Η οικολογική φορολογία ή η επιβολή «φόρου άνθρακα» που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα στη Γαλλία οδήγησε επί της ουσίας στη γνωστή μακροχρόνια εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων». Επ’ αυτού έγκυροι αναλυτές δηλώνουν ότι εάν η γαλλική κυβέρνηση είχε έγκαιρα διαβάσει την δημοσιευθείσα έκθεση της «Επιτροπής Ενέργειας» της Ακαδημίας Επιστημών της Γαλλίας (Comité de prospective en Εnergie de l’Académie des Sciences) που της υποβλήθηκε στις 19 Απριλίου 2017, θα μπορούσε να είχε αποφύγει τις βίαιες ταραχές. Σημειώνεται ότι οι ταραχές ξέσπασαν μετά από τις σχετικές αποφάσεις για αύξηση των τιμών των ορυκτών καυσίμων και των καυσίμων γενικότερα με στόχο τη συγκράτηση της κατανάλωσης. Οι παραπάνω ατυχείς αποφάσεις σχετίζονται με τη διαμόρφωση μιάς περιόδου «Ενεργειακής Μετάβασης» που θα μπορούσε να οδηγήσει το 2050 τη Γαλλία και την Ευρώπη στην διαμόρφωση μηδενικών εκπομπών αερίου διοξειδίου του άνθρακα χωρίς επιπτώσεις στην οικονομία.
Ο υποφαινόμενος, ως αντιπρόεδρος της Flow Energy S.A., θα παραθέσω με προσοχή τις λεπτομέρειες της υποβληθείσας έκθεσης από την Επιτροπή Ενέργειας της Ακαδημίας ώστε να μπορέσει ο κάθε αναγνώστης να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα τόσο για την Γαλλία αλλά και για την Ελλάδα. Η έκθεση της Ακαδημίας επιστημών της Γαλλίας υπογράφεται από 20 μέλη της και έχει τίτλο: «Το ζήτημα της ενεργειακής μετάβασης έχει πράγματι τεθεί σωστά στις τρέχουσες διαβουλεύσεις;». Η έκθεση περιγράφει με απόλυτη σαφήνεια ότι το θέμα της «ενεργειακής μετάβασης» αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ζήτημα διότι απαιτεί τον έλεγχο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέσω της μείωσης της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακα). Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε ουσιαστική αλλαγή των τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας (στις ηλεκτρικές μεταφορές, μόνωση κτιρίων, ψηφιοποίηση της ατομικής κατανάλωσης κλπ). Ωστόσο, αναφέρεται ότι το παραπάνω ζήτημα τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ευρώπη, δεν αντιμετωπίστηκε μέχρι σήμερα λαμβάνοντας υπόψη το πλήρες μέγεθος του προβλήματος. Στην πραγματικότητα, τα προγράμματα ενεργειακής πολιτικής έπρεπε να λάβουν καλύτερα υπόψη τους φυσικούς, τεχνολογικούς και οικονομικούς περιορισμούς.
Ηλίας Κονοφάγος (Μέλος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών)
Στην παρούσα φάση, οι πολίτες της Γαλλίας θα μπορούσαν να οδηγηθούν στο να πιστέψουν ότι θα ήταν δυνατή μία μαζική ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως μέσο απανθρακοποίησης, απαλλάσσοντας έτσι το όλο σύστημα, τόσο από τα ορυκτά καύσιμα όσο και από την πυρηνική ενέργεια. Η ενεργειακή μεταβατική λύση οφείλει να προσαρμόζεται σε κάθε χώρα με διαφορετικό τρόπο, δεδομένου ότι εξαρτάται από τους γεωγραφικούς και κλιματικούς περιορισμούς της. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο π.χ. το Κεμπέκ, χάρη στα ισχυρά ποτάμια που έχουν την πηγή τους στο βόρειο τμήμα της χώρας, έχει την πολυτέλεια να καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες της επαρχίας αυτής, κατά 98% από υδροηλεκτρική ενέργεια. Ορισμένες χώρες αντιμετωπίζουν κρίσιμες ανάγκες θέρμανσης ώστε να ανταπεξέλθουν στις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες που διαθέτουν. Άλλες δε, είναι ιδιαίτερα αστικοποιημένες, ενώ είναι και εκείνες που έχουν πολύ περισσότερο αγροτικό πληθυσμό. Αυτές οι διαφορές, όσον αφορά τη γεωγραφία και την οικονομική δραστηριότητα, οδηγούν σε διαφορετικούς περιορισμούς στο πιθανό «μείγμα» ενέργειας. Συνεπώς, δεν υπάρχει καθολική βέλτιστη λύση σε αυτή την επιλογή ενεργειακής πολιτικής.
