Ο Δικταίος Ύμνος είναι γραμμένος στη δωρική και Ιωνική διάλεκτο, βρέθηκε χαραγμένος, πάνω σε πλάκες, στο Παλαίκαστρο Σητείας. Στο Παλαίκαστρο βρίσκεται το Δικταίο Ιερό.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρόνειε, παγκρατές γάνους, βέβακες δαιμόνων αγώμενος. Δίκταν ές ενιαυτόν έρπε και γέγαθι μολπά.
Ταν τοι κρέκομεν πακτίσι μείξαντες αμ΄ αυλοίσιν, και στάντες αείδομεν τεόν αμφί βωμόν ευερκή.
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
κτυπώντας τις άρπες, συγχωνεύοντας τον ήχο τους, με τον ήχο των αυλών, και ψάλλομε αυτόν γύρω από το βωμό σου, τον περιφραγμένο καλά.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρόνειε παγκρα[τές γάνους, βέβακες] δαιμόνων αγώμενος. Δίκταν ές ενι[αυτόν έρπ]ε και γέγαθι μολπά.
Ενθα γαρ σε, παίδ' άμβροτον, ασπιδ[ηφόροι τροφήες] παρ' Ρέας λαβόντες πόδα κ[ρούοντες αντέκρυψαν].
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιε του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
Διότι εδω (σαυτόν τον τόπο) εσένα, θεϊκό παιδί, Οι ασπιδοφόροι ανατροφείς Σου, Σε παρέλαβαν από τη Ρέα, χτυπώντας τα πόδια τους με θόρυβο, Σε εκρυψαν σε αλλο μέρος (απεναντι). (Εδώ πιθανον να εχουμε την Δίκτη και ενταντι τη Ιδη.)
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρόνειε, παγκρατές γάνους, βέβακες δαιμόνων αγώμενος. Δίκταν ές ενιαυτόν έρπε και γέγαθι μολπά.
..........................τα]ς καλάς Αούς.
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιε του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
..........................τις καλες ημέρες.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κ]ρόνειε, παγκρατές γάν[ους, βέβακες δαιμόνω]ν αγώμενος Δίκταν ές ενι[αυτόν. έρπε κα]ι γέγαθι μολπά.
[Ωραι δε β]ρύον κατήτος και βροτούς Δίκα κατήχε [άλλα τε θνατ΄ ‘αμφ]επε ζω α φίλολβος Ειρήνα.
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες) έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
Την εποχή των βρύων, κατά την οποία δικαιοσύνη κατέχει τους ανθρώπους, αλλά και στεφανώνω την ευδαίμονα Ειρήνη.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρόνειε, παγκρατές γάν[ους, βέβακες δαιμόνων αγώ]μενος Δίκταν ες ε[νιαυτόν. έρπε και γέ]γαθι μολπά.
Α[μών θόρε κ΄ ες δέ]μνια και θορ΄ εύποκ΄ ες [ποίμνια κ΄ ες λήϊ]α καρπών θόρε κ΄ ες τελεσφ[όρους αύρας].
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ύμνο σου.
Βοήθησε να αυξάνεται η οικογένεια. και πλούσια μαλλιά να έχουν τα πρόβατα και πολύ καρπό τα σπαρτά και ευνοϊκοί άνεμοι στα ταξίδια που πραγματοποιούνται.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρ[όνειε], παγκρατές γάνους, βέβακες [δαιμό]νων αγώμενος Δίκταν ες ενι[αυτόν]. έρπε και γέγαθι μολπά.
[Θόρε κ΄ ες] πόληας αμών θόρε κ΄ ες ποντοπόρας νάας Θόρε κ΄ ες ν[έους πο]λείτας Θόρε κ΄ ες Θέμιν κλ[ειτάν.
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
Βοήθα τις πόλεις και τα πλοία που πλέουν στους πόντους. Βοήθα να έχει αρκετούς νέους η πόλη, βοήθα και την δικαιοσύνη στην ένδοξο πόλη.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρ[όνειε], παγκρατές γάνους, βέβακ[ες δαιμόνων αγ]ώμενος Δίκταν ες ενι[αυτόν. έρπε και γέγαθι] μολπά.
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
1. Ιώ. επιφώνημα. τιθέμενον μόνον ή διπλούν, τίθεται ιδίως επί επικλήσεως βοήθειας, ιώ μάκαρες, ιώ θεοί.(λεξικό Liddell-Scott). 1α.Χαίρε, χαίρετε (προστ. β΄ προσ. Ένεστ. του χαίρω) προσφώνηση χαιρετισμού σε ένδειξη φιλίας, τιμής ή σεβασμού, κατά τη συνάντηση προσώπων, ή προσφώνηση αποχωρισμού και αποχαιρετισμού (χαίρε κεχαριτωμένη , ο Κύριος μετά σού), (χαίρε ξείνε, παρ΄ άμμι φιλήσεαι . Ομ. Οδ. ), γειά σου, καλώς τον.
