Στο εργοτάξιο της εθνοαποδόμησης οι «συνωστισμένοι» εκφραστές του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού βρίσκουν απροσδόκητα πολλούς και ενθουσιώδεις συμμάχους από τις τάξεις των «φονταμενταλιστών» της Ορθοδοξίας και όλοι μαζί –παρά τις όποιες μεταξύ τους διαφορές-- επιδίδονται με αγαστή σύμπνοια στο θεάρεστο έργο τους. Στα κείμενά τους είναι διάχυτη η πεποίθηση ότι η ελληνικότητα των σημερινών Ελλήνων, αποκομμένη από τις βυζαντινές ρίζες της και πρωταρχές της, δηλαδή από τη ρωμαϊκότητα/ρωμιοσύνη:
α) είναι προϊόν του ρομαντισμού, της βαυαροκρατίας και της «μεταπρατικής» κοραϊκής μετακένωσης και
β) δεν αποτέλεσε την αβίαστη έκφραση μιας υπαρκτής συλλογικής συνείδησης, όπως θα ήταν φυσικό, αλλά επιβλήθηκε «άνωθεν», άρα δεν είναι αυθεντική αλλά «φαντασιακή». Και ο παράγοντας που την επέβαλε ήταν το «ελλαδικό κρατίδιο», δηλαδή το κακέκτυπο του δυτικού έθνους-κράτους, ενός δημιουργήματος των τελευταίων δυο-τριών αιώνων.
Ορισμένοι μάλιστα προχωρούν πολύ περισσότερο: διαχρονική πηγή δεινών και μόνιμο όνειδος για την ελληνικότητα είναι «το ελλαδικό» ή καλύτερα, «το ελληνώνυμο» εθνικό κρατίδιο, αυτό το πολιτειακό έκτρωμα, που αποτελεί ενσάρκωση και ιστορική πραγμάτωση του απόλυτου κακού. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε το 1833 να σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή του τέλους του ελληνισμού – ενός τέλους που θα συντελεστεί με παρατεταμένο, βασανιστικό και ταπεινωτικό ψυχορράγημα…
Μελετώντας τις τελευταίες αυτές θέσεις, που υποστηρίζονται από κάποιες εμβληματικές μορφές της σύγχρονης διανόησης τις οποίες πάντοτε σεβόμαστε και τιμούμε, καταλαμβανόμαστε από τέτοιο πανικό, ώστε αισθανόμαστε την ανάγκη να τρέξουμε να χωθούμε στη στοργική αγκαλιά της μητέρας Τουρκίας (της «καλής» Τουρκίας, της ισλαμο-Ερντογανικής, όχι της Κεμαλικής!), που έχει ήδη ανοίξει και μας περιμένει ανυπόμονα. Άλλωστε, μια επίμονη και χειμαρρώδης ιδεοληπτική ρητορεία μάς έχει ήδη προετοιμάσει για την απονενοημένη αυτή ενέργεια. Μήπως δε ζούσαμε μια χαρά ως Τούρκοι υπήκοοι; (Αυτή άλλωστε την ιδέα είχαν επιχειρήσει να μας περάσουν πρόπερσι και εκείνες οι αλήστου μνήμης εκπομπές του ΣΚΑΪ για το 1821) (1). Μήπως επί τουρκοκρατίας οι Έλληνες δεν ταξίδευαν «από θέσεως ισχύος» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης; Μήπως οι «καραβοκυραίοι» μας δεν όργωναν τότε τις θάλασσες και δε συσσώρευαν χρυσάφι στα θησαυροφυλάκιά τους; Μήπως η Κοινότητα, αυτή η ιδιότυπη αλλά ιστορικά καταξιωμένη εκδοχή οικονομικο-κοινωνικής οργάνωσης, δεν ευνοούσε την άνθηση αυθεντικών μορφών λαϊκού πολιτισμού; Μήπως ως Κωνσταντινουπολίτες ή Μικρασιάτες δεν ήμαστε κοινωνοί κάποιων «απορροών» της πάλαι ποτέ «βυζαντινής αρχοντιάς», τις οποίες μας στέρησε η ελλαδική «επαρχιωτίλα»;
