14/05/2016

Το σύστημα Koral και oi τουρκικές ικανότητες Ηλεκτρονικού Πολέμου

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις έδειξαν να αντιλαμβάνονται τα συμπεράσματα από τις επιχειρήσεις στον Κόλπο και αλλού, γύρω από τα σύγχρονα δεδομένα περί ηλεκτρονικού πολέμου. Ιδιαίτερα η Τουρκική Αεροπορία (THK), έλαβε σημαντικά μαθήματα επ’ αυτού με την εμπειρία της συμμετοχής στις αεροπορικές επιχειρήσεις πάνω από τη Βοσνία αλλά, κυρίως, με την κρίση των Ιμίων. Την κρίσιμη εκείνη νύχτα του 1996, οι Τούρκοι διαπίστωσαν ότι η παραμικρή αεροπορική δραστηριότητά τους γινόταν έγκαιρα αντιληπτοί από το ελληνικό δίκτυο αεράμυνας, στις περισσότερες περιπτώσεις αμέσως μετά την απογείωση των αεροσκαφών τους (ιδιαίτερα όσον αφορά τις δυτικότερες Αεροπορικές Βάσεις τους) και πολύ πριν αυτά εξέλθουν του τουρκικού εναέριου χώρου. Έτσι, κάθε δυνατότητα αιφνιδιασμού -στοιχείου κρίσιμης σημασίας στον αεροπορικό αγώνα όπου οι χρόνοι είναι εξορισμού μικροί- σχεδόν εξανεμιζόταν. Μάλιστα, τα αμέσως επόμενα χρόνια τόσο τα ελληνικά επίγεια συστήματα αεράμυνας και το δίκτυο έγκαιρης προειδοποίησης αναβαθμίστηκαν και πύκνωσαν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Αναζητώντας τα αντίμετρα στη δεδομένη αυτή κατάσταση, η Τουρκική Αεροπορία εκκίνησε μια σειρά εξοπλιστικών προγραμμάτων για να αναβαθμίσει τις δυνατότητές της στις επιχειρήσεις καταστολής (SEAD) και καταστροφής (DEAD) εχθρικής αεράμυνας.

Στον δεύτερο τομέα εντάχθηκε, μεταξύ άλλων, και η προμήθεια των φονικών ΜΕΑ Harpy η οποία έγινε γνώστη μόλις λίγο πριν την έναρξη των παραλαβών του υλικού. Ακόμη πιο «αθόρυβες» ήταν οι τουρκικές κινήσεις στον άλλον τομέα, εστιασμένες κυρίως στον τομέα του ηλεκτρονικού πολέμου. Κάποια σχετικά βήματα που είχαν προηγηθεί, απέτυχαν με χαρακτηριστικότερη περίπτωση εκείνη του συστήματος MILKAR-2U που εγκαταστάθηκε σε ένα αεροσκάφος C-160. Σε απόρρητες αναφορές της ΤΗΚ δηλωνόταν με απογοήτευση ότι το εν λόγω σύστημα δεν είχε δυνατότητες υποκλοπής και παρεμβολής επικοινωνιών (COMINT/COMJAM), ούτε δυνατότητες «παρεμβολών παραπλανήσεων» (δηλ. δημιουργίας ψευδοστόχων) των εχθρικών ραντάρ, παρά μόνο παρεμβολών θορύβου περιορισμένης ισχύος. Και γι’ αυτήν την ικανότητα ωστόσο επισημαινόταν ότι η παρεμβολή που είναι σε θέση να προκαλέσει σε ραντάρ με συστήματα αντι-αντιμέτρων (ECCM) είναι «αμελητέα». Υπό αυτά τα δεδομένα, τον Δεκέμβριο του 1998 ξεκίνησαν δύο προγράμματα για λογαριασμό της ΤHK, με κύριο ανάδοχο την Aselsan. Το πρώτο αφορούσε την ανάπτυξη και προμήθεια παρεμβολέων συστημάτων επικοινωνιών για τις συχνότητες VHF και UHF και το δεύτερο την ανάπτυξη και προμήθεια αερομεταφερόμενων και επίγειων συστημάτων Ηλεκτρονικής Υποστήριξης (ESM/ELINT) και Ηλεκτρονικής Επίθεσης (Παρεμβολείς-Jammers) εχθρικών ραντάρ εξ αποστάσεως.

