Εκείνο που πρέπει εδώ στην Ελλάδα να καταλάβουμε είναι ότι είτε με κεμαλιστές, είτε με ισλαμιστές, η προκλητική και επεκτατική στάση της Τουρκίας έναντι της χώρας μας δεν αλλάζει σε τίποτα γι’ αυτό και είναι το λιγότερο αστείες οι δηλώσεις υποστήριξης στον Ερντογάν και οι απόψεις που διατυπώνονται ότι είναι καλύτερος από τους κεμαλιστές. Το θέμα είναι αν εμείς εδώ στην Ελλάδα είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε κάθε ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης που μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους θερμών καταστάσεων προς την δική μας πλευρά.
Η εσωτερική κρίση που έχει ξεσπάσει στην Τουρκία με εκρηκτικές διαστάσεις έδειξε σε πρώτη φάση πως ο εσωτερικός αγώνας για την νομής της εξουσίας που άρχισε μετά τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ το 1939 συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Πρώτος ο Αντνάν Μεντερές την δεκαετία του πενήντα αμφισβήτησε το κεμαλικό καταστημένο. Όπως και ο Ερντογάν, ο Μεντερές είχε κερδίσει τρεις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις αλλά στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα αντιμετώπισε μια μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια με ογκώδεις διαδηλώσεις εναντίον του, (μας θυμίζει την σημερινή κατάσταση), με αποτέλεσμα το πρώτο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960 κατά του Μεντερές ο οποίος κατέληξε στην κρεμάλα. Την σκυτάλη του Μεντερές την πήρε ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ ο οποίος αντιμετώπισε το δεύτερο στρατιωτικό πραξικόπημα το 1971 και το πραξικόπημα του Ερβέν το 1980. Τότε εμφανίστηκε το «άστρο» του Οζάλ ο όποιος όμως δολοφονήθηκε το 1993 από παραστρατιωτικούς κύκλους. Διάδοχος του Οζάλ ήταν ο Ερμπακάν ο οποίος ήταν και ο πρώτος ισλαμιστής πρωθυπουργός που ανατράπηκε από το λεγόμενο «βελούδινο πραξικόπημα» τον Φεβρουάριο του 1997. Ο Ερμπακάν είχε προετοιμάσει το έδαφος για την άνοδο του Ερντογάν ο οποίος για πρώτη φορά κατάφερε να εξουδετερώσει το στρατιωτικό καταστημένο και να δώσει καίρια χτυπήματα στην κεμαλική παράταξη. Ο αγώνας όμως δεν έληξε και όπως φαίνεται συνεχίζεται με διάφορες διακυμάνσεις.
Η εσωτερική κρίση που έχει ξεσπάσει στην Τουρκία με εκρηκτικές διαστάσεις έδειξε σε πρώτη φάση πως ο εσωτερικός αγώνας για την νομής της εξουσίας που άρχισε μετά τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ το 1939 συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Πρώτος ο Αντνάν Μεντερές την δεκαετία του πενήντα αμφισβήτησε το κεμαλικό καταστημένο. Όπως και ο Ερντογάν, ο Μεντερές είχε κερδίσει τρεις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις αλλά στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα αντιμετώπισε μια μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια με ογκώδεις διαδηλώσεις εναντίον του, (μας θυμίζει την σημερινή κατάσταση), με αποτέλεσμα το πρώτο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960 κατά του Μεντερές ο οποίος κατέληξε στην κρεμάλα. Την σκυτάλη του Μεντερές την πήρε ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ ο οποίος αντιμετώπισε το δεύτερο στρατιωτικό πραξικόπημα το 1971 και το πραξικόπημα του Ερβέν το 1980. Τότε εμφανίστηκε το «άστρο» του Οζάλ ο όποιος όμως δολοφονήθηκε το 1993 από παραστρατιωτικούς κύκλους. Διάδοχος του Οζάλ ήταν ο Ερμπακάν ο οποίος ήταν και ο πρώτος ισλαμιστής πρωθυπουργός που ανατράπηκε από το λεγόμενο «βελούδινο πραξικόπημα» τον Φεβρουάριο του 1997. Ο Ερμπακάν είχε προετοιμάσει το έδαφος για την άνοδο του Ερντογάν ο οποίος για πρώτη φορά κατάφερε να εξουδετερώσει το στρατιωτικό καταστημένο και να δώσει καίρια χτυπήματα στην κεμαλική παράταξη. Ο αγώνας όμως δεν έληξε και όπως φαίνεται συνεχίζεται με διάφορες διακυμάνσεις.
