ΑΠΟ ΤΟΝ HOMO POLITICUS, ΣΤΟΝ HOMO OECONOMICUS
Για την ελληνική ιδιοσυγκρασία, η οποία ικανοποιείτο με την σύνθεση των πραγμάτων σε ένα πεδίο ανώτερης ενοποίησης, η οικονομία δεν μπορούσε να να μείνει ευλαβικά ανέγγιχτη σαν μια δήθεν «ιερή» έννοια, ή σαν ένα «πεπρωμένο» προς το οποίο η κοινωνία όφειλε να κινηθεί. Η οικονομία δεν αποτελούσε για τον ελληνικό νου κάποιο αυτοσκοπό αυτονομημένο από τον παράγοντα άνθρωπο και τις ανάγκες του και γι’ αυτό δεν αντιμετωπιζόταν σαν αυθύπαρκτη έννοια, η οποία διέθετε, δήθεν αφ’ εαυτής, μια οποιαδήποτε εγγενή αξία. Η οικονομία έπρεπε και αυτή να υπαχθεί στο σύνολο των λοιπών ζωτικών δραστηριοτήτων και αναζητήσεων, που αφορούν σε μια κοινωνία και να αλληλεπιδράσει με αυτές, χωρίς να θεωρείται σε καμία περίπτωση η πεμπτουσία τους. Η ίδια η λέξη «οικονομία» (π.χ. στους Ξενοφώντα(1) και Αριστοτέλη(2)) δεν σήμαινε τίποτε άλλο από διαχείριση των υποθέσεων του οίκου και φυσικά όχι μόνο των χρηματικώς εκπεφρασμένων. Κατά τον ίδιο τρόπο η επέκταση της χρήσης της λέξης για το σύνολο της κοινωνίας επέβαλε μια διεύρυνση της έννοιάς της: οικονομία της πόλης, δηλαδή Πολιτική Οικονομία, είναι η διαχείριση των υποθέσεων της πόλης, χωρίς τον αυθαίρετο και παραπλανητικό κατατεμαχισμό τους σε χρηματικώς και μή χρηματικώς εκπεφρασμένες.
Για την ελληνική ιδιοσυγκρασία, η οποία ικανοποιείτο με την σύνθεση των πραγμάτων σε ένα πεδίο ανώτερης ενοποίησης, η οικονομία δεν μπορούσε να να μείνει ευλαβικά ανέγγιχτη σαν μια δήθεν «ιερή» έννοια, ή σαν ένα «πεπρωμένο» προς το οποίο η κοινωνία όφειλε να κινηθεί. Η οικονομία δεν αποτελούσε για τον ελληνικό νου κάποιο αυτοσκοπό αυτονομημένο από τον παράγοντα άνθρωπο και τις ανάγκες του και γι’ αυτό δεν αντιμετωπιζόταν σαν αυθύπαρκτη έννοια, η οποία διέθετε, δήθεν αφ’ εαυτής, μια οποιαδήποτε εγγενή αξία. Η οικονομία έπρεπε και αυτή να υπαχθεί στο σύνολο των λοιπών ζωτικών δραστηριοτήτων και αναζητήσεων, που αφορούν σε μια κοινωνία και να αλληλεπιδράσει με αυτές, χωρίς να θεωρείται σε καμία περίπτωση η πεμπτουσία τους. Η ίδια η λέξη «οικονομία» (π.χ. στους Ξενοφώντα(1) και Αριστοτέλη(2)) δεν σήμαινε τίποτε άλλο από διαχείριση των υποθέσεων του οίκου και φυσικά όχι μόνο των χρηματικώς εκπεφρασμένων. Κατά τον ίδιο τρόπο η επέκταση της χρήσης της λέξης για το σύνολο της κοινωνίας επέβαλε μια διεύρυνση της έννοιάς της: οικονομία της πόλης, δηλαδή Πολιτική Οικονομία, είναι η διαχείριση των υποθέσεων της πόλης, χωρίς τον αυθαίρετο και παραπλανητικό κατατεμαχισμό τους σε χρηματικώς και μή χρηματικώς εκπεφρασμένες.
Επειδή η πόλη (=κοινωνία) νοείτο ως ενιαίος οίκος εντός του οποίου πρέπει να επιτυγχάνεται με πολιτικό τρόπο η έμπρακτη ταύτιση ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, η οικονομική δραστηριότητα όφειλε να υποτάσσεται σε αυτή την αναγκαιότητα. Όπως έχει επισημανθεί(3), στην αρχαία Ελλάδα η οικονομία γίνεται αντιληπτή ως ενσωματωμένη στην κοινωνία και όχι ως ξεχωριστός τομέας υπεράνω αυτής. Πράγμα, που υποχρεώνει στην εξέταση της Πολιτικής Οικονομίας ως εξαρτώμενης και εκπορευόμενης από την αυθεντική πολιτική, δηλαδή από την τέχνη της (αυτο)διοίκησης -όχι του εξουσιασμού- των κοινωνιών. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα δεδομένα της σημερινής εποχής, όπου η πολιτική έχει εκφυλλιστεί σε παιδί για τα θελήματα τών οικονομικώς ισχυρών και η οικονομική ορολογία έχει αποκτήσει την μυστικοπάθεια και την ασάφεια της θρησκευτικής (όσο κι αν αρέσκεται να διατυπώνεται με έναν ψευδοεπιστημονικό τρόπο). Την επιστημονικοφανή αυτή ορολογία τήν μηρυκάζουν ανυποψίαστοι και οι αδαείς «απλοί άνθρωποι», χωρίς να ξέρουν τί πραγματικά λένε αλλά, δεχόμενοι ασυνείδητα όλο το ηθικολογικό, συναισθηματικό και χειραγωγητικό αποτέλεσμά της (όπως ακριβώς έχει επιτύχει και η θρησκεία). Η αρχαία ελληνική οικονομία δεν υπήρξε ως κάτι ενιαίο (κάθε πόλη είχε διαφορετικό νόμισμα, δημοσιονομική πολιτική κ.λπ.). Υπάρχουν ωστόσο κάποιοι κοινοί τόποι, οι οποίοι δίνουν μια εικόνα του πώς οι έλληνες αντιλαμβάνονταν την Πολιτική Οικονομία και πώς συγκεκριμενοποιούσαν τις θεμελιώδεις της έννοιες εντάσσοντάς τες στο πεδίο τής γενικότερης πολιτικής, φιλοσοφικής κ.ά. αναζήτησής τους.
Ο παραγωγός: Στην ελληνική αρχαιότητα, η έννοια του παραγωγού σχετίζεται ευθέως με την έννοια της ελευθερίας. Ελεύθερος θεωρείται μόνο όποιος παράγει για προσωπικό του όφελος. Όποιος ασκεί οποιουδήποτε είδους εξαρτημένη εργασία (μισθωτή, δουλική, δουλοπάροικη, ή άλλη), όποιος πουλά την εργασία του για να επιβιώσει, δεν μπορεί να λέγεται ελεύθερος (4). Ο παραγωγός με τη μορφή του ανεξάρτητου αγρότη ή τεχνίτη και όχι η δουλεία, αποτέλεσε την βάση της αρχαίας ελληνικής οικονομίας. Αυτή είναι μια ιστορική διαπίστωση, στην οποία έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση η μαρξιστική και η αναρχική οικονομική σκέψη του 19ου αιώνα και οι επίγονοί τους (5). Παρά την εντέχνως διαδεδομένη (ειδικά στη Νεοελλάδα) φημολογία, η δουλεία αποτέλεσε ένα περιορισμένο φαινόμενο στην αρχαία ελληνική ζωή: μόνο σε κάποιες μεγάλες οικονομικές μονάδες κάποιων μεγάλων πόλεων γινόταν χρήση δούλων (π.χ. στα μεταλλεία). Εργοστάσιο – κάτεργο της Nike στο Βιετνάμ (εικ. επάνω) Η καπιταλιστική επέκταση βασίζεται όχι μόνο στον πόλεμο, αλλά και στην ένδεια και την απόγνωση των λαών των τριτοκοσμικών χωρών. Πάμφθηνα εργατικά χέρια, παιδική εργασία, ανυπαρξία κοινωνικής νομοθεσίας, χαμηλό έως ανύπαρκτο μορφωτικό επίπεδο κ.ά. αποτελούν τα δελεαστικώτερα «κίνητρα» για «επενδύσεις» και «ανάπτυξη». Στο σύγχρονο οικονομικό σύστημα (κεφαλαιοκρατικό) η εξαρτημένη εργασία αποτελεί τη βάση της παραγωγικής διαδικασίας. Η εξαρτημένη εργασία ως βάση της οικονομίας, αποτελεί και την κυριότερη αιτία για την εξάρτηση της οικονομίας (και, συνακόλουθα, της κοινωνίας και της πολιτικής) από τούς «ειδικούς» και για την άνευ ιστορικού προηγουμένου υπερσυγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας.
