Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Έλληνες μεταχειρίζονταν για τη γραφή τους τα κεφαλαία γράμματα και όχι τα μικρά, που χρησιμοποιούμε εμείς σήμερα. Έγραφαν, δηλαδή, με τη λεγόμενη μεγαλογράμματη γραφή. Οι αρχαίες επιγραφές δείχνουν ότι οι διάφορες λέξεις τους δεν χωρίζονταν μεταξύ τους, αλλά όλες μαζί αποτελούσαν ένα αδιαχώριστο σύνολο. Η γραφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας δεν ήταν μονάχα χωρίς τόνους και πνεύματα, αλλά, και το πιο σημαντικό, ήταν φωνητική, ήτοι συνακόλουθη της προφοράς της.
Οι τόνοι (οξεία, βαρεία, περισπωμένη |) και τα πνεύματα (ψιλή και δασεία) ήταν επινόηση των φιλολόγων της αλεξανδρινής εποχής, που χρησιμοποίησαν τα σημάδια αυτά για να γράφουν τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να τις προφέρουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίον προφέρονταν από τους Έλληνες των κλασικών χρόνων. Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, στην αρχή, δεν σημείωναν τα τονικά σημάδια σε όλες τις λέξεις, αλλά μονάχα στις άγνωστες για τους σπουδαστές τους λέξεις, που συναντούσαν στη διάρκεια της μελέτης των κειμένων της κλασικής περιόδου. Με τα τονικά σημάδια οι σπουδαστές κατόρθωναν να αποδίδουν στις άγνωστες λέξεις την προφορά που είχαν αυτές κατά την κλασική περίοδο. Στη συνέχεια, αποδείχτηκε πως η επινόηση αυτή των αλεξανδρινών φιλολόγων εξυπηρετούσε και τους ξενόγλωσσους κατοίκους της Ανατολής, που, εκ των πραγμάτων, ήταν αναγκασμένοι να εκμαθαίνουν την Ελληνική ως δεύτερή τους γλώσσα. Όπως είναι γνωστό, η ελληνική γλώσσα της εποχής εκείνης είχε γίνει το όργανο επικοινωνίας εκατομμυρίων αλλόγλωσσων ανθρώπων της Ανατολής και όχι μόνο.
Η πιο σημαντική και θεαματική διαφοροποίηση ήταν η αντικατάσταση του μουσικού τόνου της αρχαίας γλώσσας με τον δυναμικό τόνο, που επικρατεί από τότε μέχρι σήμερα. Στη διάρκεια της κλασικής αρχαιότητας, όπως και πρωτύτερα αλλά και λίγο αργότερα, η τονισμένη συλλαβή της καθεμιάς λέξης είχε μουσικά υψηλότερη προφορά σε σχέση με τις άλλες συλλαβές της ίδιας λέξης, ενώ απλώς, σήμερα, η τονισμένη συλλαβή προφέρεται πιο δυνατά σε σύγκριση με τις άλλες. Ο μουσικός τόνος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας άρχισε να κλονίζεται και, στη συνέχεια, να αντικαθίσταται από τον δυναμικό πολύ πιο νωρίς, και, συγκεκριμένα, στα χρόνια του Μεγαλέξανδρου.