Από πρακτική άποψη, η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι a priori ελκυστική, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τις πραγματικότητες. Ας θυμηθούμε, πρώτα, ότι η ηλεκτρική ενέργεια αντιπροσωπεύει μόνο το 25% της ενεργειακής κατανάλωσης και, επομένως, είναι σημαντικό να γίνει διάκριση του ενεργειακού μείγματος που αφορά όλες τις δραστηριότητες παραγωγής ηλεκτρικού μείγματος. Για τις ανεμογεννήτριες, ο μέσος συντελεστής φορτίου στη Γαλλία (αναλογία μεταξύ της παραγόμενης ενέργειας και εκείνης που αντιστοιχεί στη μέγιστη ισχύ που εμφανίζεται) είναι 23%, ενώ είναι 13% για ηλιακά φωτοβολταϊκά. Για να επιτευχθεί ένα δεδομένο επίπεδο ενέργειας, είναι συνεπώς απαραίτητο να υπάρξουν εγκατεστημένες ενεργειακές μονάδες με ισχύ πολλές φορές μεγαλύτερη από την τιμή που ικανοποιεί τη ζήτηση. Όσον αφορά το επίπεδο ισχύος, η κατάσταση είναι ακόμη δυσμενέστερη, δεδομένου ότι ο λόγος της εγκατεστημένης ισχύος με την εγγυημένη ισχύ μονάδος είναι της τάξεως των 20% για τις ανεμογεννήτριες. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της παραγωγής αιολικής ενέργειας, που δείχνει ότι η διαθέσιμη ισχύς από όλες τις χερσαίες ανεμογεννήτριες που είναι τοποθετημένες στο γαλλικό έδαφος πέφτει πολύ συχνά στο 5% της εγκατεστημένης ισχύος. Έτσι, ένα σύνολο που μπορεί καταρχήν να παρέχει 10 GW παράγει μόνο 0,5 GW για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Αυτή η μεταβλητότητα των αιολικών και ηλιακών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας απαιτεί την εφαρμογή εναλλακτικών ενεργειών, για να ξεπεραστεί αυτή η μεταβλητότητα και να αντισταθμιστεί η πτώση της παραγωγής που οφείλεται στην απουσία του ανέμου ή του ήλιου. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι οι ανταλλαγές ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσαν να μετριάσουν αυτό το πρόβλημα. Αλλά εποχιακά, οι νύχτες είναι σχεδόν παντού μακράς διάρκειας ταυτόχρονα στην Ευρώπη, και συχνά εκτεταμένοι αντικυκλώνες καλύπτουν τόσο τη Γαλλία όσο και τις γειτονικές χώρες της. Μια λύση σε αυτά τα εποχιακά διαλείμματα ενεργειακής απόδοσης θα μπορούσε να ήταν η μαζική αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας σε περιόδους που υπάρχει πλεόνασμα, ώστε να είναι διαθέσιμη σε στιγμές που θα χρειαζόταν. Αλλά η υδροηλεκτρική χωρητικότητα αποθήκευσης στη Γαλλία είναι σήμερα σχεδόν κορεσμένη. Συνεπώς, θα έπρεπε να αναπτυχθεί η έρευνα χρήσης μπαταριών ή άλλων μεθόδων αποθήκευσης που θα μπορούσαν χωρίς αμφιβολία να σημειώσουν σημαντική πρόοδο, αλλά προς το παρόν δεν είναι δυνατόν να αποθηκευτούν στη Γαλλία ούτε ένα πολύ μικρό μέρος από τα 10TWh (1TWh = 1 δισεκατομμύριο kWh) που καταναλώνει η Γαλλία σε μια εβδομάδα. Για να αποθηκευτούν δύο ημέρες αυτής της κατανάλωσης, χρησιμοποιώντας μία δοκιμασμένη τεχνολογία ιόντων-λιθίου, όπως αυτή που χρησιμοποιείται σήμερα στα αυτοκίνητα Tesla, θα απαιτούντο τουλάχιστον 12 εκατομμύρια τόνοι μπαταριών που χρησιμοποιούν 360.000 τόνους λιθίου, γνωρίζοντας ότι 40.000 τόνοι αυτού του μετάλλου εξορύσσονται παγκοσμίως κάθε χρόνο!
