Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει ἐκπληκτικὸ πλοῦτο χαρακτηρισμῶν ἢ ὀνομασιῶν γιὰ τὴν θάλασσα ποὺ πετυχαίνουν μὲ ἐξαιρετικὰ παραστατικὸ καὶ ἀκριβῆ τρόπο νὰ παρουσιάσουν τὸ ἀχανές, τὴν ἔκτασι, τὸ βάθος ἢ τὰ φαινόμενα ποὺ συναντοῦν οἱ θαλασσοπόροι στὴν θάλασσα, ἀλλὰ καὶ σὲ σχέσι μὲ τὸν ἀπόπλου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν στεριά. Ὅλη αὐτὴ ἡ ὁρολογία ἀναδεικνύει τὶς ρίζες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὴν θάλασσα καὶ συγκροτοῦν τὴν Ἑλληνικὴ Θαλασσινὴ Λεξιγραφία. Ἀνάμεσα στοὺς ὅρους αὐτοὺς συναντοῦμε πολλοὺς ποὺ τοὺς χρησιμοποιοῦμε ἀτόφιους μέχρι σήμερα, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι διαχρονικὴ καὶ ἐνιαία καὶ παρουσιάζει ἀδιάλειπτη συνέχεια καὶ ἑνότητα ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μέχρι σήμερα. Ἡ Μυκηναϊκὴ λεξιγραφία, μετὰ τὴν ἀποκρυπτογράφησί της ἀπὸ τὸν Ventris καὶ τὸν Chadwick ἀπέδειξε ὅτι οἱ ἴδιες ἑλληνικὲς λέξεις ἐχρησιμοποιοῦντο ἤδη καὶ στὴν Μυκηναϊκὴ ἐποχὴ καὶ ὁποτεδήποτε ὑπῆρξαν Ἕλληνες εἶχαν ἀδιάρρηκτη σχέσι μὲ τὴν θάλασσα.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει πέντε κύριες ρίζες γιὰ τὴν θάλασσα, ποὺ ἡ κάθε μιὰ δημιουργεῖ δική της σειρὰ ἐννοιῶν καὶ καλύπτει τὸν δικό της χῶρο ἐφαρμογῶν, παρουσιάζοντας συγκεκριμένη ἡ κάθε μία ὄψι τῶν στοιχείων ἢ τῶν φαινομένων ποὺ ἐμφανίζονται: ἅλς, θάλασσα, πόντος, πέλαγος, ὠκεανός εἶναι οἱ κύριοι ὅροι ποὺ χρησιμοποῦμε γιὰ τὴ θάλασσα, μὲ διαφοροποιήσεις καὶ ἀποχρώσεις ἐννοιῶν (π.χ. ἀνοιχτὴ θάλασσα). Κάθε ρίζα, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἐνδελεχέστερη ἀνάλυσις καὶ σπουδή, καλύπτει καθορισμένες χρήσεις, ποὺ ἄλλωστε ἔχουν σχέσι μὲ τὴν σημασία τῆς ρίζας ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται καὶ σχηματίζει χαρακτηριστικὰ σύνθετα ποὺ ἀναδεικνύουν τὶς ἐπὶ μέρους ἐφαρμογὲς καὶ συνδυασμούς, ποὺ κι αὐτοὶ ἑρμηνεύονται σημασιολογικὰ καὶ σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὰ πράγματα, τὰ γεγονότα ἢ τὶς καταστάσεις καὶ τὰ φαινόμενα τὰ ὁποία περιγράφουν, χαρακτηρίζουν ἢ προσδιορίζουν.
Ἡ ρίζα ΣΑΛ- (λατινικὸ sal-) σημαίνει ἅλας, ἁλάτι ἐξ οὗ καὶ ἅλμη, Ἁλίαρτος, ἁλιεύς. Εἶναι τὸ εἷδαρ τὸ μεμιγμένον ἅλεσσι τοῦ Ὁμήρου, τὸ ἁλμυρὸ ὕδωρ καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν ἡ θάλασσα, κυρίως ἡ παρὰ τὴν ξηρὰ θάλασσα, ἡ προσάκτιος, τὸ ἀκροθαλάσσι, ἡ παραλία, ἡ ἀκτή. Ὁ συνδυασμὸς τῆς ρίζης μὲ τὴν ΣΑΛ- ἐξ οὗ ἡ λέξις θάλασσα / σάλασσα / θάλαθθα (Κρῆτες) δὲν φαίνεται νὰ ἐνισχύεται. Ἡ ρίζα ΣΑΛ- ἐξ ἧς ἡ λέξις σάλος, φαίνεται ὅτι παράγεται κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ὄχι ἀπὸ τὴν ρίζα τῆς λέξεως ἅλς / ἁλός ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ρίζα ΣΑΛ- ποὺ ἀπαντᾶται στὴν ὀνομασία τῆς νήσου Σαλαμῖνος (σαλ + ἀμίς / ἄμη) = ἡ ἀντλοῦσα ἀπὸ τὴν θάλασσα, μὲ διαλεκτικό (δωρικό) φθόγγο σ ἀντὶ θ.
