19/12/2014

Στρατηγική επιλογή, μιλιταριστικός κεϋνσιανισμός: Η στρατιωτική εκβιομηχάνιση ως φάρμακο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Μετά και την πρόσφατη οικονομική κρίση ο ρόλος του κράτους επαναξιολογείται μέσα στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. Επανέρχεται το πρότυπο του κράτους επενδυτή και του κράτους που παρεμβαίνει θεσμικά για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Μέσα στα πλαίσια αυτά αξίζει να αξιολογηθεί και το δόγμα του λεγόμενου και ως Μιλιταριστικού Κεϋνσιανισμού (Military Keynesianism).

Ας δούμε όμως πρώτα ορισμένα ιστορικά στοιχεία.
Η οικονομική κρίση του 1929 δημιούργησε ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τις δυτικές οικονομίες. Οι λύσεις της κρίσης αναζητήθηκαν και βρέθηκαν στις σκέψεις του Κέυνς ο οποίος στο βιβλίο του με τίτλο «The End of Laissez Faire» (1926) είχε εκφράσει τη σκέψη του ότι έπρεπε τα κράτη να αναλάβουν ενεργό οικονομικό ρόλο ώστε να καλύψουν τις αδυναμίες του συστήματος της αγοράς. Οι απανωτές κρίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, κατά τη δεκαετία 1920-1930, με το επακόλουθο οικονομικό κραχ του 1929 έφεραν στο προσκήνιο την ανάγκη για την αναθεώρηση των κυβερνητικών πολιτικών. Η Αμερική βάσισε τις ελπίδες της στον φέρελπι απόφοιτο της νομικής του Χάρβαρντ Franklin Delano Roosvelt (1882 – 1945) που εκλέχθηκε το 1932 Πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Ρούσβελτ εφάρμοσε πρωτοποριακές πολιτικές σε όλους τους τομείς και εγκαινίασε μια νέα πολιτική συμφωνία που έμεινε γνωστή ως «New Deal» και στηριζόταν σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα οικονομικών παρεμβάσεων και κοινωνικών παροχών. Η συνταγή φάνηκε να λειτουργεί με επιτυχία και σύντομα μια σειρά από κρατικές επενδύσεις λειτούργησαν σαν μοχλός ανάπτυξης τόσο για την Αμερικανική όσο και για την διεθνή και κυρίως Ευρωπαϊκή οικονομία . Βέβαια στην Ευρώπη η ανταπόκριση στα καινούργια οικονομικά δεδομένα δεν ήταν ομοιόμορφη. Από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η Γερμανία επηρεάσθηκε με τον πλέον καταλυτικό τρόπο αφού η δεινή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο γερμανική οικονομία δεν επέτρεψε την επιβίωση της ονομαζόμενης και ως Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που ήταν αποτέλεσμα της γερμανικής επανάστασης του 1918. Αντίθετα οι Ναζί ανήλθαν στην εξουσία και με τη σειρά τους επιδόθηκαν σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κρατικών επενδύσεων που μεταξύ άλλων περιελάμβανε και σημαντικούς στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Οι εξοπλισμοί ξαφνικά αναδείχθηκαν σε κινητήριο δύναμη της Μεσοπολεμικής Ευρώπης. Ιδίως η Μεγάλη Βρετανία αντιδρώντας στον εξοπλιστικό πυρετό της Γερμανίας ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ναυπήγησης πολεμικών πλοίων που στην κυριολεξία έσωσε την προβληματική ναυπηγική υποδομή της χώρας.

Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η στρατιωτική βιομηχανία μετατράπηκε σε κινητήριο δύναμη της Αμερικανικής και παγκόσμιας οικονομίας. Η ύφεση και η ανεργία στην αμερικανική οικονομία τερματίσθηκε με εντυπωσιακό τρόπο αφού η ανεργία υποχώρησε από το 14% το 1940 στο 2 % το 1943 (παράλληλα με την επιστράτευση περίπου 12 εκατομμύρια νέων Αμερικανών) ενώ οδήγησε και στην περεταίρω εκβιομηχάνιση της αμερικανικής οικονομίας με εκατομμύρια αγρότες να αφήνουν την ύπαιθρο για να ενταχθούν ως εργάτες σε βιομηχανικά εργοστάσια. Το αποτέλεσμα της ανάπτυξης της αμερικανικής στρατιωτικής βιομηχανίας ήταν να μειωθούν σημαντικά οι οικονομικές ανισότητες δεδομένου ότι η αύξηση της απασχόλησης επέδρασε θετικά στην περισσότερο δίκαιη κατανομή του πλούτου. Παράλληλα η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέπτυξε ισχυρούς δεσμούς με την επιχειρηματική ελίτ της χώρας. Πρόκειται για μια σχέση που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ αποκάλεσε με δεικτικό τρόπο ως «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» το οποίο και ενισχύθηκε από την μετακίνηση στελεχών μεταξύ των δύο πλευρών. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η ανάγκη για εντατική στρατιωτική παραγωγή βοήθησε στη δημιουργία έξυπνων επιχειρηματικών δικτύων ανάμεσα σε προμηθευτές και μεταποιητές και στην απόκτηση δεξιοτήτων διοίκησης υψηλού επιπέδου από τις Αμερικανικές εταιρείες. Μάλιστα η διοικητική αυτή γνώση μεταφέρθηκε από τους Αμερικανούς με επιτυχία και στην Ιαπωνία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και βοήθησε στη δραματική ανάπτυξη της ιαπωνικής βιομηχανίας. Επιπλέον αξίζει να αναφερθεί ότι αυτό το ευφυές βιομηχανικό σύμπλεγμα αποδείχθηκε ιδιαίτερα ανθεκτικό και αποδοτικό προσφέροντας υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στις δυτικές πολιτείες των ΗΠΑ (που δεν διέθεταν προηγούμενη σοβαρή βιομηχανική υποδομή), όπου και κυρίως εγκαταστάθηκε η νέα στρατιωτική βιομηχανική υποδομή , ακόμα και όταν από το 1970 και ύστερα πολλές αμερικανικές βιομηχανίες προτίμησαν να δημιουργήσουν παραγωγικές υποδομές σε χώρες με συγκριτικά φθηνότερο κόστος παραγωγής (Palat, 2004: 17).

Τα πλεονεκτήματα και οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του μιλιταριστικού κεϋνσιανισμού
Το μοντέλο λοιπόν της οικονομικής ανάπτυξης μέσω δημόσιων επενδύσεων ακόμα και για εξοπλισμούς φαίνεται ότι λειτούργησε ως αντίβαρο για την οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1930. Οι δεσμοί αλληλεξάρτησης που δημιουργήθηκαν εκ τότε ανάμεσα στις κυβερνήσεις και τη βιομηχανία και οι ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες οδήγησαν στην επικράτηση της θεωρίας του μιλιταριστικού Κεϋνσιανισμού. Ας αναλύσουμε όμως λίγο καλύτερα τις ιδιαίτερες εκδοχές του μοντέλου αυτού. Κατ’ αρχάς, η δημόσια δαπάνη για εξοπλισμούς θεωρείται ότι αποτελεί μια τονωτική ένεση για την οικονομία μιας χώρας μιας και βοηθάει στην αύξηση των επενδύσεων και της γενικής κατανάλωσης. Αρκεί βέβαια αυτή η συνθήκη να περιλαμβάνει την εγχώρια απασχόληση παραγωγικών συντελεστών. Παράλληλα η αύξηση των δαπανών για σύγχρονα όπλα περιλαμβάνει και σημαντικές επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης (R&D) που αποτελεί πολλαπλασιαστή ιδιαίτερης βαρύτητας για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Στο βαθμό μάλιστα που αυτή η υποδομή επιτυγχάνεται να μεταφερθεί και στη μη στρατιωτική βιομηχανία τότε παρατηρείται μια σημαντική διάχυση γνώσης και καινοτομίας σε όλη την οικονομία που αποκτά κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Εκτός των άλλων η μεγέθυνση της στρατιωτικής υποδομής απαιτεί και περισσότερο προσωπικό για την εξυπηρέτηση της. Ως ακολούθως ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού εντάσσεται σε στρατιωτική υπηρεσία αποφεύγοντας την ανεργία και αποκτώντας αξιοπρεπή εισοδήματα που του επιτρέπουν να συνεισφέρει στην ιδιωτική κατανάλωση και να έχει πρόσβαση στις υποδομές της υγείας και της παιδείας . Αποτέλεσμα των παραπάνω αναφερόμενων επιλογών και του γενικότερου κρατικού παρεμβατισμού ήταν η μέση ανεργία δεκαεπτά ανεπτυγμένων δυτικών χωρών να κινείται το 1960 κατά μέσο όρο στο 3,4% ενώ το 1996 (δεκαετία σημαντικής μείωσης των δημοσίων και ιδιαίτερα των στρατιωτικών δαπανών) να εκτινάσσεται στο 9% (Schuknecht, 2000:81).

