...ώστε να εξασφαλίζεται ότι καταζητούμενοι που διαφεύγουν στα κατεχόμενα θα οδηγούνται τελικά ενώπιον της δικαιοσύνης.
Η απόφαση λήφθηκε κατά την εξέταση της υπόθεσης του επιχειρηματία Χασάν Ακαρτσάι, ο οποίος διέφυγε στα κατεχόμενα το 2006, όταν βρέθηκαν στην κατοχή του 12,5 κιλά ηρωίνης στο Μπράντφορντ της βορειοανατολικής Αγγλίας. Κατηγορείται επίσης για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Η νομική ομάδα υπεράσπισης του 60χρονου επιχειρηματία έφερε την υπόθεση στο Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου, υποστηρίζοντας ότι η συνεργασία των βρετανικών διωκτικών αρχών με τις τουρκοκυπριακές είναι παράνομη. Οι νομικοί τόνισαν ότι μια τέτοια συνεργασία παραβιάζει ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και συνιστά «πράξη αναγνώρισης» του ψευδοκράτους κατά παράβαση του διεθνούς και βρετανικού δικαίου. Ωστόσο, οι δικαστές Μπέρνετ και Θέρλγουολ έκριναν ότι η κυβέρνηση του Η.Β δεν υποχρεώνεται από κάποια διάταξη της εγχώριας νομοθεσίας να απέχει της αναγνώρισης της Βόρειας Κύπρου, όπως υποστήριξε η υπεράσπιση. Σημείωσαν ότι οι αποφάσεις περί εξωτερικής πολιτικής και οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο είναι διακριτές από την εγχώρια νομοθεσία, που είναι και η μοναδική, η οποία αφορούσε το δικαστήριο ως προς τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Όπως πρόσθετα σημείωσε ο δικαστής Μπέρνετ, τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη συνεργάζονται με τις υπηρεσίες “επιβολής του νόμου” στα κατεχόμενα και διευκολύνουν τη συνεργασία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε αστυνομικά θέματα. «Υπό τις συνθήκες αυτής της υπόθεσης, το δημόσιο συμφέρον υπέρ τη συνεργασίας είναι ξεκάθαρο», πρόσθεσε. Για τη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως κατατέθηκε στο δικαστήριο, οι βρετανικές αρχές είχαν μοιραστεί με τις αντίστοιχες του ψευδοκράτους τα ενοχοποιητικά στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει κατά του κατηγορουμένου. Κάποια στοιχεία είχαν επιδοθεί σε Τουρκοκύπριους “αστυνομικούς”, που είχαν επισκεφθεί την τοπική αστυνομική διεύθυνση στη Βρετανία για το λόγο αυτό και κάποια άλλα παραχωρήθηκαν απευθείας στις τουρκοκυπριακές «αρχές» από αξιωματούχο της βρετανικής Εθνικής Υπηρεσίας Εγκλήματος που έχει ως βάση την Ύπατη Αρμοστεία στη Λευκωσία. Η συνεργασία αυτή είχε λάβει την έγκριση του Foreign Office, με την επισήμανση ότι σε καμία περίπτωση δεν υπονομεύεται η πολιτική μη αναγνώρισης του ψευδοκράτους.
Αναπτύσσοντας περαιτέρω το σκεπτικό της απόφασης το δικαστήριο ανέφερε ότι ως ύποπτος μίας σημαντικής υπόθεσης διακίνησης ναρκωτικών, δυνητικής χρηματικής αξίας 600.000 λιρών, ο κατηγορούμενος θα διωκόταν ποινικά εφόσον παρέμενε στην Αγγλία. «Ωστόσο, τοποθέτησε τον εαυτό του εκτός δικαιοδοσίας του ποινικού δικαστικού συστήματος της Αγγλίας και της Ουαλίας Υπάρχει ξεκάθαρο δημόσιο συμφέρον να διωχθεί αλλού, εφόσον αυτό είναι δυνατό. Και είναι δυνατό στη βόρεια Κύπρο». Οι περιπτώσεις υπόπτων κακοποιών που διαφεύγουν στα κατεχόμενα είχαν συχνά απασχολήσει στο παρελθόν τις βρετανικές αρχές. Στην περίπτωση Ακαρτσάι, μετά από την ετυμηγορία του δικαστηρίου, Βρετανοί αστυνομικοί αναμένεται να ταξιδέψουν στα κατεχόμενα για να καταθέσουν στη “δίκη”. Το δικαστήριο αποδέχθηκε, εξάλλου, ότι υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που εγείρουν ανησυχίες αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης στις “φυλακές” των κατεχομένων, αλλά έκρινε ότι αυτό δεν σημαίνει πως το επίπεδο διαβίωσης στα σωφρονιστικά καταστήματα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