Ο τονισμός στην αρχαιότητα διέφερε και σε άλλο σημείο από τον σημερινό, επειδή, εκτός από μουσικός, ήταν και ποσοτικός. Τα διάφορα φωνήεντα δεν προφέρονταν σε ίσο χρόνο, δηλαδή όπως τα προφέρουμε εμείς σήμερα, αλλά είτε ήταν βραχύχρονα, ήτοι είχαν βραχύ (σύντομο) χρόνο, είτε ήταν μακρόχρονα, δηλαδή είχαν μακρύ (πιο εκτεταμένο) χρόνο. Οι διάφορες, λέξεις προφέρονταν ανάλογα με τα φωνήεντα που περιείχαν (μακρόχρονα ή βραχύχρονα) και, εκτός από αυτό, μαζί με μια μουσική ταλάντωση στην τονισμένη συλλαβή. Αργότερα, όλα τα φωνήεντα, μακρόχρονα και βραχύχρονα, απέκτησαν ίσο χρόνο, επήλθε, δηλαδή, ένα είδος εξίσωσης όλων των φωνηέντων. Στη διάρκεια των κλασικών χρόνων, τα τρία φωνήεντα, το η, το ι και το υ, είχαν το καθένα τους διαφορετική προφορά από τα άλλα. Στα χρόνια της Κοινής άρχισαν να προφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ήτοι και τα τρία φωνήεντα προφέρονταν όπως προφέρεται το σημερινό ι. Αυτή η εξομοίωση των φωνηέντων έλαβε χώρα, για όλες γενικά τις τότε χώρες του ελληνικού κόσμου, γύρω στον 2ο μ.Χ. αιώνα.
Οι φθόγγοι αλλάζουν επίσης, προφορά και αρχίζουν να προφέρονται με τον τρόπο που αυτοί προφέρονται σήμερα, από εμάς. Σημαντική αλλαγή σημειώθηκε και στην προφορά των διφθόγγων της αρχαίας ελληνικής, που ήταν οι εξής: ει, οι, αι, υι, ου, αυ, ευ, ηυ. Προηγουμένως, το κάθε φωνήεν του διφθόγγου είχε τη δική του ξεχωριστή φωνή, ήτοι το πρώτο φωνήεν προφερόταν ξεχωριστά από το δεύτερο. Όμως, οι δύο διαφορετικοί φθόγγοι (φωνές) προφέρονταν και οι δύο στον χρόνο μιας συλλαβής, δηλ. πολύ γρήγορα. Από τα χρόνια της Κοινής, οι δίφθογγοι συνταυτίζονται πλέον με απλά σύμφωνα και, έτσι, αποκτούν τη σημερινή τους προφορά και τη σημερινή τους ονομασία, ήτοι δεν λέγονται πια δίφθογγοι αλλά δίψηφα φωνήεντα. Κατόπιν τούτου, οι δίφθογγοι της αρχαίας γλώσσας ή τα σημερινά δίψηφα φωνήεντα προφέρονταν με μια φωνή μόνο. Με αυτήν την εξέλιξη ο φθόγγος ι απέκτησε, στην ουσία, έξι διαφορετικές γραφές, τις εξής: ι, η, υ, ει, οι και υι. Στην προφορά, όμως, έχουμε ένα μονάχα, και ακριβώς τον ίδιο, φθόγγο (φωνή), δηλ. προφέρονται όλοι όπως προφέρεται το φωνήεν ι. Άλλη αλλαγή, που σημειώθηκε γύρω στην ίδια εποχή, ήταν η προφορά είτε ως β είτε ως φ του δεύτερου φωνήεντος των διφθόγγων αυ (αύριο, αυτός), ευ (εύγε, ευτυχώς) και ηυ (εξηύρε, ηυτύχησε). Ανάλογη ήταν και η εξέλιξη των φωνηέντων ο και ω. Η προφορά τους, που προηγουμένως διέφερε, τώρα εξομοιώνεται και, έτσι, τα δύο φωνήεντα προφέρονται όπως ακριβώς γίνεται σήμερα.