Από την άλλη ωστόσο, όπως παρατηρεί και ο Henry Hazlitt στο βιβλίο του “Economics in one Lesson” (1946), οι στρατιωτικές επενδύσεις περιλαμβάνουν μεγάλα κόστη ευκαιρίας (δαπάνες που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν απευθείας στην παιδεία, στην υγεία και στην ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας) ενώ η οικονομία επιβαρύνεται με δημόσια ελλείμματα που πρέπει να καλυφθούν με πρόσθετη φορολόγηση. Επιπλέον δημιουργείται μια κρατικοδίαιτη βιομηχανία με μειωμένη ανταγωνιστικότητα που εμποδίζει την ανάπτυξη των υγιών ιδιωτικών επενδύσεων. Οι κυβερνήσεις συμμετέχουν άμεσα στις επιχειρήσεις, ως αγοραστές ή πωλητές, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους του πολέμου, όπου τα κρατικά συμβόλαια προσφέρουν έναν από τους πιο αποτελεσματικούς δρόμους ανάπτυξης στις επιχειρήσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι αναπόφευκτη η δημιουργία ενός μεγεθυμένου κρατικού μηχανισμού που λειτουργεί αδρανειακά (μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου οι στρατιωτικές δαπάνες συνέχισαν να αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό της εθνικής δαπάνης των ΗΠΑ) συνεχίζοντας να παρέχει υποστήριξη σε ένα τεράστιο βιομηχανικό σύμπλεγμα η κατάρρευση του οποίου θα επιφέρει σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Παράλληλα η ανάπτυξη μιας πολιτικής μιλιταριστικού κεϋνσιανισμού δεν αποφέρει μόνο οικονομικά αποτελέσματα. Αντίθετα επιδρά με έμμεσο τρόπο σε θέματα πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης. Ένα πρώτο συμπέρασμα που απορρέει από την ιστορική παρατήρηση της ανάπτυξης των στρατιωτικών βιομηχανιών είναι ότι βοηθούν στη δημιουργία εξαιρετικά αποτελεσματικών επιχειρηματικών δικτύων. Η διαχείριση των δικτύων αυτών αλλά και της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας απαιτούν ανάπτυξη διοικητικών και τεχνικών δεξιοτήτων. Αυτό συμβαίνει γιατί οι απαιτήσεις της στρατιωτικής παραγωγής δεν είναι μονοσήμαντα εστιασμένες στην επίτευξη χαμηλού κόστους και υψηλής ποσότητας παραγωγής.

Αντίθετα η παραγωγή σύγχρονων οπλικών συστημάτων απαιτεί διατήρηση ποιοτικών στάνταρ υψηλού επιπέδου και ωθεί όλους τους συνεργάτες της παραγωγικής αλυσίδας να συμμορφώνονται σύμφωνα με αυτά. Η αποτελεσματικότητα αυτού του μοντέλου ανάπτυξης αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οπότε και οι Αμερικανοί μετέφεραν τη τεχνογνωσία τους σε συμμαχικές χώρες προκειμένου να ξεκινήσουν τη δική τους παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού αλλά και προκειμένου να παραχθεί με μικρότερο κόστος αμερικανικός στρατιωτικός εξοπλισμός (κυρίως η περίπτωση των Ασιατικών κρατών). Ήταν μια επιλογή των ΗΠΑ στη βάση των γεωπολιτικών συσχετισμών της εποχής που σφράγισε όμως τη βιομηχανική ανάπτυξη των χωρών που «βοηθήθηκαν» από την αμερικανική τεχνογνωσία (Palat, 2004:36). Είναι αλήθεια όμως ότι οι στρατιωτικές επενδύσεις σηματοδοτούν ένα μήνυμα κινδύνου προς τις χώρες που διαθέτουν συγκρουόμενα στρατηγικά συμφέροντα με την χώρα που εξοπλίζεται. Σύντομα μια κούρσα εξοπλισμών μπορεί να οδηγήσει σε κατάσταση ικανή να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ ανταγωνιζόμενων κρατών (ή να δημιουργήσει την αίσθηση αυτή) και να παράγει τις συνθήκες για πολεμική αναμέτρηση. Το ίδιο ισχύει και για το εσωτερικό της χώρας όπου και η παραγωγή των όπλων βασίζεται σε μια ρητορική φόβου του εχθρικού ξένου. Σε αυτήν την τραγική περίπτωση η διατύπωση της σκέψης του Mises ξεκαθαρίζει το τοπίο. «Η ευημερία που βασίζεται στη λογική του πολέμου είναι ταυτόσημη με την ευημερία που επέρχεται μετά από έναν σεισμό ή μια πανούκλα» .