Θα μπορούσαν να υπάρξουν, βεβαίως, και άλλες λύσεις, όπως η χημική αποθήκευση μέσω της ηλεκτρόλυσης του νερού που παράγει υδρογόνο, έναν φορέα ενέργειας. Ωστόσο, οι λύσεις αυτές είναι προς το παρόν πολύ ακριβές, η απόδοση τους είναι εξαιρετικά χαμηλή και με μειωμένη τεχνολογική ωριμότητα. Οι πειραματισμοί σε επίπεδο κλίμακας μεγαβάτ δείχνει ότι βρισκόμαστε ακόμα μακριά από το να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε βιομηχανικά βιώσιμες λύσεις σε κλίμακα χώρας. Επιπλέον, η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών διαλειπτόμενης ενέργειας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς σημαντική επέκταση του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας για τη σύνδεση των τόπων παραγωγής, τη συλλογή της διάχυτης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται και για την αποστολή της στους χώρους κατανάλωσης.
Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος συσκότισης (blackout) σε επίπεδο χώρας ή ακόμα και της Ευρώπης, είναι σημαντικό να προβλέψουμε τα προβλήματα σταθερότητας του δικτύου που θα μπορούσαν να προκύψουν από ξαφνικές διακυμάνσεις στο επίπεδο του ανέμου ή ηλιοφάνειας. Η κοινή λογική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που εγγυάται την κατανάλωση μιας χώρας απαιτεί τη διαθεσιμότητα ενέργειας «κατ ‘απαίτηση» εκείνης που δεν υποφέρει από διαλείμματα και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαρκή βάση. Έτσι, δεν υπάρχει χώρα -απουσία χρήσης λύσεων αποθήκευσης- που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στη μεταβλητότητα της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ούτε επίσης υπάρχει κράτος που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε σημαντικό βαθμό τις ανανεώσιμες πηγές, χωρίς να προσφεύγει στη χρήση άμεσα ελεγχόμενων διαθέσιμων παραγωγής ενέργειας (από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς ή πυρηνικούς σταθμούς).
Η περίπτωση της Γερμανίας είναι υποδειγματική. Το 2011, η Γερμανία αποφάσισε να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια, η συμβολή της οποίας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν μόλις 22% το 2010, παραγωγή που, συνεπώς, δεν αντιπροσωπεύει τις ίδιες προκλήσεις με την πυρηνική παραγωγή στη Γαλλία. Έξι χρόνια αργότερα, το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας ήταν 13%, το ποσοστό ανανεώσιμης ενέργειας 30%, το οποίο είναι αξιοσημείωτο, αλλά το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων παραμένει 55%. Ήταν η αύξηση της διακεκομμένης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η οποία απαιτούσε το άνοιγμα νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα (13 GW) και την ανάπτυξη της εξόρυξης λιγνίτη. Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία εξακολουθεί να είναι ένας από τους μεγαλύτερους πομπούς CO2 στην Ευρώπη για την υψηλότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε για επιτυχία.
Η Γαλλία είναι από τις ανεπτυγμένες χώρες, ένας από τους χαμηλότερους παραγωγούς αερίων του θερμοκηπίου ανά κάτοικο (περίπου το μισό από ό,τι στη Γερμανία, τρεις φορές λιγότερο από ό,τι στις ΗΠΑ). Είναι μία από τις πιο προηγμένες στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Έτσι, η Γαλλία παράγει 540 TWh ηλεκτρικής ενέργειας με εκπομπές 46 Mt CO2/έτος, ενώ η Γερμανία παράγει 631 TWh ηλεκτρική ενέργεια εκπέμποντας 334 Mt CO2/έτος, δηλαδή 6,2 φορές περισσότερο ανά παραγόμενη κιλοβατώρα. Αυτή η σχετική αδιαφορία που υπάρχει γενικότερα για το CO2 είναι το αποτέλεσμα της, επί του παρόντος, κυρίαρχης λύσης στη Γαλλία, της πυρηνικής ενέργειας, η οποία παρέχει το 75% της ηλεκτρικής ενέργειάς της. Η πυρηνική ενέργεια είναι αντικειμενικά ο πιο αποτελεσματικός τρόπος μείωσης του μεριδίου των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η, εν λόγω, ενέργεια βασίζεται σε αναγνωρισμένη επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη, σε μια εθνική βιομηχανία με μοναδική επιχειρησιακή εμπειρία και σε μια αρμόδια και ανεξάρτητη αρχή ασφάλειας. Η πυρηνική ενέργεια απαιτεί αυστηρή διαχείριση των αποβλήτων της, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο διαδοχικών νόμων και διαρκούς και συνεπούς ερευνητικής προσπάθειας.
