. Κατόπιν αρκετοί Στρατιώτες στάλθηκαν στην Ήπειρο, για να ενισχύσουν τις φρουρές του Δυρραχίου και της Σκόδρας, που πολιορκούνταν στενά από τους Τούρκους. Και ναι μεν το Δυρράχιο άντεξε, η Σκόδρα όμως όχι. Οι Στρατιώτες της φρουράς της πάντως, έπεσαν μέχρις ενός πολεμώντας ηρωικά, ως το τέλος. Άλλοι πάλι στρατιώτες εστάλησαν στην Κύπρο για να ενισχύσουν τις εκεί φρουρές. Τελικά το 1479 υπεγράφη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ενετών και Τούρκων. Οι περιπέτειες των "Στρατιωτών" θα συνεχιζόταν σε ξένα εδάφη.
Το 1494 ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Η’ αποφάσισε να κατακτήσει την νότιο Ιταλία. Πέραν της κατάκτησης χωρών που θεωρούσε ότι του ανήκαν, κληρονομικώ δικαίω, η συγκεκριμένη επιχείρηση θα του εξασφάλιζε μια πρώτης τάξεως βάση επιχειρήσεων κατά των Οθωμανών, τους οποίους σκόπευε να πολεμήσει, με σκοπό να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Φυσικά τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Γάλλου μονάρχη ήταν ανέφικτα, σε ότι αφορούσε την υποταγή τω Οθωμανών τουλάχιστον. Ο Κάρολος πάντως, επικεφαλής ενός ισχυρότατου στρατού, δυνάμεως άνω των 30.000 ανδρών, εφοδιασμένου με πολλά πυροβόλα, εισέβαλε στην Ιταλία και έφτασε καίγοντας και λεηλατώντας έως τη Νεάπολη. Μόνο το Μπρίντεζι δεν κατακτήθηκε, γιατί οι Έλληνες στρατιώτες φρουροί του το υπεράσπισαν επιτυχώς.
Σύντομα όμως έγινε αντιληπτό ότι οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να σταθούν στην Ιταλία. Η τραγική συμπεριφορά τους και οι σφαγές που είχαν προκαλέσει οι Ελβετοί μισθοφόροι τους, είχαν ξεσηκώσει εναντίον τους όλα τα ιταλικά κρατίδια. Το 1495 η κατάσταση για τον γαλλικό στρατό είχε καταστεί κρίσιμη. Η παρατακτέα δύναμή του είχε κατέβει στο 50 % περίπου της αρχικής. Ο πληθυσμός ήταν εχθρικός και όχι μόνο δεν παραχωρούσε χωρίς αντίσταση τρόφιμα και εφόδια, αλλά προχωρούσε και σε ενεργή αντίσταση κατά των κατακτητών. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Κάρολος δεν είχε άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει. Για να επιστρέψει όμως στη Γαλλία από τη Νεάπολη θα έπρεπε να διασχίσει ολόκληρη σχεδόν την Ιταλική χερσόνησο κατά μήκος. Τα ιταλικά κράτη, με πρωτεργάτη τη Βενετία, αντελήφθησαν τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει ο στρατός του Καρόλου, και σχημάτισαν τη Λέγκα της Βενετίας, με σκοπό να πλήξουν τον γαλλικό στρατό κατά την υποχώρηση του. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού τα ιταλικά κράτη συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους. Οι Βενετοί ήδη από τον χειμώνα του 1494 είχαν αρχίσει να στρατολογούν Έλληνες στρατιώτες από την Πελοπόννησο κυρίως, αλλά και από άλλες περιοχές (Βόρεια ‘Ήπειρος). Στις 22 Απριλίου 1495 αφίχθησαν στην Βενετία 107 Έλληνες στρατιώτες από την Κορώνη.
Ο Ενετός ιστορικός και αυτόπτης μάρτυρας Μαρίνο Σανούτο αναφέρει χαρακτηριστικά : «Οι Στρατιώτες είναι Έλληνες και φορούν πλατείς επενδύτες και ψιλούς πίλους. Μερικοί φέρουν και θώρακες. Κρατούν λόγχη και κεφαλοθραύστη και στο πλευρό τους κρέμεται σπάθη. Τρέχουν ως πουλιά και μένουν συνεχώς επάνω στα άλογα τους. Εθισμένοι στις αρπαγές, συνεχώς λεηλατούν την Πελοπόννησο (εννοεί τους Τούρκους της Πελοποννήσου). Αποτελούν άριστο προμαχώνα κατά των Τούρκων. Οργανώνουν άριστα τις επιδρομές και τις λεηλασίες τους, επιτίθενται αιφνιδιαστικά κατά του εχθρού και είναι πιστοί στον κύριο (εργοδότη) τους. Δεν αιχμαλωτίζουν, αλλά κόβουν τα κεφάλια των εχθρών, για καθένα από τα οποία αμείβονται με ένα δουκάτο. Τρώγουν λίγο και φροντίζουν πολύ τα άλογα τους. Μεγάλος αριθμός Στρατιωτών κατοικεί στις χώρες της Αυθεντίας (Ενετίας), την οποία προθύμως υπηρετούν, διότι αριστεύοντας στον πόλεμο ονομάζονται ιππότες και λαμβάνουν συντάξεις, που μεταβιβάζονται και στα παιδιά τους».
Λίγες μέρες αργότερα αφίχθη στην Βενετία και άλλο ένα πλοίο με Έλληνες Στρατιώτες, από το Ναύπλιο αυτή τη φορά. Μεταξύ των τελευταίων βρίσκονταν και πολλοί βετεράνοι του Πολέμου της Φερράρα (1482), οι οποίοι έχοντας ήδη πολεμήσει επί ιταλικού εδάφους, είχαν και την εμπειρία του χώρου, αλλά και του δυτικοευρωπαϊκού τρόπου του μάχεσθαι της εποχής. Οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στη Ραβέννα και τέθηκαν υπό τις διαταγές του Ενετού Πέτρου Ντουόντο. Στις 5 Μαΐου αφίχθη ακόμα ένα σώμα Ελλήνων, το οποίο με τη σειρά του ενώθηκε με τα προηγούμενα. Την άφιξη του τελευταίου σώματος παρακολούθησε και ένας Γάλλος ευγενής, ο Φίλιππο ντε Κομμινέ, ο οποίος αντιμετώπισε τους Στρατιώτες στο Φόρνοβο, και ο οποίος έγραψε στα απομνημονεύματα του : «Οι Estradiots είναι Έλληνες, ως οι λεγόμενοι genetaires, πεζοί και ιππείς. Είναι ενδεδυμένοι όπως και οι Τούρκοι πλην του τουρμπανιού. Άνδρες καρτερικοί, κοιμούνται όλο το έτος στο ύπαιθρο με τα άλογα τους. Όλοι τους είναι Έλληνες στο γένος και ελήφθησαν από τα φρούρια, τα οποία οι Ενετοί κατέχουν, άλλοι από το Ναύπλιο της δυτικής Πελοποννήσου και άλλοι από το Δυρράχιο. Οι Ενετοί τους εμπιστεύονται. Τους είδα να αποβιβάζονται στο νησί (Λίντο). Ήταν 1.500 τον αριθμό. Οι Estradiots είναι γενναίοι και ενοχλούσαν πολύ τον στρατό όπου του επιτίθεντο. Αυτοί μας κυνήγησαν μέχρι τα καταλύματα του στρατάρχη και αφού σκότωσαν τους Γερμανούς σωματοφύλακές του, τους έκοψαν τα κεφάλια κατά τη συνήθειά τους».
