Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ στις 10 Μαΐου 2012, στο πλαίσιο ‘Φακέλου” με γενικό θέμα “ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΤΟΥΡΚΙΑΣ” Δρ. Ιωάννης Παρίσης Υποστράτηγος ε.α, Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
Τα στοιχεία σχέσεων ισχύος Ελλάδας-Τουρκίας τα οποία εμφανίζονται στη δημοσιότητα αναφέρονται συνήθως στη στρατιωτική ισχύ και ειδικότερα στην απαρίθμηση οπλικών συστημάτων, στρατιωτικών σχηματισμών και στρατευμάτων. Αυτό οδηγεί σε μία ελλειπή εκτίμηση της ισορροπίας ισχύος μεταξύ των δύο χωρών αλλά και δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων στον ελληνικό πληθυσμό. Διότι απλούστατα, δεν αποτελούν οι απόλυτοι αριθμοί το καθοριστικό στοιχείο της ισχύος. Άλλωστε πάντοτε η Ελλάδα πολέμησε εναντίον αριθμητικά ισχυρότερων αντιπάλων. Το 1940 η σχέση ισχύος μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδος ήταν καταλυτική υπέρ της πρώτης σε όλα τα αντικειμενικά στοιχεία και παράγοντες ισχύς: οικονομία, βιομηχανική παραγωγή, πληθυσμός, αριθμός στρατευμάτων, οπλικά συστήματα. Και όμως το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν αντιστρόφως ανάλογο προς αυτά τα μεγέθη ισχύος. Τι ήταν εκείνο που συνέβαλε στην ανατροπή των δεδομένων;
Ο γεωγραφικός παράγοντας: Είναι καταρχήν εύκολα αντιληπτό ότι τα γεωγραφικά δεδομένα δεν ευνοούν την Ελλάδα. Όπως επισημαίνει ο Παν. Κονδύλης (1997), το καθοριστικό γεωγραφικό δεδομένο είναι διττό:
- αφενός η έκταση της τουρκικής επικράτειας είναι εξαπλάσια από την ελληνική,
- αφετέρου συνιστά σχεδόν εξ ολοκλήρου, χώρο συμπαγή και αδιαίρετο, σε αντίθεση με τον ελληνικό χώρο –και μάλιστα την κρίσιμη, ως θεάτρου πολεμικών επιχειρήσεων, περιοχή του Αιγαίου καθώς και της βόρειας Ελλάδας, από τον Έβρο μέχρι τον Αξιό – που αποτελείται από διάσπαρτα και .... μεμονωμένα εδάφη (νησιά) ή στενές λωρίδες.
Το στρατηγικό πλεονέκτημα που δίνει η εδαφική αυτή κατανομή στην τουρκική πλευρά είναι προφανές. Ο γεωγραφικά κατατετμημένος ελληνικός χώρος μπορεί να καταληφθεί και να διατηρηθεί κατά τμήματα, ακόμη και πολύ μικρά. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν έχει σχεδόν τη δυνατότητα να αποσπάσει από τον μεγάλο και συμπαγή τουρκικό γεωγραφικό όγκο, ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι (με εξαίρεση την Ίμβρο και την Τένεδο, γεγονός που εξηγεί την ισχυρή τουρκική στρατιωτική παρουσία στην πρώτη) χωρίς να εμπλακεί σε μακρόχρονες και σε μεγάλο βάθος επιχειρήσεις, όπως συνέβη το 1922.
Το στρατηγικό πλεονέκτημα που δίνει η εδαφική αυτή κατανομή στην τουρκική πλευρά είναι προφανές. Ο γεωγραφικά κατατετμημένος ελληνικός χώρος μπορεί να καταληφθεί και να διατηρηθεί κατά τμήματα, ακόμη και πολύ μικρά. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν έχει σχεδόν τη δυνατότητα να αποσπάσει από τον μεγάλο και συμπαγή τουρκικό γεωγραφικό όγκο, ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι (με εξαίρεση την Ίμβρο και την Τένεδο, γεγονός που εξηγεί την ισχυρή τουρκική στρατιωτική παρουσία στην πρώτη) χωρίς να εμπλακεί σε μακρόχρονες και σε μεγάλο βάθος επιχειρήσεις, όπως συνέβη το 1922.