Ωστόσο, παραμένει η εσωτερική προσπάθεια να προχωρήσει η Γαλλία στην πρακτική εφαρμογή όσων έχουν, ήδη, μελετηθεί. Από την άλλη πλευρά, η κλασική πυρηνική βιομηχανία αντιμετωπίζει σήμερα παντού δικαιολογημένες απαιτήσεις ασφάλειας που απαιτούν επίλυση τεχνικών ζητημάτων. Στη Γαλλία πιστεύεται ότι οι οι εταιρείες και οι τεχνικοί τους έχουν μακροχρόνια εμπειρία και τις σχετικές δυνατότητες να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα και να παράσχουν τις απαιτούμενες λύσεις. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, υπάρχει μια πραγματική αντίφαση στην επιθυμία να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, μειώνοντας παράλληλα το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας σε υψηλό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, πολλές μελέτες δείχνουν ότι το συνολικό μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο μείγμα της ηλεκτρικής ενέργειας δεν θα μπορέσει μεσοπρόθεσμα να πάει πολύ πέρα από το 30-40%. Αν γινόταν αυτό, θα οδηγούσε σε μία υπέρογκη αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και σε μία αντίστοιχη αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και σε μία αμφισβήτηση της ασφάλειας μιας συνολικής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας.
Με δεδομένο ότι είναι πολύ δύσκολο να περιληφθεί ένα σημαντικό κλάσμα της ηλιακής και αιολικής ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, το πρόβλημα του 75% της μη-ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στις μεταφορές, στις κατοικίες και στη βιομηχανία αποτελεί, επίσης, μία τρομερή πρόκληση. Παράλληλα, παραμένει επιτακτική η ανάγκη να μελετηθεί η εξοικονόμηση ενέργειας που μπορεί να επιτευχθεί καθώς και η δυνατότητα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Όμως, αυτοί οι τομείς αναμένεται να παραμείνουν για τις επόμενες δεκαετίες εκτός ουσιαστικής επίδρασης από την προσθήκη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η εγχώρια απανθρακοποιημένη εσωτερική γαλλική παραγωγή θα μπορούσε να κατευθύνει κάποιες από τις ενεργειακές δραστηριότητες που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα προς την παραγωγή ηλεκτρισμού για μία καλύτερη διαχείριση του εμπορικού ισοζυγίου και για μία σημαντικότερη μείωση των εκπομπών, πολύ περισσότερο από αυτήν που επιτυγχάνεται σήμερα. Βεβαίως, στη Γαλλία και στην Ευρώπη διδαχθήκαμε ότι ήταν δυνατόν να εισάγουμε ένα σημαντικό ποσοστό ανανεώσιμης ενέργειας στο μείγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Βεβαίως, και πρέπει να πάμε προς αυτήν την κατεύθυνση, οι πολίτες το επιζητούν. Αλλά θα έπρεπε επίσης οι πολίτες να είναι πολύ πιο απαιτητικοί ζητώντας από τους εκλεγμένους αξιωματούχους τους να εργαστούν, πράγματι, σε ρεαλιστικά σενάρια που αποφεύγουν παρανοήσεις, μεταξύ των οποίων θα μπορούσαν να κάνουν την επιλογή τους και να πάρουν τις σχετικές αποφάσεις.
Αυτά τα ρεαλιστικά και συνεπή σενάρια θα πρέπει να αναφέρουν ξεκάθαρα ότι η λύση «όλα ανανεώσιμα» (tout renouvelable) δεν είναι εφικτή και να υποδείξουν μια λογική πορεία προς μια ενεργειακή επιλογή όπου η πυρηνική ενέργεια θα έχει τη θέση που θα έπρεπε στις επόμενες δεκαετίες, αν θα επιθυμούσαμε να διατηρήσουμε την ηλεκτρική ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Να πούμε επίσης ότι η συνεχής βελτίωση του ενεργειακού συστήματος περνάει μέσα από μαζικές επενδύσεις στον τομέα της βασικής έρευνας, της τεχνολογίας και της βιομηχανίας, καθώς και μέσα από πολλά άλλα ζητήματα που πρέπει να μελετηθούν (πυρηνικών αποβλήτων & ασφάλειας, αποθήκευσης ενέργειας, δέσμευσης & παγίδευσης του CO2, έξυπνων δικτύων κ.λ.π.). Τέλος, μπορούμε να θυμηθούμε ότι πέρα από την ισορροπία του ενεργειακού μίγματος, θα ήταν σοφό να συμπεριληφθεί η προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας που θα μπορούσε να επιτευχθεί ώστε να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας σε κτίρια, στις μεταφορές, στην βιομηχανία. Έτσι, θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική μείωση των τοξικών εκπομπών και οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγές ανταγωνιστικότητας, καινοτομίας και αντίστοιχων θέσεων εργασίας.
