Ο φόβος για θερμό επεισόδιο στη Βόρεια Θάλασσα έχει ανεβάσει τα θέματα αλιείας πολύ ψηλά στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων για την επόμενη μέρα μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ που υλοποιείται οριστικά στις 31 Ιανουαρίου. Μέχρι τα τέλη του 2020 ισχύoυν μεταβατικές διατάξεις, ενώ οι δύο πλευρές καλούνται να διαπραγματευθούν μία συμφωνία για τις μελλοντικές τους σχέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΕ επιδιώκει να κλείσει το κεφάλαιο της αλιείας μέχρι την 1η Ιουλίου, αλλά αυτό θεωρείται δύσκολο, καθώς οι θέσεις των δύο πλευρών απέχουν πολύ μεταξύ τους.
"Αν δεν έχουμε συμφωνία μέχρι τα τέλη του 2020, δεν θα μπορούμε να πηγαίνουμε σε βρετανικά χωρικά ύδατα", επισημαίνει ο Ούβε Ρίχτερ, επικεφαλής του Γερμανικού Συνδέσμου Αλιέων Ανοιχτής Θάλασσας. Σχεδόν ολόκληρη η ποσότητα ρέγγας (περίπου 40.000 τόνοι) που επεξεργάζονται οι Γερμανοί σε ειδικές μονάδες, στη Βόρεια Θάλασσα, προέρχεται από βρετανικά ύδατα. Όπως λέει ο Ούβε Ρίχτερ, οι Γερμανοί αλιείς απαιτούν "να ενταχθεί η ρύθμιση για την αλιεία στη μελλοντική συμφωνία για τις εμπορικές σχέσεις και να ξεκαθαριστεί ότι η Βρετανία δεν θα έχει πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, παρά μόνο αν οι μηχανότρατες από την Ευρώπη εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση σε βρετανικά χωρικά ύδατα".
Ενώ η αλιεία δεν υπερβαίνει το 0,12% του βρετανικού ΑΕΠ, είχε μία ιδιαίτερη και εξόχως συμβολική σημασία στην πολιτική αντιπαράθεση για το Brexit. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, καθώς βρετανικά ΜΜΕ προειδοποιούν ότι επίκειται νέος "πόλεμος του μπακαλιάρου" στη Βόρεια Θάλασσα. Ο όρος είναι ιστορικά φορτισμένος, καθώς οι πρώτοι "πόλεμοι του μπακαλιάρου" χρονολογούνται από τη δεκαετία του '50, όταν η Ισλανδία επέκτεινε μονομερώς τα χωρικά της ύδατα, εκτοπίζοντας τις βρετανικές μηχανότρατες και εισπράττοντας απειλές για ένοπλη σύρραξη. Από την άλλη πλευρά είναι προς το συμφέρον της Βρετανίας να επιδιώξει μία συμβιβαστική λύση με την ΕΕ για έναν απλό λόγο: το 70% των βρετανικών εξαγωγών αλιευμάτων εξάγεται στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Διαφορετική άποψη εκφράζει η Έλσπεθ Μακντόναλντ, πρόεδρος της Scottish Fishermen Federation. Θεωρεί ότι οι εμπορικές διαπραγματεύσεις πρέπει να διαχωριστούν από τις συνομιλίες για πρόσβαση στα βρετανικά χωρικά ύδατα και ελπίζει σε έναν νέο διακανονισμό μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών, ο οποίος θα επιτρέψει στους ψαράδες από τη Σκοτία να διπλασιάσουν τις δικές τους ποσοστώσεις.Στο Πίτερχεντ της Σκωτίας, ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια για τις μηχανότρατες του μπακαλιάρου, οι απόψεις διίστανται.
https://www.dw.com/el/
- Στόχος των Βρυξελλών είναι να παραμείνει, ει δυνατόν, το σημερινό ρυθμιστικό πλαίσιο.
