05/02/2020

Ο ομαδάρχης: Η ψυχή του γερμανικού πεζικού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Από τα πρώτα στρατιωτικά εγχειρίδια που εμφανίσθηκαν ήδη στην αρχαιότητα, ο κάθε συγγραφέας ανέφερε πως η εκάστοτε μονάδα αποτελεί τον καθρέπτη του διοικητή της. Το αξίωμα αυτό που ισχύει απολύτως ισχύει ακόμα περισσότερο στον πυρήνα, το κύτταρο της στρατιωτικής οργάνωσης, την ομάδα μάχης. Αντίθετα με έναν στρατηγό, έναν συνταγματάρχη, ακόμα και έναν ταγματάρχη, ο επικεφαλής της ομάδας μάχης όφειλε και οφείλει να γνωρίζει απολύτως τους άνδρες του, καθώς είναι αυτός που έχει άμεση επαφή μαζί τους και αντιμετωπίζει τον θάνατο παρά το πλευρό τους περισσότερο και από τον διμοιρίτη και τον λοχαγό.

Στον Γερμανικό Στρατό του Β’ ΠΠ είχε δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην κατάρτιση των υπαξιωματικών ώστε να είναι όχι απλώς όργανα επιβολής των θελήσεων της διοίκησης αλλά πραγματικοί ηγέτες ανδρών ικανοί να αποφασίζουν και να καθοδηγούν και με το παράδειγμά τους, όταν ήταν απαραίτητο. «Η αποτελεσματικότητα της ομάδας μάχης εξαρτάται, κυρίως, από την προσωπικότητα του ηγέτη της, την συμπεριφορά του σε απρόοπτες καταστάσεις και κινδύνους, το παράδειγμά του, την ικανότητά του να λαμβάνει αποφάσεις και την ψυχραιμία του», γράφει χαρακτηριστικά το εγχειρίδιο εκστρατείας του Γερμανικού Στρατού. «Ένας καλός ομαδάρχης με ισχυρή προσωπικότητα διοικεί μια καλή ομάδα, ενώ ένας κακός ομαδάρχης μια μη ικανή ομάδα. Η ανάπτυξη της προσωπικότητας του ομαδάρχη, κατά συνέπεια, είναι το πλέον απαραίτητο ζητούμενο της εκπαίδευσης. Ο ομαδάρχης οφείλει να κατακτήσει πρώτα τις καρδιές των υφισταμένων του, να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης τους και τα αισθήματά τους, να είναι δίκαιος και να ενδιαφέρεται για την καλή διαβίωση των ανδρών του», καταλήγει το αυτό εγχειρίδιο.

Ο ρόλος του ομαδάρχη ήταν και είναι εξαιρετικά σημαντικός. Είναι αυτός που με την εμπειρία και την ψυχραιμία του θα κρατούσε τους ψυχικούς δεσμούς των ανδρών εντός της ομάδας, μετατρέποντας ένα άθροισμα στρατιωτών σε ένα ενιαίο σύνολο ικανό να αγωνιστεί για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού. Ειδικά όταν ο ομαδάρχης είχε να κάνει με άπειρους στρατιώτες που για πρώτη φορά περνούσαν τη δοκιμασία της φωτιάς, μόνο η δική του ισχυρή θέληση θα απέτρεπε τυχόν κατάρρευση του ηθικού.

Ο καλύτερος τρόπος για έναν ομαδάρχη να κερδίσει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη των ανδρών του ήταν μέσω του προσωπικού του παραδείγματος. Ένας δειλός ή αναποφάσιστος ομαδάρχης ισοδυναμούσε με καταδίκη σε θάνατο του συνόλου των ανδρών της ομάδας, καθώς η σχέση αλληλεξάρτησης στο χαμηλό αυτό κλιμάκιο μάχης είναι ζωτικής σημασίας. Στη μάχη οι άνδρες δεν μάχονται για κανένα μεγαλόπνοο ιδανικό, ούτε καν για τις οικογένειες που έχουν αφήσει πίσω τους. Μάχονται για τη δική τους επιβίωση και την επιβίωση των συναδέλφων τους. Κατά συνέπεια ο εμπνευσμένος ομαδάρχης αποτελούσε πηγή αντλήσεως θάρρους και εμπιστοσύνης για τους άνδρες που γνώριζαν ότι η νέα τους οικογένεια, η ομάδα τους, θα φρόντισε όσο το δυνατό περισσότερο για την επιβίωσή τους και θα τους προστάτευε εντός της μέγιστης δοκιμασίας για ένα ανθρώπινο ον, αυτής της μάχης.