Εκτός των άλλων η διαπλοκή μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας είναι δεδομένη επιφέροντας συνέπειες στη διαφάνεια της λειτουργίας του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Δίχως άλλο το τελικό βιομηχανικό προϊόν δεν είναι εύκολα εμπορεύσιμο καθώς για την προώθηση του απαιτεί μια συστηματική συνεργασία μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και βιομηχανικών υποδομών. Ωστόσο μια τέτοια ενέργεια εμποδίζει την ανάπτυξη του ελεύθερου εμπορίου που αποτέλεσε και αποτελεί τη βάση του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος αλλά και τη βάση για την υγιή επέκταση και ανάπτυξη ενός σύγχρονου κράτους. Μάλιστα, το εμπόριο επιφέρει τη δημιουργία σχέσεων αμοιβαίου οφέλους ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες βοηθώντας την άμβλυνση των μεταξύ τους πιθανών διαφορών και την είσοδο τους σε μια σχέση που αποδίδει αμοιβαία οφέλη. Αντίθετα η πώληση όπλων αποτελεί μια κλειστή και ιδιαίτερη διαδικασία που συχνά συνδέεται με φαινόμενα αδιαφάνειας και διαφθοράς (ακόμα και σήμερα στις δημοκρατικές χώρες που προμηθεύονται σύγχρονα όπλα είναι παραπάνω από σύνηθες η προσφυγή στη δικαιοσύνη για ζητήματα διασπάθισης δημόσιου χρήματος και υπόγειων συναλλαγών). Περαιτέρω η παραγωγή σύγχρονων και απαιτητικών οπλικών συστημάτων δεν είναι πάντα επιτυχής καθώς εμπεριέχει τόσο υψηλό τεχνολογικό ρίσκο όσο και το ρίσκο της απαξίωσης του συστήματος σε σύντομο χρονικό διάστημα από μια καινούργια τεχνολογία. Το συμπέρασμα είναι σημαντικό τόσο όσον αφορά το δημόσιο κόστος από μια αποτυχημένη κρατική επένδυση όσο και από το γεγονός ότι δημιουργούνται επιχειρηματικά σχήματα που λειτουργούν στη βάση της ιδιοποίησης υψηλών κερδών και διάχυσης των υψηλών κοστών παραγωγής στο κοινωνικό σύνολο.