Μερικές μέρες αργότερα άλλοι 520 Έλληνες αφίχθησαν, υπό τον Ιππότη Πέτρο Βουζύκη, βετεράνο και τον ίδιο του Πολέμου της Φερράρα. Ακολούθησε η άφιξη και άλλων, έτσι ώστε η συνολική δύναμη των Στρατιωτών έφτασε τους 1.425 περίπου. Οι Στρατιώτες προερχόταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας – Κορώνη, Μεθώνη, Ναύπλιο, Ναύπακτο, Βόρεια ήπειρο, Επτάνησα. Οι Έλληνες χωρίστηκαν σε δύο σώματα. Το μεγαλύτερο, 800 άνδρες, υπό τον Ντουόνο, στάλθηκαν για τη διεξαγωγή επιδρομών κατά των Γάλλων. Οι άλλοι 625, υπό τον Βερνάρδο Κονταρίνι, στάλθηκαν στο Μιλάνο, για να ενταχθούν στη συμμαχική ιταλική στρατιά που συγκροτείτο εκεί, με σκοπό να επιτεθεί στους υποχωρούντες Γάλλους. Το σώμα του Ντουόντο συγκρούστηκε πρώτο με τους Γάλλους στη Νοβάρα. Τη Νοβάρα είχαν καταλάβει τα γαλλικά στρατεύματα, τα οποία προχωρούσαν σε συστηματική λεηλασία της περιοχές, υπό τις οδηγίες και πάλι ενός Έλληνα (!), του Κωνσταντίνου Αριανίτη, γυναικαδελφού του Γάλλου μαρκησίου του Μομφερρά.
Ο Αριανίτης, ο πατέρας του οποίου ήταν διοικητής των Σερβίων της Μακεδονίας, ήταν φανατικός εχθρός της Βενετίας. Για αυτό τάχθηκε υπέρ των Γάλλων αρχικά και υπέρ του Γερμανού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α’ αργότερα. Ο Αριανίτης ήταν αυτός που είχε πείσει τον Γάλλο βασιλιά να επιχειρήσει την κατά των Τούρκων εκστρατεία, μαζί με τον μητροπολίτη Δυρραχίου. Η αντίδραση των Ενετών κατά των Γάλλων, εμμέσως έστω, βοηθούσε τους Τούρκους. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Αριανίτης έτρεφε τέτοιο μίσος για τους Ενετούς, οι οποίοι, για να καταστρέψουν τα γαλλικά σχέδια, δολοφόνησαν τον μητροπολίτη Δυρραχίου και ενημέρωσαν τους Τούρκους. Αργότερα δε, το 1508, δολοφόνησαν και τον ίδιον τον Αριανίτη.
Στο μεταξύ το σώμα των 625 Ελλήνων είχε αφιχθεί στο Μιλάνο, όπου έγινε δεκτό από τον ίδιο τον Δούκα. Οι Έλληνες εκτέλεσαν στρατιωτικές επιδείξεις στην πλατεία της πόλης, καταπλήσσοντας και εμψυχώνοντας τους τρομοκρατημένους Ιταλούς, οι οποίοι θεωρούσαν τους Γάλλους αήττητούς. Κύρια αποστολή τους ήταν να περιορίσουν τις γαλλικές λεηλασίες και να επιφέρουν τις μεγαλύτερες δυνατές ζημιές και απώλειες στους Γάλλους. Από το Μιλάνο οι Έλληνες στρατοπέδευσαν στη μικρή πόλη Βεζεβένε, πολύ κοντά στις θέσεις των Γάλλων. Την επομένη και μέρα ελληνικό απόσπασμα εκτέλεσε περιπολία «διά να ίδωσιν αν οι εχθροί έχωσι καρδίαν διά να μετρηθώσιν». Οι Έλληνες κινήθηκαν προς τις γαλλικές θέσεις και σε απόσταση 1.5 χλμ. περίπου είδαν ένα γαλλικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 40 πάνοπλους ιππότες και 100 πεζούς να εξέρχεται προς αναχαίτιση τους. Το ελληνικό απόσπασμα επιτέθηκε αμέσως εναντίον των Γάλλων ιπποτών, των θεωρουμένων ως των καλύτερων ιππέων του κόσμου, εκείνη την εποχή, και τους διέλυσαν.
Σκότωσαν 9 και αιχμαλώτισαν 20 από αυτούς, ενώ διασκόρπισαν και το γαλλικό πεζικό ! Λίγη ώρα αργότερα 50 Έλληνες κινήθηκαν και πάλι προς το γαλλικό στρατόπεδο, για να δουν «οποίον είδος ανθρώπων ήσαν αυτοί οι Γάλλοι». Δύο Έλληνες, οι αδερφοί του καπετάνιου Πέτρου Βουζύκη πλησίασαν ως τους προμαχώνες του στρατοπέδου. Αμέσως 17 Γάλλοι ιππείς επιτέθηκαν εναντίον τους. Οι δύο Έλληνες τράπηκαν τότε σε φυγή. Οι Γάλλοι σταμάτησαν την καταδίωξη, αλλά τότε οι Έλληνες έστρεψαν απότομα και επιτέθηκαν και πάλι κατά των Γάλλων, αιφνιδιάζοντας τους. Δύο Γάλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι δύο αιχμαλωτίστηκαν. Μέσα σε λίγες μέρες οι Στρατιώτες είχαν σπείρει τον πανικό στις τάξεις των Γάλλων, με απώλεια ενός μόνο ανδρός. Οι Έλληνες τις επόμενες μέρες στρατοπέδευσαν ακόμα πιο κοντά στη Νοβάρα, αποκλείοντας εντελώς την γαλλική φρουρά, εντός των τειχών της πόλης και τριών περιφερειακών της φρουρίων. Σύντομα όμως τα τρία φρούρια, αυτό της Βίλλανοβα, του Τσεράνο και του Τρακάνο, κατελήφθησαν από ένα απόσπασμα 22 Ελλήνων και ενός Ιταλού που είχαν για οδηγό. Μετά την κατάληψη των τριών φρουρίων η πολιορκία της Νοβάρα έγινε ακόμα στενότερη.
Οι Γάλλοι επιχείρησαν να διασπάσουν τον αποκλεισμό. Ηττήθηκαν όμως από τους Έλληνες και τράπηκαν σε φυγή εντός των τειχών, αφήνοντας πίσω τους 25 νεκρούς και αιχμαλώτους. Οι Στρατιώτες θρήνησαν έναν μόνο νεκρό. Σε μια άλλη απόπειρα των Γάλλων να στήσουν ενέδρα στους ακαταπόνητους Έλληνες, οι Στρατιώτες αντελήφθησαν τον κίνδυνο και περικύκλωσαν και εξόντωσαν το ενεδρεύων εχθρικό τμήμα, δυνάμεως 40 ανδρών. Στο μεταξύ ο γαλλικός στρατός, υπό τον βασιλιά Κάρολο, υποχωρούσε. Έτσι ο Κάρολος έστειλε επιστολή στον επικεφαλής της φρουράς στη Νοβάρα, ζητώντας του να εγκαταλείψει την πόλη και να σπεύσει να ενωθεί με τον κύριο όγκο του στρατού. Ακόμα όμως και ο ταχυδρόμος του φρουράρχου αιχμαλωτίστηκε από τους Έλληνες.
Η απάντηση του Γάλλου φρουράρχου μεταφέρθηκε από τον Ενετό ιστορικό Σανούτο και έχει ως εξής : «Χριστιανικότατε βασιλέα, με διατάσσεις να έλθω μετά του στρατού και ενωθούμε εν Πλακεντία. Σε διαβεβαιώνω όμως ότι στο στρατόπεδο του δούκα του Μιλάνου ευρίσκονται κάποιοι άνθρωποι, ονομαζόμενοι Στρατιώτες, αγνοώ όμως αν είναι Τούρκοι ή διάβολοι, διότι τόσα κακά μας έκαμαν ώστε αδυνατούμε να εξέλθουμε από τη Νοβάρα. Μας φονεύουν και φέρουν τα κεφάλια μας επί των λογχών των, καθ’ εκάστην δε φτάνουν μέχρι των πυλών της πόλεως, ενώ μείς προηγουμένως λεηλατούσαμε μέχρι Βεζεβένε, ώστε είναι αδύνατον να έλθουμε, διότι οι ημέτεροι πολεμιστές φοβούνται και δεν θέλουν να εξέλθουν. Η αλήθεια είναι πως αν εξέλθουμε θα τραπούμε (σε φυγή) και φονευθούμε όλοι…». Οι ταχύτατες επιθέσεις τους, η ευκινησία, οι ελιγμοί τους, είχαν κατατρομάξει τους Γάλλους, οι οποίοι για πρώτη φορά αντιμετώπιζαν τους Έλληνες ελαφρούς ιππείς και πεζούς. Άριστοι γνώστες των τακτικών του κλεφτοπολέμου, έμπειροι βετεράνοι των πολέμων εναντίων των «απίστων Αγαρηνών», οι νέοι Έλληνες ακρίτες κατακερμάτισαν το εξαίρετο βαρύ γαλλικό ιππικό, τους περίφημους Gen d’arms, με καταπληκτική ευκολία και με απώλειες δύο μόλις ανδρών. Το χειρότερο όμως για τους Γάλλους δεν είχε έρθει ακόμα.