Αποτελεί επίσης και μια από τις κυριότερες αιτίες, που οι επιχειρήσεις μπορούν να ασκούν κοινωνικό έλεγχο και χειραγώγηση: είναι γνωστοί οι συνήθεις εκβιασμοί μεγάλων επιχειρήσεων (= οικονομικών εξουσιών), ότι θα μετακινήσουν ή θα κλείσουν παραγωγικές τους μονάδες αν δεν ψηφιστούν π.χ. φορολογικοί, ή (αντ)εργατικοί νόμοι που να τίς ευνοούν. Οι τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, ή ακόμα και ολόκληρων κοινωνιών εξαρτώνται από τις διαθέσεις των ηγεσιών των επιχειρήσεων, ή των «αγορών». Το συνηθισμένο θέαμα επιχειρήσεων, οι οποίες, στα πλαίσια της «πολιτικής» τους, δημιουργούν σε μια μέρα χιλιάδες άνεργους, ή η ραγδαία εξαφάνιση ολόκληρων οικονομικών τομέων (ακόμα κι άν συμβαίνει λόγω δυσμενών οικονομικών «συγκυριών»), πιθανότατα θα κλόνιζε έναν αρχαίο. Μια οικονομία με βάση της την εξαρτημένη εργασία και με κυριότερη παρενέργειά της τη δημιουργία συνεχούς επαγγελματικής ανασφάλειας (αυτής, που οι σύγχρονοι οικονομολόγοι συνηθίζουν να ωραιοποιούν ως δήθεν επαγγελματική «κινητικότητα») δεν ταιριάζει σε ελεύθερους ανθρώπους. Αλλά και μια κοινωνία, που άγεται και φέρεται από τον «επιχειρηματικό» της κόσμο (βλ. τίς αστεία αυτοαποκαλούμενες «παραγωγικές τάξεις», σαν να μην ήταν παραγωγική η εργασία π.χ. του γιατρού, ή του εκπαιδευτικού, ή του αγρότη), είναι στην πραγματικότητα υπόδουλη, ό,τι ψευδαισθήσεις περί ελευθερίας της κι αν τρέφει.
Πλούτος και φτώχεια: Ως προς την αντίληψη περί ατομικού πλούτου, αυτός συνδεόταν με την εξασφάλιση χρόνου για την ενασχόληση με τα κοινά (6) και με την απόκτηση της αρετής (δηλαδή της προσωπικής εξέλιξης και ολοκλήρωσης) (3). Ο πλούτος θεωρείτο κάτι θετικό επειδή απάλλασσε από την καθημερινή βιοπάλη και έδινε την χρονική και χρηματική άνεση (αλλά δημιουργούσε και την άγραφη υποχρέωση) σε όποιον τον διέθετε, για να καλλιεργήσει τον εαυτό του και για να προσφέρει στο σύνολο. Η προσφορά αυτή δεν είχε καμμία σχέση με την μετέπειτα επιφανειακή χριστιανική «φιλανθρωπία», που απλώς τονίζει και διαιωνίζει τη δυστυχία των αποδεκτών της, αλλά έπρεπε να διοχετεύεται απ’ ευθείας στις κοινωνικές δομές και να ενισχύει την κοινωνική ευημερία (όπως με δαπανηρότατες ευεργεσίες, κ.ά.). Κανείς πλούσιος δεν έγινε ποτέ υποκείμενο θαυμασμού μόνο και μόνο επειδή ήταν πλούσιος, επειδή δηλαδή, όπως θα λεγόταν σήμερα, «τα είχε καταφέρει». Ο πλούτος δεν θεωρείτο ένδειξη της… «δημιουργικότητας» και του… «δυναμισμού» κάποιου (λέξεις που έχουν ευτελιστεί στην -αλωμένη από τις οικονομίστικες εμμονές- καθομιλουμένη). Όφειλε να κερδίζει καθημερινά τη γενική εκτίμηση, τόσο με την προσωπικότητά του, όσο και με την παντοειδή στήριξη, που παρείχε στην κοινότητα. Οι πλούσιοι επάνδρωναν συνήθως τις πρώτες γραμμές της οπλιτικής φάλαγγας με το καθολικό, τότε, σκεπτικό, ότι επειδή είχαν περισσότερα να υπερασπίσουν από έναν φτωχό, τούς αναλογούσε και περισσότερο μερίδιο κινδύνου. Οι ίδιοι οι πλούσιοι επιζητούσαν με την οικονομική δραστηριότητά τους, όχι κυρίως περισσότερα χρήματα αλλά, συνήθως, ό,τι και ο οποιοσδήποτε άλλος έλληνας: τιμή και δόξα από τους συμπολίτες τους και τις μελλοντικές γενιές. Το παράδειγμα του Αθηναίου Κίμωνα, γυιού του Μιλτιάδη, είναι ένα από τα πρώτα, που έρχονται στον νου. Αντιθέτως η ένδεια θεωρείτο κάτι ανεπιθύμητο, όχι επειδή γινόταν αντιληπτή κοινωνικά ως «αποτυχία», αλλά ως πρόσκομμα στην απόκτηση της αρετής (μάλιστα στην Αθήνα υπήρχε και νόμος, που απαγόρευε να κατηγορήσει κανείς κάποιον άλλον για τη φτώχεια του, ή για την τέχνη που ασκούσε - βλ. Δημοσθένους Προς Ευβουλίδην, 30-35).
Οικονομία αυτάρκειας: Πρόκειται για την σημαντικότερη ίσως πτυχή της οικονομικής ζωής των αρχαίων ελλήνων. Η αρχή της αυτάρκειας σφράγισε όλη τη δημόσια και ιδιωτική οικονομική δραστηριότητά τους. Ένα νοικοκυριό, ακόμα και μέσα στην πόλη, έπρεπε να φτιάχνει το ψωμί του, να έχει το περιβόλι του, να διαθέτει κάποια υποτυπώδη κτηνοτροφική υποδομή κ.λπ.. Σε επίπεδο πόλης θεωρείτο, ότι μια κοινωνία πρέπει να επιδιώκει να παράγει όλα όσα της χρειάζονταν και να αποφεύγει να εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες. Η εγχώρια παραγωγή ενθαρρυνόταν ακόμα και στη περίπτωση, που τα ίδια προϊόντα μπορούσαν να κοστίσουν φθηνότερα μέσω της εισαγωγής τους. Π.χ. η Αθήνα ανέκαθεν εισήγαγε σιτάρι, αλλά μόνο ως συμπλήρωμα στην ανεπαρκή αττική παραγωγή. Παράλληλα ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν και οι σιτοπαραγωγοί της Αττικής, πράγμα που σημαίνει, ότι είχε ληφθεί μέριμνα -πολιτική τιμών και δασμών- ώστε να μην πέσουν θύματα του ανταγωνισμού (μια σημερινή «φιλελεύθερη» οικονομία θα τους είχε εγκαταλείψει στην τύχη τους άν και «ελεύθεροι πολίτες» -βλ. μεγατόνους αδιάθετων αγροτικών προϊόντων- ενώ μια, υποτίθεται, ενοποιημένη οικονομία τύπου Ε.Ε. θα τους είχε υποβαθμίσει στρέφοντάς τους σε κάποια πιο «αποδοτική» -και φυσικά άσχετη με τις εγχώριες ανάγκες καλλιέργεια- ή ίσως θα τους είχε υποχρεώσει ακόμα και να αλλάξουν επάγγελμα…).
Το εμπόριο είχε για τις ελληνικές πόλεις έναν καθαρά εισαγωγικό συμπληρωματικό ρόλο και αντιμετωπιζόταν σαν αναγκαίο κακό, μια και η πλήρης αυτάρκεια ήταν τότε, όπως και σήμερα κάτι, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατά προσέγγιση. Κάθε πόλη είχε τη δική της «εθνική» εισαγωγική εμπορική πολιτική. Η εμπορική δραστηριότητα ασκείτο συνήθως από μή πολίτες, που ήσαν εγκατεστημένοι στο έδαφος της πόλης και ελέγχετο σχολαστικά. Π.χ. το τί, γιατί, πόσο, πότε, από πού και πώς θα εισαχθεί και πώς θα διατεθεί, τουλάχιστον σε ζωτικά προϊόντα, αποτελούσε συχνότατα θέμα των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου(3) δηλαδή, ζήτημα κατ’ εξοχήν πολιτικό, το οποίο αφορούσε τους πάντες. Ήταν αδιανόητη η «ελεύθερη» (και συνήθως απρόβλεπτη και αιφνιδιαστική) οικονομική δραστηριότητα, τα παιχνιδάκια των κερδοσκόπων με είδη πρώτης ανάγκης, οι συμφωνίες «κυρίων», η εκμετάλλευση, ή και το «στήσιμο» από τους επιτήδειους δύσκολων καταστάσεων, οι «αρπαχτές» και οι «μαγκιές» εις βάρος της κοινωνίας. Ωστόσο δεν επρόκειτο απλώς για την θωράκιση της κοινωνίας με τους «κατάλληλους» νόμους, ούτε για «έντιμους» δημόσιους λειτουργούς, που έκαναν ευσυνείδητα το καθήκον τους και άλλα τέτοια αφελή, που προβάλλονται σήμερα ως πανάκειες για ανάλογα προβλήματα. Εδώ, η ίδια η κοινωνία παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και κόβει τα φτερά στην αλητεία της «κονόμας» (Ένας σημερινός οικονομικός αναλυτής θα έμενε κατάπληκτος με την παντελή απουσία «κινήτρων» -άλλη πολυφορεμένη λέξη, που στην σύγχρονη οικονομική ορολογία αποτελεί το επιστημονίστικο συνώνυμο του ξεπουλήματος- προς τους εμπόρους/ «επενδυτές» των ελληνικών πόλεων). Η εμπορική «εσωστρέφεια» τών κατά τα άλλα εξωστρεφών αρχαίων ελλήνων βοήθησε στη μακροβιότητα των πόλεων και των θεσμών τους. Η επιδίωξη αυτάρκειας συνέβαλε στην κοινωνική συνοχή και στην ανεξαρτησία των πόλεων. Μια άλλη σπουδαιότατη πλευρά της εφαρμογής της αρχής της αυτάρκειας που θα πρέπει να επισημανθεί είναι η πολιτειακή ιδιοκτησία και διαχείριση των πρώτων υλών (π.χ. μεταλλεία), των μεταφορών και επικοινωνιών (λιμάνια, δρόμοι) και γενικά όλων των ζωτικών για την κοινωνία οικονομικών τομέων. Ιδιωτικοποίηση σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν αδιανόητη, σε αντίθεση με σήμερα, όπου τα παραπάνω γίνονται βορά των ιδιωτικών συμφερόντων.
