Αλγεινές εντυπώσεις προκάλεσε η τοποθέτηση του υπουργού Άμυνας, Νίκου Παναγιωτόπουλου, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την κύρωση του Μνημονίου μεταξύ του ελληνικού υπουργείου Άμυνας, με τα αντίστοιχα της Τουρκίας και της Ρουμανίας, αναφορικά με την ίδρυση, διοίκηση και λειτουργία του «Κέντρου Αριστείας Ναυτικής Ασφάλειας» (Maritime Security Center of Excellence Operational Memorandum of Understanding) με έδρα την Τουρκία.
Αντικείμενο του σχολιασμού που ακολουθεί δεν είναι η συμμετοχή της Ελλάδας στο «Κέντρο Αριστείας», αλλά ο ατυχέστατος τρόπος, με τον οποίο επέλεξε να αιτιολογήσει την απόφαση ο υπουργός Άμυνας. Χωρίς να το αντιληφθεί, αφενός αποκάλυψε τη συνέχιση της ελληνικής πρακτικής δεκαετιών απέναντι στην Τουρκία, αφετέρου ακύρωνε την αιτιολογική βάση της διακηρυγμένης κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Ωστόσο, θα ήταν παράλειψη εάν δεν υπενθυμιστεί η συνολικότερη εικόνα της πολιτικής έναντι της Τουρκίας της παρούσας κυβέρνησης, στη διαμόρφωση της οποίας προφανώς έχει συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό ο υπουργός Άμυνας.
Υπενθυμίζεται, η αντίσταση επί του πεδίου τον Μάρτιο του 2020 στον Έβρο και το θέρος του ιδίου έτους στο Αιγαίο. Στη συνέχεια, τις προσπάθειες επανεξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων μετά από υπερδεκαετή εγκατάλειψη, ώστε να ενισχυθεί ουσιαστικά η ελληνική αποτρεπτική αξιοπιστία απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Κατά συνέπεια, οι σκληρές επισημάνσεις που ακολουθούν, πηγάζουν από την ειλικρινή αγωνία αποτροπής του ενδεχομένου επιστροφής της χώρας σε πρακτικές του παρελθόντος, λόγω της ανασφάλειας που προκαλεί η αρνητική διεθνής συγκυρία. Η λανθασμένη επιχειρηματολογία του υπουργού Άμυνας θα πρέπει να καταγραφεί απλά ως μια ατυχής κοινοβουλευτική παρουσία, που δεν θα επαναληφθεί και η κυβέρνηση θα αποδείξει στην πράξη ότι δεν εγκατέλειψε τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές που έχουν χαραχθεί από το 2020.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ανέφερε ότι:
«οι γεωπολιτικές εξελίξεις άλλαξαν λίγο τον τρόπο με τον οποίον πολλοί Σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ βλέπουν τη θέση της Τουρκίας». Κατά τη γνώμη του, «αυτό ενδεχομένως θα μπορούσε να συνηγορήσει για έναν ακόμα λόγο υπέρ της σύναψης και της προώθησης από τη Βουλή αυτής της Συμφωνίας».
Επειδή η αλλαγή της στάσης των χωρών-μελών της Συμμαχίας απέναντι στην Τουρκία είναι επί το θετικότερο, συνεπεία του πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος μεγιστοποιεί τη γεωστρατηγική σημασία του τουρκικού χώρου, το να το θεωρεί ο υπουργός ως επιχείρημα που δικαιώνει την απόφαση της Ελλάδας για συμμετοχή σε ΝΑΤΟϊκό Κέντρο Αριστείας με έδρα στην Τουρκία, ισοδυναμεί με το «πηγαίνουμε με το ρεύμα», ή αντίστοιχα, «εφόσον όλοι κάνουν τα γλυκά μάτια στην Τουρκία, πρέπει να τα κάνουμε και εμείς». Το επίπεδο της ανάλυσης θα χαρακτηριζόταν το πολύ ως «απλουστευτικό», ενώ αν κάποιο σχετικό θέμα δινόταν σε εξετάσεις πανεπιστημιακής σχολής διεθνών σχέσεων, τέτοια απάντηση λογικά δεν θα αποσπούσε τη βάση για να περάσει το μάθημα.