Ο Ερντογάν συνέζευξε στον εθνικιστικό επεκτατισμό και το θρησκευτικό στοιχείο και αυτό ίσως είναι ακόμα πιο επικίνδυνο. Το επίμαχο σε όλα αυτά είναι πως η χώρα αυτή που είναι στην ουσία ένα τεχνητό δημιούργημα έχει κρατηθεί σε ύπαρξη επί τόσες δεκαετίες. Συνεκτικό στοιχείο ήταν πάντα μια στρατοκρατική μηχανή η οποία εξυπηρετούσε κάποιες πολιτικές σκοπιμότητες στην ευρύτερη περιοχή του τριγώνου Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Καύκασος, δηλαδή στα όρια της παλιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πόσο όμως μπορεί να κρατηθεί ένα τεχνητό δημιούργημα, ένα τεχνητό κράτος που η μεγαλύτερη αγωνία από την ίδρυση του είναι να «παντρέψει» σε αναγκαστικό γάμο τόσο διαφορετικές εθνοφυλετικές και θρησκευτικές ομάδες ; Πριν από μερικά χρόνια στην εβδομαδιαία τουρκική επιθεώρηση, Αϊντινλίκ δημοσιεύονταν ένα χαρακτηριστικό κείμενο με τίτλο: «Προβλέπουν διαμελισμό της Τουρκίας». Δυο σοβαρά αμερικανικά Ιδρύματα Στρατηγικών Ερευνών, τα οποία σύμφωνα με την εβδομαδιαία τουρκική επιθεώρηση, Αϊντινλίκ, συνδέονται άμεσα με το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών και την CIA, προέβλεπαν τον διαμελισμό της Τουρκίας στα επόμενα χρόνια, με απαρχή την προβλεπόμενη ίδρυση κουρδικού κράτους στο βόρειο Ιράκ και στην νοτιοανατολική Τουρκία. Τα ιδρύματα αυτά, είναι το «Foreign Policy in Focus», που είναι γνωστό και σαν FPIF και η «Federation of American Scientist», ή FAS και τα οποία συντάσσουν κατά καιρούς αναφορές για τις εξωτερικές εξελίξεις, με τις οποίες ενημερώνουν το "Σταίητ ντηπάρτμεν".
Τα δυο αυτά ιδρύματα είχαν προχωρήσει και σε δημοσιεύσεις στο διαδίκτυο, κάποιων χαρτών, όπου παρουσιάζονταν για πρώτη φορά με τόσο επίσημο τρόπο τα όρια του νέου κουρδικού κράτους, που είχε σχεδιαστεί, όπως υποστηρίχτηκε στην Τουρκία, από έμπειρους στρατηγικούς αναλυτές. Το FPIF, όπως ανέφερε η τουρκική επιθεώρηση, έχει σχέση και με παράγοντες του κράτους του Ισραήλ, οι οποίοι επίσης επιδιώκουν την ίδρυση ανεξάρτητης κουρδικής εστίας στην περιοχή του Βορείου Ιράκ και της νοτιοανατολικής Τουρκίας, με κύριο σκοπό να ελέγξουν το νέο κράτος και να μπορούν να δημιουργήσουν κάποιες βάσεις παρακολούθησης της περιοχής. Σύμφωνα με τους χάρτες αυτούς, το νέο αυτό κράτος θα περιλαμβάνει εκτός από την ζώνη του βορείου Ιράκ και αρκετές επαρχίες της νοτιοανατολικής Τουρκίας, στις οποίες ο κουρδικός πληθυσμός αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία. Όλα αυτά τα σενάρια ξαναέρχονται τώρα στο φως της επικαιρότητας. Η αλήθεια είναι πως τα πρόσφατα γεγονότα στην Τουρκία δείχνουν ότι όχι μόνο δεν έχουν αφομοιωθεί οι πολλαπλές εσωτερικές διαφορές κάτω από ένα αυταρχικό καθεστώς, είτε αυτό είναι κεμαλικό είτε ισλαμικό, αλλά ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν να εκραγούν με διαλυτικές συνέπειες για την ίδια την ύπαρξη αυτής της χώρας. Το φυτίλι που μπορεί να ανατινάξει την «πυριτιδαποθήκη» μπορεί να ανάψει είτε από τους Κούρδους, είτε από τους Αλεβήτες, είτε από την αγρία σύγκρουση μεταξύ κεμαλικών και ισλαμιστών, είτε από τις συγκρούσεις ευρωπαϊστών-συντηρητικών, είτε και αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρων, από τα εκατομμύρια που ζητάνε την πραγματική τους ταυτότητα η οποία σίγουρα δεν είναι αυτή που τους έχει επιβάλλει μέχρι σήμερα το τουρκικό κατεστημένο. Γεγονός είναι πως οι σκηνές που εκτυλίσσονται αυτές τις μέρες μυρίζουν μπαρούτι.