Ανάλογο είναι το πρόβλημα της ελληνικής πλευράς σχετικά με την άμυνα των νησιών. Η έλλειψη στρατηγικού βάθους καθιστά δυσχερή την υποστήριξη των νησιών, υποχρεώνοντας τον ελληνικό στρατό να διατηρεί σ’ αυτά από τον καιρό της ειρήνης, σημαντικές δυνάμεις και αυτοδύναμο σύστημα υποστήριξης. Τα παραπάνω δίνουν μια απάντηση σε όλους εκείνους (κυρίως πολιτικούς ή «ειρηνιστές») οι οποίοι είτε εν τη αφελεία τους, είτε για εντυπωσιασμό μιλούν περί αμοιβαίας μείωσης εξοπλισμών και ειδικώς για απόσυρση των δυνάμεων εκατέρωθεν, μέχρι κάποιου βάθους.
Ο αντίπαλος: υπερεκτίμηση ή υποεκτίμηση; Ποιος είναι ο αντίπαλος στην αντιπαράθεση Ελλάδας-Τουρκίας; Η εντύπωση που υπάρχει στον ελληνικό πληθυσμό για την Τουρκία, όπως αυτή έχει δημιουργηθεί κυρίως από δημοσιεύματα του Τύπου, αναφέρεται σε μία Τουρκία ισχυρή και ανίκητη. Επιπλέον, οι επιθέσεις μερίδας του Τύπου αλλά και ενίων πολιτικών κατά των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, και η προσπάθεια κατασυκοφάντησης της ηγεσίας και του σώματος των αξιωματικών και του αξιόμαχου των μονάδων, έχουν διαμορφώσει στον πληθυσμό ένα κλίμα ηττοπάθειας, απαισιοδοξίας, ακόμη και… βεβαιότητας ήττας σε περίπτωση ελληνο-τουρκικής σύγκρουσης. Καλό είναι ωστόσο να δούμε τις πραγματικές διαστάσεις της απειλής.
Γράφει στη Μιλλιέτ (7/9/11) ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Mehmet Ali Birand, με αφορμή παλαιότερη αποκαλυπτική ομιλία του πρώην Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Κοσανέρ, η οποία κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο: «Σχετικά με τις Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, είχε εδραιωθεί μια εικόνα τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Είχε δημιουργηθεί κάτι σαν μύθος, στο θέμα της επίδειξης δυνάμεως. Ακούγαμε και γινόταν λόγος για ένα πειθαρχημένο Στρατό, με ηρωική πορεία, με μια συνεχή θυσία και ιστορίες επιτυχιών. Η ομιλία του Κοσανέρ, κατέρριψε αυτό το μύθο… Που είναι αυτός ο ηρωικός μας Στρατός, που τα μάτια όλων μας βούρκωναν, όταν περνούσε με τις αστραφτερές στολές κατά τις επίσημες παρελάσεις; Είμαστε μέσα σε μια μεγάλη απογοήτευση… Φαίνεται ότι αυτά που μας έλεγαν μέχρι σήμερα, δεν ήταν καθόλου σωστά.»
Σήμερα, ένας πρωτοφανώς μεγάλος αριθμός ανωτάτων αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένων και πρώην Αρχηγών, βρίσκονται στη φυλακή, αντιμετωπίζοντας βαριές κατηγορίες. Αυτό δημιουργεί κραδασμούς και αποτελεί οδυνηρό πλήγμα, ειδικώς για το σώμα των αξιωματικών, το οποίο μάλιστα έχει γαλουχηθεί με την ιδέα ότι αποτελεί τον εγγυητή της ύπαρξης του τουρκικού κράτους. Σημαντικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την Τουρκία αποτελεί το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα το οποίο την υποχρεώνει σε διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων, αγκίστρωση δυνάμεων και ανάλωση πόρων. Επιπλέον, η μέχρι σήμερα αποτυχημένη αντιμετώπισή του – πολιτικά και στρατιωτικά – έχει αρνητικές επιπτώσεις στο ηθικό στρατού και λαού.
