11/07/2013

ΕΛΑΟΛΑΔΟ: Μύθοι και αλήθειες

Βασικό συστατικό της διατροφής μας, το ελαιόλαδο συχνά πρωταγωνιστεί σε διατροφικούς μύθους. Όσο ελκυστικά κι αν είναι, τα διάφανα μπουκάλια είναι ακατάλληλα για το λάδι γιατί το φως το οξειδώνει. «Θέλουμε να αγοράζουμε λάδι, όχι κολόνια!» «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο» θα μπορούσαμε να τραγουδήσουμε μπροστά σε ένα μπουκάλι με «εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο», τώρα μάλιστα που μερικοί παραγωγοί αποφάσισαν να πουλήσουν πιο πολύ μπουκάλι παρά περιεχόμενο. Διαβάστε στις εσωτερικές σελίδες αλήθειες για ένα από τα πιο βασικά στοιχεία της διατροφής μας. Σκούρα ή διάφανη συσκευασία; Ελαιοτριβείο με μυλόπετρες ή μεταλλικούς κυλίνδρους; Τι ακριβώς είναι το άθερμο λάδι; Πόσο ωφέλιμο; Οξύτητα και οξείδωση είναι το ίδιο πράγμα; Ποιοι παράγουν το περισσότερο ελαιόλαδο και ποιοι το χειρότερο στην Ευρώπη; Ποιος ο ρόλος του ελληνικού λαδιού σε σχέση με το ιταλικό; Με τη θέλησή μου και όχι για επαγγελματικούς λόγους θέλησα να μάθω περισσότερα για το ελαιόλαδο, όχι μόνο για το πώς αναγνωρίζεις με κάπως αντικειμενικά κριτήρια ένα καλύτερο από ένα χειρότερο αλλά και γιατί με έτρωγε πάντα η αμφιβολία όταν άκουγα τα γνωστά σε όλους: «Εχουμε το καλύτερο λάδι στον κόσμο», «Αυτό αν το πουλήσουμε καλά στους ξένους μπορεί να μας ξελασπώσει», «Είμαστε, γενικά, μαγαζί γωνία». Παρακολούθησα λοιπόν το «Σεμινάριο για το Ελαιόλαδο», που απαίτησε σχεδόν μια ολόκληρη και πολύτιμη ημέρα μου. Βγαίνοντας, απόγευμα πια, είχα μετανιώσει. Ενας άνθρωπος επί επτά ώρες μας μιλούσε, κυριολεκτικά ασταμάτητα και με πάθος για το ελαιόλαδο. Ξεκίνησε ως πολιτικός μηχανικός αλλά έκανε στη συνέχεια σπουδές και για Food Policy ενώ πλέον ένα μεγάλο τμήμα του χρόνου του καταναλώνεται σε επισκέψεις σε διάφορα μέρη στη Μεσόγειο, αρκεί να βγάζουν εκεί, έστω και λίγο, λάδι με ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Συμμετέχει σε γευσιγνωσίες (ναι, υπάρχει και κάτι τέτοιο, «γευσιγνωσία ελαιολάδου») ενώ πραγματοποιεί επισκέψεις σε ελαιώνες ή κάνει συναντήσεις με μηχανικούς και κατασκευαστές υπερσύγχρονων ελαιοτριβείων. Τα όσα έχουν δει τα μάτια του τον έχουν κάνει πλέον να αισθάνεται πιο πολύ σαν μουτζαχεντίν του λαδιού, όπως παραδέχεται τουλάχιστον ο ίδιος. Ο κ. Β. Φραντζολάς μιλάει πραγματικά με πολύ πάθος για το λάδι. Και απλώνει μπροστά μας προς χρήση φωτογραφίες, πίνακες, στατιστικές. Γι’ αυτό και εγώ γράφω πως μετάνιωσα προχθές, γιατί σκέφθηκα πως από αρκετά χρόνια πιο πριν έπρεπε να είχα φροντίσει να μάθω τουλάχιστον τα απαραίτητα για ένα σημαντικό προϊόν της Ελλάδας και το πιο βασικό συστατικό της διατροφής μου.

Τι γίνεται στην Ευρώπη: Στο χρηματιστήριο του ελαιολάδου δεν χωρούν μεγάλα λόγια ούτε η ρητορική των πολιτικών. Η Ελλάδα είναι πολύ πίσω ακόμη, άσχετα αν κατά καιρούς διάφορα άρθρα προσπαθούν να δώσουν μιαν άλλη εικόνα. Ο μεγαλύτερος παραγωγός ελαιολάδου είναι η Ισπανία. Κάθε χρόνο κατά μέσον όρο παράγει 1.200.000 τόνους. Πέρυσι, έχοντας μια σούπερ χρονιά έφθασε τους 1.600.000 τόνους. Τα λάδια των Ισπανών όμως, πλην εξαιρέσεων, είναι κατώτερης ποιότητας και από της Ελλάδας και από της Ιταλίας. Κατακλύζουν ωστόσο τον κόσμο. Οι Ιταλοί παράγουν εξαιρετικό λάδι αλλά κάνουν τεράστιες εξαγωγές διότι ακόμη ο ξένος καταναλωτής αυτούς ταυτίζει με το ελαιόλαδο και επειδή τους λείπουν αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες τόνοι κάθε χρόνο, κάνουν μεταξύ άλλων εισαγωγές και από την Ελλάδα που παράγει περίπου 350.000 τόνους τον χρόνο. Εμείς έχουμε προς το παρόν ένα περίσσευμα 100.000-120.000 τόνων και υπάρχει ανάγκη να τους πουλάμε αυτή την ποσότητα κάθε χρόνο διότι το ελαιόλαδο μετά τους 18 μήνες στα δοχεία χάνει πολύ σε ποιότητα. Δυστυχώς οι Ιταλοί είναι οι μόνοι που αγοράζουν το λάδι μας, κανένας άλλος. Είναι μύθος το ότι οι γείτονες δεν έχουν καλά λάδια και τα κάνουν καλύτερα μόνο χάρη στα δικά μας. Οι αριθμοί τον καταρρίπτουν.

