Ο ελληνικός δημόσιος διάλογος σχετικά με το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων δεν λαμβάνει υπ’ όψη του τρεις σημαντικούς παράγοντες, οι οποίοι διαμορφώνουν την κατάσταση στην αντιπαράθεση της Ελλάδος με την χώρα αυτή. Το θέμα που προέκυψε στο πρόσφατο παιχνίδι της Εθνικής Ελλάδος με την τηλεοπτική αλλοίωση της συντομογραφίας του ονόματος της γειτονικής χώρας αποτέλεσε την αφορμή για ακόμη έναν γύρο δημοσίου διαλόγου σχετικά με την ελληνική διπλωματική στρατηγική στην αντιπαράθεση με τα Σκόπια. Στην μία πλευρά του διαλόγου κυριαρχεί το επιχείρημα ότι η Ελλάδα έχει πρακτικά ηττηθεί και οφείλει απλώς να το παραδεχθεί· τα Σκόπια έχουν καταφέρει να επιβάλουν την χρήση του όρου Μακεδονία διεθνώς, ενώ όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και οι Σύμμαχοι απορούν με την ελληνική στάση στο θέμα. Η άλλη πλευρά αναγνωρίζει ότι διεθνώς χρησιμοποιείται ο όρος Μακεδονία, αλλά επιμένει ότι η Ελλάδα μπορεί να διορθώσει την κατάσταση αρκεί επιτέλους να ακολουθήσει μία διαφορετική, πιο επιτυχημένη συνταγή, η οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνει καλύτερη προώθηση της ιστορικής πραγματικότητας και άλλα μέτρα συνήθως “ήπιας ισχύος.” Και οι δύο θέσεις δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους τρεις σημαντικές παρατηρήσεις σχετικά με την κατάσταση στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, οι οποίες δικαιώνουν την μέχρι στιγμής ελληνική στάση και αποτελούν θεμέλιο μίας πραγματιστικής προσέγγισης μακροχρόνιας διαχείρισης του ζητήματος, η οποία θα οδηγήσει τα Σκόπια στην ένταξη σε διεθνείς οργανισμούς μόνον όταν υπάρχουν απτές αποδείξεις ευρωπαϊκής και συμμαχικής συμπεριφοράς της χώρας αυτής προς την Ελλάδα.
Ο ελληνικός δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από δύο απόψεις, όσον αφορά το ζήτημα της ελληνικής στρατηγικής στην αντιπαράθεση με τα Σκόπια. Η μία πλευρά θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει ηττηθεί και ότι το μόνο εμπόδιο στην παραδοχή αυτού του γεγονότος είναι κάποια αταβιστικά εθνικιστικά αντανακλαστικά και η επιρροή τους στην ελληνική εσωτερική πολιτική. Το επιχείρημα της πλευράς αυτής βασίζεται σε ένα μείγμα τεσσάρων παρατήρησεων. Πρώτον, η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών αποκαλούν τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα. Δεύτερον, τα Σκόπια έχουν δικαίωμα ως κυρίαρχο κράτος να καθορίσουν την ονομασία που τους ταιριάζει και η Ελλάδα δεν μπορεί να τους στερεί αυτό το δικαίωμα και να τους εκβιάζει. Τρίτον, η ελληνική στάση θρέφει τον αλβανικό εθνικισμό, δημιουργώντας ευρύτερο πρόβλημα στα Βαλκάνια. Τέταρτον, οι Σύμμαχοι θεωρούν την αντιπαράθεση γελοία και το μόνο που κερδίζει η Ελλάδα είναι να τραυματίζει τη σχέση της μαζί τους. Η άλλη πλευρά αναγνωρίζει ότι η διεθνής κοινότητα στην πλειοψηφία της χρησιμοποιεί την συνταγματική ονομασία, αλλά θεωρεί την κατάσταση αναστρέψιμη. Βασικό πρόβλημα της ελληνικής στρατηγικής για αυτήν την πλευρά είναι οι ελλιπείς ενέργειες της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η δεύτερη πλευρά της συζήτησης θεωρεί ότι με μία ουσιαστική αλλαγή της ελληνικής προσέγγισης, με βάση κυρίως την καλύτερη μετάδοση της ιστορικής πραγματικότητας και των νομικών επιχειρημάτων της Ελλάδας, μπορεί να οδηγήσει σιγά σιγά σε μεταστροφή της διεθνούς κοινής γνώμης γύρω από το ζήτημα.
Τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών πάσχουν σε τρία σημεία:
1. Η ελληνική στρατηγική πρέπει να επικεντρωθεί στην ηγεσία των Σκοπίων, όχι στην διεθνή κοινότητα.
Η διεθνής κοινότητα δεν ενδιαφέρεται για το αν η ονομασία της γειτονικής χώρας θα περιέχει ή όχι τον όρο Μακεδονία και είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί οποιαδήποτε ονομασία προκύψει από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Με εξαίρεση την Ελλάδα, τα Σκόπια και ενδεχομένως την Βουλγαρία, καμία άλλη χώρα στον κόσμο δεν έχει προτιμήσεις σχετικά με το αν η γειτονική χώρα πρέπει να λέγεται Μακεδονία, ούτε ενδιαφέρεται για την ιστορική πραγματικότητα, για το αν κάποτε η περιοχή των Σκοπίων ήταν μέρος της γεωγραφικής Μακεδονίας ή οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια του ζητήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, μία στρατηγική επίκλησης, είτε από την ελληνική πλευρά είτε από την πλευρά των Σκοπίων, με σκοπό την παρέμβαση των ξένων δυνάμεων είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Κανένα κράτος, ακόμη και αν πιστεύει τα σχετικά επιχειρήματα της μίας ή της άλλης πλευράς, δεν πρόκειται να ασχοληθεί ενεργά με το θέμα. Επίσης, αν κανένας δεν ενδιαφέρεται για την ουσία του ζητήματος και δεν πρόκειται να παρέμβει, το γεγονός ότι τα περισσότερα κράτη χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία για την γειτονική χώρα είναι αδιάφορο. Με άλλα λόγια, η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος δεν αλλάζει ακόμη και αν όλες οι χώρες του κόσμου χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία ή οποιοδήποτε άλλο όνομα. Λόγος ελληνικής ανησυχίας θα υπήρχε μόνο αν η Ελλάδα δεν είχε κανένα εργαλείο πίεσης απέναντι στα Σκόπια, οπότε ήταν πλήρως εξαρτημένη από τρίτα κράτη για την άσκηση πιέσεων, ή αν υπήρχε υποψία ότι η διεθνής κοινότητα θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί τον όρο ακόμη και μετά από μία υποχώρηση των Σκοπίων. Αντιθέτως, όπως έχουμε ξαναγράψει, η αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας είναι πρόβλημα για τα Σκόπια, όχι την Ελλάδα. Η δυνατότητα της Ελλάδος να μπλοκάρει με το βάσιμο επιχείρημα της καλής γειτονίας την είσοδο των Σκοπίων στους δύο ισχυρότερους διεθνείς οργανισμούς δημιουργεί στην χώρα αυτή την ανάγκη να ακολουθεί μία στρατηγική επίκλησης προς τρίτα κράτη και όργανα όπως το Διεθνές Δικαστήριο, με σκοπό την άσκηση πιέσεων για την αλλαγή της ελληνικής στάσης. Σε αυτό το πλαίσιο, μοναδικός στόχος της ελληνικής πλευράς πρέπει να είναι η αλλαγή της στάσης της ηγεσίας της γειτονικής χώρας σχετικά με το θέμα. Αν η διεθνής κοινότητα είναι διατεθειμένη να προσαρμοστεί στα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων και δεν πολυενδιαφέρεται να παρέμβει για να τα διαμορφώσει, η λύση για την επίτευξη των ελληνικών στρατηγικών στόχων είναι η άσκηση πιέσεων στην ηγεσία των Σκοπίων, με σκοπό την υποχώρησή της. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα πρέπει να χρησιμοποιήσει το σύνολο των εργαλείων στην διάθεσή της για να διαμορφώσει το πλαίσιο λήψης στρατηγικών αποφάσεων της γειτονικής χώρας και να μην ασχολείται ιδιαιτέρως με το τι πιστεύουν τρίτες χώρες (ή – μίας και το αναφέρουμε – οι διεθνείς αθλητικοί οργανισμοί).