http://www.philenews.com/
Η απόφαση λήφθηκε κατά την εξέταση της υπόθεσης του επιχειρηματία Χασάν Ακαρτσάι, ο οποίος διέφυγε στα κατεχόμενα το 2006, όταν βρέθηκαν στην κατοχή του 12,5 κιλά ηρωίνης στο Μπράντφορντ της βορειοανατολικής Αγγλίας. Κατηγορείται επίσης για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Η νομική ομάδα υπεράσπισης του 60χρονου επιχειρηματία έφερε την υπόθεση στο Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου, υποστηρίζοντας ότι η συνεργασία των βρετανικών διωκτικών αρχών με τις τουρκοκυπριακές είναι παράνομη. Οι νομικοί τόνισαν ότι μια τέτοια συνεργασία παραβιάζει ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και συνιστά «πράξη αναγνώρισης» του ψευδοκράτους κατά παράβαση του διεθνούς και βρετανικού δικαίου. Ωστόσο, οι δικαστές Μπέρνετ και Θέρλγουολ έκριναν ότι η κυβέρνηση του Η.Β δεν υποχρεώνεται από κάποια διάταξη της εγχώριας νομοθεσίας να απέχει της αναγνώρισης της Βόρειας Κύπρου, όπως υποστήριξε η υπεράσπιση. Σημείωσαν ότι οι αποφάσεις περί εξωτερικής πολιτικής και οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο είναι διακριτές από την εγχώρια νομοθεσία, που είναι και η μοναδική, η οποία αφορούσε το δικαστήριο ως προς τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Όπως πρόσθετα σημείωσε ο δικαστής Μπέρνετ, τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη συνεργάζονται με τις υπηρεσίες “επιβολής του νόμου” στα κατεχόμενα και διευκολύνουν τη συνεργασία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε αστυνομικά θέματα. «Υπό τις συνθήκες αυτής της υπόθεσης, το δημόσιο συμφέρον υπέρ τη συνεργασίας είναι ξεκάθαρο», πρόσθεσε. Για τη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως κατατέθηκε στο δικαστήριο, οι βρετανικές αρχές είχαν μοιραστεί με τις αντίστοιχες του ψευδοκράτους τα ενοχοποιητικά στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει κατά του κατηγορουμένου. Κάποια στοιχεία είχαν επιδοθεί σε Τουρκοκύπριους “αστυνομικούς”, που είχαν επισκεφθεί την τοπική αστυνομική διεύθυνση στη Βρετανία για το λόγο αυτό και κάποια άλλα παραχωρήθηκαν απευθείας στις τουρκοκυπριακές «αρχές» από αξιωματούχο της βρετανικής Εθνικής Υπηρεσίας Εγκλήματος που έχει ως βάση την Ύπατη Αρμοστεία στη Λευκωσία. Η συνεργασία αυτή είχε λάβει την έγκριση του Foreign Office, με την επισήμανση ότι σε καμία περίπτωση δεν υπονομεύεται η πολιτική μη αναγνώρισης του ψευδοκράτους.
Αναπτύσσοντας περαιτέρω το σκεπτικό της απόφασης το δικαστήριο ανέφερε ότι ως ύποπτος μίας σημαντικής υπόθεσης διακίνησης ναρκωτικών, δυνητικής χρηματικής αξίας 600.000 λιρών, ο κατηγορούμενος θα διωκόταν ποινικά εφόσον παρέμενε στην Αγγλία. «Ωστόσο, τοποθέτησε τον εαυτό του εκτός δικαιοδοσίας του ποινικού δικαστικού συστήματος της Αγγλίας και της Ουαλίας Υπάρχει ξεκάθαρο δημόσιο συμφέρον να διωχθεί αλλού, εφόσον αυτό είναι δυνατό. Και είναι δυνατό στη βόρεια Κύπρο». Οι περιπτώσεις υπόπτων κακοποιών που διαφεύγουν στα κατεχόμενα είχαν συχνά απασχολήσει στο παρελθόν τις βρετανικές αρχές. Στην περίπτωση Ακαρτσάι, μετά από την ετυμηγορία του δικαστηρίου, Βρετανοί αστυνομικοί αναμένεται να ταξιδέψουν στα κατεχόμενα για να καταθέσουν στη “δίκη”. Το δικαστήριο αποδέχθηκε, εξάλλου, ότι υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που εγείρουν ανησυχίες αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης στις “φυλακές” των κατεχομένων, αλλά έκρινε ότι αυτό δεν σημαίνει πως το επίπεδο διαβίωσης στα σωφρονιστικά καταστήματα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
http://www.philenews.com/
No comments :
Post a Comment