Ποιο είναι το «εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο» Η κουβέντα βέβαια γίνεται πάντα για το χαρακτηριζόμενο ως «εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο», αυτό που πωλείται καλά στο εξωτερικό. Για να πάρει όμως τέτοια ταμπέλα ένα ελαιόλαδο πρέπει να είναι όπως βγαίνει από το ελαιοτριβείο, χωρίς επεξεργασία και με οξύτητα κάτω από 0,8%. Αν η οξύτητα είναι πάνω από 0,8% αλλά δεν υπερβαίνει το 2% τότε χαρακτηρίζεται απλά «παρθένο» και πάνω από 2% έχει τον χαρακτηρισμό «βιομηχανικό», που αντικατέστησε τα παλαιότερα «λαμπάντε», «κουπέ» και σε τελευταίο στάδιο το «ραφινέ».
- Για να χαρακτηριστεί ως άθερμο ένα λάδι πρέπει να έχει βγει από το ελαιοτριβείο χωρίς η θερμοκρασία του να περάσει τους 28 βαθμούς Κελσίου. Σε αρκετά ελαιοτριβεία ανεβάζουν τη θερμοκρασία ακόμη και στους 60 βαθμούς για να αυξήσουν ελάχιστα ίσως την παραγωγή, σε βάρος βέβαια της ποιότητας. Διότι οι πολυφαινόλες πάνω από τους 28 βαθμούς γίνονται πιο υδατοδιαλυτές και φεύγουν με τα υδατικά απόβλητα του ελαιοτριβείου. Ειδικά μάλιστα όταν κάποιοι αφήνουν τον ελαιοπολτό στον μαλακτήρα για μιάμιση ώρα στους 40 ή και 50 βαθμούς Κελσίου.
- Ενα άλλο αρνητικό για τον καταναλωτή θέμα είναι η ημερομηνία λήξης σε μια φιάλη. Διότι δυστυχώς επιτρέπεται να εκτείνεται ως και 18 μήνες μετά την εμφιάλωση(!) και όχι 18 από την παραγωγή. Αρα μπορείς να εμφιαλώνεις παραγωγή του 2010 το 2011 με λήξη το 2012! Σε εμάς μένει μόνο να κοιτάξουμε στη συσκευασία και να υπάρχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερος χρόνος ως τη λήξη. Επίσης να αναγράφεται τουλάχιστον ότι πρόκειται για «ελληνικό προϊόν» και όχι να υπάρχει η άκρως ύποπτη ένδειξη «ελληνικής κατασκευής».
- Αλλο οξύτητα, άλλο oξείδωση: Η οξείδωση, που παλαιότερα λεγόταν τάγκισμα, είναι μια χημική αλλοίωση και συμβαίνει όταν το ελαιόλαδο έρχεται σε παρατεταμένη επαφή με το φως και με το οξυγόνο, οπότε αποκτά μια δυσάρεστη γεύση, κάτι σαν χωματίλα. Ο βαθμός ελεύθερης οξύτητας, όπως είναι το ακριβές, ορίζεται ως το ποσό των ελεύθερων λιπαρών οξέων στο ελαιόλαδο και εκφράζεται ως ποσοστό (%) του ελαϊκού οξέος. Οξείδωση και οξύτητα είναι δυο διαφορετικές έννοιες. Να μην τις μπερδεύουμε.

Ενα από τα βασικά πράγματα που μαθαίνεις όταν ασχοληθείς σοβαρά με το θέμα «ελαιόλαδο» είναι πως το αγουρέλαιο δεν έπρεπε να θεωρείται μια πολυτέλεια, μια ξεχωριστή κατηγορία λαδιού, αλλά κάτι το αυτονόητο. Διότι για καλής ποιότητας λάδι πρέπει η ελιά να μαζεύεται όταν ακόμη είναι σκληρή, μισοπράσινη ως μισομώβ. Και σε όλες τις εκθέσεις και διεθνείς γευσιγνωσίες τέτοια ελαιόλαδα βραβεύονται κυρίως. Είναι το ελαιόλαδο που έχει πικράδα, δυνατό άρωμα και σε κάνει να βήχεις όταν έχει περάσει από το στόμα στον λαιμό. Και εξετάζουν τρία χαρακτηριστικά που κωδικοποιούνται σε τρεις λέξεις ακριβώς: ΠΙΚΡΟ – ΦΡΟΥΤΩΔΕΣ – ΠΙΚΑΝΤΙΚΟ με βαθμολογία από το 1 ως το 10 για το καθένα (σε κάποιες γευσιγνωσίες μάλιστα χρησιμοποιούν μπλε ποτήρια για να μην επηρεάζονται από το χρώμα). Και πρέπει το λάδι που τρώμε να είναι αγουρέλαιο διότι τότε οι τόσο ωφέλιμες πολυφαινόλες υπάρχουν στη μέγιστη ποσότητα. Οταν δηλαδή είναι οι ελιές άγουρες. Και αυτές οι ουσίες μάλιστα βρίσκονται ακριβώς κάτω από τη φλούδα τους. Υψηλή περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες σε ένα λάδι σημαίνει επίσης και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στο οξειδωτικό στρες από τον αέρα, το φως και τη θερμοκρασία. Στοιχείο σημαντικό για τη διατηρησιμότητα ενός ελαιολάδου. Ενα καλό ελαιόλαδο πρέπει να περιέχει περίπου 200-250 mgr/kgr ενώ 250-350 mgr/kgr θεωρείται εξαιρετική επίδοση. Οι πιο βασικές ποικιλίες που δίνουν λάδι εδώ στην Ελλάδα είναι η κορωνέικη (λίγο-πολύ παντού), η Χαλκιδικής, η Αμφίσσης (κυρίως στην Κεντρική Ελλάδα), η Μαρώνειας (στην Ανατολική Θράκη), η κολοβή και η αδραμυτινή (στη Μυτιλήνη) και το γνωστό παντού στην Πελοπόννησο Μανάκι. Λίγη Αθηνολιά και επίσης στην Αττική αρκετές ελιές μεγαρίτικες.

Ελαιοτριβεία της καταστροφής: Εκεί όμως όπου ο συνομιλητής μας συννεφιάζει και γίνεται καταιγιστικά καταγγελτικός είναι στο θέμα των ελαιοτριβείων. Κατ’ αρχάς θεωρεί ότι είναι εντελώς λάθος αυτό που ακόμη υπάρχει στην Ελλάδα, τα ελαιοτριβεία να πληρώνονται σε είδος, δηλαδή να κρατούν ένα μέρος από το λάδι που βγάζουν οι ελιές σου. Διότι έτσι πιέζουν συνέχεια για μεγαλύτερη ποσότητα, ρίχνοντας έτσι την ποιότητα με τις υψηλότερες θερμοκρασίες, τα πιο πολλά νερά και με το να παροτρύνουν τους παραγωγούς να μαζεύουν τις ελιές όταν είναι πιο ώριμες. Επίσης έτσι, όταν εμφανίζονται οι ιταλοί αγοραστές με μετρητά στην τσέπη αγοράζουν ό,τι θέλουν, όσο χαμηλά θέλουν. «Μπορεί να έχεις πολύ καλής ποιότητας ελιές και το ελαιοτριβείο να σου καταστρέψει το ελαιόλαδο» μου λέει. Σε ένα ελαιοτριβείο που πήγε μαζί με ξένους ενδιαφερομένους δεν υπήρχαν κυπελλάκια να δοκιμάσουν το λάδι και οι άνθρωποι τον ρώτησαν απορημένοι: «Μα, καλά, εδώ δεν δοκιμάζουν τι λάδι βγάζουν;». Αναφέρει επίσης κάτι που του είπε ένας ιταλός αρχισχεδιαστής μηχανημάτων ελαιοποίησης πριν από λίγες ημέρες: «Εσείς οι Ελληνες δύσκολα αλλάζετε». Σήμερα σε χώρες όπως η Ιταλία κυρίως ο εξοπλισμός των ελαιοτριβείων έχει φθάσει σε επίπεδα που εδώ πολλοί δεν τα έχουν φανταστεί καν. Δεξαμενές όπου πάνω από το ελαιόλαδο διοχετεύεται πλέον αέριο άζωτο για την αποφυγή της επαφής με το οξυγόνο του αέρα που οξειδώνει το προϊόν, διαφορετικές γραμμές παραγωγής για ελιές με διαφορετικό βαθμό ωρίμανσης ώστε να μην μπλέκουν τα λάδια των πιο ώριμων με τα πιο άγουρα, η ελαιοποίηση να γίνεται μέσα σε 24 ώρες από την άφιξη στο ελαιοτριβείο και να μην περιμένει η ελιά πιεσμένη για ημέρες σε σακιά στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο (που τώρα πλέον έπρεπε να μην χρησιμοποιούνται και να έχουν αντικατασταθεί με πλαστικές κλούβες). Η μάλαξη του πολτού να μη διαρκεί περισσότερο από 40 λεπτά και οι ελιές να μαζεύονται προτού μπει ο Δεκέμβριος. Ολα αυτά τα κάνουν οι άλλοι, που δεν διαθέτουν «μαγαζί γωνία». Ισως γι’ αυτό.

