05/01/2020

Γιατί πρέπει να προετοιμαστούμε σοβαρά για πόλεμο

Οι ηγέτες Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ, υπέγραψαν στις 2 Ιανουαρίου την διακρατική συμφωνία κατασκευής του υποθαλασσίου αγωγού EastMed, που φιλοδοξεί να αποτελέσει εναλλακτική πηγή εφοδιασμού της ΕΕ με φυσικό αέριο.Σε Ελλάδα και Κύπρο, υπογραμμίσθηκε η πρόβλεψη στην συμφωνία για την ασφάλεια του αγωγού, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Άρθρο 10: «Ξεκινώντας από τις αρχικές δραστηριότητες του σχεδίου που σχετίζονται με τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση της διαδρομής και συνεχίζονται καθ ‘όλη τη διάρκεια του έργου, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να λάβει τα μέτρα που κρίνει αναγκαία για να εξασφαλίσει την ασφάλεια του αγωγού και όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται στο έδαφος αυτού του μέρους που εμπλέκεται σε δραστηριότητες του έργου. Τα μέρη θα συνεργαστούν λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια του αγωγού. Από την άποψη αυτή, τα μέρη μπορούν να διατυπώσουν πολυμερείς ή διμερείς συμφωνίες και διακανονισμούς σχετικά με συνεργασίες στα ζητήματα ασφάλειας που σχετίζονται με το έργο/ αγωγό».

Είναι σαφές ότι το Άρθρο προβλέπει δυνατότητα αμέσου λήψεως μέτρων, από την σχεδίαση της διαδρομής του αγωγού κιόλας και όχι αργότερα, όταν πλέον θα αρχίσει η κατασκευή, για την ασφάλειά του. Συνεπώς, θεωρητικώς, από αύριο κιόλας οι τρεις χώρες μπορούν να επεξεργαστούν μια τέτοιου είδους συμφωνία η οποία βεβαίως θα αφορά στρατιωτική συνεργασία. Η πρόνοια είναι απολύτως φυσιολογική, εφόσον από πλευράς Τουρκίας έχει ήδη εκδηλωθεί αρνητική – εχθρική πολιτική και όλα δείχνουν ότι η “στρατιωτικοποίηση” του EastMed δεν θα αποφευχθεί. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, αναδεικνύεται η σημασία που μπορεί να έχουν για το μέλλον του έργου οι πρόνοιες του Άρθρου 10: είτε θα λειτουργήσουν αποτρεπτικώς για την Τουρκία, είτε οι τρεις εταίροι θα προκληθούν από την τουρκική αρπακτικότητα και θα πρέπει να αντιδράσουν.

Εδώ ακριβώς είναι που εγείρονται τα ερωτηματικά για την στρατιωτική επάρκεια των εταίρων του EastMed. Η στρατιωτική ισχύς του Ισραήλ, δεν επιδέχεται αμφισβητήσεως – είναι μεγάλη. Το αυτό ισχύει και για την στρατιωτική ικανότητα της Κύπρου – είναι μικρή αλλά όχι αμελητέα. Το ερώτημα, είναι η Ελλάδα. Η οποία, ακριβώς επειδή έχει παραμελήσει τις ένοπλες δυνάμεις της επί 15 συναπτά έτη, αντιπροσωπεύει τον “αδύναμο κρίκο”. Διότι η Αθήνα, υποτίθεται ότι αναλαμβάνει σε κάθε περίπτωση, και για λόγους εθνικούς αλλά και για λόγους ηθικούς, την αμυντική στήριξη της Λευκωσίας. Εάν το τελευταίο, έχει ατονήσει σε επίπεδο πολιτικών και στρατιωτικού σχεδιασμού λόγω της παρακμής των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, το ειδικό βάρος του EastMed αποτελεί την απόλυτη αφορμή για μια δυναμική επανεκκίνηση.