2. Παγκρατής, -ές. 1. (κυρίως ως επίθ. του Διός, της Ηρας, του Απόλλωνος, της Αθηνάς αλλά και για προσ. Ή για τη μοίρα ή για πράγματα) παντοδύναμος, πανίσχυρος 2. (φρ) "παγκρατείς έδραι". Ο παντοδύναμος βασιλικός θρόνος του Διός.
3. Γάνος, το. 1. λάμψη, ακτινοβολία 2. χαρά, ευχαρίστηση, καύχημα 3. νερό, κρασί ή μέλι καθαρό, με λαμπερό χρώμα. ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό όνομα του γάνυμαι.
4. Βέβακες. Βαίνω. 1. ανεβαίνω 2. φεύγω, αναχωρώ 3. πεθαίνω 4. έρχομαι 5. προχωρώ, φθάνω 6. οχεύω, βατεύω 7. (παρακμ.) στέκομαι ή είμαι σ΄ένα μέρος.
5. Δαίμων. 1.αυτός που έχει θεϊκή υπόσταση και ιδιότητες 2. η θεία δύναμη, το θείον. 3. η τύχη, η μοίρα του κάθε ανθρώπου 4. άνθρωπος που έγινε θεός μετά θάνατον.
6. Άγω. 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω. Χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα. 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο, πορεύομαι, πηγαίνω. Η λέξη "αγώμενος" στον ύμνο είναι γραμμένη λάθος, αντί του ορθού "αγόμενος".
7. Έρπε. Έρπω. 1. κινούμαι αργά, προχωρώ σιγά σιγά. 2. στρέφομαι, κατευθύνομαι ανεπαίσθητα. 3. βαδίζω, περπατώ. 4. έρχομαι, πορεύομαι.
8. Γέγωνα. 1. μιλώ ή φωνάζω δυνατά. 2. αποτείνομαι σε κάποιον με δυνατή φωνή 3. ομιλώ ευδιάκριτα, καθαρά 4. ψάλλω, υμνώ. 5. διαλαλώ, διακηρύσσω, δηλώνω.
9. Μολπή, η 1. άσμα με όρχηση, μέλος που συνοδευόταν με ρυθμικές κινήσεις προς τιμήν ενός θεού ή για διασκέδαση. 2. ωδή, άσμα 3. (γενικά) διασκέδαση (ιδίως όταν συνοδεύεται με άσματα και χορούς).
10. Κρέκω : 1. πλήττω, κρούω 2. υφαίνω 3.χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο. 4. (γενικά) παίζω όργανο. 5. αναδίδω οξύ ήχο.
11. Πηκτίς, -ίδος. η. και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πάκτις, -ιδος. 1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα. 2. λύρα. 3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια.
12. Μείξαντες. Μείγνυμι, μειγνύω. Ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω.
13. Άμ . άμα. (με δοτική και συχνά και με μετοχή) 1. συγχρόνως με, μαζί με. 2. κατά τη διάρκεια, όσο κρατάει κάτι.
14. Αυλοίσιν. Αυλός. Πνευστό όργανο από καλάμι, φλογέρα. 2. (φρ) "υπ΄αυλού", "προς αυλόν", "υπ΄αυλόν", με την συνοδεία αυλού.
15. Αείδομεν. Αείδω = άδω . τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ. (ο τύπος αείδω, είναι αρχαίος ιωνικός και ποιητικός)
16. τεόν. αορ. αντων. =αυτόν.
17. Αμφί . (με τοπική σημασία) 1. και στις δύο πλευρές κάποιου, γύρω από κάποιον. 2. ολόγυρα, τριγύρω.
18. Ευερκή. Ευερκής. 1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο. 2. ασφαλής.
19. Αμβροτος. αθάνατος, Θεός, θεϊκός,θεϊος.
20. Αώς.η. Δωρικός τύπος. συνηρ. τύπος γενικης, Αούς. 1. η χαραυγή, η αυγή, τα χαράμματα, πρωία. 2. Η ανατολή. 3.Επειδή οι Ελληνες υπολόγιζαν τις ημερες κατά πρωινά, Αώς κατήντησε να σημαινει ημέρα.
21. Βρύον. Σποριόφυτο του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές.