Τι καθορίζει την τιμή. Το χρηµατιστήριο του ελαιολάδου: Τα υπεροξείδια έχουν να κάνουν µε την κατάσταση οξείδωσης του ελαιολάδου. Η λεγόµενη «τιµή υπεροξειδίου» προσδιορίζει τη συγκέντρωση των υπεροξειδίων στο δείγµα. Τα υπεροξείδια είναι κύριες ενώσεις οξείδωσης, που εµφανίζονται κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας και αποθήκευσης του ελαιολάδου, ως συνέπεια της παρουσίας οξυγόνου. Σε ένα δεύτερο στάδιο της διαδικασίας οξείδωσης, τα υπεροξείδια διασπώνται σε διαφορετικά τελικά προϊόντα οξείδωσης. Για να ταξινοµηθεί ένα ελαιόλαδο ως εξαιρετικό παρθένο η µέγιστη τιµή υπεροξειδίου δεν πρέπει να υπερβεί τα 20 χιλιοστοϊσοδύναµα οξυγόνου ανά κιλό ελαιολάδου. Αλλος δείκτης χρήσιµος για τον καθορισµό της ποιότητας του ελαιολάδου είναι η απορρόφηση στο υπεριώδες φάσµα. Αυτή η µέτρηση δίνει πληροφορίες για την ποιοτική κατάσταση του ελαιολάδου και ειδικότερα για τον προσδιορισµό του βαθµού της οξειδωτικής του αλλοίωσης. Η µέτρηση γίνεται σε δύο µήκη κύµατος, 232 και 270 nm. Στο πρώτο µήκος κύµατος απορροφούν τα πρωτογενή προϊόντα οξείδωσης (συζυγή υπεροξείδια), ενώ στο δεύτερο τα δευτερογενή προϊόντα οξείδωσης (αλδεΰδες, κετόνες). Η διαφορά (ΔΚ) της απορρόφησης δίνει πληροφορίες για την κατάσταση οξείδωσης του ελαιολάδου. Οσο µικρότερη είναι η τιµή, τόσο υψηλότερη είναι η ποιότητα του ελαιολάδου και δεν πρέπει να περνάει το 0,01 για το «εξαιρετικό παρθένο» ελαιόλαδο. Αλλοι ποιοτικοί δείκτες είναι ο Κ232 που δεν πρέπει να περνάει το 2,5 και ο Κ270 που πρέπει να είναι µικρότερος από 0,22. Από τις τιµές τους µπορεί να γίνει αντιληπτό αν υπάρχουν πολλές οξειδωτικές ουσίες και αν έχει γίνει νόθευση.

Ενα πολύ καλό ελαιόλαδο καλό πρέπει, κατά τη γνώµη του κ. Φραντζολά, να πληροί τουλάχιστον 4 από τα παρακάτω 6 κριτήρια:
1. Οξύτητα < 0,3,
2. Αριθµός Υπεροξειδίων < 8,
3. Πολυφαινόλες > 200 mgr/Kgr,
4. Στην κλίµακα της γευσιγνωσίας να παίρνει για το Φρουτώδες > 3,0,
5. Για το Πικάντικο >2,0,
6. Για το Πικρό >2,0.
Αν δοθούν σε ποσοστά οι παράγοντες που διαµορφώνουν την ποιότητα θα είναι: 60% το ελαιοτριβείο, 20% ο βαθµός ωρίµανσης, 15% η ποικιλία, οι διάφορες ασθένειες και ιδιαίτερα ο δάκος, 5% οι τοπικές συνθήκες.

Τί πρέπει να γνωρίζουμε Ο δεκάλογος του καταναλωτή
1.Αλλο οξύτητα άλλο οξείδωση. Η τιμή της οξύτητας έχει να κάνει με την κατάσταση του καρπού και το πώς διακινείται έως ότου φθάσει στο ελαιοτριβείο. Η οξείδωση πάλι με το πόσο έρχεται σε επαφή με το οξυγόνο το προϊόν αφού ο καρπός πολτοποιηθεί και μεταβληθεί σε ελαιόμαζα.
2.Τα ελαιόλαδα που δεν θα μπορέσουν να πάρουν τον τίτλο «εξαιρετικό παρθένο» ή έστω «παρθένο» λόγω κάποιων σοβαρών ελαττωμάτων, τα παραλαμβάνουν κάποιες βιομηχανίες που κατεβάζουν την οξύτητα με χρήση χημικών και την οσμή με τη χρήση φίλτρων. Ανεβάζουν τη θερμοκρασία ως και 220 βαθμούς και βγαίνει ένα ουδέτερο προϊόν. Το αναμειγνύουν με 5%-10% εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο και στη συσκευασία γράφουν πρώτο αυτό, αν και βρίσκεται σε πολύ μικρότερη ποσότητα.
3.Τηγανίζουμε όσο χρειάζεται, με ελαιόλαδο και όχι με σπορέλαια (που τα χρησιμοποιούν στις ξένες κουζίνες επειδή εκεί δεν είχαν ελαιόλαδο), όπως προπαγανδίζουν διάφοροι σεφ, φυλαγμένα άλλωστε σε διάφανα δοχεία και συχνά νοθευμένα.
4.Ενα ελαιόλαδο καλής ποιότητας αντέχει να χρησιμοποιηθεί στο τηγάνισμα ως και πέντε φορές κατά τον κ. Φραντζολά. Δεν θέλει να ακούει καν για τα διάφορα σπορέλαια, που όπως λέει δεν διαθέτουν καθόλου αντιοξειδωτικά, όπως είναι οι πολυφαινόλες και έτσι ταγκίζουν αμέσως μόλις θερμανθούν.
5.Επίσης δεν προτείνει να μαγειρεύουμε με πυρηνέλαιο αλλά το προτιμά σε κάθε περίπτωση από τα σπορέλαια.
6.Πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στα λάδια που διατίθενται σε διαφανείς συσκευασίες, όσο καλοσχεδιασμένα και αν είναι. Οπως παρατηρεί ο κ. Φραντζολάς: «Η χλωροφύλλη στο φως δρα οξειδωτικά για το ελαιόλαδο και σε λίγο χρόνο το οξειδώνει. Και εμείς θέλουμε να αγοράζουμε λάδι, όχι κολόνια».
7.Οι παλιές μυλόπετρες, που καθαρίζονται πιο δύσκολα και πιο σπάνια, δεν δίνουν καλύτερο λάδι από ό,τι μπορούμε να πάρουμε στα σύγχρονα ελαιοτριβεία. Το ελαιόλαδο που εξάγεται σε σύγχρονα ελαιοτριβεία τριών ή δύο φάσεων είναι πικρότερο από εκείνο των πέτρινων μύλων και το προτιμούμε ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο. Επίσης η μακρόχρονη μάλαξη και οι υψηλές θερμοκρασίες μειώνουν την πικράδα διότι το ζεστό νερό αυξάνει τη διαλυτότητα των γλυκοζιτών. Το διφασικό φυγοκεντρικό σύστημα είναι προτιμότερο διότι παράγει ελαιόλαδα με εντονότερη πικρή γεύση αφού στο τριφασικό έχουμε επίσης διοχέτευση νερού κατά τη διαδικασία. Και εμείς θέλουμε όσο γίνεται περισσότερη πικράδα και κάψιμο στον λαιμό.
8. Η ελαιοποίηση θα πρέπει να ξεκινάει γύρω στις 20–25 Οκτωβρίου και όχι ακόμη και μετά τον Νοέμβριο, επειδή έχει επικρατήσει η άποψη πως όσο πιο πολύ ωριμάσουν οι ελιές τόσο θα είναι αυξημένη η απόδοσή τους σε λάδι. Στην Ιταλία οι περισσότεροι παραγωγοί αρχίζουν από τα μέσα Οκτωβρίου ή ακόμη και από την 1η Οκτωβρίου.
9. Οσο μένει το λάδι χάνει τα ωφέλιμα συστατικά του, όπως κατέδειξε μελέτη που έγινε πριν από τέσσερα χρόνια: π.χ. στις 22.10, οι πολυφαινόλες ήταν 440 mgr/Kgr και μέσα σε 40 ημέρες, στις 3.12, είχαν πέσει στα 209 mgr/Kgr.
10.Υπάρχουν ακόμη και στο ράφι του υπερμπακάλικου καλά, φθηνά «εξαιρετικά παρθένα» ελαιόλαδα, ενώ τα ξένα πωλούνται σε τιμές που αυτό τον καιρό δίκαια μας φαίνονται δυσβάστακτες.