Ο γαλλικός στρατός, στο μεταξύ, συνέχισε να βαδίζει αργά, με σκοπό να διασχίσει τη Λομβαρδία και να εισέλθει στη φιλική Σαβοΐα. Οι καταπονημένοι Γάλλοι πέρασαν ανενόχλητοι την ορεινή διάβαση της Κίζα, αλλά ακινητοποιήθηκαν στην δεξιά όχθη του ποταμού Τάρο, αφού βρήκαν να τους περιμένει απέναντι η συμμαχική ιταλική στρατιά, συνολικής δυνάμεως 12.000 περίπου ανδρών. Όσον αφορά τους στρατιώτες οι πηγές διαφωνούν μεταξύ τους σχετικά με τον αριθμό τους. Ο Κ. Σάθας αναφέρει 1.035 Στρατιώτες παρόντες στο Φόρνοβο, υπό τους Ντουόντο, Δούκα της Μάντοβας, Ιωάννη Παλαιολόγο. Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι στη μάχη συμμετείχαν μόνο 600 Στρατιώτες υπό τον προνοητή Κονταρίνι.
Αναφέρεται όμως και η συμμετοχή ενός τμήματος καταφράκτων Ελλήνων ιππέων, υπό τον Φίλιππο τον Μακεδόνα. Προφανώς επρόκειτο για τους καλύτερα θωρακισμένους Στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν υπό ενιαία διοίκηση. Ο γαλλικός στρατός παρέτασσε περί τις 9.000 άνδρες. Από αυτούς όμως οι 2.500 ήταν οι αήττητοι Ελβετοί σαρισσοφόροι, 1.000 πάνοπλοι Γάλλοι Gen d’arms και άλλοι πεζοί βαλλιστροφόροι και λίγοι αρκεβουζιοφόροι, 600 περίπου έφιπποι τοξότες και 200 Σκώτοι της βασιλικής Φρουράς. Επιπλέον διέθετε άλλους 3.000 περίπου πυροβολητές και υπηρέτες με 42 πυροβόλα. Την 1η Ιουλίου 1495 ο δεύτερος στην ιεραρχία του γαλλικού στρατού, στρατάρχης Ζιέ τέθηκε επικεφαλής 40 ιπποτών και αρκετών πεζών κυρίως βαλλιστροφόρων και επιχείρησε να διασχίσει τον ποταμό, σε μια προσπάθεια δημιουργία προγεφυρώματος. Οι Στρατιώτες όμως ήταν εκεί και τους περίμεναν. Ακολούθησε σύντομη συμπλοκή κατά την οποία οι Γάλλοι είχαν 30 νεκρούς και 12 αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους ένας Γάλλος ιππότης, ο οποίος εξαγοράστηκε έναντι 1.000 δουκάτων και ένας Ελβετός αξιωματικός, ο οποίος εξαγοράστηκε έναντι 500 δουκάτων. Οι Έλληνες έχασαν μόνο ένα άλογο. Μετά την νίκη αυτή, οι Στρατιώτες αντεπιτέθηκαν και διέλυσαν ένα ακόμα γαλλικό απόσπασμα.
«Όλοι έδιναν συγχαρητήρια στους Στρατιώτες κραυγάζοντας εν χαρά, ζήτω ο Άγιος Μάρκος. Ο πρώτος Στρατιώτης που παρουσίασε εχθρική κεφαλήν εις τον αρχιστράτηγο ανταμείφθηκε διά δέκα δουκάτων και ασπασμού», αναφέρει ο Σανούτος. Αν τότε ο αρχιστράτηγος των ιταλικών δυνάμεων, Δούκας της Μάντουας, εκμεταλλευόταν την νίκη των Στρατιωτών και έσπευδε να επιτεθεί στην εμπροσθοφυλακή του γαλλικού στρατού, που διοικούσε ο Ιταλός Τριβούτσιο, ο γαλλικός στρατός στο σύνολο τους θα είχε ηττηθεί και καταστραφεί. Οι Ιταλοί όμως παρέμειναν στις θέσεις τους, θεωρώντας ότι η καλύτερη τακτική ήταν να αφήσουν τους Γάλλους να διαλυθούν από την έλλειψη εφοδίων. Την 5η Ιουλίου ένα ισχυρό απόσπασμα Γάλλων επιχείρησε να διασπάσει τις αμυντικές γραμμές των ιταλικών δυνάμεων. Αμέσως όμως δέχθηκε την επίθεση 24 Ελλήνων. Οι 80 Γάλλοι δεν άντεξαν την ελληνική έφοδο και αφού άφησαν πίσω τους 10 νεκρούς τράπηκαν σε φυγή. Ένας ιππότης τους που δεν πρόλαβε να ξεφύγει αποκεφαλίστηκε από έναν Στρατιώτη.
Την επομένη ο γαλλικός στρατός κινήθηκε κατά του συμμαχικού. Η μεγάλη μάχη του Φόρνοβο άρχιζε. Η γαλλική εμπροσθοφυλακή, την οποία αποτελούσαν 3.500 άνδρες. Ακολουθούσαν οι τρομεροί Ελβετοί, σε σχηματισμό βαθιάς φάλαγγας, οι λοιποί άνδρες σε διάταξη ακροβολισμού και το ελαφρύ πυροβολικό – 28 πυροβόλα – έτοιμο να καλύψει με τα πυρά του τα προελαύνοντα τμήματα. Πίσω από την εμπροσθοφυλακή βάδιζε ο ίδιος ο Γάλλος βασιλιάς, επικεφαλή 1.750 περίπου εφίππων πολεμιστών. Την οπισθοφυλακή αποτελούσαν 300 ιππότες, 1.000 Γάλλοι πεζοί και ένας λόχος Σκώτων Φρουρών. Η οπισθοφυλακή συνόδευε τα μεταγωγικά και το βαρύ πυροβολικό του στρατού. Την ίδια ώρα στο ιταλικό στρατόπεδο επικρατούσε διχογνωμία. Ορισμένοι Ιταλοί αξιωματούχοι θα ήσαν απολύτως ευχαριστημένοι με την αποχώρηση και μόνο των Γάλλων, χωρίς μάχη. Οι Ενετοί όμως επέμειναν. Ωστόσο μέχρι να ληφθεί η οριστική απόφαση, αν θα πολεμήσουν ή θα αρκεστούν να παρακολουθούν την αποχώρηση των Γάλλων, οι τελευταίοι είχαν διασχίσει τον ποταμό Τάρο, στο Φόρνοβο. Τότε μόνο οι Ιταλοί αποφάσισαν να δράσουν. Χώρισαν τις δυνάμεις τους σε εννέα διοικήσεις και ετοιμάστηκαν να επιτεθούν. Οι Έλληνες Στρατιώτες, 600 περίπου τον αριθμό, μαζί με 200 Ιταλούς ιππείς και 600 Ιταλούς έφιππους τοξότες, διατάχθηκαν να ακολουθούν τους Γάλλους κατά μήκος του ποταμού, με σκοπό να τους προσβάλουν από το αριστερό πλευρό, την ώρα που ο κύριος όγκος του ιταλικού στρατού θα τους προσέβαλε στο δεξιό.