2. Η Ελλάδα έχει βάσιμους λόγους να εμποδίζει την ένταξη των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς.
Προϋπόθεση της ένταξης μίας χώρας σε πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές συμμαχίες είναι η τήρηση καλών σχέσεων με όλα τα κράτη-μέλη. Βασικός σκοπός ύπαρξης μίας συμμαχίας είναι η αλληλοεξυπηρέτηση των συμφερόντων και η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της. Δεν μπορεί, συνεπώς, να υπάρξει ένταξη σε πολιτική, στρατιωτική ή οικονομική συμμαχία χώρας η οποία τρέφει, έστω και ρητορικά προς στιγμήν, επεκτατικές τάσεις εις βάρος γειτονικών χωρών που είναι μέλη της συμμαχίας. Η χώρα-μέλος που απειλείται έχει, σε μία τέτοια περίπτωση, κάθε δικαίωμα να ζητήσει είτε την εγγυημένη αλλαγή στάσης του υποψηφίου κράτους είτε να εμποδίσει την ένταξή του στην συμμαχία. Σε αυτό το πλαίσιο, το περίεργο (ή γελοίο για να χρησιμοποιήσουμε λεξιλόγιο που έχει ακουστεί στον δημόσιο διάλογο και όχι μόνο) της υπόθεσης δεν είναι η ελληνική στάση, αλλά η επιμονή ότι η Ελλάδα πρέπει να επιτρέψει την είσοδο της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ είτε ανεξάρτητα από την επεκτατική στάση των Σκοπίων είτε επειδή αυτή θεωρείται “αναξιόπιστη.” Εν ολίγοις, ζητείται από την χώρα μας να δοθεί στα Σκόπια πρόσβαση σε συμμαχικούς ή/και ευρωπαϊκούς πόρους με μηδενικές εγγυήσεις σχετικά με την μελλοντική συμπεριφορά της γειτονικής χώρας. Όπως είναι προφανές, η απαίτηση αυτή πάσχει στην σχέση που έχει με την πραγματικότητα.
3. Μία ελληνική υποχώρηση στο θέμα των Σκοπίων δεν θα λύσει το πρόβλημα του αλβανικού εθνικισμού.
Ο αλβανικός εθνικισμός δεν προκύπτει και δεν εξαρτάται από την ονομασία του γειτονικού κράτους ή την μη ένταξή του σε διεθνείς οργανισμούς. Πρώτος βασικός λόγος της ύπαρξης αλβανικού εθνικισμού στο εσωτερικό της χώρας είναι οι πολιτικές της κυβέρνησης Γκρουεφσκι, οι οποίες μικρή σχέση έχουν με ορθολογική διαχείριση των διακοινοτικών σχέσεων στο εσωτερικό του κράτους αυτού. Δεύτερος λόγος είναι η ευρύτερη ύπαρξη εθνικιστικών αλβανικών τάσεων εδώ και αρκετά χρόνια, ιδιαίτερα μετά τις σερβικές επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης στο Κοσσυφοπέδιο, ενώ σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η δυτική προτίμηση να ελαχιστοποιήσει την χρήση επίγειων δυνάμεων στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου προς όφελος της ενίσχυσης και χρήσης των αλβανικών ενόπλων τμημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και αν η Ελλάδα υποχωρήσει άτακτα και επιτρέψει την άνευ όρων ένταξη των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, ο αλβανικός εθνικισμός δεν θα καταλαγιάσει. Η ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν θα μετριάσει τις αυταρχικές τάσεις του Γκρουεφσκι και του κόμματός του, ούτε θα επιλύσει τις διακοινοτικές διαφορές μέσω της διάχυσης των οικονομικών ωφελημάτων.
