Συμπεριλαμβανομένων 135 πυραύλων Κρουζ που αποκαλούνται SLAM-ER εκτιμώμενης αξίας 1 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι πύραυλοι Κρουζ αέρος-εδάφους Standoff Land Attack Missile Expanded Response (SLAM-ER) έχουν μέγιστο βεληνεκές 270 χιλιομέτρων, μεγαλύτερο από την έκταση του στενού της Ταϊβάν, που χωρίζει τη νήσο από τις κινεζικές ακτές. Ενέκρινε επίσης την πώληση, 11 αυτοκινούμενων εκτοξευτήρων ρουκετών HIMARS εκτιμώμενης αξίας 436 εκατ. δολαρίων, καθώς και 6 αισθητήρων και συστημάτων απεικόνισης MS-110 Recce προορισμένων για την αναγνώριση από αέρος, εκτιμώμενης αξίας 367 εκατ. δολαρίων. Το συνολικό τίμημα του πακέτου αυτού εξοπλισμών ξεπερνά τα 1,8 δισεκ. δολάρια. Αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες ειδοποιήσεις, για την πώληση μη επανδρωμένων αεροσκαφών της General Atomics και πυραύλων κατά πλοίων επιφανείας Harpoon.
Οι πωλήσεις αυτές έχουν στόχο να εξυπηρετήσουν “τα οικονομικά συμφέροντα” και την “εθνική ασφάλεια” των ΗΠΑ, καθώς θα επιτρέψουν στην Ταϊβάν να “εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις της” και να αποκτήσει “αξιόπιστες αμυντικές δυνατότητες”, αναφέρει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σύμφωνα με την ειδοποίηση που επιδόθηκε στο Κογκρέσο. Η επίσημη ειδοποίηση του Πενταγώνου δίνει θεωρητικά στο Κογκρέσο προθεσμία τριάντα ημερών για να προβάλει ένσταση στις πωλήσεις αυτές, κάτι όμως μάλλον απίθανο, αφού Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί γενικά ακολουθούν την ίδια προσέγγιση όσον αφορά την Ταϊβάν και ιδίως την άμυνά της.
Η Ουάσινγκτον θεωρεί στρατηγική προτεραιότητα την αντιμετώπιση της ανόδου της στρατιωτικής ισχύος και της επιρροής του Πεκίνου. Η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε πωλήσεις πέντε προηγμένων εξοπλιστικών συστημάτων συνολικής αξίας 5 δισεκ. δολαρίων στην Ταϊβάν, μετέδωσε το πρακτορείο Ρόιτερς την περασμένη εβδομάδα, καθώς συνεχίζει να κλιμακώνει την πίεση στην Κίνα. Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου, ο Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, παρότρυνε την περασμένη εβδομάδα την Ταϊβάν να “εξοπλιστεί” για να προστατευθεί από μια πιθανή “εισβολή” της Κίνας.
Η Ουάσινγκτον επισήμως έχει διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις της με την Ταϊπέι από το 1979, όταν αναγνώρισε το Πεκίνο, αλλά παρότι στη θεωρία εφαρμόζει την πολιτική της “ενιαίας” Κίνας, παραμένει η βασική προστάτιδα δύναμη της Ταϊβάν και ο υπ’ αριθμόν ένα προμηθευτής όπλων του στρατού της. Η κυβέρνηση του Τραμπ επιτάχυνε τα τελευταία χρόνια την πώληση αμερικανικών οπλικών συστημάτων στις ένοπλες δυνάμεις της νήσου. Πρόσφατα οριστικοποιήθηκε η σύμβαση για την αγορά 66 αεροσκαφών F-16 νέας γενιάς, που μπορεί να φθάσει ακόμη και τα 90 αεροπλάνα.