Οι Ιταλοί πράγματι επιτέθηκαν αλλά όχι απλώς αναχαιτίστηκαν, αλλά κατακόπηκαν από τους Ελβετούς, οι οποίοι εκτέλεσαν, κατά τη συνήθεια τους και 400 αιχμαλώτους. Στο αριστερό πλευρό όμως η επίθεση των Ιταλών και των Ελλήνων εξελίχθηκε διαφορετικά. Οι 1.400 ιππείς και έφιπποι πεζοί, διέσπασαν αρχικά τη γαλλική διάταξη και έτρεψαν σε φυγή τους απέναντι τους εχθρούς. Τότε όμως οι Ιταλοί άφησαν τη μάχη και στράφηκαν κατά των γαλλικών μεταγωγικών, αφήνοντας τους Έλληνες να μάχονται μόνοι. Όπως ήταν φυσικό και οι τελευταίοι, απαγκιστρώθηκαν και όρμησαν στα μεταγωγικά. Ακολούθησε σφαγή των 1.500 περίπου Γάλλων φρουρών, ενώ όλα τα μεταγωγικά περιήλθαν στα χέρια των Ελλήνων. Τα λάφυρα, που οι Γάλλοι είχαν αρπάξει, αξίας άνω των 200.000 χρυσών δουκάτων, έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων. Ανάμεσα στα άλλα λάφυρα ξεχώριζε το κράνος και η σπάθη του ίδιου του Καρόλου Η’. Ο υπόλοιπο γαλλικός στρατός όμως ξέφυγε, αφήνοντας πίσω του περί τους 3.000 άνδρες του νεκρούς και αιχμαλώτους (1.200 μάχιμοι και 1.500 βοηθητικοί). Οι απώλειες των Ιταλών έφτασαν στις 2.000 άνδρες περίπου. Οι Έλληνες δεν φαίνεται από τις πηγές να υπέστησαν απώλειες στη μάχη. Ανάμεσα στους Στρατιώτες που διακρίθηκαν στη μάχη ήταν και ένας νεαρός, ονόματι Μερκούριος Μπουγάς ή Μπούας, Γρίβας. Σύντομα το όνομα του θα γινόταν πασίγνωστο σε όλη την Ευρώπη, μαζί με αυτά των υπολοίπων κεφαλών των Στρατιωτών, του Δημητρίου Λάσκαρη, εκ Ζακύνθου, των Ιωάννη και Θεοδώρου Παλαιολόγων, εκ Πελοποννήσου, του Φιλίππου, εκ Μακεδονίας, του Βουζύκη και Μπούα, εκ Ναυπλίου και Άργους. Σύμφωνα με μια άποψη ο Μερκούριος Μπούας επιτέθηκε και κατά του ιδίου του Γάλλου βασιλιά Καρόλου, τον οποίο και τραυμάτισε στο πρόσωπο.
Μετά τη μάχη η συμμαχία των ιταλικών κρατών ουσιαστικά διαλύθηκε. Μόνο οι Ενετοί επέμειναν στον κατά των Γάλλων πόλεμο, στέλνοντας μάλιστα τους Έλληνες να καταδιώξουν τον ηττημένο εχθρό, μέχρις της εξόδου του από το ιταλικό έδαφος, προκαλώντας του και άλλες απώλειες. Παράλληλα εξακολούθησαν να ταλαιπωρούν τους αποκλεισμένους στη Νοβάρα Γάλλους. Την επομένη της μάχης του Φόρνοβο, 12 Στρατιώτες έστησαν ενέδρα και σκότωσαν εννέα Γάλλους, αρπάζοντας και έξι πολεμικά άλογα. Όταν η φρουρά είδε ότι οι Έλληνες ήσαν λίγοι επιχείρησε έξοδο. Οι 12 τότε τράπηκαν σε φυγή, κατευθυνόμενοι προς ένα σημείο όπου ενέδρευαν 450 Έλληνες Στρατιώτες και Ζαγραδόροι (ελαφροί πεζοί, βαλλιστροφόροι και αργότερα αρκεβουζιοφόροι που υποστήριζαν με πυρά τους Στρατιώτες). Οι ανυποψίαστοι Γάλλοι έπεσαν στην παγίδα και διαλύθηκαν. Άλλοι 15 σκοτώθηκαν και 17 αιχμαλωτίστηκαν, μαζί με 32 άλογα. Στις 15 Ιουλίου οι Στρατιώτες εκτέλεσαν μεγάλης κλίμακας επιδρομή κατά της Νοβάρας και κυρίευσαν την πόλη, πλην του φρουρίου της, κατατροπώνοντας τα γαλλικά στρατεύματα.
Ο Ενετός ιστορικός Σανούτος σε έκθεσή του προς τις αρχές της Δημοκρατίας αναφέρει ότι οι Στρατιώτες μόνοι, χωρίς τη βοήθεια πεζών, κέρδισαν τη νίκη, έναντι ισχυρών γαλλικών δυνάμεων. Μετά τη νίκη οι Στρατιώτες επέστρεψαν στο στρατόπεδο, επευφημούμενοι από όλον τον στρατό, «λατρευόμενοι κυριωλεκτικώς από όλους στο στρατόπεδο», όπως αναφέρει ο Σανούτο. Ακόμα και ο Δούκας του Μιλάνου έστειλε ευχαριστήριο επιστολή στην ενετική γερουσία, ευγνωμονώντας την για την αποστολή των Στρατιωτών «που αποκλείοντας τον εχθρό έσωσαν την χώρα». Τελικά, όταν αφίχθησαν στη Νοβάρα και τα υπόλοιπα τμήματα Στρατιωτών, υπό τον Μερκούριο Μπούα, τα οποία καταδίωκαν τον υποχωρών γαλλικό στρατό, οι αποκλεισμένοι στη Νοβάρα Γάλλοι αναγκάστηκαν με τη σειρά τους να παραδοθούν. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη νίκη που είχε πετύχει τμήμα ιππικού σε πολιορκητική επιχείρηση. Στη μάχη αυτή οι Γάλλοι υπέστησαν τουλάχιστον 800 απώλειες – νεκροί, αιχμάλωτοι.
Ο ενετικός στόλος απέπλευσε το 1470 από την Πελοπόννησο και αγκυροβόλησε στη Λέσβο. Από εκεί έπλευσε στα μικρασιατικά παράλια και αποβίβασε τους Στρατιώτες. Αυτοί επιτέθηκαν σε όλα τα τουρκικά χωριά της περιοχής, συντρίβοντας τους εχθρούς. Σε κάποια φάση των επιχειρήσεων ισχυρές τουρκικές δυνάμεις κατεδίωξαν τους Έλληνες. Δόθηκε τότε πραγματική κατά παράταξη μάχη, από την οποία οι Στρατιώτες εξήλθαν νικητές. Κατόπιν ο στόλος έπλευσε προς τις ακτές της Καρίας. Και εκεί οι Στρατιώτες αποβιβάστηκαν και εκτέλεσαν επιδρομές σε μεγάλο βάθος στην ενδοχώρα, καταστρέφοντας κάθε τι τουρκικό, αποκομίζοντας πλούσια λάφυρα και εκατοντάδες αιχμαλώτους. Ύστερα από τις επιτυχίες αυτές ο στόλος αγκυροβόλησε στη Δήλο και κατόπιν έπλευσε στην Αλικαρνασσό, με σκοπό να άρει την πολιορκία του φρουρίου του Αγ. Πέτρου, που το κατείχαν οι Ιωαννίτες ιππότες. Και πάλι ο Ενετός ναύαρχος αποβίβασε τους Στρατιώτες, οι οποίοι δεν τον απογοήτευσαν. Αφού πρώτα κατανίκησαν τα τουρκικά στρατεύματα που εστάλησαν εναντίον τους, σε πεισματώδη και πολύωρη μάχη, επέδραμαν σε βάθος και αφάνισαν τους Τούρκους της περιοχής, οι οποίοι θεωρούντο οι πολεμικότεροι όλων. Στην επιχείρηση αυτή κανένας Έλληνας δεν σκοτώθηκε, 50 όμως τραυματίστηκαν.