Καταμερισμός της εργασίας και «παραγωγικότητα»: Ο κοινωνικός καταμερισμός των επαγγελμάτων γινόταν με κριτήριο τό να μην υφίστανται οι πολίτες τις δυσμενείς συνέπειες του ανταγωνισμού με τους πολλούς ξένους που ζούσαν στις ελληνικές πόλεις. Γι’ αυτό, στους ξένους επιτρέπονταν μόνο οι ασχολίες εκείνες, που θεωρούντο, ότι δεν ταίριαζαν σε έναν πολίτη. Συνήθως επρόκειτο για ό,τι είχε να κάνει με εμπόριο. Το εμπόριο (συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου χρήματος, τραπεζική κ.λπ.) θεωρείτο δραστηριότητα, λιγότερο, ή περισσότερο συνυφασμένη με την απάτη, παντελώς ανάρμοστη για έναν πολίτη και συνήθως αφηνόταν σε μή πολίτες, αλλά η διεξαγωγή του γινόταν σε όλα του τα στάδια υπό την άγρυπνη επιτήρηση και τον παρεμβατισμό της κοινωνίας. Η φρασεολογία της σημερινής αγοράς φανερώνει μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο που προβάλλονται και αξιολογούνται τα επαγγέλματα. Κατά έναν επιδερμικό και ευκαιριακό τρόπο, τα σημερινά «μοντέρνα» και «αστραφτερά» επαγγέλματα της παντοειδούς χρηματοεμπορευματικής μεσιτείας (αυτά που οι αρχαίοι ανέθεταν συνήθως σε μή πολίτες, ή ακόμα και σε δούλους -π.χ. ο πλουσιότερος άνθρωπος της Αθήνας του 4ου π.Χ. αιώνα ήταν ο τραπεζίτης και δούλος Πασίων) έχουν ηθικοποιηθεί και απολαμβάνουν μεγάλου κοινωνικού γοήτρου: «ο καλώς εννοούμενος επικερδής χαρακτήρας του (τού επαγγέλματος) αποσιωπάται συστηματικά […] οι χρηματιστές κόπτονται για την «ανάπτυξη», οι διαφημιστές μοχθούν για την «επικοινωνία», οι ασφαλιστές χτίζουν την «ασφαλιστική συνείδηση» κ.ο.κ. Εξ ού και το καταγέλαστο ορισμένων, ότι ασκούν λειτούργημα».(7) Ο καταμερισμός των ειδικοτήτων σε μια παραγωγική μονάδα γινόταν με κριτήριο την βελτίωση της ποιότητας(8) και όχι την αύξηση της παραγωγικότητας. Η τελευταία αυτή λέξη μάλλον δεν θα σήμαινε τίποτα για τους έλληνες, αφού στόχος τους δεν ήταν το αγχωμένο κυνήγι κάποιων εμπορικών αγορών, αλλά η κάλυψη μιας σχετικά σταθερής και προβλέψιμης εγχώριας ζήτησης σε μια περίπου αυτάρκη και προστατευμένη οικονομία. Οι οικονομικές κρίσεις στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα είναι κρίσεις μή απορροφήσιμης υπερπαραγωγής, οι οποίες οφείλονται στην υστερία της «παραγωγικότητας», που σε τελική ανάλυση δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τη ζήτηση και να κατανοήσει τις ανθρώπινες ανάγκες, (πόσο μάλλον να τίς ικανοποιήσει).
«Ελεύθερη» αγορά ή κατευθυνόμενη οικονομία; Το δίλημμα είναι παραπλανητικό, αφού η δυνατότητα ύπαρξης «ελεύθερης» -με οποιαδήποτε έννοια- αγοράς αναιρείται πρωτίστως από την ίδια τη φύση τού κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η σύγχρονη επιχείρηση είναι ένα κατασκεύασμα με ημερομηνία λήξης, που ο προορισμός του είναι είτε να συγχωνεύσει, είτε να συγχωνευτεί, είτε να χρεωκοπήσει. Οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων ή και ολόκληρων τομέων της οικονομίας, η δημιουργία ολιγοπωλίων και μονοπωλίων, τα -«νόμιμα» ή «παράνομα»- καρτέλ, οδηγούν σε ολοένα μεγαλύτερο περιορισμό του επιχειρηματικού ανταγωνισμού και του πολυδιαφημισμένου δικαιώματος επιλογής του καταναλωτή. Επίσης σε τεχνητή, από τους μεγάλους εταιρικούς σχηματισμούς, διαμόρφωση της ζήτησης και της προσφοράς κάτι, που παραβιάζει κατάφωρα την πολυδιακηρυγμένη «φυσιοκρατία» του καπιταλισμού. Οι παραπάνω τάσεις ωθήθηκαν στις έσχατες συνέπειές τους στις χώρες, όπου ο καπιταλισμός μεταλλάχθηκε σε γραφειοκρατικό, π.χ. στις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στον γραφειοκρατικό καπιταλισμό το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής καταλήγει να είναι τυπικό και επουσιώδες, αφού οι ουσιώδεις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αναπαράγονται κατά πανομοιότυπο τρόπο: κάποιοι έξω και επάνω από την κοινωνία αποφασίζουν τί και πώς θα παραχθεί και πώς θα διανεμηθεί, ερήμην της κοινωνίας. Το μοντέλο του γραφειοκρατικού καπιταλισμού κατέρρευσε τόσο γρήγορα και θεαματικά, όσο βεβιασμένη και αλαζονική ήταν η απόπειρα πραγματοποίησής του. Από μια άποψη ο γραφειοκρατικός καπιταλισμός συμπυκνώνει σε διάστημα λίγων δεκαετιών την εξέλιξη -και πιθανότατα την κατάληξη- του παραδοσιακού (βλ. Κορνήλιου Καστοριάδη, Η Γραφειοκρατική Κοινωνία, τόμος Β΄, σελ. 12).
Αλλά η καπιταλιστική οικονομία είναι βαθύτατα κατευθυνόμενη και για πιο εμφανείς λόγους: μια απλή ματιά στα «παιχνίδια» που στήνονται και παίζονται από τα κατά τόπους χρηματιστήρια, τις τράπεζες, τα καρτέλ και τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, είναι αρκετή για να διαλύσει κάθε αφελή αυταπάτη περί «ελεύθερης» οικονομίας. Ο δε πολυδιαφημισμένος επιχειρηματικός ανταγωνισμός, όπου υπάρχει, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εξαντλεί τους ανθρώπινους πόρους στο κυνήγι της συμπίεσης του κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με μια ιδεοληψία που αναπαράγεται ως θρησκευτικό δόγμα από τους οικονομολόγους (και από τους αδαείς «απλούς ανθρώπους»), η συμπίεση του κόστους παραγωγής θεωρείται, ότι επιφέρει «νομοτελειακά» μείωση της τιμής και άρα συμφέρει τον καταναλωτή. Έτσι οι επιχειρήσεις επιδίδονται σε ένα συνεχή αγώνα για υποτίμηση, του εργασιακού συνήθως κόστους (μισθοί, ασφαλιστικές εισφορές κλπ), ώστε να «παρέχουν» πιο «προσιτά» και «ανταγωνιστικά» προϊόντα στο «καταναλωτικό κοινό». Ελάχιστοι οικονομολόγοι έχουν προχωρήσει λίγο πιο πέρα, μή αποδεχόμενοι την πονηρή διάκριση των ανθρώπων σε παραγωγούς και καταναλωτές, αφού οι δύο αυτές ιδιότητες συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζονται σχεδόν σε κάθε άνθρωπο: π.χ. μια «συμπίεση» εργασιακών αμοιβών θα μειώσει το κόστος παραγωγής και (θεωρητικά πάντοτε) την τιμή ενός προϊόντος, το οποίο όμως ο κακοπληρωμένος παραγωγός του (δηλ. ο εργαζόμενος) ίσως δεν θα μπορεί πλέον να αγοράσει και να «καταναλώσει». Εξεταζόμενος ως προς το εφαρμόσιμο των διακηρυγμένων αρχών του και ειδικά ως προς την «ελευθερία της αγοράς» και της «ανταγωνιστικότητας», ο καπιταλισμός είναι το λιγότερο ρεαλιστικό, το πιο αντιφατικό και το πιο ουτοπικό σύστημα που υπήρξε ποτέ. Το ζήτημα δεν είναι εάν θα έχουμε «ελεύθερη» ή «κατευθυνόμενη» οικονομία, αλλά το κατά πόσο η κοινωνία θα είναι ελεύθερη ή κατευθυνόμενη από την «οικονομία».
