16/01/2012

Δομή Δυνάμεων ΕΣ – Οι Ειδικές Δυνάμεις

ΜΕΡΟΣ Α

Μετά το σημείωμα για τη δομή των μειζόνων σχηματισμών του ΕΣ στο πλαίσιο μιας αναδιοργάνωσης, το θέμα που επανέρχεται πιο επίμονα είναι αυτό της δομής των Ειδικών Δυνάμεων του ΕΣ, όχι κατ’ ανάγκην γιατί είναι το πιο σημαντικό, αλλά γιατί εμπλέκει ένα δημοφιλές κι εντυπωσιακό τμήμα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Όπως και σε άλλα στρατιωτικά προβλήματα, η δομή των “Ειδικών Δυνάμεων” του ΕΣ δεν είναι ένα μεμονωμένο πρόβλημα, αλλά διαπλέκεται με άλλα προβλήματα της οργάνωσης και της λειτουργίας του οργανισμού του, και δε μπορεί να λυθεί ανεξάρτητα από αυτά. Για το λόγο αυτό, το σημείωμα που ακολουθεί δεν αφορά απλώς την πρόταση για τη δομή των “Ειδικών Δυνάμεων” αλλά και ορισμένα άλλα βασικά προβλήματα που σχετίζονται με αυτές.

Προκαταρκτικές Παρατηρήσεις

Επίλεκτες Δυνάμεις και Ειδικές Δυνάμεις


Μία από τις βασικές αιτίες απώλειας ταυτότητας και, τελικά, απαξίωσης των Ελληνικών “Ειδικών Δυνάμεων” είναι η βασική σύγχυση που υφίσταται στον ΕΣ ανάμεσα στις ειδικές δυνάμεις και τις επίλεκτες δυνάμεις (κυρίως) ελαφρού πεζικού. Είναι μια βασική διάκριση η οποία έχει προκύψει τόσο ιστορικά όσο και πρακτικά από τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του σύγχρονου (και όχι μόνον) πολέμου. Αν και η διαφορά αυτή είναι σαφώς διαμορφωμένη ήδη με τη λήξη του Β’ ΠΠ και έχει διανύσει μεγάλη διαδρομή από τότε, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’60, στον ΕΣ παραμένει σκόπιμα ασαφής. Για τη σύγχυση αυτή υπάρχουν αρκετοί λόγοι, όμως η βαθύτερη αιτία φαίνεται να είναι η άρνηση των περισσοτέρων αξιωματικών των ελληνικών Ειδικών Δυνάμεων (δηλαδή του επίλεκτου ελαφρού πεζικού) να αναγνωρίσει τη διαφορά αυτή για λόγους γοήτρου. Η αναγνώριση του ιδιαίτερου χαρακτήρα των πραγματικών Ειδικών Δυνάμεων – που αυτομάτως θέτει την απαίτηση και για διαφορετικά κριτήρια επιλογής και για πολύ μικρότερο αριθμό στελεχών – γίνεται αντιληπτή ως απειλή για τη συμμετοχή σε ένα σύνολο που περιβάλλεται από την αχλή του θρύλου και από τη φήμη υπεράνθρωπων ικανοτήτων. 

Αντιθέτως, ο χαρακτηρισμός δυνάμεων ελαφρού πεζικού ως “επιλέκτων” ακούγεται, σε αντιδιαστολή, ως υποτιμητικός, ή εν πάση περιπτώσει συγκριτικά “λίγος” και πρακτικά εξομοίωση με το “απλό” πεζικό, από το οποίο οι περισσότεροι αξιωματικοί επιδιώκουν να διαφοροποιηθούν με την ένταξή τους στις Ειδικές Δυνάμεις. Πρόκειται για αντίληψη που μαρτυρά ανασφάλεια, που δεν ανταποκρίνεται ούτε στα πράγματα ούτε στις απαιτήσεις επαγγελματισμού που απαιτούνται από έναν σοβαρό στρατό και που υποτιμά τόσο την επιχειρησιακή σημασία όσο και την αίγλη των επίλεκτων δυνάμεων. Η στάση αυτή φαίνεται να αγνοεί το διακριτό και βασικό ρόλο του επίλεκτου πεζικού στις πολεμικές επιχειρήσεις και του κύρους που αυτές του έχουν προσδώσει. Η αντίληψη αυτή υποτιμά επίσης (ή αγνοεί) την προσαρμογή των επιλέκτων δυνάμεων κάθε χώρας στις ιδιαίτερες επιχειρησιακές απαιτήσεις της χώρας και κάθε στρατού.

Για τους λόγους αυτούς, στο παρόν κείμενο, εφεξής η αναφορά στις υπάρχουσες “Ειδικές Δυνάμεις” του ΕΣ θα γίνεται με τον όρο “Επίλεκτες Δυνάμεις”, που είναι ακριβέστερος, με εξαίρεση συγκεκριμένα και γνωστά μικρά τμήματα των όντως ειδικών δυνάμεων.