Επίσης, σημαντική αλλαγή ήταν ο περιορισμός σε δύο των τριών αριθμών της αρχαίας γλώσσας. Εγκαταλείπεται, οριστικά πια, ο δυϊκός αριθμός, που δήλωνε δύο πράγματα ή δύο όντα (οφθαλμώ = οι δύο οφθαλμοί, ιατρώ = οι δύο ιατροί) και παραμένουν ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός. Εκτός από όλα αυτά, η δοτική πτώση (τω αδελφώ, τοις αδελφοίς, τη μητρί, ταις μητράσι, τω εδάφει, τοις εδάφεσι) αρχίζει να μπαίνει στο περιθώριο και, τελικώς, αχρηστεύεται. Τη θέση της παίρνει είτε η αιτιατική είτε και η γενική. Εγκαταλείπονται, ακόμη, τα αττικόκλιτα ονόματα, που πήραν αυτήν την ονομασία, επειδή γινόταν χρήση τους από όσους μιλούσαν την αττική διάλεκτο. Αυτά τα ονόματα ανήκαν στη δεύτερη κλίση, αλλά είχαν καταλήξεις σε -ως, -ω και όχι τις κανονικές καταλήξεις των δευτερόκλιτων ονομάτων, που είναι -ος, -ου. Τώρα, αντί ο νεώς, του νεώ, έλεγαν και έγραφαν ο ναός, του ναού.
Με όλες αυτές τις αλλαγές και διαφοροποιήσεις, όπως και με άλλες μικρότερης σημασίας, η ελληνική γλώσσα των κλασικών χρόνων έδωσε τη σκυτάλη στην Κοινή της ελληνιστικής περιόδου. Πολλές από τις μεταβολές και διαφοροποιήσεις της ελληνικής γλώσσας που πραγματοποιήθηκαν και οριστικοποιήθηκαν στη διάρκεια της αλεξανδρινής περιόδου οφείλονται, εκτός των άλλων, στη φυσιολογική εξέλιξη που υφίσταται μια ζωντανή γλώσσα. Όλοι συμφωνούν πως οι μεταβολές και διαφοροποιήσεις που παρατηρήθηκαν στην ελληνική γλώσσα, στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν πράγματι ουσιαστικές και είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της λεγόμενης Κοινής, που αποτελούσε τη δημοτική γλώσσα εκείνης της εποχής και ήταν εξέλιξη της αττικής γλώσσας του 5ου και του 4ου π. Χ. αιώνα. Η Κοινή ήταν η γλώσσα που μιλούσαν και κατανοούσαν οι πιο πολλοί άνθρωποι στα χρόνια του Χριστού. Σε αυτήν τη γλώσσα γράφτηκαν τα Ευαγγέλια και διάφορα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης και στην ίδια γλώσσα μεταφράστηκαν και τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Χριστόδουλος Τζιονής, Φιλόλογος
Οι τόνοι (οξεία, βαρεία, περισπωμένη |) και τα πνεύματα (ψιλή και δασεία) ήταν επινόηση των φιλολόγων της αλεξανδρινής εποχής, που χρησιμοποίησαν τα σημάδια αυτά για να γράφουν τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να τις προφέρουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίον προφέρονταν από τους Έλληνες των κλασικών χρόνων. Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, στην αρχή, δεν σημείωναν τα τονικά σημάδια σε όλες τις λέξεις, αλλά μονάχα στις άγνωστες για τους σπουδαστές τους λέξεις, που συναντούσαν στη διάρκεια της μελέτης των κειμένων της κλασικής περιόδου. Με τα τονικά σημάδια οι σπουδαστές κατόρθωναν να αποδίδουν στις άγνωστες λέξεις την προφορά που είχαν αυτές κατά την κλασική περίοδο. Στη συνέχεια, αποδείχτηκε πως η επινόηση αυτή των αλεξανδρινών φιλολόγων εξυπηρετούσε και τους ξενόγλωσσους κατοίκους της Ανατολής, που, εκ των πραγμάτων, ήταν αναγκασμένοι να εκμαθαίνουν την Ελληνική ως δεύτερή τους γλώσσα. Όπως είναι γνωστό, η ελληνική γλώσσα της εποχής εκείνης είχε γίνει το όργανο επικοινωνίας εκατομμυρίων αλλόγλωσσων ανθρώπων της Ανατολής και όχι μόνο.
