«Η θεμελιώδης συνάφεια αυτοσυντήρησης και κοινωνίας καταφαίνεται στο απλό γεγονός ότι καμμιά κοινωνική τάξη πραγμάτων δεν μπορεί να υπάρξει μακροπρόθεσμα αν δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί τη συλλογική και ατομική ασφάλεια της μεγάλης πλειοψηφίας των μελών της». (Κονδύλης 1991α, σ. 87).
9 9.1. Εθνική ασφάλεια, Ένοπλες Δυνάμεις και συλλογική ελευθερία
Όπως διαπιστώσαμε στις αναφορές μας σε ποικίλα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα σκέψης όπως οι κριτικοί κονστρουκτιβιστές, έχουν ως συνειδητό δήθεν επιστημονικό σκοπό την κατεδάφιση των εθνών-κρατών, αρχίζοντας από τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας1. Για την παρούσα ανάλυση και σύμφωνα με τις παραδοχές που αναπτύχθηκαν για το Διεθνές Δέον στο κεφάλαιο 2, το έθνος-κράτος αποτελεί θεσμό ελευθερίας και η κρατική κυριαρχία μέσο οργάνωσης των διεθνών σχέσεων με τρόπο που είναι συμβατός με τον πολιτικό πολιτισμό των διεθνών σχέσεων. Αποτελεί επίσης θεσμό που ενσαρκώνει τις οντολογικού περιεχομένου αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας. Γι’ αυτούς τους ουσιαστικούς λόγους η παρούσα ανάλυση θεωρεί τα μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων ενός μη ηγεμονικού κράτους τους προασπιστές της συλλογικής ελευθερίας, ένα από τα σημαντικότερα μέλη του κοινωνικού σώματος και έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς που μαζί με το διπλωματικό σώμα διαχειρίζονται τα ζητήματα που αφορούν τον διακρατικό βίο στον οποίο αυτοδίκαια συμμετέχει ένα κυρίαρχο κράτος. Στη βάση αυτών των συλλογισμών, η κατάρτιση των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων επί θεμάτων διεθνούς πολιτικής αποτελεί στις μέρες αναγκαία προϋπόθεση εκπλήρωσης της υψηλής αποστολής τους στο σύγχρονο διεθνές σύστημα. Βασικά η αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων συνίσταται αφενός στη διασφάλιση της συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας και αφετέρου στη στρατιωτική διπλωματία. Η τελευταία συμπεριλαμβάνει τόσο διμερείς όσο και πολυμερείς αποστολές στους διεθνείς οργανισμούς και σε ποικίλες στρατιωτικές αποστολές. Η ασφάλεια μιας ελεύθερης-κυρίαρχης συλλογικής οντότητας ιεραρχείται πάντοτε στην πιο υψηλή βαθμίδα των συλλογικών προτεραιοτήτων όλων των κοινωνιών.
Υπέρτατος σκοπός κάθε συλλογικής οντότητας είναι η διασφάλιση-κατασφάλιση της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας, τουτέστιν της συλλογικής ελευθερίας. Η αξίωση κυριαρχίας-ελευθερίας και η κατανομή των ζητημάτων τάξης και δικαιοσύνης στο εθνικό-κρατικό επίπεδο προκαλούν ακαριαία διεθνή αναρχία, δηλαδή απουσία μιας νομιμοποιημένης διεθνούς εξουσίας που θα αποφαίνεται και θα επιλύει τις διεθνείς διενέξεις όταν τα κράτη διαφωνούν στην εφαρμογή των Συνθηκών ή όταν υπάρχουν αξιώσεις για αλλαγές των κυριαρχικών οριοθετήσεων. Πολύ περισσότερο, όπως συχνά συνέβη στην πρόσφατη ιστορία, η συλλογική ελευθερία-κυριαρχία μιας κοινωνίας δεν διασφαλίζεται όταν μία ή περισσότερες μεγάλες δυνάμεις προβάλλουν επαναστατικές και ηγεμονικές αξιώσεις. Η εθνική-κρατική κυριαρχία με την οποία προικίζεται κάθε κοινωνία που κατορθώνει να κατακτήσει τη συλλογική της ελευθερία είναι ουσιαστικά το μέσο που της προσφέρει τη δυνατότητα να είναι συλλογικά ελεύθερη απέναντι σ’ αυτούς που κατά καιρούς αποσκοπούν να αλλάξουν το ιεραρχικό καθεστώς ή απλά να ηγεμονεύσουν και να κατεξουσιάσουν τα υπόλοιπα κράτη. Της προσφέρει επίσης τη δυνατότητα να διεκδικεί –όπως εξάλλου επιτάσσει το διεθνές δίκαιο των νεότερων χρόνων– ισοτιμία με τις υπόλοιπες πολιτικά κυρίαρχες συλλογικές οντότητες του παγκόσμιου χώρου.
Τέλος, το καθεστώς της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας παρέχει τη δυνατότητα σ’ όλα τα κράτη να συναλλάσσονται, να συνεργάζονται και να διευθετούν τις διαφορές τους όταν συγκρούονται τα συμφέροντά τους ή όταν καταφεύγουν στην άσκηση πολεμικής βίας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το ότι η ασφάλεια κάθε κράτους βρίσκεται πάντοτε στην πιο υψηλή βαθμίδα των κοινωνικών προτεραιοτήτων και, υπό αυτό το πρίσμα, οι Ένοπλες Δυνάμεις ενός μη αναθεωρητικού κράτους είναι η υπέρτατη και ύστατη εγγύηση της συλλογικής και ατομικής ελευθερίας των μελών του[2]. Βασικά η συλλογική ελευθερία κάθε κοινωνίας, η ασφάλεια κάθε κράτους, τα μέσα που τη διασφαλίζουν, δηλαδή οι Ένοπλες Δυνάμεις του, και η διεθνής ειρήνη και σταθερότητα είναι όλα άρρηκτα συνδεδεμένα. Κανένας κοινωνικός σκοπός δεν μπορεί να εκπληρωθεί χωρίς εξωτερικά διασφαλισμένη συλλογική ελευθερία και χωρίς εσωτερικά διασφαλισμένη τάξη-δικαιοσύνη. Γι’ αυτό ο κοινωνικός ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων όσον αφορά την εξωτερική ασφάλεια της χώρας είναι πρωταρχικός.
Για τους πιο πάνω σημαντικούς και ουσιαστικούς λόγους οι Ένοπλες Δυνάμεις ενός δημοκρατικού και μη ηγεμονικού-αναθεωρητικού κράτους συνιστούν τη σημαντικότερη ίσως ομάδα της κοινωνίας. Για τους ίδιους λόγους επίσης είναι σαφές πως αυτοί που καταπολεμούν τις Ένοπλες Δυνάμεις στη βάση ποικίλων ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων όπως αυτών των κριτικών κονστρουκτιβιστών είναι εχθροί της συλλογικής ελευθερίας της κοινωνίας μιας χώρας. Αυτά ισχύουν για κάθε κράτος.
Εάν σταθούμε στην Ελλάδα, ο «αντιμιλιταρισμός» πολλών μελών της ελληνικής διανόησης είναι λανθασμένος για δύο τουλάχιστον λόγους:
Πρώτον, άλλο να είσαι εναντίον του πολέμου και άλλο να είσαι εναντίον του σώματος εκείνου της κοινωνίας ενός μη αναθεωρητικού κράτους όπως η Ελλάδα που είναι εντεταλμένο να προασπίσει τη συλλογική ελευθερία του λαού και να αποτρέψει την εκτέλεση των εξωτερικών απειλών.
Δεύτερον, όπως και για πολλά άλλα πράγματα που αφορούν την αναγκαία και μη εξαιρετέα κοσμοθεωρία μιας κυρίαρχης κοινωνίας, τα άτομα αυτά συγχέουν αίτια και αιτιατά της αδιαμφισβήτητης παρέμβασης των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας.
Εκτός των ιστορικών λόγων που αφορούσαν την οικονομική και πολιτική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους, το αίτιο της καταστροφικής χρήσης των Ενόπλων Δυνάμεων από την πολιτική ηγεσία και τελικά από εξωτερικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα την καταστροφή της Κύπρου, είναι η ευρέως διαδεδομένη αμφισβήτηση της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας ως θεσμού ελευθερίας της ελληνικής κοινωνίας.
Ως γνωστόν, αμφότερα τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της μεταπολεμικής περιόδου στη βάση ποικίλων θεωρημάτων και ιδεολογημάτων θεωρούσαν το ελληνικό έθνος-κράτος αναλώσιμο στο βωμό διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων αντιλήψεων που εξ ορισμού διαβρώνουν τους θεσμούς, συγχύζουν την κοινωνία, διευκολύνουν το έργο κατασκόπων και πρακτόρων και καθιστούν την πολιτική κυριαρχία εύκολη λεία ξένων συμφερόντων. Τα ίδια αίτια ήταν εμφανέστατα τη δεκαετία του 1990 και κορυφώθηκαν με τη θέση πως το σχέδιο Ανάν για το Κυπριακό αποτελούσε περίπου πολιτικό μάννα εξ ουρανού επειδή οι Έλληνες της Κύπρου ναι μεν θα έχαναν την πολιτική τους κυριαρχία, αλλά αυτό ήταν ασήμαντο μπροστά στο γεγονός πως η ανθρωπότητα εισέρχεται στη… μεταεθνική εποχή[3]. Ενδεικτικές των προβλημάτων σοβαρής συζήτησης στην Ελλάδα είναι ενίοτε και οι αναλύσεις περί Κλάουζεβιτς, τις οποίες συχνά πολλοί συγχέουν με μιλιταρισμό, εθνικισμό και… πολεμοκάπηλες διαθέσεις. Kι αυτό διότι ποτέ δεν διάβασαν ούτε κατανόησαν το βάθος της κλαουζεβιτσιανής ρήσης πως «ο πόλεμος είναι η πολιτική με άλλα μέσα», δηλαδή πως ο πόλεμος πρέπει να διέπεται και να ελέγχεται από τη λογική των κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών και πως η διεξαγωγή του πολέμου δεν έχει δική της αυτόνομη λογική. Αυτό είναι ευδιάκριτο από τις θέσεις πολλών αναλυτών (βλ. παραπομπή της υποσημείωσης 1 του κεφαλαίου 5, ο οποίος συχνά υιοθετούσε τέτοιες θέσεις) οι οποίοι με επιστημονικά ανεπίτρεπτο τρόπο συγχέουν τη μελέτη της κλαουζεβιτσιανής ανάλυσης περί πολέμου με τον εθνικισμό και άλλους επιστημονικά άθλιους χαρακτηρισμούς που εκτοξεύονται σ’ αυτό που κατ’ ευφημισμό, θα μπορούσε να αναφερθεί ως επιστημονική ανάλυση των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα[4].
Εκπλήρωση του ρόλου των Ενόπλων Δυνάμεων προϋποθέτει ότι κατέχουν τη σωστή θέση στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, επειδή «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» και επειδή ο «ο πόλεμος δεν έχει τη δική του γραμματική», ο ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων διέπεται και ελέγχεται από τη λογική των πολιτικών σκοπών μιας κοινωνίας: η λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων, η δομή τους, η αποστολή τους, η άσκηση βίας και οποιοσδήποτε άλλος ρόλος εντάσσονται στη λογική των πολιτικών στόχων της κοινωνίας στην οποία ανήκουν και τους σκοπούς της οποίας υπηρετούν. Υπό το παραπάνω πρίσμα που συναρτά με επιστημονικά δόκιμες προσεγγίσεις την αποστολή και τον ρόλο των Ενόπλων Δυνάμεων με τους κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς, οι Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν ισότιμο συνομιλητή της πολιτικής ηγεσίας επί ενός αριθμού ζητημάτων υψίστης σημασίας που αφορούν την εθνική ασφάλεια. Κατ’ αρχάς, με δεδομένο πως οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι οι εντολοδόχοι και όχι οι εντολείς της πολιτικής εξουσίας, μαζί με τα υπόλοιπα όργανα του κράτους –αλλά ως προς αυτό έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων και της οργάνωσης των υπόλοιπων κρατικών υπηρεσιών–, το Γενικό Επιτελείο αναλύει την κατανομή ισχύος, τις στρατιωτικές ικανότητες και τα στρατηγικά δόγματα άλλων κρατών, παρακολουθεί την ανάπτυξη των οπλικών συστημάτων κρατών που απειλούν τη χώρα και προχωρεί στην εκτίμηση της απειλής. Με κριτήριο την ιεράρχηση των εθνικών συμφερόντων που ορίζει η πολιτική ηγεσία (βλ. πίνακα) η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων εκτιμά την απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας, υπολογίζει με ακρίβεια τα αναγκαία μέσα για την αντιμετώπισή της, πληροφορεί αναλόγως την πολιτική ηγεσία και περιγράφει-προτείνει κατ’ αυτό τον τρόπο τις ανάγκες των εξοπλιστικών προγραμμάτων[5] και την ανάπτυξη των δυνάμεων στον εθνικό χώρο.
Τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό κρίσης ή πολέμου οι Ένοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε συνεχή ένταση και συνεχή επικοινωνία με την πολιτική ηγεσία για τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων. Ιδιαίτερα σε περίπτωση κρίσης ή έναρξης συγκρούσεων είναι αυτονόητο ότι ο ρόλος τόσο του αρχιστράτηγου όσο και των επιτελών του αναβαθμίζεται. Γι’ αυτό η ικανότητα των επιτελών η κατάρτισή τους τόσο επί θεμάτων αποτροπής ή διεξαγωγής ενός πολέμου όσο και επί θεμάτων που αφορούν το διεθνές περιβάλλον, τη στρατηγική των άλλων κρατών και τη διεθνή διπλωματία απαιτείται να είναι άρτιες και αποτελεσματικές. Οι επιτελείς των σύγχρονων Ενόπλων Δυνάμεων, όπως είναι φανερό, είναι μη αιρετά ενεργά μέλη της ανώτατης ηγεσίας του τόπου, οι πολυτιμότεροι συνεργάτες της πολιτικής ηγεσίας –και σε περιπτώσεις κρίσεων οι σημαντικότεροι συνεργάτες– στη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων και ιδιαίτερα του εθνικού συμφέροντος επιβίωσης. Στην ατυχή περίπτωση ένοπλων συρράξεων οι εγγυητές της ακεραιότητας της επικράτειας και της ελευθερίας της κοινωνίας είναι σχεδόν πλήρως στα χέρια του Γενικού Επιτελείου και των υπόλοιπων μελών των Ενόπλων Δυνάμεων που προασπίζονται την ακεραιότητα της χώρας και την ελευθερία των πολιτών.
Για τους παραπάνω λόγους η ικανότητα επιστημονικής ανάλυσης, εκτίμησης και κρίσης των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων επί θεμάτων διεθνούς πολιτικής είναι εξίσου σημαντικοί παράγοντες με την οργάνωση των πολεμικών μέσων και τη διατήρηση της αποτρεπτικής τους αξιοπιστίας. Επειδή, όπως εκτενώς αναλύθηκε παραπάνω, η επιστημονική ανάλυση των διεθνών σχέσεων δεν είναι ευθύγραμμη υπόθεση, οι διεθνείς σπουδές στις παραγωγικές σχολές των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την εκπλήρωση της υψηλής κοινωνικής αποστολής τους.
9 9.2. Στρατιωτική διπλωματία, θέση, ρόλος και αποστολές στη σύγχρονη διεθνή πολιτική
Για να γίνει ακόμη καλύτερα κατανοητή η σημασία της διεθνολογικής κατάρτισης των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε ποικίλες αποστολές που συμπληρώνουν ή ακόμη και υποκαθιστούν τις λειτουργίες του υπουργείου Εξωτερικών. Ουσιαστικά η μία όψη του νομίσματος της εξωτερικής πολιτικής είναι η καθαυτό διπλωματία και η άλλη ο διεθνής ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων. Συνοπτικά, η στρατιωτική ικανότητα προσδιορίζει το ειδικό βάρος και τα διαπραγματευτικά ερείσματα ενός κράτους σε πλήθος διεθνών συναλλαγών και διεθνών συμμετοχών. Εν συντομία:
Πρώτον, για τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο ρόλος ενός κράτους-μέλους στην υπό διαμόρφωση συλλογική άμυνα και ασφάλεια όπως συζητείται τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι συνάρτηση της ικανότητας συμμετοχής στη δομή άμυνας και ασφάλειας που οικοδομείται. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ακριβώς πως σημασία δεν έχει κατά πόσο θα αναδειχτεί μια αποτελεσματική ευρωπαϊκή άμυνα. Για κάθε ευρωπαϊκό κράτος τα αμυντικά δρώμενα συναρτώνται με πλήθος παραγόντων και κριτηρίων που αφορούν ζωτικά μια χώρα, όπως η τυποποίηση των οπλικών συστημάτων, η διαμόρφωση των συμμαχικών στρατηγικών δογμάτων, η ανταλλαγή πληροφοριών, ο συντονισμός των κοινών δράσεων και η διαμόρφωση τακτικών συμμαχιών στα ποικίλα επίπεδα διαπραγματεύσεων και αποφάσεων.
Δεύτερον, οι πελατειακές σχέσεις μικρών και μεγάλων δυνάμεων όπως αυτές προσδιορίζονται από την πολιτική ηγεσία κατά περίπτωση και κατά συγκυρία συναρτώνται με την ικανότητα των λιγότερο ισχυρών κρατών αφενός να αμύνονται κατά των αναθεωρητικών κρατών που τα απειλούν και αφετέρου να είναι ενεργοί στρατηγικοί δρώντες των στρατηγικών εξελίξεων στην περιφέρεια οπου ανήκουν. Εάν πάρουμε ως παράδειγμα τις εξελίξεις στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990, παρατηρούμε πως υπήρξαν πλήθος αναθεωρητικών απειλών, ρευστές ανακατανομές ισχύος, συνόρων και συμφερόντων, μετακινήσεις πληθυσμών, αντιμετώπιση κρίσεων, αποστολή αγημάτων σε στρατιωτικές αποστολές, αλλαγές συμμαχιών, επεμβάσεις εξωβαλκανικών κρατών και διαπραγμάτευση επί ποικίλων ζητημάτων όπως οι αγωγοί πετρελαίου, η αντιμετώπιση κρίσεων και οι συμμετοχές στους διεθνείς οργανισμούς. Ένα κράτος που ανήκει σε μια περιφέρεια σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει τον ρόλο που του αρμόζει, να συμμετάσχει στη διαμόρφωση σταθερών διακρατικών ισορροπιών και να διασφαλίσει τα συμφέροντά του όπως καταγράφηκαν παραπάνω αν δεν κατέχει ισχυρή θέση στο περιφερειακό σύστημα ισχύος και συμφερόντων όπου η οικονομική και η στρατιωτική ισχύς είναι δύο μεγάλης σημασίας παράγοντες.
Τρίτον, οι Ένοπλες Δυνάμεις ενός σύγχρονου κράτους είναι σημαντικό μέσο των διεθνών συμμετοχών μιας χώρας, πιο συγκεκριμένα της «στρατιωτικής διπλωματίας». Μεταξύ άλλων, οι σύγχρονες Ένοπλες Δυνάμεις αναπτύσσουν ρόλους ως προς τα εξής ζητήματα: α) Παροχή συμβουλών στην πολιτική ηγεσία για τους τρόπους πολιτικής αξιοποίησης της στρατιωτικής ισχύος υπό το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων. β) Συμμετοχή στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων στην επίσημη διπλωματική αντιπροσώπευση της χώρας σε άλλα κράτη ή σε διεθνείς θεσμούς και στρατιωτικούς οργανισμούς. γ) Έπειτα από εντολή της πολιτικής ηγεσίας, σύναψη στενών σχέσεων, μυστικού ή δημοσιοποιημένου χαρακτήρα, με τις Ένοπλες Δυνάμεις άλλων κρατών. δ) Πάντοτε υπό το πρίσμα των πολιτικών εντολών, συμμετοχή σε στρατιωτικά γυμνάσια και διακρατικές συνεργασίες όπως αυτές που αναπτύχθηκαν υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ με κράτη των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης τη δεκαετία του 1990. ε) Συμμετοχή σε διεθνείς αποστολές (ανθρωπιστικές, «ειρηνευτικές» κ.λπ.). στ) Βοήθεια προς άλλους στρατούς (εκπαίδευση, υποδομή, τεχνολογία κ.λπ.). Και ζ) συνεργασία με άλλα κυβερνητικά τμήματα και μυστικές αποστολές που εξυπηρετούν την αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στο ίδιο πλαίσιο, όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων είναι επιφορτισμένα με την παραγωγή αναλύσεων, πληροφοριών και εκτιμήσεων για την κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα, εκτιμήσεις των απειλών και ιεράρχησή τους υπό το πρίσμα της δεδομένης κατανομής ισχύος και προτάσεις πολιτικής για πρακτικές προσεγγίσεις που μεγιστοποιούν την εθνική ασφάλεια. Αναφορικά με το τελευταίο σημείο, προστίθεται πως στις προσεγγίσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται οι συμμαχικές σχέσεις ή άλλου είδους συμφωνίες ή σχέσεις με τις Ένοπλες Δυνάμεις τρίτων κρατών που αντιμετωπίζουν τις ίδιες απειλές και προτάσεις για συγκεκριμένες επαφές, ενέργειες και άλλες στρατηγικές ή τακτικές κινήσεις που θα ενισχύσουν τη θέση και τον ρόλο της χώρας στο πλαίσιο της δεδομένης κατανομής ισχύος. Επίσης, προτάσεις για επαφές, ενέργειες και αποστολές των Ενόπλων Δυνάμεων υπό το πρίσμα τόσο της δεδομένης κατανομής ισχύος όσο και του στρατηγικού περιβάλλοντος που δημιουργούν τα στρατηγικά και πολιτικά δόγματα των κρατών του διεθνούς υποσυστήματος στο οποίο ανήκει η χώρα.
9 9.3. Παραγωγικές Σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων
Το σημαντικότερο ίσως ζήτημα που τίθεται όσον αφορά τις προσφερόμενες γνώσεις στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων αφορά την αξιολογική ουδετερότητα. Ο αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων και πολύ περισσότερο οι επιτελείς δεν έχουν κανένα απολύτως περιθώριο να δεχτούν αυτό που στα προηγούμενα κεφάλαια αναφέραμε ως «διεθνολογικές τσαρλατανιές». Αν η διδασκαλία διεθνολογικών τσαρλατανιών στα Πανεπιστήμια σημαίνει σταδιακή διάβρωση του συλλογικού ορθολογισμού περί τα διεθνή, αντίστοιχη διάβρωση στο επίπεδο των αξιωματικών θέτει σε άμεσο κίνδυνο τα συμφέροντα του κράτους ή ακόμη και της ειρήνης. Ο αξιωματικός των παραγωγικών σχολών είναι επαγγελματίας και ανώτερος κρατικός λειτουργός, ο οποίος μετά τη θητεία μερικών μηνών σε μια παραγωγική σχολή επανέρχεται αμέσως στην άμεση και ενεργό δράση στο επιτελείο, σε μονάδες στα σύνορα όπου ενδεχομένως μετατίθεται ή σε ποικίλες θέσεις στο πλαίσιο των διμερών και πολυμερών σχέσεων ενός κράτους.
Για τους λόγους αυτούς και πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε αναφορά με άλλους χώρους απαιτείται να ζητείται από τους διδάσκοντες που προσκαλούνται να διδάξουν στις παραγωγικές σχολές να διακρίνουν μεταξύ επιστημονικής ανάλυσης των διεθνών σχέσεων και έκφρασης γνωμών, οι οποίες εξ ορισμού προπαγανδίζουν υπέρ ενός οποιουδήποτε σκοπού. Η ενημέρωση για τους πολιτικούς σκοπούς που πρέπει να υπηρετεί ένας αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων γίνεται από τους ανωτέρους του, οι οποίοι με τη σειρά τους επικοινωνούν με την πολιτική ηγεσία. Κάθε απομάκρυνση των διδασκόντων στις παραγωγικές σχολές από την αξιολογική ουδετερότητα είναι ύποπτη και σε κάθε περίπτωση αντιπαραγωγική, αν όχι επικίνδυνη. Συναφώς, αν και ομολογουμένως πολλοί πολιτικοί επιστήμονες ενδύονται ακαδημαϊκούς μανδύες για να προπαγανδίσουν ιδεολογίες, πολιτικές θέσεις ή ακόμη και να προπαγανδίσουν υπέρ αδιαφανών συμφερόντων, αυτό το γεγονός δεν είναι πειθαναγκαστικό για μια σχολή πολέμου που έχει την πολυτέλεια επιλογής ούτως ώστε η ακαδημαϊκή ανάλυση να διακρίνεται από πολιτικές εκλογικεύσεις. Για να το θέσουμε διαφορετικά, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ διάφορων ατόμων που κατέχουν το Α ή το Β αξίωμα και που κρίνεται σκόπιμο να καλούνται για να εκφράσουν απόψεις αναμενόμενα υποκειμενικού-πολιτικού χαρακτήρα (και αναμφίβολα χρήσιμου χαρακτήρα για τη σφαιρική επιμόρφωση ενός αξιωματικού) και αναλυτών που με αξιολογική ουδετερότητα προσφέρουν γνώση και ερμηνευτικά εργαλεία για τη μορφή, τον χαρακτήρα και τα προβλήματα του διεθνούς συστήματος.