Το δεύτερο αυτό πρόγραμμα (υπό την κωδική ονομασία «Golge») ήταν και το μεγαλύτερο και έλαβε απόλυτη προτεραιότητα. Χαρακτηριστική είναι η σχετική αναφορά σε μια αναλυτική έκθεση που είχε συντάξει η Διεύθυνση Επιχειρήσεων και Σχεδίων της ΤΗΚ εν έτει 1999, για την αναγκαιότητα προμήθειας σύγχρονων συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου. Εκεί, μεταξύ άλλων, αναφερόταν χαρακτηριστικά: «Στο Αιγαίο, το οποίο είναι μια από τις πλέον “μολυσμένες” με ηλεκτρομαγνητικά κύματα περιοχές του κόσμου, παρατηρείται ότι έχουν εγκατασταθεί [σ.σ.: εννοεί από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις] και λειτουργούν σε μία ευρεία περιοχή πολλά συστήματα ραντάρ τα οποία εκτελούν κρίσιμε αποστολές οι οποίες είναι σε θέση να επηρεάσουν την έκβαση των επιχειρήσεων». Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του ελληνικού δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης, η εν λόγω έκθεση ανέφερε: «Εκτιμάται ότι είναι αρκετά δύσκολη η παρεμβολή όλων αυτών των ραντάρ με έξι αεροσκάφη τα οποία ευρίσκονται στον αέρα ταυτόχρονα και κάνουν παρεμβολές εξ αποστάσεως» και κατά συνέπεια προτείνει την απόκτηση 10 επίγειων μονάδων «Ηλεκτρονικής Υποστήριξης/Ηλεκτρονικής Επίθεσης» ώστε «να καταστεί δυνατή η παρεμβολή των ραντάρ 1η γραμμής [σ.σ.: σε άλλο σημείο αναφέρεται η απαίτηση ταυτόχρονης παρεμβολής 9 συστημάτων ραντάρ] του εχθρού» με συστήματα παρεμβολών που «θα εγκατασταθούν σε παράκτιες περιοχές». [1]

Το πρόγραμμα «Golge» προέβλεπε την απόκτηση έως και 10 αερομεταφερόμενων παρεμβολέων για τοποθέτηση σε αεροσκάφη μεγέθους επιχειρηματικού jet, καθώς και ισάριθμων επίγειων συγκροτημάτων ESM/ELINT & Jammers. Σύντομα όμως έγινε αντιληπτό ότι τα δύο αυτά σκέλη δεν μπορούν να προχωρήσουν παράλληλα λόγω εντελώς διαφορετικού απαιτούμενου τεχνολογικού επιπέδου και έτσι, το Σεπτέμβριο του 1999, διαχωρίστηκαν σε δύο αυτόνομα προγράμματα (αμφότερα πάντοτε υπό την ευθύνη της Aselsan). Οι απαιτήσεις για τα αερομεταφερόμενα συστήματα αναδιαμορφώθηκαν σε 4 (2+2) μονάδες, ενώ για τα επίγεια σε 3 μονάδες ESM/ELINT και 6 μονάδες jammers. Το πρώτο πρόγραμμα (που ήταν και το πλέον φιλόδοξα από τεχνολογικής/επιχειρησιακής άποψης) αντιμετώπισε σωρεία δυσκολιών και προβλημάτων. Στο δεύτερο πρόγραμμα η πρόοδος ήταν αρκετά ταχύτερη. Το 2007 η Aselsan ολοκλήρωσε την αρχική φάση έρευνας & ανάπτυξης και έλαβε το σχετικό συμβόλαιο για την να προχωρήσει στην επόμενη φάση εξέλιξης που θα οδηγούσε στο σύστημα Koral όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Η φάση αυτή ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο 2009, οπότε και η Aselsan έλαβε παράδοση 7 συστημάτων (1 πρωτότυπο + 6 πλήρους παραγωγής). Όπως γίνεται αντιληπτό, η διαφορά πλέον είναι ότι ο αριθμός των μονάδων ESM/ELINT και των παρεμβολέων ταυτίστηκε, ώστε να δρουν ως ολοκληρωμένα συγκροτήματα ανίχνευσης/εντοπισμού και παρεμβολής εχθρικών ραντάρ. Οι πραγματικές δοκιμές του πρώτου πλήρους συγκροτήματος Koral ξεκίνησαν τον Μαίο του 2015. H επιτυχής ολοκλήρωσή τους στα τέλη του ίδιου έτους, σήμανε την ένταξή του σε υπηρεσία. Σε όλα του τα σκέλη, το πρόγραμμα αυτό φέρεται να στοίχισε συνολικά 97.343.717$. [2]