Σε αντίθετη λογική η συνεργασία ανάμεσα σε κράτη για την κοινή παραγωγή όπλων συνήθως αποτελεί ένα δείκτη αγαστής συνεργασίας και εμπιστοσύνης. Με αυτόν τον τρόπο ανταλλάσσονται σημαντικές συμφωνίες και μοιράζονται τα κόστη ανάπτυξης και παραγωγής σύγχρονου εξοπλισμού. Συνήθως τα κράτη συνδέονται από κοινά χαρακτηριστικά και επιδιώξεις (όπως για παράδειγμα με τις Σκανδιναβικές χώρες που συνεργάζονται για τις αμυντικές προμήθειες τους). Συμπεραίνεται λοιπόν ότι κάθε χώρα που αναπτύσσει ή έχει αναπτύξει βιομηχανική υποδομή έχει στραφεί προς την παραγωγή σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού. Αυτό συμβαίνει ακόμα και αν πρόκειται για μια χώρα που δεν εμπλέκεται ή δεν έχει εμπλακεί τις τελευταίες δεκαετίες σε καμία πολεμική αναμέτρηση. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το παράδειγμα της Σουηδίας. Η Σουηδία υπήρξε ένα φτωχό κράτος μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα. Χωρίς να έχει πρόσβαση σε εκτενείς πλουτοπαραγωγικές πηγές στήριξε την ανάπτυξη της στη βιομηχανική επανάσταση του 19ου και του 20ου αιώνα. Πρόκειται για μια χώρα όπου έχει να αντιμετωπίσει πολεμική πρόκληση από το 1814. Ωστόσο, διαθέτει μια ακμαία στρατιωτική βιομηχανία που παράγει όπλα για τη θεωρητικά δική της μικρή αγορά. Μάλιστα το γεγονός ότι οι Σουηδοί (και γενικά οι Σκανδιναβοί) διαθέτουν έντονα ανεπτυγμένο το εμπορικό πνεύμα έχει βοηθήσει στην επέκταση τους σε σημαντικές αγορές της αλλοδαπής ενώ ο μηχανισμός συνεργασίας μεταξύ της κυβέρνησης και του βιομηχανικού συστήματος είναι άψογος και διατηρεί μια αποτελεσματική σχέση για πάνω από έναν αιώνα.

Κατά πόσον όμως οι στρατιωτικές δαπάνες μπορούν και είναι σε θέση να αποτελέσουν εναρκτήρια αφορμή για την ανάπτυξη της βιομηχανικής υποδομής σε μια χώρα;
Το ερώτημα είναι περισσότερο περίπλοκο από όσο φαίνεται. Μια αρχική απάντηση είναι ότι, όπως προαναφέρθηκε, η μεταφορά τεχνογνωσίας από τις ΗΠΑ σε χώρες χαμηλού κόστους του ειρηνικού (Ιαπωνία, Ταϊβάν, Νότια Κορέα, κ.λπ.) κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου λειτούργησε σαν καταλύτης για την ανάπτυξη της βιομηχανικής τους υποδομής. Ήταν μια σύνθετη επιλογή που βασίσθηκε σε γεωπολιτικά συμφέροντα αλλά και σε πραγματικές αμυντικές ανάγκες των κρατών αυτών. Παράλληλα υπάρχει το παράδειγμα κρατών όπως το Ισραήλ και η Νότια Αφρική που αναγκάσθηκαν εκ των πραγμάτων (διεθνείς συνθήκες, αμυντικές ανάγκες, εμπάργκο) να αναπτύξουν δική τους ξεχωριστή βιομηχανική υποδομή και τεχνογνωσία προκειμένου να παράγουν τον οπλισμό που τους ήταν απαραίτητος. Τέλος υπάρχουν και τα κράτη σαν την Ελλάδα και την Τουρκία που για πολλές δεκαετίες προμηθεύονταν μεταχειρισμένο οπλισμό δυτικής ή ανατολικής προέλευσης καλύπτοντας με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος τις αμυντικές τους ανάγκες. Ωστόσο από τη δεκαετία του 1970 και ύστερα αναγκάσθηκαν να προβούν σε προμήθειες σύγχρονων όπλων και ουσιαστικά έχουν βρεθεί σε έναν εξοπλιστικό ανταγωνισμό. Ωστόσο, το σύγχρονο όπλο αποτελεί ένα σύνθετο βιομηχανικό προϊόν για την παραγωγή του οποίου δραστηριοποιείται μια ευρεία αλυσίδα εταίρων. Ως εκ τούτου όταν μια χώρα αγοράζει ένα όπλο ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα λιγότερο από το να αναπτύσσει την οικονομία της παραγωγού χώρας και να επιδοτεί την ανάπτυξης της γνώση της (του ανθρώπινου κεφαλαίου) για την παραγωγή ακόμα πιο εξελιγμένων προϊόντων. Η στείρα αγορά σημαντικών ποσοτήτων οπλισμού για μεγάλα χρονικά διαστήματα δημιουργεί μια παθητική στάση απέναντι στην εξοπλιστική διαδικασία και απαξιώνει την παραγωγική υποδομή της αγοράστριας χώρας. Αυτό συμβαίνει διότι το κόστος αγοράς, χρήσης και συντήρησης σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού είναι μια απολύτως δαπανηρή διαδικασία που επιβαρύνει σημαντικά τους οικονομικούς δείκτες μιας χώρας και απορροφά επενδυτικά κεφάλαια που θα μπορούσαν να στραφούν προς της βιομηχανική ανάπτυξη. Απαιτείται η ενεργοποίηση του εγχώριου παραγωγικού μηχανισμού προκειμένου τα οφέλη από την παραγωγική διαδικασία να διαχέονται και στην εσωτερική αγορά. Τα αντίθετα παραδείγματα στην ιστορία είναι πολλά ωστόσο αναφέρονται ενδεικτικά δύο παραδείγματα αυτοκρατοριών που κατέρρευσαν επειδή δεν επένδυσαν στην ανάπτυξη παραγωγικών υποδομών.