Προϋπόθεση ορθολογικών πολιτικών και στρατιωτικών αποφάσεων είναι να εδράζονται οι συλλογισμοί σε ορθές αναλύσεις, δηλαδή σε καλή θεωρία. Με διαφορετικά λόγια, προηγείται η καλή θεωρία και έπονται οι πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις που κατά περίπτωση συναρτώνται με κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένα μέσα, σκοπούς και προσεγγίσεις εκπλήρωσής τους. Αρμόδιοι γι’ αυτό είναι τα μέλη κάθε κοινωνίας και οι πολιτικοί-στρατιωτικοί της ηγέτες. Κατ’ επέκταση, καλή επιστήμη των διεθνών σχέσεων είναι αυτή η οποία: α) Έχει μεγάλη ερμηνευτική δύναμη και ευρεία κλίμακα αναφοράς (δηλαδή αναφέρεται σε μια ευρεία κλίμακα φαινομένων), β) είναι σημαντική (επειδή αναφέρεται στα ουσιώδη ζητήματα και στην αιτιώδη σχέση μεταξύ εξαρτημένων και ανεξάρτητων μεταβλητών του διεθνούς συστήματος) και γ) έχει εφαρμοσιμότητα (δηλαδή συνάφεια με τον πραγματικό κόσμο). Η καλή θεωρία διεθνών σχέσεων εστιάζεται στον πραγματικό κόσμο, εξηγεί σφαιρικά και εις βάθος τα αίτια – αιτιατά, έχει διάρθρωση που επιτρέπει τον έλεγχό της και την επιβεβαίωση ή τη διάψευσή της και τα συμπεράσματά της έχουν συμβουλευτική αξία επειδή διαφωτίζουν τα άτομα ή τις ομάδες που εμπλέκονται στους πολιτικούς αγώνες για την πραγματική δομή των προβλημάτων και των διλημμάτων των διεθνών σχέσεων.
Εντέλει, υποστηρίζεται ότι η εκπαίδευση σε μια σχολή των Ενόπλων Δυνάμεων έχει βασικά τρεις πτυχές: πρώτον, τεχνική-τεχνολογική κατάρτιση επί πτυχών που αφορούν την πολεμική βία. Δεύτερον, επικοινωνία με επισκέπτες ομιλητές που αναπτύσσουν πολιτικές θέσεις. Τρίτον, επικοινωνία με καθηγητές του ακαδημαϊκού χώρου που αναλύουν τη διεθνή πολιτική και τη στρατηγική υπό το πρίσμα αξιολογικής ουδετερότητας. Ενώ οι δύο πρώτες πτυχές είναι μάλλον ευθύγραμμες, η τρίτη πτυχή τίθεται διαφορετικά. Αυτό διότι η νομιμοποίηση πολιτικών γνωμών ενδεδυμένων ακαδημαϊκούς μανδύες αποτελεί επικίνδυνη προπαγάνδα που στρεβλώνει τη σκέψη και αποπροσανατολίζει τους στοχασμούς. Ο υποφαινόμενος, ως μέλος αυτού που στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ονομάζεται «διεθνολογική κοινότητα», εκτιμά πως ένας κίβδηλος επιστημονικός τίτλος που χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει προπαγανδιστικές ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις είναι ενδεχομένως πιο επικίνδυνος από μια μεραρχία εχθρικών και καλά εξοπλισμένων δυνάμεων.
Οι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, λόγω του άκρως κρίσιμου ρόλου τους, στις επικοινωνίες τους με διαλέκτες ακαδημαϊκών καταβολών είναι καλό να προσλαμβάνουν όχι φορείς προπαγανδιστικών ή υποκειμενικές γνωμών, αλλά διεθνολόγους ικανούς να αναλύσουν τα διεθνή φαινόμενα με επιστημονική επάρκεια. Σκοπός της διδασκαλίας σ’ ένα τέτοιο ακροατήριο είναι να ακονιστεί το κριτικό πνεύμα με το να θίγονται ζητήματα ουσίας και με το να αναδεικνύονται τα διλήμματα και τα προβλήματα της διεθνούς πολιτικής στον τόπο και στον χρόνο. Υπό αυτό το πρίσμα και με την προϋπόθεση ότι πληρούνται αυστηρά ακαδημαϊκά και ποιοτικά κριτήρια, το αντικείμενο των διεθνών σχέσεων αναφέρεται, πρωταρχικά, στα εξής: α) Στα αίτια πολέμου, β) στον χαρακτήρα των δύο κύριων όψεων του διεθνούς συστήματος, δηλαδή του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας και της διεθνούς αναρχίας, γ) στη δομή, στις λειτουργίες και στον ρόλο των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου (δεν αναφερόμαστε στις καθαυτό νομικές, αλλά στις πολιτικές όψεις του διεθνούς δικαίου), δ) στον ρόλο του εθνικού συμφέροντος και στις πηγές/τρόπους διαμόρφωσής του, ε) στον ρόλο της κυριαρχίας ως βάσης της ενδοκρατικής κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης και ταυτόχρονα ως βάσης διακρατικής οργάνωσης, στ) στην τάξη-δικαιοσύνη όπως είναι αποκεντρωμένες στα έθνη-κράτη και όπως επιχειρείται να συγκροτηθούν στον διεθνή χώρο στο πλαίσιο των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας (ή στο πλαίσιο ηγεμονικών αξιώσεων), ζ) στα όρια και στους περιορισμούς των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας και η) σε πτυχές εκείνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου (που θα πρέπει να συμπληρώνονται όμως από αναλύσεις για τις πολιτικές όψεις των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου ούτως ώστε να αποφεύγεται η διαμόρφωση λανθασμένων-νομικίστικων παραστάσεων).
Για να καλυφθούν σφαιρικά και εις βάθος αυτές οι σύνθετες πτυχές του διεθνούς συστήματος απαιτούνται περιπτωσιολογικές θεμελιώσεις συγκεκριμένων (θεωρητικών) προτάσεων σε αναφορά με ποικίλα ζητήματα και προβλήματα που αφορούν κράτη, περιοχές, συμμαχίες και τις αξιώσεις επαναστατικής αλλαγής. Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται να καλύπτονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) Οι διπλωματικές και εν γένει στρατηγικές των κρατών (ιδιαίτερα των ισχυρών κρατών και των κρατών για τα οποία υπάρχει ειδικό ενδιαφέρον[6]). β) Οι λειτουργίες των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα[7]. γ) Η διερεύνηση παραγόντων όπως η τεχνολογία, οι επικοινωνίες και τα επαναστατικά ιδεολογήματα που επηρεάζουν το διεθνές σύστημα (το οποίο, επαναλαμβάνεται, δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί αν οι θεωρήσεις δεν εκτιμούν ορθά τον ρόλο της κρατικής κυριαρχίας, του εθνικού συμφέροντος και της κατανομής ισχύος). δ) Η εξέταση του φαινομένου της ολοκλήρωσης, ιδιαίτερα στην Ευρώπη όπου αναπτύσσεται ένα ιδιαίτερο και ιδιόμορφο διακρατικό σύστημα με υπόβαθρο τους υπερεθνικούς θεσμούς και με υπερκαλύπτοντα στρατηγικό θεσμό την Ατλαντική Συμμαχία. ε) Η γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία του ευρωατλαντικού χώρου όπως αναπτύχθηκε μεταπολεμικά με άξονα την Ατλαντική Συμμαχία. στ) Η διαμόρφωση πόλων ισχύος, διακρατικών συσπειρώσεων στην ευρασιατική μάζα και κυρίως οι εξελίξεις με άξονα τη ρωσική πολιτική, την κινεζική πολιτική και τις συσχετίσεις που αναπτύσσονται σε αναφορά με την πλανητική στρατηγική των ΗΠΑ. ζ) Η δομή της πολιτικής οικονομίας των διεθνών σχέσεων και ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει την πολιτική των κρατών[8]. η) Μελέτες κρατών και περιφερειών σε αναφορά με τα κεντρικά ερωτήματα της επιστήμης των διεθνών σχέσεων. θ) Εισαγωγικές γνώσεις στρατηγικής και αποκρυσταλλωμένα συμπεράσματα θεμελιωμένα σε παραδείγματα των διακρατικών σχέσεων.
Για να εμπεδωθούν περιεκτικά και εις βάθος γνώσεις της πιο πάνω μορφής, επαναλαμβάνεται, απαιτείται να γίνεται ανάλυση υπό μια αξιολογικά ελεύθερη οπτική γωνία της πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα, να γίνονται συσχετίσεις που αναφέρονται στο κράτος ως ηθικοκανονιστική δομή, στην εξουσία και στις πηγές της, στην ισχύ και στα όριά της, στη διαφορά μεταξύ (θεμιτής-νομιμοποιημένης) ενδοκρατικής εξουσίας και διακρατικών αξιώσεων ηγεμονίας ή αναθεωρητικών αιτημάτων, στη φύση της ελευθερίας και των υποχρεώσεων στη διεθνή πολιτική, στη σχέση υποχρεώσεων και δικαιωμάτων υπό το πρίσμα του άναρχου διεθνούς συστήματος και του πραγματικού χαρακτήρα των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου.
9 9.4. Περιεχόμενο σπουδών στις Ένοπλες Δυνάμεις
Εκτός από τα μαθήματα στρατιωτικής υφής που αφορούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε κλάδου, τα μαθήματα από καθηγητές ή άλλους προσκεκλημένους δεν πρέπει να διαμορφώνονται για να προσαρμοστούν στο γνωστικό αντικείμενο του προσκεκλημένου. Με δεδομένο τον περιορισμένο χρόνο, τις διδακτικές ανάγκες άλλων γνωστικών αντικειμένων και τον συγκεκριμένο χαρακτήρα των εκπαιδευτικών αναγκών μιας παραγωγικής σχολής των Ενόπλων Δυνάμεων, μια τέτοια προσέγγιση συνιστά ενδεχομένως πολυτέλεια. Πιο ορθολογικό, νομίζουμε, είναι να προσδιορίζονται σε μια πιο μόνιμη βάση τα επιστημονικά όρια που κάθε καλός επιστήμονας μπορεί να διδάξει σε μια εκάστη σχολή των Ενόπλων Δυνάμεων. Στη συνέχεια, η ανάθεση διδασκαλίας θα συναρτάται με το διαθέσιμο επιστημονικό προσωπικό. Ακόμη πιο σημαντικό, τη στιγμή που το μάθημα διδάσκεται για ποικίλους λόγους ενδέχεται η ύλη να μην ανταποκρίνεται πάντοτε στις προδιαγραφές που είχαν τεθεί αρχικά. Εάν αυτά συμβαίνουν, αποδυναμώνεται η συνολική συνοχή και αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης[9]. Ένας διδάσκων, για παράδειγμα, ενώ καλείται να αναλύσει ένα συγκεκριμένο θεωρητικό ζήτημα, θα μπορούσε να αναλώσει τον χρόνο που διατίθεται σ’ αυτόν στην εκφορά αδιάφορων γνωμών που σχολιάζουν την επικαιρότητα. Για τους παραπάνω λόγους τα μαθήματα πρέπει να διατυπώνονται με αυστηρά επιστημονικά και επιστημολογικά κριτήρια και η εκάστοτε πρόσκληση διδάσκοντος να υπόκειται στη βάσανο του ερωτήματος κατά πόσο πληρούνται οι προδιαγραφές που θέτουν οι Ένοπλες Δυνάμεις.
Αναμφίβολα τα προγράμματα σπουδών μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι δυνατό να υπόκεινται διαρκείς βελτιωτικές αλλαγές τόσο ως προς τα μαθήματα όσο και ως προς τους διδάσκοντες. Ακόμη, είναι δυνατό το μάθημα και το περιεχόμενό του να ορίζονται με τρόπο που να αφήνει στον εκάστοτε διδάσκοντα περιθώρια ευελιξίας που θα προσαρμόζουν την εκπαίδευση στο γνωστικό επίπεδο του εκάστοτε ακροατηρίου. Έτσι, τα συστατικά μέρη της διδασκαλίας –εισαγωγικές γνώσεις, παραδείγματα, εμβάθυνση– θα διαμορφώνονται αφού αρχικά διαγνωστεί η προγενέστερη εκπαίδευση των μαθητών της σχολής επί ενός συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου.
Όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις ως τομέα διδασκαλίας στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων, τα παρακάτω κριτήρια είναι ενδεχομένως ενδεικτικά του σκεπτικού της θεματικής διαμόρφωσης των διεθνολογικών μαθημάτων ενός προγράμματος σπουδών: πρώτον, προσπάθεια σφαιρικής κάλυψης του γνωστικού πεδίου των διεθνών σχέσεων. Δεύτερον, προσπάθεια μετάδοσης επαρκών εισαγωγικών γνώσεων και κυρίως προσπάθεια προβληματισμού επί θεμελιωδών ζητημάτων της θεωρίας διεθνών σχέσεων –πρωτίστως όσον αφορά τον ρόλο της ισχύος στο πλέγμα των συσχετίσεων της διεθνούς τάξης, του διεθνούς δικαίου και του εθνικού συμφέροντος– ούτως ώστε να κεντριστεί το ενδιαφέρον για περαιτέρω μελέτη. Τρίτον, εμπλουτισμός και συσχέτιση των θεμελιωδών γνώσεων με παραδείγματα που θα μελετούν κράτη, συμμαχίες και περιοχές. Τέταρτον, εξειδικεύσεις, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των μαθημάτων στρατηγικής σε τομείς που αγγίζουν πιο συγκεκριμένα ενδιαφέροντα των Ενόπλων Δυνάμεων. Πέμπτον, εστίαση του ενδιαφέροντος σε γνώσεις που άπτονται όχι μόνο του έργου ενός αξιωματικού όταν υπηρετεί στην Ελλάδα, αλλά επίσης του ρόλου του ως αντιπροσώπου σε διεθνείς θεσμούς και σε άλλες αποστολές στο εξωτερικό.
9 9.5. Ενδεικτικές θεματικές ενός προγράμματος σπουδών για σκοπούς διδασκαλίας των διεθνών σχέσεων και συγγραφής μελετών
Κρίνουμε χρήσιμο και σκόπιμο να παραθέσουμε τίτλους και περιεχόμενα μαθημάτων που δύναται να διδάσκονται σ’ ένα εξάμηνο εντατικών σεμιναρίων μιας παραγωγικής σχολής των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα μαθήματα αναφέρονται σε διαλέξεις 4 ωρών στο πλαίσιο των οποίων οι αξιωματικοί θα πρέπει να έχουν προετοιμαστεί για να συμμετάσχουν με ερωτήσεις και σχόλια. Άποψη του γράφοντος είναι πως, αν δεν υπάρχει διαθέσιμο επιστημονικό προσωπικό για ανάλυση του επιπέδου που προτείνεται πιο κάτω, αντί ανάλωσης του χρόνου σε μεταμφιεσμένες ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις ή γνώμες, είναι πιο χρήσιμο να δοθεί στους αξιωματικούς αξιόπιστη βιβλιογραφία για μελέτη και συγγραφή εργασιών. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του τι προτείνουμε στη συνέχεια, τονίζουμε ότι θεωρούμε συναφή την ανάλυση των κεφαλαίων που προηγήθηκαν και ότι οι επιτελείς των Ενόπλων Δυνάμεων που καταρτίζουν τα προγράμματα σπουδών θα πρέπει να μπορούν να ορίζουν αυτοδύναμα τα θέματα διδασκαλίας και τις εργασίες που εξυπηρετούν καλύτερα τους σκοπούς και την αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι ενδεικτικές θεματικές που προτείνουμε είναι οι ακόλουθες:
Ενδεικτικά θέματα για διδασκαλία
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ)
Υποσημειώσεις:
1. Αυτοί οι μεταμφιεσμένοι προπαγανδιστές δεν αποκλείεται –στο όνομα του επιστημονικού παραλογισμού περί δήθεν ανάγκης «να ακούγονται όλες οι απόψεις» που θίξαμε στο κεφάλαιο 6– σε μερικές περιστάσεις να παρεισφρέουν και να διδάσκουν σε παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων. Το ζήτημα που τίθεται βεβαίως είναι κατά πόσο οι πολιτικοί εντολείς ενός τόσο σημαντικού σώματος επαγγελματιών θέλουν να ρυπαίνονται τα μυαλά των αξιωματικών με ιδέες που ανατρέπουν την κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη τάξη-δικαιοσύνη και που αντιβαίνουν στις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας της κοινωνίας της οποίας την ασφάλεια είναι προορισμένοι να υπερασπίζονται. Αν στο όνομα κάποιας ιδεολογικής αντίληψης το επιθυμούν, τότε αυτό αποτελεί μια περίπτωση που χρήζει μάλλον ψυχαναλυτικής και όχι διεθνολογικής διερεύνησης. Αν όμως πρόκειται για αυτοχειριασμό εν αγνοία αποτελεί ακόμη έναν λόγο για τη χρησιμότητα της ανάλυσης των κεφαλαίων που προηγήθηκαν.
2. Είναι αυτονόητο πως αναφερόμαστε στην ατομική ελευθερία που ενδεχομένως να κινδυνεύει από εξωτερικούς και όχι εσωτερικούς εχθρούς. Για αυτούς που απειλούν την ατομική ελευθερία όπως ορίζεται από το κανονιστικό σύστημα κάθε κυρίαρχου κράτους δημιουργούνται εσωτερικές δυνάμεις τάξης. Δεν είναι καθόλου σπάνιο όμως η νόμιμη και νομιμοποιημένη πολιτική ηγεσία να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις των οποίων σκοπός είναι η εξωτερική ασφάλεια για να διαφυλάξει την εσωτερική ασφάλειας, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ χρησιμοποιήθηκαν οι δυνάμεις εξωτερικής ασφάλειας για τη διασφάλιση των πολιτών όταν τρομοκρατικές οργανώσεις διείσδυσαν και επέφεραν πλήγματα κατά του εμπορικού κέντρου της Νέας Υόρκης το 2001. Στη Γαλλία επίσης όταν αναρχικές ομάδες με σύνθημα το ανόητο και ανεύθυνο ιδεολόγημα «η ουτοπία στην εξουσία» απείλησαν την Πέμπτη Δημοκρατία, ο πρόεδρος Ντε Γκολ χρησιμοποίησε αποτρεπτικά τον στρατό για να διαφυλάξει την πρωτεύουσα της χώρας. Αυτές οι εξαιρέσεις βεβαίως δεν είναι ο κανόνας και σε κράτη με αναπτυγμένους θεσμούς σπάνια γίνονται επικλήσεις σε τέτοια μέτρα έκτακτης ανάγκης. Μια άλλη περίπτωση είναι η χρησιμοποίηση της αντικατασκοπίας μιας χώρας προκειμένου να διαφυλάξει την ακεραιότητα της χώρας από τη δράση εξωγενών παραγόντων που διεισδύουν και παρανομούν. Έτσι, για παράδειγμα, όταν κατέρρευσαν τα κομουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, οι υπηρεσίες της Γερμανίας ανακάλυψαν πως εκατοντάδες πολίτες της πρώην Δυτικής Γερμανίας είχαν στρατευτεί από τις μυστικές υπηρεσίες του αντίπαλου κράτους. Σύμφωνα με τους νόμους κάθε βιώσιμης Πολιτείας, τέτοιες στρατεύσεις δεν είναι μόνο αντιδεοντολογικές, αλλά και παράνομες.
3. Βλ. κεφάλαιο 2. Από τυπική-λογική άποψη οι ίδιες ακριβώς εκλογικεύσεις που αντιβαίνουν στην συλλογική ελευθερία μιας κοινωνίας εκστομίζονταν από τη φιλελεύθερη αντίληψη στο όνομα του «ελεύθερου κόσμου» («στρατηγέ, ιδού ο στρατός σου», όπως αναφώνησε σε αμερικανό αξιωματούχο σημαίνων έλληνας ηγέτης) και τη μαρξιστική αντίληψη περί παγκόσμιας αταξικής κοινωνίας όσον αφορά την ακεραιότητα της Ελλάδας στα βόρεια σύνορά της κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
4. Σε ακόμη πιο διεστραμμένες αντιλήψεις αρμοδιότητας ψυχιάτρου ο Κλάουζεβιτς και η ισορροπία στο Αιγαίο συγχέονται με το… machpolitik του Χίτλερ. Επαναλαμβάνεται η θέση που εκφράσαμε πιο πάνω, πως αν τέτοια πνευματικά σκουπίδια κρύβονται πίσω από την ακαδημαϊκή ανεξαρτησία ή τους «διακεκριμένους καθηγητές» και για ποικίλους λόγους δεν τυγχάνουν των αναγκαίων και μη εξαιρετέων ελέγχων, τότε το πρόβλημα παύει να είναι ακαδημαϊκό. Συναρτάται με την πνευματική υγεία των φοιτητών και την εθνική ασφάλεια ενός κράτους, δηλαδή τη συλλογική ελευθερία της κοινωνίας. Τι θα έκανε η ιατρική επιστήμη εάν ένας υποτιθέμενος γιατρός χειρουργούσε με σπαθί;
5. Στην στρατηγική ανάλυση συνηθίζεται να λέγεται πως η εκτίμηση της απειλής και των προτάσεων για εξοπλισμούς πρέπει να είναι τέτοια ούτως ώστε, ιδεατά, να μην είναι ούτε ένα σεντς λιγότερο ή περισσότερο από αυτό που απαιτεί η διασφάλισης της κυριαρχίας και της επιβίωσης ενός κράτους.
6. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κράτη με αποικιακό παρελθόν υπάρχει παράδοση ανάπτυξης της μελέτης κρατών και περιφερειών. Επίσης, οι ΗΠΑ και η πρώην ΕΣΣΔ καλλιέργησαν τη γνώση της άλλης πλευράς μέσα από κρατικούς και ακαδημαϊκούς φορείς. Συνήθως καλλιεργούνται συχνά γνώσεις με ιδιαίτερο τρόπο και σε αναφορά με κράτη ή περιοχές όταν υπάρχει ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο. Στην περίπτωση της Ελλάδας σημαντικά ζητήματα, για παράδειγμα, είναι η στρατηγική της Τουρκίας (απειλές και περιφερειακός ρόλος), τα Βαλκάνια (κατανομή ισχύος και συμφερόντων), η Μέση Ανατολή (ιστορικές σχέσεις και οικονομικά συμφέροντα) και η Ευρώπη-ευρωατλαντικός χώρος (λόγω συμμετοχής και ποικίλων άλλων συμφερόντων).
7. Ήδη υπαινιχτήκαμε ότι η νομικίστικη γνώση είναι επουσιώδης. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στην ενδοκρατική τάξη-δικαιοσύνη ο χώρος αναφοράς είναι η κοινωνία της χώρας, στη διακρατική τάξη χώρος αναφοράς είναι η «κοινωνία των κρατών» (έννοια που παραπέμπει όχι σε εύκολες κοσμοπολίτικες θεωρήσεις, αλλά στο δύσκολο ζήτημα της εφαρμογής των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου περί μη επέμβασης και διακρατικής ισοτιμίας σε συνάρτηση με το πνεύμα και το γράμμα των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου).
8. Η πολιτική οικονομία των διεθνών σχέσεων εάν διδάσκεται ορθά –σημειώνουμε πως στην Ελλάδα αυτός ο επιστημονικός κλάδος των διεθνών σχέσεων έχει ελάχιστα αναπτυχθεί– συναρτά τα γνωστικά πεδία, όπως είναι η οικονομική θεωρία, η δομή της διεθνούς οικονομίας, οι οικονομικές στρατηγικές των κρατών, οι διεθνείς οικονομικοί θεσμοί, το διεθνές νομισματικό σύστημα, οι χρηματοοικονομικές ροές, η βιομηχανική στρατηγική των κρατών, ο εμπορικός-οικονομικός ανταγωνισμός, η κρατική ισχύς και οι στρατηγικές των κρατών, σε αναφορά με αυτούς και άλλους συναφείς παράγοντες
9. Σημειώνεται ότι τα ίδια ακριβώς φαινόμενα παρατηρούνται στη διδασκαλία σε πολλά Πανεπιστημιακά Τμήματα.