Περί υπαγωγής των Επιλέκτων Δυνάμεων

Ένα θέμα που συνήθως τίθεται στο πλαίσιο της συζήτησης για τη δομή των επίλεκτων δυνάμεων είναι η κοινή υπαγωγή των δύο ή τριών ταξιαρχιών που αυτές συγκροτούν σε μία κοινή διοίκηση, κατά το πρότυπο της ΙΙΙ Μεραρχίας Ειδικών Δυνάμεων που υπήρχε μέχρι το 1988. Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι η ενότητα της διοίκησης, και μάλιστα από (υπο)στράτηγο, θα επανέφερε το πνεύμα του επίλεκτου κι επιχειρησιακά εξειδικευμένου τμήματος του ΕΣ, το οποίο αποσαθρώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Η θέση αυτή είναι λανθασμένη και η υιοθέτησή της δεν πρόκειται να προσθέσει οτιδήποτε στην ποιότητα και τις δυνατότητες των επιλέκτων δυνάμεων, ενώ αντίθετα αγνοεί τις πραγματικές πηγές των προβλημάτων που, όντως, υπάρχουν.

Μία μεραρχία είναι ένας επιχειρησιακός σχηματισμός, και συγκροτείται όταν υπάρχει ανάγκη ή πρόθεση επιχειρησιακής εμπλοκής ενός όγκου δυνάμεων που χρειάζεται ενιαία επιχειρησιακή διοίκηση και στενό συντονισμό, και διάθεση από κοινού (και κατά την κρίση του επικεφαλής) κοινών μεραρχιακών πόρων: πυροβολικό, μηχανικό, διαβιβάσεις, διοικητική μέριμνα, αεροπορικά μέσα. Όμως, στην περίπτωση των επιλέκτων σχηματισμών, δεν προβλέπεται σε κάποιο ρεαλιστικό σενάριο η από κοινού δράση τους, ως ενιαίο σύνολο. Ακόμη και στην περίπτωση που το σύνολο των επιλέκτων δυνάμεων διατεθεί στον ίδιο μείζονα σχηματισμό, οι ταξιαρχίες δεν πρόκειται να αναλάβουν κοινή μεταξύ τους ενέργεια, και μάλιστα ευκρινώς διαχωρισμένη από τις άλλες δυνάμεις, ώστε να έχει νόημα η επιχειρησιακή τους διοίκηση ως μεραρχία. Το πιθανότερο (και πλέον σκόπιμο) είναι, λόγω ακριβώς του εξειδικευμένου επιχειρησιακού τους χαρακτήρα, να διατεθούν κατά ταξιαρχία (ή και πιο διασπασμένες) σε ειδικότερους αντικειμενικούς σκοπούς που απαιτούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους. Αναμένεται επίσης ότι η διοίκηση «από στρατηγό» (δηλαδή από υποστράτηγο), με το κύρος που την περιβάλλει, θα επαναφέρει το πνεύμα επιλέκτου σχηματισμού που έχει ατονήσει. Το σκεπτικό αυτό εμπεριέχει δύο λάθη: 

Οι ταξιαρχίες των επιλέκτων δυνάμεων διοικούνται από ταξιάρχους. Ο ταξίαρχος είναι, ήδη, ανώτατος αξιωματικός, δηλαδή στρατηγός. Η ιδέα ότι η διοίκηση από αξιωματικό κατά ένα βαθμό αρχαιότερο θα έχει κάποια ουσιώδη επίδραση στην ποιότητα των επιλέκτων δυνάμεων φανερώνει και ψευδαισθήσεις περί του ρόλου του ίδιου του βαθμού, και άγνοια περί των παραγόντων που πραγματικά διαμορφώνουν την ποιότητα του σχηματισμού, και αδικαιολόγητη έλλειψη εμπιστοσύνης σε οριακά, μόνον, νεώτερους αξιωματικούς, απλώς και μόνον επειδή είναι νεώτεροι. Είναι άστοχο να θεωρεί κανείς ότι ένας ταξίαρχος που δε μπορεί να επιβάλει το απαιτούμενο πνεύμα στην ταξιαρχία που διοικεί θα μπορέσει να το κάνει αυτό στην μεραρχία του τρία-τέσσερα χρόνια αργότερα, όπως είναι επίσης άστοχο να θεωρεί κανείς ότι θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στο ΓΕΣ ο λόγος ενός υποστρατήγου απ΄ ότι έχει ο λόγος ενός ταξιάρχου, με αποτέλεσμα να προασπίζει καλύτερα τη θέση του σχηματισμού του. Όσο το Α.Σ.Σ. πάσχει από αρτηριοσκλήρυνση, αγνοεί εξ ίσου άνετα, απερίσκεπτα και αδικαιολόγητα και ταξιάρχους και υποστρατήγους.