Η Ελλάδα, ως εξερχομένη από μια πολυετή οικονομική κρίση και επιδιώκοντας να μεγιστοποιήσει τους ρυθμούς αναπτύξεως αλλά και να αναβαθμίσει την γεωπολιτική θέση της έναντι της νέο-οθωμανικής κατακτητικής επιθέσεως, οφείλει να προστατεύσει την τεράστια επένδυση που έχει ξεκινήσει στην εκμετάλλευση του υποθαλασσίου ενεργειακού πλούτου. Η επένδυση αυτή που έχει τεράστιες συνέπειες για τις επερχόμενες γενεές, είναι συνυφασμένη με την ερευνητική προσπάθεια νοτίως Κρήτης σε πρώτη φάση και βεβαίως με την πολυεθνική συνεργασία στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο που βρίσκεται σε εξέλιξη με την Κύπρο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτό, ο EastMed έρχεται να αποτελέσει το πρώτο χειροπιαστό βήμα ενεργού συμμετοχής της Αθήνας σε αυτή την διεθνή συνεργασία και οι υποχρεώσεις της είναι αυξημένες. Εάν, επί παραδείγματι, κάποιος εκ των υπολοίπων δύο εταίρων, αισθανθεί ότι απαιτείται η λήψη μέτρων για την ασφάλεια του έργου, η Αθήνα δεν μπορεί να “σφυρίζει αδιάφορα”, όπως έπραττε μέχρι σήμερα στις περιπτώσεις που τουρκικά ερευνητικά πλοία, συνοδευόμενα από πολεμικά, ανέλαβαν πειρατική δραστηριότητα στην ΑΟΖ της Κύπρου… Όπως έχει αυξημένες προσδοκίες από το έργο αυτό, η Αθήνα έχει και αυξημένες υποχρεώσεις.

Το Ισραήλ έχει επενδύσει στον EastMed για λόγους στρατηγικούς, που άπτονται όχι μόνο της οικονομικής πολιτικής και της στενότερης συνεργασίας με την ΕΕ. Έχει επενδύσει στον Ελληνισμό, στα δύο ξεχωριστά κράτη που τον εκπροσωπούν σήμερα, ως στρατηγικό εταίρο ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή του. Οποιαδήποτε ένδειξη αδυναμίας από Αθήνα πρωτίστως, θα απογοητεύσει και θα ενισχύσει τις τάσεις για επαναπροσέγγιση του Ισραήλ με τον νέο-οθωμανισμό. Συνεπώς, η εθελοτυφλία και οι εκπτώσεις από την κυβέρνηση στην Εθνική Άμυνα, έληξαν στις 2 Ιανουαρίου 2020. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, οφείλει να επενδύσει σοβαρά, αυξάνοντας κάθετα τις αμυντικές δαπάνες ή πιο συγκεκριμένα τις επενδύσεις σε νέα εξοπλιστικά προγράμματα. Οι εισηγήσεις του ΓΕΕΘΑ, είναι δεδομένες εδώ και σειρά ετών. Άπαντες γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει. Κανείς από την κυβέρνηση αλλά ούτε και από την αντιπολίτευση, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι “δεν ξέρει”.

Τα πράγματα είναι απολύτως συγκεκριμένα. Οι δαπάνες για αμυντικούς εξοπλισμούς, πρέπει από το 2021 να αυξηθούν κατά 100% και από το 2022 να έχουν αυξηθεί κατά 200% εν σχέσει με σήμερα. Δηλαδή 1 δισ. ευρώ το 2021 και 1,5 δισ. ευρώ από το 2022. Αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 3 και 4% του ΑΕΠ, είναι απολύτως δικαιολογημένη εν όψει του διακυβεύματος. Αυτά είναι τα ελάχιστα στοιχειώδη μέτρα που πρέπει να ληφθούν υπό ρεαλιστικές συνθήκες άμεσα, προκειμένου να αρχίσει να καλύπτεται το χαμένο έδαφος. Η νέο-οθωμανική κατακτητική επίθεση, δεν είναι θεωρία. Είναι κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπισθεί με έργα. Τα νούμερα μπορεί να προκαλούν ζάλη, στην αποκοιμισμένη και “προοδευτική” κοινή γνώμη αλλά και στο ισχυρό λόμπι των λαϊκιστών του πολιτικού χώρου. Είναι όμως η μόνη εγγύηση ότι ο EastMed και η συνολική ενεργειακή πολιτική της χώρας, θα προχωρήσουν ανεμπόδιστα.