Τὸ ρῆμα σαλεύω σημαίνει κάνω κάτι νὰ κινηθῆ, νὰ κινηθῆ ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ κλονῆται, νὰ κραδαίνεται, νὰ σείεται, νὰ «κουνιέται». Τὸ πλοῖο πράγματι στὴν θάλασσα κινεῖται ἀκριβῶς ἐδῶ κι ἐκεῖ, πορεύεται ἀσταθῶς. Τὸ συνώνυμο ρῆμα σαλάσσω σημαίνει τόσο σείω, κουνῶ, ἢ ταράσσω ὅσο καὶ ὑπερπληρῶ, γεμίζω ἐξ οὗ φαίνεται καὶ ἡ σημασία του, καὶ ὡς ὑδρολέκτου. Στὸν Ἡσύχιο ἀπαντᾶ ὡς ἀπαρέμφατο: σαλάξαι = κατακλύσαι, κινῆσαι καὶ ὡς μετοχὴ σαλαχθέν = σεισθέν. Τὸ οὐσιαστικὸ σάλασσα = ἡ κινοῦσα, ἡ κατακλύζουσα, μοιάζει μὲ οὐσιαστικοποιηθεῖσα μετοχὴ τοῦ ρήματος. Χαρακτηριστικὸν εἶναι ὅτι τὸ ρῆμα σαλεύω χρησιμοποιεῖται καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια: εἶμαι ἀγκυροβολημένος ἐκ πλοίου, ὅπου ἀκριβῶς καὶ παρατηρεῖται ἡ ἀνάλογη ἀσταθὴς κίνησις τοῦ πλοίου στὸ νερό. Ἡ ἑλληνικὴ ρίζα παραπέμπει στὸ λατινικό sal-um, ἢ στὸ γερμανικὸ schwellen = φουσκώνω. Χαρακτηριστικὴ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἡσυχίου: σάλος = ἡ φροντίς, ἡ ταραχή, ὁ κλύδων καὶ ἡ τῆς θαλάσσης κλύδωνος κίνησις. Δηλαδὴ ὁ σάλος προκαλεὶ φουσκοθαλασσιά, τρικυμία, κύματα ὑψηλά, κλύδωνες ποὺ ταρακουνοῦν τὴν θάλασσα καὶ τὰ πλοῖα. Οἱ δημιουργούμενοι ἀνάλογοι ἦχοι ἀπὸ τὸν σάλο πιθανὸν ὑποδηλοῦν σχετικὲς σημασίες (σάλπη, σάλπιγη, σῦριγξ).
Στὴν ρίζα ΠΕΛ- ἀνήκουν οἱ Πελ-ασγοὶ καὶ τὸ πέ-λαγος. Οἱ Πελασγοὶ ἦσαν οἱ διερχόμενοι πειρατικὸ ἢ πλάνητα βίον, οἱ πλανώμενοι στὴν θάλασσα, οἱ θαλασσινοί, οἱ θαλασσόλυκοι, οἱ θαλασσοκράτορες, οἱ πρῶτοι Ἕλληνες. Καὶ εἶχαν σχέσι μὲ τὴν θάλασσα καὶ πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὴν ζωή τους στὸ ὑγρὸ στοιχεῖο, καὶ τὴν σχέσι τους μὲ τὴν θάλασσα. Ἡ μελέτη τῆς ρίζας ΠΑΛ-, ΠΕΛ-, ΠΟΛ-, ΠΩΛ-, ΠΛ- ἀποκαλύπτει τὶς διάφορες σημασίες της ποὺ μᾶς βοηθοῦν νὰ κατανοήσουμε τὴν σημασία τῆς ἀνοιχτῆς θαλάσσης, τοῦ πελάγους. Τὰ παράγωγα πλάξ καὶ πλατὺς δίδουν στὸ πέλαγος τὴν ἔννοια τῆς ἐπίπεδης ἐκτεταμένης καὶ ἀχανοῦς ἐπιφανείας, τοῦ εὔρους τῆς θαλάσσης, τῆς νηνεμίας. Συγχρόνως τὰ ρήματα πελάζω καὶ πλάζω ἤδη ἀπὸ τὸν Ὅμηρο εἰσάγουν τὶς ἔννοιες τοῦ πλήσσω, τοῦ συντρίβομαι (ὡς κύματα) στὴν ἀκτή, τοῦ κτυπῶ, τοῦ δέρω (θαλασσοδαρμένος) καὶ συγχρόνως ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ξηρᾶς τοῦ ἀποκρούω, ἀντικτυπῶ, ἀπωθῶ τὸν ροῦν ἢ τὰ πλοῖα καὶ ἄρα, ἀπομακρύνω στὴν βαθειὰ θάλασσα, στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος. Τὸ ρῆμα πλάζομαι ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ παραδέρνομαι, περιπλανῶμαι (π.χ. ἐπὶ πόντον = εἰς τὴν θάλασσαν), τοῦ περιφέρομαι. Πλάζω σημαίνει ἐπίσης παραπλήττω, (παρα)ζαλίζω, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς περιπλανήσεως ἢ τοῦ πλοῦ στὴν φουρτουνιασμένη θάλασσα (ζάλη / σάλος, φουρτούνα / σάλος). Ἀπὸ τὴ ρίζα ΠΛΑΓ- τοῦ πλάζω παράγεται ὁ τύπος πλαγκταί (Πέτραι) ποὺ δηλοῖ τοὺς πληκτοὺς βράχους, τοὺς συνεχῶς ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττομένους σκοπέλους (και ὄχι βεβαίως τοὺς πλάνητες). Θυμίζουμε ἐδῶ τὶς Συμπληγάδες Πέτρες. Ὁ Ὅμηρος περιέγραψε τὴν περιπλάνησι τοῦ Ὀδυσσέως μὲ τὸ ρῆμα πλάζομαι (πλάγχθη).
Πλαγκτὸς σημαίνει καὶ ἔμπληκτος, ἐμβρόντητος, ζαλισμένος, ἀποκαλύπτοντας ὅτι, ὡς συμβαίνει καὶ στὴν πραγματικότητα, τὸ πέλαγος εἶναι πολλὲς φορὲς φουρτουνιασμένο, κυματῶδες, ταραγμένο καὶ προξενεῖ καὶ ναυτία (ζάλη) στοὺς ἐπιβαίνοντες. Καὶ βέβαια γιὰ νὰ διαβῆ τὸ πλοῖο, τὸ πέλαγος πρέπει νὰ ἀποκρούσει τὰ κύματα ἀλλὰ καὶ νὰ «κτυπηθῆ» μ᾿ αὐτά. Καὶ μετὰ τὸ πέρασμα τοῦ πελάγους τὸ πλοῖο προσεγγίζει, πλησιάζει, προσελαύνει στὴν ξηρά: πελάζει, βρίσκεται πλησίον (πέλας) τῆς στεριᾶς, τῆς ἀκτῆς. Καὶ ὅ,τι βέβαια βρίσκεται πλησίον τῆς θαλάσσης πλήττεται ἀπὸ τὰ κύματα ἢ τὰ πλοῖα προσκρούουν ἐπ᾿ αὐτῶν. Καὶ χρειάζονται οἱ κυματοθραῦστες (θραύω / πλήττω) ἢ οἱ κυματωγὲς γιὰ νὰ σπᾶνε τὰ κύματα τῆς ἀνοιχτῆς θαλάσσης πρὶν πλήξουν τὴν ἀκτή.
