Ο αναπληρωτής βασιλιάς και υπουργός Άμυνας του βασιλείου των Σαούντ, Mohammad bin Salman Al Saud (αριστερά), στη συνάντηση του με τον με τον Πακιστανό πρωθυπουργό, Nawaz Sharif, στο Ισλαμαμπάντ.
Κι ενώ η κόντρα σε όλα τα μέτωπα μεταξύ της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας και του σιιτικού Ιράν συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, ένα ταξίδι του αναπληρωτή βασιλιά και υπουργού Άμυνας του βασιλείου των Σαούντ στο Πακιστάν προκαλεί εύλογο ενδιαφέρον, καθώς οι συνειρμοί που δημιουργεί είναι πολλοί και η αναγωγή τους στο πεδίο της διεθνούς ασφάλειας εφιαλτικοί. Το ταξίδι του Mohammad bin Salman Al Saud πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιανουαρίου, σε μια σουνιτική ισλαμική χώρα που θεωρείται στενός σύμμαχος του Ριάντ επί τη βάση του κοινού δόγματος (Σουνίτες) και της απειλής που ενδεχομένως αισθάνεται και το Ισλαμαμπάντ από ενδεχόμενη ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου από την Τεχεράνη. Σε αυτό να προστεθεί και η εμπλοκή των Ιρανών στις υποθέσεις του Αφγανιστάν, που αποτελεί εκ των κορυφαίων ζητημάτων εθνικής ασφαλείας των Πακιστανών. Το δε Ιράν διατηρεί εκτεταμένες ενεργειακές - εμπορικές σχέσεις με την Ινδία, η οποία επίσης επιδιώκει παγίως να αποκόψει τη χώρα από τον ασφυκτικό «εναγκαλισμό» του Πακιστάν, για το οποίο η χώρα της κεντρικής Ασίας συνιστά στρατηγικό βάθος. Άρα ανακατεύονται στα «χωράφια» του και θεωρεί πως νομιμοποιείται να αντιδράσει. Η πιο άμεση όμως εμπλοκή του Ισλαμαμπάντ στις μεσανατολικές υποθέσεις στο πλευρό του Ριάντ αφορά τη φημολογία έμμεσης συμμετοχής του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Υεμένη, αν και το Πακιστάν απορρίπτει μετά βδελυγμίας τις συγκεκριμένες αναφορές. Αυτό που δεν έχει γίνει γνωστό είναι εάν οι συμφωνίες που υπογράφτηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής του Σαουδάραβα διαδόχου περιλαμβάνουν κάποια αλλαγή στη στάση των Πακιστανών στο ζήτημα, αν και οι Σαουδάραβες αντιμετωπίζουν τη στάση τους «με κατανόηση». Άλλες αναφορές θέλουν τους Πακιστανούς να έχουν εξετάσει σοβαρά τη συμμετοχή τους, αλλά να έχουν αποθαρρυνθεί με κινεζική παρέμβαση, αφού το Πεκίνο, εμπορικός εταίρος της Τεχεράνης, ενδιαφέρεται για έναν αγωγό φυσικού αερίου που θα συνδέσει το Ιράν με το Πακιστάν και μέσω Ινδίας να φθάσει στην Κίνα. Σε αυτό το πλαίσιο, ενέργειες που θα αναζωπύρωναν τις σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων χωρών θα λειτουργούσαν αποσταθεροποιητικά και ανασταλτικά στην υλοποίηση των σχεδίων.