Τελετή γευσιγνωσίας Βαθμολογώντας ένα λάδι: Για πρώτη φορά συμμετέχω σε αυτή τη σεμνή αλλά πολύ χρήσιμη τελετή. Oλοι σιωπηλοί περιμένουμε το σύνθημα για να ανοίξουμε τα πώματα των αριθμημένων δειγμάτων με διάφορα λάδια. Μερικά από αυτά μάλιστα τα βρίσκεις σε προσιτή τιμή και σε ράφια σουπερμάρκετ. Ανάμεσα στα δείγματα πάντως είναι και το πιο ακριβό ελληνικό αλλά και το πιο βραβευμένο αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Ο «παλιός» σε αυτή την περίπτωση, που είναι και ο σκηνοθέτης του όλου έργου, μας έχει εξηγήσει ότι οργανοληπτική ανάλυση (και όχι γευσιγνωσία) είναι η μέτρηση του αρώματος και άλλων χαρακτηριστικών ενός τροφίμου χρησιμοποιώντας τις πέντε αισθήσεις μας (αν και όταν χρησιμοποιούν μπλε ποτήρια για το λάδι αποκλείουν σκόπιμα τα μάτια). Με τη δικαιολογία ότι ο δοκιμαστής μπορεί να παρασυρθεί από το χρώμα. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν πολλά στοιχεία που μπορείς να ψάξεις στο λάδι. Εμείς περιοριζόμαστε στα τρία πιο σημαντικά: το φρουτώδες, που εξαρτάται από την ποικιλία των ελιών και γίνεται αισθητό απευθείας από τη μύτη ή από την οπισθορινική οδό, το πικρό, που έχει να κάνει με το πόσο άγουρες ήταν οι ελιές, και το πικάντικο, χαρακτηριστικό λαδιών που παράγονται στην αρχή της ελαιοκομικής περιόδου. Το τελευταίο προκαλείται από τη δράση των φαινολικών ουσιών, απλώνεται σε ολόκληρη τη στοματική κοιλότητα και εξαλείφεται λίγα δευτερόλεπτα μετά τη δοκιμή. Η ένταση του πικάντικου μειώνεται κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης του ελαιολάδου. Οι εξασκημένοι μπορούν να καταλάβουν αν οι ελιές έμειναν για πολύ χρόνο στα σακιά, αν υπέστησαν ζύμωση, αν έμειναν παραπάνω από όσο έπρεπε στη μάλαξη, αν το λάδι θερμάνθηκε πάνω από τους 28 βαθμούς, αν προήλθε από ξερές ελιές, αν χρησιμοποιήθηκε αλάτι ή αν ήλθε σε επαφή με το νερό. Υπάρχει μάλιστα στο Διαδίκτυο και μία μελέτη των ΤΕΙ Κρήτης – Σχολή Τεχνολογίας-Γεωπονίας (υπεύθυνος Δ. Λυδάκης) για το χρώμα, τη γεύση και το άρωμα του λαδιού με πολλά στοιχεία που αξίζει να έχουμε υπόψη μας. Αυτό που χτυπάει πρώτο και από μακριά είναι το χρώμα. «Είναι ένα από τα σημαντικότερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι σχετίζεται και με άλλες ποιοτικές πτυχές του ελαιολάδου» αναφέρεται στη μελέτη αυτή. Το χρώμα το καθορίζουν κυρίως οι χλωροφύλλες (πράσινο) και τα καροτένια (κίτρινο – κόκκινο). Γενετικοί παράγοντες, τρόπος παραγωγής και βαθμός ωρίμανσης παίζουν τον ρόλο τους και όσο το λάδι μένει, το χρώμα αλλοιώνεται. Πάντως οι δοκιμαστές δεν εστιάζουν πολύ την προσοχή τους στο χρώμα. Προχωρούν στη γεύση και στο άρωμα.

Για τη γεύση αναφέρεται: «Οι πέντε βασικές γεύσεις είναι το γλυκό, το αλμυρό, το ξινό, το πικρό και το ουμάμι. Το παρθένο ελαιόλαδο δεν περιέχει σάκχαρα ή αλάτι και η αίσθηση του ξινού, που οφείλεται στα ελεύθερα λιπαρά οξέα, δεν γίνεται αντιληπτή, επειδή αυτά δεν είναι διαλυτά στη θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος. Το πικρό στο παρθένο ελαιόλαδο οφείλεται σε ενώσεις που υπάρχουν στον ελαιόκαρπο, τους γλυκοζίτες. Περιλαμβάνουν ουσίες όπως η τυροσόλη και η υδροξυτυροσόλη, υπεύθυνες για την πικρή γεύση». Το ελαιόλαδο που εξάγεται με τους μεταλλικούς κυλίνδρους είναι πικρότερο από εκείνο που βγάζουν οι μυλόπετρες. Η μακρόχρονη μάλαξη και οι υψηλές θερμοκρασίες μειώνουν την πικράδα, αλλά αυτό δεν θεωρείται προσόν για το λάδι μας. Επίσης η εξαγωγή με πίεση και το διφασικό φυγοκεντρικό σύστημα δίνουν ελαιόλαδο με πιο έντονη πικράδα. Οι γλυκοζίτες είναι οι ουσίες που ευθύνονται για τη στυπτική γεύση (astringency) ορισμένων παρθένων ελαιολάδων. Η παρουσία τους δημιουργεί μια αίσθηση ξηρότητας και αγουρίλας στο στόμα, μια στυφάδα δηλαδή που θυμίζει κρασιά ή κυδώνια, και μια αίσθηση καψίματος. Τέλος, ως προς το άρωμα, για το ελαιόλαδο θεωρείται ότι παράγεται από πτητικές ενώσεις χαμηλού μοριακού βάρους. Το ερέθισμα μπορεί να γίνει αντιληπτό άμεσα (nasal), όταν το άρωμα φθάνει στο οσφραντικό επιθήλιο μέσω της μύτης, και έμμεσα (retro nasal), όταν το άρωμα, που γίνεται πτητικό στη θερμοκρασία του σώματος, περνά διά μέσου του στόματος στο οσφραντικό επιθήλιο. Πάνω από εκατό πτητικές ενώσεις έχουν προσδιοριστεί στο παρθένο ελαιόλαδο που συμβάλλουν στο ξεχωριστό άρωμά του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται C6 αλκοόλες, αλδεΰδες και εστέρες. Καμία από αυτές τις ενώσεις μόνη της δεν μπορεί να εξηγήσει τη συνολική αίσθηση του αρώματος.