Η σχετικότητα της ισχύος: Οι κύριες συνιστώσες της ισχύος –οικονομία, πληθυσμός, ένοπλες δυνάμεις– αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο απόλυτα μεγέθη υπολογισμού της. Ωστόσο, θα πρέπει να δούμε την ισχύ σε σχέση προς εκείνη του αντιπάλου, την διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων όπως αυτά εξελίσσονται διαχρονικά, καθώς και το συνολικό απόθεμα ισχύος της κάθε χώρας. Η ισχύς του αντιπάλου θα πρέπει να εκτιμάται ως προς τη δυνατότητά του να χρησιμοποιήσει το σύνολο της ισχύος του εναντίον μας. Ο γεωστρατηγικός περίγυρος της Τουρκίας, αλλά και τα μεγέθη της, σε ότι αφορά το έδαφος, τον πληθυσμό, τις ένοπλες δυνάμεις, είναι τελείως διαφορετικά από εκείνα της Ελλάδας. Επίσης, έχει διαφορετικές απειλές, προτεραιότητες και προσανατολισμούς. Η χώρα μας αποτελεί ένα μέρος μόνο των αμυντικών προτεραιοτήτων της Τουρκίας. Επομένως, ο στρατηγικός σχεδιασμός της δεν αφορά μόνο την Ελλάδα.
Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η Τουρκία είναι μία μεγάλη χώρα που αντιμετωπίζει απειλές και προβλήματα σχέσεων από πολλαπλές κατευθύνσεις, ενώ δεν θα πρέπει να παραβλέπεται το κουρδικό ζήτημα. Περαιτέρω, η γειτνίασή της με το κρίσιμο γεωπολιτικό υποσύστημα Ανατολική Μεσόγειος – Μέση Ανατολή – Κασπία – Κεντρική Ασία αυξάνει τα προβλήματα ασφαλείας της, ενώ παράλληλα την καθιστά κρίσιμο γεωστρατηγικό παίκτη στην περιοχή. Η πραγματική ισχύς δεν είναι πάντοτε εκείνη που προκύπτει από τη μέτρηση των συστατικών στοιχείων της ισχύος που προαναφέραμε. Το αν η ισχύς μιας χώρας θα έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, εξαρτάται από την επιτυχημένη ή όχι υψηλή στρατηγική, από την ηγεσία, από την ορθή ή όχι οργάνωση του εμπορίου, την κατάλληλη ή όχι εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων, τις κατάλληλες ή όχι επιλογές στην εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις.
Εδώ ακριβώς προκύπτουν δύο κρίσιμα ερωτήματα:
1ον) έχει η χώρα μας διαμορφώσει κατάλληλη και αποτελεσματική υψηλή στρατηγική, και
2ον) υπάρχει κατάλληλη ηγεσία που θα υλοποιήσει την αντίστοιχη στρατηγική;
Στρατηγική αποτροπής και συμμαχιών: Η διαφορά του γεωπολιτικού δυναμικού μεταξύ των δύο χωρών, τόσο στον δημογραφικό όσο και στον οικονομικό και αναπτυξιακό τομέα διευρύνεται συνεχώς, τείνει δε να λάβει τεράστιες διαστάσεις εξαιτίας αφενός της αναπτυξιακής δυναμικής που εμφανίζει η Τουρκία, αφετέρου της πρόσφατης οικονομικής κατάρρευσης της χώρας μας και της δημογραφικής της συρρίκνωσης. Ο συνεχής εξοπλιστικός ανταγωνισμός έναντι της Τουρκίας θα απέβαινε μακροπρόθεσμα εκ των πραγμάτων εις βάρος της Ελλάδας και δεν μπορεί να λύσει από μόνος του το πρόβλημα. Ακόμη και αν υποθέταμε ότι η χώρα μας είχε τις δυνατότητες να αποκτήσει πολλά και σύγχρονα οπλικά συστήματα, δεν θα μπορούσε να υπερκεράσει το πληθυσμιακό μέγεθος της Τουρκίας, η οποία έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει εκατοντάδες χιλιάδες στρατευμάτων. Κατά συνέπεια η λύση που απομένει για την αντιμετώπιση της απειλής είναι μια στρατηγική αποτροπής σε συνδυασμό με μια στρατηγική συμμαχιών.
