05/01/2012

Οι Έλληνες στην Ανατολή.

Η πρώτη εκστρατεία των Ελλήνων στην κοιλάδα του Ινδού ποταμού (σημερινό Πακιστάν) επικεντρώθηκε στη χωρογραφηση του ρου αυτού του ποταμού. Οι Έλληνες ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους λαούς ετούτης της περιοχής στη διάρκεια της βασιλείας του αχαιμενίδη μονάρχη Δαρείου Α' (552-486 π.Χ.), που ανέθεσε στον Σκύλακα τον Καρυανδέα1 να εξερευνήσει τον ποταμό σε όλο του το μήκος. Ο Σκύλαξ ξεκίνησε το ταξίδι του από την πόλη Κασπάτυρος (Κασπάπυρος) και ακολουθώντας το ρου του Ινδού ποταμού ανακάλυψε τις εκβολές του. Οι Έλληνες ονόμασαν τη χώρα που διέσχισε ο Σκύλαξ Ινδία. Στη συνέχεια, αυτή η ονομασία χρησιμοποιήθηκε για ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα της Νότιας Ασίας.
Η δεύτερη εκστρατεία των Ελλήνων στην περιοχή ήταν πιο δυναμική και άσκησε μονιμότερες επιδράσεις. Επρόκειτο για την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 326 π.Χ. Τότε ολόκληρη η κοιλάδα του Ινδού περιήλθε υπό την προσωρινή κυριαρχία των Ελλήνων2, η οποία, αν και βραχύβια, άνοιξε τις πύλες σε μεταγενέστερους εισβολείς από την Κεντρική Ασία. Την πορεία του Αλεξάνδρου μπορούμε να παρακολουθήσουμε με βάση την αφήγηση του Αρριανού και άλλων ελλήνων ιστορικών. Ο Αλέξανδρος φαίνεται ότι εισέβαλε στο έδαφος του Πακιστάν από το σημείο που οι Έλληνες ονομάζουν Αριγαίον. Έπειτα από νικηφόρο αγώνα προήλασε στη Μάσσαγα3 όπου, μόλο που τραυματίστηκε, κατόρθωσε να καταλάβει την πόλη. Στη συνέχεια, απέστειλε τις δυνάμεις του να καταλάβουν τη Βάζιρα4 και την Ώρα5. Ωστόσο, μόνο όταν κατέφθασε ο ίδιος ο Αλέξανδρος κυριεύθηκαν οι δύο αυτές θέσεις.


1.Θέση της πόλεως Μαλίντρι, ίσως πρωτεύουσα του βασιλείου του Μενάνδρου



2.Η αρχαία πόλη Εμβόλιμα (Χουντ) και το πέρασμα στον Ινδό ποταμό, όπου και η θέση Τάξιλα





3-4.Απόψεις της ανασκαφής του συγγραφέα στη θέση Εμβόλιμα

Ο Αλέξανδρος είχε ήδη αποστείλει δύο στρατηγούς του να καταλάβουν την πόλη Πουσκαλαβάτι και να προετοιμάσουν το πέρασμα του ποταμού6. 'Οταν έφθασε ο ίδιος στο Πουσκαλαβάτι. βρήκε τα στρατεύματα να τον περιμένουν. Αφού κατέλαβε την πόλη, προχώρησε στο σημείο της ζεύξης του ποταμού και μετά έκανε μια παράκαμψη προς την Άορνο, όπου έδωσε σκληρή μάχη με τους Άσβακες. Ύστερα από μακρύ αγώνα, η Άορνος έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, που διόρισαν τον Νικάνορα ως διοικητή, και προχώρησαν στην τοποθεσία από όπου θα περνούσαν τον ποταμό, η οποία έχει καταγραφεί ως Εμβόλιμα.

Στα Τάξιλα, ο Αλέξανδρος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τον Αμπί7. Όμως, καθώς η ελληνική στρατιά συνέχιζε την προέλαση της και έφθανε στις όχθες του ποταμού Τζέλουμ, ο Αλέξανδρος βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν τρομερό εχθρό στο πρόσωπο του Πώρου (Πουρς). Ύστερα από σκληρή μάχη, οι Έλληνες νίκησαν. Ωστόσο, εντυπωσιάστηκαν από τη γενναιότητα των εχθρών και ο Αλέξανδρος διόρισε ξανά τον Πώρο επικεφαλής της επικράτειας του.

