14/01/2020

Oi επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προκαλούν προβληματισμό.

Η κρίση στη Λιβύη κυριαρχεί στη διεθνή επικαιρότητα και όλα δείχνουν ότι δεν θα πάψει να μας απασχολεί. Αντιγράφοντας τη συνταγή που ακολούθησε με επιτυχία στη Συρία, ο Πούτιν παρενέβη, εκμεταλλευόμενος την απροθυμία του Τραμπ και καθορίζει για μια ακόμη φορά το αποτέλεσμα.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική διπλωματία αυτοεγκλωβίζεται σε ρητορική για εσωτερική κατανάλωση. Επαναλαμβάνει μονότονα τα περί “διεθνούς απομόνωσης της Τουρκίας”, ενώ στη Διάσκεψη του Βερολίνου είναι προσκεκλημένη μόνο η Άγκυρα!
Και στην περίπτωση της Λιβύης, αυτό που δείχνει να επαληθεύεται, είναι ότι η Τουρκία που αγωνίζεται με κάθε τρόπο να σπάσει αυτό που θεωρεί απομόνωσή της στον μεσογειακό χώρο, καταλήγει να εξαρτάται απολύτως από τη ρωσική διπλωματία. Η Άγκυρα δείχνει να αυτονομείται στη Λιβύη, όπως και στη Συρία, αλλά την επόμενη αποδεικνύεται ότι οι κινήσεις της ήταν σχεδιασμένες για το τραπέζι των διαπραγματεύσεων Μόσχας-Άγκυρας, όπου καθορίζονται τα περιθώρια των τουρκικών κινήσεων επί της ουσίας στα όρια της ρωσικής ανοχής.
Από την άλλη πλευρά, η Μόσχα κάνει συμβιβασμούς, επειδή θέλει να κρατήσει προσδεδεμένη στο δικό της άρμα τους Τούρκους. 
Τa δεδομένα αυτά οδηγούν σε δυο συμπεράσματα που αφορούν την ελληνική στάση. Αφενός για τα περί “διεθνούς απομόνωσης” της Τουρκίας, αφετέρου για τις επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, οι οποίες προκαλούν εύλογο προβληματισμό.

Όσον αφορά την απομόνωση της Τουρκίας, πρόκειται για μισή αλήθεια. Παρά την θέση πολλών κρατών ότι η Τουρκία είναι αποσταθεροποιητικός παράγοντας, ουδείς διανοείται να κινηθεί με τιμωρητική διάθεση. Αντιθέτως, δεν υπάρχει διεθνής πρωτοβουλία ή ακόμα και διαβούλευση που να αφορά τη Λιβύη που να μην συμπεριλαμβάνει τον τουρκικό παράγοντα. Αυτό είναι αυτονόητο, από τη στιγμή που προτάσσεται από όλες τις πλευρές -της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης- η διπλωματική διευθέτηση της κρίσης. Ασχέτως εάν μια πλευρά της διένεξης θεωρείται ταραξίας, διπλωματική διευθέτηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη συμμετοχή του. Κάπου εκεί, εκ των πραγμάτων, εισέρχονται στην εξίσωση και τα ελληνικά συμφέροντα. Παρά τον εξόφθαλμα παράνομο τουρκικό ισχυρισμό ότι τα νησιά δεν δικαιούνται θαλασσίων ζωνών πέραν των χωρικών υδάτων, το ζήτημα της σχετικής συμφωνίας Τουρκίας-Λιβύης απουσιάζει -καταρχήν- από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αντικείμενο είναι η έμπρακτη τουρκική υποστήριξη στην κυβέρνηση της Τρίπολης, μέρος της οποίας είναι τα δυο επίμαχα Μνημόνια, το ένα για τη στρατιωτική βοήθεια στην κυβέρνηση Σάρατζ και το άλλο που αφορά στην αυθαίρετη οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών.