ΣΧΕΤΙΚΑ:
Ανησυχία ΕΕ για τα ηλεκτρικά συστήματα Βελγίου, Γαλλίας, Σλοβενίας και Ιταλίας
Το παράδοξο του Jevons
Το Ελντοράντο των ΑΠΕ... «Λαμόγια με το γράμμα του Νόμου»
Ο υποφαινόμενος, ως αντιπρόεδρος της Flow Energy S.A., θα παραθέσω με προσοχή τις λεπτομέρειες της υποβληθείσας έκθεσης από την Επιτροπή Ενέργειας της Ακαδημίας ώστε να μπορέσει ο κάθε αναγνώστης να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα τόσο για την Γαλλία αλλά και για την Ελλάδα. Η έκθεση της Ακαδημίας επιστημών της Γαλλίας υπογράφεται από 20 μέλη της και έχει τίτλο: «Το ζήτημα της ενεργειακής μετάβασης έχει πράγματι τεθεί σωστά στις τρέχουσες διαβουλεύσεις;». Η έκθεση περιγράφει με απόλυτη σαφήνεια ότι το θέμα της «ενεργειακής μετάβασης» αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ζήτημα διότι απαιτεί τον έλεγχο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέσω της μείωσης της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακα). Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε ουσιαστική αλλαγή των τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας (στις ηλεκτρικές μεταφορές, μόνωση κτιρίων, ψηφιοποίηση της ατομικής κατανάλωσης κλπ). Ωστόσο, αναφέρεται ότι το παραπάνω ζήτημα τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ευρώπη, δεν αντιμετωπίστηκε μέχρι σήμερα λαμβάνοντας υπόψη το πλήρες μέγεθος του προβλήματος. Στην πραγματικότητα, τα προγράμματα ενεργειακής πολιτικής έπρεπε να λάβουν καλύτερα υπόψη τους φυσικούς, τεχνολογικούς και οικονομικούς περιορισμούς.
Ηλίας Κονοφάγος (Μέλος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών)
Στην παρούσα φάση, οι πολίτες της Γαλλίας θα μπορούσαν να οδηγηθούν στο να πιστέψουν ότι θα ήταν δυνατή μία μαζική ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως μέσο απανθρακοποίησης, απαλλάσσοντας έτσι το όλο σύστημα, τόσο από τα ορυκτά καύσιμα όσο και από την πυρηνική ενέργεια. Η ενεργειακή μεταβατική λύση οφείλει να προσαρμόζεται σε κάθε χώρα με διαφορετικό τρόπο, δεδομένου ότι εξαρτάται από τους γεωγραφικούς και κλιματικούς περιορισμούς της. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο π.χ. το Κεμπέκ, χάρη στα ισχυρά ποτάμια που έχουν την πηγή τους στο βόρειο τμήμα της χώρας, έχει την πολυτέλεια να καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες της επαρχίας αυτής, κατά 98% από υδροηλεκτρική ενέργεια. Ορισμένες χώρες αντιμετωπίζουν κρίσιμες ανάγκες θέρμανσης ώστε να ανταπεξέλθουν στις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες που διαθέτουν. Άλλες δε, είναι ιδιαίτερα αστικοποιημένες, ενώ είναι και εκείνες που έχουν πολύ περισσότερο αγροτικό πληθυσμό. Αυτές οι διαφορές, όσον αφορά τη γεωγραφία και την οικονομική δραστηριότητα, οδηγούν σε διαφορετικούς περιορισμούς στο πιθανό «μείγμα» ενέργειας. Συνεπώς, δεν υπάρχει καθολική βέλτιστη λύση σε αυτή την επιλογή ενεργειακής πολιτικής.