- Από την πλευρά τους οι Βρετανοί δηλώνουν ότι θα "αποκαταστήσουν τον έλεγχο στη ζώνη αλιείας που τους ανήκει", εννοώντας ότι θα επιμείνουν σε μία Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) 200 ναυτικών μιλίων, η οποία περιλαμβάνει τις περιοχές με τις μεγαλύτερες ποσότητες ψαριών στη Βόρεια Θάλασσα. Αλλά η έκφραση "αποκατάσταση του ελέγχου" δεν είναι ακριβής, καθώς η οριοθέτηση της ΑΟΖ είχε γίνει μετά την ένταξη της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ το 1973.
"Αν δεν έχουμε συμφωνία μέχρι τα τέλη του 2020, δεν θα μπορούμε να πηγαίνουμε σε βρετανικά χωρικά ύδατα", επισημαίνει ο Ούβε Ρίχτερ, επικεφαλής του Γερμανικού Συνδέσμου Αλιέων Ανοιχτής Θάλασσας. Σχεδόν ολόκληρη η ποσότητα ρέγγας (περίπου 40.000 τόνοι) που επεξεργάζονται οι Γερμανοί σε ειδικές μονάδες, στη Βόρεια Θάλασσα, προέρχεται από βρετανικά ύδατα. Όπως λέει ο Ούβε Ρίχτερ, οι Γερμανοί αλιείς απαιτούν "να ενταχθεί η ρύθμιση για την αλιεία στη μελλοντική συμφωνία για τις εμπορικές σχέσεις και να ξεκαθαριστεί ότι η Βρετανία δεν θα έχει πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, παρά μόνο αν οι μηχανότρατες από την Ευρώπη εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση σε βρετανικά χωρικά ύδατα".
Ενώ η αλιεία δεν υπερβαίνει το 0,12% του βρετανικού ΑΕΠ, είχε μία ιδιαίτερη και εξόχως συμβολική σημασία στην πολιτική αντιπαράθεση για το Brexit. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, καθώς βρετανικά ΜΜΕ προειδοποιούν ότι επίκειται νέος "πόλεμος του μπακαλιάρου" στη Βόρεια Θάλασσα. Ο όρος είναι ιστορικά φορτισμένος, καθώς οι πρώτοι "πόλεμοι του μπακαλιάρου" χρονολογούνται από τη δεκαετία του '50, όταν η Ισλανδία επέκτεινε μονομερώς τα χωρικά της ύδατα, εκτοπίζοντας τις βρετανικές μηχανότρατες και εισπράττοντας απειλές για ένοπλη σύρραξη. Από την άλλη πλευρά είναι προς το συμφέρον της Βρετανίας να επιδιώξει μία συμβιβαστική λύση με την ΕΕ για έναν απλό λόγο: το 70% των βρετανικών εξαγωγών αλιευμάτων εξάγεται στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Διαφορετική άποψη εκφράζει η Έλσπεθ Μακντόναλντ, πρόεδρος της Scottish Fishermen Federation. Θεωρεί ότι οι εμπορικές διαπραγματεύσεις πρέπει να διαχωριστούν από τις συνομιλίες για πρόσβαση στα βρετανικά χωρικά ύδατα και ελπίζει σε έναν νέο διακανονισμό μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών, ο οποίος θα επιτρέψει στους ψαράδες από τη Σκοτία να διπλασιάσουν τις δικές τους ποσοστώσεις.Στο Πίτερχεντ της Σκωτίας, ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια για τις μηχανότρατες του μπακαλιάρου, οι απόψεις διίστανται.
- "Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική ήταν μία καταστροφή για τους Σκωτσέζους ψαράδες", λέει ο Ντέιβιντ Καρένο, που ψαρεύει από τα 16 του χρόνια στη Βόρεια Θάλασσα. Λέει επίσης ότι, κάθε τόσο, οι Ευρωπαίοι μειώνουν τις επιτρεπόμενες ποσοστώσεις και γι αυτό "δεν βλέπει τη μέρα" να φύγει η Βρετανία από την ΕΕ.
- Ο Άντριου Τσαρλς, διευθυντής σε μονάδα επεξεργασίας και τυποποίησης ψαριών, έχει άλλη γνώμη και υποστηρίζει ότι "η αλιευτική βιομηχανία δεν ήταν ποτέ τόσο επιτυχημένη και επικερδής όσο είναι σήμερα".
https://www.dw.com/el/
No comments :
Post a Comment