22. Βροτός. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθάνατους ή τους θεούς. "βροτός ανήρ" = άνθρωπος θνητός και όχι θεός.
23. Δίκα. Δίκη 1. συνήθεια, έξη. 2. (επιρρ.) δίκην, χάριν, ένεκα. 2. καλή συνήθεια, τάξη, αρμονία, νόμος, δίκαιο. 4. ισχύς, δύναμη. 5. προσωποποιημένη θεά της δικαιοσύνης.
24. Ώραι. Ώρα. 1. η άνοιξη 2. οι εποχές του έτους 3. τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. 4. (μτφ) η ζωή, τα νιάτα. 5. οι καρποί των εποχών του έτους .
25. Φίλολβος. Όλβος. 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος. 2. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημέρια. 3. φρόνηση.
26. Αμφέπε. Αμφέπω = αμφιέπω . 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. απονέμω τιμή ή σεβασμό. 4. τρέχω κοντά, συνωθούμαι
27. Θόρε. Θορός. Το σπέρμα του αρσενικού.
28. Δέμνια. Δέμνιον. 1. (συνήθως στον πληθ. δέμνια) στρώμα, κρεβάτι. 2. (γενικά) το κρεβάτι, η κλίνη.
29. Εύποκ΄ . εύποκος = μαλλιαρός, με πλούσιο μαλλί.
30. Λήϊα. Λήιον. 1. αθέριστοι καρποί του αγρού, χωράφι πριν το θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό. 2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι 3. η λεία.
31. Τελεσφόρους. Τελεσφόρος. 1. αυτός που εκπληρώνεται, που πραγματοποιείται, που επαληθεύεται 2. αυτός που επιτυγχάνει τους σκοπούς του 3. αυτός που φέρει καρπούς σε ορισμένη εποχή 4 (για δένδρα) αυτός που φέρει τους καρπούς του, ώσπου να ωριμάσουν εντελώς. 5. αυτός που συντελεί σε γονιμότητα.
32. Αύρας. Αύρα. 1. η ψύχρα του πρωινού. 2. ούριος και ευνοϊκός άνεμος κατά το ταξίδι. 3. το θυμίαμα των θυσιών 4. τρεμούλα, ανατριχίλα, ανατρίχιασμα
33. Κλειτάν. Κλειτή. 1. (για προσ, γενεά, πόλεις) φημισμένος, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος. 2. ( για πράγματα) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, έξοχος.
http://www.kairatos.com.gr/ymnosdia.htm
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρόνειε, παγκρατές γάνους, βέβακες δαιμόνων αγώμενος. Δίκταν ές ενιαυτόν έρπε και γέγαθι μολπά.
Ταν τοι κρέκομεν πακτίσι μείξαντες αμ΄ αυλοίσιν, και στάντες αείδομεν τεόν αμφί βωμόν ευερκή.
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
κτυπώντας τις άρπες, συγχωνεύοντας τον ήχο τους, με τον ήχο των αυλών, και ψάλλομε αυτόν γύρω από το βωμό σου, τον περιφραγμένο καλά.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρόνειε παγκρα[τές γάνους, βέβακες] δαιμόνων αγώμενος. Δίκταν ές ενι[αυτόν έρπ]ε και γέγαθι μολπά.
Ενθα γαρ σε, παίδ' άμβροτον, ασπιδ[ηφόροι τροφήες] παρ' Ρέας λαβόντες πόδα κ[ρούοντες αντέκρυψαν].
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιε του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
Διότι εδω (σαυτόν τον τόπο) εσένα, θεϊκό παιδί, Οι ασπιδοφόροι ανατροφείς Σου, Σε παρέλαβαν από τη Ρέα, χτυπώντας τα πόδια τους με θόρυβο, Σε εκρυψαν σε αλλο μέρος (απεναντι). (Εδώ πιθανον να εχουμε την Δίκτη και ενταντι τη Ιδη.)
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρόνειε, παγκρατές γάνους, βέβακες δαιμόνων αγώμενος. Δίκταν ές ενιαυτόν έρπε και γέγαθι μολπά.
..........................τα]ς καλάς Αούς.
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιε του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
..........................τις καλες ημέρες.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κ]ρόνειε, παγκρατές γάν[ους, βέβακες δαιμόνω]ν αγώμενος Δίκταν ές ενι[αυτόν. έρπε κα]ι γέγαθι μολπά.
[Ωραι δε β]ρύον κατήτος και βροτούς Δίκα κατήχε [άλλα τε θνατ΄ ‘αμφ]επε ζω α φίλολβος Ειρήνα.