Η κοινωνία παροχών και πρόνοιας: Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ότι αποτελούσε το ιδεώδες των αρχαίων. Ο Ξενοφών δηλώνει απερίφραστα(9), ότι στόχος των οικονομικών του προτάσεων είναι να συντηρούνται οι πολίτες από την πόλη. Οι παροχές σε χρήμα, είδη πρώτης ανάγκης και υπηρεσίες ποίκιλαν από πόλη σε πόλη (3). Θεωρείτο αυτονόητο για τους πολίτες να περιμένουν από την πόλη παροχές, όπως περιοδικές διανομές χρημάτων ή σιτηρών, διανομή κρέατος στις μεγάλες γιορτές, αμοιβές και αποζημιώσεις για τη θητεία τους στα πολιτειακά αξιώματα, ή στις λαϊκές συνελεύσεις, επιδόματα για την παρακολούθηση πολιτιστικών δρωμένων, θεατρικών παραστάσεων κ.λπ.. Επιπλέον, οι αμοιβές από την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος δεν διαμορφώνονταν από την «προσφορά και ζήτηση», αλλά υπολογίζονταν πάντα με βάση την οικονομική κατάσταση του θεραπευόμενου. Το μέλλον της κοινωνίας (παιδεία), η υγεία της κοινωνίας (π.χ. ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοινωνική πρόνοια), η ασφάλεια της κοινωνίας (π.χ. ασφαλείς δρόμοι) δεν μπορεί να εκχωρείται και να επαφίεται στον κάθε τυχάρπαστο και κερδοσκόπο εργολάβο/ιδιώτη. Η σύγχρονη οικονομίστικη νοοτροπία αντιλαμβάνεται αγαθά, όπως η υγεία ή η παιδεία, μόνον ως εμπορεύματα ή ως «αγορές», οι οποίες πρέπει να εγκαταλειφθούν κατά έναν μυστικιστικό τρόπο στον «νόμο» του επιχειρηματικού ανταγωνισμού.
Το νόμισμα: Η νομισματοκοπία αναπτύχθηκε ουσιαστικά στην Ελλάδα (άν και τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στη Λυδία) και, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, δεν αποτελεί προϊόν οικονομικής, αλλά πολιτικής σκέψης. Προέκυψε ως μια εφαρμογή της ειδικής έννοιας του νόμου στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος νοείτο ως αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ ελευθέρων πολιτών και όχι ως απόφαση κάποιας κυβέρνησης. Άλλωστε η λέξη νόμισμα προέρχεται από τη λέξη νομίζω. «Η επινόηση και η εξάπλωση της νομισματοκοπίας θα έπρεπε να τοποθετηθεί στα πλαίσια της ανάπτυξης των ακοινωνικών σχέσεων και του καθορισμού των αξιών, μιας βασικής δηλαδή τάσης της αρχαϊκής εποχής, τότε, που οι νόμοι κωδικοποιούνταν και δημοσιεύονταν για να απαλλαγούν από την αυθαίρετη ερμηνεία… Η ζωή της κοινότητας της πόλης δεν μπορούσε να νοηθεί χωρίς την ύπαρξη και την επιβολή κανόνων σε όλους και η επινόηση της νομισματοκοπίας θα έπρεπε να συμφωνεί με αυτό […] Η ταχύτατη εξάπλωση της νομισματοκοπίας κατά τον 6ο π.κ.ε. αι., η οποία ήταν βέβαια καθαρά ελληνικό φαινόμενο, πρέπει λοιπόν να συνδυαστεί με το φαινόμενο της ανάπτυξης των πόλεων και της συνείδησης του πολίτη. Για άλλη μια φορά βλέπουμε ότι είναι αδύνατον να προσεγγίσουμε την οικονομία σε “καθαρή” μορφή»(3). Το νόμισμα υπήρξε το σύμβολο της ανεξαρτησίας των αυτοκυβερνώμενων πόλεων, επάνω στο οποίο τύπωναν με υπερηφάνεια τα επίσημά τους. Η μεταγενέστερη γενικευμένη αντίληψη και χρήση του νομίσματος ως μέσου κερδοσκοπίας, αν και γνωστή, ήταν περιφρονητέα από τους ελεύθερους ανθρώπους (μάλιστα ο Αριστοτέλης την ονομάζει «χρηματιστική τέχνη» και την αντιπαραθέτει στην τέχνη της απόκτησης αγαθών, θεωρώντας την ως αφύσικη επιθυμία για απεριόριστο πλούτο – βλ. Πολιτικά, Ι, 1256 b 26, 1257 b 39).
Hοmo Oeconomicus εναντίον πολιτικού ανθρώπου: Τόσο η «ελεύθερη», όσο και η γραφειοκρατικώς κατευθυνόμενη κεφαλαιοκρατία, επιχειρούν να μετατρέψουν την κοινωνία είτε σε μια «φιλελεύθερη» ζούγκλα ανταγωνισμού, είτε σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Πράγματα, που στο βάθος ίσως δεν διαφέρουν και τόσο πολύ. Ο ανθρωπότυπος που δημιουργήθηκε τους τελευταίους αιώνες με αυτόν τον τρόπο, ο λεγόμενος «άνθρωπος της οικονομίας», αντιλαμβάνεται την κοινωνία και την φύση σαν ένα ξέφραγο αμπέλι ωφελιμιστικής δράσης και αρπαγής και την πολιτική τέχνη σαν μέσο εξουσιασμού και όχι ορθολογικής συνύπαρξης. Το σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, αξιολογούμενο με τα ίδια τα δικά του κριτήρια, είναι βαθύτατα ανορθολογικό, μή αποδοτικό, μή αποτελεσματικό, προβληματικό. Έχει προκαλέσει μια μή αναστρέψιμη οικολογική κατιούσα. Έχει φέρει δισεκατομμύρια -ανθρώπινα και μή- πλάσματα σε κατάσταση λιμοκτονίας. Επίσης έχει γενικεύσει και καθαγιάσει τον πόλεμο ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Σύμφωνα με έναν Διαγνωστικό Κατάλογο Ελέγχου Προσωπικότητας, που έχει καταρτίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ., ICD-10) η καπιταλιστική επιχείρηση παρουσιάζει τα παρακάτω συμπτώματα:
-Πλήρης αδιαφορία για τα συναισθήματα των άλλων,
-Ανικανότητα διατήρησης μακροχρόνιων και ανθεκτικών σχέσεων,
-Αδιαφορία για την ασφάλεια των άλλων,
-Τάση για εξαπάτηση,
-Αδυναμία να νιώσει τύψεις συνειδήσεως,
-Ανικανότητα συμμόρφωσης με τις κοινωνικές νόρμες και εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς.
Διάγνωση: ψυχοπάθεια.
Ο στόχος αυτού του άρθρου δεν είναι να προπαγανδίσει «λύσεις» και συνταγές για μια «ορθή» Πολιτική Οικονομία, αλλά να επαναφέρει (με όσο γίνεται εκλαϊκευμένο τρόπο) στην ταλαιπωρημένη αυτή έννοια την γνησιότητά της: μια Οικονομία των Πολιτών, η οποία θα είναι ενσωματωμένη και όχι αυτονομημένη από την κοινωνία. Μια τέτοια οικονομία στην κλασική Ελλάδα προϋπέθετε τον συνεχή έλεγχό της από την αυθεντική πολιτική δραστηριότητα δηλαδή, από την άμεση δημοκρατία των λαϊκών συνελεύσεων. Σήμερα, όπου το οικονομικό φαινόμενο έχει αποκτήσει διαστάσεις που δεν είχε άλλοτε, δεν έχει νόημα μια διερεύνηση των σημερινών δυνατοτήτων εφαρμογής της άμεσης δημοκρατίας (δηλαδή της μοναδικής πραγματικής Κοινωνίας των Πολιτών), εάν η τελευταία δεν επεκτείνεται κατ’ εξοχήν στο χώρο της παραγωγής των αγαθών και των υπηρεσιών. Άλλωστε οι σημερινοί πολέμιοι της άμεσης δημοκρατίας (δηλαδή της μοναδικής πραγματικής Κοινωνίας των Πολιτών), δεν προβάλλουν πλέον το παλιό πρόσκομμα τής μή άμεσης επικοινωνίας στις πολυπληθείς σημερινές κοινωνίες, αφού αυτό μπορεί να λυθεί με τις σύγχρονες τεχνολογίες (π.χ. διαδίκτυο). Αυτό που προβάλλουν πλέον ως «εμπόδιο» για την εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας (δηλαδή της μοναδικής πραγματικής Κοινωνίας των Πολιτών), είναι η σημερινή γιγαντισμένη οικονομική οργάνωση (και εξουσία), την οποία μάς παρουσιάζουν ως θέσφατο και ως δήθεν «αναπόφευκτο» γεγονός, το οποίο πρέπει να μείνει στο απυρόβλητο. Αλλά, όπως έχει διαπιστωθεί ιστορικά, η κοινωνία μπορεί και δικαιούται να αποφασίζει η ίδια (δηλαδή χωρίς μεσάζοντες και «εκπροσώπους») για τον προσδιορισμό και τον τρόπο ικανοποίησης των αναγκών της, π.χ. για την ίδρυση παραγωγικών μονάδων (και όχι πλέον «επιχειρήσεων»), για την διανομή των αγαθών (και όχι πλέον «εμπορευμάτων»), για τη σχέση της με τη Φύση (και όχι απλώς με το εμπορευματοποιημένο και τουριστικοποιημένο «περιβάλλον»).