Σύμφωνα με τη μελέτη των ΤΕΙ Κρήτης: «Το στάδιο ωρίμανσης των καρπών κατά τη συγκομιδή επηρεάζει το άρωμα του ελαιολάδου. Η μέγιστη ένταση αρώματος αντιστοιχεί στη μέγιστη περιεκτικότητα σε πτητικές ουσίες στο βέλτιστο στάδιο ωρίμανσης». Ακριβώς όπως γίνεται και με τη γεύση, το σύστημα έκθλιψης του ελαιολάδου και οι συνθήκες κατά την επεξεργασία – ιδίως κατά την άλεση και τη μάλαξη του καρπού – επηρεάζουν το είδος και την ένταση του αρώματος. Εντονη άλεση και παρατεταμένη μάλαξη σε υψηλές θερμοκρασίες επιδρούν αρνητικά. Η πίεση ή το διφασικό φυγοκεντρικό σύστημα παράγουν ελαιόλαδα με εντονότερο άρωμα. Σύμφωνα και με τα αποτελέσματα των δοκιμών μας, το ακριβότερο δεν ήταν και το καλύτερο, ένα φθηνό λάδι που βρίσκεις και στο ράφι του σουπερμάρκετ στη γειτονιά σου δεν ήταν και τόσο κακό, ένα ιταλικό ήταν υπέροχα έντονο και το παγκόσμια βραβευμένο υπερασπίστηκε τη φήμη του.

Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν το λάδι: Πλούσιο και αρωματικό, το λάδι ελιάς παράγεται μόνον από τις πράσινες ελιές.Οσο για το χρώμα, το άρωμα και τη γεύση του, ποικίλουν και εξαρτώνται από τους παρακάτω παράγοντες:
- Την ποικιλία της ελιάς.
- Την τοποθεσία και το είδος του χώματος, όπου καλλιεργείται.
- Τις περιβαλλοντολογικές συνθήκες κάτω από τις οποίες καλλιεργείται και αναπτύσσεται η ελιά.
- Την ωριμότητα της ελιάς.
- Την εποχή και τον τρόπο της συγκομιδής της ελιάς.
- Το διάστημα που ακολουθεί από τη συγκομιδή της ελιάς μέχρι την παραγωγή του λαδιού.
- Τον τρόπο της παραγωγής του ελαιολάδου.
- Τις τεχνικές της αποθήκευσης, τον τρόπο της συσκευασίας του λαδιού, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρονται οι ελιές στα ελαιοτριβεία.

Η ελιά και το λάδι στην αρχαία Ελλάδα: H εξέταση των αρχαιολογικών στοιχείων που αφορούν τη χρήση και τη σημασία της ελιάς στην αρχαιότητα επιβεβαιώνει ότι αυτή αποτελούσε ένα από τα χρησιμότερα και πιο αγαπητά δένδρα των Ελλήνων, λόγω της ιερότητός της, της οικονομικής σημασίας της και των ποικίλων χρήσεων των προϊόντων της στην καθημερινή και στη θρησκευτική ζωή. Παλαιότερα είχε υποστηριχθεί εσφαλμένα ότι η καλλιέργειά της μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από την Παλαιστίνη. Νεότερα στοιχεία που προέκυψαν από ανάλυση γύρης μαρτυρούν την παρουσία της στον ελλαδικά χώρο από τη νεολιθική εποχή. Συστηματική καλλιέργειά της πιστοποιήθηκε και στη μυκηναϊκή περίοδο σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Αλλά και οι πινακίδες της Γραμμικής Β΄ από τα αρχεία των ανακτόρων Κνωσού, Πύλου και Μυκηνών μαρτυρούν την οικονομική σημασία της κατά τον 14ο και τον 13ο αι. π.κ.ε. Στην Κνωσό και στις Αρχάνες βρέθηκαν μέσα σε αγγεία κουκούτσια από ελιές, ενώ στη Ζάκρο βρέθηκαν ολόκληρες ελιές με τη σάρκα τους, που χρονολογούνται περi το 1450 π.κ.ε. Επίσης κουκούτσια ελιάς βρέθηκαν σε τάφους της Μεσαράς, ενώ σε άλλα σημεία της Κρήτης βρέθηκαν ελαιοπιεστήρια υστερομυκηναϊκής ΙΙ και ΙΙΙ περιόδου (1450 – 1200 π.κ.ε.). Ελιές απεικονίζονται και σε έργα τέχνης της εποχής αυτής. Μια τοιχογραφία του ανακτόρου της Κνωσού του l6ου αι. π.κ.ε. αποτελεί θαυμάσια απεικόνιση ελαιώνα, ενώ τα χρυσά ποτήρια από τον μυκηναϊκό τάφο του Βαφειού Λακωνίας (l6ος αι. π.κ.ε.) κοσμούνται με παράσταση ελαιοδένδρων.

Τι αναφέρει η μυθολογία: Σύμφωνα με τη μυθολογία την ελιά έφερε στους Έλληνες η Αθηνά, η οποία δίδαξε και την καλλιέργειά της. Είναι χαρακτηριστικό το γνωστό επεισόδιο της φιλονικίας της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα για το όνομα της Αθήνας. Στην Ακρόπολη υπήρχε η ιερή ελιά της Αθηνάς, η πρώτη ελιά που η Θεά χάρισε στους Έλληνες, και στην Ακαδημία οι 12 ιερές ελιές, οι μορίαι, και ο ιερός ελαιώνας από τον οποίο προερχόταν το λάδι που δινόταν ως έπαθλο στους νικητές των Παναθηναίων. Ενδεικτικό της σημασίας της ελιάς για την Αθήνα είναι ότι οι Αθηναίοι στα νομίσματά τους απεικόνιζαν την Αθηνά με στεφάνι ελιάς στο κράνος της και έναν αμφορέα με λάδι ή κλαδί ελιάς. Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Ηρακλής (του οποίου το ρόπαλο ήταν από αγριελιά) έφερε βλαστάρι ελιάς από τη χώρα των Υπερβορείων (μυθικός λαός που οι Έλληνες πίστευαν ότι κατοικούσε πέρα από τον Βορρά ή κατά άλλη ερμηνεία στον ουρανό) και το φύτεψε στην Ολυμπία. Με τα κλαδιά του κοτίνου, της αγριελιάς αυτής, στεφανώνονταν οι ολυμπιονίκες. Με κλάδους ελιάς ήταν στεφανωμένο και το χρυσελεφάντινο άγαλμα τού Διός στην Ολυμπία, έργο του Φειδία, ένα από τα επτά θαύματα τού αρχαίου κόσμου.