Στη συνέχεια ο στόλος επιχείρησε να καταλάβει την Αττάλεια. Οι Στρατιώτες αποβιβάστηκαν πρώτοι και δημιούργησαν προγεφύρωμα. Κατέλαβαν μάλιστα και τα προάστια της πόλης. Ο ενετικός στόλος όμως δεν κατόρθωσε να καταλάβει και το λιμάνι και έτσι η επιχείρηση απέτυχε. Ακολούθως ο στόλος επιτέθηκε στη Σμύρνη. Οι Στρατιώτες αποβιβάστηκαν πρώτοι και κατόρθωσαν με αιφνιδιασμό να καταλάβουν την πόλη. Τότε αποβιβάστηκαν και τα πληρώματα τω γαλερών, τα οποία προέβησαν σε λεηλασίες, μη λαμβάνοντας το παραμικρό μέτρο ασφαλείας. Στο μεταξύ οι Τούρκοι, μόλις συνήλθαν από τον αρχικό αιφνιδιασμό, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους, υπό τον ελληνικής, δυστυχώς, καταγωγής σούμπαση Βαλαβάνη και επιχείρησαν να αιφνιδιάσουν, με την σειρά τους, τους λεηλατούντες Βενετούς. Οι Στρατιώτες όμως είχαν εγκαταστήσει περιπολίες περιμετρικά της πόλης και μόλις αντελήφθησαν τους Τούρκους συγκεντρώθηκαν και τους επιτέθηκαν. Ακολούθησε αιματηρή και πολύωρη συμπλοκή. Έλληνες και Τούρκοι πολεμούσαν γενναία. Τότε όμως ένας Στρατιώτης, ο Πέτρος Φρασίνας, επιτέθηκε στον σούμπαση, τον διαπέρασε με τη λόγχη του και πριν εκείνος ξεψυχήσει, του πήρε το κεφάλι με τη σπάθη και το κάρφωσε στη λόγχη του, επιδεικνύοντάς το στους Τούρκους. Στη θέα του κατακρεουργημένου αρχηγού τους οι Τούρκοι δεν άντεξαν άλλο και τράπηκαν σε φυγή, καταδιωκόμενοι και σφαγιαζόμενοι από τους Έλληνες Στρατιώτες. Τουλάχιστον 250 Τούρκοι έπεσαν στη μάχη έξω από τη Σμύρνη και πολλοί άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν.
Οι επιδρομές του ενετικού στόλου συνεχίστηκαν έως το 1473, πάντα με τους Στρατιώτες πρωτεργάτες των επιτυχιών. Μετά τη Σμύρνη και οι Κλαζομενές και η Μάκρη κυριεύθηκαν. Κατόπιν αρκετοί Στρατιώτες στάλθηκαν στην Ήπειρο, για να ενισχύσουν τις φρουρές του Δυρραχίου και της Σκόδρας, που πολιορκούνταν στενά από τους Τούρκους. Και ναι μεν το Δυρράχιο άντεξε, η Σκόδρα όμως όχι. Οι Στρατιώτες της φρουράς της πάντως, έπεσαν μέχρις ενός πολεμώντας ηρωικά, ως το τέλος. Άλλοι πάλι στρατιώτες εστάλησαν στην Κύπρο για να ενισχύσουν τις εκεί φρουρές. Τελικά το 1479 υπεγράφη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ενετών και Τούρκων. Οι περιπέτειες των "Στρατιωτών" θα συνεχιζόταν σε ξένα εδάφη.
Το 1494 ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Η’ αποφάσισε να κατακτήσει την νότιο Ιταλία. Πέραν της κατάκτησης χωρών που θεωρούσε ότι του ανήκαν, κληρονομικώ δικαίω, η συγκεκριμένη επιχείρηση θα του εξασφάλιζε μια πρώτης τάξεως βάση επιχειρήσεων κατά των Οθωμανών, τους οποίους σκόπευε να πολεμήσει, με σκοπό να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Φυσικά τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Γάλλου μονάρχη ήταν ανέφικτα, σε ότι αφορούσε την υποταγή τω Οθωμανών τουλάχιστον. Ο Κάρολος πάντως, επικεφαλής ενός ισχυρότατου στρατού, δυνάμεως άνω των 30.000 ανδρών, εφοδιασμένου με πολλά πυροβόλα, εισέβαλε στην Ιταλία και έφτασε καίγοντας και λεηλατώντας έως τη Νεάπολη. Μόνο το Μπρίντεζι δεν κατακτήθηκε, γιατί οι Έλληνες στρατιώτες φρουροί του το υπεράσπισαν επιτυχώς.
Σύντομα όμως έγινε αντιληπτό ότι οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να σταθούν στην Ιταλία. Η τραγική συμπεριφορά τους και οι σφαγές που είχαν προκαλέσει οι Ελβετοί μισθοφόροι τους, είχαν ξεσηκώσει εναντίον τους όλα τα ιταλικά κρατίδια. Το 1495 η κατάσταση για τον γαλλικό στρατό είχε καταστεί κρίσιμη. Η παρατακτέα δύναμή του είχε κατέβει στο 50 % περίπου της αρχικής. Ο πληθυσμός ήταν εχθρικός και όχι μόνο δεν παραχωρούσε χωρίς αντίσταση τρόφιμα και εφόδια, αλλά προχωρούσε και σε ενεργή αντίσταση κατά των κατακτητών. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Κάρολος δεν είχε άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει. Για να επιστρέψει όμως στη Γαλλία από τη Νεάπολη θα έπρεπε να διασχίσει ολόκληρη σχεδόν την Ιταλική χερσόνησο κατά μήκος. Τα ιταλικά κράτη, με πρωτεργάτη τη Βενετία, αντελήφθησαν τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει ο στρατός του Καρόλου, και σχημάτισαν τη Λέγκα της Βενετίας, με σκοπό να πλήξουν τον γαλλικό στρατό κατά την υποχώρηση του. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού τα ιταλικά κράτη συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους. Οι Βενετοί ήδη από τον χειμώνα του 1494 είχαν αρχίσει να στρατολογούν Έλληνες στρατιώτες από την Πελοπόννησο κυρίως, αλλά και από άλλες περιοχές (Βόρεια ‘Ήπειρος). Στις 22 Απριλίου 1495 αφίχθησαν στην Βενετία 107 Έλληνες στρατιώτες από την Κορώνη.
Ο Ενετός ιστορικός και αυτόπτης μάρτυρας Μαρίνο Σανούτο αναφέρει χαρακτηριστικά : «Οι Στρατιώτες είναι Έλληνες και φορούν πλατείς επενδύτες και ψιλούς πίλους. Μερικοί φέρουν και θώρακες. Κρατούν λόγχη και κεφαλοθραύστη και στο πλευρό τους κρέμεται σπάθη. Τρέχουν ως πουλιά και μένουν συνεχώς επάνω στα άλογα τους. Εθισμένοι στις αρπαγές, συνεχώς λεηλατούν την Πελοπόννησο (εννοεί τους Τούρκους της Πελοποννήσου). Αποτελούν άριστο προμαχώνα κατά των Τούρκων. Οργανώνουν άριστα τις επιδρομές και τις λεηλασίες τους, επιτίθενται αιφνιδιαστικά κατά του εχθρού και είναι πιστοί στον κύριο (εργοδότη) τους. Δεν αιχμαλωτίζουν, αλλά κόβουν τα κεφάλια των εχθρών, για καθένα από τα οποία αμείβονται με ένα δουκάτο. Τρώγουν λίγο και φροντίζουν πολύ τα άλογα τους. Μεγάλος αριθμός Στρατιωτών κατοικεί στις χώρες της Αυθεντίας (Ενετίας), την οποία προθύμως υπηρετούν, διότι αριστεύοντας στον πόλεμο ονομάζονται ιππότες και λαμβάνουν συντάξεις, που μεταβιβάζονται και στα παιδιά τους».