Τα παραπάνω δεν μπορούν να συνεχίσουν να επαφίονται στις μειοψηφίες, ή στις επιχειρηματικές συντεχνίες, που ελέγχουν κάθε φορά την «αγορά» (και, κατ’ επέκταση, την πολιτική), αλλά πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μιας ευρείας κοινωνικής αυτοθέσμισης, πολύ απαιτητικότερης από αυτήν των αρχαίων ελληνικών πολιτειών. Μιας αυτόνομης (και όχι ετερόνομης) κοινωνίας, που θα καταστήσει τον χώρο της παραγωγικής διαδικασίας και της Πολιτικής Οικονομίας, μια ζωτική επέκταση του Δημόσιου Χώρου (και όχι το αντίστροφο). Γιατί, δεν νοούνται άνθρωποι που θα είναι υπάκουα και αναλώσιμα στρατιωτάκια στον χώρο εργασίας τους, ενώ όταν βγαίνουν από αυτόν θα μετατρέπονται ως δια μαγείας σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. Αλλά αυτά ξεφεύγουν από το παρόν θέμα. Πολύ γενικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι «η εποχή μας χρειάζεται «ένα σύνολο νέων ευαισθησιών, σε μια ολότητα νέων πολιτισμικών μορφών […] μια ηθική οικονομία στο πλαίσιο της οποίας η λέξη “οικονομία” θα υποδηλώνει την επανοικειοποίηση του αρχαίου ελληνικού όρου, δηλαδή τη διαχείριση του οίκου […] μια νέα πολιτική, που δεν θα είναι τίποτε άλλο από επανοικειοποίηση του αρχαίου ελληνικού ορισμού της, δηλαδή διαχείριση της τοπικής κοινότητας».(10)
Σημειώσεις
(1) Ξενοφώντος, «Οικονομικός» VI, 4-8.
(2) Αριστοτέλους, «Οικονομικά» II, 1, 1-6.
(3) M.M. Austin, και P. Vidal-Naquet, «Οικονομία και Κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα», εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 1998.
(4) Αριστοτέλους, «Ρητορική» 1,9,1367 και 32.
(5) Π.χ. ο Καρλ Μαρξ στο Κεφάλαιο (τόμος 1ος, σελ. 350, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2006).αναφέρει : «Το μικρό νοικοκυριό του αγρότη και η ανεξάρτητη επιχείρηση του χειροτέχνη, που και τα δύο αποτελούν εν μέρει την βάση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής και εν μέρει, ύστερα από τη διάλυσή του, εμφανίζονται δίπλα στην κεφαλαιοκρατική επιχείρηση, αποτελούν ταυτόχρονα την οικονομική βάση των κοινωνιών της Κλασικής Αρχαιότητας στα καλύτερά της χρόνια, αφού πρώτα η Κλασική Αρχαιότητα διέλυσε την αρχική ανατολίτικη κοινοκτημοσύνη, και προτού η δουλεία επικρατήσει στα σοβαρά στην παραγωγή.»
(6) Αγγλικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, «Κοινωνική Ιστορία της αρχαίας Αθήνας», εκδόσεις Κουτσουμπός, Αθήνα 1985.
(7) Από άρθρο του Δ. Χαριτόπουλου στα Νέα , φύλλο 7/12/2002.
(8) Βλ. Ξενοφώντος ,«Κύρου Παιδεία» VIII,2, 5-6.
(9) Ξενοφώντος, «Πόροι ή περί προσόδων» IV 33.
(10) Μάρεϊ Μπούκτσιν, «Η σύγχρονη οικολογική κρίση», εκδόσεις Βιβλιόπολις, Αθήνα 1993.
Ο παραγωγός: Στην ελληνική αρχαιότητα, η έννοια του παραγωγού σχετίζεται ευθέως με την έννοια της ελευθερίας. Ελεύθερος θεωρείται μόνο όποιος παράγει για προσωπικό του όφελος. Όποιος ασκεί οποιουδήποτε είδους εξαρτημένη εργασία (μισθωτή, δουλική, δουλοπάροικη, ή άλλη), όποιος πουλά την εργασία του για να επιβιώσει, δεν μπορεί να λέγεται ελεύθερος (4). Ο παραγωγός με τη μορφή του ανεξάρτητου αγρότη ή τεχνίτη και όχι η δουλεία, αποτέλεσε την βάση της αρχαίας ελληνικής οικονομίας. Αυτή είναι μια ιστορική διαπίστωση, στην οποία έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση η μαρξιστική και η αναρχική οικονομική σκέψη του 19ου αιώνα και οι επίγονοί τους (5). Παρά την εντέχνως διαδεδομένη (ειδικά στη Νεοελλάδα) φημολογία, η δουλεία αποτέλεσε ένα περιορισμένο φαινόμενο στην αρχαία ελληνική ζωή: μόνο σε κάποιες μεγάλες οικονομικές μονάδες κάποιων μεγάλων πόλεων γινόταν χρήση δούλων (π.χ. στα μεταλλεία). Εργοστάσιο – κάτεργο της Nike στο Βιετνάμ (εικ. επάνω) Η καπιταλιστική επέκταση βασίζεται όχι μόνο στον πόλεμο, αλλά και στην ένδεια και την απόγνωση των λαών των τριτοκοσμικών χωρών. Πάμφθηνα εργατικά χέρια, παιδική εργασία, ανυπαρξία κοινωνικής νομοθεσίας, χαμηλό έως ανύπαρκτο μορφωτικό επίπεδο κ.ά. αποτελούν τα δελεαστικώτερα «κίνητρα» για «επενδύσεις» και «ανάπτυξη». Στο σύγχρονο οικονομικό σύστημα (κεφαλαιοκρατικό) η εξαρτημένη εργασία αποτελεί τη βάση της παραγωγικής διαδικασίας. Η εξαρτημένη εργασία ως βάση της οικονομίας, αποτελεί και την κυριότερη αιτία για την εξάρτηση της οικονομίας (και, συνακόλουθα, της κοινωνίας και της πολιτικής) από τούς «ειδικούς» και για την άνευ ιστορικού προηγουμένου υπερσυγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας.
Αποτελεί επίσης και μια από τις κυριότερες αιτίες, που οι επιχειρήσεις μπορούν να ασκούν κοινωνικό έλεγχο και χειραγώγηση: είναι γνωστοί οι συνήθεις εκβιασμοί μεγάλων επιχειρήσεων (= οικονομικών εξουσιών), ότι θα μετακινήσουν ή θα κλείσουν παραγωγικές τους μονάδες αν δεν ψηφιστούν π.χ. φορολογικοί, ή (αντ)εργατικοί νόμοι που να τίς ευνοούν. Οι τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, ή ακόμα και ολόκληρων κοινωνιών εξαρτώνται από τις διαθέσεις των ηγεσιών των επιχειρήσεων, ή των «αγορών». Το συνηθισμένο θέαμα επιχειρήσεων, οι οποίες, στα πλαίσια της «πολιτικής» τους, δημιουργούν σε μια μέρα χιλιάδες άνεργους, ή η ραγδαία εξαφάνιση ολόκληρων οικονομικών τομέων (ακόμα κι άν συμβαίνει λόγω δυσμενών οικονομικών «συγκυριών»), πιθανότατα θα κλόνιζε έναν αρχαίο. Μια οικονομία με βάση της την εξαρτημένη εργασία και με κυριότερη παρενέργειά της τη δημιουργία συνεχούς επαγγελματικής ανασφάλειας (αυτής, που οι σύγχρονοι οικονομολόγοι συνηθίζουν να ωραιοποιούν ως δήθεν επαγγελματική «κινητικότητα») δεν ταιριάζει σε ελεύθερους ανθρώπους. Αλλά και μια κοινωνία, που άγεται και φέρεται από τον «επιχειρηματικό» της κόσμο (βλ. τίς αστεία αυτοαποκαλούμενες «παραγωγικές τάξεις», σαν να μην ήταν παραγωγική η εργασία π.χ. του γιατρού, ή του εκπαιδευτικού, ή του αγρότη), είναι στην πραγματικότητα υπόδουλη, ό,τι ψευδαισθήσεις περί ελευθερίας της κι αν τρέφει.
Πλούτος και φτώχεια: Ως προς την αντίληψη περί ατομικού πλούτου, αυτός συνδεόταν με την εξασφάλιση χρόνου για την ενασχόληση με τα κοινά (6) και με την απόκτηση της αρετής (δηλαδή της προσωπικής εξέλιξης και ολοκλήρωσης) (3). Ο πλούτος θεωρείτο κάτι θετικό επειδή απάλλασσε από την καθημερινή βιοπάλη και έδινε την χρονική και χρηματική άνεση (αλλά δημιουργούσε και την άγραφη υποχρέωση) σε όποιον τον διέθετε, για να καλλιεργήσει τον εαυτό του και για να προσφέρει στο σύνολο. Η προσφορά αυτή δεν είχε καμμία σχέση με την μετέπειτα επιφανειακή χριστιανική «φιλανθρωπία», που απλώς τονίζει και διαιωνίζει τη δυστυχία των αποδεκτών της, αλλά έπρεπε να διοχετεύεται απ’ ευθείας στις κοινωνικές δομές και να ενισχύει την κοινωνική ευημερία (όπως με δαπανηρότατες ευεργεσίες, κ.ά.). Κανείς πλούσιος δεν έγινε ποτέ υποκείμενο θαυμασμού μόνο και μόνο επειδή ήταν πλούσιος, επειδή δηλαδή, όπως θα λεγόταν σήμερα, «τα είχε καταφέρει». Ο πλούτος δεν θεωρείτο ένδειξη της… «δημιουργικότητας» και του… «δυναμισμού» κάποιου (λέξεις που έχουν ευτελιστεί στην -αλωμένη από τις οικονομίστικες εμμονές- καθομιλουμένη). Όφειλε να κερδίζει καθημερινά τη γενική εκτίμηση, τόσο με την προσωπικότητά του, όσο και με την παντοειδή στήριξη, που παρείχε στην κοινότητα. Οι πλούσιοι επάνδρωναν συνήθως τις πρώτες γραμμές της οπλιτικής φάλαγγας με το καθολικό, τότε, σκεπτικό, ότι επειδή είχαν περισσότερα να υπερασπίσουν από έναν φτωχό, τούς αναλογούσε και περισσότερο μερίδιο κινδύνου. Οι ίδιοι οι πλούσιοι επιζητούσαν με την οικονομική δραστηριότητά τους, όχι κυρίως περισσότερα χρήματα αλλά, συνήθως, ό,τι και ο οποιοσδήποτε άλλος έλληνας: τιμή και δόξα από τους συμπολίτες τους και τις μελλοντικές γενιές. Το παράδειγμα του Αθηναίου Κίμωνα, γυιού του Μιλτιάδη, είναι ένα από τα πρώτα, που έρχονται στον νου. Αντιθέτως η ένδεια θεωρείτο κάτι ανεπιθύμητο, όχι επειδή γινόταν αντιληπτή κοινωνικά ως «αποτυχία», αλλά ως πρόσκομμα στην απόκτηση της αρετής (μάλιστα στην Αθήνα υπήρχε και νόμος, που απαγόρευε να κατηγορήσει κανείς κάποιον άλλον για τη φτώχεια του, ή για την τέχνη που ασκούσε - βλ. Δημοσθένους Προς Ευβουλίδην, 30-35).