Αυτή την φορά, οι κυβερνώντες έχουν και μια άλλη ευθύνη: να εξασφαλίσουν ότι όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό από την τεράστια δαπάνη για την Εθνική Άμυνα, θα διοχετευθεί προς την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία, ούτως ώστε το κόστος να έχει σαφή ανταποδωτικό χαρακτήρα από την επένδυση. Επένδυση στις νέες τεχνολογίες, σε νέες θέσεις εργασίας, σε νέα προϊόντα που θα αποφέρουν έσοδα στα κρατικά ταμεία. Θα είναι ασυγχώρητο, έπειτα από όσα έχουμε ζήσει και διδαχθεί, από την εξοπλιστική προσπάθεια του 1996-2002, να μην φροντίσουν οι αρμόδιοι να εκμεταλλευθούμε αυτή την προοπτική, ώστε να την αναδείξουν σε μεγάλη ευκαιρία για τις Ένοπλες Δυνάμεις, την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία και την Οικονομία της χώρας.

Εν όψει της υπογραφής του EastMed, πρώτος έδωσε το “στίγμα” για τα ελληνοτουρκικά στις 22 Δεκεμβρίου 2019 ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου σε συνέντευξη στον Άγγελο Αθανασόπουλο για το “ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ”. Ο Τσαβούσογλου σημείωσε ότι κατά την πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο Λονδίνο το επίκεντρο ήταν η συνέχιση των συζητήσεων για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και των Διερευνητικών Επαφών. Διευκρίνισε ότι προσφυγή στην Χάγη δεν συζητήθηκε και ότι αυτό είναι ένα θέμα για το επόμενο στάδιο αλλά όπως είπε, το πιο σημαντικό ήταν ότι δηλώθηκε ανοικτά στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να ξεκινήσει συζητήσεις για τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου.

Συνοψίζοντας, η Τουρκία δηλώνει ότι πρέπει πρώτα να συνεχιστούν οι Διερευνητικές Επαφές ώστε να υπάρξει ένας διάλογος από τον οποίο θα προκύψει σε επόμενο στάδιο τυχόν συνυποσχετικό για προσφυγή στην Χάγη. Δεδομένου ότι οι Διερευνητικές Επαφές αφορούν τα ζητήματα που η κάθε πλευρά νομίζει ότι μπορούν να παραπεμφθούν στην Χάγη, η συγκεκριμένη διαδικασία διαλόγου σχετίζεται πρωτίστως με το Αιγαίο. Αυτά όμως είναι ζητήματα μικρότερης προτεραιότητος. Όπως είπε ο Ερντογάν στον Μητσοτάκη, στην παρούσα φάση είναι έτοιμος να συζητήσει θέματα της Ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή να βάλει την Τουρκία στο παιχνίδι της Ανατολικής Μεσογείου, όπου δεν έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Να λάβει δηλαδή η Τουρκία θέση εταίρου στην εκμετάλλευση υποθαλασσίων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που δεν της ανήκουν.

Η “απάντηση” του Κυριάκου Μητσοτάκη, ήλθε ακριβώς μία εβδομάδα μετά, στις 29 Δεκεμβρίου, επίσης μέσω συνεντεύξεως στο “ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ”. Σε αυτήν δήλωσε ανοιχτός στον διάλογο για τα ΜΟΕ και τις Διερευνητικές Επαφές αλλά «και για πολιτικό διάλογο», διευκρινίζοντας: «Πρόθεσή μου, λοιπόν, είναι να συζητούμε με την Τουρκία και στα τρία επίπεδα. Και πιστεύω πως, ναι, θα πρέπει να πούμε καθαρά ότι αν δεν μπορούμε να τα βρούμε, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε η μία διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα να εκδικαστεί από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και για να είμαι απολύτως σαφής, αναφέρομαι στον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο».