Τέλος, ακόμη και αν έχουμε άδικο στην τοποθέτησή μας σχετικά με την σταθεροποιητική δράση της ένταξης σε ΝΑΤΟ και ΕΕ και αν η διατήρηση της ενότητας των Σκοπίων και της μετρίασης του αλβανικού εθνικισμού είναι στόχοι πρώτης προτεραιότητας τρίτων δυνάμεων, αυτές οι τρίτες δυνάμεις δεν έχουν παρά να πιέσουν την κυβέρνηση Γκρουεφσκι να υποχωρήσει στο ζήτημα της ονομασίας (μαζί με την παύση των αυταρχικών πολιτικών στο εσωτερικό) ώστε να διευκολύνει την ταχεία ένταξη της χώρας αυτής στους διεθνείς θεσμούς. Με άλλα λόγια, αν το ζήτημα είναι τόσο σημαντικό, υπάρχουν εναλλακτικές προσεγγίσεις για την επίλυσή του, οι οποίες δεν απαιτούν ελληνική υποχώρηση.
Οι τρεις παραπάνω παρατηρήσεις δικαιώνουν την μέχρι στιγμής στάση της ελληνικής Πολιτείας στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Πρώτον, η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να βιάζεται, ακόμη και αν διεθνώς όλοι αποκαλούν τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα ή αν λοιδορείται εντός και εκτός χώρας για τις “εμμονές” της ή την “έλλειψη σοβαρότητάς” της. Δεύτερον, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να πιέζει τα Σκόπια για εγγυήσεις καλής γειτονίας πριν επιτρέψει την συμμετοχή τους σε οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό του οποίου είναι μέλος και έχει δικαίωμα αρνησικυρίας. Τρίτον, εκτός από την πίεση στην ηγεσία των Σκοπίων, η Ελλάδα πρέπει να δει ποιοι πολιτικοί παράγοντες πρέπει να διαμορφωθούν για να εξασφαλιστεί ότι η γειτονική χώρα δεν θα δημιουργήσει προβλήματα, μετά την ενδεχόμενη επίλυση του θέματος και την ένταξή της σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, σε ψηφοφορίες θεμάτων που αφορούν τα ελληνικά συμφέροντα. Με άλλα λόγια, η ελληνική στάση δεν είναι ούτε αποτέλεσμα αταβιστικών εθνικιστικών καταλοίπων ούτε αποτέλεσμα λάθος χειρισμών, αλλά είναι μία προσέγγιση πραγματιστικής διαχείρισης ενός υφιστάμενου ρίσκου στις εξωτερικές τις σχέσεις με έναν τρόπο ο οποίος απαιτεί χρόνο, υπομονή και επιμονή.