Επιστρέφοντας στην επίσκεψη του διαδόχου του σαουδαραβικού θρόνου, είχε την ευκαιρία ενημέρωσης από τον αρχηγό των πακιστανικών ενόπλων δυνάμεων στο αρχηγείο του Στρατού στην πόλη Ραουαλπίντι, αφού πρώτα είχε συναντηθεί με τον Πακιστανό πρωθυπουργό, Nawaz Sharif, στην πρωτεύουσα Ισλαμαμπάντ. Όπως μεταφέρουν τοπικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, ο αρχηγός των πακιστανικών ενόπλων δυνάμεων εξέπεμψε αποτρεπτικό μήνυμα με παραλήπτη την Τεχεράνη, λέγοντας ότι οποιαδήποτε απειλή σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητα του βασιλείου των Σαούντ θα προκαλέσει την ισχυρή αντίδραση του Πακιστάν. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για μια προσπάθεια αφενός να «καλύψει» την αδυναμία συμμετοχής στις επιχειρήσεις κατά των υποστηριζόμενων από το Ιράν Σιιτών ανταρτών Χούτι στην Υεμένη και αφετέρου να επεκτείνει αποτρεπτική «ομπρέλα» προστασίας του βασιλείου, απειλώντας με το άνοιγμα ανατολικού μετώπου στους Ιρανούς σε περίπτωσης στρατιωτικής ενέργειας σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας. Ωστόσο, η αναφορά αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα του Ιράν για την ανάγκη ανάπτυξης πυρηνικού οπλοστασίου, ενώ οι πρόσφατες εξελίξεις και οι στοχεύσεις ανάληψης περιφερειακού ρόλου στην υπό ανάδυση αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής της Μέσης Ανατολής από την πλευρά της Τεχεράνης είναι φυσιολογικό να έχουν ανησυχήσει το Ισλαμαμπάντ, που χρησιμοποιεί ασφαλώς και το Πεκίνο στην προσπάθεια ελέγχου των ιρανικών φιλοδοξιών. Οι υποψίες για την εμβάθυνση της συνεργασίας που παρατηρείται στις αμυντικές σχέσεις Σαουδικής Αραβίας και Πακιστάν στρέφονται στον τομέα της πυρηνικής τεχνολογίας, με το Ριάντ να είναι λογικό να επιχειρεί την εξισορρόπηση ενδεχόμενης απόκτησης πυρηνικών από το Ιράν με τη σχεδόν ταυτόχρονη σαουδαραβική πυρηνικοποίηση, σε μια επανάληψη όσων έγιναν το 1998, όποτε την ινδική πυρηνικοποίηση ακολούθησε το Πακιστάν, εντός διαστήματος μόλις δύο εβδομάδων. Εξάλλου, έναν μόλις χρόνο αργότερα, το 1999, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης των Πακιστανών για την υποστήριξη που ελάμβαναν από το Ριάντ μετά τις πυρηνικές δοκιμές και την επιβολή κυρώσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες (πηγές αναφέρουν ότι οι Σαουδάραβες είχαν ενημερωθεί εμπιστευτικά εκ των προτέρων για τις δοκιμές), ο τότε υπουργός Άμυνας της Σαουδικής Αραβίας πρίγκιπας Sultan bin Abdulaziz Al Saud είχε επισκεφθεί το Πακιστάν και είχε προκαλέσει αντιδράσεις με την περιήγησή του σε απόρρητη πυρηνική εγκατάσταση της χώρας (Kahuta Research Laboratories - KRL). Εκεί, ο «πατέρας της ισλαμικής βόμβας», ο περιβόητος Dr. Abdul Qadir Khan (που ενοχοποιήθηκε αργότερα για τη διατήρηση δικτύου πυρηνικής διασποράς - proliferation) συνέχιζε τη δράση του στο πλαίσιο του πακιστανικού πυρηνικού προγράμματος.
Αργότερα, αποκαλυπτικό ήταν το ρεπορτάζ του Arnaud de Borchgrave στους Washington Times, στις 22 Οκτωβρίου 2003, με αντικείμενο απόρρητη συμφωνία του Ριάντ με το Ισλαμαμπάντ. Ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να εικάσει, ότι εάν οι Ιρανοί δεν είχαν τρόπο να πληροφορηθούν τη δραστηριότητα και τις προθέσεις των Σαουδαράβων, αυτή η επίσκεψη θα μπορούσε να έχει αποτελέσει κίνητρο υπέρβασης κάθε ενδεχόμενης αμφιβολίας για το εγχείρημα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων. Το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης δεν ξεκίνησε ασφαλώς τότε, ενώ και η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 και εντεύθεν προκαλούσε αρκετή ανασφάλεια, τόση που να οδηγήσει στην απόφαση απόπειρας πυρηνικοποίησης. Ας μην ξεχνούμε βέβαια ότι Ινδία και Πακιστάν δραστηριοποιούνταν στον τομέα από τη δεκαετία του 1970, με την πυρηνική δοκιμή της Ινδίας το 1974 να οδηγεί την Ίντιρα Γκάντι να ισχυρίζεται σε όλους τους τόνους ότι είναι για ειρηνικούς σκοπούς, για να διαψευσθεί μόλις το 1998, δυόμισι σχεδόν δεκαετίες αργότερα. Οι διαθέσιμες πληροφορίες τοποθετούν το πρώτο σαουδαραβικό «πυρηνικό» ενδιαφέρον προς το Πακιστάν επίσης το ίδιο διάστημα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, επί πρωθυπουργίας Zulfikar Ali Bhutto, με αντάλλαγμα για τις πακιστανικές πληροφορίες, την πρόσβαση στο σαουδαραβικό πετρέλαιο σε προνομιακές τιμές. Τούτων λεχθέντων, η συνεργασία του πυρηνικού Πακιστάν με την «ενδιαφερόμενη» Σαουδική Αραβία είναι λογικό να οδηγεί σε εστίαση της προσοχής πολλών «παραγόντων», καθώς οι δυνητικές επιπτώσεις στο επίπεδο της περιφερειακής και της παγκόσμιας ασφάλειας θα είναι σημαντικές.