Επί της ουσίας, ο Κ. Μητσοτάκης δείχνει να ανταποκρίνεται απολύτως σε αυτά που θέτει η Τουρκία. Και το πιο “ενδιαφέρον”, δεν είναι ασφαλώς οι “παλιές” ιστορίες των ΜΟΕ και των Διερευνητικών Επαφών, όπου είναι γνωστές οι θέσεις των δύο πλευρών, αλλά το άνοιγμα για «πολιτικό διάλογο». Ο τελευταίος, δεν μπορεί παρά να αφορά αυτά που ο Τσαβούσογλου απέδωσε ως «θέματα της Ανατολικής Μεσογείου», δηλαδή μια πιθανή συνεργασία στα ενεργειακά. Όμως η ευθεία αναφορά του πρωθυπουργού στο ενδεχόμενο συνυποσχετικού για προσφυγή στην Χάγη, επισκίασε τις δηλώσεις του. Με βάση τα όσα είναι γνωστά σήμερα, άπαντες αντιλαμβάνονται ότι η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται για παραπομπή στην Χάγη αποκλειστικώς και μόνο του ζητήματος οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδος, και κατ’ επέκταση πλέον, και της ΑΟΖ. Tο ενδιαφέρον της Τουρκίας εστιάζεται στον «πολιτικό διάλογο», που θεωρητικώς μπορεί να είναι αμοιβαίως πιο “ανοικτή” κι “ευέλικτη” διαδικασία άτυπων πλην ουσιαστικών βολιδοσκοπήσεων.

Αποτελεί πράγματι ενδιαφέρον να αποσαφηνισθεί ποιο θα είναι το αντικείμενο του «πολιτικού διαλόγου», όπως τον σκέπτεται η Αθήνα. Με γνωστή την πάγια θέση της Τουρκίας για πολιτική λύση στις διμερείς διαφορές (εντός ή εκτός εισαγωγικών) και με σαφή διαχωρισμό των Διερευνητικών Επαφών, ποια ζητήματα θεωρεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης ότι μπορούν να συζητηθούν στο πλαίσιο ενός «πολιτικού διαλόγου»; Η συνεργασία στα ενεργειακά; Η Αθήνα δεν είναι μόνη της σε αυτό το παιχνίδι και δεν μπορεί να εμπλακεί εάν δεν υπάρχει συγκατάθεση από την Λευκωσία και την Ιερουσαλήμ. Με ποιο δικαίωμα άλλωστε θα μεσολαβήσει η Αθήνα υπέρ της Τουρκίας, από την στιγμή που τα όποια ενεργειακά κοιτάσματα έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα, ανήκουν σε Κύπρο και Ισραήλ; Οι δύο τελευταίοι συνεργάτες, ενδιαφέρονται για την συμμετοχή της Ελλάδος, επειδή αυτή ουσιαστικώς εξασφαλίζει την τελική διαδρομή του EastMed προς την Ιταλία. Δεν έχουν κανέναν λόγο να δώσουν “ποσοστό κέρδους” σε κάποιον τρίτο και άσχετο.

Εν πάση περιπτώσει, για να διαπραγματευθεί η Ελλάδα με την Τουρκία περί των ενεργειακών, δεν μπορεί να αποφευχθεί σε τελική ανάλυση το ζήτημα των ΑΟΖ. Κι έτσι επανερχόμαστε στην θέση της Τουρκίας που αρνείται την παραπομπή του στην Χάγη, γεγονός που προεξοφλεί το αδιέξοδο. Τι μπορεί να αναμένει κανείς απ’ όλα αυτά; Το “παράθυρο” Τσαβούσογλου για την Χάγη, ήταν μια ανέξοδη μπλόφα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να απαντά με μια (μεγαλύτερου ρίσκου) “μπλόφα”. Όλα δείχνουν και ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι ο «πολιτικός διάλογος» που υποστηρίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως ανταπόκριση στο τουρκικό άνοιγμα για τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου, δεν είναι παρά ένας πολιτικός ελιγμός. Μια πολιτική “έξοδος διαφυγής” προς αποκλιμάκωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ώστε να εξελιχθεί ομαλά το σχέδιο περί EastMed, σε μια περίοδο που η τουρκική ένοπλη ισχύς είναι επικίνδυνα αναβαθμισμένη. Αυτό το νόημα έχουν και τα “παράθυρα” που αφήνουν ανοικτά δημοσίως κυβερνητικοί παράγοντες για το ενδεχόμενο συνεκμετάλλευσης με την Τουρκία στο Αιγαίο, υπό προϋποθέσεις πάντα.