Το παράδειγμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 19ου αιώνα είναι ενδεικτικό. Οι Οθωμανοί ακολούθησαν μια απόλυτα οπισθοδρομική πολιτική σε θέματα παιδείας (αρνήθηκαν ακόμα και την τυπογραφία) ενώ η υστέρηση τους να ακολουθήσουν τις σύγχρονες τεχνικές εξελίξεις οδήγησε σε βιομηχανική εξάρτησή τους. Ακόμα και σε θέματα πολέμου η Οθωμανική Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε τον βρετανικό ή άλλο ξένο στρατιωτικό εξοπλισμό χωρίς να μπορεί να τον συντηρήσει ή αναπαράγει ή ακόμα και να τον χειρισθεί (καλούσαν ξένους ειδικούς). Οι επιτελείς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν κινητοποίησαν κανέναν παραγωγικό μηχανισμό αλλά βασιζόμενοι στη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πόρων της επικράτειας τους συνέχιζαν να πριμοδοτούν τις ξένες χώρες με δυσθεώρητα ποσά για να αγοράζουν όπλα αναγκαία για την αντιμετώπιση των εχθρών τους (Landes: 2005:494). Συνέπεια αυτού ήταν ότι όσο οι πολεμικές αναμετρήσεις αυξάνονταν σε ένταση και αριθμό τόσο οι ίδιοι αναγκάζονταν να καταφεύγουν σε σχεδόν ληστρικές επιδρομές στου υπηκόους της επικρατείας τους οποίους και ώθησαν σε σταδιακή εξαθλίωση ενώ δεν διέθεταν την γνώση προκειμένου να εξελίσσουν τις αμυντικές τακτικές τους. Άλλο παράδειγμα μας έρχεται από την Ισπανική παντοκρατορία την εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων των νέων χωρών. Η Ισπανία διέθετε αμύθητα πλούτη προερχόμενα από τις εκτενείς αποικίες της. Η διοικητή ελίτ του ισπανικού κράτους αναπαύτηκε στα πλούτη και επιδόθηκε σε σπάταλες ενέργειες επίδειξης πλούτου και σε πολεμικές αναμετρήσεις. Ωστόσο οι Ισπανοί δεν ασχολήθηκαν με την ανάπτυξη βιομηχανικής υποδομής αφού ότι επιθυμούσαν το αποκτούσαν εύκολα από τη διεθνή αγορά. Έτσι πολλές φορές βρέθηκαν να πολεμούν με τις χώρες από τις οποίες προμηθεύονταν όπλα και μεταποιητικά αγαθά. Η αυτοκτονική πολιτική αυτή της Ισπανίας την οδήγησε στην απαξίωση και στην απώλεια των προτερημάτων που με δυσκολία απέκτησε.