Στις μεγάλες πεδιάδες πέρα από τον Τζέλουμ ποταμό κατοικούσαν διάφορες φυλές, που δεν ήταν ικανές να αντιμετωπίσουν τον πειθαρχημένο ελληνικό στρατό. Πέρα από τον ποταμό Σενάμπ ένας άλλος Πώρος, ο επονομαζόμενος "Κακός», τράπηκε σε φυγή για να σωθεί, και δυο ακόμη φυλές υπέκυψαν στις επιθέσεις του Αλεξάνδρου. Τελικά, ο έλληνας στρατηλάτης έφθασε στον ποταμό Μπέα, που ήταν το σύνορο των εδαφών των κυβερνητών Νάντα, οι οποίοι διέθεταν ισχυρό στρατό και ανεξάντλητους πόρους. Σε αυτό το σημείο, ο ελληνικός στρατός αρνήθηκε να προχωρήσει, κι έτσι ο Αλέξανδρος δεν είχε άλλη επιλογή από την υποχώρηση.

Οι στάσεις και οι ανταρσίες των συνοριακών φυλών, όπως οι Άσβακες, που είχαν εν τω μεταξύ θανατώσει τον έλληνα διοικητή της Αόρνου, πιθανώς να απέτρεψαν την πορεία του Αλεξάνδρου προς το Βορρά. Έτσι. αποφάσισε να κινηθεί μέσω των ποταμών Τζέλουμ και Ινδού, καθώς αυτή ήταν η ασφαλέστερη οδός για την υποχώρηση του. Η πρώτη φυλή που του αντιστάθηκε ήταν εκείνη των Σιβών, που ζούσαν πέρα από τη συμβολή των ποταμών Τζέλουμ και Σενάμπ, στη σημερινή επαρχία Τζανγκ. Οι Σίβες ισχυρίζονται ότι οι προγονοί τους ανήκαν στο στρατό του Ηρακλή και ότι είχαν εγκαταλειφθεί εκεί γιατί είχαν αρρωστήσει. Οι Σίβες υπέκυψαν στον Αλέξανδρο, αλλά παρέμειναν θρυλικοί για τους έλληνες συγγραφείς. Μια παρόμοια ιστορία υπάρχει και για το λαό των Νύσσα, στην επαρχία των συνόρων. Μετά τους Σίβες, ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε την πρόκληση της ισχυρής συνομοσπονδίας των Μαλλών και των Οξυδράκων. Στη σκληρή μάχη που ακολούθησε, τραυματίστηκε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Τελικά, ωστόσο, η πόλη των Μαλλών καταλήφθηκε. Όμως δεν ήταν η τελευταία μάχη του Αλεξάνδρου. Στο δρόμο της επιστροφής αναγκάστηκε να πολεμήσει με πολλές θαρραλέες φυλές.


5.Γλυπτό που βρέθηκε στην Ινδία και πιθανώς παριστάνει τον Αριστοτέλη     
6. (δεξιά) Bodhisartva Maitrya. Στο γλυπτό αυτό φαίνεται η ελληνική επίδραση στην τέχνη αλλά και την τεχνική

Όταν έφθασε στα Πάταλα, στο δέλτα του Ινδού ποταμού, απέστειλε τμήμα του στρατού του διό θαλάσσης, ενώ ο ίδιος προχώρησε μέσω της ερήμου του Μπαλουχιστάν, κατά μήκος της ακτής. Στην πορεία πέρασε τον ποταμό Άραβι (Άρβι) και κατέκτησε την πόλη Ρομβακία, την οποία ανοικοδόμησε ο Ηφαιστίων και μετονόμασε σε Αλεξάνδρεια εν Ώραις. Στη συνέχεια, επικεφαλής μιας στρατιάς που υπέφερε από την πείνα και τις ασθένειες, συνέχισε την πορεία του, εγκαταλείποντας τα εδάφη του Πακιστάν.