Οικονομία αυτάρκειας: Πρόκειται για την σημαντικότερη ίσως πτυχή της οικονομικής ζωής των αρχαίων ελλήνων. Η αρχή της αυτάρκειας σφράγισε όλη τη δημόσια και ιδιωτική οικονομική δραστηριότητά τους. Ένα νοικοκυριό, ακόμα και μέσα στην πόλη, έπρεπε να φτιάχνει το ψωμί του, να έχει το περιβόλι του, να διαθέτει κάποια υποτυπώδη κτηνοτροφική υποδομή κ.λπ.. Σε επίπεδο πόλης θεωρείτο, ότι μια κοινωνία πρέπει να επιδιώκει να παράγει όλα όσα της χρειάζονταν και να αποφεύγει να εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες. Η εγχώρια παραγωγή ενθαρρυνόταν ακόμα και στη περίπτωση, που τα ίδια προϊόντα μπορούσαν να κοστίσουν φθηνότερα μέσω της εισαγωγής τους. Π.χ. η Αθήνα ανέκαθεν εισήγαγε σιτάρι, αλλά μόνο ως συμπλήρωμα στην ανεπαρκή αττική παραγωγή. Παράλληλα ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν και οι σιτοπαραγωγοί της Αττικής, πράγμα που σημαίνει, ότι είχε ληφθεί μέριμνα -πολιτική τιμών και δασμών- ώστε να μην πέσουν θύματα του ανταγωνισμού (μια σημερινή «φιλελεύθερη» οικονομία θα τους είχε εγκαταλείψει στην τύχη τους άν και «ελεύθεροι πολίτες» -βλ. μεγατόνους αδιάθετων αγροτικών προϊόντων- ενώ μια, υποτίθεται, ενοποιημένη οικονομία τύπου Ε.Ε. θα τους είχε υποβαθμίσει στρέφοντάς τους σε κάποια πιο «αποδοτική» -και φυσικά άσχετη με τις εγχώριες ανάγκες καλλιέργεια- ή ίσως θα τους είχε υποχρεώσει ακόμα και να αλλάξουν επάγγελμα…).
Το εμπόριο είχε για τις ελληνικές πόλεις έναν καθαρά εισαγωγικό συμπληρωματικό ρόλο και αντιμετωπιζόταν σαν αναγκαίο κακό, μια και η πλήρης αυτάρκεια ήταν τότε, όπως και σήμερα κάτι, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατά προσέγγιση. Κάθε πόλη είχε τη δική της «εθνική» εισαγωγική εμπορική πολιτική. Η εμπορική δραστηριότητα ασκείτο συνήθως από μή πολίτες, που ήσαν εγκατεστημένοι στο έδαφος της πόλης και ελέγχετο σχολαστικά. Π.χ. το τί, γιατί, πόσο, πότε, από πού και πώς θα εισαχθεί και πώς θα διατεθεί, τουλάχιστον σε ζωτικά προϊόντα, αποτελούσε συχνότατα θέμα των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου(3) δηλαδή, ζήτημα κατ’ εξοχήν πολιτικό, το οποίο αφορούσε τους πάντες. Ήταν αδιανόητη η «ελεύθερη» (και συνήθως απρόβλεπτη και αιφνιδιαστική) οικονομική δραστηριότητα, τα παιχνιδάκια των κερδοσκόπων με είδη πρώτης ανάγκης, οι συμφωνίες «κυρίων», η εκμετάλλευση, ή και το «στήσιμο» από τους επιτήδειους δύσκολων καταστάσεων, οι «αρπαχτές» και οι «μαγκιές» εις βάρος της κοινωνίας. Ωστόσο δεν επρόκειτο απλώς για την θωράκιση της κοινωνίας με τους «κατάλληλους» νόμους, ούτε για «έντιμους» δημόσιους λειτουργούς, που έκαναν ευσυνείδητα το καθήκον τους και άλλα τέτοια αφελή, που προβάλλονται σήμερα ως πανάκειες για ανάλογα προβλήματα. Εδώ, η ίδια η κοινωνία παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και κόβει τα φτερά στην αλητεία της «κονόμας» (Ένας σημερινός οικονομικός αναλυτής θα έμενε κατάπληκτος με την παντελή απουσία «κινήτρων» -άλλη πολυφορεμένη λέξη, που στην σύγχρονη οικονομική ορολογία αποτελεί το επιστημονίστικο συνώνυμο του ξεπουλήματος- προς τους εμπόρους/ «επενδυτές» των ελληνικών πόλεων). Η εμπορική «εσωστρέφεια» τών κατά τα άλλα εξωστρεφών αρχαίων ελλήνων βοήθησε στη μακροβιότητα των πόλεων και των θεσμών τους. Η επιδίωξη αυτάρκειας συνέβαλε στην κοινωνική συνοχή και στην ανεξαρτησία των πόλεων. Μια άλλη σπουδαιότατη πλευρά της εφαρμογής της αρχής της αυτάρκειας που θα πρέπει να επισημανθεί είναι η πολιτειακή ιδιοκτησία και διαχείριση των πρώτων υλών (π.χ. μεταλλεία), των μεταφορών και επικοινωνιών (λιμάνια, δρόμοι) και γενικά όλων των ζωτικών για την κοινωνία οικονομικών τομέων. Ιδιωτικοποίηση σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν αδιανόητη, σε αντίθεση με σήμερα, όπου τα παραπάνω γίνονται βορά των ιδιωτικών συμφερόντων.
Καταμερισμός της εργασίας και «παραγωγικότητα»: Ο κοινωνικός καταμερισμός των επαγγελμάτων γινόταν με κριτήριο τό να μην υφίστανται οι πολίτες τις δυσμενείς συνέπειες του ανταγωνισμού με τους πολλούς ξένους που ζούσαν στις ελληνικές πόλεις. Γι’ αυτό, στους ξένους επιτρέπονταν μόνο οι ασχολίες εκείνες, που θεωρούντο, ότι δεν ταίριαζαν σε έναν πολίτη. Συνήθως επρόκειτο για ό,τι είχε να κάνει με εμπόριο. Το εμπόριο (συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου χρήματος, τραπεζική κ.λπ.) θεωρείτο δραστηριότητα, λιγότερο, ή περισσότερο συνυφασμένη με την απάτη, παντελώς ανάρμοστη για έναν πολίτη και συνήθως αφηνόταν σε μή πολίτες, αλλά η διεξαγωγή του γινόταν σε όλα του τα στάδια υπό την άγρυπνη επιτήρηση και τον παρεμβατισμό της κοινωνίας. Η φρασεολογία της σημερινής αγοράς φανερώνει μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο που προβάλλονται και αξιολογούνται τα επαγγέλματα. Κατά έναν επιδερμικό και ευκαιριακό τρόπο, τα σημερινά «μοντέρνα» και «αστραφτερά» επαγγέλματα της παντοειδούς χρηματοεμπορευματικής μεσιτείας (αυτά που οι αρχαίοι ανέθεταν συνήθως σε μή πολίτες, ή ακόμα και σε δούλους -π.χ. ο πλουσιότερος άνθρωπος της Αθήνας του 4ου π.Χ. αιώνα ήταν ο τραπεζίτης και δούλος Πασίων) έχουν ηθικοποιηθεί και απολαμβάνουν μεγάλου κοινωνικού γοήτρου: «ο καλώς εννοούμενος επικερδής χαρακτήρας του (τού επαγγέλματος) αποσιωπάται συστηματικά […] οι χρηματιστές κόπτονται για την «ανάπτυξη», οι διαφημιστές μοχθούν για την «επικοινωνία», οι ασφαλιστές χτίζουν την «ασφαλιστική συνείδηση» κ.ο.κ. Εξ ού και το καταγέλαστο ορισμένων, ότι ασκούν λειτούργημα».(7) Ο καταμερισμός των ειδικοτήτων σε μια παραγωγική μονάδα γινόταν με κριτήριο την βελτίωση της ποιότητας(8) και όχι την αύξηση της παραγωγικότητας. Η τελευταία αυτή λέξη μάλλον δεν θα σήμαινε τίποτα για τους έλληνες, αφού στόχος τους δεν ήταν το αγχωμένο κυνήγι κάποιων εμπορικών αγορών, αλλά η κάλυψη μιας σχετικά σταθερής και προβλέψιμης εγχώριας ζήτησης σε μια περίπου αυτάρκη και προστατευμένη οικονομία. Οι οικονομικές κρίσεις στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα είναι κρίσεις μή απορροφήσιμης υπερπαραγωγής, οι οποίες οφείλονται στην υστερία της «παραγωγικότητας», που σε τελική ανάλυση δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τη ζήτηση και να κατανοήσει τις ανθρώπινες ανάγκες, (πόσο μάλλον να τίς ικανοποιήσει).