Το σύστημα Koral αποτελείται από δύο ξεχωριστές αυτόνομες μονάδες, επί ισάριθμων φορτηγών οχημάτων βαρέως τύπου (8×8), κάτι που του προσδίδει αξιόλογη ευκινησία αλλά και προστασία από απειλές NBC. Συνδυαζόμενες οι δύο αυτές μονάδες (ευρισκόμενες σε απόσταση έως και 500 μέτρων η μία από την άλλη) απαρτίζουν ένα ολοκληρωμένο συγκρότημα που μπορεί να καλύψει όλο σχεδόν το φάσμα ηλεκτρονικού πολέμου ως προς την αντιμετώπιση των εχθρικών ραντάρ. Η πρώτη από τις δύο μονάδες ουσιαστικά είναι το σύστημα ESM/ELINT (Koral ED), ενώ η άλλη, ένας ενεργός παρεμβολέας μεγάλης ισχύος και εμβέλειας (Koral ET). Έτσι, η πρώτη αναλαμβάνει τον εντοπισμό και την αξιολόγηση του στόχου και, ακολούθως, η δεύτερη την αδρανοποίησή του μέσω παρεμβολών. Αν και σε τέτοιες περιπτώσεις οι πληροφορίες που διαρρέουν είναι λίγες και, συνήθως, ελεγχόμενες για την εγκυρότητά τους, στο σύστημα Koral αποδίδεται εμβέλεια της τάξης των 100(κατ’ άλλες πηγές, 150χλμ.). Αναφέρεται επίσης ότι μπορεί να δράσει ταυτόχρονα εναντίον πολλαπλών στόχων, όπως παντός τύπου ραντάρ (αεροσκαφών, πλοίων, επίγειων συστημάτων αεράμυνας κτλ.) και συστήματα διεύθυνσης βολής/καθοδήγησης πυραύλων, σε ένα ευρύ φάσμα ραδιοσυχνοτήτων. Ως κύρια αποστολή του φέρεται να είναι η υποστήριξη επιχειρήσεων καταστολής εχθρικής αεράμυνας (κάτι που επιβεβαιώνεται και από την απόδοση του συστήματος αποκλειστικά στην Τουρκική Αεροπορία, τουλάχιστον ως τώρα). Η δε μονάδα Koral ED προσφέρει δυνατότητες εύρεσης διεύθυνσης (DF), εντοπισμού, καταγραφής, ανάλυσης και ταξινόμησης στόχων.