Το λάδι ως αιτία πολέμου: Το λάδι αποτελούσε σημαντικότατο παράγοντα της αρχαίας ελληνικής οικονομίας. Οι Σπαρτιάτες εισβάλλοντας στην Αττική κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατέστρεψαν τους ελαιώνες της, αλλά και οι Αθηναίοι με τον Περικλή έκοψαν τα ελαιόδενδρα των πεδιάδων της Κυνουρίας και της Αργολίδος. Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο εχθρικός Στράτος με την καταστροφή των ελαιοδένδρων έπληττε την οικονομία του τόπου για πολλά χρόνια έως ότου ξανααναπτυχθεί ο ελαιώνας. Κάποιες φορές η μεγάλη παραγωγή λαδιού δεν ήταν ευλογία για τον τόπο. Στην περίπτωση της Θυρεάτιδος ο πλούτος της πεδιάδας στο λάδι φαίνεται ότι αποτέλεσε μία από τις αιτίες συγκρούσεων μεταξύ Σπάρτης και Άργους επί εννέα αιώνες. Το πλεόνασμα της παραγωγής αποθηκευόταν σε μεγάλους πήλινους πίθους ή διακινούνταν μέσω χερσαίου και θαλασσίου εμπορικού δικτύου, με κύριο πρoορισμό την αγορά του Ευξείνου Πόντου. Για τη χερσαία μεταφορά του, χρησιμοποιούσαν ασκούς φορτωμένους σε υποζύγια, ενώ για τη θαλάσσια το συσκεύαζαν σε οξυπύθμενους αμφορείς. Φημισμένο ήταν το ανοιχτόχρωμο λάδι της Σάμου και των Θουρίων της Μεγάλης Ελλάδας. Σε κακές χρονιές όμως οι περιοχές που παρήγαν λάδι όχι μόνο δεν είχαν πλεόνασμα να εμπορευτούν, αλλά υπήρχε τόση έλλειψη, ώστε θεωρούσαν ευτυχές το να βρουν λάδι στην αγορά για την κάλυψη των αναγκών τους. Σε ψήφισμα του 2ου αι. π.κ.ε. οι Αθηναίοι τίμησαν έναν έμπορο λαδιού που είχε σταθμεύσει στον Πειραιά, γιατί δέχθηκε να πουλήσει σ’ αυτούς το φορτίο των 56.000 λiτρων λαδιού που προόριζε αρχικά για τον Βόσπορο.

Διατροφή και υγιεινή: Το λάδι αποτελούσε από την αρχαιότητα βασικό στοιχείο της ελληνικής διατροφής. Τρεις ήταν οι ποιότητες λαδιού. Ωμοτριβές ή ομφάκινον ονομαζόταν το αρίστης ποιότητας και εξαγόταν από ελιές αγουρωπές, χωρίς ξεθέρμισμα. Το δεύτερον γεύματος ήταν το καλής ποιότητας λάδι. Χυδαίον έλαιον χαρακτήριζαν το κατώτερης ποιότητας λάδι από ελιές υπερώριμες ή χτυπημένες. Το λάδι εκτός από βασική τροφή αποτελούσε απαραίτητη καύσιμη ύλη για φωτισμό, αφού με λάδι έκαιγαν οι λύχνοι. Αυτή η χρήση του επιβιώνει σήμερα στα καντήλια. Διαδεδομένη επίσης ήταν η χρήση του στη σωματική υγιεινή. Επάλειψη του σώματος με λάδι προστάτευε από τον ήλιο ή το ψύχος. Μετά το λουτρά γινόταν επάλειψη του σώματος και της κόμης με αρωματικό λάδι, καθώς αυτό ήταν το βασικό συστατικό πολλών αρωμάτων. Η παραγωγή αρωματικού λαδιού στην Ελλάδα μαρτυρείται στη μυκηναϊκή εποχή από τις πινακίδες Γραμμικής Β΄ της Πύλου. Επίσης ο Θεόφραστος στο έργο του Περί Οσμών και ο Διοσκουρίδης σώζουν πληροφορίες για τα υλικά και τις συνταγές παραγωγής αρωματικού λαδιού.

Θεραπευτικές ιδιότητες: Το λάδι χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και για τις θεραπευτικές ιδιότητές του. Στον Ιπποκράτειο Κώδικα αναφέρονται περισσότερες από 60 φαρμακευτικές χρήσεις του. Ήταν κατάλληλο για τη θεραπεία δερματικών παθήσεων, ως επουλωτικό και αντισηπτικό σε τραύματα, εγκαύματα και γυναικολογικές ασθένειες. Πιθανόν χρησίμευε και ως μέσον αντισύλληψης. Επίσης το χρησιμοποιούσαν ως εμετικό αλλά και για προβλήματα των αφτιών. Ως τροφή βοηθούσε την αντιμετώπιση καρδιακών παθήσεων. Εκτός από το λάδι, για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες χρησιμοποιούσαν και τα φύλλα και άνθη της ελιάς από τα οποία παρασκεύαζαν αφέψημα πού το χρησιμοποιούσαν ως κολλύριο, για την αντιμετώπιση της φλόγωσης των ούλων και τού έλκους του στομάχου. Το λάδι χρησιμοποιούνταν επίσης και ως λιπαντικό, π.χ. σε μετάλλινους μηχανισμούς ή ξύλινα εξαρτήματα. Για τη συντήρηση του ελεφαντοστού, του δέρματος και του μετάλλού χρησιμοποιούσαν αλοιφή με βάση το λάδι. Η συντήρηση του. χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός στην Ολυμπία, σύμφωνα με πληροφορίες των πηγών, γινόταν με λάδι.