Το Πεκίνο θεωρεί πάντα την Ταϊβάν αναπόσπαστο τμήμα της κινεζικής επικράτειας και απειλεί συχνά να καταφύγει στη χρήση βίας σε περίπτωση επίσημης ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Ταϊπέι ή εξωτερικής επέμβασης, ιδίως αμερικανικής. Η πρεσβεία της Κίνας στις ΗΠΑ δεν έχει αντιδράσει ως αυτό το στάδιο στην εξέλιξη και δεν απάντησε όταν της ζητήθηκε σχόλιο από το πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς. Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας είχε τονίσει την περασμένη εβδομάδα ότι κάθε παράδοση όπλων στην Ταϊβάν από μέρους της Ουάσινγκτον πλήττει την εθνική κυριαρχία και την εθνική ασφάλεια της ασιατικής χώρας, καλώντας την αμερικανική κυβέρνηση να ακυρώσει τις σχεδιαζόμενες πωλήσεις και προειδοποιώντας πως το Πεκίνο, “ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση”, θα μπορούσε να προχωρήσει σε μια “νόμιμη και απαραίτητη αντίδραση”.
ΑΜΠΕ
Οι πωλήσεις αυτές έχουν στόχο να εξυπηρετήσουν “τα οικονομικά συμφέροντα” και την “εθνική ασφάλεια” των ΗΠΑ, καθώς θα επιτρέψουν στην Ταϊβάν να “εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις της” και να αποκτήσει “αξιόπιστες αμυντικές δυνατότητες”, αναφέρει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σύμφωνα με την ειδοποίηση που επιδόθηκε στο Κογκρέσο. Η επίσημη ειδοποίηση του Πενταγώνου δίνει θεωρητικά στο Κογκρέσο προθεσμία τριάντα ημερών για να προβάλει ένσταση στις πωλήσεις αυτές, κάτι όμως μάλλον απίθανο, αφού Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί γενικά ακολουθούν την ίδια προσέγγιση όσον αφορά την Ταϊβάν και ιδίως την άμυνά της.
Η Ουάσινγκτον θεωρεί στρατηγική προτεραιότητα την αντιμετώπιση της ανόδου της στρατιωτικής ισχύος και της επιρροής του Πεκίνου. Η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε πωλήσεις πέντε προηγμένων εξοπλιστικών συστημάτων συνολικής αξίας 5 δισεκ. δολαρίων στην Ταϊβάν, μετέδωσε το πρακτορείο Ρόιτερς την περασμένη εβδομάδα, καθώς συνεχίζει να κλιμακώνει την πίεση στην Κίνα. Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου, ο Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, παρότρυνε την περασμένη εβδομάδα την Ταϊβάν να “εξοπλιστεί” για να προστατευθεί από μια πιθανή “εισβολή” της Κίνας.
Η Ουάσινγκτον επισήμως έχει διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις της με την Ταϊπέι από το 1979, όταν αναγνώρισε το Πεκίνο, αλλά παρότι στη θεωρία εφαρμόζει την πολιτική της “ενιαίας” Κίνας, παραμένει η βασική προστάτιδα δύναμη της Ταϊβάν και ο υπ’ αριθμόν ένα προμηθευτής όπλων του στρατού της. Η κυβέρνηση του Τραμπ επιτάχυνε τα τελευταία χρόνια την πώληση αμερικανικών οπλικών συστημάτων στις ένοπλες δυνάμεις της νήσου. Πρόσφατα οριστικοποιήθηκε η σύμβαση για την αγορά 66 αεροσκαφών F-16 νέας γενιάς, που μπορεί να φθάσει ακόμη και τα 90 αεροπλάνα.
Το Πεκίνο θεωρεί πάντα την Ταϊβάν αναπόσπαστο τμήμα της κινεζικής επικράτειας και απειλεί συχνά να καταφύγει στη χρήση βίας σε περίπτωση επίσημης ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Ταϊπέι ή εξωτερικής επέμβασης, ιδίως αμερικανικής. Η πρεσβεία της Κίνας στις ΗΠΑ δεν έχει αντιδράσει ως αυτό το στάδιο στην εξέλιξη και δεν απάντησε όταν της ζητήθηκε σχόλιο από το πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς. Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας είχε τονίσει την περασμένη εβδομάδα ότι κάθε παράδοση όπλων στην Ταϊβάν από μέρους της Ουάσινγκτον πλήττει την εθνική κυριαρχία και την εθνική ασφάλεια της ασιατικής χώρας, καλώντας την αμερικανική κυβέρνηση να ακυρώσει τις σχεδιαζόμενες πωλήσεις και προειδοποιώντας πως το Πεκίνο, “ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση”, θα μπορούσε να προχωρήσει σε μια “νόμιμη και απαραίτητη αντίδραση”.
ΑΜΠΕ
No comments :
Post a Comment