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ, Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
Η υπόγεια αλλά και με δημόσιες εξάρσεις διαμάχη που ξέσπασε στις ΗΠΑ για την πολιτική του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα έναντι του Τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν είναι μια πτυχή της ευρύτερης πολεμικής που δέχεται ο πρώτος ότι έχει «κρυφή» φιλομουσουλμανική ατζέντα. Κριτική διανθισμένη με υπονοούμενα ότι και ο ίδιος είναι «κρυπτομουσουλμάνος». Ηταν χαρακτηριστική η αναντιστοιχία μεταξύ της θερμής υποδοχής που επιφύλαξε ο Ομπάμα στον Ερντογάν πρόσφατα στην Ουάσινγκτον και της αδιαφορίας εώς και περιφρόνησης με την οποία αντιμετώπισαν τα αμερικανικά ΜΜΕ το γεγονός. Οι εξελίξεις στην Τουρκία έφεραν στην επιφάνεια μια πιο επίσημη πτυχή της διφορούμενης αντιμετώπισης του Ερντογάν από τις ΗΠΑ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, μέσω της εκπροσώπου του, ανακοίνωσε ότι ανησυχεί «για τον αριθμό των ανθρώπων που τραυματίστηκαν» στις διαδηλώσεις και διαμήνυσε ότι «η μακροπρόθεσμη σταθερότητα της Τουρκίας, η ασφάλεια και η ευημερία διασφαλίζονται καλύτερα με την υποστήριξη των θεμελιωδών ελευθεριών της έκφρασης, του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι (...) ελευθερίες ζωτικής σημασίας για κάθε υγιή δημοκρατία». Το μήνυμα, αν διαβάσει κάποιος πίσω από τις γραμμές, είναι σκληρό για τον Ερντογάν.
Η Τουρκία παρά ταύτα είναι απολύτως χρήσιμη για τον αμερικανικό σχεδιασμό στην περιοχή. Οχι μόνο λόγω των εξελίξεων στη Συρία και της πιθανής επέμβασης κατά του Ιράν. Οι ΗΠΑ χρειάζονται την Τουρκία ως μοντέλο μουσουλμανικής, μεν, δυτικότροπης, δε, χώρας, στην προσπάθειά τους να διεισδύσουν, να «μεταλλάξουν» και εν τέλει να ελέγξουν το μουσουλμανικό κόσμο, φέρνοντάς τον πιο κοντά στη Δύση με γέφυρα το τουρκικό παράδειγμα. Και βέβαια, η Τουρκία είναι πάντα για τους Αμερικανούς κομβικός παράγων στη διαρκή προσπάθεια ανάσχεσης της Ρωσίας. Ο Ερντογάν, ωστόσο, το «light Ισλάμ» του οποίου υποτίθεται ότι εμπεριείχε τις ιδανικές αναλογίες που εξυπηρετούν τον αμερικανικό σχεδιασμό, άρχισε στην πορεία να ξεδιπλώνει μια ολοένα και πιο σκληρή ισλαμική ατζέντα, η οποία κατ’ αρχάς τον έφερε σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ και τελικά ξεσήκωσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Σε ό,τι αφορά στο εσωτερικό ζήτημα της Τουρκίας, το πρόβλημα είναι προφανές. Οταν ένα πολιτικοθρησκευτικό μοντέλο που προορίζεται για «εξαγωγή» σε άλλα κράτη πυροδοτεί εντάσεις στην ίδια τη «χώρα προέλευσης» και συναντά αντιστάσεις από τον εγχώριο πληθυσμό, η χώρα αυτή ακυρώνεται ως παράδειγμα.