Στὸ ρῆμα πάλλω ἀναδεικνύεται ἡ ἔννοια τοῦ κινῶ μὲ σφοδρότητα, σείω, τινάσσω, πάλλω, παλινδρομῶ, ρίπτω, χοροπηδῶ, «χορεύω» στὰ χέρια. Τὰ κύματα τοῦ πελάγους πράγματι παρουσιάζουν τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ καὶ ἄρα καὶ τὸ πέλαγος τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τοῦ ρίπτομαι, προσκρούω ἐπάνω, πέφτω (πίπτω) μὲ ὁρμὴ καὶ ἄρα πλήττω κάτι, ἀναδεικνύονται καὶ στὸ παράγωγο πόλεμος (πτόλεμος). Ἡ ἔννοια τῆς ὃρμῆς, τοῦ σφρίγους, τῆς σφοδρότητος ἐκφράζεται στὴν ἔννοια καὶ τὴν κίνησι τοῦ παλμοῦ ἀλλὰ καὶ στὴν ὀνομασία τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς Παλλάδος, ὡς παλλούσης τὸ δόρυ καὶ τὴν αἰγίδα. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παράγωγο πάλλαξ (=παλληκάρι) καὶ παλλακίς, ἡ σφριγῶσα νεᾶνις. Τὸ ἐπίρρημα πάλιν δηλοῖ ἐπανάληψι, ἐπιστροφή, κίνησι πρὸς τὸ ὀπίσω, παλινδρόμησι, ἐπανάκαμψι, ἀπόκρουσι πρὸς τὰ πίσω. Ἔτσι ἡ παλίρροια, ὁ παλίρρους εἶναι ἡ παλινδρόμησις, ἡ ὀπισθοδρόμησις, ἡ ὑποχώρησις τὼν ὑδάτων καὶ ἡ ἐκ νέου ἐμφάνισίς τους, ἡ κίνησις μπρός-πίσω, ἡ ἀπόκρουσίς τους ἀπὸ τὴν ἀκτή. Τὰ ἐπίθετα παλίνορσος καὶ παλινόρμενος (ρίζες ΠΑΛ- + ΟΡ-) συνδυάζουν ἀκριβῶς τὶς ἔννοιες: πάλλομαι καὶ σηκώνομαι / φουσκώνω καὶ ἀποδίδουν ἀνάγλυφη τὴν κίνησι τῶν κυμάτων στὸ πέλαγος.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι τὸ ρῆμα παλάσσω μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πασαλείφω δηλοῖ ἁπλώνω κάτι (ἔκτασις) ἢ ραίνω μὲ κάτι (πασπαλίζω). Συγχρόνως ὅμως ἐκφράζει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ μολύνω= μιαίνω, λερώνω. Τὸ ἴδιο τὸ πασπαλίζω ἀποδίδει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ρίζης ΠΑΛ-, ἐπειδὴ γιὰ νὰ ραντισθῆ, νὰ παλυνθῆ, νὰ ἐπιπασθῆ (πάσσω) κάτι χρειάζεται καὶ νὰ τραντάσσεται, νὰ ἀναδονῆται, νὰ ἐκτινάσσεται.
Ἡ Πελοπόννησος (Πέλοπος νῆσος) ἢ Ἀπία ἑρμηνεύεται κι αὐτὴ ὡς πέλας (Πέλοψ) τῆς θαλάσσης ἣ ἐπὶ ἢ καὶ μακρὰν τῆς θαλάσσης (ἄπω, ἐπί), σὲ διττὴ συνύπαρξι, ἡ περινηχομένη, ἡ παλλομένη στὴ θάλασσα. Ἡ μετάβασις στὴν κυριαρχία, στὴν καθεστηκυΐα τάξι καὶ στὴν ἐπικράτησι, χρειάζεται νὰ περάση ἀπὸ ἀγῶνα, ἀπὸ κίνησι, ἀπὸ μεταβατικὲς ταραγμένες καταστάσεις, εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα περιπλανήσεως (πέλω).
Ὁ ἴδιος πόλεμος (ρῆμα πελεμίζω) δηλοῖ ἀκριβῶς τὸν κραδασμὸ ποὺ προξενεῖ καὶ τὶς πληγὲς ποὺ ἐπιφέρει, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀστάθεια, τὴν ἀναταραχὴ ποὺ προκαλεῖ. Τὰ κύματα χαρακτηρίζονται καὶ στὸν Ὅμηρο ὡς πελώρια δηλώνοντας καὶ τὸ ὕψος τους, τὸν φόβο ποὺ δημιουργοῦν καὶ τὸ ὅτι εἶναι ἀποτέλεσμα φουρτούνας, θαλασσοταραχῆς.
Ὁ πηλός (λάσπη, ἰλύς) ἀπεικονίζει τὴν μαλακότητα τῆς ὕλης του, τὸ εὔπλαστον ἀλλὰ καὶ τὸν περιεχόμενο ἢ τὴν ἀνάμειξί του μὲ τὸ νερό. Ὁ Πηλεὺς νυμφεύθηκε τὴν Νηρηίδα Θέτιδα, καὶ ἐγέννησε τὸν Ἀχιλλέα (ἄχα = aqua = νερό) καὶ ἑπομένως γίνεται καὶ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ φανερὴ ἡ σχέσις τὼν ριζῶν ΠΑΛ-, καὶ ΑΧ- (Ἀχαιοί, Ἀχαΐα, Ἀχερουσία) καὶ ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ὀνομασίες τῶν ἡρώων τῆς Μυθολογίας εἶχαν ἄμεσι σχέσι μὲ τὸν ρόλο τους, τὸν χῶρο δράσεώς τους ἢ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἐκπροσωπούσαν.