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες) έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
Την εποχή των βρύων, κατά την οποία δικαιοσύνη κατέχει τους ανθρώπους, αλλά και στεφανώνω την ευδαίμονα Ειρήνη.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρόνειε, παγκρατές γάν[ους, βέβακες δαιμόνων αγώ]μενος Δίκταν ες ε[νιαυτόν. έρπε και γέ]γαθι μολπά.
Α[μών θόρε κ΄ ες δέ]μνια και θορ΄ εύποκ΄ ες [ποίμνια κ΄ ες λήϊ]α καρπών θόρε κ΄ ες τελεσφ[όρους αύρας].
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ύμνο σου.
Βοήθησε να αυξάνεται η οικογένεια. και πλούσια μαλλιά να έχουν τα πρόβατα και πολύ καρπό τα σπαρτά και ευνοϊκοί άνεμοι στα ταξίδια που πραγματοποιούνται.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρ[όνειε], παγκρατές γάνους, βέβακες [δαιμό]νων αγώμενος Δίκταν ες ενι[αυτόν]. έρπε και γέγαθι μολπά.
[Θόρε κ΄ ες] πόληας αμών θόρε κ΄ ες ποντοπόρας νάας Θόρε κ΄ ες ν[έους πο]λείτας Θόρε κ΄ ες Θέμιν κλ[ειτάν.
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
Βοήθα τις πόλεις και τα πλοία που πλέουν στους πόντους. Βοήθα να έχει αρκετούς νέους η πόλη, βοήθα και την δικαιοσύνη στην ένδοξο πόλη.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι Κρ[όνειε], παγκρατές γάνους, βέβακ[ες δαιμόνων αγ]ώμενος Δίκταν ες ενι[αυτόν. έρπε και γέγαθι] μολπά.
* Βοήθα Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και ψάλλομε τον ΄ύμνο σου.
1. Ιώ. επιφώνημα. τιθέμενον μόνον ή διπλούν, τίθεται ιδίως επί επικλήσεως βοήθειας, ιώ μάκαρες, ιώ θεοί.(λεξικό Liddell-Scott). 1α.Χαίρε, χαίρετε (προστ. β΄ προσ. Ένεστ. του χαίρω) προσφώνηση χαιρετισμού σε ένδειξη φιλίας, τιμής ή σεβασμού, κατά τη συνάντηση προσώπων, ή προσφώνηση αποχωρισμού και αποχαιρετισμού (χαίρε κεχαριτωμένη , ο Κύριος μετά σού), (χαίρε ξείνε, παρ΄ άμμι φιλήσεαι . Ομ. Οδ. ), γειά σου, καλώς τον.
2. Παγκρατής, -ές. 1. (κυρίως ως επίθ. του Διός, της Ηρας, του Απόλλωνος, της Αθηνάς αλλά και για προσ. Ή για τη μοίρα ή για πράγματα) παντοδύναμος, πανίσχυρος 2. (φρ) "παγκρατείς έδραι". Ο παντοδύναμος βασιλικός θρόνος του Διός.
3. Γάνος, το. 1. λάμψη, ακτινοβολία 2. χαρά, ευχαρίστηση, καύχημα 3. νερό, κρασί ή μέλι καθαρό, με λαμπερό χρώμα. ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό όνομα του γάνυμαι.
4. Βέβακες. Βαίνω. 1. ανεβαίνω 2. φεύγω, αναχωρώ 3. πεθαίνω 4. έρχομαι 5. προχωρώ, φθάνω 6. οχεύω, βατεύω 7. (παρακμ.) στέκομαι ή είμαι σ΄ένα μέρος.
5. Δαίμων. 1.αυτός που έχει θεϊκή υπόσταση και ιδιότητες 2. η θεία δύναμη, το θείον. 3. η τύχη, η μοίρα του κάθε ανθρώπου 4. άνθρωπος που έγινε θεός μετά θάνατον.
6. Άγω. 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω. Χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα. 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο, πορεύομαι, πηγαίνω. Η λέξη "αγώμενος" στον ύμνο είναι γραμμένη λάθος, αντί του ορθού "αγόμενος".
7. Έρπε. Έρπω. 1. κινούμαι αργά, προχωρώ σιγά σιγά. 2. στρέφομαι, κατευθύνομαι ανεπαίσθητα. 3. βαδίζω, περπατώ. 4. έρχομαι, πορεύομαι.
8. Γέγωνα. 1. μιλώ ή φωνάζω δυνατά. 2. αποτείνομαι σε κάποιον με δυνατή φωνή 3. ομιλώ ευδιάκριτα, καθαρά 4. ψάλλω, υμνώ. 5. διαλαλώ, διακηρύσσω, δηλώνω.