Από τη στιγμή που σταμάτησε να υφίσταται το «πυρηνικό μονοπώλιο» από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία), με τους Ισραηλινούς να μην το έχουν παραδεχθεί, αλλά να θεωρείται δεδομένη η κατοχή 200 πυρηνικών κεφαλών το λιγότερο, με δυνατότητα εξαπόλυσής τους ακόμα και από υποβρύχια με βαλλιστικούς πυραύλους (SLBM: Submarine Launched Ballistic Missiles), εκτός από χερσαία συστήματα και βομβαρδιστικά αεροσκάφη που εξασφαλίζει την «πυρηνική τριάδα» (nuclear triad), καθώς επίσης και την προσθήκη Ινδίας, Πακιστάν (και σε ένα αρχικό στάδιο της Βορείου Κορέας), η πρόθεση μιας φιλόδοξης δύναμης με τα χαρακτηριστικά του Ιράν για πυρηνικοποίηση, θα πρέπει μάλλον να θεωρείται δεδομένη, ενώ η εμπειρία δείχνει ότι οι αντιδράσεις δεν φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου, ιδίως όταν η περιοχή έχει άλλα κράτη εξοπλισμένα με πυρηνικά. Αυτό όμως σημαίνει ότι και η Σαουδική Αραβία είναι λογικό να ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο πυρηνικοποίησης του Ιράν, την οποία λογικά θα πρέπει να θεωρούν νομοτελειακή σε βάθος χρόνου, αν και δεν μπορούν να προσδιορίσουν επακριβώς το πότε. Κατά συνέπεια, με τις πιέσεις απλώς κερδίζουν χρόνο ώστε να είναι έτοιμοι και αυτοί την κρίσιμη στιγμή, αν και αυτό προϋποθέτει το ότι η δυναστεία των Σαούντ θα συνεχίσει να κυβερνά τη Σαουδική Αραβία. Να επισημανθεί εδώ, ότι ο Πακιστανός αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων βρισκόταν στη Σαουδική Αραβία όταν η χώρα παρουσίασε βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς με δυνατότητα να φέρουν μη συμβατικές κεφαλές, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του αποτρεπτικού μηνύματος έναντι του Ιράν. Οι δραστηριότητες της Σαουδικής Αραβίας στον πυρηνικό τομέα θα συγκεντρώσουν τα χρόνια που ακολουθούν την προσοχή της διεθνούς κοινότητας και παρότι το κέντρο βάρος του διεθνούς συστήματος μετακινείται διαρκώς προς την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, όλα τα δεδομένα συντείνουν στην εκτίμηση ότι η Μέση Ανατολή δεν θα σταματήσει να χαρίζει «συγκινήσεις» και εκπλήξεις στους αναλυτές διεθνούς ασφάλειας, με τις δεύτερες να αφορούν ενδεχομένως και την πρώτη αγοραπωλησία πυρηνικών κεφαλών, όπως έχει κατά καιρούς αναφερθεί, σε περίπτωση πυρηνικοποίησης της Τεχεράνης και της ανάγκης άμεσης απάντησης εκ μέρους του Ριάντ...