Οι ποικιλίες της ελιάς: Ποικίλες ήταν οι χρήσεις του λαδιού για θρησκευτικούς σκοπούς. Με λάδι έκαναν σπονδές σrους βωμούς, άλειφαν επιτύμβιες στήλες ή έσπενδαν πάνω σε ιερές πέτρες. H αρχαία χρήση του λαδιού και του κρασιού στην ταφική τελετουργία έχει διατηρηθεί και στη χριστιανική θρησκεία. Οι βρώσιμες ελιές αποτελούσαν βασικά στοιχείο της διατροφής, κυρίως όσων γευμάτιζαν εκτός σπιτιού εργαζόμενοι στην ύπαιθρο, σε ταξίδια, ή σε εκστρατείες. Οι ελιές προσφέρονται για τέτοια χρήση αφού μεταφέρονται εύκολα, δεν αλλοιώνονται και έχουν μεγάλη θρεπτική αξία. Σε διάφορες ανασκαφές έχουν βρεθεί κουκούτσια από ελιές που αποτελούν τροφικά κατάλοιπα. Οι αρχαίοι συγγραφείς σώζουν πληροφορίες για τη μεγάλη ποικιλία βρώσιμων ελιών. Θλασταί ελαίαι ήταν πιθανόν οι τσακιστές μαύρες ελιές, οι οποίες αναφέρεται ότι ήταν εύπεπτες. Κολυμβάδες ονομάζονταν οι ελιές που έπλεαν σε άλμη. Η κατανάλωσή τους ήταν διαδεδομένη. Οι αλμάδες ήταν παραπλήσια ποικιλία με τις προηγούμενες. Ίσως πρόκειται για κολυμβάδες στο πρώτο στάδιο της επεξεργασίας τους με αλάτι. Γογγύλαι ονομάζονταν oι σφαιρικές ελιές, πιθανόν οι σημερινές καρυδοελιές. Δρυπετείς ήταν οι υπερώριμες ζαρωμένες ελιές, οι οποίες καταναλώνονταν χωρίς επεξεργασία. Οι μέλαιναι αναφέρεται από τον Αθήναιο ότι ήταν δύσπεπτες. Οι πιτυρίδαι ήταν μικρές, είχαν το χρώμα του πίτουρου και συλλέγονταν προτού ωριμάσουν. Οι στεμφυλίδες ήταν μαύρες ελιές από τις οποίες γινόταν το στέμφυλον, πολτός από τριμμένες ελιές, ο οποίος μαζί με μυρωδικά, λάδι και ξίδι έκανε το επίτυρον, το οποίο προφανώς καταναλωνόταν με τυρί. Η επεξεργασία μερικών ειδών ελιών για κατανάλωση δεν διέφερε από τη σημερινή. Μετά το ξεπίκρισμα με νερό και αλάτι παρέμεναν μερικές ώρες στο ξίδι και τελικά αποθηκεύονταν μέσα σε λάδι. Για αλλά είδη, αντίθετα, χρησιμοποιούσαν υλικά που είναι ασυνήθιστα για τη σημερινή πρακτική, δηλαδή μετά το ξεπίκρισμα αναφέρεται ότι τις έβαζαν σε ξίδι, βρασμένο κρασί και μέλι, προσθέτοντας διάφορα μυρωδικά, μάραθο, κύμινο, απήγανο, μέντα, κορίανδρο.

Το ξύλο και τα κλαδιά του ελαιόδεντρου: Εκτός από το λάδι και τις ελιές, το ξύλο της ελιάς χρησιμοποιούνταν ως καύσιμη ύλη, για ξυλοδεσιές στην αρχιτεκτονική, για εμπόλια στη σύνδεση κιόνων, για στειλεούς αγροτικών και άλλων εργαλείων, αλλά και για την κατασκευή ξοάνων θεών και άλλων ξύλινων αγαλμάτων. Τα φύλλα και οι κλάδοι της ελιάς χρησιμοποιούνταν για στρώματα. Σε τέσσερις τάφους των Φερών του τέλους του 5ου αι. π.Χ., στους οποίους σώθηκαν πολλά οργανικά αντικείμενα, οι νεκροί είχαν τοποθετηθεί σε παχύ στρώμα από κλώνους ελιάς. Προφανώς αυτά συνέβαινε και σε άλλους τάφους στους οποίους τα οργανικά υλικά δεν διατηρήθηκαν. Στις Συρακούσες, σε περιπτώσεις ψηφοφορίας για εξοστρακισμό, το όνομα αυτού που ήθελαν να εξοριστεί γραφόταν με μελάνι πάνω σε φύλλα ελιάς (πεταλισμός). Σε κάποιες περιπτώσεις οστρακισμού, με φύλλα ελιάς ψήφιζαν και στη Βουλή των Αθηνών (εκφυλλοφορία). Είναι επομένως σαφές ότι η ελιά – για το λάδι, τις βρώσιμες ελιές, το ξύλο ακόμη και τα φύλλα της – είχε κυρίαρχη παρουσία στην ιδιωτική και δημόσια ζωή των Ελλήνων. Αλλά και η ελληνική ύπαιθρος στην οποία κυριαρχούσαν τα ελαιόδεντρα αποτελούσε το θαυμάσιο σκηνικό της ζωής τους, το οποίο αναμφισβήτητα επέδρασε στην απέριττη και αρμονική αισθητική που ανέπτυξαν. Όταν είναι η εποχή συγκομιδής τού καρπού, κατά την οποία ο πληθυσμός της ελληνικής υπαίθρου εργάζεται σκληρά στους ελαιώνες, όπως και οι πρόγονοί του από την αρχαιότητα ως σήμερα, θερμαίνοντας τις ψυχρές ημέρες με τις φωνές τους, τους ήχους των ραβδιών και των πριονιών και την ασταμάτητη μουσική του πολύτιμου καρπού που πέφτει στα πανιά.

Επίλογος: Η ιστορία της ελιάς ανάγεται σε χρόνια προ της οργανωμένης ζωής του ανθρώπου στη γη. Αυτό συμπεραίνεται από διάφορες πηγές. Ο De Candole στη μελέτη του «Origin des plantes cultivees» , αναφέρει ότι η καλλιέργεια της ελιάς ήταν γνωστή 4000 έτη π.κ.ε. και ότι το δέντρο κατάγεται από τα παράλια της Μ. Ασίας βασιζόμενος στην ύπαρξη αυτοφυούς βλάστησης άγριας ελιάς καθώς και στα κείμενα αρχαίων συγγραφέων και σε ευρήματα ανασκαφών. Ο Αναγνωστόπουλος (1951) υποστήριξε, βάσει των ευρημάτων των ανασκαφών της Κνωσού, ότι η πατρίδα της ελιάς είναι η Κρήτη. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι, το όνομα της ελιάς είναι ελληνικό και διατηρήθηκε σε όλες τις γλώσσες. Σήμερα σε όλη την υδρόγειο υπάρχουν περίπου 800 εκατομμύρια ελαιόδενδρα από τα οποία το 95% περίπου καλλιεργούνται στη λεκάνη της Μεσογείου η οποία διαθέτει άριστες εδαφοκλιματικές συνθήκες για την ανάπτυξη της ελιάς. Στην Ελλάδα η ελιά είναι καλλιέργεια με πολύ μεγάλη διάδοση. Η εξάπλωση της ελαιοκαλλιέργειας είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλο είδος καρποφόρου δέντρου και καταλαμβάνει έκταση που αναλογεί στο 15% περίπου της καλλιεργούμενης γεωργικής γης και στο 75% των εκτάσεων των δενδρωδών καλλιεργειών. Το λάδι ελιάς ή το «χρυσό υγρό», σύμφωνα με τον Ομηρο, κατά την αρχαιότητα δεν ήταν απλά μία τροφή, αλλά αποτελούσε σύμβολο υγείας και δύναμης, φάρμακο, καθώς επίσης πηγή μαγείας και θαυμασμού. Συγκεκριμένα, στην αρχαία Ελλάδα, οι αθλητές το έτριβαν σε όλο τους το σώμα, γιατί πίστευαν ότι θα τους χαρίσει δύναμη και τύχη και οι πολεμιστές μύρωναν με αυτό τα κεφάλια των ευγενών και έριχναν σταγόνες στα κόκαλα των νεκρών αγίων και των μαρτύρων, καθώς ήταν έμβλημα καθαγιασμού και αγνότητας. Η καλλιέργεια του ελαιολάδου χάνεται στα βάθη των αιώνων. Απολιθώματα ελιάς έχουν βρεθεί στο Λιβόρνο της Ιταλίας που χρονολογούνται 20 εκατομμύρια χρόνια πριν, ενώ η καλλιέργεια της ελιάς υπολογίζεται ότι ξεκίνησε στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, πριν από περίπου 7.000 χρόνια. Οσον αφορά στην Ελλάδα, οι πρώτες μαρτυρίες για την καλλιέργειά της στον ελλαδικό χώρο, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, ξεκίνησε στην Κρήτη, πριν από 3.500 χρόνια.

