Ερευνα των ΝΥΤ αποκάλυψε μια κρυφή ιστορία των εξαγορών κοβαλτίου που έγιναν επειδή οι ΗΠΑ ουσιαστικά εκχώρησαν τα κοιτάσματά του στην Κίνα μην μπορώντας να περιφρουρήσουν τις δεκαετίες διπλωματικής προσέγγισης με το Κονγκό και των αμερικανικών επενδύσεων στη χώρα.
Ηταν το 2016 όταν ο κολοσσός των ορυχείων της Αριζόνα, η Freeport – McMoRan, έκλεισε συμφωνία για να πουλήσει το ορυχείο Τένκε Φουνγκουρούμε στη Δημοκρατία του Κονγκό που σήμερα διασφαλίζει στην Κίνα την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια προσφορά κοβαλτίου. Το μέταλλο συγκαταλέγεται ανάμεσα στις αναγκαίες πρώτες ύλες για την παραγωγή μπαταριών ηλεκτροκίνητων οχημάτων και σήμερα είναι καθοριστικό για την εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων. Ο κ. Περιέλο, Αμερικανός διπλωμάτης στην Αφρική εκείνη την εποχή, απηύθυνε εκκλήσεις στο υπουργείο Εξωτερικών. Ο κ. Καπάνγκα, τότε γενικός διευθυντής του ορυχείου εκλιπαρούσε τον πρέσβη των ΗΠΑ στο Κονγκό να μεσολαβήσει. Ο ίδιος θυμάται πως προειδοποιούσε ότι οι Αμερικανοί εκχωρούσαν έτσι μια σχέση που είχαν καλλιεργήσει επί γενεές με το Κονγκό, την πηγή τουλάχιστον των 2/3 των παγκόσμιων αποθεμάτων κοβαλτίου.
Οι πρόεδροι των ΗΠΑ, αρχής γενομένης από τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, έχουν στείλει στη χώρα με αυτόν τον ορυκτό πλούτο εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια, σε επιβατικά αεροσκάφη και στρατιωτικό εξοπλισμό. Προκειμένου να διατηρηθεί αυτή η σχέση είχε παρέμβει ο Ρίτσαρντ Νίξον και αργότερα το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών υπό τη Χίλαρι Κλίντον. Και η Freeport – McMoRan είχε επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια προτού πουλήσει το ορυχείο στην κινεζική εταιρεία. Το αγόρασε τους τελευταίους μήνες της δεύτερης θητείας Ομπάμα η China Molybdenum που τέσσερα χρόνια αργότερα στο λυκόφως της προεδρίας Τραμπ αγόρασε επίσης και ένα ακόμα πιο εντυπωσιακό κοίτασμα κοβαλτίου που και πάλι είχε αξιοποιήσει η Freeport – McMoRan. Τα πλούσια κοιτάσματα κοβαλτίου του Κονγκό αποτελούσαν μέρος ευρύτερου προγράμματος της Κίνας που της προσέφερε προβάδισμα έναντι των ΗΠΑ στην κούρσα για την κυριαρχία στην ηλεκτροκίνηση, που εδώ και καιρό αποτελεί κύριο μοχλό της παγκόσμιας οικονομίας.
Η πώληση των δύο ορυχείων, που εκτός από κοβάλτιο προσφέρουν και χαλκό, σκιαγραφεί το πώς αλλάζει ο χάρτης και η πολιτική της στροφής σε καθαρή ενέργεια καθώς ξαφνικά τον ρόλο των πετρελαϊκών κολοσσών διαδραματίζουν πλέον όσες χώρες είναι πλούσιες σε κοβάλτιο, λίθιο και άλλες πρώτες ύλες αναγκαίες για τις μπαταρίες. Τα ορυχεία χάθηκαν ενώ ο τότε πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του στο Αφγανιστάν και στο Ισλαμικό Κράτος ενώ ο διάδοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, αμφισβητούσε την κλιματική αλλαγή και αναλάμβανε δεσμεύσεις έναντι του κλάδου των ορυκτών καυσίμων. Το θέμα έχει όμως τις ρίζες του στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όπως προδίδουν τα άλλοτε απόρρητα έγγραφα και οι συνεντεύξεις στελεχών των κυβερνήσεων Κλίντον, Μπους, Ομπάμα, Τραμπ αλλά και Μπάιντεν.