Ο Αλέξανδρος ίδρυσε δύο πόλεις στο Πουντζάμπ. Τη Νίκαια και τη Βουκεφάλεια. Λέγεται ότι ίδρυσε πολλές πόλεις στο χαμηλότερο τμήμα της κοιλάδας του Ινδού. Οι περισσότερες από αυτές χτίστηκαν στις όχθες του ποταμού Σενάμπ και ονομάστηκαν «Αλεξάνδρειες». Εκείνη στην όχθη του Μακαράν πήρε το όνομα Αλεξάνδρεια Μακαρήνη ή Αλεξάνδρεια η εν Ορείταις.

Η πρώτη εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην Ινδία αποδείχθηκε σύντομη. Ο Αλέξανδρος ήλθε και απήλθε σαν ανεμοστρόβιλος. Η δεύτερη ελληνική εισβολή όμως είχε μεγαλύτερη διάρκεια. Αυτή τη φορά ήταν οι Έλληνες της Βακτριανής οι οποίοι, υπό την ηγεσία του Διοδότου, είχαν επαναστατήσει κατά της εξουσίας του Αντιόχου και ίδρυσαν ανεξάρτητο βασίλειο, περί το 250 π.Χ.8 Επί έναν ολόκληρο αιώνα προσπάθησαν να εδραιώσουν την εξουσία τους στην κοιλάδα του Ινδού ποταμού και τελικά κατόρθωσαν να κατατροπώσουν τους Μωριείς. Οι Έλληνες της Βακτριανής δεν ενώθηκαν ποτέ με τους Έλληνες του Ινδού Kt έτσι δεν δημιούργησαν ενιαία δυναστεία. Εξάλλου, υπήρχε μια συνεχής διελκυστίνδα μεταξύ των Ελλήνων της Βακτριανής και των Σελευκιδών Ελλήνων της Δυτικής Ασίας. Δυστυχώς, οι γραπτές πηγές δεν παρέχουν πολλές πληροφορίες για την ιστορία των Ελλήνων της Βακτριανής και στηριζόμαστε αποκλειστικά στα νομίσματα που κόπηκαν από αυτούς προκειμένου να ανασυστήσουμε το παρελθόν τους. Τα νομίσματα μαρτυρούν την ύπαρξη τριάντα εννέα βασιλέων και τριών βασιλισσών. Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ τους και η σειρά διαδοχής τους είναι αμφιλεγόμενη.

Από τους βασιλείς, ο τολμηρότερος -ως προς τις κατακτήσεις- ήταν ο Δημήτριος, ο γιος του Ευθυδήμου, που κατόρθωσε να επεκτείνει την εξουσία του έως την Κάπισα και την Γκαντάρα (στις σημερινές χώρες Αφγανιστάν, Τουρκεστάν, Βελουχιστάν και τις Δυτικές και Κεντρικές Ινδίες), όπου έκοψε «δίγλωσσα» νομίσματα, με επιγραφές στην ελληνική και τη χαρόστι γραφή. Ωστόσο, η απουσία του Δημητρίου από τη Βακτριανή ώθησε άλλους να εγείρουν αξιώσεις επί του θρόνου. Οι απόγονοι του Δημητρίου διώχθηκαν από τη Βακτριανή, αλλά διατήρησαν την εξουσία τους στο Πακιστάν. Από αυτούς, ο Αγαθοκλής αφομοιώθηκε πλήρως στο Πακιστάν και έκοψε νομίσματα με επιγραφές που έφεραν ελληνικούς, βραχμανικούς και χαρόστι χαρακτήρες. Ο δημοφιλέστερος και γνωστότερος από αυτούς τους ηγέτες ήταν ο Μένανδρος, που φαίνεται ότι ίδρυσε μια νέα πόλη (σήμερα Σαϊχάν Ντέρι) στο Πουσκαλαβάτι, κοντά στην παλαιότερη πόλη (σήμερα Μπάλα Χισάρ), και μια δεύτερη (Σιρκάπ) στα Τάξίλα. Ένα βουδιστικό έργο, το Μιλίντα Πόνχα (Τα Ερωτήματα του Βασιλιά Μενάνδρου) υπαινίσσεται ότι αυτός ο έλληνας βασιλιάς ασπάστηκε το Βουδισμό. Η προέλαση του στην κοιλάδα του Γάγγη ήταν νικηφόρα και τελικά έφθασε στην Παταλιπούτρα (ελλ. ονομ. Παλίμβοθρα), την πρωτεύουσα της Σούνγκα. Βασίλεψε για πολλά χρόνια και έκοψε χρυσά, αργυρά κσι χάλκινα νομίσματα. Ο γιος του, Στράτων Α', και ο εγγονός του, Στράτων Β', διατήρησαν την εξουσία τους στο Πουντζάμπ έως τα μέσα του 1 ου αιώνα π.Χ.