«Φάε λάδι κι έλα βράδυ» Το ελαιόλαδο χάρη στη βιταμίνη Ε που περιέχει, έχει θετική επίδραση στην αύξηση της λίμπιντο, καθώς και στη γονιμότητα, πράγμα που είχαν διαπιστώσει πολύ γρήγορα οι αρχαίοι Έλληνες και αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που θεωρούσαν τις ελιές ιερά δέντρα. Στη λαϊκή μας παράδοση οι νεόνυμνφοι έπρεπε να φάνε ψωμί βουτηγμένο στο πρώτο λάδι της σοδειάς (αγουρόλαδο) πριν την πρώτη τους νύχτα. Η πίστη σ´ αυτήν την αξία του ελαιόλαδου έμεινε ακλόνητη ως τις μέρες μας μέσα από την πολλά υποσχόμενη παροιμία: «Φάε λάδι κι έλα βράδυ»

Λάδι ελιάς και υγεία: Η θρεπτική, διατροφική και βιολογική αξία του ελαιολάδου για τον ανθρώπινο οργανισμό είναι εξαιρετικά σημαντική και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, συγκαταλέγεται στη λίστα των 10 ωφελιμότερων ειδών διατροφής. Πρόσφατες επιστημονικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι η Μεσογειακή διατροφή, η οποία περιλαμβάνει κυρίως την κατανάλωση του ελαιολάδου, είναι η πιο υγιεινή, υπεύθυνη για τη μακροβιότητα και την πρόληψη πολλών νοσημάτων. Τα θεραπευτικά και υγιεινά οφέλη του ελαιόλαδου βέβαια, πρωτοαναφέρθηκαν από τον Ιπποκράτη, τον πατέρα της Ιατρικής. Σύμφωνα λοιπόν με την ιστορία, για αιώνες το λάδι χρησιμοποιούνταν για τη διατήρηση της ελαστικότητας του δέρματος, για τη θεραπεία των εκδορών, για εντριβές, καθώς και για να απαλύνει τον πόνο από τα εγκαύματα. "Μέγιστον αγαθόν προς πάσαν του βίου θεραπεία ο της ελαίας καρπός. (Σόλων). Εν τέλει ανεξάρτητα από το τι κάνουν και λένε, οι ειδικοί, είτε θρησκευτικοί είτε πολιτικοί, το ελαιόλαδο είναι μια τροφή πανάκεια. Το κλασικό κολατσιό που αποτελείται από ψωμί χωριάτικο (όχι ετοιματζίδικο) τυρί φέτα, (όχι του σουπερ μαρκετ) ντομάτα (όχι συμβατική) ελιές και καλό ελαιόλαδο, (αγουρέλαιο) είναι μοναδικό κι αναντικατάστατο. Ένα κουταλάκι του γλυκού λάδι ελιάς έχει μόνο 40 θερμίδες και βοηθάει στην απορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών, δηλαδή της βιταμίνης Α, D, Ε και Κ. Όπως επίσης και το «ψωμί με λάδι και ρίγανη και στάλες λεμόνι, για πρωινό, μεσημεριανό, απογευματινό ή βραδινό.» ή το «ψωμί φρυγανισμένο με λάδι, ελιές, κρεμμύδι, ρίγανη» επίσης μοναδικά, σε γεύση, αρώματα, ενέργεια και διατροφική δύναμη !

Συνταγές ομορφιάς με λάδι ελιάς:  Tο λάδι ελιάς που θα χρησιμοποιηθεί στις συνταγές για την επιδερμίδα πρέπει να είναι αγουρέλαιο και βιολογικής καλλιέργειας, ώστε να είναι απολύτως απαλλαγμένο από χημικές και άλλες επιβαρυντικές ουσίες.
Λάδι ελιάς για θρέψη των μαλλιών: Αναμείξτε 50 ml λάδι ελιάς και 50 ml δαφνέλαιο. Περάστε το στα μαλλιά σας πριν το λούσιμο (αν οι ρίζες σας είναι πολύ λιπαρές, βάλτε το προς τις άκρες των μαλλιών), τυλίξτε τα με μια ζεστή πετσέτα και αφήστε το λάδι να δράσει για μισή ώρα. Μετά λουστείτε κανονικά. Μπορείτε να κάνετε αυτή τη μάσκα μία φορά την εβδομάδα σε περιόδους που νιώθετε ότι τα μαλλιά σας χρειάζονται θρέψη και τόνωση.
Λάδι για σκασμένα χέρια ή ξηρότητα στην επιδερμίδα: Tο λάδι αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όσα σημεία του σώματος αντιμετωπίζουν ξηροδερμία ή σκασίματα. Καλύτερα να το χρησιμοποιείτε βράδυ, πριν τον ύπνο. Αναμείξτε 50 ml λάδι ελιάς, 50 ml λάδι καλέντουλας και προσθέστε 10 σταγόνες αιθέριο έλαιο γεράνι, 10 σταγόνες αιθέριο έλαιο λεβάντας και 10 σταγόνες αιθέριο έλαιο τριανταφυλλόξυλο.
Για χείλη που έχουν σκάσει: Ενυδατώστε τα με λίγο ελαιόλαδο, Κάντε πίλινγκ με ελαιόλαδο και άχνη μαύρη ζάχαρη.
Λάδι για την ενδυνάμωση των βλεφαρίδων και για ντεμακιγιάζ: Αναμείξτε ίσες ποσότητες από λάδι αμυγδάλου και λάδι ελιάς και φτιάξτε ένα μείγμα ελαίων για άψογο ντεμακιγιάζ, αλλά και για θρέψη των βλεφαρίδων. Θα σας ενθουσιάσει όταν δείτε πόσο καλά και απαλά καθαρίζει!
Για την περιοχή των ματιών: Μπορείτε, όταν δεν χρησιμοποιείτε κάποια κρέμα, να βάζετε με ένα βαμβάκι λίγο ελαιόλαδο στην περιοχή που κάνει την εμφάνισή του το «πόδι της χήνας», δηλαδή οι πλαϊνές ακτινωτές ρυτίδες έκφρασης κι αν δεν έχετε λιπαρό δέρμα.

Γαλδαδάς Αλκης
http://www.terrapapers.com/?p=35102

1 comment :

  1. k γαλδαδα,κακατε μια πολυ χρησιμη και κατατοπιστικη ερευνα πανω στο ωραιο αυτο προιον ,πολλα απο αυτα ηταν αγνωστα σε μας που ειμαστε απλα καταναλωτεσ ,σιγουρα οι πληροφοριες αυτες θα μας χρειαστουν στην επομενη αγορα ελαιολαδου .

    ReplyDelete