Από πρακτική άποψη, η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι a priori ελκυστική, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τις πραγματικότητες. Ας θυμηθούμε, πρώτα, ότι η ηλεκτρική ενέργεια αντιπροσωπεύει μόνο το 25% της ενεργειακής κατανάλωσης και, επομένως, είναι σημαντικό να γίνει διάκριση του ενεργειακού μείγματος που αφορά όλες τις δραστηριότητες παραγωγής ηλεκτρικού μείγματος. Για τις ανεμογεννήτριες, ο μέσος συντελεστής φορτίου στη Γαλλία (αναλογία μεταξύ της παραγόμενης ενέργειας και εκείνης που αντιστοιχεί στη μέγιστη ισχύ που εμφανίζεται) είναι 23%, ενώ είναι 13% για ηλιακά φωτοβολταϊκά. Για να επιτευχθεί ένα δεδομένο επίπεδο ενέργειας, είναι συνεπώς απαραίτητο να υπάρξουν εγκατεστημένες ενεργειακές μονάδες με ισχύ πολλές φορές μεγαλύτερη από την τιμή που ικανοποιεί τη ζήτηση. Όσον αφορά το επίπεδο ισχύος, η κατάσταση είναι ακόμη δυσμενέστερη, δεδομένου ότι ο λόγος της εγκατεστημένης ισχύος με την εγγυημένη ισχύ μονάδος είναι της τάξεως των 20% για τις ανεμογεννήτριες. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της παραγωγής αιολικής ενέργειας, που δείχνει ότι η διαθέσιμη ισχύς από όλες τις χερσαίες ανεμογεννήτριες που είναι τοποθετημένες στο γαλλικό έδαφος πέφτει πολύ συχνά στο 5% της εγκατεστημένης ισχύος. Έτσι, ένα σύνολο που μπορεί καταρχήν να παρέχει 10 GW παράγει μόνο 0,5 GW για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Αυτή η μεταβλητότητα των αιολικών και ηλιακών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας απαιτεί την εφαρμογή εναλλακτικών ενεργειών, για να ξεπεραστεί αυτή η μεταβλητότητα και να αντισταθμιστεί η πτώση της παραγωγής που οφείλεται στην απουσία του ανέμου ή του ήλιου. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι οι ανταλλαγές ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσαν να μετριάσουν αυτό το πρόβλημα. Αλλά εποχιακά, οι νύχτες είναι σχεδόν παντού μακράς διάρκειας ταυτόχρονα στην Ευρώπη, και συχνά εκτεταμένοι αντικυκλώνες καλύπτουν τόσο τη Γαλλία όσο και τις γειτονικές χώρες της. Μια λύση σε αυτά τα εποχιακά διαλείμματα ενεργειακής απόδοσης θα μπορούσε να ήταν η μαζική αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας σε περιόδους που υπάρχει πλεόνασμα, ώστε να είναι διαθέσιμη σε στιγμές που θα χρειαζόταν. Αλλά η υδροηλεκτρική χωρητικότητα αποθήκευσης στη Γαλλία είναι σήμερα σχεδόν κορεσμένη. Συνεπώς, θα έπρεπε να αναπτυχθεί η έρευνα χρήσης μπαταριών ή άλλων μεθόδων αποθήκευσης που θα μπορούσαν χωρίς αμφιβολία να σημειώσουν σημαντική πρόοδο, αλλά προς το παρόν δεν είναι δυνατόν να αποθηκευτούν στη Γαλλία ούτε ένα πολύ μικρό μέρος από τα 10TWh (1TWh = 1 δισεκατομμύριο kWh) που καταναλώνει η Γαλλία σε μια εβδομάδα. Για να αποθηκευτούν δύο ημέρες αυτής της κατανάλωσης, χρησιμοποιώντας μία δοκιμασμένη τεχνολογία ιόντων-λιθίου, όπως αυτή που χρησιμοποιείται σήμερα στα αυτοκίνητα Tesla, θα απαιτούντο τουλάχιστον 12 εκατομμύρια τόνοι μπαταριών που χρησιμοποιούν 360.000 τόνους λιθίου, γνωρίζοντας ότι 40.000 τόνοι αυτού του μετάλλου εξορύσσονται παγκοσμίως κάθε χρόνο!
Θα μπορούσαν να υπάρξουν, βεβαίως, και άλλες λύσεις, όπως η χημική αποθήκευση μέσω της ηλεκτρόλυσης του νερού που παράγει υδρογόνο, έναν φορέα ενέργειας. Ωστόσο, οι λύσεις αυτές είναι προς το παρόν πολύ ακριβές, η απόδοση τους είναι εξαιρετικά χαμηλή και με μειωμένη τεχνολογική ωριμότητα. Οι πειραματισμοί σε επίπεδο κλίμακας μεγαβάτ δείχνει ότι βρισκόμαστε ακόμα μακριά από το να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε βιομηχανικά βιώσιμες λύσεις σε κλίμακα χώρας. Επιπλέον, η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών διαλειπτόμενης ενέργειας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς σημαντική επέκταση του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας για τη σύνδεση των τόπων παραγωγής, τη συλλογή της διάχυτης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται και για την αποστολή της στους χώρους κατανάλωσης.
Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος συσκότισης (blackout) σε επίπεδο χώρας ή ακόμα και της Ευρώπης, είναι σημαντικό να προβλέψουμε τα προβλήματα σταθερότητας του δικτύου που θα μπορούσαν να προκύψουν από ξαφνικές διακυμάνσεις στο επίπεδο του ανέμου ή ηλιοφάνειας. Η κοινή λογική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που εγγυάται την κατανάλωση μιας χώρας απαιτεί τη διαθεσιμότητα ενέργειας «κατ ‘απαίτηση» εκείνης που δεν υποφέρει από διαλείμματα και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαρκή βάση. Έτσι, δεν υπάρχει χώρα -απουσία χρήσης λύσεων αποθήκευσης- που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στη μεταβλητότητα της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ούτε επίσης υπάρχει κράτος που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε σημαντικό βαθμό τις ανανεώσιμες πηγές, χωρίς να προσφεύγει στη χρήση άμεσα ελεγχόμενων διαθέσιμων παραγωγής ενέργειας (από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς ή πυρηνικούς σταθμούς).
Η περίπτωση της Γερμανίας είναι υποδειγματική. Το 2011, η Γερμανία αποφάσισε να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια, η συμβολή της οποίας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν μόλις 22% το 2010, παραγωγή που, συνεπώς, δεν αντιπροσωπεύει τις ίδιες προκλήσεις με την πυρηνική παραγωγή στη Γαλλία. Έξι χρόνια αργότερα, το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας ήταν 13%, το ποσοστό ανανεώσιμης ενέργειας 30%, το οποίο είναι αξιοσημείωτο, αλλά το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων παραμένει 55%. Ήταν η αύξηση της διακεκομμένης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η οποία απαιτούσε το άνοιγμα νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα (13 GW) και την ανάπτυξη της εξόρυξης λιγνίτη. Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία εξακολουθεί να είναι ένας από τους μεγαλύτερους πομπούς CO2 στην Ευρώπη για την υψηλότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε για επιτυχία.
Η Γαλλία είναι από τις ανεπτυγμένες χώρες, ένας από τους χαμηλότερους παραγωγούς αερίων του θερμοκηπίου ανά κάτοικο (περίπου το μισό από ό,τι στη Γερμανία, τρεις φορές λιγότερο από ό,τι στις ΗΠΑ). Είναι μία από τις πιο προηγμένες στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Έτσι, η Γαλλία παράγει 540 TWh ηλεκτρικής ενέργειας με εκπομπές 46 Mt CO2/έτος, ενώ η Γερμανία παράγει 631 TWh ηλεκτρική ενέργεια εκπέμποντας 334 Mt CO2/έτος, δηλαδή 6,2 φορές περισσότερο ανά παραγόμενη κιλοβατώρα. Αυτή η σχετική αδιαφορία που υπάρχει γενικότερα για το CO2 είναι το αποτέλεσμα της, επί του παρόντος, κυρίαρχης λύσης στη Γαλλία, της πυρηνικής ενέργειας, η οποία παρέχει το 75% της ηλεκτρικής ενέργειάς της. Η πυρηνική ενέργεια είναι αντικειμενικά ο πιο αποτελεσματικός τρόπος μείωσης του μεριδίου των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η, εν λόγω, ενέργεια βασίζεται σε αναγνωρισμένη επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη, σε μια εθνική βιομηχανία με μοναδική επιχειρησιακή εμπειρία και σε μια αρμόδια και ανεξάρτητη αρχή ασφάλειας. Η πυρηνική ενέργεια απαιτεί αυστηρή διαχείριση των αποβλήτων της, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο διαδοχικών νόμων και διαρκούς και συνεπούς ερευνητικής προσπάθειας.
Ωστόσο, παραμένει η εσωτερική προσπάθεια να προχωρήσει η Γαλλία στην πρακτική εφαρμογή όσων έχουν, ήδη, μελετηθεί. Από την άλλη πλευρά, η κλασική πυρηνική βιομηχανία αντιμετωπίζει σήμερα παντού δικαιολογημένες απαιτήσεις ασφάλειας που απαιτούν επίλυση τεχνικών ζητημάτων. Στη Γαλλία πιστεύεται ότι οι οι εταιρείες και οι τεχνικοί τους έχουν μακροχρόνια εμπειρία και τις σχετικές δυνατότητες να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα και να παράσχουν τις απαιτούμενες λύσεις. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, υπάρχει μια πραγματική αντίφαση στην επιθυμία να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, μειώνοντας παράλληλα το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας σε υψηλό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, πολλές μελέτες δείχνουν ότι το συνολικό μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο μείγμα της ηλεκτρικής ενέργειας δεν θα μπορέσει μεσοπρόθεσμα να πάει πολύ πέρα από το 30-40%. Αν γινόταν αυτό, θα οδηγούσε σε μία υπέρογκη αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και σε μία αντίστοιχη αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και σε μία αμφισβήτηση της ασφάλειας μιας συνολικής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας.