Ο ομαδάρχης όφειλε κατά την επίθεση να εμπνέει και να οδηγεί τους άνδρες του εμπρός, ακόμα και υπό το σφοδρότερο εχθρικό πυρ, αναζητώντας τρόπους υπερνίκησης της αντίπαλης άμυνας. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η ομάδα του αμυνόταν ο ομαδάρχης όφειλε να παραμένει ψύχραιμος καταπολεμώντας άμεσα κάθε σημάδι πανικού, διευθύνοντας τα πυρά της ομάδας του. Σκοπός εξαρχής της γερμανικής ομάδας μάχης ήταν η απόκτηση και διατήρηση της υπεροχής πυρός έναντι του αντιπάλου ώστε να διευκολυνθεί ο φίλιος ελιγμός. Από το 1943 και μετά που άλλαξε η οργάνωση της ομάδας άλλαξε και ο τρόπος δράσης της. Πλέον η ομάδα μάχης δεν δρούσε ανά ημιομάδες αλλά ως ένα ενιαίο σύνολο με βασικό στόχο την απόκτηση της υπεροχής πυρός.

Στην αλλαγή αυτή συνετέλεσε και ο εφοδιασμός της ομάδας με δεύτερο πολυβόλο. Ο ομαδάρχης ήλεγχε προσωπικά τα πυρά του ή των πολυβόλων, όταν ο στόχος ήταν το επέβαλε, όταν για παράδειγμα η ομάδα αντιμετώπιζε μαζική επίθεση του εχθρού. Κατά μεμονωμένων όμως στόχων ο ομαδάρχης διέτασσε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους άνδρες του, συνήθως τους καλύτερους σκοπευτές του, να τον εξουδετερώσουν. Συνήθως οι τυφεκιοφόροι άνοιγαν πυρ από απόσταση όχι ανώτερη των 600 μ. Η συνήθης απόσταση εμπλοκής ήταν 400μ. και λιγότερο. Το πολυβόλο βεβαίως μπορούσε να ανοίξει πυρ και σε αποστάσεις άνω των 1.000 μ. με άμεσο πυρ ή και σε μεγαλύτερη απόσταση, με έμμεσο πυρ, ειδικά αν διατίθεντο τρίποδας για την στήριξή του. Αυτός ήταν ο συνήθης τρόπος εμπλοκής κατά την άμυνα.

Κατά την επίθεση οι τυφεκιοφόροι προηγούντο ή έποντο του πολυβόλου, αναλόγως των τακτικών συνθηκών. Ενίοτε η ομάδα ενισχύονταν για την εκτέλεση της αποστολής με στοιχεία όλμων ή αντιαρματικά μέσα, αν και σύντομα ο Γερμανικός Στρατός υποχρεώθηκε να συγκροτήσει εξειδικευμένες ομάδες «κυνηγών αρμάτων». Κατά τη μάχη αποστολή του πολυβόλου ήταν η εξουδετέρωση ή τουλάχιστον η αδρανοποίηση του πλέον επικίνδυνου εχθρικού στόχου. Η επιλογή των στόχων καθοριζόταν από τη φύση της αποστολής της ομάδας και από την κρίση του ομαδάρχη. Όταν η ομάδα μαχόταν υπό το εχθρικό πυρ και κατά συνέπεια ο έλεγχος της από τον ομαδάρχη δεν ήταν εύκολος, οι τυφεκιοφόροι μπορούσαν να βάλλουν κατά βούληση. Ο ομαδάρχης όμως εξακολουθούσε να κατευθύνει το πυρ του πολυβόλου εκτός και αν αυτός είχε τεθεί εκτός μάχης όποτε ο στοιχειάρχης του πολυβόλου δρούσε κατά την κρίση του.

Σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη της υπεροχής πυρός ήταν η πειθαρχία πυρός. Αυτή επιτυγχανόταν υπό την επίβλεψη του ομαδάρχη. Οι τυφεκιοφόροι, εάν δεν ελάμβαναν τη διαταγή «πυρ κατά βούληση», δεν έβαλλαν καν, εκτός κι αν ο εχθρός εμφανιζόταν απροόπτως ενώπιόν τους. Καθώς όλοι οι άνδρες ήταν πάντα ενήμεροι της αποστολής που όφειλε να εκτελέσει η ομάδα, ο τυφεκιοφόρος που κάλυπτε το ή τα εκτεθειμένα πλευρά της ομάδας μάχης απολάμβανε μεγαλύτερης ελευθερίας στη χρήση πυρός. Η επάρκεια πυρομαχικών είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας στη μάχη. Έτσι ο ομαδάρχης όφειλε πάντα να επαγρυπνεί και να επιβάλει την οικονομία στα πυρομαχικά όταν δεν συνέτρεχε λόγος για την χρήση μαζικών πυρών. Ο ομαδάρχης, αλλά και οι άνδρες της ομάδας εκπαιδεύονταν στην εκτίμηση αποστάσεων διά γυμνού οφθαλμού. Πάντως η γερμανική ομάδα μάχης είχε εξαρχής ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων της όσον αφορά την απόκτηση της υπεροχής πυρός. Το πλεονέκτημα αυτό ήταν η χρήση πολυβόλου και όχι οπλοπολυβόλου ως βασικού αυτομάτου όπλου της ομάδας, αντίθετα με ότι συνέβαινε στους άλλους στρατούς.