Λίγες μέρες αργότερα αφίχθη στην Βενετία και άλλο ένα πλοίο με Έλληνες Στρατιώτες, από το Ναύπλιο αυτή τη φορά. Μεταξύ των τελευταίων βρίσκονταν και πολλοί βετεράνοι του Πολέμου της Φερράρα (1482), οι οποίοι έχοντας ήδη πολεμήσει επί ιταλικού εδάφους, είχαν και την εμπειρία του χώρου, αλλά και του δυτικοευρωπαϊκού τρόπου του μάχεσθαι της εποχής. Οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στη Ραβέννα και τέθηκαν υπό τις διαταγές του Ενετού Πέτρου Ντουόντο. Στις 5 Μαΐου αφίχθη ακόμα ένα σώμα Ελλήνων, το οποίο με τη σειρά του ενώθηκε με τα προηγούμενα. Την άφιξη του τελευταίου σώματος παρακολούθησε και ένας Γάλλος ευγενής, ο Φίλιππο ντε Κομμινέ, ο οποίος αντιμετώπισε τους Στρατιώτες στο Φόρνοβο, και ο οποίος έγραψε στα απομνημονεύματα του : «Οι Estradiots είναι Έλληνες, ως οι λεγόμενοι genetaires, πεζοί και ιππείς. Είναι ενδεδυμένοι όπως και οι Τούρκοι πλην του τουρμπανιού. Άνδρες καρτερικοί, κοιμούνται όλο το έτος στο ύπαιθρο με τα άλογα τους. Όλοι τους είναι Έλληνες στο γένος και ελήφθησαν από τα φρούρια, τα οποία οι Ενετοί κατέχουν, άλλοι από το Ναύπλιο της δυτικής Πελοποννήσου και άλλοι από το Δυρράχιο. Οι Ενετοί τους εμπιστεύονται. Τους είδα να αποβιβάζονται στο νησί (Λίντο). Ήταν 1.500 τον αριθμό. Οι Estradiots είναι γενναίοι και ενοχλούσαν πολύ τον στρατό όπου του επιτίθεντο. Αυτοί μας κυνήγησαν μέχρι τα καταλύματα του στρατάρχη και αφού σκότωσαν τους Γερμανούς σωματοφύλακές του, τους έκοψαν τα κεφάλια κατά τη συνήθειά τους».
Μερικές μέρες αργότερα άλλοι 520 Έλληνες αφίχθησαν, υπό τον Ιππότη Πέτρο Βουζύκη, βετεράνο και τον ίδιο του Πολέμου της Φερράρα. Ακολούθησε η άφιξη και άλλων, έτσι ώστε η συνολική δύναμη των Στρατιωτών έφτασε τους 1.425 περίπου. Οι Στρατιώτες προερχόταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας – Κορώνη, Μεθώνη, Ναύπλιο, Ναύπακτο, Βόρεια ήπειρο, Επτάνησα. Οι Έλληνες χωρίστηκαν σε δύο σώματα. Το μεγαλύτερο, 800 άνδρες, υπό τον Ντουόνο, στάλθηκαν για τη διεξαγωγή επιδρομών κατά των Γάλλων. Οι άλλοι 625, υπό τον Βερνάρδο Κονταρίνι, στάλθηκαν στο Μιλάνο, για να ενταχθούν στη συμμαχική ιταλική στρατιά που συγκροτείτο εκεί, με σκοπό να επιτεθεί στους υποχωρούντες Γάλλους. Το σώμα του Ντουόντο συγκρούστηκε πρώτο με τους Γάλλους στη Νοβάρα. Τη Νοβάρα είχαν καταλάβει τα γαλλικά στρατεύματα, τα οποία προχωρούσαν σε συστηματική λεηλασία της περιοχές, υπό τις οδηγίες και πάλι ενός Έλληνα (!), του Κωνσταντίνου Αριανίτη, γυναικαδελφού του Γάλλου μαρκησίου του Μομφερρά.
Ο Αριανίτης, ο πατέρας του οποίου ήταν διοικητής των Σερβίων της Μακεδονίας, ήταν φανατικός εχθρός της Βενετίας. Για αυτό τάχθηκε υπέρ των Γάλλων αρχικά και υπέρ του Γερμανού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α’ αργότερα. Ο Αριανίτης ήταν αυτός που είχε πείσει τον Γάλλο βασιλιά να επιχειρήσει την κατά των Τούρκων εκστρατεία, μαζί με τον μητροπολίτη Δυρραχίου. Η αντίδραση των Ενετών κατά των Γάλλων, εμμέσως έστω, βοηθούσε τους Τούρκους. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Αριανίτης έτρεφε τέτοιο μίσος για τους Ενετούς, οι οποίοι, για να καταστρέψουν τα γαλλικά σχέδια, δολοφόνησαν τον μητροπολίτη Δυρραχίου και ενημέρωσαν τους Τούρκους. Αργότερα δε, το 1508, δολοφόνησαν και τον ίδιον τον Αριανίτη.
Στο μεταξύ το σώμα των 625 Ελλήνων είχε αφιχθεί στο Μιλάνο, όπου έγινε δεκτό από τον ίδιο τον Δούκα. Οι Έλληνες εκτέλεσαν στρατιωτικές επιδείξεις στην πλατεία της πόλης, καταπλήσσοντας και εμψυχώνοντας τους τρομοκρατημένους Ιταλούς, οι οποίοι θεωρούσαν τους Γάλλους αήττητούς. Κύρια αποστολή τους ήταν να περιορίσουν τις γαλλικές λεηλασίες και να επιφέρουν τις μεγαλύτερες δυνατές ζημιές και απώλειες στους Γάλλους. Από το Μιλάνο οι Έλληνες στρατοπέδευσαν στη μικρή πόλη Βεζεβένε, πολύ κοντά στις θέσεις των Γάλλων. Την επομένη και μέρα ελληνικό απόσπασμα εκτέλεσε περιπολία «διά να ίδωσιν αν οι εχθροί έχωσι καρδίαν διά να μετρηθώσιν». Οι Έλληνες κινήθηκαν προς τις γαλλικές θέσεις και σε απόσταση 1.5 χλμ. περίπου είδαν ένα γαλλικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 40 πάνοπλους ιππότες και 100 πεζούς να εξέρχεται προς αναχαίτιση τους. Το ελληνικό απόσπασμα επιτέθηκε αμέσως εναντίον των Γάλλων ιπποτών, των θεωρουμένων ως των καλύτερων ιππέων του κόσμου, εκείνη την εποχή, και τους διέλυσαν.
Σκότωσαν 9 και αιχμαλώτισαν 20 από αυτούς, ενώ διασκόρπισαν και το γαλλικό πεζικό ! Λίγη ώρα αργότερα 50 Έλληνες κινήθηκαν και πάλι προς το γαλλικό στρατόπεδο, για να δουν «οποίον είδος ανθρώπων ήσαν αυτοί οι Γάλλοι». Δύο Έλληνες, οι αδερφοί του καπετάνιου Πέτρου Βουζύκη πλησίασαν ως τους προμαχώνες του στρατοπέδου. Αμέσως 17 Γάλλοι ιππείς επιτέθηκαν εναντίον τους. Οι δύο Έλληνες τράπηκαν τότε σε φυγή. Οι Γάλλοι σταμάτησαν την καταδίωξη, αλλά τότε οι Έλληνες έστρεψαν απότομα και επιτέθηκαν και πάλι κατά των Γάλλων, αιφνιδιάζοντας τους. Δύο Γάλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι δύο αιχμαλωτίστηκαν. Μέσα σε λίγες μέρες οι Στρατιώτες είχαν σπείρει τον πανικό στις τάξεις των Γάλλων, με απώλεια ενός μόνο ανδρός. Οι Έλληνες τις επόμενες μέρες στρατοπέδευσαν ακόμα πιο κοντά στη Νοβάρα, αποκλείοντας εντελώς την γαλλική φρουρά, εντός των τειχών της πόλης και τριών περιφερειακών της φρουρίων. Σύντομα όμως τα τρία φρούρια, αυτό της Βίλλανοβα, του Τσεράνο και του Τρακάνο, κατελήφθησαν από ένα απόσπασμα 22 Ελλήνων και ενός Ιταλού που είχαν για οδηγό. Μετά την κατάληψη των τριών φρουρίων η πολιορκία της Νοβάρα έγινε ακόμα στενότερη.