Κατ’ εξοχήν υπεύθυνη για την διαμόρφωση του ιδιαίτερου χαρακτήρα των επιλέκτων δυνάμεων είναι, σε οργανωτικό επίπεδο, η Διεύθυνση Ειδικών Δυνάμεων. Αυτός είναι ο οργανωτικός υπεύθυνος για τα βασικά που χαρακτηρίζουν και διαμορφώνουν τις επίλεκτες δυνάμεις ως τέτοιες: διαμόρφωση δόγματος, απορρόφηση δόγματος και διδαγμάτων από τις πολεμικές συγκρούσεις, διεθνείς συνεργασίες και συνεκπαιδεύσεις, διαμόρφωση διαδικασιών για την επιλογή ανθρώπινου δυναμικού και υλοποίηση του, κι εν συνεχεία διαχείριση του ανθρωπίνου δυναμικού. Αν, για διαφόρους λόγους η ΔΕΔ (όπως και οι περισσότερες Διευθύνσεις) έχει ατονήσει στον έργο της – κι αυτοί οι λόγοι είναι που έχουν σημασία – κι έχει καταστεί απλώς ένα όργανο για τον ορισμό τοποθετήσεων και μεταθέσεων, τότε το πρόβλημα δε λύνεται με την συγκρότηση μεραρχίας. Η μεραρχία, όσο καλή και να είναι, δε δύναται να υποκαταστήσει τη διεύθυνση στο ρόλο της, γιατί απλούστατα δεν έχει αυτή την αποστολή, ούτε και τα μέσα. 

Το επιτελείο μιας μεραρχίας δεν είναι προσανατολισμένο για να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις και τη διεθνή εμπειρία (σύγχρονη αλλά και παλαιότερη), δεν επεξεργάζεται δόγμα με δοκιμές, δεν συντάσσει μελέτες, δε συλλέγει πληροφορίες για τεχνικά θέματα. Πολύ περισσότερο, δε μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο για διαφορετικές κι εξειδικευμένες ταξιαρχίες και είδη επιχειρήσεων (αερομεταφερόμενες επιχειρήσεις, αμφίβιες, ορεινός αγώνας κ.α.). Το επιτελείο μιας μεραρχίας έχει ρόλο στην κάθετη δομή του οργανισμού, και οι επίλεκτες δυνάμεις του ΕΣ (όπως, άλλωστε, και τα περισσότερα όπλα και σώματα) πάσχουν στην οριζόντια διαχείρισή τους. Το ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της δυναμικής λειτουργίας της Διεύθυνσης, κι αυτό δεν είναι, μόνον, ή και κυρίως, οργανωτικό θέμα, αλλά και θέμα επιλογής συγκεκριμένων προσώπων. Μικρή επαφή με το χώρο επιβεβαιώνει ότι υπήρξαν διευθυντές επί των οποίων η Διεύθυνση απέδιδε περισσότερο, ίσως όχι πάντα γιατί ο συγκεκριμένος Διευθυντής ήταν καθ’ όλα “καλύτερος” από προηγουμένους κι επομένους ομολόγους του, αλλά επειδή αντιλαμβανόταν και διαχειριζόταν καλύτερα το συγκεκριμένο ρόλο. Έχει, μάλιστα, συμβεί, επί αδιάφορων (αλλά όχι αρνητικών σε όλα) διευθυντών η ΔΕΔ να αποδίδει πολύ καλύτερα, ακριβώς επειδή η αδιαφορία έδινε περιθώριο πρωτοβουλίας σε νεώτερους αξιωματικούς, με επαγγελματικό ζήλο και παραστάσεις από σύγχρονες πρακτικές, να εισηγηθούν και να επιβάλουν σύγχρονες αντιλήψεις.

Η ιστορική τάση των καταδρομέων, ήδη από τον Εμφύλιο, αλλά και καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, για συγκεντρωτική διοίκηση των δυνάμεών τους είχε το εξής νόημα: σε έναν –τότε– μεγάλο στρατό, συγκροτημένο σε μεραρχίες, οι δυνάμεις των καταδρομών ήταν συγκροτημένες σε μονάδες (μοίρες ή συντάγματα – “τακτικές διοικήσεις”) οι οποίες δεν ενεργούσαν ως ειδικές δυνάμεις αλλά ως δυνάμεις ελαφρού πεζικού στο πλαίσιο τακτικών επιχειρήσεων, υπαγόμενες στους σχηματισμούς του απλού πεζικού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την τάση να “χάνονται” οι ανεξάρτητες αλλά μικρές μονάδες μέσα σε αλλότριους σχηματισμούς, τόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο (κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου οι Καταδρομείς απέδωσαν τα μέγιστα όταν έδρασαν συγκεντρωτικά, προϊόντος του πολέμου) και ενείχε τον κίνδυνο να μην χρησιμοποιούνται σωστά από τις προϊστάμενες διοικήσεις, παρ’ όλο που τότε ο ρόλος τους, εν πολλοίς, ήταν συχνά υποβοηθητικός των μεγάλων σχηματισμών

