Oι μεταρρυθμισταί (τρόπος του λέγειν) του έτους 1976 δεν ενεταφίασαν την καθαρεύουσαν. Ενεταφίασαν την γλώσσαν. Την πλαστικωτέραν γλώσσαν του κόσμου. Την σταθεροτέραν παράμετρον της εθνικής ιδιοπροσωπείας. Ο νόμος 309/1976 δεν την απήλλαξεν «ιδιωματισμών» και «ακροτήτων». Επέβαλεν ως γλώσσαν διδασκαλίας, ως αντικείμενον διδασκαλίας, ως γλώσσαν των διδακτικών βιβλίων όλων των βαθμίδων της γενικής εκπαιδεύσεως, άνευ της συγκαταθέσεως της Ακαδημίας Αθηνών και της Συγκλήτου των καθ’ ύλην αρμοδίων Πανεπιστημίων, την έκφρασιν του πεζοδρομίου, το λεξιλόγιον των αχθοφόρων και των οικοδόμων της οδού Αθηνάς, το ύφος των λεμβούχων του Πειραιώς, την τεχνικήν των χωρικών της υπαίθρου.
Η επίσημος γλώσσα του Ελληνικού Κράτους, η γραφομένη και ομιλουμένη γλώσσα των εγγραμμάτων, η γλώσσα των επιστημών, ο σύνδεσμος με την γλώσσαν του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, του Θουκυδίδου και του Ξενοφώντος, του Ισοκράτους και του Δημοσθένους, του Αισχύλου και του Ευριπίδου, η πανελλήνιος γλώσσα, η διαδοθείσα υπό τού Μεγάλου Αλεξάνδρου επίσημος διεθνής γλώσσα, η χρησιμοποιηθείσα υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και υπό των Αποστόλων, η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, η γλώσσα των Ευαγγελίων και της Αποκαλύψεως, αντικατεστάθη βιαίως και αιφνιδίως, εική και ως έτυχεν, δια νόμου μοναδικού εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος, αποτόκου κοινοβουλευτικής πλειονοψηφίας συγκυριακής και μετά από μόλις εν έτος (1977) μη υφισταμένης, εκ της διαλέκτου των καπηλείων.
Οι γλωσσοκτόνοι, καταληφθέντες εκ μανίας αντιθέσεώς των προς τας κυβερνήσεις της περιόδου των ετών 1967 έως 1974, εξ ενός ασυγκρατήτου μεταπολιτευτικού «αποχουντοποιητικού» αμόκ, παρέσυραν και την γλώσσαν. Δεν εφόνευσαν μόνον πτώσεις, κλίσεις και εγκλίσεις. Εφόνευσαν γλωσσικώς το Έθνος. Αυτουργός της πράξεως ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Την εξετέλεσεν υπό την επιρροήν τού Ευαγγέλου Παπανούτσου. Άμεσος και αναγκαίος συνεργός του ο υπουργός εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων αλλά και προεδρίας της κυβερνήσεως Γεώργιος Ράλλης, μετέπειτα υπαίτιος και της εγκυκλίου χρήσεως της δημοτικής, της γλώσσης τού δημοτικού σχολείου, εις την δημοσίαν διοίκησιν από της 1ης Φεβρουαρίου 1977.
Επηκολούθησαν αι κακόζηλοι δημοτικοφανείς «μεταφράσεις» και αργότερον, επί ΠΑ.ΣΟ.Κ., αι «μεταγλωττίσεις» εκ της καθαρευούσης. Το πασπάλισμα των γλωσσικών γλυκισμάτων με δημοτικόσκονην. Η βιαία προσαρμογή της γλώσσης από αγραμμάτους. Η κακοποίησις των ρημάτων. Η ανταισθητική παράλειψις των χρονικών αυξήσεων. Η ταύτισις του στιγμιαίου με το διαρκές. Οι βαρβαρισμοί. Οι σολοικισμοί. Η παραβίασις και του τυπικού. Η επιβολή μιας αποκρουστικής ομοιομορφοποιήσεως. Η επιθετοποίησις των επιρρημάτων. Η σύγχυσις του «αμέσως», τού «προηγουμένως», τού «ευχαρίστως», με το «άμεσα», «προηγούμενα», «ευχάριστα». Το «πριν από» εγένετο «πριν το». Το «μέχρι του» εγένετο «μέχρι το». Το «ως» εγένετο «σαν». Το «ότι» εγένετο «πως». Η «αντικειμενικοποίησις» ενισχύθη εις «εξαντικειμενικοποίηση». Ο κατάλογος των καταστραφεισών, διαστραφεισών και διαγραφεισών εκ της ομιλουμένης και γραφομένης γλώσσης λέξεων και φράσεων θα ήτο ατελείωτος, εάν επεχειρείτο εδώ μνημόσυνον των θεμελιωδών κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού.
