Πέντε περίπου χρόνια μετά την εκτεταμένη διαρροή ραδιενέργειας εξαιτίας του καταστροφικού πυρηνικού ατυχήματος της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία, τα επίπεδα της ρύπανσης στις θάλασσες εμφανίζουν ταχεία και συνεχή μείωση, με μόνη εξαίρεση την περιοχή του λιμανιού κοντά στο πυρηνικό εργοστάσιο, όπου συνεχίζεται η διαρροή. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα μιας μεγάλης διεθνούς πενταετούς έρευνας πάνω στην κατάσταση των ωκεανών, με επικεφαλής τον δρα Κεν Μπούσελερ του Ωκεανογραφικού Ινστιτούτου Woods Hole των ΗΠΑ, η οποία παρουσιάσθηκε στη διεθνή συνδιάσκεψη γεωχημείας Γκόλντσμιτ, που πραγνματοποιείται στη Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας. Παράλληλα, έγινε σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση θαλάσσιας επιστήμης “Annual Review of Marine Science”. Πρόκειται για την πιο πλήρη εκτίμηση μέχρι σήμερα σχετικά με τις επιπτώσεις του πυρηνικού ατυχήματος στις θάλασσες και στους θαλάσσιους οργανισμούς. Το βασικό μήνυμα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι «η τάση για συνεχή μείωση του κινδύνου της ακτινοβολίας τόσο στους ωκεανούς, όσο και στη θαλάσσια ζωή».
Το ατύχημα συνέβη τον Μάρτιο του 2001 μετά από σεισμό και τσουνάμι που κατέκλυσε την περιοχή των πυρηνικών εγκαταστάσεων, προκαλώντας εκτεταμένη διαρροή ραδιενεργών αερίων και υγρών στην ξηρά και στη θάλασσα. Περίπου το 80% των ραδιενεργών ουσιών της Φουκουσίμα έπεσαν στη θάλασσα. Παρόλο που η συνολική ποσότητα του μακρόβιου ραδιοϊσοτόπου καισίου-137 που απελευθερώθηκε και το οποίο έχει ημιζωή 30 ετών, ήταν περίπου το ένα πεντηκοστό των εκρήξεων πυρηνικών όπλων και το ένα πέμπτο της ποσότητας που απελευθερώθηκε κατά το ατύχημα του Τσερνόμπιλ, επρόκειτο για το πυρηνικό ατύχημα με την μεγαλύτερη επίπτωση στους ωκεανούς από κάθε άλλο στο παρελθόν. Επειδή το καίσιο είναι εύκολα διαλυτό στο νερό, γρήγορα διεσπάρη στον ωκεανό, σύμφωνα με τους επιστήμονες. Ανάλογα με τα θαλάσσια ρεύματα, άλλες περιοχές επιβαρύνθηκαν περισσότερο και άλλες λιγότερο. Όσο περνά ο καιρός και όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση από την Ιαπωνία, τόσο μικρότερη είναι η επιβάρυνση των θαλασσών. Η συγκέντρωση του καισίου δεν εντοπίζεται σε μεγάλο βάθος υδάτων, αλλά έως λίγες εκατοντάδες μέτρα από την επιφάνεια. Η παρουσία καισίου στους βυθούς είναι μικρή, με εξαίρεση πάλι το λιμάνι της Φουκουσίμα.
Όσον αφορά τις συγκεντρώσεις καισίου στα ψάρια, ακόμη και στα ανοιχτά της Φουκουσίμα τα επίπεδα που ανιχνεύονται, βρίσκονται πλέον σχεδόν στα φυσιολογικά όρια, εκτός από τα νερά γύρω από το λιμάνι, όπου τα ψάρια διαθέτουν ακόμη καίσιο πολύ πάνω από τα όρια ασφαλείας. Αντίθετα, δεν ανιχνεύεται αυξημένο ιώδιο-131, ένα ραδιοϊσότοπο με σύντομη ημιζωή. Το συμπέρασμα της πενταετούς μελέτης είναι ότι «με εξαίρεση τα θαλάσσια είδη κοντά στο πυρηνικό εργοστάσιο, φαίνεται να υπάρχουν μικρές μόνο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη θαλάσσια ζωή». Σχετικά με τον κίνδυνο της ραδιενέργειας για τους ανθρώπους, η έκθεση επισημαίνει ότι είναι μικρός, σε σχέση με τις 15.000 ζωές που χάθηκαν εξαιτίας του σεισμού και του τσουνάμι. Τονίζεται ότι «μέχρι στιγμής δεν έχουν υπάρξει καθόλου θάνατοι με άμεση αιτία την ακτινοβολία». Ακόμη και όσοι άνθρωποι εκτέθηκαν περισσότερο κατά την εκκένωση των πυρηνικών εγκαταστάσεων και οι οποίοι δέχθηκαν συνολική δόση 70 mSv (μιλισίβερτ), έχουν μόνο οριακά αυξημένο κίνδυνο να πεθάνουν από καρκίνο στη ζωή τους (24,4% έναντι 24% πριν το ατύχημα).