Ένας άλλος ηγέτης, ο Ανταλκίδας, διαπίστευσε τον πρεσβευτή του στην αυλή του ινδού ηγέτη Μπαγκαμπάντρα. Ο πρεσβευτής, που ονομαζόταν Ηλιόδωρος και ήταν γιος του Δίου, αναφέρεται σε στήλη που βρέθηκε στο Μπεσναγκάρ. Οι Πάρθοι κατανίκησαν τον τελευταίο έλληνα ηγέτη Ερμαίο, ηγεμόνα στην κοιλάδα της Καμπούλ. Έχοντας χάσει την εξουσία τους, μετά ενάμιση αιώνα, οι Έλληνες αφομοιώθηκαν τελικά από τον τοπικό πληθυσμό και έζησαν ως απλοί πολίτες.

Τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω δεν αποτελούν παρά μια πολύ σύντομη σύνοψη της ελληνικής πολιτικής κυριαρχίας στο Πακιστάν. Οι έλληνες ιστορικοί, αν και δυσκολεύονταν να αποδώσουν τα μη ελληνικά ονόματα, εντούτοις έχουν καταγράψει αρκετές τοπικές ονομασίες, που είναι εξαιρετικά σημαντικές για την ανασύσταση της πορείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εφόσον τα τοπωνύμια εξακριβωθούν, είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε τις διαδρομές που ακολούθησε ο Αλέξανδρος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Κάποια πρόοδος έχει επιτευχθεί στον τομέα αυτόν, αλλά πολλά είναι αυτά που πρέπει ακόμη να γίνουν. Για παράδειγμα, απαιτείται εξαντλητική χωρογράφηση των πιθανών διαδρομών, για να εντοπιστούν οι θέσεις των πόλεων. Επιπλέον, η σήμανση με μικρές στήλες στις τοποθεσίες που είχε επισκεφθεί ο Αλέξανδρος θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ενημέρωση των επισκεπτών. Η κυβέρνηση της επαρχίας των Συνόρων ήδη σκοπεύει να ανεγείρει μια τέτοια στήλη -με την ονομασία "Μνημείο Αλεξάνδρου"- στο σημείο όπου ο έλληνας βασιλιάς διέσχισε τον Ινδό ποταμό. Αυτό το μνημείο θα περιλαμβάνει και ένα συνοπτικό σχεδιάγραμμα της πορείας του Αλεξάνδρου. Μια τέτοια προσπάθεια παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά απαιτεί εντατική επιτόπια έρευνα. Οι θέσεις ανέγερσης των στηλών θα πρέπει να επιλέγονται με βάση τα αποτελέσματα της υπό εξέλιξη σχετικής έρευνας και μελέτης.


7-8. Δύο νομίσματα του Μενάνδρου, του οποίου το όνομα αναφέρεται στα ινδικά ως Μιλίντο.
Το ένα νόμισμα είναι αργυρό και το άλλο χάλκινο, τετράγωνο, στο οποίο η επιγραφή της κύριας όψης
μεταγράφεται σε χαροστι στην πίσω όψη.