Και να σκεφθεί κανείς, ότι ο Έλληνας υπουργός Άμυνας δεν είχε ολοκληρώσει τον συλλογισμό του, καθώς αυτό που ακολούθησε ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό: «Ξέρετε δεν είναι η καλύτερη εποχή να λες πράγματα εναντίον της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Διότι αυτήν την εποχή οι Σύμμαχοι, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε μας αρέσει είτε όχι, θέλουν να εξασφαλίσουν ότι η Τουρκία παραμένει προσδεμένη στο άρμα του ΝΑΤΟ».
Εάν δεν είχαμε μια ιδέα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεκαετιών, τότε η ερμηνεία θα απαιτούσε… διεπιστημονική προσέγγιση, με απαραίτητη εκπροσώπηση της ψυχολογίας. Ο υπουργός Άμυνας πρέπει να απαντήσει εάν οι ελληνικές θέσεις σε ό,τι αφορά στην εθνική ασφάλεια ρυθμίζονται και μεταβάλλονται αναλόγως της εποχής! Η μεγαλύτερη όμως γκάφα που αποκαλύπτει η ανωτέρω φρασεολογία αφορά αυτή καθαυτή την πολιτική της Ελλάδας στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Η καταδίκη της ρωσικής εισβολής θεωρήθηκε ακόμα και από επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής ως αναγκαία, εξαιτίας της ομοιότητας της ρωσικής συμπεριφοράς απέναντι στην Ουκρανία με την τουρκική απέναντι στην Ελλάδα.
Όπως επισημάνθηκε στο παρελθόν από τον υπογράφοντα το πρόβλημα εστιαζόταν στο ύφος διατύπωσης της ελληνικής πολιτικής. Ο «ενθουσιώδης» και ρητορικά φανατικός τρόπος υποστήριξης της πολιτικής του ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία κατέστρεψε κάθε περιθώριο διατήρησης διαύλων συνεννόησης με τη Μόσχα, παρότι τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία υπάρχουν ελληνικές κοινότητες. Ο δε σχεδόν νομοτελειακός έλεγχος της Μαριούπολης των 100.000 Ελλήνων από τη Ρωσία την επαύριον του πολέμου, καθιστά το κόστος της πολιτικής επιλογής της Ελλάδας από δυσβάστακτο έως απαράδεκτο.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα και αυτές οι εξαιρετικά υψηλού κόστους υπερβολές εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο της ανάγκης εξασφάλισης ότι οι σύμμαχοι θα ακολουθήσουν παρόμοια, ή έστω με κάποιες «εκπτώσεις», πολιτική απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Δηλαδή θα πρέπει να συμπεράνουμε, ότι τα λόγια του υπουργού Άμυνας αποτελούν απόδειξη πως η θυσία του Ελληνισμού της Μαριούπολης στο βωμό της πολιτικής απέναντι στην Τουρκία αποφασίστηκε -εάν υποτεθεί ότι το κατάλαβαν- για να συνεχίσουμε την πολιτική προσαρμογής της ρητορικής μας αναλόγως της εποχής και της συγκυρίας;
Τί θα άλλαζε δηλαδή εάν δεν είχαν καταστραφεί οι γέφυρες με τη Μόσχα, χωρίς φυσικά υπαναχώρηση στο θεμελιακό ζήτημα της αξιωματικής καταδίκης της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής; Και ποιο είναι το κέρδος που αναμενόταν και υπαγόρευσε την Ελλάδα να παριστάνει το «κοκοράκι» άνευ οποιουδήποτε εξασφαλισμένου ανταλλάγματος προς τέρψη των εμπνευστών της συμμαχικής στρατηγικής απέναντι στη Ρωσία; Μια στρατηγική της οποίας τα κίνητρα, ουδεμία σχέση έχουν με τις ανησυχίες για την ασφάλεια της Ελλάδας. Τουλάχιστον για όσους αντιλαμβάνονται έστω στοιχειωδώς τις παγκόσμιες και περιφερειακές ισορροπίες. Εξάλλου αυτό αποδεικνύεται πλέον στην πράξη.