Ο “κίνδυνος” αυτός έχει, πλέον, εκλείψει: Αφ’ ενός η μεραρχία σαν οργανικός σχηματισμός του ΕΣ έχει καταργηθεί και έχει αντικατασταθεί από την ταξιαρχία, αφ’ ετέρου οι ίδιες οι επίλεκτες δυνάμεις έχουν – ορθώς – λάβει σχηματισμούς ταξιαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι ούτως ή άλλως, στα πλαίσια των μειζόνων σχηματισμών, οι ελαφρές δυνάμεις έχουν επιχειρησιακή και οργανωτική αυτονομία, η οποία δεν ενισχύεται σε τίποτα από τη συγκρότηση μεραρχίας. Είναι γεγονός ότι η διάλυση της ΙΙΙ ΜΕΔ υπήρξε, με τα δεδομένα της εποχής, σοβαρότατο λάθος (που είχε τη ρίζα του σε λόγους μη στρατιωτικούς…), το οποίο παροξύνθηκε από τον τελείως ανορθόλογη υπαγωγή των συνιστωσών μονάδων: 32α Ταξιαρχία Πεζοναυτών στην… Στρατιά, 2ο ΣΑΛ στην ΑΣΔΕΝ, 1ο ΣΚΔ στο Γ’ ΣΣ και 13ο ΣΑΚ απ’ ευθείας στη ΔΕΔ (δηλαδή, κατά βάσιν με κριτήριο τη γεωγραφική έδρα της διοίκησης…). Όμως οι συνθήκες για την ανασυγκρότηση της ΙΙΙ ΜΕΔ ή παρεμφερούς σχηματισμού έχουν εκλείψει σήμερα.

Συνεπώς, αν πρόκειται να αναζωογονηθούν οι επίλεκτες δυνάμεις του ΕΣ, θα πρέπει, μεταξύ των άλλων, να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη λειτουργία της Διεύθυνσης Ειδικών Δυνάμεων, καθώς και σε κεντρικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης δόγματος και εκπαίδευσης. Ενδεικτικά, και μόνον: είναι σημαντικό να αξιοποιείται και να μην καταπνίγεται η δημιουργικότητα και η εμπειρία νέων στελεχών τα οποία παρακολουθούν τις εξελίξεις του χώρου τους, από παλαιά, αρτηριοσκληρωτικά στελέχη που παραμένουν προσκολλημένα σε πρότυπα λειτουργίας του Β’ ΠΠ. Καμία οργανωτική αλλαγή δεν πρόκειται να επιτύχει κάτι τέτοιο.

ΜΕΡΟΣ Β
Αν γίνει δεκτός ο διαχωρισμός του ελληνικού χώρου σε τρία θέατρα επιχειρήσεων, τότε οι επιχειρησιακές ανάγκες μπορούν να διατυπωθούν με βάση αυτό το διαχωρισμό:

Θέατρο επιχειρήσεων Αιγαίου

Με το υφιστάμενο καθεστώς, στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου Πελάγους δραστηριοποιούνται δύο σχηματισμοί επίλεκτου ελαφρού πεζικού: Η 32α Ταξιαρχία Πεζοναυτών και η 13η Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων (πρακτικά, δυνάμεως συντάγματος), σε δύο διακριτούς ρόλους: Η 32α Ταξιαρχία στο ρόλο της αμφίβιας συμβατικής δύναμης στη διάθεση του Αρχιστρατήγου για την επέμβαση σε περίπτωση συμβατικών επιχειρήσεων. Σε παλαιότερο σημείωμα έχουμε εκθέσει την εκτίμηση ότι για ευρύτερους επιχειρησιακούς λόγους, που δεν έχουν σχέση με τις δυνατότητες του ίδιου του σχηματισμού, η δυνατότητα για ανακατάληψη μείζονος ελληνικού νησιού που έχει καταληφθεί από τους τούρκους είναι ένα μάλλον θεωρητικό ενδεχόμενο, εξαιρετικά δύσκολο στην πράξη. 

Αυτό αφήνει στην 32α Ταξιαρχία τρεις ρόλους:

α. Την ανακατάληψη μικρότερου νησιού το οποίο έχει καταληφθεί αιφνιδιαστικά από τους τούρκους, με σημαντικές δυνάμεις επί του νησιού, δηλαδή μια συμβατική επιχείρηση μέτριας εντάσεως, και με ρευστή τη γενικότερη αεροναυτική κατάσταση.