Οι Γάλλοι επιχείρησαν να διασπάσουν τον αποκλεισμό. Ηττήθηκαν όμως από τους Έλληνες και τράπηκαν σε φυγή εντός των τειχών, αφήνοντας πίσω τους 25 νεκρούς και αιχμαλώτους. Οι Στρατιώτες θρήνησαν έναν μόνο νεκρό. Σε μια άλλη απόπειρα των Γάλλων να στήσουν ενέδρα στους ακαταπόνητους Έλληνες, οι Στρατιώτες αντελήφθησαν τον κίνδυνο και περικύκλωσαν και εξόντωσαν το ενεδρεύων εχθρικό τμήμα, δυνάμεως 40 ανδρών. Στο μεταξύ ο γαλλικός στρατός, υπό τον βασιλιά Κάρολο, υποχωρούσε. Έτσι ο Κάρολος έστειλε επιστολή στον επικεφαλής της φρουράς στη Νοβάρα, ζητώντας του να εγκαταλείψει την πόλη και να σπεύσει να ενωθεί με τον κύριο όγκο του στρατού. Ακόμα όμως και ο ταχυδρόμος του φρουράρχου αιχμαλωτίστηκε από τους Έλληνες.
Η απάντηση του Γάλλου φρουράρχου μεταφέρθηκε από τον Ενετό ιστορικό Σανούτο και έχει ως εξής : «Χριστιανικότατε βασιλέα, με διατάσσεις να έλθω μετά του στρατού και ενωθούμε εν Πλακεντία. Σε διαβεβαιώνω όμως ότι στο στρατόπεδο του δούκα του Μιλάνου ευρίσκονται κάποιοι άνθρωποι, ονομαζόμενοι Στρατιώτες, αγνοώ όμως αν είναι Τούρκοι ή διάβολοι, διότι τόσα κακά μας έκαμαν ώστε αδυνατούμε να εξέλθουμε από τη Νοβάρα. Μας φονεύουν και φέρουν τα κεφάλια μας επί των λογχών των, καθ’ εκάστην δε φτάνουν μέχρι των πυλών της πόλεως, ενώ μείς προηγουμένως λεηλατούσαμε μέχρι Βεζεβένε, ώστε είναι αδύνατον να έλθουμε, διότι οι ημέτεροι πολεμιστές φοβούνται και δεν θέλουν να εξέλθουν. Η αλήθεια είναι πως αν εξέλθουμε θα τραπούμε (σε φυγή) και φονευθούμε όλοι…». Οι ταχύτατες επιθέσεις τους, η ευκινησία, οι ελιγμοί τους, είχαν κατατρομάξει τους Γάλλους, οι οποίοι για πρώτη φορά αντιμετώπιζαν τους Έλληνες ελαφρούς ιππείς και πεζούς. Άριστοι γνώστες των τακτικών του κλεφτοπολέμου, έμπειροι βετεράνοι των πολέμων εναντίων των «απίστων Αγαρηνών», οι νέοι Έλληνες ακρίτες κατακερμάτισαν το εξαίρετο βαρύ γαλλικό ιππικό, τους περίφημους Gen d’arms, με καταπληκτική ευκολία και με απώλειες δύο μόλις ανδρών. Το χειρότερο όμως για τους Γάλλους δεν είχε έρθει ακόμα.
Ο γαλλικός στρατός, στο μεταξύ, συνέχισε να βαδίζει αργά, με σκοπό να διασχίσει τη Λομβαρδία και να εισέλθει στη φιλική Σαβοΐα. Οι καταπονημένοι Γάλλοι πέρασαν ανενόχλητοι την ορεινή διάβαση της Κίζα, αλλά ακινητοποιήθηκαν στην δεξιά όχθη του ποταμού Τάρο, αφού βρήκαν να τους περιμένει απέναντι η συμμαχική ιταλική στρατιά, συνολικής δυνάμεως 12.000 περίπου ανδρών. Όσον αφορά τους στρατιώτες οι πηγές διαφωνούν μεταξύ τους σχετικά με τον αριθμό τους. Ο Κ. Σάθας αναφέρει 1.035 Στρατιώτες παρόντες στο Φόρνοβο, υπό τους Ντουόντο, Δούκα της Μάντοβας, Ιωάννη Παλαιολόγο. Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι στη μάχη συμμετείχαν μόνο 600 Στρατιώτες υπό τον προνοητή Κονταρίνι.
Αναφέρεται όμως και η συμμετοχή ενός τμήματος καταφράκτων Ελλήνων ιππέων, υπό τον Φίλιππο τον Μακεδόνα. Προφανώς επρόκειτο για τους καλύτερα θωρακισμένους Στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν υπό ενιαία διοίκηση. Ο γαλλικός στρατός παρέτασσε περί τις 9.000 άνδρες. Από αυτούς όμως οι 2.500 ήταν οι αήττητοι Ελβετοί σαρισσοφόροι, 1.000 πάνοπλοι Γάλλοι Gen d’arms και άλλοι πεζοί βαλλιστροφόροι και λίγοι αρκεβουζιοφόροι, 600 περίπου έφιπποι τοξότες και 200 Σκώτοι της βασιλικής Φρουράς. Επιπλέον διέθετε άλλους 3.000 περίπου πυροβολητές και υπηρέτες με 42 πυροβόλα. Την 1η Ιουλίου 1495 ο δεύτερος στην ιεραρχία του γαλλικού στρατού, στρατάρχης Ζιέ τέθηκε επικεφαλής 40 ιπποτών και αρκετών πεζών κυρίως βαλλιστροφόρων και επιχείρησε να διασχίσει τον ποταμό, σε μια προσπάθεια δημιουργία προγεφυρώματος. Οι Στρατιώτες όμως ήταν εκεί και τους περίμεναν. Ακολούθησε σύντομη συμπλοκή κατά την οποία οι Γάλλοι είχαν 30 νεκρούς και 12 αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους ένας Γάλλος ιππότης, ο οποίος εξαγοράστηκε έναντι 1.000 δουκάτων και ένας Ελβετός αξιωματικός, ο οποίος εξαγοράστηκε έναντι 500 δουκάτων. Οι Έλληνες έχασαν μόνο ένα άλογο. Μετά την νίκη αυτή, οι Στρατιώτες αντεπιτέθηκαν και διέλυσαν ένα ακόμα γαλλικό απόσπασμα.
«Όλοι έδιναν συγχαρητήρια στους Στρατιώτες κραυγάζοντας εν χαρά, ζήτω ο Άγιος Μάρκος. Ο πρώτος Στρατιώτης που παρουσίασε εχθρική κεφαλήν εις τον αρχιστράτηγο ανταμείφθηκε διά δέκα δουκάτων και ασπασμού», αναφέρει ο Σανούτος. Αν τότε ο αρχιστράτηγος των ιταλικών δυνάμεων, Δούκας της Μάντουας, εκμεταλλευόταν την νίκη των Στρατιωτών και έσπευδε να επιτεθεί στην εμπροσθοφυλακή του γαλλικού στρατού, που διοικούσε ο Ιταλός Τριβούτσιο, ο γαλλικός στρατός στο σύνολο τους θα είχε ηττηθεί και καταστραφεί. Οι Ιταλοί όμως παρέμειναν στις θέσεις τους, θεωρώντας ότι η καλύτερη τακτική ήταν να αφήσουν τους Γάλλους να διαλυθούν από την έλλειψη εφοδίων. Την 5η Ιουλίου ένα ισχυρό απόσπασμα Γάλλων επιχείρησε να διασπάσει τις αμυντικές γραμμές των ιταλικών δυνάμεων. Αμέσως όμως δέχθηκε την επίθεση 24 Ελλήνων. Οι 80 Γάλλοι δεν άντεξαν την ελληνική έφοδο και αφού άφησαν πίσω τους 10 νεκρούς τράπηκαν σε φυγή. Ένας ιππότης τους που δεν πρόλαβε να ξεφύγει αποκεφαλίστηκε από έναν Στρατιώτη.