Επί δεκαετίες στην Ουάσιγκτον επικρατούσε η ανησυχία πως θα αποκτούσε η Σοβιετική Ενωση τον έλεγχο των κοιτασμάτων χαλκού, κοβαλτίου, ουρανίου και των άλλων πρώτων πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στην αμυντική βιομηχανία. Τότε το θέμα ήταν σε προτεραιότητα στην ατζέντα του εκάστοτε προέδρου των ΗΠΑ και προκειμένου για την αντιμετώπισή του υπήρξαν επανειλημμένες παρεμβάσεις της CIA. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, με πρόεδρο είτε Δημοκρατικό είτε Ρεπουμπλικανό, άλλαξαν προσανατολισμό στις προτεραιότητές τους, εγκατέλειψαν την πολιτική ανάσχεσης του κομμουνισμού, μείωσαν τη γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια που άλλοτε βοηθούσε τις αμερικανικές επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται στο Κονγκό.
Ο κ. Περιέλο, που έκτοτε δεν είναι πλέον στέλεχος της αμερικανικής κυβέρνησης, δηλώνει πως ενημερώθηκε για το σχέδιο πώλησης του Τένκε Φουνγκουρούμε το 2016 λίγο μετά την επίσκεψή του στο ορυχείο. Ο ιδιοκτήτης του είχε κακή φήμη για τις επιχειρήσεις του σε άλλες χώρες και ο κ. Περιέλο τον αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα. Ηταν, ωστόσο, πεπεισμένος ότι ήταν προς όφελος όχι μόνον των ΗΠΑ αλλά και του λαού του Κονγκό να παραμείνει το ορυχείο σε αμερικανικά χέρια. Η Freeport-McMoRan όχι μόνον απασχολούσε χιλιάδες Κονγκολέζους, αλλά είχε χρηματοδοτήσει την ανέγερση σχολείων και κλινικών ενώ διασφάλισε την παροχή καθαρού πόσιμου ύδατος. «Τι μπορούμε να κάνουμε;» θυμάται να ρωτάει τη Λίντα Τόμας Γκρίνφιλντ, η οποία τότε ήταν υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδια για θέματα Αφρικής και σήμερα είναι πρέσβειρα του προέδρου Μπάιντεν στα Ηνωμένα Εθνη, ζητώντας μιαν απάντηση για το πώς θα μπορούσε να μείνει το ορυχείο στον έλεγχο των ΗΠΑ. Είχε θέσει άλλωστε το θέμα και στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, αν και η εκπρόσωπος της κ. Γκρίνφιλντ όπως και πολλά μέλη του Συμβουλίου δηλώνουν ότι δεν θυμούνται τέτοιου είδους συζήτηση.
Μόνο κινεζικές εταιρείες υπέβαλαν προτάσεις εξαγοράς. Στο μεταξύ, η Freeport-McMoRan ήταν αποφασισμένη να πουλήσει το ορυχείο καθώς είχε κάνει μια ολέθρια επένδυση στη βιομηχανία υδρογονανθράκων ακριβώς όταν κατέρρεαν οι τιμές του πετρελαίου και ο κόσμος στρεφόταν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εχοντας να αντιμετωπίσει ένα δυσθεώρητο χρέος, η εταιρεία δεν έβλεπε καμία άλλη εναλλακτική από την πώληση των επιχειρήσεών της στο Κονγκό. Η Αμερική αντιμετώπισε την υπόθεση ως αμιγώς οικονομικής φύσης. Μολονότι η Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων στις ΗΠΑ διερευνά διεξοδικά τις επενδύσεις ξένων φορέων σε αμερικανικές επιχειρήσεις εξετάζοντας θέματα εθνικής ασφάλειας, δεν έχει καμία εποπτεία των συναλλαγών αμερικανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό. Η κρίση έφερε στην επιφάνεια τις ελλείψεις των Αμερικανών ηγετών και έδωσε στην ηγεσία της Κίνας το είδος ευκαιρίας που ξέρει καλά πώς να εκμεταλλεύεται, όπως προδίδουν παλαιότερα έγγραφα και εσωτερική επικοινωνία διπλωματών, στελεχών ορυχείων, κυβερνητικών αξιωματούχων και πολλών άλλων σε Κίνα, Κονγκό και ΗΠΑ.