9 9.1. Εθνική ασφάλεια, Ένοπλες Δυνάμεις και συλλογική ελευθερία
Όπως διαπιστώσαμε στις αναφορές μας σε ποικίλα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα σκέψης όπως οι κριτικοί κονστρουκτιβιστές, έχουν ως συνειδητό δήθεν επιστημονικό σκοπό την κατεδάφιση των εθνών-κρατών, αρχίζοντας από τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας1. Για την παρούσα ανάλυση και σύμφωνα με τις παραδοχές που αναπτύχθηκαν για το Διεθνές Δέον στο κεφάλαιο 2, το έθνος-κράτος αποτελεί θεσμό ελευθερίας και η κρατική κυριαρχία μέσο οργάνωσης των διεθνών σχέσεων με τρόπο που είναι συμβατός με τον πολιτικό πολιτισμό των διεθνών σχέσεων. Αποτελεί επίσης θεσμό που ενσαρκώνει τις οντολογικού περιεχομένου αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας. Γι’ αυτούς τους ουσιαστικούς λόγους η παρούσα ανάλυση θεωρεί τα μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων ενός μη ηγεμονικού κράτους τους προασπιστές της συλλογικής ελευθερίας, ένα από τα σημαντικότερα μέλη του κοινωνικού σώματος και έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς που μαζί με το διπλωματικό σώμα διαχειρίζονται τα ζητήματα που αφορούν τον διακρατικό βίο στον οποίο αυτοδίκαια συμμετέχει ένα κυρίαρχο κράτος. Στη βάση αυτών των συλλογισμών, η κατάρτιση των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων επί θεμάτων διεθνούς πολιτικής αποτελεί στις μέρες αναγκαία προϋπόθεση εκπλήρωσης της υψηλής αποστολής τους στο σύγχρονο διεθνές σύστημα. Βασικά η αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων συνίσταται αφενός στη διασφάλιση της συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας και αφετέρου στη στρατιωτική διπλωματία. Η τελευταία συμπεριλαμβάνει τόσο διμερείς όσο και πολυμερείς αποστολές στους διεθνείς οργανισμούς και σε ποικίλες στρατιωτικές αποστολές. Η ασφάλεια μιας ελεύθερης-κυρίαρχης συλλογικής οντότητας ιεραρχείται πάντοτε στην πιο υψηλή βαθμίδα των συλλογικών προτεραιοτήτων όλων των κοινωνιών.
Υπέρτατος σκοπός κάθε συλλογικής οντότητας είναι η διασφάλιση-κατασφάλιση της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας, τουτέστιν της συλλογικής ελευθερίας. Η αξίωση κυριαρχίας-ελευθερίας και η κατανομή των ζητημάτων τάξης και δικαιοσύνης στο εθνικό-κρατικό επίπεδο προκαλούν ακαριαία διεθνή αναρχία, δηλαδή απουσία μιας νομιμοποιημένης διεθνούς εξουσίας που θα αποφαίνεται και θα επιλύει τις διεθνείς διενέξεις όταν τα κράτη διαφωνούν στην εφαρμογή των Συνθηκών ή όταν υπάρχουν αξιώσεις για αλλαγές των κυριαρχικών οριοθετήσεων. Πολύ περισσότερο, όπως συχνά συνέβη στην πρόσφατη ιστορία, η συλλογική ελευθερία-κυριαρχία μιας κοινωνίας δεν διασφαλίζεται όταν μία ή περισσότερες μεγάλες δυνάμεις προβάλλουν επαναστατικές και ηγεμονικές αξιώσεις. Η εθνική-κρατική κυριαρχία με την οποία προικίζεται κάθε κοινωνία που κατορθώνει να κατακτήσει τη συλλογική της ελευθερία είναι ουσιαστικά το μέσο που της προσφέρει τη δυνατότητα να είναι συλλογικά ελεύθερη απέναντι σ’ αυτούς που κατά καιρούς αποσκοπούν να αλλάξουν το ιεραρχικό καθεστώς ή απλά να ηγεμονεύσουν και να κατεξουσιάσουν τα υπόλοιπα κράτη. Της προσφέρει επίσης τη δυνατότητα να διεκδικεί –όπως εξάλλου επιτάσσει το διεθνές δίκαιο των νεότερων χρόνων– ισοτιμία με τις υπόλοιπες πολιτικά κυρίαρχες συλλογικές οντότητες του παγκόσμιου χώρου.
Τέλος, το καθεστώς της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας παρέχει τη δυνατότητα σ’ όλα τα κράτη να συναλλάσσονται, να συνεργάζονται και να διευθετούν τις διαφορές τους όταν συγκρούονται τα συμφέροντά τους ή όταν καταφεύγουν στην άσκηση πολεμικής βίας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το ότι η ασφάλεια κάθε κράτους βρίσκεται πάντοτε στην πιο υψηλή βαθμίδα των κοινωνικών προτεραιοτήτων και, υπό αυτό το πρίσμα, οι Ένοπλες Δυνάμεις ενός μη αναθεωρητικού κράτους είναι η υπέρτατη και ύστατη εγγύηση της συλλογικής και ατομικής ελευθερίας των μελών του[2]. Βασικά η συλλογική ελευθερία κάθε κοινωνίας, η ασφάλεια κάθε κράτους, τα μέσα που τη διασφαλίζουν, δηλαδή οι Ένοπλες Δυνάμεις του, και η διεθνής ειρήνη και σταθερότητα είναι όλα άρρηκτα συνδεδεμένα. Κανένας κοινωνικός σκοπός δεν μπορεί να εκπληρωθεί χωρίς εξωτερικά διασφαλισμένη συλλογική ελευθερία και χωρίς εσωτερικά διασφαλισμένη τάξη-δικαιοσύνη. Γι’ αυτό ο κοινωνικός ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων όσον αφορά την εξωτερική ασφάλεια της χώρας είναι πρωταρχικός.
Για τους πιο πάνω σημαντικούς και ουσιαστικούς λόγους οι Ένοπλες Δυνάμεις ενός δημοκρατικού και μη ηγεμονικού-αναθεωρητικού κράτους συνιστούν τη σημαντικότερη ίσως ομάδα της κοινωνίας. Για τους ίδιους λόγους επίσης είναι σαφές πως αυτοί που καταπολεμούν τις Ένοπλες Δυνάμεις στη βάση ποικίλων ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων όπως αυτών των κριτικών κονστρουκτιβιστών είναι εχθροί της συλλογικής ελευθερίας της κοινωνίας μιας χώρας. Αυτά ισχύουν για κάθε κράτος.
Εάν σταθούμε στην Ελλάδα, ο «αντιμιλιταρισμός» πολλών μελών της ελληνικής διανόησης είναι λανθασμένος για δύο τουλάχιστον λόγους:
Πρώτον, άλλο να είσαι εναντίον του πολέμου και άλλο να είσαι εναντίον του σώματος εκείνου της κοινωνίας ενός μη αναθεωρητικού κράτους όπως η Ελλάδα που είναι εντεταλμένο να προασπίσει τη συλλογική ελευθερία του λαού και να αποτρέψει την εκτέλεση των εξωτερικών απειλών.
Δεύτερον, όπως και για πολλά άλλα πράγματα που αφορούν την αναγκαία και μη εξαιρετέα κοσμοθεωρία μιας κυρίαρχης κοινωνίας, τα άτομα αυτά συγχέουν αίτια και αιτιατά της αδιαμφισβήτητης παρέμβασης των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας.
Εκτός των ιστορικών λόγων που αφορούσαν την οικονομική και πολιτική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους, το αίτιο της καταστροφικής χρήσης των Ενόπλων Δυνάμεων από την πολιτική ηγεσία και τελικά από εξωτερικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα την καταστροφή της Κύπρου, είναι η ευρέως διαδεδομένη αμφισβήτηση της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας ως θεσμού ελευθερίας της ελληνικής κοινωνίας.
Ως γνωστόν, αμφότερα τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της μεταπολεμικής περιόδου στη βάση ποικίλων θεωρημάτων και ιδεολογημάτων θεωρούσαν το ελληνικό έθνος-κράτος αναλώσιμο στο βωμό διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων αντιλήψεων που εξ ορισμού διαβρώνουν τους θεσμούς, συγχύζουν την κοινωνία, διευκολύνουν το έργο κατασκόπων και πρακτόρων και καθιστούν την πολιτική κυριαρχία εύκολη λεία ξένων συμφερόντων. Τα ίδια αίτια ήταν εμφανέστατα τη δεκαετία του 1990 και κορυφώθηκαν με τη θέση πως το σχέδιο Ανάν για το Κυπριακό αποτελούσε περίπου πολιτικό μάννα εξ ουρανού επειδή οι Έλληνες της Κύπρου ναι μεν θα έχαναν την πολιτική τους κυριαρχία, αλλά αυτό ήταν ασήμαντο μπροστά στο γεγονός πως η ανθρωπότητα εισέρχεται στη… μεταεθνική εποχή[3]. Ενδεικτικές των προβλημάτων σοβαρής συζήτησης στην Ελλάδα είναι ενίοτε και οι αναλύσεις περί Κλάουζεβιτς, τις οποίες συχνά πολλοί συγχέουν με μιλιταρισμό, εθνικισμό και… πολεμοκάπηλες διαθέσεις. Kι αυτό διότι ποτέ δεν διάβασαν ούτε κατανόησαν το βάθος της κλαουζεβιτσιανής ρήσης πως «ο πόλεμος είναι η πολιτική με άλλα μέσα», δηλαδή πως ο πόλεμος πρέπει να διέπεται και να ελέγχεται από τη λογική των κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών και πως η διεξαγωγή του πολέμου δεν έχει δική της αυτόνομη λογική. Αυτό είναι ευδιάκριτο από τις θέσεις πολλών αναλυτών (βλ. παραπομπή της υποσημείωσης 1 του κεφαλαίου 5, ο οποίος συχνά υιοθετούσε τέτοιες θέσεις) οι οποίοι με επιστημονικά ανεπίτρεπτο τρόπο συγχέουν τη μελέτη της κλαουζεβιτσιανής ανάλυσης περί πολέμου με τον εθνικισμό και άλλους επιστημονικά άθλιους χαρακτηρισμούς που εκτοξεύονται σ’ αυτό που κατ’ ευφημισμό, θα μπορούσε να αναφερθεί ως επιστημονική ανάλυση των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα[4].
Εκπλήρωση του ρόλου των Ενόπλων Δυνάμεων προϋποθέτει ότι κατέχουν τη σωστή θέση στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, επειδή «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» και επειδή ο «ο πόλεμος δεν έχει τη δική του γραμματική», ο ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων διέπεται και ελέγχεται από τη λογική των πολιτικών σκοπών μιας κοινωνίας: η λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων, η δομή τους, η αποστολή τους, η άσκηση βίας και οποιοσδήποτε άλλος ρόλος εντάσσονται στη λογική των πολιτικών στόχων της κοινωνίας στην οποία ανήκουν και τους σκοπούς της οποίας υπηρετούν. Υπό το παραπάνω πρίσμα που συναρτά με επιστημονικά δόκιμες προσεγγίσεις την αποστολή και τον ρόλο των Ενόπλων Δυνάμεων με τους κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς, οι Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν ισότιμο συνομιλητή της πολιτικής ηγεσίας επί ενός αριθμού ζητημάτων υψίστης σημασίας που αφορούν την εθνική ασφάλεια. Κατ’ αρχάς, με δεδομένο πως οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι οι εντολοδόχοι και όχι οι εντολείς της πολιτικής εξουσίας, μαζί με τα υπόλοιπα όργανα του κράτους –αλλά ως προς αυτό έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων και της οργάνωσης των υπόλοιπων κρατικών υπηρεσιών–, το Γενικό Επιτελείο αναλύει την κατανομή ισχύος, τις στρατιωτικές ικανότητες και τα στρατηγικά δόγματα άλλων κρατών, παρακολουθεί την ανάπτυξη των οπλικών συστημάτων κρατών που απειλούν τη χώρα και προχωρεί στην εκτίμηση της απειλής. Με κριτήριο την ιεράρχηση των εθνικών συμφερόντων που ορίζει η πολιτική ηγεσία (βλ. πίνακα) η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων εκτιμά την απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας, υπολογίζει με ακρίβεια τα αναγκαία μέσα για την αντιμετώπισή της, πληροφορεί αναλόγως την πολιτική ηγεσία και περιγράφει-προτείνει κατ’ αυτό τον τρόπο τις ανάγκες των εξοπλιστικών προγραμμάτων[5] και την ανάπτυξη των δυνάμεων στον εθνικό χώρο.
Τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό κρίσης ή πολέμου οι Ένοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε συνεχή ένταση και συνεχή επικοινωνία με την πολιτική ηγεσία για τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων. Ιδιαίτερα σε περίπτωση κρίσης ή έναρξης συγκρούσεων είναι αυτονόητο ότι ο ρόλος τόσο του αρχιστράτηγου όσο και των επιτελών του αναβαθμίζεται. Γι’ αυτό η ικανότητα των επιτελών η κατάρτισή τους τόσο επί θεμάτων αποτροπής ή διεξαγωγής ενός πολέμου όσο και επί θεμάτων που αφορούν το διεθνές περιβάλλον, τη στρατηγική των άλλων κρατών και τη διεθνή διπλωματία απαιτείται να είναι άρτιες και αποτελεσματικές. Οι επιτελείς των σύγχρονων Ενόπλων Δυνάμεων, όπως είναι φανερό, είναι μη αιρετά ενεργά μέλη της ανώτατης ηγεσίας του τόπου, οι πολυτιμότεροι συνεργάτες της πολιτικής ηγεσίας –και σε περιπτώσεις κρίσεων οι σημαντικότεροι συνεργάτες– στη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων και ιδιαίτερα του εθνικού συμφέροντος επιβίωσης. Στην ατυχή περίπτωση ένοπλων συρράξεων οι εγγυητές της ακεραιότητας της επικράτειας και της ελευθερίας της κοινωνίας είναι σχεδόν πλήρως στα χέρια του Γενικού Επιτελείου και των υπόλοιπων μελών των Ενόπλων Δυνάμεων που προασπίζονται την ακεραιότητα της χώρας και την ελευθερία των πολιτών.
Για τους παραπάνω λόγους η ικανότητα επιστημονικής ανάλυσης, εκτίμησης και κρίσης των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων επί θεμάτων διεθνούς πολιτικής είναι εξίσου σημαντικοί παράγοντες με την οργάνωση των πολεμικών μέσων και τη διατήρηση της αποτρεπτικής τους αξιοπιστίας. Επειδή, όπως εκτενώς αναλύθηκε παραπάνω, η επιστημονική ανάλυση των διεθνών σχέσεων δεν είναι ευθύγραμμη υπόθεση, οι διεθνείς σπουδές στις παραγωγικές σχολές των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την εκπλήρωση της υψηλής κοινωνικής αποστολής τους.
9 9.2. Στρατιωτική διπλωματία, θέση, ρόλος και αποστολές στη σύγχρονη διεθνή πολιτική
Για να γίνει ακόμη καλύτερα κατανοητή η σημασία της διεθνολογικής κατάρτισης των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε ποικίλες αποστολές που συμπληρώνουν ή ακόμη και υποκαθιστούν τις λειτουργίες του υπουργείου Εξωτερικών. Ουσιαστικά η μία όψη του νομίσματος της εξωτερικής πολιτικής είναι η καθαυτό διπλωματία και η άλλη ο διεθνής ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων. Συνοπτικά, η στρατιωτική ικανότητα προσδιορίζει το ειδικό βάρος και τα διαπραγματευτικά ερείσματα ενός κράτους σε πλήθος διεθνών συναλλαγών και διεθνών συμμετοχών. Εν συντομία:
Πρώτον, για τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο ρόλος ενός κράτους-μέλους στην υπό διαμόρφωση συλλογική άμυνα και ασφάλεια όπως συζητείται τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι συνάρτηση της ικανότητας συμμετοχής στη δομή άμυνας και ασφάλειας που οικοδομείται. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ακριβώς πως σημασία δεν έχει κατά πόσο θα αναδειχτεί μια αποτελεσματική ευρωπαϊκή άμυνα. Για κάθε ευρωπαϊκό κράτος τα αμυντικά δρώμενα συναρτώνται με πλήθος παραγόντων και κριτηρίων που αφορούν ζωτικά μια χώρα, όπως η τυποποίηση των οπλικών συστημάτων, η διαμόρφωση των συμμαχικών στρατηγικών δογμάτων, η ανταλλαγή πληροφοριών, ο συντονισμός των κοινών δράσεων και η διαμόρφωση τακτικών συμμαχιών στα ποικίλα επίπεδα διαπραγματεύσεων και αποφάσεων.
Δεύτερον, οι πελατειακές σχέσεις μικρών και μεγάλων δυνάμεων όπως αυτές προσδιορίζονται από την πολιτική ηγεσία κατά περίπτωση και κατά συγκυρία συναρτώνται με την ικανότητα των λιγότερο ισχυρών κρατών αφενός να αμύνονται κατά των αναθεωρητικών κρατών που τα απειλούν και αφετέρου να είναι ενεργοί στρατηγικοί δρώντες των στρατηγικών εξελίξεων στην περιφέρεια οπου ανήκουν. Εάν πάρουμε ως παράδειγμα τις εξελίξεις στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990, παρατηρούμε πως υπήρξαν πλήθος αναθεωρητικών απειλών, ρευστές ανακατανομές ισχύος, συνόρων και συμφερόντων, μετακινήσεις πληθυσμών, αντιμετώπιση κρίσεων, αποστολή αγημάτων σε στρατιωτικές αποστολές, αλλαγές συμμαχιών, επεμβάσεις εξωβαλκανικών κρατών και διαπραγμάτευση επί ποικίλων ζητημάτων όπως οι αγωγοί πετρελαίου, η αντιμετώπιση κρίσεων και οι συμμετοχές στους διεθνείς οργανισμούς. Ένα κράτος που ανήκει σε μια περιφέρεια σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει τον ρόλο που του αρμόζει, να συμμετάσχει στη διαμόρφωση σταθερών διακρατικών ισορροπιών και να διασφαλίσει τα συμφέροντά του όπως καταγράφηκαν παραπάνω αν δεν κατέχει ισχυρή θέση στο περιφερειακό σύστημα ισχύος και συμφερόντων όπου η οικονομική και η στρατιωτική ισχύς είναι δύο μεγάλης σημασίας παράγοντες.
Τρίτον, οι Ένοπλες Δυνάμεις ενός σύγχρονου κράτους είναι σημαντικό μέσο των διεθνών συμμετοχών μιας χώρας, πιο συγκεκριμένα της «στρατιωτικής διπλωματίας». Μεταξύ άλλων, οι σύγχρονες Ένοπλες Δυνάμεις αναπτύσσουν ρόλους ως προς τα εξής ζητήματα: α) Παροχή συμβουλών στην πολιτική ηγεσία για τους τρόπους πολιτικής αξιοποίησης της στρατιωτικής ισχύος υπό το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων. β) Συμμετοχή στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων στην επίσημη διπλωματική αντιπροσώπευση της χώρας σε άλλα κράτη ή σε διεθνείς θεσμούς και στρατιωτικούς οργανισμούς. γ) Έπειτα από εντολή της πολιτικής ηγεσίας, σύναψη στενών σχέσεων, μυστικού ή δημοσιοποιημένου χαρακτήρα, με τις Ένοπλες Δυνάμεις άλλων κρατών. δ) Πάντοτε υπό το πρίσμα των πολιτικών εντολών, συμμετοχή σε στρατιωτικά γυμνάσια και διακρατικές συνεργασίες όπως αυτές που αναπτύχθηκαν υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ με κράτη των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης τη δεκαετία του 1990. ε) Συμμετοχή σε διεθνείς αποστολές (ανθρωπιστικές, «ειρηνευτικές» κ.λπ.). στ) Βοήθεια προς άλλους στρατούς (εκπαίδευση, υποδομή, τεχνολογία κ.λπ.). Και ζ) συνεργασία με άλλα κυβερνητικά τμήματα και μυστικές αποστολές που εξυπηρετούν την αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στο ίδιο πλαίσιο, όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων είναι επιφορτισμένα με την παραγωγή αναλύσεων, πληροφοριών και εκτιμήσεων για την κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα, εκτιμήσεις των απειλών και ιεράρχησή τους υπό το πρίσμα της δεδομένης κατανομής ισχύος και προτάσεις πολιτικής για πρακτικές προσεγγίσεις που μεγιστοποιούν την εθνική ασφάλεια. Αναφορικά με το τελευταίο σημείο, προστίθεται πως στις προσεγγίσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται οι συμμαχικές σχέσεις ή άλλου είδους συμφωνίες ή σχέσεις με τις Ένοπλες Δυνάμεις τρίτων κρατών που αντιμετωπίζουν τις ίδιες απειλές και προτάσεις για συγκεκριμένες επαφές, ενέργειες και άλλες στρατηγικές ή τακτικές κινήσεις που θα ενισχύσουν τη θέση και τον ρόλο της χώρας στο πλαίσιο της δεδομένης κατανομής ισχύος. Επίσης, προτάσεις για επαφές, ενέργειες και αποστολές των Ενόπλων Δυνάμεων υπό το πρίσμα τόσο της δεδομένης κατανομής ισχύος όσο και του στρατηγικού περιβάλλοντος που δημιουργούν τα στρατηγικά και πολιτικά δόγματα των κρατών του διεθνούς υποσυστήματος στο οποίο ανήκει η χώρα.
9 9.3. Παραγωγικές Σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων
Το σημαντικότερο ίσως ζήτημα που τίθεται όσον αφορά τις προσφερόμενες γνώσεις στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων αφορά την αξιολογική ουδετερότητα. Ο αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων και πολύ περισσότερο οι επιτελείς δεν έχουν κανένα απολύτως περιθώριο να δεχτούν αυτό που στα προηγούμενα κεφάλαια αναφέραμε ως «διεθνολογικές τσαρλατανιές». Αν η διδασκαλία διεθνολογικών τσαρλατανιών στα Πανεπιστήμια σημαίνει σταδιακή διάβρωση του συλλογικού ορθολογισμού περί τα διεθνή, αντίστοιχη διάβρωση στο επίπεδο των αξιωματικών θέτει σε άμεσο κίνδυνο τα συμφέροντα του κράτους ή ακόμη και της ειρήνης. Ο αξιωματικός των παραγωγικών σχολών είναι επαγγελματίας και ανώτερος κρατικός λειτουργός, ο οποίος μετά τη θητεία μερικών μηνών σε μια παραγωγική σχολή επανέρχεται αμέσως στην άμεση και ενεργό δράση στο επιτελείο, σε μονάδες στα σύνορα όπου ενδεχομένως μετατίθεται ή σε ποικίλες θέσεις στο πλαίσιο των διμερών και πολυμερών σχέσεων ενός κράτους.
Για τους λόγους αυτούς και πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε αναφορά με άλλους χώρους απαιτείται να ζητείται από τους διδάσκοντες που προσκαλούνται να διδάξουν στις παραγωγικές σχολές να διακρίνουν μεταξύ επιστημονικής ανάλυσης των διεθνών σχέσεων και έκφρασης γνωμών, οι οποίες εξ ορισμού προπαγανδίζουν υπέρ ενός οποιουδήποτε σκοπού. Η ενημέρωση για τους πολιτικούς σκοπούς που πρέπει να υπηρετεί ένας αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων γίνεται από τους ανωτέρους του, οι οποίοι με τη σειρά τους επικοινωνούν με την πολιτική ηγεσία. Κάθε απομάκρυνση των διδασκόντων στις παραγωγικές σχολές από την αξιολογική ουδετερότητα είναι ύποπτη και σε κάθε περίπτωση αντιπαραγωγική, αν όχι επικίνδυνη. Συναφώς, αν και ομολογουμένως πολλοί πολιτικοί επιστήμονες ενδύονται ακαδημαϊκούς μανδύες για να προπαγανδίσουν ιδεολογίες, πολιτικές θέσεις ή ακόμη και να προπαγανδίσουν υπέρ αδιαφανών συμφερόντων, αυτό το γεγονός δεν είναι πειθαναγκαστικό για μια σχολή πολέμου που έχει την πολυτέλεια επιλογής ούτως ώστε η ακαδημαϊκή ανάλυση να διακρίνεται από πολιτικές εκλογικεύσεις. Για να το θέσουμε διαφορετικά, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ διάφορων ατόμων που κατέχουν το Α ή το Β αξίωμα και που κρίνεται σκόπιμο να καλούνται για να εκφράσουν απόψεις αναμενόμενα υποκειμενικού-πολιτικού χαρακτήρα (και αναμφίβολα χρήσιμου χαρακτήρα για τη σφαιρική επιμόρφωση ενός αξιωματικού) και αναλυτών που με αξιολογική ουδετερότητα προσφέρουν γνώση και ερμηνευτικά εργαλεία για τη μορφή, τον χαρακτήρα και τα προβλήματα του διεθνούς συστήματος.
