Ενόψει των δυο σημαντικών συνόδων κορυφής το καλοκαίρι, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Βρυξέλλες, 28-29 Ιουνίου) και του ΝΑΤΟ (Βαρσοβία, 8-9 Ιουλίου), διεξάγονται συνεχείς διαβουλεύσεις μεταξύ των δυο φορέων και των κρατών μελών τους σχετικά με τον τρόπο που θα διατυπωθούν οι νέες στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η Ε.Ε. θα ανακοινώσει την «Παγκόσμία Στρατηγική» της, ενώ η Συμμαχία αναμένεται να επαναδιατυπώσει το πλαίσιο θωράκισης των κρατών μελών της ενόψει των εξελισσόμενων «υβριδικών απειλών» από κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες. Παράλληλα, αναμένεται να διευκρινιστούν, ίσως, και τα επίπεδα συνεργασίας και καταμερισμού δράσεων με την Ε.Ε. στα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας. Τουλάχιστον τρείς είναι οι παράμετροι που δείχνουν να επηρεάζουν το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Η πρώτη εστιάζει στην παραδοχή και από τους δύο φορείς, ότι τα ζητήματα της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών μελών και της ασφάλειας των ευρωπαίων πολιτών έχουν επιστρέψει στην ημερήσια διάταξη του στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδιασμού. Στα ζητήματα της εδαφικής ακεραιότητας, η Συμμαχία διατηρεί την καθοριστική πρωτοκαθεδρία ως οργανισμός συλλογικής άμυνας, ενισχυμένη περαιτέρω και από την αυξανόμενη στρατιωτική συνεργασία με ευρωπαϊκά κράτη μη μέλη της. Από την άλλη μεριά, η ασφάλεια των ευρωπαίων πολιτών και της καθημερινότητάς τους δεν είναι καθόλου ασύνδετη με την ανάγκη για τη δημιουργία «ανθεκτικών» κοινωνιών που θα παραμένουν αλώβητες από ενδεχόμενες «υβριδικές απειλές». Σε αυτό το πλαίσιο, μία μεγαλύτερη συνεργασία της Ε.Ε. με τη Συμμαχία θεωρείται αδιαμφισβήτητη και εξαιρετικά απαραίτητη. Ζητήματα που αφορούν στην εσωτερική ασφάλεια της Ε.Ε, όπως αυτά είχαν διατυπωθεί στο κείμενο ευρωπαϊκής στρατηγικής για την εσωτερική ασφάλεια του 2010, επαναδιατυπώνονται και διανθίζονται διαρκώς από τα κράτη μέλη τής Ε.Ε. τα τελευταία δύο χρόνια, στοχεύοντας σε μία μεγαλύτερη συνεργασία με τις υπηρεσίες και τα όργανα της Ε.Ε., αλλά και των κρατών μελών που αφορούν στην εσωτερική ασφάλεια και το Χώρο Ελευθερίας Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ). Σε αυτήν τη λογική εμπλέκονται τόσο οι αντίστοιχες εθνικές υπηρεσίες των κρατών μελών όσο και τα σχετικά όργανα της Ε.Ε. (Europol, Eurojust, Frontex, κλπ). Τον τελευταίο καιρό εξελίσσεται μία συνεργασία ουσιώδους σημασίας μεταξύ των οργάνων της Ε.Ε. και των κρατών μελών για την εσωτερική ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών που όμως δεν θεωρείται πάντα δεδομένη και δεν είναι απρόσκοπτη.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά στην παραδοχή ότι η εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια των κρατών είναι πια αναντίρρητα διασυνδεμένες. Επομένως, η εσωτερική ενδυνάμωση των θεσμών των κρατών και της ποιότητας διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας τάξης και πολιτικής προστασίας, συνδέεται με την αποφυγή δημιουργίας τρωτών κοινωνιών σε αστάθειες που μπορεί να ενθαρρύνουν όχι μόνο τον ριζοσπαστισμό αλλά και τη δράση τρομοκρατικών ή και άλλων εγκληματικών ομάδων. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα από την «άμεση γειτονιά» (“immediate neighborhood”) της Ε.