Δεδομένων των δυσκολιών λογιστικής υποστήριξης κυρίως των τουρκικών χερσαίων δυνάμεων που θα στέλνονταν στη Λιβύη και των κινδύνων που θα αντιμετώπιζαν εκεί, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το σχετικό Μνημόνιο υπογράφτηκε για να αποτελέσει διπλωματικό χαρτί προς ανταλλαγή. Βασικός στόχος της Τουρκίας, όταν δεν μπορεί να επιβάλλει τετελεσμένα διά της ισχύος, λόγω των αντιδράσεων και αντισυσπειρώσεων που προκαλεί, είναι να βραχυκυκλώσει τις εξελίξεις που θεωρεί ότι αντιβαίνουν στα τουρκικά συμφέροντα. Αυτό διαβιβάζει το εκβιαστικό προς κάθε κατεύθυνση μήνυμα, ότι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να βρουν τρόπο να συμπεριλάβουν την Τουρκία στα σχέδιά τους, αλλιώς θα πληγούν από το τουρκικής ενορχήστρωσης αδιέξοδο. Σε αυτό το σημείο συμπίπτουν τα τουρκικά με τα ρωσικά συμφέροντα.

Η Ρωσία αφενός ζητά να αποτρέψει τις αμερικανικές κινήσεις εξοβελισμού της από τα θερμά νερά της Μεσογείου, αφετέρου να ενισχύσει τις πιθανότητες εξεύρεσης κι άλλης φιλόξενης βάσης (πλην αυτή στην Ταρτούς της Συρίας) για το ρωσικό Ναυτικό. Επιπρόσθετα, επιδιώκει να βραχυκυκλώσει τα σχέδια ενεργειακής αυτονόμησης της Ευρώπης, με τη διοχέτευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου και μέσω του αγωγού EastMed. Το μήνυμα της Μόσχας είναι σχεδόν ταυτόσημο με αυτό της Άγκυρας: “Δεν θα προχωρήσει κανένα σχέδιο που δεν θα εξασφαλίσει την ρωσική αποδοχή”.

Το συμπέρασμα είναι, ότι η “απομόνωση της Τουρκίας” που επαναλαμβάνει στερεοτυπικά η ελληνική και κυπριακή διπλωματία, είναι επικοινωνιακό μήνυμα με προορισμό κυρίως το εσωτερικό της ελλαδικής και της κυπριακής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, η ακριβής μετάφραση της “τουρκικής απομόνωσης”, είναι η “μη συμφωνία” της μεγάλης πλειονότητας των κρατών με τις θέσεις της Άγκυρας. Άλλο το ένα, όμως κι άλλο το άλλο. Η Τουρκία γνώριζε πολύ καλά τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε όταν αποφάσιζε να κινηθεί στο μέτωπο της Λιβύης. Γνώριζε ότι θα τεθεί απέναντι στα ρωσικά συμφέροντα. Όμως, θεωρούσε ότι θα μπορούσε να διαπραγματευτεί, αφού στη σχέση της με τη Ρωσία, η Τουρκία δεν επιδεικνύει την αμετροέπεια που επιδεικνύει έναντι σχεδόν όλων των υπολοίπων. Έτσι και έγινε. Όπως αποδείχθηκε, για λόγους που ήδη εξηγήθηκαν, ούτε η Μόσχα επιθυμούσε την ολοκληρωτική επικράτηση των δυνάμεων του Χάφταρ. Οπότε, για μια ακόμη φορά, Τουρκία και Ρωσία βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με αντικείμενο τη διευθέτηση άλλου ένα περιφερειακού θέματος ασφαλείας.