Προϋπόθεση ορθολογικών πολιτικών και στρατιωτικών αποφάσεων είναι να εδράζονται οι συλλογισμοί σε ορθές αναλύσεις, δηλαδή σε καλή θεωρία. Με διαφορετικά λόγια, προηγείται η καλή θεωρία και έπονται οι πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις που κατά περίπτωση συναρτώνται με κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένα μέσα, σκοπούς και προσεγγίσεις εκπλήρωσής τους. Αρμόδιοι γι’ αυτό είναι τα μέλη κάθε κοινωνίας και οι πολιτικοί-στρατιωτικοί της ηγέτες. Κατ’ επέκταση, καλή επιστήμη των διεθνών σχέσεων είναι αυτή η οποία: α) Έχει μεγάλη ερμηνευτική δύναμη και ευρεία κλίμακα αναφοράς (δηλαδή αναφέρεται σε μια ευρεία κλίμακα φαινομένων), β) είναι σημαντική (επειδή αναφέρεται στα ουσιώδη ζητήματα και στην αιτιώδη σχέση μεταξύ εξαρτημένων και ανεξάρτητων μεταβλητών του διεθνούς συστήματος) και γ) έχει εφαρμοσιμότητα (δηλαδή συνάφεια με τον πραγματικό κόσμο). Η καλή θεωρία διεθνών σχέσεων εστιάζεται στον πραγματικό κόσμο, εξηγεί σφαιρικά και εις βάθος τα αίτια – αιτιατά, έχει διάρθρωση που επιτρέπει τον έλεγχό της και την επιβεβαίωση ή τη διάψευσή της και τα συμπεράσματά της έχουν συμβουλευτική αξία επειδή διαφωτίζουν τα άτομα ή τις ομάδες που εμπλέκονται στους πολιτικούς αγώνες για την πραγματική δομή των προβλημάτων και των διλημμάτων των διεθνών σχέσεων.
Εντέλει, υποστηρίζεται ότι η εκπαίδευση σε μια σχολή των Ενόπλων Δυνάμεων έχει βασικά τρεις πτυχές: πρώτον, τεχνική-τεχνολογική κατάρτιση επί πτυχών που αφορούν την πολεμική βία. Δεύτερον, επικοινωνία με επισκέπτες ομιλητές που αναπτύσσουν πολιτικές θέσεις. Τρίτον, επικοινωνία με καθηγητές του ακαδημαϊκού χώρου που αναλύουν τη διεθνή πολιτική και τη στρατηγική υπό το πρίσμα αξιολογικής ουδετερότητας. Ενώ οι δύο πρώτες πτυχές είναι μάλλον ευθύγραμμες, η τρίτη πτυχή τίθεται διαφορετικά. Αυτό διότι η νομιμοποίηση πολιτικών γνωμών ενδεδυμένων ακαδημαϊκούς μανδύες αποτελεί επικίνδυνη προπαγάνδα που στρεβλώνει τη σκέψη και αποπροσανατολίζει τους στοχασμούς. Ο υποφαινόμενος, ως μέλος αυτού που στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ονομάζεται «διεθνολογική κοινότητα», εκτιμά πως ένας κίβδηλος επιστημονικός τίτλος που χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει προπαγανδιστικές ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις είναι ενδεχομένως πιο επικίνδυνος από μια μεραρχία εχθρικών και καλά εξοπλισμένων δυνάμεων.
Οι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, λόγω του άκρως κρίσιμου ρόλου τους, στις επικοινωνίες τους με διαλέκτες ακαδημαϊκών καταβολών είναι καλό να προσλαμβάνουν όχι φορείς προπαγανδιστικών ή υποκειμενικές γνωμών, αλλά διεθνολόγους ικανούς να αναλύσουν τα διεθνή φαινόμενα με επιστημονική επάρκεια. Σκοπός της διδασκαλίας σ’ ένα τέτοιο ακροατήριο είναι να ακονιστεί το κριτικό πνεύμα με το να θίγονται ζητήματα ουσίας και με το να αναδεικνύονται τα διλήμματα και τα προβλήματα της διεθνούς πολιτικής στον τόπο και στον χρόνο. Υπό αυτό το πρίσμα και με την προϋπόθεση ότι πληρούνται αυστηρά ακαδημαϊκά και ποιοτικά κριτήρια, το αντικείμενο των διεθνών σχέσεων αναφέρεται, πρωταρχικά, στα εξής: α) Στα αίτια πολέμου, β) στον χαρακτήρα των δύο κύριων όψεων του διεθνούς συστήματος, δηλαδή του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας και της διεθνούς αναρχίας, γ) στη δομή, στις λειτουργίες και στον ρόλο των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου (δεν αναφερόμαστε στις καθαυτό νομικές, αλλά στις πολιτικές όψεις του διεθνούς δικαίου), δ) στον ρόλο του εθνικού συμφέροντος και στις πηγές/τρόπους διαμόρφωσής του, ε) στον ρόλο της κυριαρχίας ως βάσης της ενδοκρατικής κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης και ταυτόχρονα ως βάσης διακρατικής οργάνωσης, στ) στην τάξη-δικαιοσύνη όπως είναι αποκεντρωμένες στα έθνη-κράτη και όπως επιχειρείται να συγκροτηθούν στον διεθνή χώρο στο πλαίσιο των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας (ή στο πλαίσιο ηγεμονικών αξιώσεων), ζ) στα όρια και στους περιορισμούς των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας και η) σε πτυχές εκείνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου (που θα πρέπει να συμπληρώνονται όμως από αναλύσεις για τις πολιτικές όψεις των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου ούτως ώστε να αποφεύγεται η διαμόρφωση λανθασμένων-νομικίστικων παραστάσεων).
Για να καλυφθούν σφαιρικά και εις βάθος αυτές οι σύνθετες πτυχές του διεθνούς συστήματος απαιτούνται περιπτωσιολογικές θεμελιώσεις συγκεκριμένων (θεωρητικών) προτάσεων σε αναφορά με ποικίλα ζητήματα και προβλήματα που αφορούν κράτη, περιοχές, συμμαχίες και τις αξιώσεις επαναστατικής αλλαγής. Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται να καλύπτονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) Οι διπλωματικές και εν γένει στρατηγικές των κρατών (ιδιαίτερα των ισχυρών κρατών και των κρατών για τα οποία υπάρχει ειδικό ενδιαφέρον[6]). β) Οι λειτουργίες των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα[7]. γ) Η διερεύνηση παραγόντων όπως η τεχνολογία, οι επικοινωνίες και τα επαναστατικά ιδεολογήματα που επηρεάζουν το διεθνές σύστημα (το οποίο, επαναλαμβάνεται, δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί αν οι θεωρήσεις δεν εκτιμούν ορθά τον ρόλο της κρατικής κυριαρχίας, του εθνικού συμφέροντος και της κατανομής ισχύος). δ) Η εξέταση του φαινομένου της ολοκλήρωσης, ιδιαίτερα στην Ευρώπη όπου αναπτύσσεται ένα ιδιαίτερο και ιδιόμορφο διακρατικό σύστημα με υπόβαθρο τους υπερεθνικούς θεσμούς και με υπερκαλύπτοντα στρατηγικό θεσμό την Ατλαντική Συμμαχία. ε) Η γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία του ευρωατλαντικού χώρου όπως αναπτύχθηκε μεταπολεμικά με άξονα την Ατλαντική Συμμαχία. στ) Η διαμόρφωση πόλων ισχύος, διακρατικών συσπειρώσεων στην ευρασιατική μάζα και κυρίως οι εξελίξεις με άξονα τη ρωσική πολιτική, την κινεζική πολιτική και τις συσχετίσεις που αναπτύσσονται σε αναφορά με την πλανητική στρατηγική των ΗΠΑ. ζ) Η δομή της πολιτικής οικονομίας των διεθνών σχέσεων και ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει την πολιτική των κρατών[8]. η) Μελέτες κρατών και περιφερειών σε αναφορά με τα κεντρικά ερωτήματα της επιστήμης των διεθνών σχέσεων. θ) Εισαγωγικές γνώσεις στρατηγικής και αποκρυσταλλωμένα συμπεράσματα θεμελιωμένα σε παραδείγματα των διακρατικών σχέσεων.
Για να εμπεδωθούν περιεκτικά και εις βάθος γνώσεις της πιο πάνω μορφής, επαναλαμβάνεται, απαιτείται να γίνεται ανάλυση υπό μια αξιολογικά ελεύθερη οπτική γωνία της πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα, να γίνονται συσχετίσεις που αναφέρονται στο κράτος ως ηθικοκανονιστική δομή, στην εξουσία και στις πηγές της, στην ισχύ και στα όριά της, στη διαφορά μεταξύ (θεμιτής-νομιμοποιημένης) ενδοκρατικής εξουσίας και διακρατικών αξιώσεων ηγεμονίας ή αναθεωρητικών αιτημάτων, στη φύση της ελευθερίας και των υποχρεώσεων στη διεθνή πολιτική, στη σχέση υποχρεώσεων και δικαιωμάτων υπό το πρίσμα του άναρχου διεθνούς συστήματος και του πραγματικού χαρακτήρα των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου.
9 9.4. Περιεχόμενο σπουδών στις Ένοπλες Δυνάμεις
Εκτός από τα μαθήματα στρατιωτικής υφής που αφορούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε κλάδου, τα μαθήματα από καθηγητές ή άλλους προσκεκλημένους δεν πρέπει να διαμορφώνονται για να προσαρμοστούν στο γνωστικό αντικείμενο του προσκεκλημένου. Με δεδομένο τον περιορισμένο χρόνο, τις διδακτικές ανάγκες άλλων γνωστικών αντικειμένων και τον συγκεκριμένο χαρακτήρα των εκπαιδευτικών αναγκών μιας παραγωγικής σχολής των Ενόπλων Δυνάμεων, μια τέτοια προσέγγιση συνιστά ενδεχομένως πολυτέλεια. Πιο ορθολογικό, νομίζουμε, είναι να προσδιορίζονται σε μια πιο μόνιμη βάση τα επιστημονικά όρια που κάθε καλός επιστήμονας μπορεί να διδάξει σε μια εκάστη σχολή των Ενόπλων Δυνάμεων. Στη συνέχεια, η ανάθεση διδασκαλίας θα συναρτάται με το διαθέσιμο επιστημονικό προσωπικό. Ακόμη πιο σημαντικό, τη στιγμή που το μάθημα διδάσκεται για ποικίλους λόγους ενδέχεται η ύλη να μην ανταποκρίνεται πάντοτε στις προδιαγραφές που είχαν τεθεί αρχικά. Εάν αυτά συμβαίνουν, αποδυναμώνεται η συνολική συνοχή και αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης[9]. Ένας διδάσκων, για παράδειγμα, ενώ καλείται να αναλύσει ένα συγκεκριμένο θεωρητικό ζήτημα, θα μπορούσε να αναλώσει τον χρόνο που διατίθεται σ’ αυτόν στην εκφορά αδιάφορων γνωμών που σχολιάζουν την επικαιρότητα. Για τους παραπάνω λόγους τα μαθήματα πρέπει να διατυπώνονται με αυστηρά επιστημονικά και επιστημολογικά κριτήρια και η εκάστοτε πρόσκληση διδάσκοντος να υπόκειται στη βάσανο του ερωτήματος κατά πόσο πληρούνται οι προδιαγραφές που θέτουν οι Ένοπλες Δυνάμεις.
Αναμφίβολα τα προγράμματα σπουδών μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι δυνατό να υπόκεινται διαρκείς βελτιωτικές αλλαγές τόσο ως προς τα μαθήματα όσο και ως προς τους διδάσκοντες. Ακόμη, είναι δυνατό το μάθημα και το περιεχόμενό του να ορίζονται με τρόπο που να αφήνει στον εκάστοτε διδάσκοντα περιθώρια ευελιξίας που θα προσαρμόζουν την εκπαίδευση στο γνωστικό επίπεδο του εκάστοτε ακροατηρίου. Έτσι, τα συστατικά μέρη της διδασκαλίας –εισαγωγικές γνώσεις, παραδείγματα, εμβάθυνση– θα διαμορφώνονται αφού αρχικά διαγνωστεί η προγενέστερη εκπαίδευση των μαθητών της σχολής επί ενός συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου.
Όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις ως τομέα διδασκαλίας στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων, τα παρακάτω κριτήρια είναι ενδεχομένως ενδεικτικά του σκεπτικού της θεματικής διαμόρφωσης των διεθνολογικών μαθημάτων ενός προγράμματος σπουδών: πρώτον, προσπάθεια σφαιρικής κάλυψης του γνωστικού πεδίου των διεθνών σχέσεων. Δεύτερον, προσπάθεια μετάδοσης επαρκών εισαγωγικών γνώσεων και κυρίως προσπάθεια προβληματισμού επί θεμελιωδών ζητημάτων της θεωρίας διεθνών σχέσεων –πρωτίστως όσον αφορά τον ρόλο της ισχύος στο πλέγμα των συσχετίσεων της διεθνούς τάξης, του διεθνούς δικαίου και του εθνικού συμφέροντος– ούτως ώστε να κεντριστεί το ενδιαφέρον για περαιτέρω μελέτη. Τρίτον, εμπλουτισμός και συσχέτιση των θεμελιωδών γνώσεων με παραδείγματα που θα μελετούν κράτη, συμμαχίες και περιοχές. Τέταρτον, εξειδικεύσεις, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των μαθημάτων στρατηγικής σε τομείς που αγγίζουν πιο συγκεκριμένα ενδιαφέροντα των Ενόπλων Δυνάμεων. Πέμπτον, εστίαση του ενδιαφέροντος σε γνώσεις που άπτονται όχι μόνο του έργου ενός αξιωματικού όταν υπηρετεί στην Ελλάδα, αλλά επίσης του ρόλου του ως αντιπροσώπου σε διεθνείς θεσμούς και σε άλλες αποστολές στο εξωτερικό.
9 9.5. Ενδεικτικές θεματικές ενός προγράμματος σπουδών για σκοπούς διδασκαλίας των διεθνών σχέσεων και συγγραφής μελετών
Κρίνουμε χρήσιμο και σκόπιμο να παραθέσουμε τίτλους και περιεχόμενα μαθημάτων που δύναται να διδάσκονται σ’ ένα εξάμηνο εντατικών σεμιναρίων μιας παραγωγικής σχολής των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα μαθήματα αναφέρονται σε διαλέξεις 4 ωρών στο πλαίσιο των οποίων οι αξιωματικοί θα πρέπει να έχουν προετοιμαστεί για να συμμετάσχουν με ερωτήσεις και σχόλια. Άποψη του γράφοντος είναι πως, αν δεν υπάρχει διαθέσιμο επιστημονικό προσωπικό για ανάλυση του επιπέδου που προτείνεται πιο κάτω, αντί ανάλωσης του χρόνου σε μεταμφιεσμένες ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις ή γνώμες, είναι πιο χρήσιμο να δοθεί στους αξιωματικούς αξιόπιστη βιβλιογραφία για μελέτη και συγγραφή εργασιών. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του τι προτείνουμε στη συνέχεια, τονίζουμε ότι θεωρούμε συναφή την ανάλυση των κεφαλαίων που προηγήθηκαν και ότι οι επιτελείς των Ενόπλων Δυνάμεων που καταρτίζουν τα προγράμματα σπουδών θα πρέπει να μπορούν να ορίζουν αυτοδύναμα τα θέματα διδασκαλίας και τις εργασίες που εξυπηρετούν καλύτερα τους σκοπούς και την αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι ενδεικτικές θεματικές που προτείνουμε είναι οι ακόλουθες:
Ενδεικτικά θέματα για διδασκαλία
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ)
Υποσημειώσεις:
1. Αυτοί οι μεταμφιεσμένοι προπαγανδιστές δεν αποκλείεται –στο όνομα του επιστημονικού παραλογισμού περί δήθεν ανάγκης «να ακούγονται όλες οι απόψεις» που θίξαμε στο κεφάλαιο 6– σε μερικές περιστάσεις να παρεισφρέουν και να διδάσκουν σε παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων. Το ζήτημα που τίθεται βεβαίως είναι κατά πόσο οι πολιτικοί εντολείς ενός τόσο σημαντικού σώματος επαγγελματιών θέλουν να ρυπαίνονται τα μυαλά των αξιωματικών με ιδέες που ανατρέπουν την κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη τάξη-δικαιοσύνη και που αντιβαίνουν στις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας της κοινωνίας της οποίας την ασφάλεια είναι προορισμένοι να υπερασπίζονται. Αν στο όνομα κάποιας ιδεολογικής αντίληψης το επιθυμούν, τότε αυτό αποτελεί μια περίπτωση που χρήζει μάλλον ψυχαναλυτικής και όχι διεθνολογικής διερεύνησης. Αν όμως πρόκειται για αυτοχειριασμό εν αγνοία αποτελεί ακόμη έναν λόγο για τη χρησιμότητα της ανάλυσης των κεφαλαίων που προηγήθηκαν.
2. Είναι αυτονόητο πως αναφερόμαστε στην ατομική ελευθερία που ενδεχομένως να κινδυνεύει από εξωτερικούς και όχι εσωτερικούς εχθρούς. Για αυτούς που απειλούν την ατομική ελευθερία όπως ορίζεται από το κανονιστικό σύστημα κάθε κυρίαρχου κράτους δημιουργούνται εσωτερικές δυνάμεις τάξης. Δεν είναι καθόλου σπάνιο όμως η νόμιμη και νομιμοποιημένη πολιτική ηγεσία να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις των οποίων σκοπός είναι η εξωτερική ασφάλεια για να διαφυλάξει την εσωτερική ασφάλειας, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ χρησιμοποιήθηκαν οι δυνάμεις εξωτερικής ασφάλειας για τη διασφάλιση των πολιτών όταν τρομοκρατικές οργανώσεις διείσδυσαν και επέφεραν πλήγματα κατά του εμπορικού κέντρου της Νέας Υόρκης το 2001. Στη Γαλλία επίσης όταν αναρχικές ομάδες με σύνθημα το ανόητο και ανεύθυνο ιδεολόγημα «η ουτοπία στην εξουσία» απείλησαν την Πέμπτη Δημοκρατία, ο πρόεδρος Ντε Γκολ χρησιμοποίησε αποτρεπτικά τον στρατό για να διαφυλάξει την πρωτεύουσα της χώρας. Αυτές οι εξαιρέσεις βεβαίως δεν είναι ο κανόνας και σε κράτη με αναπτυγμένους θεσμούς σπάνια γίνονται επικλήσεις σε τέτοια μέτρα έκτακτης ανάγκης. Μια άλλη περίπτωση είναι η χρησιμοποίηση της αντικατασκοπίας μιας χώρας προκειμένου να διαφυλάξει την ακεραιότητα της χώρας από τη δράση εξωγενών παραγόντων που διεισδύουν και παρανομούν. Έτσι, για παράδειγμα, όταν κατέρρευσαν τα κομουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, οι υπηρεσίες της Γερμανίας ανακάλυψαν πως εκατοντάδες πολίτες της πρώην Δυτικής Γερμανίας είχαν στρατευτεί από τις μυστικές υπηρεσίες του αντίπαλου κράτους. Σύμφωνα με τους νόμους κάθε βιώσιμης Πολιτείας, τέτοιες στρατεύσεις δεν είναι μόνο αντιδεοντολογικές, αλλά και παράνομες.
3. Βλ. κεφάλαιο 2. Από τυπική-λογική άποψη οι ίδιες ακριβώς εκλογικεύσεις που αντιβαίνουν στην συλλογική ελευθερία μιας κοινωνίας εκστομίζονταν από τη φιλελεύθερη αντίληψη στο όνομα του «ελεύθερου κόσμου» («στρατηγέ, ιδού ο στρατός σου», όπως αναφώνησε σε αμερικανό αξιωματούχο σημαίνων έλληνας ηγέτης) και τη μαρξιστική αντίληψη περί παγκόσμιας αταξικής κοινωνίας όσον αφορά την ακεραιότητα της Ελλάδας στα βόρεια σύνορά της κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
4. Σε ακόμη πιο διεστραμμένες αντιλήψεις αρμοδιότητας ψυχιάτρου ο Κλάουζεβιτς και η ισορροπία στο Αιγαίο συγχέονται με το… machpolitik του Χίτλερ. Επαναλαμβάνεται η θέση που εκφράσαμε πιο πάνω, πως αν τέτοια πνευματικά σκουπίδια κρύβονται πίσω από την ακαδημαϊκή ανεξαρτησία ή τους «διακεκριμένους καθηγητές» και για ποικίλους λόγους δεν τυγχάνουν των αναγκαίων και μη εξαιρετέων ελέγχων, τότε το πρόβλημα παύει να είναι ακαδημαϊκό. Συναρτάται με την πνευματική υγεία των φοιτητών και την εθνική ασφάλεια ενός κράτους, δηλαδή τη συλλογική ελευθερία της κοινωνίας. Τι θα έκανε η ιατρική επιστήμη εάν ένας υποτιθέμενος γιατρός χειρουργούσε με σπαθί;
5. Στην στρατηγική ανάλυση συνηθίζεται να λέγεται πως η εκτίμηση της απειλής και των προτάσεων για εξοπλισμούς πρέπει να είναι τέτοια ούτως ώστε, ιδεατά, να μην είναι ούτε ένα σεντς λιγότερο ή περισσότερο από αυτό που απαιτεί η διασφάλισης της κυριαρχίας και της επιβίωσης ενός κράτους.
6. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κράτη με αποικιακό παρελθόν υπάρχει παράδοση ανάπτυξης της μελέτης κρατών και περιφερειών. Επίσης, οι ΗΠΑ και η πρώην ΕΣΣΔ καλλιέργησαν τη γνώση της άλλης πλευράς μέσα από κρατικούς και ακαδημαϊκούς φορείς. Συνήθως καλλιεργούνται συχνά γνώσεις με ιδιαίτερο τρόπο και σε αναφορά με κράτη ή περιοχές όταν υπάρχει ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο. Στην περίπτωση της Ελλάδας σημαντικά ζητήματα, για παράδειγμα, είναι η στρατηγική της Τουρκίας (απειλές και περιφερειακός ρόλος), τα Βαλκάνια (κατανομή ισχύος και συμφερόντων), η Μέση Ανατολή (ιστορικές σχέσεις και οικονομικά συμφέροντα) και η Ευρώπη-ευρωατλαντικός χώρος (λόγω συμμετοχής και ποικίλων άλλων συμφερόντων).
7. Ήδη υπαινιχτήκαμε ότι η νομικίστικη γνώση είναι επουσιώδης. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στην ενδοκρατική τάξη-δικαιοσύνη ο χώρος αναφοράς είναι η κοινωνία της χώρας, στη διακρατική τάξη χώρος αναφοράς είναι η «κοινωνία των κρατών» (έννοια που παραπέμπει όχι σε εύκολες κοσμοπολίτικες θεωρήσεις, αλλά στο δύσκολο ζήτημα της εφαρμογής των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου περί μη επέμβασης και διακρατικής ισοτιμίας σε συνάρτηση με το πνεύμα και το γράμμα των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου).
8. Η πολιτική οικονομία των διεθνών σχέσεων εάν διδάσκεται ορθά –σημειώνουμε πως στην Ελλάδα αυτός ο επιστημονικός κλάδος των διεθνών σχέσεων έχει ελάχιστα αναπτυχθεί– συναρτά τα γνωστικά πεδία, όπως είναι η οικονομική θεωρία, η δομή της διεθνούς οικονομίας, οι οικονομικές στρατηγικές των κρατών, οι διεθνείς οικονομικοί θεσμοί, το διεθνές νομισματικό σύστημα, οι χρηματοοικονομικές ροές, η βιομηχανική στρατηγική των κρατών, ο εμπορικός-οικονομικός ανταγωνισμός, η κρατική ισχύς και οι στρατηγικές των κρατών, σε αναφορά με αυτούς και άλλους συναφείς παράγοντες
9. Σημειώνεται ότι τα ίδια ακριβώς φαινόμενα παρατηρούνται στη διδασκαλία σε πολλά Πανεπιστημιακά Τμήματα.
Απόσπασμα από το κεφάλαιο 9 του βιβλίου Π. Ήφαιστος, ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ.
Π. Ήφαιστος – P. Ifestos
http://www.ifestos.edu.gr
Π. Ήφαιστος – P. Ifestos
http://www.ifestos.edu.gr
''3. Βλ. κεφάλαιο 2. Από τυπική-λογική άποψη οι ίδιες ακριβώς εκλογικεύσεις που αντιβαίνουν στην συλλογική ελευθερία μιας κοινωνίας εκστομίζονταν από τη φιλελεύθερη αντίληψη στο όνομα του «ελεύθερου κόσμου» («στρατηγέ, ιδού ο στρατός σου», όπως αναφώνησε σε αμερικανό αξιωματούχο σημαίνων έλληνας ηγέτης) και τη ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ αντίληψη περί παγκόσμιας αταξικής κοινωνίας όσον αφορά την ακεραιότητα της Ελλάδας στα βόρεια σύνορά της κατά τη διάρκεια του ΕΜΦΥΛΙΟΥ πολέμου.''
ReplyDeleteΣΥΜΜΟΡΙΤΟΠΟΛΕΜΟΥ ΕΝΝΟΕΙ...ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ = ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΘΝΗ/ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΡΑ...ΚΑΤΑ Τ'ΑΛΛΑ ΚΑΛΑ ΤΑ ΛΕΕΙ.
-ΔΗΜΗΤΡΑ-