Πριν την επίθεση ο διμοιρίτης ενημέρωνε τον ομαδάρχη του που θα εκτελούσε την ενέργεια και αυτός με την σειρά του ενημέρωνε τους άνδρες του και εξηγούσε τι ακριβώς θέλει από τον καθένα από αυτούς. Τους ενημέρωνε αν θα απολάμβαναν υποστήριξη από άλλα όπλα και για πόσο χρόνο να ετύγχαναν υποστήριξης. Ο ομαδάρχης ενημέρωνε τους άνδρες για τις εχθρικές οργανώσεις στο έδαφος και για εξακριβωμένες ή πιθανές θέσεις εχθρικών όπλων. Κατόπιν ελεγχόταν τα όπλα όλων των ανδρών ώστε να λειτουργούν κανονικά και ελέγχονταν τα πυρομαχικά. Αν χρειαζόταν οι άνδρες εφοδιάζονταν με εκρηκτικά γεμίσματα, οπλοβομβίδες ή αντιαρματικά όπλα. Ο ομαδάρχης ακόμα και μετά από μια επιτυχημένη επίθεση πρώτο καθήκον του είχε την ανασύνταξη της ομάδας του και την ανάκτηση του ελέγχου επί των ανδρών του, ώστε να αντιμετωπιστεί τυχόν εχθρική αντεπίθεση.

Στη φάση αυτή γινόταν έλεγχος των πυρομαχικών και αν χρειαζόταν αναδιανομή τους. Αμέσως μετά την φάση της αναδιοργάνωσης, η οποία έπρεπε να ολοκληρωθεί στον μικρότερο δυνατό χρόνο, η ομάδα εξακολουθούσε τη διείσδυσή της εντός της εχθρικής τοποθεσίας. Όταν η κατάληψη της τοποθεσίας ολοκληρωνόταν η ομάδα εγκαθίστατο αμυντικά επί αυτής καλύπτοντας μέτωπο 30-40 μ. Αν το έδαφος το επέτρεπε το ιδανικό ήταν η ομάδα να πλησιάσει την αντίπαλη τοποθεσία άνευ πυρών, εξαπολύοντάς τα, αιφνιδιαστικά, την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή. Φυσικά εντελώς διαφορετικά ήταν τα πράγματα όσον αφορά επίθεση σε ισχυρά οργανωμένη ή οχυρωμένη τοποθεσία. Στις περιπτώσεις αυτές το Πεζικό υποστηριζόταν πάντοτε από τμήματα σκαπανέων εφόδου του Μηχανικού, κατάλληλα εφοδιασμένα και εξοπλισμένα με ανιχνευτές ναρκών και εκρηκτικά γεμίσματα για την καταστροφή των αντιπάλων οχυρώσεων.

Στον αμυντικό αγώνα ο ομαδάρχης αναγνώριζε προσωπικά το τμήμα της τοποθεσίας που ο διμοιρίτης του ανέθετε να καλύψει και αναλόγως επέλεγε τις κατάλληλες θέσεις που οι άνδρες του όφειλαν να καταλάβουν. Θεωρητικά το μήκος του καλυπτομένου μετώπου δεν έπρεπε να ξεπερνά τα 40 μ. Ωστόσο λόγω ελλείψεως ανδρών, στα ύστερα στάδια του Β’ ΠΠ οι ομάδες μάχης καταλάμβαναν ακόμα και τριπλάσιο αυτού μέτωπο. Τα κενά μεταξύ των θέσεων μάχης των μελών της ομάδας ήταν επιβεβλημένο να μπορούν να καλύπτονται με πυρά ώστε να αποτρέπονται οι εχθρικές διεισδύσεις.

Ο ομαδάρχης επέλεγε την καλύτερη δυνατή θέση τάξης για το πολυβόλο της ομάδας που θα του επέτρεπε να βάλλει συνεχώς κατά του αντιπάλου, χωρίς εμπόδια και ει δυνατό να υποστηρίζει με το πυρ του τις γειτονικές ομάδες. Ο ομαδάρχης καθόριζε επίσης, πέραν από τις κύριες και τις εναλλακτικές και ανταλλακτικές θέσεις μάχης των ανδρών του. Η αμυντική τοποθεσία έπρεπε να έχει βάθος τουλάχιστον 50 μ. Ο ομαδάρχης καθόριζε το πόσους τυφεκιοφόρους του θα έτασσε στην τοποθεσία αντίστασης και πόσους θα κρατούσε ως εφεδρεία για την εκτόξευση αντεπιθέσεως, τάσσοντάς τους πίσω από την κύρια γραμμή μάχης.

Ο Γερμανός πεζός ως μονάδα δεν ήταν καλύτερος από τον Βρετανό, τον Αμερικανό, τον Σοβιετικό αντίπαλό του, που χαρακτηρίζονταν αντίστοιχα από την ψυχραιμία, την ορμητικότητα και τον φανατισμό τους, ως άτομο. Υπό την καθοδήγηση ενός καλού ομαδάρχη όμως η ομάδα, ως σύνολο ατομικών μονάδων μπορούσε να επιτελέσει θαύματα. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν προϊόν της σκληρής και ρεαλιστικής εκπαίδευσης που οι άνδρες υφίσταντο, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια του πολέμου.

https://www.history-point.gr/o-omadarchis-i-psychi-toy-germanikoy-pezikoy-ston-v-pagkosmio-polemo

No comments :

Post a Comment