Τα λόγια του υπουργού Άμυνας εξέπεμπαν μια απαράδεκτη μοιρολατρία, κάτι το οποίο επισφραγίστηκε λίγο αργότερα στο σημείο που ανακάτεψε στην ανερμάτιστη απάντηση και τους S-400 της Τουρκίας! Με τα λόγια του, τάχθηκε εναντίον του να διαμαρτύρεται η χώρα με κάθε ευκαιρία αλλά και στον κατάλληλο τόνο για τα δυο μέτρα και δυο σταθμά που εφαρμόζει η Δύση απέναντι στον Ρώσο εισβολέα και στον Τούρκο εισβολέα. Φυσικά ούτε συζήτηση για την ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας που θα επέβαλλε κόστος στους συμμάχους, με την Ελλάδα να δηλώνει πως δεν μπορεί να υποστηρίξει τη συμμαχική πολιτική όταν αυτή αγνοεί το ελληνικό πρόβλημα ασφαλείας.
Όπως είπε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος:
«αν παραβλέπουν κάποιες συμπεριφορές της Τουρκίας, φερ’ ειπείν την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 ή όχι είναι δικό τους ζήτημα να αξιολογήσουν. Εμείς θα λέμε αυτά που έχουμε να λέμε, θα αιτιολογούμε τις ενστάσεις μας, τις επιφυλάξεις μας. Θα ζητούμε πάντα να μεταβάλει η Τουρκία προς το καλύτερο στοιχεία συμπεριφοράς της, λιγότερη προκλητικότητα, λιγότερη επιθετικότητα, λιγότερες εμπρηστικές δηλώσεις, λιγότερες συμπεριφορές όπως οι παραβιάσεις του εναερίου μας χώρου ή οι υπερπτήσεις που αυτό το διάστημα ήταν και πολλές από μέρους τους. Θα ζητούμε πάντα τα ίδια. Από εκεί και πέρα όμως, όπως σας είπα, υπάρχει και η γενικότερη εικόνα».
Δυστυχώς, ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος από τον υπουργό Άμυνας απέδειξε για μια ακόμη φορά τη διαχρονική φοβικότητα της ελληνικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία και διαβίβασε στην Άγκυρα την εικόνα ενός αντιπάλου που τρέμει μη δυσαρεστήσει το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, θύμα της ιδεοληψίας του ότι θα τον προστατέψουν. Αυτή η αδυναμία απορρόφησης ακόμα και στοιχειωδών διδαγμάτων της ιστορίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, σε συνδυασμό με την εικόνα ενός πολιτικού κόσμου που προδίδει ότι αδυνατεί να αντιληφθεί τη μεγάλη εικόνα της σύγκρουσης στην Ουκρανία, θα αποτυπωθεί επί του πεδίου της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Ουδείς εκ των κρατούντων δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι επηρεάζεται η αξιοπιστία της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής. Ο δε πολιτικός κόσμος της χώρας, δείχνει ανίκανος να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία και να ξεκαθαρίσει ότι τα δυο μέτρα και δυο σταθμά της Δύσης και η ανοχή της απέναντι σε μια ολοένα και περισσότερο ισλαμοφασιστική Τουρκία δεν μπορεί να περνά τουλάχιστον ασχολίαστη. Ας εξασφαλιστούν τουλάχιστον ανταλλάγματα για την ελληνική ευθυγράμμιση με τη ΝΑΤΟϊκή ορθοδοξία κάθε φορά, εάν αυτό που δυσκολεύονται να πουν είναι ότι αποδέχονται την εξαίρεση από κανόνες, στους οποίους πειθαρχούν όλοι οι υπόλοιποι, πλην Τουρκίας.