Τὸ πανέμορφο Πήλιο ἄλλωστε εἶναι κι αὐτὸ παραθαλάσσιο καὶ ἡ ὕλη, τὸ χῶμα του ἔχει ἄμεση ἀλληλεπίδραση μὲ τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης. Τὰ ρήματα πίμ-πλη-μι ἢ πλη-ρό-ω δηλοῦν ὄτι τὸ νερὸ γεμίζει ὅ,τι βρεῖ κενό, πληροῖ τὰ κοιλώματα, τὶς κοιλάδες καὶ τὰ βαθειὰ βάραθρα δημιουργῶντας λίμνες, ποταμούς, χειμάρρους ἢ θάλασσες. Τὰ πλοῖα πλέουν, διέρχονται τὴν θάλασσα, ταξιδεύουν, ποντοποροῦν πάνω στὴ θάλασσα (ἐπὶ πόντον) μέσα στὴν θάλασσα (ἐνί πόντῳ) στὶς ὑγρὲς ἢ θαλάσσιες ὁδούς (τὰ κέλευθα τοῦ Ὁμήρου), κολυμβοῦν ἢ νήχονται.
Ἡ πλημμυρὶς ἀκριβὼς ἡ γνωστή μας πλημμύρα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐξόγκωσις τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ καὶ ἡ κίνησίς του πρὸς τὴν παραλία, ὅπου ὑπερχειλίζει καὶ ἑπομένως κατακλύζει ἢ πληροῖ τὶς παραλίες (ρήματα πλήθω, πλῆθος, πληθίς, πλύμνη, ὅλες λέξεις ὁμηρικὲς ἀλλὰ καὶ ἡ νεώτερη πληθυσμός). Χαρακτηριστικὸς ὁ συνδυασμὸς μὲ τὴν ρίζα ΜΥΡ-, ποὺ ἤδη εἶχε ἀναλυθῆ στὰ προηγούμενα καὶ τὸν λατινικὸ τύπο mare = ἡ θάλασσα. Τὰ κύματα λοιπὸν πλήττουν, πατάσσουν, κτυποὺν, «βαροῦν», πληγώνουν τῖς ἀκτὲς καὶ συγχρόνως τὶς περιβρέχουν, τὶς κατα-κλύζουν, τὶς ἐκ-πλύνουν, τὶς περιπλέουν. Οἱ θάλασσες διακρίνονται γιὰ τὴν ἀφθονία, τὸν πλοῦτο τῶν ὑδάτων τους. Τὰ νησιὰ περιπλέονται, οἱ νῆσοι εἶναι πλωτοὶ κατὰ τὸν Ὅμηρο ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι εἶναι καὶ προσπελ-άσιμοι καὶ βατὲς γιὰ τὰ πλοῖα.
Ἤδη ἀπὸ τὶς ἔννοιες τοῦ πληρῶ, τοῦ πλημμυρίζω, τοῦ πλύνω καὶ τοῦ πλέω, τοῦ πελάζω ἢ τοῦ πλήττω φαίνεται τὸ πῶς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὴν ἐξειδίκευσι τῶν ριζῶν ἢ τῆς ἴδιας τῆς ρίζας μὲ τοὺς κατάλληλους συνδυασμοὺς μὲ τὰ ἀντίστοιχα φωνήεντα ποὺ φαίνεται νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη σημασία. Ἔτσι ὁ πόλ-ος καὶ τὸ ρῆμα πολεύω (φωνῆεν ὄμικρον) προσδίδουν τὴν ἔννοια τῆς περιστροφῆς, τῆς ἀναστροφῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναταραχῆς (πόλεμος), βλέπε κατα-πολ-έμησι (μάχη καὶ καταστολή). Ὁ πολι-ός= ἀσπρόμαυρος, ψαρός, εἶναι ἀποτέλεσμα καὶ ἀναμείξεως ἢ πάλης μὲ τὴν ζωή. Ὁ ἀφρὸς τῆς θαλάσσης εἶναι πολιὸς ἐκ τῆς ἀναταραχῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκὸς ἢ τὸ γλαυκός. Ἡ πάλη (σκόνη), ἡ πασ-πάλη, τὸ ράντισμα δημιουργεῖ μόλ-υνσι, ἀλλοίωσι τοῦ χρώματος.
Δὲν πρέπει νὰ διαφεύγη τῆς προσοχῆς ὅτι τὸ ρῆμα πλανῶμαι ἢ πλέω σημαίνει περιφέρομαι, σύρομαι πάνω στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Τὸ ἐπιπλέω δηλοῖ ἀκριβῶς τὸ ὅτι ἀναδύομαι στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ καὶ δεν βυθίζομαι. Τὸ πλέω ἑπομένως προέρχεται ἀπὸ ρίζα ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὴν ἐπιφάνεια καὶ τὰ φαινόμενα ποὺ διαδραματίζονται στὴν ἐπιφάνεια σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸν βυθὸ ἢ τὸν πυθμένα. Ἕτσι ὁ πλοῦς ἐμπεριέχει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Ὁ πλοῦς ἢ ὁ περίπλους σχετίζεται πάντοτε μὲ τὴν ξηρά, τὴν στεριά, τὶς ἀκτὲς ποὺ περιπλέονται, μὲ προεξοχὲς τῆς ξηρᾶς ποὺ μόνο ἡ κατάλληλη θέση τῆς επιφανείας τοῦ νεροῦ ἐπιτρέπει νὰ διακρίνωνται. Καὶ τὸ πλοῖο ξεκινάει ἀπὸ τὴν παραλία, τὰ λιμάνια ἢ τοὺς ὅρμους καὶ ὁ προορισμός του εἶναι πάλι κάποια ἄλλη στεριά, νησί ἢ λιμάνι. Ὁ πλοῦς λοιπὸν ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὶς πλατειὲς ἐκτάσεις, τα γεωγραφικὰ πλάτη ἢ μήκη, τὸ πέλ-αγος ἀλλὰ καὶ τὰ φαινόμενα ποὺ συναντᾶ τὸ πλοῖο κατὰ τὸν πλοῦν (πλωτὰ μέσα, «πλωτὰ» νησιά), ὅσο περιπλανᾶται ἢ πλέει στὴν θάλασσα.