Τώρα, υπονομεύονται οι σχεδιασμοί και των Αμερικανών και του Ερντογάν: Οι ΗΠΑ θέλουν μια «χώρα-όχημα» για να προωθήσουν την πολιτική τους στο σουνιτικό Ισλάμ, αλλά αυτή η χώρα παίρνει φωτιά, ο Ερντογάν επιδιώκει να καταστήσει την Τουρκία ηγέτιδα του μουσουλμανικού κόσμου, αλλά η πολιτική του απορρίπτεται από μεγάλο μέρος του ίδιου του τουρκικού πληθυσμού. Ο Ερντογάν έχει στο μυαλό του μια μεγάλη πολιτική που θεωρεί ότι, αν του βγει, θα ανασυστήσει σε σύγχρονη εκδοχή την οθωμανική αυτοκρατορία. Αντί της στρατιωτικής ισχύος που προέτασσαν κατά κύριο λόγο οι κεμαλιστές, ο Τούρκος πρωθυπουργός επέλεξε να προβάλει τον οθωμανισμό ως κληρονομιά όλων των πληθυσμών της ευρύτερης περιοχής, ώστε να επιχειρήσει να τους ενοποιήσει σε έναν κοινό πολιτισμικό ισλαμικό παρανομαστή και η Τουρκία να ηγηθεί πολιτικά. Η Τουρκική Ανοιξη του ραγίζει το προφίλ ως επίδοξου ηγέτη των μουσουλμάνων και επίσης τσαλακώνει το παράδειγμα που πάσχιζαν να φτιάξουν οι ΗΠΑ. Ούτως ή άλλως, τα προβλήματα του Ερντογάν είχαν ξεκινήσει από νωρίτερα.
Υπάρχουν χώρες φύσει ανταγωνιστικές με την Τουρκία, όπως η Αίγυπτος, οι οποίες είναι και οι ίδιες διαχρονικά ισχυροί παράγοντες στην περιοχή και δεν έχουν καμία διάθεση να μεταβληθούν σε γεωπολιτικούς δορυφόρους της Αγκυρας, επειδή ο Ερντογάν θέλει να ανασυστήσει την οθωμανική αυτοκρατορία, από την οποία εξάλλου οι Αραβες δεν έχουν και τις καλύτερες αναμνήσεις. Επιπλέον, υπάρχει το εξής παράδοξο. Η Αραβική Ανοιξη έφερε στην εξουσία ισλαμικές κυβερνήσεις, αν και διαφορετικής θρησκευτικής έντασης, στις οποίες το τουρκικό μοντέλο φαινόταν πολύ κοσμικό για την αντίληψή τους. Τώρα που ο Ερντογάν δείχνει το αληθινό ισλαμικό πρόσωπό του, φλερτάροντας περισσότερο με τη σαουδαραβική εκδοχή παρά με τα χαρακτηριστικά χώρας υποψήφιας για ένταξη στην Ε.Ε., είναι οι Αμερικανοί που προβληματίζονται. Οι όροι άρχισαν να μεταβάλλονται. Αντί να χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ την Τουρκία για να προωθήσουν το σχεδιασμό τους, άρχισε να εκμεταλλεύεται ο Ερντογάν την αμερικανική στήριξη για να υλοποιήσει τα αυτοκρατορικά του σχέδια.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποια χώρα αποτελεί, ακόμα, νησίδα σταθερότητας και προγεφύρωμα για τη Δύση, την ώρα που έχει ξεκινήσει και η ενεργειακή παρτίδα.Η σύγκρουση με το Ισραήλ υπήρξε καθοριστικός παράγων. Η συνεχιζόμενη προκλητική συμπεριφορά του Ερντογάν έναντι του εβραϊκού κράτους δυσχέρανε ακόμα περισσότερο τα αμερικανικά σχέδια. Η πυροσβεστική παρέμβαση των ΗΠΑ, που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούν να αφήσουν την κρίση μεταξύ δυο στρατηγικών συμμάχων τους στην περιοχή να εξελιχθεί σε πλήρη ρήξη και ανοιχτή σύγκρουση, μέτρια αποτελέσματα έχει φέρει μέχρι στιγμής. Ο αλαζονικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε ο Ερντογάν την υπόδειξη των Αμερικανών να μην επισκεφθεί τη Γάζα, ώστε να μην προκαλέσει τους Ισραηλινούς, επιβάρυνε και άλλο το κλίμα. Η καχυποψία έχει πλέον εδραιωθεί στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ αλλά και με τις ΗΠΑ, όπου είναι γνωστή η επιρροή του εβραϊκού λόμπι.