«Ελεύθερη» αγορά ή κατευθυνόμενη οικονομία; Το δίλημμα είναι παραπλανητικό, αφού η δυνατότητα ύπαρξης «ελεύθερης» -με οποιαδήποτε έννοια- αγοράς αναιρείται πρωτίστως από την ίδια τη φύση τού κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η σύγχρονη επιχείρηση είναι ένα κατασκεύασμα με ημερομηνία λήξης, που ο προορισμός του είναι είτε να συγχωνεύσει, είτε να συγχωνευτεί, είτε να χρεωκοπήσει. Οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων ή και ολόκληρων τομέων της οικονομίας, η δημιουργία ολιγοπωλίων και μονοπωλίων, τα -«νόμιμα» ή «παράνομα»- καρτέλ, οδηγούν σε ολοένα μεγαλύτερο περιορισμό του επιχειρηματικού ανταγωνισμού και του πολυδιαφημισμένου δικαιώματος επιλογής του καταναλωτή. Επίσης σε τεχνητή, από τους μεγάλους εταιρικούς σχηματισμούς, διαμόρφωση της ζήτησης και της προσφοράς κάτι, που παραβιάζει κατάφωρα την πολυδιακηρυγμένη «φυσιοκρατία» του καπιταλισμού. Οι παραπάνω τάσεις ωθήθηκαν στις έσχατες συνέπειές τους στις χώρες, όπου ο καπιταλισμός μεταλλάχθηκε σε γραφειοκρατικό, π.χ. στις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στον γραφειοκρατικό καπιταλισμό το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής καταλήγει να είναι τυπικό και επουσιώδες, αφού οι ουσιώδεις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αναπαράγονται κατά πανομοιότυπο τρόπο: κάποιοι έξω και επάνω από την κοινωνία αποφασίζουν τί και πώς θα παραχθεί και πώς θα διανεμηθεί, ερήμην της κοινωνίας. Το μοντέλο του γραφειοκρατικού καπιταλισμού κατέρρευσε τόσο γρήγορα και θεαματικά, όσο βεβιασμένη και αλαζονική ήταν η απόπειρα πραγματοποίησής του. Από μια άποψη ο γραφειοκρατικός καπιταλισμός συμπυκνώνει σε διάστημα λίγων δεκαετιών την εξέλιξη -και πιθανότατα την κατάληξη- του παραδοσιακού (βλ. Κορνήλιου Καστοριάδη, Η Γραφειοκρατική Κοινωνία, τόμος Β΄, σελ. 12).
Αλλά η καπιταλιστική οικονομία είναι βαθύτατα κατευθυνόμενη και για πιο εμφανείς λόγους: μια απλή ματιά στα «παιχνίδια» που στήνονται και παίζονται από τα κατά τόπους χρηματιστήρια, τις τράπεζες, τα καρτέλ και τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, είναι αρκετή για να διαλύσει κάθε αφελή αυταπάτη περί «ελεύθερης» οικονομίας. Ο δε πολυδιαφημισμένος επιχειρηματικός ανταγωνισμός, όπου υπάρχει, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εξαντλεί τους ανθρώπινους πόρους στο κυνήγι της συμπίεσης του κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με μια ιδεοληψία που αναπαράγεται ως θρησκευτικό δόγμα από τους οικονομολόγους (και από τους αδαείς «απλούς ανθρώπους»), η συμπίεση του κόστους παραγωγής θεωρείται, ότι επιφέρει «νομοτελειακά» μείωση της τιμής και άρα συμφέρει τον καταναλωτή. Έτσι οι επιχειρήσεις επιδίδονται σε ένα συνεχή αγώνα για υποτίμηση, του εργασιακού συνήθως κόστους (μισθοί, ασφαλιστικές εισφορές κλπ), ώστε να «παρέχουν» πιο «προσιτά» και «ανταγωνιστικά» προϊόντα στο «καταναλωτικό κοινό». Ελάχιστοι οικονομολόγοι έχουν προχωρήσει λίγο πιο πέρα, μή αποδεχόμενοι την πονηρή διάκριση των ανθρώπων σε παραγωγούς και καταναλωτές, αφού οι δύο αυτές ιδιότητες συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζονται σχεδόν σε κάθε άνθρωπο: π.χ. μια «συμπίεση» εργασιακών αμοιβών θα μειώσει το κόστος παραγωγής και (θεωρητικά πάντοτε) την τιμή ενός προϊόντος, το οποίο όμως ο κακοπληρωμένος παραγωγός του (δηλ. ο εργαζόμενος) ίσως δεν θα μπορεί πλέον να αγοράσει και να «καταναλώσει». Εξεταζόμενος ως προς το εφαρμόσιμο των διακηρυγμένων αρχών του και ειδικά ως προς την «ελευθερία της αγοράς» και της «ανταγωνιστικότητας», ο καπιταλισμός είναι το λιγότερο ρεαλιστικό, το πιο αντιφατικό και το πιο ουτοπικό σύστημα που υπήρξε ποτέ. Το ζήτημα δεν είναι εάν θα έχουμε «ελεύθερη» ή «κατευθυνόμενη» οικονομία, αλλά το κατά πόσο η κοινωνία θα είναι ελεύθερη ή κατευθυνόμενη από την «οικονομία».
Η κοινωνία παροχών και πρόνοιας: Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ότι αποτελούσε το ιδεώδες των αρχαίων. Ο Ξενοφών δηλώνει απερίφραστα(9), ότι στόχος των οικονομικών του προτάσεων είναι να συντηρούνται οι πολίτες από την πόλη. Οι παροχές σε χρήμα, είδη πρώτης ανάγκης και υπηρεσίες ποίκιλαν από πόλη σε πόλη (3). Θεωρείτο αυτονόητο για τους πολίτες να περιμένουν από την πόλη παροχές, όπως περιοδικές διανομές χρημάτων ή σιτηρών, διανομή κρέατος στις μεγάλες γιορτές, αμοιβές και αποζημιώσεις για τη θητεία τους στα πολιτειακά αξιώματα, ή στις λαϊκές συνελεύσεις, επιδόματα για την παρακολούθηση πολιτιστικών δρωμένων, θεατρικών παραστάσεων κ.λπ.. Επιπλέον, οι αμοιβές από την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος δεν διαμορφώνονταν από την «προσφορά και ζήτηση», αλλά υπολογίζονταν πάντα με βάση την οικονομική κατάσταση του θεραπευόμενου. Το μέλλον της κοινωνίας (παιδεία), η υγεία της κοινωνίας (π.χ. ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοινωνική πρόνοια), η ασφάλεια της κοινωνίας (π.χ. ασφαλείς δρόμοι) δεν μπορεί να εκχωρείται και να επαφίεται στον κάθε τυχάρπαστο και κερδοσκόπο εργολάβο/ιδιώτη. Η σύγχρονη οικονομίστικη νοοτροπία αντιλαμβάνεται αγαθά, όπως η υγεία ή η παιδεία, μόνον ως εμπορεύματα ή ως «αγορές», οι οποίες πρέπει να εγκαταλειφθούν κατά έναν μυστικιστικό τρόπο στον «νόμο» του επιχειρηματικού ανταγωνισμού.
Το νόμισμα: Η νομισματοκοπία αναπτύχθηκε ουσιαστικά στην Ελλάδα (άν και τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στη Λυδία) και, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, δεν αποτελεί προϊόν οικονομικής, αλλά πολιτικής σκέψης. Προέκυψε ως μια εφαρμογή της ειδικής έννοιας του νόμου στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος νοείτο ως αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ ελευθέρων πολιτών και όχι ως απόφαση κάποιας κυβέρνησης. Άλλωστε η λέξη νόμισμα προέρχεται από τη λέξη νομίζω. «Η επινόηση και η εξάπλωση της νομισματοκοπίας θα έπρεπε να τοποθετηθεί στα πλαίσια της ανάπτυξης των ακοινωνικών σχέσεων και του καθορισμού των αξιών, μιας βασικής δηλαδή τάσης της αρχαϊκής εποχής, τότε, που οι νόμοι κωδικοποιούνταν και δημοσιεύονταν για να απαλλαγούν από την αυθαίρετη ερμηνεία… Η ζωή της κοινότητας της πόλης δεν μπορούσε να νοηθεί χωρίς την ύπαρξη και την επιβολή κανόνων σε όλους και η επινόηση της νομισματοκοπίας θα έπρεπε να συμφωνεί με αυτό […] Η ταχύτατη εξάπλωση της νομισματοκοπίας κατά τον 6ο π.κ.ε. αι., η οποία ήταν βέβαια καθαρά ελληνικό φαινόμενο, πρέπει λοιπόν να συνδυαστεί με το φαινόμενο της ανάπτυξης των πόλεων και της συνείδησης του πολίτη. Για άλλη μια φορά βλέπουμε ότι είναι αδύνατον να προσεγγίσουμε την οικονομία σε “καθαρή” μορφή»(3). Το νόμισμα υπήρξε το σύμβολο της ανεξαρτησίας των αυτοκυβερνώμενων πόλεων, επάνω στο οποίο τύπωναν με υπερηφάνεια τα επίσημά τους. Η μεταγενέστερη γενικευμένη αντίληψη και χρήση του νομίσματος ως μέσου κερδοσκοπίας, αν και γνωστή, ήταν περιφρονητέα από τους ελεύθερους ανθρώπους (μάλιστα ο Αριστοτέλης την ονομάζει «χρηματιστική τέχνη» και την αντιπαραθέτει στην τέχνη της απόκτησης αγαθών, θεωρώντας την ως αφύσικη επιθυμία για απεριόριστο πλούτο – βλ. Πολιτικά, Ι, 1256 b 26, 1257 b 39).