Η πρόσβαση στα μέταλλα και γενικώς στον ορυκτό πλούτο του Κονγκό υπήρξε άμεση προτεραιότητα των ΗΠΑ από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Ο Αλμπερτ Αϊνστάιν έγραψε στον πρόεδρο Φρανκλίνο Ρούζβελτ το 1939 καλώντας τον να διασφαλίσει το ουράνιο του Κονγκό, που χρησιμοποιείτο για την παραγωγή ατομικών βομβών. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η CIA είχε οργανώσει μία από τις πλέον εκτεταμένες επιχειρήσεις της στο Κονγκό, αναπτύσσοντας ένα μικρό στρατό μισθοφόρων και στρατιωτών της χώρας. Η υπηρεσία ανέλαβε επανειλημμένως αποστολές και με τη βοήθεια αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών αναχαίτισε τους Σοβιετικούς αντάρτες. Σε άλλοτε απόρρητο έγγραφο, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, προειδοποιούσε τον τότε πρόεδρο, Ρίτσαρντ Νίξον, πως «αν προσχωρήσει στο σοβιετικό στρατόπεδο το Ζαΐρ, τότε όλες οι αφρικανικές χώρες θα συναγάγουν ότι η Σοβιετική Ενωση είναι η δύναμη του μέλλοντος».
Ο επιχειρηματικός κόσμος της Αμερικής διέβλεψε την ευκαιρία να αντλήσει κέρδη προωθώντας τον καπιταλισμό των αμερικανικών εμπορικών σημάτων. Citibank, General Motors, Goodyear και πολλές άλλες άνοιξαν μονάδες τους στο Κονγκό. Το 1971 η αεροπορική Pan Am οικοδόμησε ένα από τα πρώτα ξενοδοχεία πολυτελείας στην πρωτεύουσα Κινσάσα με την οικονομική υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης. Ο Μομπούτου, χαρισματικός πρώην στρατιωτικός και μετέπειτα διεφθαρμένος δικτάτορας με αγάπη στην πολυτέλεια, είδε στους Αμερικανούς έναν ιδανικό εταίρο στην προσπάθειά του να αυξήσει τον πλούτο της χώρας από τα ορυχεία της. Ομως, ακριβώς πριν από το ταξίδι του στην Ουάσιγκτον τον Αύγουστο του 1970 αιφνιδίασε τους Αμερικανούς ανακοινώνοντας ότι είχε κλείσει συμβόλαιο για την ανάπτυξη του ορυχείου κοβαλτίου με μια εταιρεία του Βελγίου. Η Ουάσιγκτον ήταν αποφασισμένη να ανατρέψει τη συμφωνία και επέδειξε γενναιοδωρία χωρίς όρια. Η αμερικανική βοήθεια στο Κονγκό ανερχόταν ήδη σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.
Στη συνέχεια ο Νίξον υποσχέθηκε ένα μεγάλο αριθμό από κολοσσιαία μεταφορικά αεροσκάφη C-130, ανάμεσα στα οποία και ένα στο οποίο φορτώθηκαν κιβώτια Coca-Cola αξίας 60.000 δολαρίων, επειδή το είχε απαιτήσει ο Μομπούτου. Επιπλέον η Ουάσιγκτον δέσμευσε 130 εκατ. δολάρια σε εγγυήσεις δανείων και άλλες μορφές χρηματοδότησης για την ανάπτυξη του επίμαχου ορυχείου κοβαλτίου, του Τένκε Φουνγκουρούμε, ενώ χρηματοδότησε με περισσότερα από 800 εκατ. δολάρια την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στην απομονωμένη περιοχή του. Σύντομα έγινε γνωστό ότι οι Αμερικανοί είχαν και πάλι τον έλεγχο του ορυχείου και την εποχή εκείνη η είδηση προκάλεσε κάθε είδους φημολογία γύρω από το τι είχε συζητηθεί ανάμεσα στον Νίξον και στον Μομπούτου. Και όπως έγραψε αργότερα σε εμπιστευτικό μνημόνιο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας: «Κανείς δεν θα τολμήσει ποτέ να πει ανοικτά τι προσωπικά οφέλη άντλησε ο στρατηγός Μομπούτου από τη συμφωνία».