Ἡ φουρτούνα στὴν θάλασσα εἶναι ἡ ἀναταραχὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνάμειξη τῶν θαλασσίων μαζῶν (ρῆμα φύρω), συγγενής, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, τῆς ἔννοιας: σηκώθηκε κῦμα καὶ πλημμύρα.
Δρ. Στ. Δωρικός
Δρ. Κ. Χατζηγιαννάκης
ΠΗΓΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει πέντε κύριες ρίζες γιὰ τὴν θάλασσα, ποὺ ἡ κάθε μιὰ δημιουργεῖ δική της σειρὰ ἐννοιῶν καὶ καλύπτει τὸν δικό της χῶρο ἐφαρμογῶν, παρουσιάζοντας συγκεκριμένη ἡ κάθε μία ὄψι τῶν στοιχείων ἢ τῶν φαινομένων ποὺ ἐμφανίζονται: ἅλς, θάλασσα, πόντος, πέλαγος, ὠκεανός εἶναι οἱ κύριοι ὅροι ποὺ χρησιμοποῦμε γιὰ τὴ θάλασσα, μὲ διαφοροποιήσεις καὶ ἀποχρώσεις ἐννοιῶν (π.χ. ἀνοιχτὴ θάλασσα). Κάθε ρίζα, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἐνδελεχέστερη ἀνάλυσις καὶ σπουδή, καλύπτει καθορισμένες χρήσεις, ποὺ ἄλλωστε ἔχουν σχέσι μὲ τὴν σημασία τῆς ρίζας ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται καὶ σχηματίζει χαρακτηριστικὰ σύνθετα ποὺ ἀναδεικνύουν τὶς ἐπὶ μέρους ἐφαρμογὲς καὶ συνδυασμούς, ποὺ κι αὐτοὶ ἑρμηνεύονται σημασιολογικὰ καὶ σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὰ πράγματα, τὰ γεγονότα ἢ τὶς καταστάσεις καὶ τὰ φαινόμενα τὰ ὁποία περιγράφουν, χαρακτηρίζουν ἢ προσδιορίζουν.
Ἡ ρίζα ΣΑΛ- (λατινικὸ sal-) σημαίνει ἅλας, ἁλάτι ἐξ οὗ καὶ ἅλμη, Ἁλίαρτος, ἁλιεύς. Εἶναι τὸ εἷδαρ τὸ μεμιγμένον ἅλεσσι τοῦ Ὁμήρου, τὸ ἁλμυρὸ ὕδωρ καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν ἡ θάλασσα, κυρίως ἡ παρὰ τὴν ξηρὰ θάλασσα, ἡ προσάκτιος, τὸ ἀκροθαλάσσι, ἡ παραλία, ἡ ἀκτή. Ὁ συνδυασμὸς τῆς ρίζης μὲ τὴν ΣΑΛ- ἐξ οὗ ἡ λέξις θάλασσα / σάλασσα / θάλαθθα (Κρῆτες) δὲν φαίνεται νὰ ἐνισχύεται. Ἡ ρίζα ΣΑΛ- ἐξ ἧς ἡ λέξις σάλος, φαίνεται ὅτι παράγεται κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ὄχι ἀπὸ τὴν ρίζα τῆς λέξεως ἅλς / ἁλός ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ρίζα ΣΑΛ- ποὺ ἀπαντᾶται στὴν ὀνομασία τῆς νήσου Σαλαμῖνος (σαλ + ἀμίς / ἄμη) = ἡ ἀντλοῦσα ἀπὸ τὴν θάλασσα, μὲ διαλεκτικό (δωρικό) φθόγγο σ ἀντὶ θ.
Τὸ ρῆμα σαλεύω σημαίνει κάνω κάτι νὰ κινηθῆ, νὰ κινηθῆ ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ κλονῆται, νὰ κραδαίνεται, νὰ σείεται, νὰ «κουνιέται». Τὸ πλοῖο πράγματι στὴν θάλασσα κινεῖται ἀκριβῶς ἐδῶ κι ἐκεῖ, πορεύεται ἀσταθῶς. Τὸ συνώνυμο ρῆμα σαλάσσω σημαίνει τόσο σείω, κουνῶ, ἢ ταράσσω ὅσο καὶ ὑπερπληρῶ, γεμίζω ἐξ οὗ φαίνεται καὶ ἡ σημασία του, καὶ ὡς ὑδρολέκτου. Στὸν Ἡσύχιο ἀπαντᾶ ὡς ἀπαρέμφατο: σαλάξαι = κατακλύσαι, κινῆσαι καὶ ὡς μετοχὴ σαλαχθέν = σεισθέν. Τὸ οὐσιαστικὸ σάλασσα = ἡ κινοῦσα, ἡ κατακλύζουσα, μοιάζει μὲ οὐσιαστικοποιηθεῖσα μετοχὴ τοῦ ρήματος. Χαρακτηριστικὸν εἶναι ὅτι τὸ ρῆμα σαλεύω χρησιμοποιεῖται καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια: εἶμαι ἀγκυροβολημένος ἐκ πλοίου, ὅπου ἀκριβῶς καὶ παρατηρεῖται ἡ ἀνάλογη ἀσταθὴς κίνησις τοῦ πλοίου στὸ νερό. Ἡ ἑλληνικὴ ρίζα παραπέμπει στὸ λατινικό sal-um, ἢ στὸ γερμανικὸ schwellen = φουσκώνω. Χαρακτηριστικὴ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἡσυχίου: σάλος = ἡ φροντίς, ἡ ταραχή, ὁ κλύδων καὶ ἡ τῆς θαλάσσης κλύδωνος κίνησις. Δηλαδὴ ὁ σάλος προκαλεὶ φουσκοθαλασσιά, τρικυμία, κύματα ὑψηλά, κλύδωνες ποὺ ταρακουνοῦν τὴν θάλασσα καὶ τὰ πλοῖα. Οἱ δημιουργούμενοι ἀνάλογοι ἦχοι ἀπὸ τὸν σάλο πιθανὸν ὑποδηλοῦν σχετικὲς σημασίες (σάλπη, σάλπιγη, σῦριγξ).