Hοmo Oeconomicus εναντίον πολιτικού ανθρώπου: Τόσο η «ελεύθερη», όσο και η γραφειοκρατικώς κατευθυνόμενη κεφαλαιοκρατία, επιχειρούν να μετατρέψουν την κοινωνία είτε σε μια «φιλελεύθερη» ζούγκλα ανταγωνισμού, είτε σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Πράγματα, που στο βάθος ίσως δεν διαφέρουν και τόσο πολύ. Ο ανθρωπότυπος που δημιουργήθηκε τους τελευταίους αιώνες με αυτόν τον τρόπο, ο λεγόμενος «άνθρωπος της οικονομίας», αντιλαμβάνεται την κοινωνία και την φύση σαν ένα ξέφραγο αμπέλι ωφελιμιστικής δράσης και αρπαγής και την πολιτική τέχνη σαν μέσο εξουσιασμού και όχι ορθολογικής συνύπαρξης. Το σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, αξιολογούμενο με τα ίδια τα δικά του κριτήρια, είναι βαθύτατα ανορθολογικό, μή αποδοτικό, μή αποτελεσματικό, προβληματικό. Έχει προκαλέσει μια μή αναστρέψιμη οικολογική κατιούσα. Έχει φέρει δισεκατομμύρια -ανθρώπινα και μή- πλάσματα σε κατάσταση λιμοκτονίας. Επίσης έχει γενικεύσει και καθαγιάσει τον πόλεμο ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Σύμφωνα με έναν Διαγνωστικό Κατάλογο Ελέγχου Προσωπικότητας, που έχει καταρτίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ., ICD-10) η καπιταλιστική επιχείρηση παρουσιάζει τα παρακάτω συμπτώματα:
-Πλήρης αδιαφορία για τα συναισθήματα των άλλων,
-Ανικανότητα διατήρησης μακροχρόνιων και ανθεκτικών σχέσεων,
-Αδιαφορία για την ασφάλεια των άλλων,
-Τάση για εξαπάτηση,
-Αδυναμία να νιώσει τύψεις συνειδήσεως,
-Ανικανότητα συμμόρφωσης με τις κοινωνικές νόρμες και εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς.
Διάγνωση: ψυχοπάθεια.
Ο στόχος αυτού του άρθρου δεν είναι να προπαγανδίσει «λύσεις» και συνταγές για μια «ορθή» Πολιτική Οικονομία, αλλά να επαναφέρει (με όσο γίνεται εκλαϊκευμένο τρόπο) στην ταλαιπωρημένη αυτή έννοια την γνησιότητά της: μια Οικονομία των Πολιτών, η οποία θα είναι ενσωματωμένη και όχι αυτονομημένη από την κοινωνία. Μια τέτοια οικονομία στην κλασική Ελλάδα προϋπέθετε τον συνεχή έλεγχό της από την αυθεντική πολιτική δραστηριότητα δηλαδή, από την άμεση δημοκρατία των λαϊκών συνελεύσεων. Σήμερα, όπου το οικονομικό φαινόμενο έχει αποκτήσει διαστάσεις που δεν είχε άλλοτε, δεν έχει νόημα μια διερεύνηση των σημερινών δυνατοτήτων εφαρμογής της άμεσης δημοκρατίας (δηλαδή της μοναδικής πραγματικής Κοινωνίας των Πολιτών), εάν η τελευταία δεν επεκτείνεται κατ’ εξοχήν στο χώρο της παραγωγής των αγαθών και των υπηρεσιών. Άλλωστε οι σημερινοί πολέμιοι της άμεσης δημοκρατίας (δηλαδή της μοναδικής πραγματικής Κοινωνίας των Πολιτών), δεν προβάλλουν πλέον το παλιό πρόσκομμα τής μή άμεσης επικοινωνίας στις πολυπληθείς σημερινές κοινωνίες, αφού αυτό μπορεί να λυθεί με τις σύγχρονες τεχνολογίες (π.χ. διαδίκτυο). Αυτό που προβάλλουν πλέον ως «εμπόδιο» για την εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας (δηλαδή της μοναδικής πραγματικής Κοινωνίας των Πολιτών), είναι η σημερινή γιγαντισμένη οικονομική οργάνωση (και εξουσία), την οποία μάς παρουσιάζουν ως θέσφατο και ως δήθεν «αναπόφευκτο» γεγονός, το οποίο πρέπει να μείνει στο απυρόβλητο. Αλλά, όπως έχει διαπιστωθεί ιστορικά, η κοινωνία μπορεί και δικαιούται να αποφασίζει η ίδια (δηλαδή χωρίς μεσάζοντες και «εκπροσώπους») για τον προσδιορισμό και τον τρόπο ικανοποίησης των αναγκών της, π.χ. για την ίδρυση παραγωγικών μονάδων (και όχι πλέον «επιχειρήσεων»), για την διανομή των αγαθών (και όχι πλέον «εμπορευμάτων»), για τη σχέση της με τη Φύση (και όχι απλώς με το εμπορευματοποιημένο και τουριστικοποιημένο «περιβάλλον»).
Τα παραπάνω δεν μπορούν να συνεχίσουν να επαφίονται στις μειοψηφίες, ή στις επιχειρηματικές συντεχνίες, που ελέγχουν κάθε φορά την «αγορά» (και, κατ’ επέκταση, την πολιτική), αλλά πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μιας ευρείας κοινωνικής αυτοθέσμισης, πολύ απαιτητικότερης από αυτήν των αρχαίων ελληνικών πολιτειών. Μιας αυτόνομης (και όχι ετερόνομης) κοινωνίας, που θα καταστήσει τον χώρο της παραγωγικής διαδικασίας και της Πολιτικής Οικονομίας, μια ζωτική επέκταση του Δημόσιου Χώρου (και όχι το αντίστροφο). Γιατί, δεν νοούνται άνθρωποι που θα είναι υπάκουα και αναλώσιμα στρατιωτάκια στον χώρο εργασίας τους, ενώ όταν βγαίνουν από αυτόν θα μετατρέπονται ως δια μαγείας σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. Αλλά αυτά ξεφεύγουν από το παρόν θέμα. Πολύ γενικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι «η εποχή μας χρειάζεται «ένα σύνολο νέων ευαισθησιών, σε μια ολότητα νέων πολιτισμικών μορφών […] μια ηθική οικονομία στο πλαίσιο της οποίας η λέξη “οικονομία” θα υποδηλώνει την επανοικειοποίηση του αρχαίου ελληνικού όρου, δηλαδή τη διαχείριση του οίκου […] μια νέα πολιτική, που δεν θα είναι τίποτε άλλο από επανοικειοποίηση του αρχαίου ελληνικού ορισμού της, δηλαδή διαχείριση της τοπικής κοινότητας».(10)
Σημειώσεις
(1) Ξενοφώντος, «Οικονομικός» VI, 4-8.
(2) Αριστοτέλους, «Οικονομικά» II, 1, 1-6.
(3) M.M. Austin, και P. Vidal-Naquet, «Οικονομία και Κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα», εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 1998.
(4) Αριστοτέλους, «Ρητορική» 1,9,1367 και 32.
(5) Π.χ. ο Καρλ Μαρξ στο Κεφάλαιο (τόμος 1ος, σελ. 350, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2006).αναφέρει : «Το μικρό νοικοκυριό του αγρότη και η ανεξάρτητη επιχείρηση του χειροτέχνη, που και τα δύο αποτελούν εν μέρει την βάση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής και εν μέρει, ύστερα από τη διάλυσή του, εμφανίζονται δίπλα στην κεφαλαιοκρατική επιχείρηση, αποτελούν ταυτόχρονα την οικονομική βάση των κοινωνιών της Κλασικής Αρχαιότητας στα καλύτερά της χρόνια, αφού πρώτα η Κλασική Αρχαιότητα διέλυσε την αρχική ανατολίτικη κοινοκτημοσύνη, και προτού η δουλεία επικρατήσει στα σοβαρά στην παραγωγή.»
(6) Αγγλικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, «Κοινωνική Ιστορία της αρχαίας Αθήνας», εκδόσεις Κουτσουμπός, Αθήνα 1985.
(7) Από άρθρο του Δ. Χαριτόπουλου στα Νέα , φύλλο 7/12/2002.
(8) Βλ. Ξενοφώντος ,«Κύρου Παιδεία» VIII,2, 5-6.
(9) Ξενοφώντος, «Πόροι ή περί προσόδων» IV 33.
(10) Μάρεϊ Μπούκτσιν, «Η σύγχρονη οικολογική κρίση», εκδόσεις Βιβλιόπολις, Αθήνα 1993.
No comments :
Post a Comment