Ο πρωθυπουργός και οι σύμβουλοί του, είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να αντιλαμβάνονται ότι ένας τέτοιος στόχος είναι δύσκολος και απολύτως εύθραυστος ως διαδικασία. Ο «πολιτικός διάλογος» δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον και χρονικώς έχει “ημερομηνία λήξεως”, το μέγιστο ίσως μέχρι το 2022 που θα ολοκληρωθεί η μελέτη βιωσιμότητος και θα πρέπει να ξεκινήσει η κατασκευή του EastMed. Ας προσπαθήσουν λοιπόν να κερδίσουν όσο περισσότερο χρόνο μπορούν, ώστε με την σχεδίαση και υλοποίηση ενός συνεπούς προγράμματος ενισχύσεως των εξασθενημένων Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να αποτρέψουν την διαφαινόμενη ανατροπή του συσχετισμού ένοπλης ισχύος με την Τουρκία. Η ενδυνάμωση της ένοπλης ισχύος, είναι η μόνη εγγύηση προς εξασφάλιση του στρατηγικού “ενεργειακού ονείρου”, έναντι της νεο-οθωμανικής κατακτητικής επελάσεως εις βάρος του Ελληνισμού που εξελίσσεται με συνέπεια.
  • Γιατί πρέπει, ιδίως από τούδε και στο εξής, μια πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, να απασχολεί μονίμως την Αθήνα; Άπαντες στην Ελλάδα τα τελευταία έτη, αποφαίνονται δημοσίως ότι ο Ερντογάν και η Τουρκία δεν είναι απρόβλεπτοι αλλά απολύτως προβλέψιμοι, διότι αυτά που εξαγγέλουν δημοσίως, τα κάνουν πράξη.
  • Για ποιον λόγο λοιπόν υπάρχει κάποιος στην Ελλάδα που πιστεύει ότι η Τουρκία θα κάνει κάτι το οποίο δεν έχει υποστηρίξει ποτέ ότι θα κάνει, δηλαδή να συγκατατεθεί για την Χάγη; Πάγια θέση της είναι ότι τα ελληνοτουρκικά πρέπει να διευθετηθούν με πολιτικές διμερείς αποφάσεις, υπολογίζοντας στην επικράτηση της ισχύος της σε κάθε επίπεδο.
  • Γιατί στην περίπτωση αυτή να μην κάνουν αυτό που λένε; Γιατί να προτιμήσουν έναν «πολιτικό διάλογο» με άδηλη κατάληξη και να μην βγάλουν τα καράβια τους για έρευνες σε θάλασσες που η Αθήνα θεωρεί ότι ανήκουν στην υφαλοκρηπίδα της, ώστε να εκβιάσουν το αποτέλεσμα του «πολιτικού διαλόγου»;
Αδιέξοδο αργά ή γρήγορα στον «πολιτικό διάλογο», σημαίνει ότι η Τουρκία θα προχωρήσει σε στρατιωτικοποίηση με ερευνητικές δραστηριότητες, κατά πρώτον σε περιοχή πέριξ του συμπλέγματος Μεγίστης. Η Αθήνα έχει δύο επιλογές: είτε θα υποκύψει, είτε θα αντιδράσει δυναμικώς με ένοπλη ισχύ.

https://doureios.com/giati-prepei-na-proetoimastoume-sovara-gia-polemo-1/
https://doureios.com/giati-prepei-na-proetoimastoume-sovara-gia-polemo-2/

No comments :

Post a Comment