Με δεδομένο ότι είναι πολύ δύσκολο να περιληφθεί ένα σημαντικό κλάσμα της ηλιακής και αιολικής ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, το πρόβλημα του 75% της μη-ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στις μεταφορές, στις κατοικίες και στη βιομηχανία αποτελεί, επίσης, μία τρομερή πρόκληση. Παράλληλα, παραμένει επιτακτική η ανάγκη να μελετηθεί η εξοικονόμηση ενέργειας που μπορεί να επιτευχθεί καθώς και η δυνατότητα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Όμως, αυτοί οι τομείς αναμένεται να παραμείνουν για τις επόμενες δεκαετίες εκτός ουσιαστικής επίδρασης από την προσθήκη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η εγχώρια απανθρακοποιημένη εσωτερική γαλλική παραγωγή θα μπορούσε να κατευθύνει κάποιες από τις ενεργειακές δραστηριότητες που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα προς την παραγωγή ηλεκτρισμού για μία καλύτερη διαχείριση του εμπορικού ισοζυγίου και για μία σημαντικότερη μείωση των εκπομπών, πολύ περισσότερο από αυτήν που επιτυγχάνεται σήμερα. Βεβαίως, στη Γαλλία και στην Ευρώπη διδαχθήκαμε ότι ήταν δυνατόν να εισάγουμε ένα σημαντικό ποσοστό ανανεώσιμης ενέργειας στο μείγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Βεβαίως, και πρέπει να πάμε προς αυτήν την κατεύθυνση, οι πολίτες το επιζητούν. Αλλά θα έπρεπε επίσης οι πολίτες να είναι πολύ πιο απαιτητικοί ζητώντας από τους εκλεγμένους αξιωματούχους τους να εργαστούν, πράγματι, σε ρεαλιστικά σενάρια που αποφεύγουν παρανοήσεις, μεταξύ των οποίων θα μπορούσαν να κάνουν την επιλογή τους και να πάρουν τις σχετικές αποφάσεις.
Αυτά τα ρεαλιστικά και συνεπή σενάρια θα πρέπει να αναφέρουν ξεκάθαρα ότι η λύση «όλα ανανεώσιμα» (tout renouvelable) δεν είναι εφικτή και να υποδείξουν μια λογική πορεία προς μια ενεργειακή επιλογή όπου η πυρηνική ενέργεια θα έχει τη θέση που θα έπρεπε στις επόμενες δεκαετίες, αν θα επιθυμούσαμε να διατηρήσουμε την ηλεκτρική ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Να πούμε επίσης ότι η συνεχής βελτίωση του ενεργειακού συστήματος περνάει μέσα από μαζικές επενδύσεις στον τομέα της βασικής έρευνας, της τεχνολογίας και της βιομηχανίας, καθώς και μέσα από πολλά άλλα ζητήματα που πρέπει να μελετηθούν (πυρηνικών αποβλήτων & ασφάλειας, αποθήκευσης ενέργειας, δέσμευσης & παγίδευσης του CO2, έξυπνων δικτύων κ.λ.π.). Τέλος, μπορούμε να θυμηθούμε ότι πέρα από την ισορροπία του ενεργειακού μίγματος, θα ήταν σοφό να συμπεριληφθεί η προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας που θα μπορούσε να επιτευχθεί ώστε να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας σε κτίρια, στις μεταφορές, στην βιομηχανία. Έτσι, θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική μείωση των τοξικών εκπομπών και οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγές ανταγωνιστικότητας, καινοτομίας και αντίστοιχων θέσεων εργασίας.
ΣΧΕΤΙΚΑ:
Ανησυχία ΕΕ για τα ηλεκτρικά συστήματα Βελγίου, Γαλλίας, Σλοβενίας και Ιταλίας
Το παράδοξο του Jevons
Το Ελντοράντο των ΑΠΕ... «Λαμόγια με το γράμμα του Νόμου»
No comments :
Post a Comment