Ε., αλλά και την «ευρύτερη γειτονιά» της (“wider neighborhood”) που παρουσιάζουν τρωτότητες ή βρίσκονται σε αστάθεια ή και σε εμπόλεμη κατάσταση, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν με ποικίλους τρόπους την ασφάλεια της Ε.Ε. Τις τελευταίες δεκαετίες η Ε.Ε., μέσα από την εξωτερική της δράση, πολιτικού, αναπτυξιακού/οικονομικού και στρατιωτικού χαρακτήρα έχει προσπαθήσει, έστω και αποσπασματικά και συχνά όχι αποτελεσματικά, να συμβάλει στην υποστήριξη των κρατών της ευρύτερης περιοχής της να δημιουργήσουν προϋποθέσεις ανάπτυξης και ασφάλειας.Αυτός είναι ένας νοηματικός συνδυασμός την σημαντικότητα του οποίου υπογραμμίζει διαρκώς η Ε.Ε. στα επίσημα κείμενα και στις πολιτικές της. Δεδομένης της παρούσας δραματικής κατάστασης που παρουσιάζουν αρκετές περιοχές στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., επιδιώκεται από την Ε.Ε. μία μεγαλύτερη συνεργασία με οργανισμούς και κράτη της περιοχής, αλλά και, όπως υποστηρίζει μερίδα ευρωπαίων αναλυτών, μία σοβαρή αναθεώρηση της εξωτερικής δράσης της με όρους ορατής βελτίωσης της αποτελεσματικότητάς της στην ευρύτερη περιοχή. Σημαντικός θα είναι και ο βαθμός συμβολής του ΝΑΤΟ σε περιφερειακά εγχειρήματα, αλλά όχι πλέον στην έκταση που μία τέτοια συνδρομή θα αποσπάσει τη Συμμαχία από την εμφανή της πλέον προτεραιότητα στην συλλογική άμυνα. Επομένως, η παρούσα συγκυρία, καλεί την Ε.Ε. όχι μόνο να ενισχύσει σημαντικά την εξωτερική της δράση εκμεταλλευόμενη το πλεονέκτημα της «ολοκληρωμένης» δράσης που έχει ήδη αναπτύξει, αλλά να ενισχύσει περαιτέρω την εσωτερική της ανθεκτικότητα, δεδομένων των νέων ζητημάτων ασφάλειας που αντιμετωπίζει. Σε αυτή τη διάσταση, υπάρχουν ορισμένες πτυχές που η Ε.Ε. θα συνεργαστεί άμεσα με τη Συμμαχία, ιδιαίτερα σε ζητήματα που η Ε.Ε. εμφανίζει αδυναμίες.
Μία τρίτη παράμετρος που θα διαδραματίσει πλέον καταλυτικό ρόλο στον στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό της ευρωπαϊκής ασφάλειας είναι η επιστροφή της έννοιας της «συλλογικής άμυνας» (“collective defense”) και συνακόλουθα της έννοιας της «συλλογικής αποτροπής» (“collective deterrence”), που προέκυψαν κυρίως ως αποτέλεσμα της ρωσικής αναθεωρητικής πολιτικής με όρους επιθετικών δράσεων και πληγμάτων της εδαφικής ακεραιότητας και εθνικής κυριαρχίας της Ουκρανίας από την άνοιξη του 2014. Επίσης, η συνεχιζόμενη ψυχροπολεμική ρητορική της Μόσχας και η στάση της απέναντι σε γειτονικά προς αυτήν ευρωπαϊκά κράτη, μέλη ή μη μέλη της Συμμαχίας, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την επιθετική της ρητορική απέναντι στη Σουηδία, δείχνουν μία στάση πολιτικής που δεν πρόκειται να αλλάξει σύντομα. Αυτή είναι μία άποψη που κυριαρχεί και στην τρέχουσα επιστημονική διεθνή βιβλιογραφία.
Επομένως, ο επανακαθορισμός της συλλογικής άμυνας της Συμμαχίας, που ξεκίνησε από τη Σύνοδο Κορυφής της Ουαλίας το Σεπτέμβριο του 2014, θα προσδιορίσει περαιτέρω τις νέες αμυντικές υποχρεώσεις των ευρωπαϊκών κρατών μελών του ΝΑΤΟ. Αυτές θα είναι ασφαλώς πιο απαιτητικές εξαιτίας των εξελισσόμενων στρατιωτικών δεσμεύσεων και αυξανόμενων ενδιαφερόντων των ΗΠΑ σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές και, κυρίως, στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού. Ίσως, η πιο σημαντική πτυχή της συλλογικής άμυνας πλέον είναι ο καθορισμός των επιμέρους πολιτικών «αποτροπής».