Ζαχαρίας Μίχας (Διευθυντής Μελετών του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας ΙΑΑΑ-ISDA).
http://www.liberal.gr/
Κι ενώ η κόντρα σε όλα τα μέτωπα μεταξύ της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας και του σιιτικού Ιράν συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, ένα ταξίδι του αναπληρωτή βασιλιά και υπουργού Άμυνας του βασιλείου των Σαούντ στο Πακιστάν προκαλεί εύλογο ενδιαφέρον, καθώς οι συνειρμοί που δημιουργεί είναι πολλοί και η αναγωγή τους στο πεδίο της διεθνούς ασφάλειας εφιαλτικοί. Το ταξίδι του Mohammad bin Salman Al Saud πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιανουαρίου, σε μια σουνιτική ισλαμική χώρα που θεωρείται στενός σύμμαχος του Ριάντ επί τη βάση του κοινού δόγματος (Σουνίτες) και της απειλής που ενδεχομένως αισθάνεται και το Ισλαμαμπάντ από ενδεχόμενη ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου από την Τεχεράνη. Σε αυτό να προστεθεί και η εμπλοκή των Ιρανών στις υποθέσεις του Αφγανιστάν, που αποτελεί εκ των κορυφαίων ζητημάτων εθνικής ασφαλείας των Πακιστανών. Το δε Ιράν διατηρεί εκτεταμένες ενεργειακές - εμπορικές σχέσεις με την Ινδία, η οποία επίσης επιδιώκει παγίως να αποκόψει τη χώρα από τον ασφυκτικό «εναγκαλισμό» του Πακιστάν, για το οποίο η χώρα της κεντρικής Ασίας συνιστά στρατηγικό βάθος. Άρα ανακατεύονται στα «χωράφια» του και θεωρεί πως νομιμοποιείται να αντιδράσει. Η πιο άμεση όμως εμπλοκή του Ισλαμαμπάντ στις μεσανατολικές υποθέσεις στο πλευρό του Ριάντ αφορά τη φημολογία έμμεσης συμμετοχής του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Υεμένη, αν και το Πακιστάν απορρίπτει μετά βδελυγμίας τις συγκεκριμένες αναφορές. Αυτό που δεν έχει γίνει γνωστό είναι εάν οι συμφωνίες που υπογράφτηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής του Σαουδάραβα διαδόχου περιλαμβάνουν κάποια αλλαγή στη στάση των Πακιστανών στο ζήτημα, αν και οι Σαουδάραβες αντιμετωπίζουν τη στάση τους «με κατανόηση». Άλλες αναφορές θέλουν τους Πακιστανούς να έχουν εξετάσει σοβαρά τη συμμετοχή τους, αλλά να έχουν αποθαρρυνθεί με κινεζική παρέμβαση, αφού το Πεκίνο, εμπορικός εταίρος της Τεχεράνης, ενδιαφέρεται για έναν αγωγό φυσικού αερίου που θα συνδέσει το Ιράν με το Πακιστάν και μέσω Ινδίας να φθάσει στην Κίνα. Σε αυτό το πλαίσιο, ενέργειες που θα αναζωπύρωναν τις σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων χωρών θα λειτουργούσαν αποσταθεροποιητικά και ανασταλτικά στην υλοποίηση των σχεδίων.