Ευριπίδης Τσακιρίδης (www.tsakiridis.org)
Ο ελληνικός δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από δύο απόψεις, όσον αφορά το ζήτημα της ελληνικής στρατηγικής στην αντιπαράθεση με τα Σκόπια. Η μία πλευρά θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει ηττηθεί και ότι το μόνο εμπόδιο στην παραδοχή αυτού του γεγονότος είναι κάποια αταβιστικά εθνικιστικά αντανακλαστικά και η επιρροή τους στην ελληνική εσωτερική πολιτική. Το επιχείρημα της πλευράς αυτής βασίζεται σε ένα μείγμα τεσσάρων παρατήρησεων. Πρώτον, η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών αποκαλούν τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα. Δεύτερον, τα Σκόπια έχουν δικαίωμα ως κυρίαρχο κράτος να καθορίσουν την ονομασία που τους ταιριάζει και η Ελλάδα δεν μπορεί να τους στερεί αυτό το δικαίωμα και να τους εκβιάζει. Τρίτον, η ελληνική στάση θρέφει τον αλβανικό εθνικισμό, δημιουργώντας ευρύτερο πρόβλημα στα Βαλκάνια. Τέταρτον, οι Σύμμαχοι θεωρούν την αντιπαράθεση γελοία και το μόνο που κερδίζει η Ελλάδα είναι να τραυματίζει τη σχέση της μαζί τους. Η άλλη πλευρά αναγνωρίζει ότι η διεθνής κοινότητα στην πλειοψηφία της χρησιμοποιεί την συνταγματική ονομασία, αλλά θεωρεί την κατάσταση αναστρέψιμη. Βασικό πρόβλημα της ελληνικής στρατηγικής για αυτήν την πλευρά είναι οι ελλιπείς ενέργειες της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η δεύτερη πλευρά της συζήτησης θεωρεί ότι με μία ουσιαστική αλλαγή της ελληνικής προσέγγισης, με βάση κυρίως την καλύτερη μετάδοση της ιστορικής πραγματικότητας και των νομικών επιχειρημάτων της Ελλάδας, μπορεί να οδηγήσει σιγά σιγά σε μεταστροφή της διεθνούς κοινής γνώμης γύρω από το ζήτημα.
Τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών πάσχουν σε τρία σημεία:
1. Η ελληνική στρατηγική πρέπει να επικεντρωθεί στην ηγεσία των Σκοπίων, όχι στην διεθνή κοινότητα.
Η διεθνής κοινότητα δεν ενδιαφέρεται για το αν η ονομασία της γειτονικής χώρας θα περιέχει ή όχι τον όρο Μακεδονία και είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί οποιαδήποτε ονομασία προκύψει από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Με εξαίρεση την Ελλάδα, τα Σκόπια και ενδεχομένως την Βουλγαρία, καμία άλλη χώρα στον κόσμο δεν έχει προτιμήσεις σχετικά με το αν η γειτονική χώρα πρέπει να λέγεται Μακεδονία, ούτε ενδιαφέρεται για την ιστορική πραγματικότητα, για το αν κάποτε η περιοχή των Σκοπίων ήταν μέρος της γεωγραφικής Μακεδονίας ή οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια του ζητήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, μία στρατηγική επίκλησης, είτε από την ελληνική πλευρά είτε από την πλευρά των Σκοπίων, με σκοπό την παρέμβαση των ξένων δυνάμεων είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Κανένα κράτος, ακόμη και αν πιστεύει τα σχετικά επιχειρήματα της μίας ή της άλλης πλευράς, δεν πρόκειται να ασχοληθεί ενεργά με το θέμα. Επίσης, αν κανένας δεν ενδιαφέρεται για την ουσία του ζητήματος και δεν πρόκειται να παρέμβει, το γεγονός ότι τα περισσότερα κράτη χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία για την γειτονική χώρα είναι αδιάφορο. Με άλλα λόγια, η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος δεν αλλάζει ακόμη και αν όλες οι χώρες του κόσμου χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία ή οποιοδήποτε άλλο όνομα. Λόγος ελληνικής ανησυχίας θα υπήρχε μόνο αν η Ελλάδα δεν είχε κανένα εργαλείο πίεσης απέναντι στα Σκόπια, οπότε ήταν πλήρως εξαρτημένη από τρίτα κράτη για την άσκηση πιέσεων, ή αν υπήρχε υποψία ότι η διεθνής κοινότητα θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί τον όρο ακόμη και μετά από μία υποχώρηση των Σκοπίων. Αντιθέτως, όπως έχουμε ξαναγράψει, η αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας είναι πρόβλημα για τα Σκόπια, όχι την Ελλάδα. Η δυνατότητα της Ελλάδος να μπλοκάρει με το βάσιμο επιχείρημα της καλής γειτονίας την είσοδο των Σκοπίων στους δύο ισχυρότερους διεθνείς οργανισμούς δημιουργεί στην χώρα αυτή την ανάγκη να ακολουθεί μία στρατηγική επίκλησης προς τρίτα κράτη και όργανα όπως το Διεθνές Δικαστήριο, με σκοπό την άσκηση πιέσεων για την αλλαγή της ελληνικής στάσης. Σε αυτό το πλαίσιο, μοναδικός στόχος της ελληνικής πλευράς πρέπει να είναι η αλλαγή της στάσης της ηγεσίας της γειτονικής χώρας σχετικά με το θέμα. Αν η διεθνής κοινότητα είναι διατεθειμένη να προσαρμοστεί στα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων και δεν πολυενδιαφέρεται να παρέμβει για να τα διαμορφώσει, η λύση για την επίτευξη των ελληνικών στρατηγικών στόχων είναι η άσκηση πιέσεων στην ηγεσία των Σκοπίων, με σκοπό την υποχώρησή της. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα πρέπει να χρησιμοποιήσει το σύνολο των εργαλείων στην διάθεσή της για να διαμορφώσει το πλαίσιο λήψης στρατηγικών αποφάσεων της γειτονικής χώρας και να μην ασχολείται ιδιαιτέρως με το τι πιστεύουν τρίτες χώρες (ή – μίας και το αναφέρουμε – οι διεθνείς αθλητικοί οργανισμοί).
2. Η Ελλάδα έχει βάσιμους λόγους να εμποδίζει την ένταξη των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς.
Προϋπόθεση της ένταξης μίας χώρας σε πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές συμμαχίες είναι η τήρηση καλών σχέσεων με όλα τα κράτη-μέλη. Βασικός σκοπός ύπαρξης μίας συμμαχίας είναι η αλληλοεξυπηρέτηση των συμφερόντων και η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της. Δεν μπορεί, συνεπώς, να υπάρξει ένταξη σε πολιτική, στρατιωτική ή οικονομική συμμαχία χώρας η οποία τρέφει, έστω και ρητορικά προς στιγμήν, επεκτατικές τάσεις εις βάρος γειτονικών χωρών που είναι μέλη της συμμαχίας. Η χώρα-μέλος που απειλείται έχει, σε μία τέτοια περίπτωση, κάθε δικαίωμα να ζητήσει είτε την εγγυημένη αλλαγή στάσης του υποψηφίου κράτους είτε να εμποδίσει την ένταξή του στην συμμαχία. Σε αυτό το πλαίσιο, το περίεργο (ή γελοίο για να χρησιμοποιήσουμε λεξιλόγιο που έχει ακουστεί στον δημόσιο διάλογο και όχι μόνο) της υπόθεσης δεν είναι η ελληνική στάση, αλλά η επιμονή ότι η Ελλάδα πρέπει να επιτρέψει την είσοδο της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ είτε ανεξάρτητα από την επεκτατική στάση των Σκοπίων είτε επειδή αυτή θεωρείται “αναξιόπιστη.” Εν ολίγοις, ζητείται από την χώρα μας να δοθεί στα Σκόπια πρόσβαση σε συμμαχικούς ή/και ευρωπαϊκούς πόρους με μηδενικές εγγυήσεις σχετικά με την μελλοντική συμπεριφορά της γειτονικής χώρας. Όπως είναι προφανές, η απαίτηση αυτή πάσχει στην σχέση που έχει με την πραγματικότητα.
3. Μία ελληνική υποχώρηση στο θέμα των Σκοπίων δεν θα λύσει το πρόβλημα του αλβανικού εθνικισμού.
