31/12/2012

Αξιοπιστία και Αποτροπή: Οι επιδείξεις βούλησης δεν επαρκούν

Ένα κράτος δεν μπορεί να μεταδώσει τη θέληση να υπερασπιστεί τα εθνικά του συμφέροντα, χωρίς την απαραίτητη στρατιωτική ισχύ. Σε αυτήν την περίπτωση οι επιδείξεις βούλησης είναι εντελώς αναξιόπιστες έως γραφικές.

Στο πλαίσιο του δημοσίου διαλόγου για την εθνική άμυνα γίνονται συχνά προτάσεις για το πως η Ελλάδα μπορεί να οικοδομήσει μια αξιόπιστη αποτρεπτική στάση απέναντι στον Τουρκικό επεκτατισμό. Πολλές από αυτές τις προτάσεις θεωρούν τις επιδείξεις βούλησης (π.χ. απειλές, καταρρίψεις μεμονωμένων αεροσκαφών) ως το κύριο εργαλείο, για να επιτευχθεί η οικοδόμηση ενός αξιόπιστου αποτρεπτικού προφίλ. Το πρόβλημα με αυτές τις προτάσεις βρίσκεται στο ότι αγνοούν το γεγονός ότι βάση όλων των αποτρεπτικών προσπαθειών είναι η πραγματική και παρατηρήσιμη στρατιωτική ισχύς. Συνεπώς, στόχος της εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής πρέπει να είναι η διατήρηση των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) σε υψηλά επίπεδα αποδόσεων σε όλο το φάσμα των δεικτών στρατιωτικής ισχύος. Το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των Ενόπλων Δυνάμεων μιας χώρας προκύπτει από τη βεβαιότητα του εχθρού ότι η χώρα έχει τη βούληση και την επαρκή στρατιωτική δυνατότητα να καταστήσει οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής του status quo είτε πρακτικά αδύνατη είτε απαράδεκτα ακριβή. Η βούληση και η ικανότητα βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο ένα κράτος να μεταδώσει τη θέληση να υπερασπιστεί τα εθνικά του συμφέροντα, χωρίς να διαθέτει την απαραίτητη στρατιωτική ισχύ για να το πράξει. Σε αυτήν την περίπτωση οι επιδείξεις βούλησης (π.χ. οι απειλές) είναι εντελώς αναξιόπιστες, ίσως και γραφικές. Αντιστρόφως, η ισχυρότερη πολεμική μηχανή είναι εντελώς άχρηστη αν δεν υπάρχει η διάθεση να χρησιμοποιηθεί. Σε αυτήν την περίπτωση, οι επιδείξεις ισχύος είναι εντελώς ανούσιες. Το κύριο ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι πως μια χώρα μπορεί να θεμελιώσει ένα αξιόπιστο αποτρεπτικό προφίλ. Στον ελληνικό δημόσιο διάλογο κυριαρχούν διάφορες προτάσεις σχετικά με αυτό το ερώτημα.

Μια κεντρική πρόταση δίνει έμφαση στις επιδείξεις βούλησης (π.χ. απειλές, καταρρίψεις αεροσκαφών κλπ.) ως το κλειδί για την οικοδόμηση μιας αποτρεπτικής στάσης. Η πρόταση αυτή βασίζεται σε δύο παρατηρήσεις.
- Πρώτον, η επίδειξη πολιτικής βούλησης για σύγκρουση αποτελεί δείκτη της υψηλής αποτίμησης των ελληνικών δικαιωμάτων, μεταδίδοντας με αυτόν τον τρόπο τη διάθεση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να καταβάλει το κόστος προάσπισης της εθνικής κυριαρχίας.
- Δεύτερον, η επίδειξη αποφασιστικής στάσης από την πολιτική ηγεσία μεταδίδει την εμπιστοσύνη της προς την ικανότητα των ΕΔ να επικρατήσουν σε μια στρατιωτική σύγκρουση, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο την ιδιωτική πληροφόρηση που έχει η πολιτική ηγεσία για τη στρατιωτική ισορροπία και δημιουργώντας αμφιβολίες στους αντιπάλους σχετικά με το αποτέλεσμα της στρατιωτικής σύγκρουσης. Το Σχήμα 1 αναπαριστά τη λογική δομή της πρώτης πρότασης. Με άλλα λόγια, η πρόταση αυτή θεωρεί ότι η επίδειξη αποφασιστικής στάσης οδηγεί τον αντίπαλο να διαβάσει αυτό το διάγραμμα αντίστροφα, ξεκινώντας δηλαδή από το τέλος και θεωρώντας τις ισχυρές ΕΔ και την υψηλή αποτίμηση των δικαιωμάτων ως αναγκαίες συνθήκες για την αποφασιστική στάση. Εν ολίγοις, η πρόταση αυτή θεωρεί τη σχέση μεταξύ ισχυρών ΕΔ, υψηλής αποτίμησης των δικαιωμάτων και της αποφασιστικής στάσης ως συμμετρική λόγω αναγκαιότητας. Θεωρούν δηλαδή ότι η ύπαρξη ισχυρών ΕΔ και η υψηλή αποτίμηση των δικαιωμάτων της πατρίδος είναι οι μόνοι λόγοι οι οποίοι μπορεί να οδηγούν μια πολιτική ηγεσία σε δυναμική θέση στα διεθνή θέματα. Το Σχήμα 2 αναπαριστά αυτή τη σχέση. Αν δεχτούμε τη λογική αυτή δομή, η πρόταση για ανελαστική στάση σε οποιαδήποτε περίπτωση έκφρασης του τουρκικού επεκτατισμού είναι προφανής. Αν μόνο οι ισχυροί και οι αποφασισμένοι τηρούν ανελαστική στάση, τότε η Ελλάδα το μόνο που έχει να κάνει για να επιτύχει την αποτροπή του τουρκικού αναθεωρητισμού είναι να επιδείξει τη βούλησή της για σύγκρουση. Τρόποι για να πραγματοποιηθεί αυτό υπάρχουν πολλοί.