Επιστρέφοντας στην επίσκεψη του διαδόχου του σαουδαραβικού θρόνου, είχε την ευκαιρία ενημέρωσης από τον αρχηγό των πακιστανικών ενόπλων δυνάμεων στο αρχηγείο του Στρατού στην πόλη Ραουαλπίντι, αφού πρώτα είχε συναντηθεί με τον Πακιστανό πρωθυπουργό, Nawaz Sharif, στην πρωτεύουσα Ισλαμαμπάντ. Όπως μεταφέρουν τοπικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, ο αρχηγός των πακιστανικών ενόπλων δυνάμεων εξέπεμψε αποτρεπτικό μήνυμα με παραλήπτη την Τεχεράνη, λέγοντας ότι οποιαδήποτε απειλή σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητα του βασιλείου των Σαούντ θα προκαλέσει την ισχυρή αντίδραση του Πακιστάν. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για μια προσπάθεια αφενός να «καλύψει» την αδυναμία συμμετοχής στις επιχειρήσεις κατά των υποστηριζόμενων από το Ιράν Σιιτών ανταρτών Χούτι στην Υεμένη και αφετέρου να επεκτείνει αποτρεπτική «ομπρέλα» προστασίας του βασιλείου, απειλώντας με το άνοιγμα ανατολικού μετώπου στους Ιρανούς σε περίπτωσης στρατιωτικής ενέργειας σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας. Ωστόσο, η αναφορά αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα του Ιράν για την ανάγκη ανάπτυξης πυρηνικού οπλοστασίου, ενώ οι πρόσφατες εξελίξεις και οι στοχεύσεις ανάληψης περιφερειακού ρόλου στην υπό ανάδυση αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής της Μέσης Ανατολής από την πλευρά της Τεχεράνης είναι φυσιολογικό να έχουν ανησυχήσει το Ισλαμαμπάντ, που χρησιμοποιεί ασφαλώς και το Πεκίνο στην προσπάθεια ελέγχου των ιρανικών φιλοδοξιών. Οι υποψίες για την εμβάθυνση της συνεργασίας που παρατηρείται στις αμυντικές σχέσεις Σαουδικής Αραβίας και Πακιστάν στρέφονται στον τομέα της πυρηνικής τεχνολογίας, με το Ριάντ να είναι λογικό να επιχειρεί την εξισορρόπηση ενδεχόμενης απόκτησης πυρηνικών από το Ιράν με τη σχεδόν ταυτόχρονη σαουδαραβική πυρηνικοποίηση, σε μια επανάληψη όσων έγιναν το 1998, όποτε την ινδική πυρηνικοποίηση ακολούθησε το Πακιστάν, εντός διαστήματος μόλις δύο εβδομάδων. Εξάλλου, έναν μόλις χρόνο αργότερα, το 1999, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης των Πακιστανών για την υποστήριξη που ελάμβαναν από το Ριάντ μετά τις πυρηνικές δοκιμές και την επιβολή κυρώσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες (πηγές αναφέρουν ότι οι Σαουδάραβες είχαν ενημερωθεί εμπιστευτικά εκ των προτέρων για τις δοκιμές), ο τότε υπουργός Άμυνας της Σαουδικής Αραβίας πρίγκιπας Sultan bin Abdulaziz Al Saud είχε επισκεφθεί το Πακιστάν και είχε προκαλέσει αντιδράσεις με την περιήγησή του σε απόρρητη πυρηνική εγκατάσταση της χώρας (Kahuta Research Laboratories - KRL). Εκεί, ο «πατέρας της ισλαμικής βόμβας», ο περιβόητος Dr. Abdul Qadir Khan (που ενοχοποιήθηκε αργότερα για τη διατήρηση δικτύου πυρηνικής διασποράς - proliferation) συνέχιζε τη δράση του στο πλαίσιο του πακιστανικού πυρηνικού προγράμματος.
Αργότερα, αποκαλυπτικό ήταν το ρεπορτάζ του Arnaud de Borchgrave στους Washington Times, στις 22 Οκτωβρίου 2003, με αντικείμενο απόρρητη συμφωνία του Ριάντ με το Ισλαμαμπάντ. Ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να εικάσει, ότι εάν οι Ιρανοί δεν είχαν τρόπο να πληροφορηθούν τη δραστηριότητα και τις προθέσεις των Σαουδαράβων, αυτή η επίσκεψη θα μπορούσε να έχει αποτελέσει κίνητρο υπέρβασης κάθε ενδεχόμενης αμφιβολίας για το εγχείρημα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων. Το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης δεν ξεκίνησε ασφαλώς τότε, ενώ και η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 και εντεύθεν προκαλούσε αρκετή ανασφάλεια, τόση που να οδηγήσει στην απόφαση απόπειρας πυρηνικοποίησης. Ας μην ξεχνούμε βέβαια ότι Ινδία και Πακιστάν δραστηριοποιούνταν στον τομέα από τη δεκαετία του 1970, με την πυρηνική δοκιμή της Ινδίας το 1974 να οδηγεί την Ίντιρα Γκάντι να ισχυρίζεται σε όλους τους τόνους ότι είναι για ειρηνικούς σκοπούς, για να διαψευσθεί μόλις το 1998, δυόμισι σχεδόν δεκαετίες αργότερα. Οι διαθέσιμες πληροφορίες τοποθετούν το πρώτο σαουδαραβικό «πυρηνικό» ενδιαφέρον προς το Πακιστάν επίσης το ίδιο διάστημα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, επί πρωθυπουργίας Zulfikar Ali Bhutto, με αντάλλαγμα για τις πακιστανικές πληροφορίες, την πρόσβαση στο σαουδαραβικό πετρέλαιο σε προνομιακές τιμές. Τούτων λεχθέντων, η συνεργασία του πυρηνικού Πακιστάν με την «ενδιαφερόμενη» Σαουδική Αραβία είναι λογικό να οδηγεί σε εστίαση της προσοχής πολλών «παραγόντων», καθώς οι δυνητικές επιπτώσεις στο επίπεδο της περιφερειακής και της παγκόσμιας ασφάλειας θα είναι σημαντικές.