Η αγοραία, απελπιστική, ετοιμόρροπος έκφρασις της γλώσσης, ο δημόσιος εκβαρβαρισμός της, επεξετάθησαν εις το κοινοβούλιον. Μετουσιώθησαν εις τον γλωσσικόν ολοκληρωτισμόν του ΠΑ.ΣΟ.Κ, της Ν.Δ και ακολούθως του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Εις την αδιάλειπτον επικοινωνίαν των με τον λαόν, χρησιμοποιούνται λέξεις πτωχαί, αποψιλωμέναι, απονευρωμέναι, αι οποίαι δυναμιτίζονται και συνθηματοποιούνται. Δεν είναι μικρός ο κίνδυνος εκ της συστηματικής επιδόσεως της πολιτικής εις την συνθηματολογικήν λεξιθηρίαν. Τα μεγάλα κόμματα της μεταπολιτεύσεως (οφείλομε να ομολογήσωμε: περισσότερον το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και οι κομμουνισταί) ικανοποιούσι την μισαλλοδοξίαν των και βεβαιούσι την επαναστατικήν ορθοδοξίαν των με μιαν ακατάσχετον ακυρολογίαν. Δια τα δημαγωγικά των επιτελεία, η βαρβαρική προφορά, η ανύπαρκτος φθογγολογική αγωγή, ο εντυπωσιοθηρικός παρατονισμός, η καταρρέουσα σύνταξις, δεν έχουσι σημασίαν. Σημασίαν έχει η προσπάθεια διαμορφώσεως κομματικής, αγελοποιητικής συνειδήσεως. «Λόγια, λόγια, λόγια» με δεκανίκια, όλα κομμένα και ραμμένα εις το «πρόγραμμα» τού κόμματος. Αποθέωσις της ασαφείας και της σπουδαιοφανείας. Λεκτική κενολογία με ύφος δημοτικοφανές.
Με όσην αλεξίγλωσσον προστασίαν και αν οπλιστή κανείς, θα υποστή την γραμματικήν και το συντακτικόν της δημοσίας και ιδιωτικής τηλεοράσεως, των τηλεοπτικών δυναστών ημών – εκτός από τας ειδήσεις υποφέρουσι και αι λέξεις. Τελικώς, το ραδιόφωνον είναι προτιμώτερον της τηλεοράσεως και διότι, εις την περίπτωσίν του, τα παράσιτα ακούονται μόνον, εν ω, εις την περίπτωσίν της, ακούονται και… βλέπονται. Η επίθεσις όμως εναντίον της γλώσσης δεν περιωρίσθη εις το κοινοβούλιον, την τηλεόρασιν και το ραδιόφωνον. Κατέλαβε και τον έγγραφον τύπον και ήδη και το διαδίκτυον, ένθα η ελαχιστοποίησις του λεξιλογίου, αι απελπιστικαί κοινοτοπίαι, η συνθηματοποίησις, η φραστική αοριστολογία, η ανεύθυνος ακυρολογία, η γενικομανία, ο εκλατινισμός, έλαβον διαστάσεις αληθούς γλωσσικής επιδημίας.
Την ηθικήν σήψιν διεδέχθη η γλωσσική σήψις της μεταπολιτεύσεως. Η αντιγλωσσική και, κατά συνέπειαν, ανθελληνική δραστηριότης των παιδαγωγών της εθνικής αμνησίας υπό το ψευδώνυμον της δημοτικής, η γιγαντιαία επιχείρησις παραποιήσεως και παραμορφώσεως της γλώσσης, είναι ο αμεσότερος κίνδυνος κατά της συνεχείας και της υποστάσεως του Έθνους. Σήμερον αναγιγνώσκομε ότι το ήμισυ περίπου των μαθητών της πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως είναι λειτουργικώς αναλφάβητοι, ότι «τα παιδιά δεν ξέρουν Ελληνικά». Υπόλογοι και υπόδικοι ενώπιον τού Έθνους και της Ιστορίας οι νεκροθάπται του 1976, αρξάμενοι χειρών αδίκων.