Στὴν ρίζα ΠΕΛ- ἀνήκουν οἱ Πελ-ασγοὶ καὶ τὸ πέ-λαγος. Οἱ Πελασγοὶ ἦσαν οἱ διερχόμενοι πειρατικὸ ἢ πλάνητα βίον, οἱ πλανώμενοι στὴν θάλασσα, οἱ θαλασσινοί, οἱ θαλασσόλυκοι, οἱ θαλασσοκράτορες, οἱ πρῶτοι Ἕλληνες. Καὶ εἶχαν σχέσι μὲ τὴν θάλασσα καὶ πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὴν ζωή τους στὸ ὑγρὸ στοιχεῖο, καὶ τὴν σχέσι τους μὲ τὴν θάλασσα. Ἡ μελέτη τῆς ρίζας ΠΑΛ-, ΠΕΛ-, ΠΟΛ-, ΠΩΛ-, ΠΛ- ἀποκαλύπτει τὶς διάφορες σημασίες της ποὺ μᾶς βοηθοῦν νὰ κατανοήσουμε τὴν σημασία τῆς ἀνοιχτῆς θαλάσσης, τοῦ πελάγους. Τὰ παράγωγα πλάξ καὶ πλατὺς δίδουν στὸ πέλαγος τὴν ἔννοια τῆς ἐπίπεδης ἐκτεταμένης καὶ ἀχανοῦς ἐπιφανείας, τοῦ εὔρους τῆς θαλάσσης, τῆς νηνεμίας. Συγχρόνως τὰ ρήματα πελάζω καὶ πλάζω ἤδη ἀπὸ τὸν Ὅμηρο εἰσάγουν τὶς ἔννοιες τοῦ πλήσσω, τοῦ συντρίβομαι (ὡς κύματα) στὴν ἀκτή, τοῦ κτυπῶ, τοῦ δέρω (θαλασσοδαρμένος) καὶ συγχρόνως ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ξηρᾶς τοῦ ἀποκρούω, ἀντικτυπῶ, ἀπωθῶ τὸν ροῦν ἢ τὰ πλοῖα καὶ ἄρα, ἀπομακρύνω στὴν βαθειὰ θάλασσα, στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος. Τὸ ρῆμα πλάζομαι ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ παραδέρνομαι, περιπλανῶμαι (π.χ. ἐπὶ πόντον = εἰς τὴν θάλασσαν), τοῦ περιφέρομαι. Πλάζω σημαίνει ἐπίσης παραπλήττω, (παρα)ζαλίζω, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς περιπλανήσεως ἢ τοῦ πλοῦ στὴν φουρτουνιασμένη θάλασσα (ζάλη / σάλος, φουρτούνα / σάλος). Ἀπὸ τὴ ρίζα ΠΛΑΓ- τοῦ πλάζω παράγεται ὁ τύπος πλαγκταί (Πέτραι) ποὺ δηλοῖ τοὺς πληκτοὺς βράχους, τοὺς συνεχῶς ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττομένους σκοπέλους (και ὄχι βεβαίως τοὺς πλάνητες). Θυμίζουμε ἐδῶ τὶς Συμπληγάδες Πέτρες. Ὁ Ὅμηρος περιέγραψε τὴν περιπλάνησι τοῦ Ὀδυσσέως μὲ τὸ ρῆμα πλάζομαι (πλάγχθη).
Πλαγκτὸς σημαίνει καὶ ἔμπληκτος, ἐμβρόντητος, ζαλισμένος, ἀποκαλύπτοντας ὅτι, ὡς συμβαίνει καὶ στὴν πραγματικότητα, τὸ πέλαγος εἶναι πολλὲς φορὲς φουρτουνιασμένο, κυματῶδες, ταραγμένο καὶ προξενεῖ καὶ ναυτία (ζάλη) στοὺς ἐπιβαίνοντες. Καὶ βέβαια γιὰ νὰ διαβῆ τὸ πλοῖο, τὸ πέλαγος πρέπει νὰ ἀποκρούσει τὰ κύματα ἀλλὰ καὶ νὰ «κτυπηθῆ» μ᾿ αὐτά. Καὶ μετὰ τὸ πέρασμα τοῦ πελάγους τὸ πλοῖο προσεγγίζει, πλησιάζει, προσελαύνει στὴν ξηρά: πελάζει, βρίσκεται πλησίον (πέλας) τῆς στεριᾶς, τῆς ἀκτῆς. Καὶ ὅ,τι βέβαια βρίσκεται πλησίον τῆς θαλάσσης πλήττεται ἀπὸ τὰ κύματα ἢ τὰ πλοῖα προσκρούουν ἐπ᾿ αὐτῶν. Καὶ χρειάζονται οἱ κυματοθραῦστες (θραύω / πλήττω) ἢ οἱ κυματωγὲς γιὰ νὰ σπᾶνε τὰ κύματα τῆς ἀνοιχτῆς θαλάσσης πρὶν πλήξουν τὴν ἀκτή.