Την επομένη ο γαλλικός στρατός κινήθηκε κατά του συμμαχικού. Η μεγάλη μάχη του Φόρνοβο άρχιζε. Η γαλλική εμπροσθοφυλακή, την οποία αποτελούσαν 3.500 άνδρες. Ακολουθούσαν οι τρομεροί Ελβετοί, σε σχηματισμό βαθιάς φάλαγγας, οι λοιποί άνδρες σε διάταξη ακροβολισμού και το ελαφρύ πυροβολικό – 28 πυροβόλα – έτοιμο να καλύψει με τα πυρά του τα προελαύνοντα τμήματα. Πίσω από την εμπροσθοφυλακή βάδιζε ο ίδιος ο Γάλλος βασιλιάς, επικεφαλή 1.750 περίπου εφίππων πολεμιστών. Την οπισθοφυλακή αποτελούσαν 300 ιππότες, 1.000 Γάλλοι πεζοί και ένας λόχος Σκώτων Φρουρών. Η οπισθοφυλακή συνόδευε τα μεταγωγικά και το βαρύ πυροβολικό του στρατού. Την ίδια ώρα στο ιταλικό στρατόπεδο επικρατούσε διχογνωμία. Ορισμένοι Ιταλοί αξιωματούχοι θα ήσαν απολύτως ευχαριστημένοι με την αποχώρηση και μόνο των Γάλλων, χωρίς μάχη. Οι Ενετοί όμως επέμειναν. Ωστόσο μέχρι να ληφθεί η οριστική απόφαση, αν θα πολεμήσουν ή θα αρκεστούν να παρακολουθούν την αποχώρηση των Γάλλων, οι τελευταίοι είχαν διασχίσει τον ποταμό Τάρο, στο Φόρνοβο. Τότε μόνο οι Ιταλοί αποφάσισαν να δράσουν. Χώρισαν τις δυνάμεις τους σε εννέα διοικήσεις και ετοιμάστηκαν να επιτεθούν. Οι Έλληνες Στρατιώτες, 600 περίπου τον αριθμό, μαζί με 200 Ιταλούς ιππείς και 600 Ιταλούς έφιππους τοξότες, διατάχθηκαν να ακολουθούν τους Γάλλους κατά μήκος του ποταμού, με σκοπό να τους προσβάλουν από το αριστερό πλευρό, την ώρα που ο κύριος όγκος του ιταλικού στρατού θα τους προσέβαλε στο δεξιό.
Οι Ιταλοί πράγματι επιτέθηκαν αλλά όχι απλώς αναχαιτίστηκαν, αλλά κατακόπηκαν από τους Ελβετούς, οι οποίοι εκτέλεσαν, κατά τη συνήθεια τους και 400 αιχμαλώτους. Στο αριστερό πλευρό όμως η επίθεση των Ιταλών και των Ελλήνων εξελίχθηκε διαφορετικά. Οι 1.400 ιππείς και έφιπποι πεζοί, διέσπασαν αρχικά τη γαλλική διάταξη και έτρεψαν σε φυγή τους απέναντι τους εχθρούς. Τότε όμως οι Ιταλοί άφησαν τη μάχη και στράφηκαν κατά των γαλλικών μεταγωγικών, αφήνοντας τους Έλληνες να μάχονται μόνοι. Όπως ήταν φυσικό και οι τελευταίοι, απαγκιστρώθηκαν και όρμησαν στα μεταγωγικά. Ακολούθησε σφαγή των 1.500 περίπου Γάλλων φρουρών, ενώ όλα τα μεταγωγικά περιήλθαν στα χέρια των Ελλήνων. Τα λάφυρα, που οι Γάλλοι είχαν αρπάξει, αξίας άνω των 200.000 χρυσών δουκάτων, έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων. Ανάμεσα στα άλλα λάφυρα ξεχώριζε το κράνος και η σπάθη του ίδιου του Καρόλου Η’. Ο υπόλοιπο γαλλικός στρατός όμως ξέφυγε, αφήνοντας πίσω του περί τους 3.000 άνδρες του νεκρούς και αιχμαλώτους (1.200 μάχιμοι και 1.500 βοηθητικοί). Οι απώλειες των Ιταλών έφτασαν στις 2.000 άνδρες περίπου. Οι Έλληνες δεν φαίνεται από τις πηγές να υπέστησαν απώλειες στη μάχη. Ανάμεσα στους Στρατιώτες που διακρίθηκαν στη μάχη ήταν και ένας νεαρός, ονόματι Μερκούριος Μπουγάς ή Μπούας, Γρίβας. Σύντομα το όνομα του θα γινόταν πασίγνωστο σε όλη την Ευρώπη, μαζί με αυτά των υπολοίπων κεφαλών των Στρατιωτών, του Δημητρίου Λάσκαρη, εκ Ζακύνθου, των Ιωάννη και Θεοδώρου Παλαιολόγων, εκ Πελοποννήσου, του Φιλίππου, εκ Μακεδονίας, του Βουζύκη και Μπούα, εκ Ναυπλίου και Άργους. Σύμφωνα με μια άποψη ο Μερκούριος Μπούας επιτέθηκε και κατά του ιδίου του Γάλλου βασιλιά Καρόλου, τον οποίο και τραυμάτισε στο πρόσωπο.
Μετά τη μάχη η συμμαχία των ιταλικών κρατών ουσιαστικά διαλύθηκε. Μόνο οι Ενετοί επέμειναν στον κατά των Γάλλων πόλεμο, στέλνοντας μάλιστα τους Έλληνες να καταδιώξουν τον ηττημένο εχθρό, μέχρις της εξόδου του από το ιταλικό έδαφος, προκαλώντας του και άλλες απώλειες. Παράλληλα εξακολούθησαν να ταλαιπωρούν τους αποκλεισμένους στη Νοβάρα Γάλλους. Την επομένη της μάχης του Φόρνοβο, 12 Στρατιώτες έστησαν ενέδρα και σκότωσαν εννέα Γάλλους, αρπάζοντας και έξι πολεμικά άλογα. Όταν η φρουρά είδε ότι οι Έλληνες ήσαν λίγοι επιχείρησε έξοδο. Οι 12 τότε τράπηκαν σε φυγή, κατευθυνόμενοι προς ένα σημείο όπου ενέδρευαν 450 Έλληνες Στρατιώτες και Ζαγραδόροι (ελαφροί πεζοί, βαλλιστροφόροι και αργότερα αρκεβουζιοφόροι που υποστήριζαν με πυρά τους Στρατιώτες). Οι ανυποψίαστοι Γάλλοι έπεσαν στην παγίδα και διαλύθηκαν. Άλλοι 15 σκοτώθηκαν και 17 αιχμαλωτίστηκαν, μαζί με 32 άλογα. Στις 15 Ιουλίου οι Στρατιώτες εκτέλεσαν μεγάλης κλίμακας επιδρομή κατά της Νοβάρας και κυρίευσαν την πόλη, πλην του φρουρίου της, κατατροπώνοντας τα γαλλικά στρατεύματα.
Ο Ενετός ιστορικός Σανούτος σε έκθεσή του προς τις αρχές της Δημοκρατίας αναφέρει ότι οι Στρατιώτες μόνοι, χωρίς τη βοήθεια πεζών, κέρδισαν τη νίκη, έναντι ισχυρών γαλλικών δυνάμεων. Μετά τη νίκη οι Στρατιώτες επέστρεψαν στο στρατόπεδο, επευφημούμενοι από όλον τον στρατό, «λατρευόμενοι κυριωλεκτικώς από όλους στο στρατόπεδο», όπως αναφέρει ο Σανούτο. Ακόμα και ο Δούκας του Μιλάνου έστειλε ευχαριστήριο επιστολή στην ενετική γερουσία, ευγνωμονώντας την για την αποστολή των Στρατιωτών «που αποκλείοντας τον εχθρό έσωσαν την χώρα». Τελικά, όταν αφίχθησαν στη Νοβάρα και τα υπόλοιπα τμήματα Στρατιωτών, υπό τον Μερκούριο Μπούα, τα οποία καταδίωκαν τον υποχωρών γαλλικό στρατό, οι αποκλεισμένοι στη Νοβάρα Γάλλοι αναγκάστηκαν με τη σειρά τους να παραδοθούν. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη νίκη που είχε πετύχει τμήμα ιππικού σε πολιορκητική επιχείρηση. Στη μάχη αυτή οι Γάλλοι υπέστησαν τουλάχιστον 800 απώλειες – νεκροί, αιχμάλωτοι.
No comments :
Post a Comment