9. Μολπή, η 1. άσμα με όρχηση, μέλος που συνοδευόταν με ρυθμικές κινήσεις προς τιμήν ενός θεού ή για διασκέδαση. 2. ωδή, άσμα 3. (γενικά) διασκέδαση (ιδίως όταν συνοδεύεται με άσματα και χορούς).
10. Κρέκω : 1. πλήττω, κρούω 2. υφαίνω 3.χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο. 4. (γενικά) παίζω όργανο. 5. αναδίδω οξύ ήχο.
11. Πηκτίς, -ίδος. η. και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πάκτις, -ιδος. 1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα. 2. λύρα. 3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια.
12. Μείξαντες. Μείγνυμι, μειγνύω. Ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω.
13. Άμ . άμα. (με δοτική και συχνά και με μετοχή) 1. συγχρόνως με, μαζί με. 2. κατά τη διάρκεια, όσο κρατάει κάτι.
14. Αυλοίσιν. Αυλός. Πνευστό όργανο από καλάμι, φλογέρα. 2. (φρ) "υπ΄αυλού", "προς αυλόν", "υπ΄αυλόν", με την συνοδεία αυλού.
15. Αείδομεν. Αείδω = άδω . τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ. (ο τύπος αείδω, είναι αρχαίος ιωνικός και ποιητικός)
16. τεόν. αορ. αντων. =αυτόν.
17. Αμφί . (με τοπική σημασία) 1. και στις δύο πλευρές κάποιου, γύρω από κάποιον. 2. ολόγυρα, τριγύρω.
18. Ευερκή. Ευερκής. 1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο. 2. ασφαλής.
19. Αμβροτος. αθάνατος, Θεός, θεϊκός,θεϊος.
20. Αώς.η. Δωρικός τύπος. συνηρ. τύπος γενικης, Αούς. 1. η χαραυγή, η αυγή, τα χαράμματα, πρωία. 2. Η ανατολή. 3.Επειδή οι Ελληνες υπολόγιζαν τις ημερες κατά πρωινά, Αώς κατήντησε να σημαινει ημέρα.
21. Βρύον. Σποριόφυτο του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές.
22. Βροτός. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθάνατους ή τους θεούς. "βροτός ανήρ" = άνθρωπος θνητός και όχι θεός.
23. Δίκα. Δίκη 1. συνήθεια, έξη. 2. (επιρρ.) δίκην, χάριν, ένεκα. 2. καλή συνήθεια, τάξη, αρμονία, νόμος, δίκαιο. 4. ισχύς, δύναμη. 5. προσωποποιημένη θεά της δικαιοσύνης.
24. Ώραι. Ώρα. 1. η άνοιξη 2. οι εποχές του έτους 3. τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. 4. (μτφ) η ζωή, τα νιάτα. 5. οι καρποί των εποχών του έτους .
25. Φίλολβος. Όλβος. 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος. 2. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημέρια. 3. φρόνηση.
26. Αμφέπε. Αμφέπω = αμφιέπω . 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. απονέμω τιμή ή σεβασμό. 4. τρέχω κοντά, συνωθούμαι
27. Θόρε. Θορός. Το σπέρμα του αρσενικού.
28. Δέμνια. Δέμνιον. 1. (συνήθως στον πληθ. δέμνια) στρώμα, κρεβάτι. 2. (γενικά) το κρεβάτι, η κλίνη.
29. Εύποκ΄ . εύποκος = μαλλιαρός, με πλούσιο μαλλί.
30. Λήϊα. Λήιον. 1. αθέριστοι καρποί του αγρού, χωράφι πριν το θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό. 2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι 3. η λεία.
31. Τελεσφόρους. Τελεσφόρος. 1. αυτός που εκπληρώνεται, που πραγματοποιείται, που επαληθεύεται 2. αυτός που επιτυγχάνει τους σκοπούς του 3. αυτός που φέρει καρπούς σε ορισμένη εποχή 4 (για δένδρα) αυτός που φέρει τους καρπούς του, ώσπου να ωριμάσουν εντελώς. 5. αυτός που συντελεί σε γονιμότητα.
32. Αύρας. Αύρα. 1. η ψύχρα του πρωινού. 2. ούριος και ευνοϊκός άνεμος κατά το ταξίδι. 3. το θυμίαμα των θυσιών 4. τρεμούλα, ανατριχίλα, ανατρίχιασμα
33. Κλειτάν. Κλειτή. 1. (για προσ, γενεά, πόλεις) φημισμένος, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος. 2. ( για πράγματα) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, έξοχος.
http://www.kairatos.com.gr/ymnosdia.htm
No comments :
Post a Comment