Η πιο σημαντική και θεαματική διαφοροποίηση ήταν η αντικατάσταση του μουσικού τόνου της αρχαίας γλώσσας με τον δυναμικό τόνο, που επικρατεί από τότε μέχρι σήμερα. Στη διάρκεια της κλασικής αρχαιότητας, όπως και πρωτύτερα αλλά και λίγο αργότερα, η τονισμένη συλλαβή της καθεμιάς λέξης είχε μουσικά υψηλότερη προφορά σε σχέση με τις άλλες συλλαβές της ίδιας λέξης, ενώ απλώς, σήμερα, η τονισμένη συλλαβή προφέρεται πιο δυνατά σε σύγκριση με τις άλλες. Ο μουσικός τόνος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας άρχισε να κλονίζεται και, στη συνέχεια, να αντικαθίσταται από τον δυναμικό πολύ πιο νωρίς, και, συγκεκριμένα, στα χρόνια του Μεγαλέξανδρου.
Ο τονισμός στην αρχαιότητα διέφερε και σε άλλο σημείο από τον σημερινό, επειδή, εκτός από μουσικός, ήταν και ποσοτικός. Τα διάφορα φωνήεντα δεν προφέρονταν σε ίσο χρόνο, δηλαδή όπως τα προφέρουμε εμείς σήμερα, αλλά είτε ήταν βραχύχρονα, ήτοι είχαν βραχύ (σύντομο) χρόνο, είτε ήταν μακρόχρονα, δηλαδή είχαν μακρύ (πιο εκτεταμένο) χρόνο. Οι διάφορες, λέξεις προφέρονταν ανάλογα με τα φωνήεντα που περιείχαν (μακρόχρονα ή βραχύχρονα) και, εκτός από αυτό, μαζί με μια μουσική ταλάντωση στην τονισμένη συλλαβή. Αργότερα, όλα τα φωνήεντα, μακρόχρονα και βραχύχρονα, απέκτησαν ίσο χρόνο, επήλθε, δηλαδή, ένα είδος εξίσωσης όλων των φωνηέντων. Στη διάρκεια των κλασικών χρόνων, τα τρία φωνήεντα, το η, το ι και το υ, είχαν το καθένα τους διαφορετική προφορά από τα άλλα. Στα χρόνια της Κοινής άρχισαν να προφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ήτοι και τα τρία φωνήεντα προφέρονταν όπως προφέρεται το σημερινό ι. Αυτή η εξομοίωση των φωνηέντων έλαβε χώρα, για όλες γενικά τις τότε χώρες του ελληνικού κόσμου, γύρω στον 2ο μ.Χ. αιώνα.
Οι φθόγγοι αλλάζουν επίσης, προφορά και αρχίζουν να προφέρονται με τον τρόπο που αυτοί προφέρονται σήμερα, από εμάς. Σημαντική αλλαγή σημειώθηκε και στην προφορά των διφθόγγων της αρχαίας ελληνικής, που ήταν οι εξής: ει, οι, αι, υι, ου, αυ, ευ, ηυ. Προηγουμένως, το κάθε φωνήεν του διφθόγγου είχε τη δική του ξεχωριστή φωνή, ήτοι το πρώτο φωνήεν προφερόταν ξεχωριστά από το δεύτερο. Όμως, οι δύο διαφορετικοί φθόγγοι (φωνές) προφέρονταν και οι δύο στον χρόνο μιας συλλαβής, δηλ. πολύ γρήγορα. Από τα χρόνια της Κοινής, οι δίφθογγοι συνταυτίζονται πλέον με απλά σύμφωνα και, έτσι, αποκτούν τη σημερινή τους προφορά και τη σημερινή τους ονομασία, ήτοι δεν λέγονται πια δίφθογγοι αλλά δίψηφα φωνήεντα. Κατόπιν τούτου, οι δίφθογγοι της αρχαίας γλώσσας ή τα σημερινά δίψηφα φωνήεντα προφέρονταν με μια φωνή μόνο. Με αυτήν την εξέλιξη ο φθόγγος ι απέκτησε, στην ουσία, έξι διαφορετικές γραφές, τις εξής: ι, η, υ, ει, οι και υι. Στην προφορά, όμως, έχουμε ένα μονάχα, και ακριβώς τον ίδιο, φθόγγο (φωνή), δηλ. προφέρονται όλοι όπως προφέρεται το φωνήεν ι. Άλλη αλλαγή, που σημειώθηκε γύρω στην ίδια εποχή, ήταν η προφορά είτε ως β είτε ως φ του δεύτερου φωνήεντος των διφθόγγων αυ (αύριο, αυτός), ευ (εύγε, ευτυχώς) και ηυ (εξηύρε, ηυτύχησε). Ανάλογη ήταν και η εξέλιξη των φωνηέντων ο και ω. Η προφορά τους, που προηγουμένως διέφερε, τώρα εξομοιώνεται και, έτσι, τα δύο φωνήεντα προφέρονται όπως ακριβώς γίνεται σήμερα.