Ζαχαρίας Μίχας [Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA]
Αντικείμενο του σχολιασμού που ακολουθεί δεν είναι η συμμετοχή της Ελλάδας στο «Κέντρο Αριστείας», αλλά ο ατυχέστατος τρόπος, με τον οποίο επέλεξε να αιτιολογήσει την απόφαση ο υπουργός Άμυνας. Χωρίς να το αντιληφθεί, αφενός αποκάλυψε τη συνέχιση της ελληνικής πρακτικής δεκαετιών απέναντι στην Τουρκία, αφετέρου ακύρωνε την αιτιολογική βάση της διακηρυγμένης κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Ωστόσο, θα ήταν παράλειψη εάν δεν υπενθυμιστεί η συνολικότερη εικόνα της πολιτικής έναντι της Τουρκίας της παρούσας κυβέρνησης, στη διαμόρφωση της οποίας προφανώς έχει συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό ο υπουργός Άμυνας.
Υπενθυμίζεται, η αντίσταση επί του πεδίου τον Μάρτιο του 2020 στον Έβρο και το θέρος του ιδίου έτους στο Αιγαίο. Στη συνέχεια, τις προσπάθειες επανεξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων μετά από υπερδεκαετή εγκατάλειψη, ώστε να ενισχυθεί ουσιαστικά η ελληνική αποτρεπτική αξιοπιστία απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Κατά συνέπεια, οι σκληρές επισημάνσεις που ακολουθούν, πηγάζουν από την ειλικρινή αγωνία αποτροπής του ενδεχομένου επιστροφής της χώρας σε πρακτικές του παρελθόντος, λόγω της ανασφάλειας που προκαλεί η αρνητική διεθνής συγκυρία. Η λανθασμένη επιχειρηματολογία του υπουργού Άμυνας θα πρέπει να καταγραφεί απλά ως μια ατυχής κοινοβουλευτική παρουσία, που δεν θα επαναληφθεί και η κυβέρνηση θα αποδείξει στην πράξη ότι δεν εγκατέλειψε τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές που έχουν χαραχθεί από το 2020.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ανέφερε ότι:
«οι γεωπολιτικές εξελίξεις άλλαξαν λίγο τον τρόπο με τον οποίον πολλοί Σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ βλέπουν τη θέση της Τουρκίας». Κατά τη γνώμη του, «αυτό ενδεχομένως θα μπορούσε να συνηγορήσει για έναν ακόμα λόγο υπέρ της σύναψης και της προώθησης από τη Βουλή αυτής της Συμφωνίας».
Επειδή η αλλαγή της στάσης των χωρών-μελών της Συμμαχίας απέναντι στην Τουρκία είναι επί το θετικότερο, συνεπεία του πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος μεγιστοποιεί τη γεωστρατηγική σημασία του τουρκικού χώρου, το να το θεωρεί ο υπουργός ως επιχείρημα που δικαιώνει την απόφαση της Ελλάδας για συμμετοχή σε ΝΑΤΟϊκό Κέντρο Αριστείας με έδρα στην Τουρκία, ισοδυναμεί με το «πηγαίνουμε με το ρεύμα», ή αντίστοιχα, «εφόσον όλοι κάνουν τα γλυκά μάτια στην Τουρκία, πρέπει να τα κάνουμε και εμείς». Το επίπεδο της ανάλυσης θα χαρακτηριζόταν το πολύ ως «απλουστευτικό», ενώ αν κάποιο σχετικό θέμα δινόταν σε εξετάσεις πανεπιστημιακής σχολής διεθνών σχέσεων, τέτοια απάντηση λογικά δεν θα αποσπούσε τη βάση για να περάσει το μάθημα.
Και να σκεφθεί κανείς, ότι ο Έλληνας υπουργός Άμυνας δεν είχε ολοκληρώσει τον συλλογισμό του, καθώς αυτό που ακολούθησε ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό: «Ξέρετε δεν είναι η καλύτερη εποχή να λες πράγματα εναντίον της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Διότι αυτήν την εποχή οι Σύμμαχοι, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε μας αρέσει είτε όχι, θέλουν να εξασφαλίσουν ότι η Τουρκία παραμένει προσδεμένη στο άρμα του ΝΑΤΟ».