Οταν η Ουάσιγκτον έκλεισε συμφωνία με το Κονγκό το 1970, την εκμετάλλευση του ορυχείου κοβαλτίου ανέλαβε η εταιρεία του Μορίς Τέμπελσμαν, εμπόρου διαμαντιών από τη Νέα Υόρκη, που δαπάνησε 250 εκατ. δολάρια για την εκμετάλλευση του Τένγκε Φουνγκουρούμε. Η εταιρεία του Τέμπελσμαν προσέκρουσε σε εμπόδια, ανάμεσα στα οποία ήταν και οι εξεγέρσεις ανταρτών που εναντιώνονταν στην ηγεσία του Μομπούτου. Ετσι το σχέδιο εγκαταλείφθηκε το 1976 και η αποτυχία ανακοινώθηκε στην κυβέρνηση του Κονγκό με επιστολή του τότε υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ.
Τη δεκαετία του 1990 ανέλαβε να επαναφέρει στη ζωή το ορυχείο η Freeport-McMoRan, που μίλησε για τη μεγαλύτερη ιδιωτική επένδυση στο Κονγκό. Δαπάνησε 215 εκατ. δολάρια για να επαναλειτουργήσει μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας, αντιμετώπισε τους αλλεπάλληλους εμφυλίους της αφρικανικής χώρας, εγκατέλειψε το ορυχείο, στράφηκε στα ορυκτά καύσιμα, υπερχρεώθηκε και τελικά πούλησε το ορυχείο στους Κινέζους.
https://www.kathimerini.gr/economy/international/561605719/to-megalo-kolpo-tis-kinas-me-to-kovaltio/
ΣΧΕΤΙΚΟ: https://isxys.blogspot.com/2021/11/blog-post_39.html
Ηταν το 2016 όταν ο κολοσσός των ορυχείων της Αριζόνα, η Freeport – McMoRan, έκλεισε συμφωνία για να πουλήσει το ορυχείο Τένκε Φουνγκουρούμε στη Δημοκρατία του Κονγκό που σήμερα διασφαλίζει στην Κίνα την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια προσφορά κοβαλτίου. Το μέταλλο συγκαταλέγεται ανάμεσα στις αναγκαίες πρώτες ύλες για την παραγωγή μπαταριών ηλεκτροκίνητων οχημάτων και σήμερα είναι καθοριστικό για την εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων. Ο κ. Περιέλο, Αμερικανός διπλωμάτης στην Αφρική εκείνη την εποχή, απηύθυνε εκκλήσεις στο υπουργείο Εξωτερικών. Ο κ. Καπάνγκα, τότε γενικός διευθυντής του ορυχείου εκλιπαρούσε τον πρέσβη των ΗΠΑ στο Κονγκό να μεσολαβήσει. Ο ίδιος θυμάται πως προειδοποιούσε ότι οι Αμερικανοί εκχωρούσαν έτσι μια σχέση που είχαν καλλιεργήσει επί γενεές με το Κονγκό, την πηγή τουλάχιστον των 2/3 των παγκόσμιων αποθεμάτων κοβαλτίου.