β. Την ενίσχυση ενός μεγάλου ελληνικού νησιού που έχει υποστεί επίθεση, αλλά η οποία δεν έχει ευοδωθεί πλήρως, κι η ελληνική πλευρά εξακολουθεί να ελέγχει μέρος του νησιού – πάλι σε σχετικά ρευστό περιβάλλον επιχειρήσεων, και

γ. Την αποτρεπτική ενίσχυση νησιού ή νησιών του Αιγαίου, στο οποίο έχει εγκαίρως εντοπιστεί απειλή πριν αυτή εκδηλωθεί, οπότε η εκεί μετάβαση και παρουσία της ανατρέπει το σχεδιασμό του αντιπάλου.

Η 13η ΔΕΕ προσανατολισμένη στις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τον αρχιπελαγικό χαρακτήρα του Αιγαίου, δηλαδή την ύπαρξη πάρα πολλών μικρών και πολύ μικρών νησιών, νησίδων και βραχονησίδων. Από επιχειρησιακής απόψεως, ο βασικός της προσανατολισμός αφορά τη δυνατότητά της να είναι παρούσα (με τη διασπορά της) στο μικρονησιακό περιβάλλον του Αιγαίου, αποτρέποντας τον αντίπαλο, και παρέχοντας δυνατότητα αντίδρασης σε περιβάλλον που οι βαρύτερες δυνάμεις των πεζοναυτών θα αδυνατούσαν.

Επιπλέον, από τους δύο αυτούς σχηματισμούς, η 32α συνδέεται (ή οφείλει να συνδέεται) στενά με τη Διοίκηση Αμφιβίων Δυνάμεων του Στόλου, ενώ η 13η ΔΕΕ χρησιμοποιεί κυρίως τα ελαφρά πλωτά της για δράση στο μικρονησιακό περιβάλλον που ενεργεί. Η ύπαρξη δύο διαφορετικών και διαφορετικού προσανατολισμού δυνάμεων στο Αιγαίο είναι ορθή ως σύλληψη και πρέπει να διατηρηθεί, με κάποιες βασικές παρατηρήσεις. Το παρόν μέρος θα ασχοληθεί με αυτές που αφορούν τους Πεζοναύτες.

32α Ταξιαρχία Πεζοναυτών

Σε ότι αφορά την υπαγωγή των δυνάμεων:

Η 32α Ταξιαρχία Πεζοναυτών υπάγεται οργανικά στο Β’ ΣΣ. Αυτό είναι λάθος, και προκαλεί σοβαρά προβλήματα διοικήσεως. Η ταξιαρχία θα δράσει στο Αιγαίο, είναι το βασικό εργαλείο του Αρχιστρατήγου και της ΑΣΔΕΝ για να επηρεάσουν τη μάχη, και πρέπει να αποδοθεί οργανικά, ήδη από την ειρηνική περίοδο, στον επιχειρησιακό διοικητή του θεάτρου επιχειρήσεων, δηλαδή της ΑΣΔΕΝ. Η ταξιαρχία είναι το ένα από τα δύο βασικά μέσα που έχει ο επιχειρησιακός διοικητής του αρχιπελάγους για να επηρεάσει τη μάχη (μαζί με την 13η ΔΕΕ), και δεν είναι δυνατόν ούτε να παρεμβάλλεται άλλος μείζων σχηματισμός (το Β’ ΣΣ) στην διενέργεια επιχείρησης στον χώρο ευθύνης του, ούτε να του διατίθεται η ταξιαρχία την τελευταία στιγμή.

Επιπλέον, εάν προκύψει ανάγκη επιχειρήσεων ανακατάληψης νησιού, η ταξιαρχία πρέπει να έχει την επιχειρησιακή αυτοτέλεια ώστε να είναι η δύναμη που θα διενεργήσει την επιχείρηση. Η ταξιαρχία δεν πρέπει να αποτελέσει ούτε απλώς τον βασικό πυρήνα της επιχείρησης που την τελευταία στιγμή θα συμπληρωθεί με μύριες όσες μονάδες και υπομονάδες, ούτε απλώς δεξαμενή από την οποία θα αντληθούν οι δυνάμεις για την επιχείρηση. Οτιδήποτε λαμβάνει μέρος στην επιχείρηση θα πρέπει όχι απλώς να τίθεται την τελευταία στιγμή υπό τον επιχειρησιακό του έλεγχο, αλλά να του ανήκει οργανικά, με προφανή εξαίρεση μέσα που μπορεί άμεσα να διατεθούν και αλλού, όπως αυτά της ΑΣ. Καμία έκπτωση και κανένας συμβιβασμός δεν πρέπει να γίνει επ’ αυτού, τόσο από απόψεως εξειδίκευσης – αφού η ταξιαρχία και το επιτελείο της είναι (ή θα πρέπει να είναι…) οι κατ’ εξοχήν ειδικοί στην διεξαγωγή των αποβατικών επιχειρήσεων – όσο και από απόψεως σχήματος διοίκησης, που θα πρέπει να είναι λιτό, απλό και απολύτως σαφές. Η εμπειρία και τα προβλήματα της αποβατικής επιχείρησης στα νησιά Φώκλαντ, που μάλιστα έγιναν υπό συνθήκες πιο εύκολες απ’ ότι θα γίνει οτιδήποτε στο Αιγαίο, είναι εξόχως διδακτικές.