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Το ατύχημα συνέβη τον Μάρτιο του 2001 μετά από σεισμό και τσουνάμι που κατέκλυσε την περιοχή των πυρηνικών εγκαταστάσεων, προκαλώντας εκτεταμένη διαρροή ραδιενεργών αερίων και υγρών στην ξηρά και στη θάλασσα. Περίπου το 80% των ραδιενεργών ουσιών της Φουκουσίμα έπεσαν στη θάλασσα. Παρόλο που η συνολική ποσότητα του μακρόβιου ραδιοϊσοτόπου καισίου-137 που απελευθερώθηκε και το οποίο έχει ημιζωή 30 ετών, ήταν περίπου το ένα πεντηκοστό των εκρήξεων πυρηνικών όπλων και το ένα πέμπτο της ποσότητας που απελευθερώθηκε κατά το ατύχημα του Τσερνόμπιλ, επρόκειτο για το πυρηνικό ατύχημα με την μεγαλύτερη επίπτωση στους ωκεανούς από κάθε άλλο στο παρελθόν. Επειδή το καίσιο είναι εύκολα διαλυτό στο νερό, γρήγορα διεσπάρη στον ωκεανό, σύμφωνα με τους επιστήμονες. Ανάλογα με τα θαλάσσια ρεύματα, άλλες περιοχές επιβαρύνθηκαν περισσότερο και άλλες λιγότερο. Όσο περνά ο καιρός και όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση από την Ιαπωνία, τόσο μικρότερη είναι η επιβάρυνση των θαλασσών. Η συγκέντρωση του καισίου δεν εντοπίζεται σε μεγάλο βάθος υδάτων, αλλά έως λίγες εκατοντάδες μέτρα από την επιφάνεια. Η παρουσία καισίου στους βυθούς είναι μικρή, με εξαίρεση πάλι το λιμάνι της Φουκουσίμα.
Όσον αφορά τις συγκεντρώσεις καισίου στα ψάρια, ακόμη και στα ανοιχτά της Φουκουσίμα τα επίπεδα που ανιχνεύονται, βρίσκονται πλέον σχεδόν στα φυσιολογικά όρια, εκτός από τα νερά γύρω από το λιμάνι, όπου τα ψάρια διαθέτουν ακόμη καίσιο πολύ πάνω από τα όρια ασφαλείας. Αντίθετα, δεν ανιχνεύεται αυξημένο ιώδιο-131, ένα ραδιοϊσότοπο με σύντομη ημιζωή. Το συμπέρασμα της πενταετούς μελέτης είναι ότι «με εξαίρεση τα θαλάσσια είδη κοντά στο πυρηνικό εργοστάσιο, φαίνεται να υπάρχουν μικρές μόνο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη θαλάσσια ζωή». Σχετικά με τον κίνδυνο της ραδιενέργειας για τους ανθρώπους, η έκθεση επισημαίνει ότι είναι μικρός, σε σχέση με τις 15.000 ζωές που χάθηκαν εξαιτίας του σεισμού και του τσουνάμι. Τονίζεται ότι «μέχρι στιγμής δεν έχουν υπάρξει καθόλου θάνατοι με άμεση αιτία την ακτινοβολία». Ακόμη και όσοι άνθρωποι εκτέθηκαν περισσότερο κατά την εκκένωση των πυρηνικών εγκαταστάσεων και οι οποίοι δέχθηκαν συνολική δόση 70 mSv (μιλισίβερτ), έχουν μόνο οριακά αυξημένο κίνδυνο να πεθάνουν από καρκίνο στη ζωή τους (24,4% έναντι 24% πριν το ατύχημα).
ΑΠΕ-ΜΠΕ
No comments :
Post a Comment