Επίσης, σημαντική αλλαγή ήταν ο περιορισμός σε δύο των τριών αριθμών της αρχαίας γλώσσας. Εγκαταλείπεται, οριστικά πια, ο δυϊκός αριθμός, που δήλωνε δύο πράγματα ή δύο όντα (οφθαλμώ = οι δύο οφθαλμοί, ιατρώ = οι δύο ιατροί) και παραμένουν ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός. Εκτός από όλα αυτά, η δοτική πτώση (τω αδελφώ, τοις αδελφοίς, τη μητρί, ταις μητράσι, τω εδάφει, τοις εδάφεσι) αρχίζει να μπαίνει στο περιθώριο και, τελικώς, αχρηστεύεται. Τη θέση της παίρνει είτε η αιτιατική είτε και η γενική. Εγκαταλείπονται, ακόμη, τα αττικόκλιτα ονόματα, που πήραν αυτήν την ονομασία, επειδή γινόταν χρήση τους από όσους μιλούσαν την αττική διάλεκτο. Αυτά τα ονόματα ανήκαν στη δεύτερη κλίση, αλλά είχαν καταλήξεις σε -ως, -ω και όχι τις κανονικές καταλήξεις των δευτερόκλιτων ονομάτων, που είναι -ος, -ου. Τώρα, αντί ο νεώς, του νεώ, έλεγαν και έγραφαν ο ναός, του ναού.
Με όλες αυτές τις αλλαγές και διαφοροποιήσεις, όπως και με άλλες μικρότερης σημασίας, η ελληνική γλώσσα των κλασικών χρόνων έδωσε τη σκυτάλη στην Κοινή της ελληνιστικής περιόδου. Πολλές από τις μεταβολές και διαφοροποιήσεις της ελληνικής γλώσσας που πραγματοποιήθηκαν και οριστικοποιήθηκαν στη διάρκεια της αλεξανδρινής περιόδου οφείλονται, εκτός των άλλων, στη φυσιολογική εξέλιξη που υφίσταται μια ζωντανή γλώσσα. Όλοι συμφωνούν πως οι μεταβολές και διαφοροποιήσεις που παρατηρήθηκαν στην ελληνική γλώσσα, στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν πράγματι ουσιαστικές και είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της λεγόμενης Κοινής, που αποτελούσε τη δημοτική γλώσσα εκείνης της εποχής και ήταν εξέλιξη της αττικής γλώσσας του 5ου και του 4ου π. Χ. αιώνα. Η Κοινή ήταν η γλώσσα που μιλούσαν και κατανοούσαν οι πιο πολλοί άνθρωποι στα χρόνια του Χριστού. Σε αυτήν τη γλώσσα γράφτηκαν τα Ευαγγέλια και διάφορα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης και στην ίδια γλώσσα μεταφράστηκαν και τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Χριστόδουλος Τζιονής, Φιλόλογος
No comments :
Post a Comment