Φωτεινή Μπέλλου (Επίκουρη Καθηγήτρια, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)
http://www.uom.gr/
Η πρώτη εστιάζει στην παραδοχή και από τους δύο φορείς, ότι τα ζητήματα της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών μελών και της ασφάλειας των ευρωπαίων πολιτών έχουν επιστρέψει στην ημερήσια διάταξη του στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδιασμού. Στα ζητήματα της εδαφικής ακεραιότητας, η Συμμαχία διατηρεί την καθοριστική πρωτοκαθεδρία ως οργανισμός συλλογικής άμυνας, ενισχυμένη περαιτέρω και από την αυξανόμενη στρατιωτική συνεργασία με ευρωπαϊκά κράτη μη μέλη της. Από την άλλη μεριά, η ασφάλεια των ευρωπαίων πολιτών και της καθημερινότητάς τους δεν είναι καθόλου ασύνδετη με την ανάγκη για τη δημιουργία «ανθεκτικών» κοινωνιών που θα παραμένουν αλώβητες από ενδεχόμενες «υβριδικές απειλές». Σε αυτό το πλαίσιο, μία μεγαλύτερη συνεργασία της Ε.Ε. με τη Συμμαχία θεωρείται αδιαμφισβήτητη και εξαιρετικά απαραίτητη. Ζητήματα που αφορούν στην εσωτερική ασφάλεια της Ε.Ε, όπως αυτά είχαν διατυπωθεί στο κείμενο ευρωπαϊκής στρατηγικής για την εσωτερική ασφάλεια του 2010, επαναδιατυπώνονται και διανθίζονται διαρκώς από τα κράτη μέλη τής Ε.Ε. τα τελευταία δύο χρόνια, στοχεύοντας σε μία μεγαλύτερη συνεργασία με τις υπηρεσίες και τα όργανα της Ε.Ε., αλλά και των κρατών μελών που αφορούν στην εσωτερική ασφάλεια και το Χώρο Ελευθερίας Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ). Σε αυτήν τη λογική εμπλέκονται τόσο οι αντίστοιχες εθνικές υπηρεσίες των κρατών μελών όσο και τα σχετικά όργανα της Ε.Ε. (Europol, Eurojust, Frontex, κλπ). Τον τελευταίο καιρό εξελίσσεται μία συνεργασία ουσιώδους σημασίας μεταξύ των οργάνων της Ε.Ε. και των κρατών μελών για την εσωτερική ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών που όμως δεν θεωρείται πάντα δεδομένη και δεν είναι απρόσκοπτη.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά στην παραδοχή ότι η εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια των κρατών είναι πια αναντίρρητα διασυνδεμένες. Επομένως, η εσωτερική ενδυνάμωση των θεσμών των κρατών και της ποιότητας διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας τάξης και πολιτικής προστασίας, συνδέεται με την αποφυγή δημιουργίας τρωτών κοινωνιών σε αστάθειες που μπορεί να ενθαρρύνουν όχι μόνο τον ριζοσπαστισμό αλλά και τη δράση τρομοκρατικών ή και άλλων εγκληματικών ομάδων. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα από την «άμεση γειτονιά» (“immediate neighborhood”) της Ε.Ε., αλλά και την «ευρύτερη γειτονιά» της (“wider neighborhood”) που παρουσιάζουν τρωτότητες ή βρίσκονται σε αστάθεια ή και σε εμπόλεμη κατάσταση, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν με ποικίλους τρόπους την ασφάλεια της Ε.Ε. Τις τελευταίες δεκαετίες η Ε.Ε., μέσα από την εξωτερική της δράση, πολιτικού, αναπτυξιακού/οικονομικού και στρατιωτικού χαρακτήρα έχει προσπαθήσει, έστω και αποσπασματικά και συχνά όχι αποτελεσματικά, να συμβάλει στην υποστήριξη των κρατών της ευρύτερης περιοχής της να δημιουργήσουν προϋποθέσεις ανάπτυξης και ασφάλειας.