Οι πρόεδροι των ΗΠΑ, αρχής γενομένης από τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, έχουν στείλει στη χώρα με αυτόν τον ορυκτό πλούτο εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια, σε επιβατικά αεροσκάφη και στρατιωτικό εξοπλισμό. Προκειμένου να διατηρηθεί αυτή η σχέση είχε παρέμβει ο Ρίτσαρντ Νίξον και αργότερα το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών υπό τη Χίλαρι Κλίντον. Και η Freeport – McMoRan είχε επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια προτού πουλήσει το ορυχείο στην κινεζική εταιρεία. Το αγόρασε τους τελευταίους μήνες της δεύτερης θητείας Ομπάμα η China Molybdenum που τέσσερα χρόνια αργότερα στο λυκόφως της προεδρίας Τραμπ αγόρασε επίσης και ένα ακόμα πιο εντυπωσιακό κοίτασμα κοβαλτίου που και πάλι είχε αξιοποιήσει η Freeport – McMoRan. Τα πλούσια κοιτάσματα κοβαλτίου του Κονγκό αποτελούσαν μέρος ευρύτερου προγράμματος της Κίνας που της προσέφερε προβάδισμα έναντι των ΗΠΑ στην κούρσα για την κυριαρχία στην ηλεκτροκίνηση, που εδώ και καιρό αποτελεί κύριο μοχλό της παγκόσμιας οικονομίας.
Η πώληση των δύο ορυχείων, που εκτός από κοβάλτιο προσφέρουν και χαλκό, σκιαγραφεί το πώς αλλάζει ο χάρτης και η πολιτική της στροφής σε καθαρή ενέργεια καθώς ξαφνικά τον ρόλο των πετρελαϊκών κολοσσών διαδραματίζουν πλέον όσες χώρες είναι πλούσιες σε κοβάλτιο, λίθιο και άλλες πρώτες ύλες αναγκαίες για τις μπαταρίες. Τα ορυχεία χάθηκαν ενώ ο τότε πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του στο Αφγανιστάν και στο Ισλαμικό Κράτος ενώ ο διάδοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, αμφισβητούσε την κλιματική αλλαγή και αναλάμβανε δεσμεύσεις έναντι του κλάδου των ορυκτών καυσίμων. Το θέμα έχει όμως τις ρίζες του στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όπως προδίδουν τα άλλοτε απόρρητα έγγραφα και οι συνεντεύξεις στελεχών των κυβερνήσεων Κλίντον, Μπους, Ομπάμα, Τραμπ αλλά και Μπάιντεν.
Επί δεκαετίες στην Ουάσιγκτον επικρατούσε η ανησυχία πως θα αποκτούσε η Σοβιετική Ενωση τον έλεγχο των κοιτασμάτων χαλκού, κοβαλτίου, ουρανίου και των άλλων πρώτων πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στην αμυντική βιομηχανία. Τότε το θέμα ήταν σε προτεραιότητα στην ατζέντα του εκάστοτε προέδρου των ΗΠΑ και προκειμένου για την αντιμετώπισή του υπήρξαν επανειλημμένες παρεμβάσεις της CIA. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, με πρόεδρο είτε Δημοκρατικό είτε Ρεπουμπλικανό, άλλαξαν προσανατολισμό στις προτεραιότητές τους, εγκατέλειψαν την πολιτική ανάσχεσης του κομμουνισμού, μείωσαν τη γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια που άλλοτε βοηθούσε τις αμερικανικές επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται στο Κονγκό.
Ο κ. Περιέλο, που έκτοτε δεν είναι πλέον στέλεχος της αμερικανικής κυβέρνησης, δηλώνει πως ενημερώθηκε για το σχέδιο πώλησης του Τένκε Φουνγκουρούμε το 2016 λίγο μετά την επίσκεψή του στο ορυχείο. Ο ιδιοκτήτης του είχε κακή φήμη για τις επιχειρήσεις του σε άλλες χώρες και ο κ. Περιέλο τον αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα. Ηταν, ωστόσο, πεπεισμένος ότι ήταν προς όφελος όχι μόνον των ΗΠΑ αλλά και του λαού του Κονγκό να παραμείνει το ορυχείο σε αμερικανικά χέρια. Η Freeport-McMoRan όχι μόνον απασχολούσε χιλιάδες Κονγκολέζους, αλλά είχε χρηματοδοτήσει την ανέγερση σχολείων και κλινικών ενώ διασφάλισε την παροχή καθαρού πόσιμου ύδατος. «Τι μπορούμε να κάνουμε;» θυμάται να ρωτάει τη Λίντα Τόμας Γκρίνφιλντ, η οποία τότε ήταν υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδια για θέματα Αφρικής και σήμερα είναι πρέσβειρα του προέδρου Μπάιντεν στα Ηνωμένα Εθνη, ζητώντας μιαν απάντηση για το πώς θα μπορούσε να μείνει το ορυχείο στον έλεγχο των ΗΠΑ. Είχε θέσει άλλωστε το θέμα και στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, αν και η εκπρόσωπος της κ. Γκρίνφιλντ όπως και πολλά μέλη του Συμβουλίου δηλώνουν ότι δεν θυμούνται τέτοιου είδους συζήτηση.