Η ένταξη του Koral προκάλεσε σωρεία δημοσιευμάτων, πολλά εκ των οποίων με στόχο απλά την καταστροφολογία προσδίδοντας στο σύστημα σχεδόν μυθικές δυνατότητες εκμηδένισης της ελληνικής αεράμυνας. Η διαρροή της πληροφορίας περί ανάπτυξης ενός τέτοιου συστήματος κοντά στα τουρκοσυριακά σύνορα, οδήγησε σε αναφορές περί προσπάθειας αντιμετώπισης των συστημάτων S-300/400 που έχουν αναπτύξει η Ρώσοι στη Συρία. Εύλογα προέκυψαν και οι συνειρμοί (προερχόμενοι μάλιστα από τον ίδιο τον τουρκικό Τύπο) για δυνητική δράση του συστήματος εναντίον και των ελληνικών S-300PMU1, ενώ τα εν λόγω Α/Α συστήματα βρέθηκαν στο επίκεντρο των σχολίων και για το τουρκικό πρόγραμμα αερομεταφερόμενου παρεμβολέα (βλ. παρακάτω). Αναμφίβολα πρόκειται περί ενός προηγμένου και, κατά τα φαινόμενα, υψηλών επιδόσεων συστήματος. Βλέποντας όμως κανείς το όλο θέμα πιο ψύχραιμα, δεν έχει παρά να διαπιστώσει ότι δεν πρόκειται για κάποιο αξιοθαύμαστο άλμα της τουρκικής βιομηχανίας στον τομέα του ηλεκτρονικού πολέμου, αλλά μάλλον για μια φυσιολογική εξέλιξη βάσει σωστού προγραμματισμού και σωστών επενδύσεων.

Επ’ αυτού, ελάχιστοι λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τη μακρόχρονη πείρα της Aselsan στην ανάπτυξη συστημάτων ELINT (π.χ. οικογένεια DFINT) και παρεμβολής (π.χ. οικογένεια JAMINT). Η δε αφιέρωση τεραστίων ποσών από τον τουρκικό αμυντικό προϋπολογισμό στους τομείς έρευνας και ανάπτυξης (R&D), αποτελεί εγγύηση ότι οι εγχώριες προσπάθειες σε διάφορους τομείς, αργά ή γρήγορα θα αποδώσουν καρπούς. Από την άλλη πλευρά, συστήματα όπως το Koral αποτελούν έναν μόνο κρίκο μιας μεγάλης αλυσίδας μέσων και τακτικών αδρανοποίησης της άμυνας του αντιπάλου –όπως, άλλωστε, φαίνεται και από την αρχική μορφή που είχε το πρόγραμμα «Golge». Δεν συνηθίζεται να δρουν εντελώς αυτόνομα, ούτε και αποτελούν μη αντιμετωπίσιμη απειλή (ενδεικτικά, όλα τα σύγχρονα ραντάρ διαθέτουν σημαντικές ικανότητες αντι-αντιμέτρων/ECCM). Επίσης, από την στιγμή που και το ίδιο το Koral εκπέμπει (ιδιαίτερα σε διαμόρφωση εστιασμένης παρεμβολής θορύβου), μπορεί να εντοπιστεί από φίλια μέσα ESM/ELINT και, κατά συνέπεια να στοχοποιηθεί και να εξουδετερωθεί. Ο ουσιαστικός περιορισμός σε ένα τέτοιο εγχείρημα έχει να κάνει με το βάθος στο οποίο θα βρίσκεται το Koral πίσω από την πρώτη γραμμή του εχθρού, όπως άλλωστε του επιτρέπει η φημολογούμενη μεγάλη εμβέλειά του. Κι αυτό όμως υπό προϋποθέσεις. Το γενικό συμπέρασμα λοιπόν, είναι ότι συστήματα όπως το Koral δεν πρέπει ούτε να υποτιμούνται, ούτε και να υπερτιμούνται. Αποτελούν σημαντικότατη απειλή, αλλά όχι στρατηγικό όπλο η ύπαρξη του οποίου θα δικαιολογούσε πανικό.