Η παραπάνω θέση επηρεάζει την απαίτηση για τη σύνθεση της ίδιας της ταξιαρχίας: Με δεδομένο ότι η Ταξιαρχία θα είναι ο σχηματισμός που θα αναλάβει την διεξαγωγή των κινητών επιχειρήσεων στο Αιγαίο, ο χαρακτηρισμός “Ταξιαρχία” δίνει απλώς την τάξη μεγέθους του και δεν θα πρέπει να παραπέμπει σε τυπικό σχήματα ταξιαρχίας. Σε αντίθεση με την παρούσα κατάσταση, κατά την οποία η ταξιαρχία έχει το τυπικό σχήμα και τη συγκρότηση μιας ταξιαρχίας πεζικού που απλώς έχει εξειδίκευση σε ένα είδος αποστολών, η σύνθεση της ταξιαρχίας θα πρέπει να προσαρμοστεί εξ αρχής στην εκτέλεση της – δεδομένης – αποστολής της. Με άλλα λόγια, η Ταξιαρχία δε θα πρέπει να είναι απλώς μία δύναμη προσανατολισμένη στη διενέργεια αποβάσεως, αλλά στην διεξαγωγή της συνολικής μάχης για ανακατάληψη ενός νησιού. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συγκροτηθεί σαν ενιαίος και μόνιμος σχηματισμός το συγκρότημα που τελικά θα απαιτηθεί για τη διενέργεια των βασικών της αποστολών. 

Οι λόγοι για αυτό είναι οι εξής:
- Η διενέργεια απόβασης είναι ίσως η πιο απαιτητική επιχείρηση από απόψεως συνεργασίας και συντονισμού. Υπό τις ειδικές συνθήκες του Αιγαίου, γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκη. Οι ειδικές συνθήκες στο Αιγαίο είναι τα ελάχιστα (αν όχι μηδαμινά) περιθώρια αιφνιδιασμού του αντιπάλου.

- Στις επιχειρησιακές συνθήκες του Αιγαίου αν υπάρξει απαίτηση για αποβατική ενέργεια, και σε αντίθεση με άλλες γνωστές αποβατικές επιχειρήσεις, θα έχει ασφυκτικά χρονικά περιθώρια και μηδενικό χρόνο προετοιμασίας. Δε θα υπάρχει χρόνος ούτε για μεταφορές μονάδων που βρίσκονται εκτός θεάτρου επιχειρήσεων, ούτε για ιδιαίτερη προετοιμασία τους, ούτε καν για ενημέρωση και συντονισμό που δεν είναι ήδη αυτοματοποιημένος. Για να το πούμε πιο απλά, δε θα υπάρχει κανένα χρονικό περιθώριο για να έρθουν στις κατάλληλες θέσεις στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου, μονάδες από την Μακεδονία, είτε της 71ης Ταξιαρχίας, ούτε της Ταξιαρχίας Καταδρομών/Αλεξιπτωτιστών, ούτε, ενδεχομένως, στοιχεία από τη 2α Μηχανοκίνητη Μεραρχία, ώστε να ενταχθούν στις δυνάμεις ανακατάληψης, ακόμη κι ενίσχυσης. Για την εφεδρεία του Αιγαίου τίθεται το θέμα του χρόνου ακόμη πιο επιτακτικά απ΄ότι της Θράκης.

- Τα διαθέσιμα μεταφορικά μέσα της χώρας, καθώς και οι κλίμακες στο Αιγαίο, τόσο σε ότι αφορά την έκταση των νησιών που εξετάζονται, όσο και τις αποστάσεις τους από τα βασικά στρατόπεδα και λιμάνια εκκίνησης των εφεδρειών (και συνεπώς και οι σχετικοί χρόνοι), καθιστούν εξαιρετικά απίθανη τη δυνατότητα εμπλοκής περισσότερων σχηματισμών σε μία επιχείρηση. Με άλλα λόγια, δεν είναι ρεαλιστικό από την ελληνική πλευρά να περιμένει ότι θα εμπλέξει σαν ένα “πρώτο κύμα” την 32α και εν συνεχεία θα φέρει και άλλες δυνάμεις για τη διεξαγωγή της διάσπασης και της εκμετάλλευσης. Η 32α θα πρέπει να είναι έτοιμη να δώσει τη μάχη μόνη της, αυτοτελώς, χωρίς βοήθεια από άλλες χερσαίες δυνάμεις, και χωρίς διοικητικές παρεμβολές πέραν του αμέσου προϊσταμένου κλιμακίου της, που θα πρέπει να είναι η ΑΣΔΕΝ, μετά τη διεκπεραίωσή της στην ακτή.