Σπυρίδων Αλφαντάκης Δ.Ν., Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Η επίσημος γλώσσα του Ελληνικού Κράτους, η γραφομένη και ομιλουμένη γλώσσα των εγγραμμάτων, η γλώσσα των επιστημών, ο σύνδεσμος με την γλώσσαν του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, του Θουκυδίδου και του Ξενοφώντος, του Ισοκράτους και του Δημοσθένους, του Αισχύλου και του Ευριπίδου, η πανελλήνιος γλώσσα, η διαδοθείσα υπό τού Μεγάλου Αλεξάνδρου επίσημος διεθνής γλώσσα, η χρησιμοποιηθείσα υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και υπό των Αποστόλων, η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, η γλώσσα των Ευαγγελίων και της Αποκαλύψεως, αντικατεστάθη βιαίως και αιφνιδίως, εική και ως έτυχεν, δια νόμου μοναδικού εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος, αποτόκου κοινοβουλευτικής πλειονοψηφίας συγκυριακής και μετά από μόλις εν έτος (1977) μη υφισταμένης, εκ της διαλέκτου των καπηλείων.
Οι γλωσσοκτόνοι, καταληφθέντες εκ μανίας αντιθέσεώς των προς τας κυβερνήσεις της περιόδου των ετών 1967 έως 1974, εξ ενός ασυγκρατήτου μεταπολιτευτικού «αποχουντοποιητικού» αμόκ, παρέσυραν και την γλώσσαν. Δεν εφόνευσαν μόνον πτώσεις, κλίσεις και εγκλίσεις. Εφόνευσαν γλωσσικώς το Έθνος. Αυτουργός της πράξεως ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Την εξετέλεσεν υπό την επιρροήν τού Ευαγγέλου Παπανούτσου. Άμεσος και αναγκαίος συνεργός του ο υπουργός εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων αλλά και προεδρίας της κυβερνήσεως Γεώργιος Ράλλης, μετέπειτα υπαίτιος και της εγκυκλίου χρήσεως της δημοτικής, της γλώσσης τού δημοτικού σχολείου, εις την δημοσίαν διοίκησιν από της 1ης Φεβρουαρίου 1977.
Επηκολούθησαν αι κακόζηλοι δημοτικοφανείς «μεταφράσεις» και αργότερον, επί ΠΑ.ΣΟ.Κ., αι «μεταγλωττίσεις» εκ της καθαρευούσης. Το πασπάλισμα των γλωσσικών γλυκισμάτων με δημοτικόσκονην. Η βιαία προσαρμογή της γλώσσης από αγραμμάτους. Η κακοποίησις των ρημάτων. Η ανταισθητική παράλειψις των χρονικών αυξήσεων. Η ταύτισις του στιγμιαίου με το διαρκές. Οι βαρβαρισμοί. Οι σολοικισμοί. Η παραβίασις και του τυπικού. Η επιβολή μιας αποκρουστικής ομοιομορφοποιήσεως. Η επιθετοποίησις των επιρρημάτων. Η σύγχυσις του «αμέσως», τού «προηγουμένως», τού «ευχαρίστως», με το «άμεσα», «προηγούμενα», «ευχάριστα». Το «πριν από» εγένετο «πριν το». Το «μέχρι του» εγένετο «μέχρι το». Το «ως» εγένετο «σαν». Το «ότι» εγένετο «πως». Η «αντικειμενικοποίησις» ενισχύθη εις «εξαντικειμενικοποίηση». Ο κατάλογος των καταστραφεισών, διαστραφεισών και διαγραφεισών εκ της ομιλουμένης και γραφομένης γλώσσης λέξεων και φράσεων θα ήτο ατελείωτος, εάν επεχειρείτο εδώ μνημόσυνον των θεμελιωδών κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού.
