29/04/2020

Α.Συρίγος: Σε σταυροδρόμι ο Ερντογάν στα ελληνοτουρκικά. Μία φάση πίσω η Αθήνα

Πριν την εκδήλωση της πανδημίας, ήταν ορατό δια γυμνού οφθαλμού πως η Άγκυρα είχε αναπτύξει μία επιθετική δυναμική, η οποία εξωθούσε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τουλάχιστον στο “κόκκινο” και μάλιστα σε βαθμό που είχε τις προϋποθέσεις να οδηγήσει τις δύο χώρες σε σύγκρουση. Κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος εάν ο Ερντογάν θα τραβούσε το σκοινί μέχρι να σπάσει, αλλά είναι σαφές πως επεδίωκε να δημιουργήσει συνθήκες ασφυκτικής πίεσης προς την Αθήνα. Η πανδημία, που έχει προσλάβει μεγαλύτερες διαστάσεις στην Τουρκία από όσες παραδέχεται επισήμως το καθεστώς, έχει εκ των πραγμάτων διαφοροποιήσει το πλαίσιο, εντός του οποίου ο Τούρκος πρόεδρος καλείται να λάβει τις αποφάσεις του.

Το εάν η πανδημία θα λειτουργήσει σαν φρένο, ή αντιθέτως σπρώξει τον Ερντογάν σε κάποιου είδους τυχοδιωκτισμό στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, είναι ένα ερώτημα που προς το παρόν δεν μπορεί να απαντηθεί. Την απάντηση θα δώσει ο χρόνος και σίγουρα θα παίξουν ρόλο οι οικονομικές, κοινωνικές και τελικώς και πολιτικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αναμφισβήτητο είναι πως το σημερινό τουρκικό καθεστώς εμφορείται από νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό, ο οποίος, ωστόσο, δεν πατάει πάντα στην πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, είναι σε μεγάλο βαθμό ανεδαφικός. Την αντίφαση αυτή η Άγκυρα την υπερβαίνει, καλλιεργώντας την ένταση και χρησιμοποιώντας το στρατιωτικό “εργαλείο”, όταν θεωρεί ότι της το επιτρέπουν οι συνθήκες. Το διεθνές δίκαιο, άλλωστε, δεν ήταν ποτέ παράγοντας που η Τουρκία ελάμβανε σοβαρά υπ’ όψη της. Αυτό που πάντα την ενδιέφερε ήταν ο συσχετισμός δυνάμεων και τα περιθώρια που της άφηνε κάθε φορά το διεθνές σύστημα. Το γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν διστάζει να χρησιμοποιεί, όπου “τον παίρνει”, το στρατιωτικό “εργαλείο” του προσφέρει αναμφισβήτητα τακτικό πλεονέκτημα.

Ειδικά στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, δεδομένου ότι η Αθήνα εξακολουθεί να κινείται με όρους που η Άγκυρα δείχνει να έχει αφήσει πίσω της, ακόμα και στο επίπεδο των προσχημάτων. Κατά μία έννοια, η ελληνική πλευρά είναι εγκλωβισμένη σε αντιλήψεις, οι οποίες διαμορφώθηκαν από τις παραστάσεις των δεκαετιών της ”ένοπλης ειρήνης”, που βιώσαμε από την εισβολή στην Κύπρο μέχρι προσφάτως. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι οι κυρίαρχες στην Αθήνα αντιλήψεις για τα ελληνοτουρκικά είναι σε μεγάλο βαθμό αναντίστοιχες με τη σημερινή πραγματικότητα σ’ αυτό το μέτωπο. Ως εκ τούτου είναι όχι μόνο αδύναμες να προβλέψουν τη δυναμική του, αλλά ενίοτε και παραπλανητικές, αν όχι παγιδευτικές. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα κυριαρχεί ο φόβος ενός θερμού επεισοδίου, τύπου Ιμίων, ενώ στην πραγματικότητα το κέντρο βάρους της ελληνοτουρκικής διένεξης έχει μετατοπισθεί σε άλλο πεδίο, όπως έδειξαν τα γεγονότα στον Έβρο. Αυτή την περίοδο τουλάχιστον η Τουρκία προτιμά να παίξει το χαρτί των μεταναστών. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να παλινδρομήσει και στο παραδοσιακό πεδίο, όπως είναι για παράδειγμα οι παράνομες σεισμικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Αυτό που συνέβη στον Έβρο δεν ήταν μία απόπειρα μεταναστών να εισέλθουν μαζικά στην ελληνική επικράτεια. Ήταν μία κατευθυνόμενη από το τουρκικό κράτος απόπειρα υβριδικού χαρακτήρα εισβολής, η οποία εάν δεν είχε αποκρουστεί θα είχε επιφέρει αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα για την ελληνική κυριαρχία στη Θράκη. Το γεγονός εκείνο, σε συνδυασμό με τα όσα ακολούθησαν στο Αιγαίο, μας υποχρεώνουν να επανεκτιμήσουμε από μηδενική βάση τη στρατηγική της Άγκυρας και τον τρόπο που η Ελλάδα οφείλει να την αντιμετωπίσει. Πολύς λόγος γίνεται για την ανάγκη εκπόνησης εθνικής στρατηγικής και όχι αδίκως, αφού στρατηγική έναντι της Τουρκίας δεν διαθέτουμε. Η λεγόμενη “στρατηγική του Ελσίνκι”, που εγκαινιάστηκε το 1999, έχει προ πολλού ακυρωθεί. Εδώ και πολύ καιρό, η Ελλάδα βρίσκεται σε άμυνα, γεγονός που την καθηλώνει σε μειονεκτική θέση.