Από τη στιγμή που σταμάτησε να υφίσταται το «πυρηνικό μονοπώλιο» από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία), με τους Ισραηλινούς να μην το έχουν παραδεχθεί, αλλά να θεωρείται δεδομένη η κατοχή 200 πυρηνικών κεφαλών το λιγότερο, με δυνατότητα εξαπόλυσής τους ακόμα και από υποβρύχια με βαλλιστικούς πυραύλους (SLBM: Submarine Launched Ballistic Missiles), εκτός από χερσαία συστήματα και βομβαρδιστικά αεροσκάφη που εξασφαλίζει την «πυρηνική τριάδα» (nuclear triad), καθώς επίσης και την προσθήκη Ινδίας, Πακιστάν (και σε ένα αρχικό στάδιο της Βορείου Κορέας), η πρόθεση μιας φιλόδοξης δύναμης με τα χαρακτηριστικά του Ιράν για πυρηνικοποίηση, θα πρέπει μάλλον να θεωρείται δεδομένη, ενώ η εμπειρία δείχνει ότι οι αντιδράσεις δεν φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου, ιδίως όταν η περιοχή έχει άλλα κράτη εξοπλισμένα με πυρηνικά. Αυτό όμως σημαίνει ότι και η Σαουδική Αραβία είναι λογικό να ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο πυρηνικοποίησης του Ιράν, την οποία λογικά θα πρέπει να θεωρούν νομοτελειακή σε βάθος χρόνου, αν και δεν μπορούν να προσδιορίσουν επακριβώς το πότε. Κατά συνέπεια, με τις πιέσεις απλώς κερδίζουν χρόνο ώστε να είναι έτοιμοι και αυτοί την κρίσιμη στιγμή, αν και αυτό προϋποθέτει το ότι η δυναστεία των Σαούντ θα συνεχίσει να κυβερνά τη Σαουδική Αραβία. Να επισημανθεί εδώ, ότι ο Πακιστανός αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων βρισκόταν στη Σαουδική Αραβία όταν η χώρα παρουσίασε βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς με δυνατότητα να φέρουν μη συμβατικές κεφαλές, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του αποτρεπτικού μηνύματος έναντι του Ιράν. Οι δραστηριότητες της Σαουδικής Αραβίας στον πυρηνικό τομέα θα συγκεντρώσουν τα χρόνια που ακολουθούν την προσοχή της διεθνούς κοινότητας και παρότι το κέντρο βάρος του διεθνούς συστήματος μετακινείται διαρκώς προς την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, όλα τα δεδομένα συντείνουν στην εκτίμηση ότι η Μέση Ανατολή δεν θα σταματήσει να χαρίζει «συγκινήσεις» και εκπλήξεις στους αναλυτές διεθνούς ασφάλειας, με τις δεύτερες να αφορούν ενδεχομένως και την πρώτη αγοραπωλησία πυρηνικών κεφαλών, όπως έχει κατά καιρούς αναφερθεί, σε περίπτωση πυρηνικοποίησης της Τεχεράνης και της ανάγκης άμεσης απάντησης εκ μέρους του Ριάντ...
Ζαχαρίας Μίχας (Διευθυντής Μελετών του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας ΙΑΑΑ-ISDA).
http://www.liberal.gr/
No comments :
Post a Comment