Στο ίδιο γενικό πλαίσιο, επιβεβαιώνοντας και τα όσα αναφέραμε πιο πάνω περί «αλυσίδας μέσων και τακτικών αδρανοποίησης της άμυνας του αντιπάλου», η Τουρκία έχει σε εξέλιξη και ένα πρόγραμμα απόκτησης αερομεταφερόμενων συστημάτων παρεμβολής εξ αποστάσεως. Δηλαδή το πρώτο και πλέον φιλόδοξο σκέλος του προαναφερθέντος προγράμματος «Golge». Ακριβώς αυτή η φιλόδοξη φύση του ήταν που προκάλεσε εύλογα αρκετές καθυστερήσεις στη διαδικασία έρευνας και ανάπτυξης. Για την αντιμετώπισή τους αλλά και για τον περιορισμό του τεχνολογικού ρίσκου, πολύ πρόσφατα το τουρκικό Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας ανακοίνωσε τον διαχωρισμό του προγράμματος σε δύο φάσεις. Στη πρώτη εξ αυτών, δύο αερομεταφερόμενα συστήματα παρεμβολών ξένης ανάπτυξης θα αποκτηθούν και θα ολοκληρωθούν εγχώρια σε ισάριθμα επιχειρηματικά jets που θα προέλθουν επίσης από το εξωτερικό. Η δεύτερη φάση αφορά την ένταξη σε υπηρεσία του εγχώριου παρεμβολέα μεγάλης εμβέλειας η ανάπτυξη του οποίου από την Aselsan ελπίζεται να έχει ολοκληρωθεί έως τότε.

Αυτό το μέτρο, πέραν του περιορισμού του τεχνολογικού ρίσκου, εγγυάται την συντομότερη κάλυψη των άμεσων αναγκών αλλά και την εξασφάλιση εμπειρίας ολοκλήρωσης συστημάτων παρεμβολών σε επιχειρηματικά jets, πριν αυτό χρειασθεί να εφαρμοστεί με ένα εντελώς νέο και αμιγώς εγχώριο σύστημα. Αυτό το σκέλος της ολοκλήρωσης (και για τις δύο φάσεις), ανατέθηκε στην τουρκική εταιρεία Savronik. Ο τύπος του επιχειρηματικού jet που επελέγη, τουλάχιστον για τη πρώτη φάση του προγράμματος, είναι το Global Express της καναδική Bombardier, η οποία υπερίσχυσε έναντι 6 άλλων υποψηφιοτήτων. Η επιλογή της συγκεκριμένης οικογένειας αεροσκαφών και για μια σειρά άλλων παρόμοιων εφαρμογών διεθνώς (π.χ. ως E-11A για το πρόγραμμα BACN της USAF, ως Sentinel R.1 για το πρόγραμμα ASTOR της RAF και, πρόσφατα ως φορέα του νέου Erieye-ER της Saab) καταδεικνύει ότι πρόκειται για την πλέον συμφέρουσα επιλογή στη σχέση επιδόσεων/κόστους χρήσης.

Υπενθυμίζεται ότι η τουρκική απαίτηση για αερομεταφερόμενους παρεμβολείς αφορά ένα σύστημα με ικανότητα παρεμβολής εχθρικών επίγειων και εναέριων ραντάρ, συστημάτων καθοδήγησης πυραύλων και ζεύξεων δεδομένων, με εμβέλεια της τάξης των 400χλμ., κάτι που αυτομάτως αναβιβάζει την απειλή που θα αντιπροσωπεύει ένα τέτοιο σύστημα, σε άλλο επίπεδο. Αντιστοίχως βέβαια πολλαπλασιάζονται οι τεχνολογικές απαιτήσεις και το κόστος (το οποίο αναμένεται να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 250 εκατ. $ συνολικά). Εξάλλου τα αεροσκάφη-φορείς ενός τέτοιου συστήματος δεν μπορούν παρά να αποτελέσουν στόχους πρώτης προτεραιότητας για την αντίπαλη αεροπορία, ειδικά σε ένα πεδίο περιορισμένου εύρους. Η -επιδιωκώμενη- τεράστια εμβέλεια των συστημάτων που θα φέρουν, μετριάζει κάπως τις συνέπειες των δεδομένων αυτών, χωρίς όμως να υποκαθιστά πλήρως την ανάγκη ισχυρής συνοδείας τέτοιων αεροσκαφών για την εξασφάλιση της προστασίας τους.