Αυτός είναι ένας νοηματικός συνδυασμός την σημαντικότητα του οποίου υπογραμμίζει διαρκώς η Ε.Ε. στα επίσημα κείμενα και στις πολιτικές της. Δεδομένης της παρούσας δραματικής κατάστασης που παρουσιάζουν αρκετές περιοχές στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., επιδιώκεται από την Ε.Ε. μία μεγαλύτερη συνεργασία με οργανισμούς και κράτη της περιοχής, αλλά και, όπως υποστηρίζει μερίδα ευρωπαίων αναλυτών, μία σοβαρή αναθεώρηση της εξωτερικής δράσης της με όρους ορατής βελτίωσης της αποτελεσματικότητάς της στην ευρύτερη περιοχή. Σημαντικός θα είναι και ο βαθμός συμβολής του ΝΑΤΟ σε περιφερειακά εγχειρήματα, αλλά όχι πλέον στην έκταση που μία τέτοια συνδρομή θα αποσπάσει τη Συμμαχία από την εμφανή της πλέον προτεραιότητα στην συλλογική άμυνα. Επομένως, η παρούσα συγκυρία, καλεί την Ε.Ε. όχι μόνο να ενισχύσει σημαντικά την εξωτερική της δράση εκμεταλλευόμενη το πλεονέκτημα της «ολοκληρωμένης» δράσης που έχει ήδη αναπτύξει, αλλά να ενισχύσει περαιτέρω την εσωτερική της ανθεκτικότητα, δεδομένων των νέων ζητημάτων ασφάλειας που αντιμετωπίζει. Σε αυτή τη διάσταση, υπάρχουν ορισμένες πτυχές που η Ε.Ε. θα συνεργαστεί άμεσα με τη Συμμαχία, ιδιαίτερα σε ζητήματα που η Ε.Ε. εμφανίζει αδυναμίες.
Μία τρίτη παράμετρος που θα διαδραματίσει πλέον καταλυτικό ρόλο στον στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό της ευρωπαϊκής ασφάλειας είναι η επιστροφή της έννοιας της «συλλογικής άμυνας» (“collective defense”) και συνακόλουθα της έννοιας της «συλλογικής αποτροπής» (“collective deterrence”), που προέκυψαν κυρίως ως αποτέλεσμα της ρωσικής αναθεωρητικής πολιτικής με όρους επιθετικών δράσεων και πληγμάτων της εδαφικής ακεραιότητας και εθνικής κυριαρχίας της Ουκρανίας από την άνοιξη του 2014. Επίσης, η συνεχιζόμενη ψυχροπολεμική ρητορική της Μόσχας και η στάση της απέναντι σε γειτονικά προς αυτήν ευρωπαϊκά κράτη, μέλη ή μη μέλη της Συμμαχίας, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την επιθετική της ρητορική απέναντι στη Σουηδία, δείχνουν μία στάση πολιτικής που δεν πρόκειται να αλλάξει σύντομα. Αυτή είναι μία άποψη που κυριαρχεί και στην τρέχουσα επιστημονική διεθνή βιβλιογραφία.
Επομένως, ο επανακαθορισμός της συλλογικής άμυνας της Συμμαχίας, που ξεκίνησε από τη Σύνοδο Κορυφής της Ουαλίας το Σεπτέμβριο του 2014, θα προσδιορίσει περαιτέρω τις νέες αμυντικές υποχρεώσεις των ευρωπαϊκών κρατών μελών του ΝΑΤΟ. Αυτές θα είναι ασφαλώς πιο απαιτητικές εξαιτίας των εξελισσόμενων στρατιωτικών δεσμεύσεων και αυξανόμενων ενδιαφερόντων των ΗΠΑ σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές και, κυρίως, στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού. Ίσως, η πιο σημαντική πτυχή της συλλογικής άμυνας πλέον είναι ο καθορισμός των επιμέρους πολιτικών «αποτροπής».
Φωτεινή Μπέλλου (Επίκουρη Καθηγήτρια, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)
http://www.uom.gr/
No comments :
Post a Comment