Εικάζεται ότι ο Αλέξανδρος ίδρυσε μια πόλη με το όνομα Αλεξάνδρεια στη δεξιά όχθη του Ινδού ποταμού, πιθανώς στη θέση της σημερινής Μίθαμ Κοτ, μια πολλά υποσχόμενη τοποθεσία, που μπορεί να αποφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα για τη μελέτη. Επί περίπου διακόσια χρόνια η Χουντ ήταν η πρωτεύουσα αυτής της περιοχής. Τον 16ο αιώνα μ.Χ. η πόλη συρρικνώθηκε, για να καταλήξει ένα ασήμαντο χωριό, όταν οι Μουγγάλ κυβερνήτες της Νότιας Ασίας εξέτρεψαν τον εμπορικό δρόμο προς το Αττόκ σε χαμηλότερο σημείο του Ινδού ποταμού.

Μια αξιοσημείωτη έκφανση της ελληνικής επίδρασης στο Πακιστάν είναι η τέχνη της Γκαντάρα. Παρά το γεγονός ότι αυτή η τέχνη εμφανίστηκε πολύ μετά την περίοδο της ελληνικής κυριαρχίας στο Πακιστάν, οι παραδόσεις της, που εδραιώθηκαν από τους έλληνες καλλιτέχνες, απέβησαν ένα δημοφιλές μέσο έκφρασης και πολύτιμη παρακαταθήκη προς αξιοποίηση από τους μεταγενέστερους καλλιτέχνες. Έτσι, βρίσκουμε πολλά ελληνικά στοιχεία στην τέχνη αυτή. Για παράδειγμα, πιστεύεται ότι ακόμη και το πρόσωπο του Βούδα είναι αντίγραφο του Απόλλωνα του Μπελβεντέρε. ενώ οι πτυχώσεις των ενδυμάτων είναι επηρεασμένες από την ελληνική γλυπτική. Ο Ηρακλής, ο Απόλλωνας και η Δάφνη, βακχικές σκηνές, η Αμορινίδα, η Αθηνά ή Ρώμα, τρίτονες, κένταυροι, ο ποτάμιος θεός, ο Ατλας (Ατλαντίς), ο Ιχθυοκένταυρος, ο Ιππόκαμπος κ.λπ. έχουν αποτελέσει θέματα της, όπως και μια τροποποιημένη μορφή της ιστορίας του Γανυμήδη και του Αετού. Επίσης, στα ελληνικά νομίσματα που βρέθηκαν στο Πακιστάν παριστάνονται πολλές ελληνικές θεότητες.

Τα παραπάνω ισχύουν και για την αρχιτεκτονική: έχουμε κορινθιακά κιονόκρανα διακοσμημένα με φύλλα ακάνθου, δωρικούς και ιωνικούς κίονες, καθώς και το δημοφιλές τριγωνικό αέτωμα. Μια άλλη όψη της ελληνικής επίδρασης στο Πακιστάν εντοπίζεται στα ελληνικά νομίσματα της Βακτριανής. Υπάρχουν ήδη κάποιες διεξοδικές μελέτες επί του θέματος, αλλά πολλά πρέπει να γίνουν ακόμη.

Zainul Wahab, Αρχαιολόγος, Διευθυντής του Μουσείου Μαρντάν, ΒΔ Πακιστάν
Μετάφραση: Νίκος Μπαλτατζής, από το περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
ψηφιοποίηση: MacedoniaHellenicLand.Eu

Σημειώσεις
1.Καταγόταν από τα Καρύανδα, παραθαλάσσια πόλη της Καρίας κοντά στην Αλικαρνασσό, τη γενέτειρα του Ηροδότου.
2.S.R. Dar, Taxila and the Western World, 1987, σ. 173-177.
3.R.C. Majumdar, The Classical Accounting of India, Calcutta 1960. σ. 6.
4.Aurel Stein, On Alexander's Track to the Indus. Karachi 1975, σ. 32,33.
5.Στο ίδιο, σ. 59.
6.Majumdar, ό.π.
7.R.C. Majumdar. (επιμ.). The Age ot Imperial Unity, Bombay 1980, σ. 47. Βλ. επίσης V.D. Mahajan, Ancient India, Delhi, 1965, σ.226
8.Majumdar, The Age of Imperial Unity, ό.π., σ. 103-104.

No comments :

Post a Comment