- Είτε πρόκειται για επιχείρηση αποβάσεως, είτε πρόκειται για επιχείρηση ενισχύσεως υπό πίεση, είτε πρόκειται για αποτρεπτική ενίσχυση, ο σχηματισμός θα πρέπει να συνδυάζει δύο βασικές ικανότητες: 
α) την ικανότητα ταχείας διείσδυσης στην ακτή, τόσο με αμφίβια όσο και με αεροπορικά μέσα, από σημαντική απόσταση, εναντίον σημαντικής εχθρικής παρουσίας, και 
β) την ικανότητα να δώσει μάχη υψηλής εντάσεως, εμπλεκόμενη με βαριές δυνάμεις του εχθρού. Με άλλα λόγια: την ικανότητα να διεισδύσει σε μια ακτή (ή και πιο βαθιά), να αγκιστρωθεί σε αυτήν και να την εξασφαλίσει, και την ικανότητα να έχει επαρκή μαχητική ισχύ ώστε να αντιμετωπίσει τις βαριές δυνάμεις που θα σπεύσουν στη συνέχεια, να τις κατανικήσει και να επικρατήσει.

Υπό το πρίσμα αυτό, το υφιστάμενο σχήμα με τρία τάγματα πεζικού είναι ανεπαρκές. Η παρουσία της 32ας ΙΜΑ δεν επαρκεί, ούτε από απόψεως ισχύος ούτε από απόψεως δομής, να προσδώσει την απαραίτητη ισχύ στο σχηματισμό. Η δομή της Ταξιαρχίας θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα βαρύ τάγμα (ή επιλαρχία) τετραγωνικής δομής, με δύο ίλες αρμάτων (ενδεχομένως ενισχυμένες, με δύναμη 16 αρμάτων) και δύο βαρείς ΜΚ λόχους, με το ισχυρότερο ΤΟΜΠ/ΤΟΜΑ του ΕΣ σε υπηρεσία. Η μονάδα αυτή θα έχει σαν αποστολή την παροχή πραγματικά βαριάς ισχύος στο σχηματισμό, ο οποίος θα είναι έτσι σε θέση να αντιμετωπίσει και βαριές εχθρικές δυνάμεις. Σε περίπτωση αποβατικής ενέργειας, αυτό σημαίνει ότι οι εχθρικές δυνάμεις αντεπιθέσεως θα αντιμετωπίσουν αντίπαλο εξ ίσου (ή, πιθανότατα πιο) ισχυρό από αυτές, ενώ σε περίπτωση ενισχύσεως νησιού που πιέζεται, η ενίσχυση με ένα βαρύ τάγμα ανατρέπει το συσχετισμό δυνάμεων κατά τρόπο που ένα τάγμα, όσο καλής ποιότητας και υψηλού ηθικού και αν είναι, δε μπορεί να το κάνει. Και όλα αυτά, από μία μονάδα που θα ανήκει οργανικά στους Πεζοναύτες, θα έχει τα ίδια υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης και ηθικού με αυτούς, και, κυρίως, θα έχει την ετοιμότητα και την άνεση άμεσης κινητοποίησης, επιβίβασης σε πλοία και διενέργειας των ενεργειών απόβασης, αποβίβασης κι επιβίβασης. Ας μην ξεχνάμε ότι σε διαγωνιστικές ασκήσεις του Τεθωρακισμένου, η 32α ΙΜΑ έχει σταθερά κορυφαίες επιδόσεις.

Μία πιο προωθημένη λύση σε ότι αφορά τη δομή του βαρέως τάγματος θα μπορούσε να είναι η συγκρότησή του σε τέσσερις βαριές μεικτές υπομονάδες, με δύο ουλαμούς αρμάτων και δύο διμοιρίες ΜΚ ΠΖ, σχήμα που ήδη δοκιμάζεται στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, και πιθανόν να είναι η μορφή του μέλλοντος. Με δεδομένο ότι είναι πιθανόν η βαριά μονάδα των ΠΖΝ να κληθεί να ενεργήσει σε μικρά κλιμάκια και διασπασμένη, μια τέτοια σύνθεση έχει κάποια πλεονεκτήματα. Ας σημειωθεί ότι κάτι τέτοιο φαινομενικά μοιάζει – αλλά στην πράξη είναι αντίθετο – με την σχετικά πρόσφατη δημιουργία της Αμφίβιας Δύναμης Εφόδου, το πνεύμα της οποίας ήταν να μετατρέψει οργανικά το ένα από τα τάγματα της ταξιαρχίας σε ισχυρό συγκρότημα, με αποστολή να είναι το πρώτο που θα εισερχόταν στην εχθρική περιοχή, με τα άλλα δύο συγκροτήματα αποβατικών ταγμάτων να ακολουθούν, και μάλιστα με σημαντική χρονική απόσταση.