Άλλα τουρκικά συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου

Είναι αξιοσημείωτο πως ήδη από την δεκαετία του ’90 η τουρκική πλευρά καταβάλει σταδιακές αλλά συστηματικές προσπάθειες να ανεξαρτητοποιηθεί πλήρως από ξένους προμηθευτές στον ευαίσθητο τομέα του ηλεκτρονικού πολέμου, με ότι αυτό συνεπάγεται. Κυρίαρχο ρόλο σε αυτή την προσπάθεια παίζει η Aselsan. Η εν λόγω εταιρεία, πέραν των Koral για την ΤΗΚ, έχει αναπτύξει και παραδώσει συστήματα διαφόρων κατηγοριών για τακτική χρήση από τον Τουρκικό Στρατό. Σε αυτά συγκαταλέγονται οι παρεμβολείς επικοινωνιών HF/VHF/UHF (COMJAM) των οικογενειών JAMINT-3/4 και τα συστήματα COMINT/DF της οικογένειας DFINT-3 (A/A2/T/T2), όλα φερόμενα επί οχημάτων για υψηλή τακτική ευκινησία. Μεταξύ άλλων ξεχωρίζει η έκδοση του DFINT επί ελαφρού τεθωρακισμένου οχήματος Cobra (ATDFV) για χρήση πλησίον της πρώτης γραμμής του μετώπου. Το νεότερο σύστημα COMINT της εταιρίας, είναι το MILKED-4A (προφανώς προϊόν της προαναφερθείσας απαίτησης για νέα συστήματα COMINT/COMJAM). Παραγγέλθηκαν δύο τέτοια συστήματα (βάσει συμβολαίου ύψους 29.551.497$) τα οποία όμως απέτυχαν να εκπληρώσουν τις συμβατικά προβλεπόμενες επιδόσεις στις δοκιμές που έγιναν τον Μάιο του 2013. Οι δοκιμές επαναλήφθηκαν τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και πάλι όμως με πενιχρά αποτελέσματα. Έκτοτε η τύχη του προγράμματος αυτού αγνοείται. [3]

Όσον αφορά τα αερομεταφερόμενα συστήματα, πέραν του αποτυχημένου MILKAR-2U (γνωστού και ως JAMINT-2U, κάτι που φανερώνει ότι προέρχεται από την αντίστοιχη οικογένεια επίγειων συστημάτων), η εταιρεία έχει αναπτύξει και το σύστημα ELINT MILSIS-2U. Τουλάχιστον τρία τέτοια συστήματα φέρονται επί μονίμως τροποποιημένων αεροσκαφών CN-235M.100 της ΤΗΚ, ενώ πρόσθετα αεροσκάφη του τύπου φέρουν υποδομή για την τοποθέτησή τους αν παραστεί ανάγκη. Τα MILSIS-2U πιθανότατα αντικατέστησαν παλαιότερα αμερικανικής προέλευσης συστήματα ELINT που φέρονταν σε C-47 ή σε παλέτες ως προσθαφαιρούμενο φορτίο αεροσκαφών C-130. Τέλος, ιδιαίτερα αξιοσημείωτες είναι και οι επενδύσεις που έχουν γίνει για τη δημιουργία εκτεταμένων υποδομών εκπαίδευσης/εξομοίωσης περιβάλλοντος ηλεκτρονικού πολέμου και πάλι από τουρκικές εταιρείες, όπως η Mikes και η Milsoft.

Παραπομπές:
[1] Μάνος Ηλιάδης, «Ηλεκτρονικός πόλεμος εναντίον της Ελλάδας: Τα σχέδια των Τούρκων», περιοδικό Απόρρητο Δελτίο, τ.9 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2003)
[2] & [3] Χρήστος Μηνάγιας, Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις και εξοπλισμοί (Εκδόσεις Κάδμος, Αθήνα: 2014)

http://e-amyna.com/

No comments :

Post a Comment