Η αγοραία, απελπιστική, ετοιμόρροπος έκφρασις της γλώσσης, ο δημόσιος εκβαρβαρισμός της, επεξετάθησαν εις το κοινοβούλιον. Μετουσιώθησαν εις τον γλωσσικόν ολοκληρωτισμόν του ΠΑ.ΣΟ.Κ, της Ν.Δ και ακολούθως του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Εις την αδιάλειπτον επικοινωνίαν των με τον λαόν, χρησιμοποιούνται λέξεις πτωχαί, αποψιλωμέναι, απονευρωμέναι, αι οποίαι δυναμιτίζονται και συνθηματοποιούνται. Δεν είναι μικρός ο κίνδυνος εκ της συστηματικής επιδόσεως της πολιτικής εις την συνθηματολογικήν λεξιθηρίαν. Τα μεγάλα κόμματα της μεταπολιτεύσεως (οφείλομε να ομολογήσωμε: περισσότερον το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και οι κομμουνισταί) ικανοποιούσι την μισαλλοδοξίαν των και βεβαιούσι την επαναστατικήν ορθοδοξίαν των με μιαν ακατάσχετον ακυρολογίαν. Δια τα δημαγωγικά των επιτελεία, η βαρβαρική προφορά, η ανύπαρκτος φθογγολογική αγωγή, ο εντυπωσιοθηρικός παρατονισμός, η καταρρέουσα σύνταξις, δεν έχουσι σημασίαν. Σημασίαν έχει η προσπάθεια διαμορφώσεως κομματικής, αγελοποιητικής συνειδήσεως. «Λόγια, λόγια, λόγια» με δεκανίκια, όλα κομμένα και ραμμένα εις το «πρόγραμμα» τού κόμματος. Αποθέωσις της ασαφείας και της σπουδαιοφανείας. Λεκτική κενολογία με ύφος δημοτικοφανές.
Με όσην αλεξίγλωσσον προστασίαν και αν οπλιστή κανείς, θα υποστή την γραμματικήν και το συντακτικόν της δημοσίας και ιδιωτικής τηλεοράσεως, των τηλεοπτικών δυναστών ημών – εκτός από τας ειδήσεις υποφέρουσι και αι λέξεις. Τελικώς, το ραδιόφωνον είναι προτιμώτερον της τηλεοράσεως και διότι, εις την περίπτωσίν του, τα παράσιτα ακούονται μόνον, εν ω, εις την περίπτωσίν της, ακούονται και… βλέπονται. Η επίθεσις όμως εναντίον της γλώσσης δεν περιωρίσθη εις το κοινοβούλιον, την τηλεόρασιν και το ραδιόφωνον. Κατέλαβε και τον έγγραφον τύπον και ήδη και το διαδίκτυον, ένθα η ελαχιστοποίησις του λεξιλογίου, αι απελπιστικαί κοινοτοπίαι, η συνθηματοποίησις, η φραστική αοριστολογία, η ανεύθυνος ακυρολογία, η γενικομανία, ο εκλατινισμός, έλαβον διαστάσεις αληθούς γλωσσικής επιδημίας.
Την ηθικήν σήψιν διεδέχθη η γλωσσική σήψις της μεταπολιτεύσεως. Η αντιγλωσσική και, κατά συνέπειαν, ανθελληνική δραστηριότης των παιδαγωγών της εθνικής αμνησίας υπό το ψευδώνυμον της δημοτικής, η γιγαντιαία επιχείρησις παραποιήσεως και παραμορφώσεως της γλώσσης, είναι ο αμεσότερος κίνδυνος κατά της συνεχείας και της υποστάσεως του Έθνους. Σήμερον αναγιγνώσκομε ότι το ήμισυ περίπου των μαθητών της πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως είναι λειτουργικώς αναλφάβητοι, ότι «τα παιδιά δεν ξέρουν Ελληνικά». Υπόλογοι και υπόδικοι ενώπιον τού Έθνους και της Ιστορίας οι νεκροθάπται του 1976, αρξάμενοι χειρών αδίκων.
Σπυρίδων Αλφαντάκης Δ.Ν., Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Αν χάσουμε τη γλώσσα μας, χάνουμε την ταυτότητα μας. Αν χάσουμε την πατρίδα, κάποια στιγμή θα την ξαναπάρουμε.
ReplyDeleteΜίνως
Η Ελληνική γλώσσα είναι το μνημείο του πλανήτου,το οποίο μας φέρνει σε επικοινωνία με τις ανώτερες θείες οντοτητες.
ReplyDeleteΜίνως