Η ουσία είναι ότι η τουρκική διπλωματία βρίσκεται εντός κάθε διαβούλευσης και διεργασίας που αφορά τη Λιβύη, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για την Ελλάδα. Αλγεινές εντυπώσεις έχει προκαλέσει η ανακοίνωση από τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια ότι η Ελλάδα δεν έχει λάβει πρόσκληση να συμμετάσχει στη Διάσκεψη του Βερολίνου. Και μόνο αυτή η εξέλιξη θα αρκούσε για να απαξιωθεί ο επικοινωνιακός ισχυρισμός της Αθήνας ότι η Τουρκία απομονώνεται. Το πρόβλημα όμως είναι πολύ βαθύτερο και αντανακλά την εικόνα που φαίνεται πως έχουν οι χώρες-πρωταγωνιστές για την Ελλάδα, όταν η κρίση στη Λιβύη θίγει ευθέως τα ελληνικά συμφέροντα. Η Τουρκία εμπλέκεται στη Λιβύη όχι γιατί θίγονται θεμιτά συμφέροντά της, αλλά επειδή χρησιμοποιεί την κυβέρνηση Σαράτζ για να προωθήσει τα επεκτατικά σχέδιά της. Σχέδια που αντίκεινται στο διεθνές δίκαιο, το οποίο δηλώνουν όλοι ότι σέβονται. Ακόμα και η Τουρκία, καθώς μονίμως “ερμηνεύει” κατά το δοκούν τις διατάξεις του, χωρίς να το αμφισβητεί ρητά.

Ας κρατήσουμε τη μη πρόσκληση της Ελλάδας στην Διάσκεψη για τη Λιβύη, παρότι εμπλέκονται άμεσα ελληνικά συμφέροντα. Ποιά είναι η αντίδραση της ελληνικής διπλωματίας; Πραγματοποίησε ο Νίκος Δένδιας διάβημα διαμαρτυρίας στον Γερμανό ομόλογό του; Μήπως ο “δεδομένος και προβλέψιμος” σύμμαχος εφησυχάζει ότι η “φίλη και εταίρος” Γερμανία με την παραδοσιακή προνομιακή γεωστρατηγική σχέση με την Τουρκία, θα σεβαστεί τις ελληνικές ανησυχίες και θα αναλάβει την προάσπιση των νομίμων αιτιάσεων της Αθήνας; Μήπως ο Έλληνας πρωθυπουργός ζήτησε να μιλήσει με την Γερμανίδα καγκελάριο; Ή μήπως επιχείρησε να επικοινωνήσει με τον Βλαντιμίρ Πούτιν για να τεθούν τα ζητήματα επί τάπητος και να ζητηθεί ο σεβασμός της διεθνούς νομιμότητας; Μήπως η ελληνική πλευρά φοβάται ότι η Μόσχα θα της υπενθυμίσει ότι είχε ζητήσει παρασκηνιακά, όχι να μην αναγνωριστεί η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας, αλλά να μην κινηθεί βεβιασμένα η Αθήνα, αναμένοντας κίνηση πρώτα από άλλα Πατριαρχεία; Το Βερολίνο θα κρυφτεί πίσω από τη θέση ότι προτεραιότητα είναι η σταθεροποίηση της κατάστασης στη Λιβύη και η κατάπαυση του πυρός.

Για μία ακόμα φορά το συμπέρασμα είναι ότι εάν θέλεις να αποτελέσεις μέρος της διευθέτησης, πρέπει να είναι δρων, όχι δεδομένος και προβλέψιμος. Είναι ήττα της ελληνικής διπλωματίας οι εξελίξεις. Μήπως για μια ακόμη φορά περιμένουμε άλλους “να βγάλουν το φίδι από την τρύπα” για λογαριασμό μας; Όταν η υπόθεση της Λιβύης μπει στην ουσία της, και επειδή στη διαπραγμάτευση δίνεις και παίρνεις, η Τουρκία έχει λαμβάνειν. Και μάλιστα τα ανταλλάγματα που θα λάβει μπορεί να είναι σε βάρος των συμφερόντων του δεδομένου και προβλέψιμου.

Ζαχαρίας Β. Μίχας [Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ / ISDA)]

No comments :

Post a Comment