Οι θιασώτες της πρότασης περί επιδείξεων βούλησης προτάσσουν και ένα επιχείρημα σχετικά με το πληροφοριακό περιεχόμενο που μεταδίδεται από την έλλειψη αποφασιστικής στάσης. Συγκεκριμένα, αν η στάση αυτή προκύπτει από μια εκτίμηση νίκης σε στρατιωτική αντιπαράθεση και βούλησης να καταβληθεί το κόστος αυτής, τότε λογικά μια μετριοπαθής στάση προκύπτει από αδιαφορία για τα εθνικά δικαιώματα ή/και ηττοπάθεια. Συνεπώς, η μετριοπαθής στάση στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί σε κλιμάκωση των απαιτήσεων του αντιπάλου ή στην χειρότερη περίπτωση σε μόνιμη απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Το Σχήμα 3 αναπαριστά τη λογική δομή αυτής της πρότασης. Το πρόβλημα με αυτήν την πρόταση βρίσκεται στο γεγονός ότι οι ισχυρές ΕΔ και η υψηλή αποτίμηση των δικαιωμάτων είναι ικανές αλλά όχι αναγκαίες συνθήκες για τη σκληρή στάση. Με άλλα λόγια, η δυναμική συμπεριφορά μιας χώρας μπορεί να προκύπτει ως αποτέλεσμα της ύπαρξης άλλων ικανών συνθηκών. Για την ακρίβεια, είναι πιθανό μια χώρα να εμφανίζει μια αποφασιστική στάση ακριβώς επειδή είναι αδύναμη ή δεν θέλει να καταβάλει το κόστος των πολεμικών επιχειρήσεων. Εν ολίγοις, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι οι ισχυρές ΕΔ και η υψηλή αποτίμηση των δικαιωμάτων είναι ικανές συνθήκες για την αποφασιστική στάση, μια χώρα μπορεί να μπλοφάρει, ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να αποτρέψει τον αντίπαλο. Η λογική αυτή απεικονίζεται στο Σχήμα 4.

Ακριβώς επειδή υφίσταται η περίπτωση της μπλόφας, οι χώρες δε βασίζουν τη διάγνωσή τους μόνο στη συμπεριφορά του αντιπάλου, αλλά προσπαθούν να αποκτήσουν μια αντικειμενική απεικόνιση των στρατιωτικών του ικανοτήτων και της θέλησής του να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις. Αν η συμπεριφορά της χώρας συμφωνεί με τις αντικειμενικές μετρήσεις της ισχύος της, τότε κρίνεται ως αξιόπιστη και οι αποτρεπτικές εκροές της ενισχύονται. Με άλλα λόγια, ο αντίπαλος θεωρεί ότι βρίσκεται πιο κοντά στην κατάσταση που περιγράφει το Σχήμα 1 παρά στην κατάσταση που περιγράφεται στο Σχήμα 4. Αν, αντιθέτως, η συμπεριφορά της βρίσκεται σε ασυμφωνία με την στρατιωτική της ισχύ, τότε ο παρατηρητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πραγματικότητα είναι πιο κοντά στη λογική δομή του τέταρτου σχήματος. Επίσης, ο παρατηρητής συγκρίνει το κόστος της μετριοπάθειας με το αναμενόμενο κόστος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ώστε να εκτιμήσει το κατά πόσο ο αντίπαλος είναι πραγματικά διατεθειμένος να συγκρουστεί. Για παράδειγμα, πολύ λίγοι άνθρωποι θα διακινδύνευαν μια συμπλοκή με έναν οπλισμένο κλέφτη αν στο πορτοφόλι τους μέσα είχαν 5 ευρώ. Η εκτίμηση αυτή μάλλον αλλάζει αν το κόστος της άνευ όρων παράδοσης στον κλέφτη ήταν 50.000 ευρώ.

Το συμπέρασμα αυτό έχει σημαντικά αρνητικές συνέπειες για τις αποτρεπτικές εκροές της χώρας που μπλοφάρει. Ο λόγος είναι απλός. Εν αντιθέσει με την αποφασιστική συμπεριφορά, η μπλόφα απαιτεί η χώρα που την εφαρμόζει να είναι πραγματικά είτε αδύναμη είτε να μην έχει τη θέληση να αντισταθεί είτε και τα δύο μαζί. Με άλλα λόγια, η ηττοπάθεια ή/και η αδιαφορία είναι οι μόνες ικανές συνθήκες για μια στρατηγική μπλόφας. Μια πολύ πιο ασφαλής στρατηγική λοιπόν είναι η έμφαση στην ουσία, δηλαδή η επένδυση σε πραγματική στρατιωτική ισχύ. Σε αυτό το πλαίσιο, μια ευρεία συζήτηση σχετικά με τις παραμέτρους της στρατιωτικής ισχύος, τις διάφορες ρεαλιστικές στρατηγικές μεγιστοποίησής της και τις διάφορες επιλογές επιδείξεώς της είναι πολύ πιο χρήσιμη από την έμφαση σε επιδείξεις βούλησης. Δεν υπάρχει καλύτερη ένδειξη για τη βούληση ενός κράτους να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του από τη διατήρηση υψηλών αποδόσεων σε όλο το εύρος δεικτών της στρατιωτικής ισχύος.

Ευριπίδης Τσακιρίδης – www.tsakiridis.org 

http://strategyreports.wordpress.com/2012/12/31/credibility_natstrategy/

No comments :

Post a Comment