Μόνο κινεζικές εταιρείες υπέβαλαν προτάσεις εξαγοράς. Στο μεταξύ, η Freeport-McMoRan ήταν αποφασισμένη να πουλήσει το ορυχείο καθώς είχε κάνει μια ολέθρια επένδυση στη βιομηχανία υδρογονανθράκων ακριβώς όταν κατέρρεαν οι τιμές του πετρελαίου και ο κόσμος στρεφόταν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εχοντας να αντιμετωπίσει ένα δυσθεώρητο χρέος, η εταιρεία δεν έβλεπε καμία άλλη εναλλακτική από την πώληση των επιχειρήσεών της στο Κονγκό. Η Αμερική αντιμετώπισε την υπόθεση ως αμιγώς οικονομικής φύσης. Μολονότι η Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων στις ΗΠΑ διερευνά διεξοδικά τις επενδύσεις ξένων φορέων σε αμερικανικές επιχειρήσεις εξετάζοντας θέματα εθνικής ασφάλειας, δεν έχει καμία εποπτεία των συναλλαγών αμερικανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό. Η κρίση έφερε στην επιφάνεια τις ελλείψεις των Αμερικανών ηγετών και έδωσε στην ηγεσία της Κίνας το είδος ευκαιρίας που ξέρει καλά πώς να εκμεταλλεύεται, όπως προδίδουν παλαιότερα έγγραφα και εσωτερική επικοινωνία διπλωματών, στελεχών ορυχείων, κυβερνητικών αξιωματούχων και πολλών άλλων σε Κίνα, Κονγκό και ΗΠΑ.
Η πρόσβαση στα μέταλλα και γενικώς στον ορυκτό πλούτο του Κονγκό υπήρξε άμεση προτεραιότητα των ΗΠΑ από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Ο Αλμπερτ Αϊνστάιν έγραψε στον πρόεδρο Φρανκλίνο Ρούζβελτ το 1939 καλώντας τον να διασφαλίσει το ουράνιο του Κονγκό, που χρησιμοποιείτο για την παραγωγή ατομικών βομβών. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η CIA είχε οργανώσει μία από τις πλέον εκτεταμένες επιχειρήσεις της στο Κονγκό, αναπτύσσοντας ένα μικρό στρατό μισθοφόρων και στρατιωτών της χώρας. Η υπηρεσία ανέλαβε επανειλημμένως αποστολές και με τη βοήθεια αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών αναχαίτισε τους Σοβιετικούς αντάρτες. Σε άλλοτε απόρρητο έγγραφο, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, προειδοποιούσε τον τότε πρόεδρο, Ρίτσαρντ Νίξον, πως «αν προσχωρήσει στο σοβιετικό στρατόπεδο το Ζαΐρ, τότε όλες οι αφρικανικές χώρες θα συναγάγουν ότι η Σοβιετική Ενωση είναι η δύναμη του μέλλοντος».