Εν Κατακλείδι
Ο Μιλιταριστικός Κεϋνσιανισμός αποτελεί μια συνειδητή επιλογή ανάπτυξης εθνικής βιομηχανικής υποδομής υψηλής τεχνολογίας. Έχει δε χρησιμοποιηθεί ουκ ολίγες φορές σε περιόδους κρίσης ως μια λύση διεξόδου. Οι επενδύσεις στην ανάπτυξη οπλικών συστημάτων προσφέρουν μια πλειάδα θετικών συνεργειών σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και ιδιαίτερα σε αυτούς που συνδέονται με τομείς υψηλής τεχνολογίας και γνώσης. Αυτό συμβαίνει γιατί ένα σύγχρονο οπλικό σύστημα ωθεί όλους τους εταίρους – μέλη που συμμετέχουν στην αλυσίδας παραγωγής του να φθάσουν στα όρια των δυνατοτήτων τους. Ως εκ τούτου η ανάπτυξη οποιοδήποτε σύγχρονου συστήματος προσφέρει πεδία διερεύνησης και πειραματισμού των συμμετεχόντων με νέες τεχνολογίες, συστήματα παραγωγής – οργάνωσης και υλικά που σαφώς σε ένα μεγάλο βαθμό μπορούν να μεταφερθούν σε άλλες εμπορικές εφαρμογές. Ωστόσο η ανάπτυξη εθνικής αμυντικής βιομηχανίας θα πρέπει να βασισθεί σε ρεαλιστικά οικονομικά πλάνα και στρατηγικές που θα στοχεύουν και στην εξαγωγή μέρους της παραγωγής προκειμένου να δημιουργηθούν εισροές στην οικονομία. Σε κάθε περίπτωση η συνέργεια κράτους και επιχειρήσεων στον τομέα της άμυνας αποτελεί μονόδρομο και απαιτεί από την πλευρά του κράτους συνέπεια, δέσμευση και στρατηγική. Η σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα των αμυντικών βιομηχανιών συνδέεται άρρηκτα με τη σοβαρότητα και τις απαιτήσεις του κύριο πελάτη τους. Σε αντίθετη περίπτωση ένα αφερέγγυο κράτος απλά θα σκορπάει σημαντικούς πόρους σε πρότζεκτ με παραδοτέα αβέβαια και οπλικά συστήματα ανίκανα να σταθούν στην ιδιαίτερα ανταγωνιστική διεθνή αγορά.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
i) Το ΑΕΠ πολλών δυτικών χωρών το 1937 ήταν σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το 1913 αποδεικνύοντας τον πυρετό των κρατικών επενδύσεων και των στρατιωτικών εξοπλισμών (Schuknecht – Tanzi, 2000:9).
ii) Military-Industrial Complex Speech, Dwight D. Eisenhower, 1961 όπως ανακτήθηκε από http://coursesa.matrix.msu.edu/~hst306/documents/indust.html στις 09/03/2009.
iii) Αξίζει να αναφερθεί ότι σε ένα σύνολο δέκα επτά ανεπτυγμένων δυτικών χωρών (Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Καναδά, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ) το ποσοστό του προσωπικού που απασχολείται στο δημόσιο τομέα αυξήθηκε από κατά μέσο όρο 2,4% το 1870 σε 18,4% το 1994 (Schuknecht – Tanzi, 2000:24). Κατ’ αυτόν τον τρόπο καταδεικνύεται η μεγέθυνση του κρατικού μηχανισμού κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα του στρατιωτικού προσωπικού που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του.
iv) “War prosperity is like the prosperity that an earthquake or a plague brings.” (Mises, 1919) έγραψε Αυστριακός οικονομολόγος εννοώντας ότι και μετά από ένα σεισμό υπάρχει ανάπτυξη του κατασκευαστικού κλάδου αλλά αυτό δεν είναι ένα γεγονός για να μας χαροποιεί

Βιβλιογραφία
Higgs, Robert (2006), Depression, war, and cold war: studies in political economy, Oxford University Press
Keynes, John Maynard (1926), The End of Laissez-Faire: The Economic Consequences of the Peace, Hogarth Press
Landes, David S (1998), Ο Πλούτος και η Φτώχεια των Εθνών, εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη
Mises, Ludvig Von (1919), In Nation, State, and Economy, English edition, New York University Press, (1983)
Palat, Ravi Arvind (2004), Capitalist Restructuring and the Pacific Rim, Routledge
Schuknecht, Ludger, Tanzi Vito, (2000), Public Spending in the 20th Century: A Global Perspective, Cambridge University Press

Του Ανδρέα Αττάλογλου (υποψήφιος Διδάκτωρ Καινοτομίας)
http://www.defence-point.gr/news/?p=118907

ΣΧΕΤΙΚΟ:  http://isxys.blogspot.com/2012/03/blog-post_3887.html

No comments :

Post a Comment