Το δυσάρεστο κλίμα που επικράτησε σε τηλεφωνική επικοινωνία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι με τον Τούρκο ομόλογό του Αχμέτ Νταβούτογλου, αλλά και τα αυστηρά δημόσια σχόλια του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Τζόζεφ Μπάιντεν, επιβεβαιώνουν ότι η βαριά ατμόσφαιρα θα παραμείνει για καιρό. Ούτε βέβαια η σκληρή ισλαμική ατζέντα βοηθά την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε., ιδιαίτερα μετά τα όσα γίνονται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εσχάτως. Μέσα σε όλη αυτή τη ρευστή κατάσταση ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα. Αν παρατηρήσει κανείς τι γίνεται από τις ακτές της Μεσογείου μέχρι τη Μέση Ανατολή, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει ποια χώρα αποτελεί, ακόμα, νησίδα σταθερότητας και «προγεφύρωμα» για τη Δύση, σε μια περιοχή που έχει ξεκινήσει και η ενεργειακή παρτίδα.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΛΑΡΡΥΤΗΣ
Δημοσιεύεται στον Τύπο της Κυριακής
Υπάρχουν χώρες φύσει ανταγωνιστικές με την Τουρκία, όπως η Αίγυπτος, οι οποίες είναι και οι ίδιες διαχρονικά ισχυροί παράγοντες στην περιοχή και δεν έχουν καμία διάθεση να μεταβληθούν σε γεωπολιτικούς δορυφόρους της Αγκυρας, επειδή ο Ερντογάν θέλει να ανασυστήσει την οθωμανική αυτοκρατορία, από την οποία εξάλλου οι Αραβες δεν έχουν και τις καλύτερες αναμνήσεις. Επιπλέον, υπάρχει το εξής παράδοξο. Η Αραβική Ανοιξη έφερε στην εξουσία ισλαμικές κυβερνήσεις, αν και διαφορετικής θρησκευτικής έντασης, στις οποίες το τουρκικό μοντέλο φαινόταν πολύ κοσμικό για την αντίληψή τους. Τώρα που ο Ερντογάν δείχνει το αληθινό ισλαμικό πρόσωπό του, φλερτάροντας περισσότερο με τη σαουδαραβική εκδοχή παρά με τα χαρακτηριστικά χώρας υποψήφιας για ένταξη στην Ε.Ε., είναι οι Αμερικανοί που προβληματίζονται. Οι όροι άρχισαν να μεταβάλλονται. Αντί να χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ την Τουρκία για να προωθήσουν το σχεδιασμό τους, άρχισε να εκμεταλλεύεται ο Ερντογάν την αμερικανική στήριξη για να υλοποιήσει τα αυτοκρατορικά του σχέδια.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποια χώρα αποτελεί, ακόμα, νησίδα σταθερότητας και προγεφύρωμα για τη Δύση, την ώρα που έχει ξεκινήσει και η ενεργειακή παρτίδα.Η σύγκρουση με το Ισραήλ υπήρξε καθοριστικός παράγων. Η συνεχιζόμενη προκλητική συμπεριφορά του Ερντογάν έναντι του εβραϊκού κράτους δυσχέρανε ακόμα περισσότερο τα αμερικανικά σχέδια. Η πυροσβεστική παρέμβαση των ΗΠΑ, που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούν να αφήσουν την κρίση μεταξύ δυο στρατηγικών συμμάχων τους στην περιοχή να εξελιχθεί σε πλήρη ρήξη και ανοιχτή σύγκρουση, μέτρια αποτελέσματα έχει φέρει μέχρι στιγμής. Ο αλαζονικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε ο Ερντογάν την υπόδειξη των Αμερικανών να μην επισκεφθεί τη Γάζα, ώστε να μην προκαλέσει τους Ισραηλινούς, επιβάρυνε και άλλο το κλίμα. Η καχυποψία έχει πλέον εδραιωθεί στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ αλλά και με τις ΗΠΑ, όπου είναι γνωστή η επιρροή του εβραϊκού λόμπι.
Το δυσάρεστο κλίμα που επικράτησε σε τηλεφωνική επικοινωνία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι με τον Τούρκο ομόλογό του Αχμέτ Νταβούτογλου, αλλά και τα αυστηρά δημόσια σχόλια του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Τζόζεφ Μπάιντεν, επιβεβαιώνουν ότι η βαριά ατμόσφαιρα θα παραμείνει για καιρό. Ούτε βέβαια η σκληρή ισλαμική ατζέντα βοηθά την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε., ιδιαίτερα μετά τα όσα γίνονται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εσχάτως. Μέσα σε όλη αυτή τη ρευστή κατάσταση ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα. Αν παρατηρήσει κανείς τι γίνεται από τις ακτές της Μεσογείου μέχρι τη Μέση Ανατολή, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει ποια χώρα αποτελεί, ακόμα, νησίδα σταθερότητας και «προγεφύρωμα» για τη Δύση, σε μια περιοχή που έχει ξεκινήσει και η ενεργειακή παρτίδα.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΛΑΡΡΥΤΗΣ
Δημοσιεύεται στον Τύπο της Κυριακής
No comments :
Post a Comment