Στὸ ρῆμα πάλλω ἀναδεικνύεται ἡ ἔννοια τοῦ κινῶ μὲ σφοδρότητα, σείω, τινάσσω, πάλλω, παλινδρομῶ, ρίπτω, χοροπηδῶ, «χορεύω» στὰ χέρια. Τὰ κύματα τοῦ πελάγους πράγματι παρουσιάζουν τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ καὶ ἄρα καὶ τὸ πέλαγος τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τοῦ ρίπτομαι, προσκρούω ἐπάνω, πέφτω (πίπτω) μὲ ὁρμὴ καὶ ἄρα πλήττω κάτι, ἀναδεικνύονται καὶ στὸ παράγωγο πόλεμος (πτόλεμος). Ἡ ἔννοια τῆς ὃρμῆς, τοῦ σφρίγους, τῆς σφοδρότητος ἐκφράζεται στὴν ἔννοια καὶ τὴν κίνησι τοῦ παλμοῦ ἀλλὰ καὶ στὴν ὀνομασία τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς Παλλάδος, ὡς παλλούσης τὸ δόρυ καὶ τὴν αἰγίδα. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παράγωγο πάλλαξ (=παλληκάρι) καὶ παλλακίς, ἡ σφριγῶσα νεᾶνις. Τὸ ἐπίρρημα πάλιν δηλοῖ ἐπανάληψι, ἐπιστροφή, κίνησι πρὸς τὸ ὀπίσω, παλινδρόμησι, ἐπανάκαμψι, ἀπόκρουσι πρὸς τὰ πίσω. Ἔτσι ἡ παλίρροια, ὁ παλίρρους εἶναι ἡ παλινδρόμησις, ἡ ὀπισθοδρόμησις, ἡ ὑποχώρησις τὼν ὑδάτων καὶ ἡ ἐκ νέου ἐμφάνισίς τους, ἡ κίνησις μπρός-πίσω, ἡ ἀπόκρουσίς τους ἀπὸ τὴν ἀκτή. Τὰ ἐπίθετα παλίνορσος καὶ παλινόρμενος (ρίζες ΠΑΛ- + ΟΡ-) συνδυάζουν ἀκριβῶς τὶς ἔννοιες: πάλλομαι καὶ σηκώνομαι / φουσκώνω καὶ ἀποδίδουν ἀνάγλυφη τὴν κίνησι τῶν κυμάτων στὸ πέλαγος.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι τὸ ρῆμα παλάσσω μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πασαλείφω δηλοῖ ἁπλώνω κάτι (ἔκτασις) ἢ ραίνω μὲ κάτι (πασπαλίζω). Συγχρόνως ὅμως ἐκφράζει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ μολύνω= μιαίνω, λερώνω. Τὸ ἴδιο τὸ πασπαλίζω ἀποδίδει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ρίζης ΠΑΛ-, ἐπειδὴ γιὰ νὰ ραντισθῆ, νὰ παλυνθῆ, νὰ ἐπιπασθῆ (πάσσω) κάτι χρειάζεται καὶ νὰ τραντάσσεται, νὰ ἀναδονῆται, νὰ ἐκτινάσσεται.
Ἡ Πελοπόννησος (Πέλοπος νῆσος) ἢ Ἀπία ἑρμηνεύεται κι αὐτὴ ὡς πέλας (Πέλοψ) τῆς θαλάσσης ἣ ἐπὶ ἢ καὶ μακρὰν τῆς θαλάσσης (ἄπω, ἐπί), σὲ διττὴ συνύπαρξι, ἡ περινηχομένη, ἡ παλλομένη στὴ θάλασσα. Ἡ μετάβασις στὴν κυριαρχία, στὴν καθεστηκυΐα τάξι καὶ στὴν ἐπικράτησι, χρειάζεται νὰ περάση ἀπὸ ἀγῶνα, ἀπὸ κίνησι, ἀπὸ μεταβατικὲς ταραγμένες καταστάσεις, εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα περιπλανήσεως (πέλω).
Ὁ ἴδιος πόλεμος (ρῆμα πελεμίζω) δηλοῖ ἀκριβῶς τὸν κραδασμὸ ποὺ προξενεῖ καὶ τὶς πληγὲς ποὺ ἐπιφέρει, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀστάθεια, τὴν ἀναταραχὴ ποὺ προκαλεῖ. Τὰ κύματα χαρακτηρίζονται καὶ στὸν Ὅμηρο ὡς πελώρια δηλώνοντας καὶ τὸ ὕψος τους, τὸν φόβο ποὺ δημιουργοῦν καὶ τὸ ὅτι εἶναι ἀποτέλεσμα φουρτούνας, θαλασσοταραχῆς.
Ὁ πηλός (λάσπη, ἰλύς) ἀπεικονίζει τὴν μαλακότητα τῆς ὕλης του, τὸ εὔπλαστον ἀλλὰ καὶ τὸν περιεχόμενο ἢ τὴν ἀνάμειξί του μὲ τὸ νερό. Ὁ Πηλεὺς νυμφεύθηκε τὴν Νηρηίδα Θέτιδα, καὶ ἐγέννησε τὸν Ἀχιλλέα (ἄχα = aqua = νερό) καὶ ἑπομένως γίνεται καὶ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ φανερὴ ἡ σχέσις τὼν ριζῶν ΠΑΛ-, καὶ ΑΧ- (Ἀχαιοί, Ἀχαΐα, Ἀχερουσία) καὶ ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ὀνομασίες τῶν ἡρώων τῆς Μυθολογίας εἶχαν ἄμεσι σχέσι μὲ τὸν ρόλο τους, τὸν χῶρο δράσεώς τους ἢ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἐκπροσωπούσαν.
Τὸ πανέμορφο Πήλιο ἄλλωστε εἶναι κι αὐτὸ παραθαλάσσιο καὶ ἡ ὕλη, τὸ χῶμα του ἔχει ἄμεση ἀλληλεπίδραση μὲ τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης. Τὰ ρήματα πίμ-πλη-μι ἢ πλη-ρό-ω δηλοῦν ὄτι τὸ νερὸ γεμίζει ὅ,τι βρεῖ κενό, πληροῖ τὰ κοιλώματα, τὶς κοιλάδες καὶ τὰ βαθειὰ βάραθρα δημιουργῶντας λίμνες, ποταμούς, χειμάρρους ἢ θάλασσες. Τὰ πλοῖα πλέουν, διέρχονται τὴν θάλασσα, ταξιδεύουν, ποντοποροῦν πάνω στὴ θάλασσα (ἐπὶ πόντον) μέσα στὴν θάλασσα (ἐνί πόντῳ) στὶς ὑγρὲς ἢ θαλάσσιες ὁδούς (τὰ κέλευθα τοῦ Ὁμήρου), κολυμβοῦν ἢ νήχονται.