Εάν δεν είχαμε μια ιδέα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεκαετιών, τότε η ερμηνεία θα απαιτούσε… διεπιστημονική προσέγγιση, με απαραίτητη εκπροσώπηση της ψυχολογίας. Ο υπουργός Άμυνας πρέπει να απαντήσει εάν οι ελληνικές θέσεις σε ό,τι αφορά στην εθνική ασφάλεια ρυθμίζονται και μεταβάλλονται αναλόγως της εποχής! Η μεγαλύτερη όμως γκάφα που αποκαλύπτει η ανωτέρω φρασεολογία αφορά αυτή καθαυτή την πολιτική της Ελλάδας στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Η καταδίκη της ρωσικής εισβολής θεωρήθηκε ακόμα και από επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής ως αναγκαία, εξαιτίας της ομοιότητας της ρωσικής συμπεριφοράς απέναντι στην Ουκρανία με την τουρκική απέναντι στην Ελλάδα.
Όπως επισημάνθηκε στο παρελθόν από τον υπογράφοντα το πρόβλημα εστιαζόταν στο ύφος διατύπωσης της ελληνικής πολιτικής. Ο «ενθουσιώδης» και ρητορικά φανατικός τρόπος υποστήριξης της πολιτικής του ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία κατέστρεψε κάθε περιθώριο διατήρησης διαύλων συνεννόησης με τη Μόσχα, παρότι τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία υπάρχουν ελληνικές κοινότητες. Ο δε σχεδόν νομοτελειακός έλεγχος της Μαριούπολης των 100.000 Ελλήνων από τη Ρωσία την επαύριον του πολέμου, καθιστά το κόστος της πολιτικής επιλογής της Ελλάδας από δυσβάστακτο έως απαράδεκτο.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα και αυτές οι εξαιρετικά υψηλού κόστους υπερβολές εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο της ανάγκης εξασφάλισης ότι οι σύμμαχοι θα ακολουθήσουν παρόμοια, ή έστω με κάποιες «εκπτώσεις», πολιτική απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Δηλαδή θα πρέπει να συμπεράνουμε, ότι τα λόγια του υπουργού Άμυνας αποτελούν απόδειξη πως η θυσία του Ελληνισμού της Μαριούπολης στο βωμό της πολιτικής απέναντι στην Τουρκία αποφασίστηκε -εάν υποτεθεί ότι το κατάλαβαν- για να συνεχίσουμε την πολιτική προσαρμογής της ρητορικής μας αναλόγως της εποχής και της συγκυρίας;
Τί θα άλλαζε δηλαδή εάν δεν είχαν καταστραφεί οι γέφυρες με τη Μόσχα, χωρίς φυσικά υπαναχώρηση στο θεμελιακό ζήτημα της αξιωματικής καταδίκης της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής; Και ποιο είναι το κέρδος που αναμενόταν και υπαγόρευσε την Ελλάδα να παριστάνει το «κοκοράκι» άνευ οποιουδήποτε εξασφαλισμένου ανταλλάγματος προς τέρψη των εμπνευστών της συμμαχικής στρατηγικής απέναντι στη Ρωσία; Μια στρατηγική της οποίας τα κίνητρα, ουδεμία σχέση έχουν με τις ανησυχίες για την ασφάλεια της Ελλάδας. Τουλάχιστον για όσους αντιλαμβάνονται έστω στοιχειωδώς τις παγκόσμιες και περιφερειακές ισορροπίες. Εξάλλου αυτό αποδεικνύεται πλέον στην πράξη.
Τα λόγια του υπουργού Άμυνας εξέπεμπαν μια απαράδεκτη μοιρολατρία, κάτι το οποίο επισφραγίστηκε λίγο αργότερα στο σημείο που ανακάτεψε στην ανερμάτιστη απάντηση και τους S-400 της Τουρκίας! Με τα λόγια του, τάχθηκε εναντίον του να διαμαρτύρεται η χώρα με κάθε ευκαιρία αλλά και στον κατάλληλο τόνο για τα δυο μέτρα και δυο σταθμά που εφαρμόζει η Δύση απέναντι στον Ρώσο εισβολέα και στον Τούρκο εισβολέα. Φυσικά ούτε συζήτηση για την ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας που θα επέβαλλε κόστος στους συμμάχους, με την Ελλάδα να δηλώνει πως δεν μπορεί να υποστηρίξει τη συμμαχική πολιτική όταν αυτή αγνοεί το ελληνικό πρόβλημα ασφαλείας.