Ο επιχειρηματικός κόσμος της Αμερικής διέβλεψε την ευκαιρία να αντλήσει κέρδη προωθώντας τον καπιταλισμό των αμερικανικών εμπορικών σημάτων. Citibank, General Motors, Goodyear και πολλές άλλες άνοιξαν μονάδες τους στο Κονγκό. Το 1971 η αεροπορική Pan Am οικοδόμησε ένα από τα πρώτα ξενοδοχεία πολυτελείας στην πρωτεύουσα Κινσάσα με την οικονομική υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης. Ο Μομπούτου, χαρισματικός πρώην στρατιωτικός και μετέπειτα διεφθαρμένος δικτάτορας με αγάπη στην πολυτέλεια, είδε στους Αμερικανούς έναν ιδανικό εταίρο στην προσπάθειά του να αυξήσει τον πλούτο της χώρας από τα ορυχεία της. Ομως, ακριβώς πριν από το ταξίδι του στην Ουάσιγκτον τον Αύγουστο του 1970 αιφνιδίασε τους Αμερικανούς ανακοινώνοντας ότι είχε κλείσει συμβόλαιο για την ανάπτυξη του ορυχείου κοβαλτίου με μια εταιρεία του Βελγίου. Η Ουάσιγκτον ήταν αποφασισμένη να ανατρέψει τη συμφωνία και επέδειξε γενναιοδωρία χωρίς όρια. Η αμερικανική βοήθεια στο Κονγκό ανερχόταν ήδη σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.
Στη συνέχεια ο Νίξον υποσχέθηκε ένα μεγάλο αριθμό από κολοσσιαία μεταφορικά αεροσκάφη C-130, ανάμεσα στα οποία και ένα στο οποίο φορτώθηκαν κιβώτια Coca-Cola αξίας 60.000 δολαρίων, επειδή το είχε απαιτήσει ο Μομπούτου. Επιπλέον η Ουάσιγκτον δέσμευσε 130 εκατ. δολάρια σε εγγυήσεις δανείων και άλλες μορφές χρηματοδότησης για την ανάπτυξη του επίμαχου ορυχείου κοβαλτίου, του Τένκε Φουνγκουρούμε, ενώ χρηματοδότησε με περισσότερα από 800 εκατ. δολάρια την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στην απομονωμένη περιοχή του. Σύντομα έγινε γνωστό ότι οι Αμερικανοί είχαν και πάλι τον έλεγχο του ορυχείου και την εποχή εκείνη η είδηση προκάλεσε κάθε είδους φημολογία γύρω από το τι είχε συζητηθεί ανάμεσα στον Νίξον και στον Μομπούτου. Και όπως έγραψε αργότερα σε εμπιστευτικό μνημόνιο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας: «Κανείς δεν θα τολμήσει ποτέ να πει ανοικτά τι προσωπικά οφέλη άντλησε ο στρατηγός Μομπούτου από τη συμφωνία».
Οταν η Ουάσιγκτον έκλεισε συμφωνία με το Κονγκό το 1970, την εκμετάλλευση του ορυχείου κοβαλτίου ανέλαβε η εταιρεία του Μορίς Τέμπελσμαν, εμπόρου διαμαντιών από τη Νέα Υόρκη, που δαπάνησε 250 εκατ. δολάρια για την εκμετάλλευση του Τένγκε Φουνγκουρούμε. Η εταιρεία του Τέμπελσμαν προσέκρουσε σε εμπόδια, ανάμεσα στα οποία ήταν και οι εξεγέρσεις ανταρτών που εναντιώνονταν στην ηγεσία του Μομπούτου. Ετσι το σχέδιο εγκαταλείφθηκε το 1976 και η αποτυχία ανακοινώθηκε στην κυβέρνηση του Κονγκό με επιστολή του τότε υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ.
Τη δεκαετία του 1990 ανέλαβε να επαναφέρει στη ζωή το ορυχείο η Freeport-McMoRan, που μίλησε για τη μεγαλύτερη ιδιωτική επένδυση στο Κονγκό. Δαπάνησε 215 εκατ. δολάρια για να επαναλειτουργήσει μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας, αντιμετώπισε τους αλλεπάλληλους εμφυλίους της αφρικανικής χώρας, εγκατέλειψε το ορυχείο, στράφηκε στα ορυκτά καύσιμα, υπερχρεώθηκε και τελικά πούλησε το ορυχείο στους Κινέζους.
https://www.kathimerini.gr/economy/international/561605719/to-megalo-kolpo-tis-kinas-me-to-kovaltio/
ΣΧΕΤΙΚΟ: https://isxys.blogspot.com/2021/11/blog-post_39.html
https://www.defence-point.gr/news/quot-aimatovammena-diamantia-quot-poy-den-aforoyn-tis-ananeosimes-kai-i-aytoktonia-mias-dysis-se-omiria
ReplyDelete