Οι άλλες δύο μονάδες ελιγμού των ΠΖΝ θα πρέπει να διατηρήσουν, λίγο-πολύ, την υφιστάμενη δομή τους, με ιδιαίτερη έμφαση, όμως, στην σημαντική εξέλιξη των τακτικών αποβάσεως. Οι επικρατούσες αντιλήψεις για απόβαση στον ΕΣ κατ’ ουσίαν προϋποθέτουν τοπική αεροναυτική υπεροχή, με προσέγγιση των δυνάμεων σε μία ακτή που – περίπου – θα έχει εξουδετερωθεί. Κάτι τέτοιο δεν είναι ρεαλιστικό. Οποιαδήποτε αποβατική ενέργεια στο Αιγαίο θα έχει πιθανότητες επιτυχίας μόνον αν αρχικά διεξαχθεί σαν μεγάλης κλίμακας καταδρομή, με αντίστοιχη τόλμη και ικανότητα. Και αυτό θα πρέπει να είναι δεξιότητα των ταγμάτων ελιγμού των ΠΖΝ και να μην αναμένεται από τους Αμφίβιους Καταδρομείς. Ως εκ τούτου, η σκέψη να τεθεί η 32α εκτός επιλέκτων δυνάμεων υπήρξε το λιγότερο ατυχής.

Ένα επιπλέον σημείο σε ότι αφορά τη δομή της ταξιαρχίας θα πρέπει να είναι η έμφαση στην εξοικείωση με τις επιχειρήσεις εναέριας διείσδυσης, μιας και μία αρχική αποβατική ενέργεια θα εξαρτάται ουσιωδώς από την διείσδυση από αέρος σημαντικών δυνάμεων, τόσο προς εξασφάλιση του προγεφυρώματος, όσο και απλώς προς παράκαμψη δυνάμεων που είναι ταγμένα σε επίκαιρα σημεία των ακτών. Επειδή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν πρέπει να αναμένεται ενίσχυση από άλλους σχηματισμούς, ούτε και είναι σκόπιμο κάτι τέτοιο, η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να είναι οργανική. Με άλλα λόγια, ένα από τα τάγματα ελιγμού, ή ένας ή δύο λόχοι ελιγμού του κάθε τάγματος, θα πρέπει να εκπαιδεύονται εντατικά, σε συνδυασμό με την ΑΣ, στις αεραποβατικές επιχειρήσεις στο περιβάλλον του Αιγαίου.

Στο πλαίσιο αυτό είναι επίσης σκόπιμο να εξεταστεί η εκπαίδευση υπομονάδων στη ρίψη με αλεξίπτωτο. Παρά τον ασυνήθιστο χαρακτήρα της πρότασης, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν τα εξής σημεία:
- Παρά την σχεδόν αυτονόητη σύνδεση της επιχειρησιακής ικανότητας άλματος με συγκεκριμένο τύπο μονάδας, (μονάδες αλεξιπτωτιστών) η ίδια η ικανότητα είναι απλώς μια μέθοδος εισόδου στο θέατρο επιχειρήσεων, και δεν απαιτεί άλλη εξειδίκευση από τη μονάδα ή το προσωπικό, που παραμένει το προσωπικό και η μονάδα ελαφρού πεζικού. Ο “αλεξιπτωτισμός” για συμβολικούς, κυρίως λόγους, χαρακτηρίζει ολόκληρη τη μονάδα.
- Παρά το θρύλο που τα περιβάλει, τα επιχειρησιακά άλματα με αλεξίπτωτο σπανίως υπήρξαν επιχειρησιακώς επιτυχή. Η περίπτωση του Αιγαίου είναι μία από τις ελάχιστες στις οποίες ενδέχεται να εμφανιστούν επιχειρησιακές συνθήκες που να απαιτούν και να ευνοούν ρίψη με αλεξίπτωτο, αλλά ακόμη κι εκεί, αυτό θα είναι σε περιορισμένη έκταση – σε καμία περίπτωση μεγαλύτερη της μίας ή δύο, το πολύ λόχων.

Συμπερασματικά, η 32α Ταξιαρχία ΠΖΝ θα πρέπει να μετατραπεί στη βασική δύναμη βαριάς κρούσεως της ΑΣΔΕΝ. Θα πρέπει να ανήκει σε αυτήν από τον καιρό της ειρήνης, να μετατραπεί η μία μονάδα ελιγμού σε βαριά μονάδα, ενώ οι δυο άλλες, διατηρώντας το ρόλο της αγκίστρωσης σε περιοχή αποβάσεως, να τον αντιμετωπίσουν πιο ρεαλιστικά από πλευράς δόγματος και τακτικών.

Βελισάριος

No comments :

Post a Comment