Προβάλλοντας διεκδικήσεις που δεν μπορούν να στηριχτούν ούτε στις πιο ακραίες ερμηνείες του διεθνούς δικαίου, η Άγκυρα έχει καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να εδραιώσει στη διεθνή κοινότητα την εντύπωση πως οι μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδος είναι διμερείς διαφορές, οι οποίες πρέπει να επιλυθούν με κάποιου είδους διμερή διαπραγμάτευση. Αυτό πρακτικώς σημαίνει ότι έχει κερδίσει την πρώτη σημαντική μάχη. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το κλίμα στη Δύση έχει στραφεί εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν.

Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι οι διπλωματικές αντιδράσεις της Αθήνας στις επεκτατικές κινήσεις της Άγκυρας δεν έχουν φέρει αποτέλεσμα. Αντί να αποτρέψουν τον Ερντογάν έχουν τροφοδοτήσει την επιθετικότητά του. Και γιατί όχι, αφού και οι δυτικές δυνάμεις δείχνουν καθαρά ότι ακόμα κι αν καταδικάζουν ρητορικά κινήσεις, όπως π.χ. το μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, δεν είναι διατεθειμένες να πράξουν το οτιδήποτε για να ανασχέσουν την Τουρκία. Η αναμφισβήτητη αυτή διαπίστωση οφείλει να λειτουργήσει ως αφετηρία για μία στρατηγική αναθεώρηση. Είναι αδιανόητο η Ελλάδα να μην έχει ακόμα καταθέσει συντεταγμένες για τα όρια της υφαλοκρηπίδας της, όταν από την πλευρά της η Τουρκία όχι μόνο έχει καταθέσει, αλλά έχει συνάψει και διεθνή συμφωνία, με την οποία σφετερίζεται μεγάλες εκτάσεις ελληνικής υφαλοκρηπίδας.

Ας αναλογιστούμε πόση διαδρομή έχει κάνει ο Ερντογάν από τον Ιούλιο του 2009, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι τουρκικές διεκδικήσεις για τη θάλασσα νοτίως του Καστελλόριζου.
  • Τον Απρίλιο του 2012 η Τουρκία διεκδίκησε επισήμως θαλάσσιες περιοχές σχεδόν έως τη Ρόδο. Δημοσίευσε, μάλιστα, τους σχετικούς χάρτες στη τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ενημέρωσε σχετικά τον ΟΗΕ. 
  • Λίγο αργότερα όρισε τον 28ο Μεσημβρινό που περνά από τη Ρόδο, ως το όριο των δυτικών της διεκδικήσεων. 
  • Αργότερα διεκδίκησε και θαλάσσιες περιοχές δυτικά της Ρόδου. 
  • Τέλος, το Νοέμβριο του 2019, με το προαναφερθέν μνημόνιο, διεκδίκησε και θαλάσσιες περιοχές στην ανατολική Κρήτη. 
Πώς απάντησε η Αθήνα σ’ αυτή την κλιμάκωση; Ακόμα δεν έχουμε καταθέσει συντεταγμένες και σχετικό χάρτη στον ΟΗΕ, παρότι είχαμε ανακοινώσει πως θα το πράξουμε το 2011, όταν δημοσιεύθηκε και σχετικός νόμος (άρθρο 156 του νόμου 4001/2011.

Αν και τα γεγονότα έχουν διαψεύσει με απόλυτο τρόπο τις κατευναστικές ιδεοληψίες, αυτές παραμένουν ισχυρές, τροφοδοτούμενες κυρίως από τον φόβο. Αυτός είναι που έχει καταστήσει σε μεγάλο βαθμό αναξιόπιστη την ελληνική αποτροπή. Η Τουρκία διεκδικεί, επειδή έχει πειστεί από τα γεγονότα ότι με αυτή τη στρατηγική κερδίζει συνεχώς έδαφος σ’ αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο θέσεων. Ο κατευνασμός θα έφερνε κάποιο προσωρινό αποτέλεσμα μόνο εάν οι Έλληνες ήταν διατεθειμένοι, όχι απλώς να παραιτηθούν από την άσκηση νομίμων εθνικών δικαιωμάτων, αλλά και να τα παραχωρήσουν επισήμως στους Τούρκους.

No comments :

Post a Comment