Σύμφωνα με την Πολιτική Εθνικής Άμυνας, το δόγμα της Ελλάδας είναι αμυντικό και αποτρεπτικό. Ωστόσο, όπως γράφει ο Κονδύλης, αν η ελληνική πλευρά, λέγοντας «αμυντικό δόγμα» εννοεί ότι προτίθεται να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και το πλεονέκτημα του πρώτου πλήγματος στον εχθρό, τότε έχει κατά πάσα πιθανότητα υπογράψει μόνη της εκ προοιμίου την καταδίκη της. Κατά συνέπεια το «αμυντικό δόγμα» θα πρέπει να συνοδεύεται από μια επιθετική στρατηγική η οποία θα υλοποιείται από έναν επιθετικό ελιγμό. Επιθετική στρατηγική δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόθεση για επιθετική δράση ή προκλητικές ενέργειες με χρήση στρατιωτικών δυνάμεων. Σημαίνει όμως επίδειξη αποφασιστικότητας που αποτελεί στοιχείο της αποτροπής. Αντιθέτως, η έλλειψη αποφασιστικότητας για χρήση της ισχύος μπορεί να ερμηνευτεί από τον αντίπαλο ως φόβος, με αποτέλεσμα να αυξάνει η επιθετική του διάθεση. Ο επιθετικός ελιγμός, που αποτελεί προϋπόθεση μιας επιτυχημένης πολεμικής ενέργειας, θα επιδιώκει όχι απλώς την απόκρουση του εχθρού αλλά και την απόκτηση εδάφους, τη συγκέντρωση δυνάμεων και ισχύος πυρός σε αποφασιστικό σημείο και τελικώς την καταστροφή του όγκου των εχθρικών δυνάμεων.
Βεβαίως, κύρια προϋπόθεση μιας επιτυχημένης αποτροπής αποτελούν το στρατιωτικό δυναμικό (δομή, συγκρότηση, πειθαρχία, εκπαίδευση, διάταξη, ικανή ηγεσία, ηθικό) και η ισχύς πυρός που είναι η συνισταμένη των παραπάνω και των κατάλληλων οπλικών συστημάτων. Για τον λόγο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να προσεχθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις ώστε να διατηρείται σε υψηλό επίπεδο η ετοιμότητά τους και η μαχητική τους αποτελεσματικότητα. Εις ότι αφορά στις συμμαχίες, η Ελλάδα, χάρη σε επιλογές υψηλής στρατηγικής που έγιναν στις παρελθούσες δεκαετίες, έχει καταστεί μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, δύο κύριων και ισχυρών ενώσεων κρατών του δυτικού κόσμου. Σημαντικό στοιχείο ισχύος αποτελεί επίσης η, περιστασιακή μεν, αλλά ιδιαίτερης σημασίας στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ, η οποία θα πρέπει να αξιοποιηθεί καταλλήλως. Φυσικά η αξία μιας συμμαχίας για ένα μέλος της εξαρτάται από την αξία του ίδιου του μέλους μέσα σ’ αυτήν. Καμία συμμαχία δεν μπορεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα μας αν δεν αποτελούμε αξιόπιστο μέλος της, ή αν συνεχώς απαιτούμε, χωρίς να εκφράζουμε την αμετάκλητη και αμετακίνητη απόφασή μας να απαντήσουμε δυναμικά σε οποιαδήποτε πρόκληση ή αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας. Δυστυχώς, εκείνο που συχνά πλανάται είναι ότι στηρίζουμε τις ελπίδες μας στον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ ή τους Αμερικανούς για να μας σώσουν.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι σε μία διμερή αντιπαράθεση, οι άλλες χώρες πηγαίνουν με τον ισχυρό και όχι μ’ εκείνον που «έχει δίκαιο». Εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι η μεν Τουρκία προβάλλει στο περιβάλλον της ισχύ μεγαλύτερη από ότι στην πραγματικότητα διαθέτει, αδιαφορώντας συχνά για το αν προκαλεί, η δε Ελλάδα επιδεικνύει μια… άρνηση χρήσης της ισχύος που διαθέτει. Πρόκειται για φοβικό σύνδρομο ή για ανικανότητα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας της χώρας να αντιληφθεί την πραγματικότητα; Θα κλείσω το σύντομο αυτό σημείωμα με μια φράση του Κονδύλη (1997): «Οι µετριότητες, υποµετριότητες και ανθυποµετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσµο, δεν έχουν το ανάστηµα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους – ίσως να καταρρεύσουν ακόµα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεµο γιατί, αν ο πόλεµος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεµος θα συνεχίσει µια σπασµωδική πολιτική;»
http://syndesmos71.blogspot.com/2012/05/blog-post_10.html
ΕΠΙΣΚΕΥΘΕΙΤΕ ΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΠΗΓΗ, ΔΗΛΑΔΗ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΩΡΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΥ Ε.Α, ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΡΙΣΗ: http://parisis.wordpress.com
No comments :
Post a Comment