Ἡ πλημμυρὶς ἀκριβὼς ἡ γνωστή μας πλημμύρα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐξόγκωσις τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ καὶ ἡ κίνησίς του πρὸς τὴν παραλία, ὅπου ὑπερχειλίζει καὶ ἑπομένως κατακλύζει ἢ πληροῖ τὶς παραλίες (ρήματα πλήθω, πλῆθος, πληθίς, πλύμνη, ὅλες λέξεις ὁμηρικὲς ἀλλὰ καὶ ἡ νεώτερη πληθυσμός). Χαρακτηριστικὸς ὁ συνδυασμὸς μὲ τὴν ρίζα ΜΥΡ-, ποὺ ἤδη εἶχε ἀναλυθῆ στὰ προηγούμενα καὶ τὸν λατινικὸ τύπο mare = ἡ θάλασσα. Τὰ κύματα λοιπὸν πλήττουν, πατάσσουν, κτυποὺν, «βαροῦν», πληγώνουν τῖς ἀκτὲς καὶ συγχρόνως τὶς περιβρέχουν, τὶς κατα-κλύζουν, τὶς ἐκ-πλύνουν, τὶς περιπλέουν. Οἱ θάλασσες διακρίνονται γιὰ τὴν ἀφθονία, τὸν πλοῦτο τῶν ὑδάτων τους. Τὰ νησιὰ περιπλέονται, οἱ νῆσοι εἶναι πλωτοὶ κατὰ τὸν Ὅμηρο ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι εἶναι καὶ προσπελ-άσιμοι καὶ βατὲς γιὰ τὰ πλοῖα.
Ἤδη ἀπὸ τὶς ἔννοιες τοῦ πληρῶ, τοῦ πλημμυρίζω, τοῦ πλύνω καὶ τοῦ πλέω, τοῦ πελάζω ἢ τοῦ πλήττω φαίνεται τὸ πῶς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὴν ἐξειδίκευσι τῶν ριζῶν ἢ τῆς ἴδιας τῆς ρίζας μὲ τοὺς κατάλληλους συνδυασμοὺς μὲ τὰ ἀντίστοιχα φωνήεντα ποὺ φαίνεται νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη σημασία. Ἔτσι ὁ πόλ-ος καὶ τὸ ρῆμα πολεύω (φωνῆεν ὄμικρον) προσδίδουν τὴν ἔννοια τῆς περιστροφῆς, τῆς ἀναστροφῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναταραχῆς (πόλεμος), βλέπε κατα-πολ-έμησι (μάχη καὶ καταστολή). Ὁ πολι-ός= ἀσπρόμαυρος, ψαρός, εἶναι ἀποτέλεσμα καὶ ἀναμείξεως ἢ πάλης μὲ τὴν ζωή. Ὁ ἀφρὸς τῆς θαλάσσης εἶναι πολιὸς ἐκ τῆς ἀναταραχῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκὸς ἢ τὸ γλαυκός. Ἡ πάλη (σκόνη), ἡ πασ-πάλη, τὸ ράντισμα δημιουργεῖ μόλ-υνσι, ἀλλοίωσι τοῦ χρώματος.
Δὲν πρέπει νὰ διαφεύγη τῆς προσοχῆς ὅτι τὸ ρῆμα πλανῶμαι ἢ πλέω σημαίνει περιφέρομαι, σύρομαι πάνω στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Τὸ ἐπιπλέω δηλοῖ ἀκριβῶς τὸ ὅτι ἀναδύομαι στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ καὶ δεν βυθίζομαι. Τὸ πλέω ἑπομένως προέρχεται ἀπὸ ρίζα ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὴν ἐπιφάνεια καὶ τὰ φαινόμενα ποὺ διαδραματίζονται στὴν ἐπιφάνεια σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸν βυθὸ ἢ τὸν πυθμένα. Ἕτσι ὁ πλοῦς ἐμπεριέχει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Ὁ πλοῦς ἢ ὁ περίπλους σχετίζεται πάντοτε μὲ τὴν ξηρά, τὴν στεριά, τὶς ἀκτὲς ποὺ περιπλέονται, μὲ προεξοχὲς τῆς ξηρᾶς ποὺ μόνο ἡ κατάλληλη θέση τῆς επιφανείας τοῦ νεροῦ ἐπιτρέπει νὰ διακρίνωνται. Καὶ τὸ πλοῖο ξεκινάει ἀπὸ τὴν παραλία, τὰ λιμάνια ἢ τοὺς ὅρμους καὶ ὁ προορισμός του εἶναι πάλι κάποια ἄλλη στεριά, νησί ἢ λιμάνι. Ὁ πλοῦς λοιπὸν ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὶς πλατειὲς ἐκτάσεις, τα γεωγραφικὰ πλάτη ἢ μήκη, τὸ πέλ-αγος ἀλλὰ καὶ τὰ φαινόμενα ποὺ συναντᾶ τὸ πλοῖο κατὰ τὸν πλοῦν (πλωτὰ μέσα, «πλωτὰ» νησιά), ὅσο περιπλανᾶται ἢ πλέει στὴν θάλασσα.
Ἡ φουρτούνα στὴν θάλασσα εἶναι ἡ ἀναταραχὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνάμειξη τῶν θαλασσίων μαζῶν (ρῆμα φύρω), συγγενής, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, τῆς ἔννοιας: σηκώθηκε κῦμα καὶ πλημμύρα.
Δρ. Στ. Δωρικός
Δρ. Κ. Χατζηγιαννάκης
ΠΗΓΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
No comments :
Post a Comment