Ο αλβανικός εθνικισμός δεν προκύπτει και δεν εξαρτάται από την ονομασία του γειτονικού κράτους ή την μη ένταξή του σε διεθνείς οργανισμούς. Πρώτος βασικός λόγος της ύπαρξης αλβανικού εθνικισμού στο εσωτερικό της χώρας είναι οι πολιτικές της κυβέρνησης Γκρουεφσκι, οι οποίες μικρή σχέση έχουν με ορθολογική διαχείριση των διακοινοτικών σχέσεων στο εσωτερικό του κράτους αυτού. Δεύτερος λόγος είναι η ευρύτερη ύπαρξη εθνικιστικών αλβανικών τάσεων εδώ και αρκετά χρόνια, ιδιαίτερα μετά τις σερβικές επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης στο Κοσσυφοπέδιο, ενώ σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η δυτική προτίμηση να ελαχιστοποιήσει την χρήση επίγειων δυνάμεων στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου προς όφελος της ενίσχυσης και χρήσης των αλβανικών ενόπλων τμημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και αν η Ελλάδα υποχωρήσει άτακτα και επιτρέψει την άνευ όρων ένταξη των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, ο αλβανικός εθνικισμός δεν θα καταλαγιάσει. Η ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν θα μετριάσει τις αυταρχικές τάσεις του Γκρουεφσκι και του κόμματός του, ούτε θα επιλύσει τις διακοινοτικές διαφορές μέσω της διάχυσης των οικονομικών ωφελημάτων.
Τέλος, ακόμη και αν έχουμε άδικο στην τοποθέτησή μας σχετικά με την σταθεροποιητική δράση της ένταξης σε ΝΑΤΟ και ΕΕ και αν η διατήρηση της ενότητας των Σκοπίων και της μετρίασης του αλβανικού εθνικισμού είναι στόχοι πρώτης προτεραιότητας τρίτων δυνάμεων, αυτές οι τρίτες δυνάμεις δεν έχουν παρά να πιέσουν την κυβέρνηση Γκρουεφσκι να υποχωρήσει στο ζήτημα της ονομασίας (μαζί με την παύση των αυταρχικών πολιτικών στο εσωτερικό) ώστε να διευκολύνει την ταχεία ένταξη της χώρας αυτής στους διεθνείς θεσμούς. Με άλλα λόγια, αν το ζήτημα είναι τόσο σημαντικό, υπάρχουν εναλλακτικές προσεγγίσεις για την επίλυσή του, οι οποίες δεν απαιτούν ελληνική υποχώρηση.
Οι τρεις παραπάνω παρατηρήσεις δικαιώνουν την μέχρι στιγμής στάση της ελληνικής Πολιτείας στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Πρώτον, η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να βιάζεται, ακόμη και αν διεθνώς όλοι αποκαλούν τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα ή αν λοιδορείται εντός και εκτός χώρας για τις “εμμονές” της ή την “έλλειψη σοβαρότητάς” της. Δεύτερον, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να πιέζει τα Σκόπια για εγγυήσεις καλής γειτονίας πριν επιτρέψει την συμμετοχή τους σε οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό του οποίου είναι μέλος και έχει δικαίωμα αρνησικυρίας. Τρίτον, εκτός από την πίεση στην ηγεσία των Σκοπίων, η Ελλάδα πρέπει να δει ποιοι πολιτικοί παράγοντες πρέπει να διαμορφωθούν για να εξασφαλιστεί ότι η γειτονική χώρα δεν θα δημιουργήσει προβλήματα, μετά την ενδεχόμενη επίλυση του θέματος και την ένταξή της σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, σε ψηφοφορίες θεμάτων που αφορούν τα ελληνικά συμφέροντα. Με άλλα λόγια, η ελληνική στάση δεν είναι ούτε αποτέλεσμα αταβιστικών εθνικιστικών καταλοίπων ούτε αποτέλεσμα λάθος χειρισμών, αλλά είναι μία προσέγγιση πραγματιστικής διαχείρισης ενός υφιστάμενου ρίσκου στις εξωτερικές τις σχέσεις με έναν τρόπο ο οποίος απαιτεί χρόνο, υπομονή και επιμονή.
Ευριπίδης Τσακιρίδης (www.tsakiridis.org)
ΑΛΒΑΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ, ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΤΟ ΔΙΑΒΑΖΩ ΜΕ ΠΙΑΝΟΥΝ ΤΑ ΓΕΛΙΑ. ΕΓΙΝΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΕΘΝΙΚΙΣΤΕΣ...
ReplyDelete