Όπως είπε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος:
«αν παραβλέπουν κάποιες συμπεριφορές της Τουρκίας, φερ’ ειπείν την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 ή όχι είναι δικό τους ζήτημα να αξιολογήσουν. Εμείς θα λέμε αυτά που έχουμε να λέμε, θα αιτιολογούμε τις ενστάσεις μας, τις επιφυλάξεις μας. Θα ζητούμε πάντα να μεταβάλει η Τουρκία προς το καλύτερο στοιχεία συμπεριφοράς της, λιγότερη προκλητικότητα, λιγότερη επιθετικότητα, λιγότερες εμπρηστικές δηλώσεις, λιγότερες συμπεριφορές όπως οι παραβιάσεις του εναερίου μας χώρου ή οι υπερπτήσεις που αυτό το διάστημα ήταν και πολλές από μέρους τους. Θα ζητούμε πάντα τα ίδια. Από εκεί και πέρα όμως, όπως σας είπα, υπάρχει και η γενικότερη εικόνα».
Δυστυχώς, ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος από τον υπουργό Άμυνας απέδειξε για μια ακόμη φορά τη διαχρονική φοβικότητα της ελληνικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία και διαβίβασε στην Άγκυρα την εικόνα ενός αντιπάλου που τρέμει μη δυσαρεστήσει το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, θύμα της ιδεοληψίας του ότι θα τον προστατέψουν. Αυτή η αδυναμία απορρόφησης ακόμα και στοιχειωδών διδαγμάτων της ιστορίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, σε συνδυασμό με την εικόνα ενός πολιτικού κόσμου που προδίδει ότι αδυνατεί να αντιληφθεί τη μεγάλη εικόνα της σύγκρουσης στην Ουκρανία, θα αποτυπωθεί επί του πεδίου της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Ουδείς εκ των κρατούντων δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι επηρεάζεται η αξιοπιστία της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής. Ο δε πολιτικός κόσμος της χώρας, δείχνει ανίκανος να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία και να ξεκαθαρίσει ότι τα δυο μέτρα και δυο σταθμά της Δύσης και η ανοχή της απέναντι σε μια ολοένα και περισσότερο ισλαμοφασιστική Τουρκία δεν μπορεί να περνά τουλάχιστον ασχολίαστη. Ας εξασφαλιστούν τουλάχιστον ανταλλάγματα για την ελληνική ευθυγράμμιση με τη ΝΑΤΟϊκή ορθοδοξία κάθε φορά, εάν αυτό που δυσκολεύονται να πουν είναι ότι αποδέχονται την εξαίρεση από κανόνες, στους οποίους πειθαρχούν όλοι οι υπόλοιποι, πλην Τουρκίας.
Ζαχαρίας Μίχας [Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA]
Η τουρκική TÜBİTAK-BİLGEM ανακοίνωσε ότι ξεκίνησε τις δοκιμές πιστοποίησης του ατρακτιδίου ηλεκτρονικού πολέμου EHPOD (Elektronik Harp Podu) και του ατρακτιδίου ηλεκτρονικής υποστήριξης EDPOD (Elektronik Destek Podu). Η πιστοποίηση γίνεται από αεροσκάφη F-16 της 401 Μοίρας. Το EHPOD είναι ένα ατρακτίδιο παρεμβολής και εξαπάτησης ραντάρ. Επίσης ενσωματώνει και σύστημα προειδοποίησης ραντάρ (RWR : Radar Warning Receiver). To EDPOD έχει αναπτυχθεί για την ανίχνευση και τον εντοπισμό των εχθρικών ραντάρ και για την υποστήριξης της διοίκησης και του ελέγχου της εναέριας μάχης. Τα δεδομένα που συλλέγει μπορεί να τα διαβιβάσει, μέσω Link-16, σε σταθμούς εδάφους ή σε άλλα φίλια μέσα.
ReplyDelete