Εδώ πλέον ο ιδεοληπτικός νεοφαναριωτισμός δίνει τα ρέστα του! Τι και αν ο Λουκάς Νοταράς είχε νιώσει κυριολεκτικά «στο πετσί του» πόσο βαρύ, τελικά, ήταν το τίμημα εκείνου του «κρειττότερόν έστιν», με το οποίο δήλωνε ότι προτιμούσε τους Τούρκους από τους Λατίνους;… Ο Αθανάσιος ο Πάριος είχε κατά βάση δίκιο: η δουλεία στους Τούρκους ήταν θέλημα Θεού και εγγύηση της δογματικής καθαρότητάς μας ως ορθοδόξων. Κατά τα άλλα, η επανάσταση του 1821 δεν έπρεπε να γίνει, ήταν ένα ιστορικό λάθος. Και αν δεν το λέμε expressis verbis, το αφήνουμε πάντως να εννοηθεί ξεκάθαρα, ακόμη και σε ομιλίες μας την ημέρα της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου! Τα σχετικά πειστήρια υπάρχουν και είναι στη διάθεση του καθενός (2). Στις θέσεις αυτές δεν μπορεί, βέβαια, να αρνηθεί κανείς το τεκμήριο των καλών προθέσεων. Επιπλέον, δεν μπορεί να τους αμφισβητήσει το ελαφρυντικό ότι διατυπώνονται υπό το κράτος βαθιάς απογοήτευσης και δικαιολογημένης αγανάκτησης, όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Εξάλλου, θα ήταν ασυγχώρητη εθελοτυφλία να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη εγγενών στρεβλώσεων, από τις οποίες σημαδεύτηκε η ίδρυση και η λειτουργία του ελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, μας είναι αδύνατον να δεχτούμε τη βίαιη και ισοπεδωτική απαξίωση των αγώνων και των θυσιών ενός ιστορικού έθνους με σκοπό να αποκτήσει «στον ήλιο μοίρα». Επιπλέον, τίποτα δε μας εμποδίζει να εντοπίσουμε τις ιστορικές αστοχίες, οι οποίες υπάρχουν κατά τη γνώμη μας όχι μόνο στις παραπάνω θέσεις αλλά και στην ευρύτερη επιχειρηματολογία των εθνοαποδομητών. Τέλος –και αυτό είναι το πιο σημαντικό-- τίποτα δε μας αφαιρεί το δικαίωμα να επισημάνουμε τη σύγχυση και την αποθάρρυνση που προκαλούνται εξαιτίας όλων αυτών στους νέους μας την ώρα που χρειάζονται τόνωση του ηθικού τους, ώστε να σταθούν όρθιοι στην κοσμοχαλασιά της μεγάλης εθνικής κρίσης.
Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, να δούμε από κοντά τις παραπάνω ιστορικές αστοχίες:
1. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι η συνείδηση ελληνικότητας διαμορφώθηκε τάχα εκ των υστέρων, μέσω του κοραϊσμού, του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και της βαυαροκρατίας. -- Η αλήθεια είναι ότι οι εν λόγω παράγοντες μπορεί να συνέβαλαν στην ανάδειξη και τον προσανατολισμό της συνείδησης αυτής, αλλά με κανέναν τρόπο δεν τη δημιούργησαν εκ του μηδενός, γιατί, απλούστατα, ήταν κάτι που προϋπήρχε. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι αρκετούς αιώνες πριν από το 146 π.Χ., οπότε υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους, οι Έλληνες είχαν ήδη ενιαία πολιτιστική συνείδηση και σαφή επίγνωση των ισχυρών δεσμών που σφυρηλατούσαν την εσωτερική τους ενότητα διαφοροποιώντας τους έτσι από τους άλλους λαούς (3). Και καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, είτε ως Γραικοί είτε ως Ρωμιοί είτε ως Έλληνες, διατήρησαν ζωντανή, ακοίμητη και άσβηστη την εθνική τους συνείδηση (4). Από την αρχαιότητα ως σήμερα, η διαχρονική ελληνική συνείδηση κυλάει σαν ένα υπόγειο ρεύμα ιστορικών αναμνήσεων, ιδεών, πεποιθήσεων, παραδοχών, αξιών, ηθών και εθίμων, που με όχημα τη γλώσσα μεταδίδονται στη διαδρομή των αιώνων από γενιά σε γενιά. «Αµιγές αντί του αίµατος», γράφει ο Νικόλαος Πολίτης, «διετηρήθη εν τη γλώσση, τω βίω και τω χαρακτήρι του λαού το ελληνικόν πνεύµα δι’ αδιασπάστου αλύσεως παραδόσεων, ης ένα προς ένα τους κρίκους ανευρίσκοµεν εν τοις διαφόροις σταδίοις και ταις περιπετείαις της ελληνικής εθνότητος» (5).
2. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι τάχα η εθνική συνείδηση των Ελλήνων διαμορφώθηκε τεχνητά, μετά την ίδρυση του «ελληνώνυμου κρατιδίου». -- Η αλήθεια είναι ότι ανάλογες πρωθύστερες κατασκευές ίσχυσαν ιστορικά μόνο σε χώρες που εποικίστηκαν από μετανάστες, όπως οι ΗΠΑ, ή σε κράτη που προέκυψαν από το γεωγραφικό κατακερματισμό, στον οποίο υποβλήθηκαν τεράστιες εκτάσεις ολόκληρων ηπείρων (λ.χ. της Αφρικής) μετά την απαλλαγή τους από τα αποικιοκρατικά καθεστώτα˙ οπότε η εκ των υστέρων εμφύτευση εθνικής συνείδησης ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση των νεόκοπων εκείνων κρατικών μορφωμάτων. Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά όλα με τον ελληνισμό που, όταν ξεσηκώθηκε για την ελευθερία του, έσερνε πίσω του πολύ περισσότερα από δυόμιση χιλιάδες χρόνια πολιτιστικού βίου;
3. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι η παραπάνω πρωθύστερη διαδικασία ίσχυσε τάχα και για τους Έλληνες. -- Η αλήθεια είναι ότι για τους Έλληνες η διαδικασία υπήρξε τελείως διαφορετική και για του λόγου το ασφαλές παραθέτω τρία, μόνο, χαρακτηριστικά παραδείγματα, που τοποθετούνται χρονικά μετά το ορόσημο του 1453:
α) Όταν ο Αντώνιος Έπαρχος (1498-1563) γράφει στον ανθρωπιστή Μελάγχθωνα: «Όθεν ουκ εξ απόπτου μοι γίνεται θεάσασθαι το πατρώον έδαφος αδακρυτί, Ελλάδα την ποτέ κλεινήν ζυγόν δουλείας ακλεώς υποφέρουσαν», διατρανώνει την εθνική του συνείδηση και ταυτόχρονα διεκτραγωδεί τα δεινά της δουλείας.
β) Όταν αρκετές δεκαετίες νωρίτερα ο Μιχαήλ Αποστόλης (1422-1480), που είχε ζήσει την τραγωδία της Άλωσης, γράφει στο Φρειδερίκο τον Γ΄ τα εξής: «Απόδος το πανταχού γης διεσπαρμένον γένος ημών τη πατρίδι, το πάλαι ποτέ υψηλότατον και σοφώτατον, νυν δ’ εξουθενημένον και ταπεινότατον», του ζητάει στην ουσία να βοηθήσει τον ελληνισμό στην απόκτηση ελεύθερης (ή μάλλον απελευθερωμένης) πατρίδας, δηλαδή δικής του κρατικής οντότητας˙ και μάλιστα θεμελιώνει το αίτημά του στη ριζική αντίθεση ανάμεσα στο προγονικό κλέος των υποδούλων και στην αποκαρδιωτική παρακμή τους, επί των ημερών του. Και
γ) όταν ο Σίμων Πόρκιος (17. αιώνας) εκλιπαρεί τον καρδινάλιο Ρισελιέ να συμβάλει, ώστε η άλλοτε φημισμένη για τις πολιτιστικές επιδόσεις της Ελλάδα να επιστρέψει στην «παλαιάν της λαμπρότητα και ελευθερίαν», αποβλέπει και αυτός στην ίδρυση ελληνικού κράτους, στο οποίο οι Έλληνες, ένας λαός με ένδοξο παρελθόν, θα οργανώσουν τον εθνικό τους βίο απαλλαγμένοι από εξουσιαστές και δυνάστες (6).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και σε πάμπολλες άλλες που δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν η συνείδηση ελληνικότητας χρονικά προηγείται και λειτουργεί ως γενεσιουργός παράγοντας, ενώ τα όνειρα και τα διαβήματα για την ελευθερία, δηλαδή για τη συγκρότηση εθνικού κράτους, χρονικά έπονται και είναι το αποτέλεσμά της. Όσο για τον Κοραή, το ρομαντισμό, τους Βαυαρούς και, βέβαια, το εθνικό ελληνικό κράτος ως ιστορική πραγμάτωση, θα χρειαστούν… μερικοί αιώνες αναμονής για να εμφανιστούν!
4. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι τάχα διέπραξαν ιστορικό σφάλμα οι πρόγονοί μας που επαναστάτησαν, αγωνίστηκαν, «μάτωσαν» και θυσιάστηκαν στον υπέρ όλων αγώνα του 1821, προκειμένου να αποκτήσουμε ως έθνος τη δική μας πατρίδα (και ακουμπώντας σ’ αυτήν να τους ασκούμε σήμερα κριτική εκ του ασφαλούς…). – Η αλήθεια είναι ότι δε διαπράχθηκε κανένα ιστορικό σφάλμα! Η ελευθερία για τον Έλληνα ήταν όνειρο προαιώνιο, που όμως δεν επρόκειτο να πραγματωθεί ποτέ χωρίς τη συγκρότηση εθνικού κράτους. Για το λόγο ακριβώς αυτό οι πρόγονοί μας είναι και θα παραμείνουν στην ιστορική μνήμη και την εθνική συνείδηση των Πανελλήνων φωτεινά πρότυπα ηρωισμού και αυταπάρνησης και αιώνιοι αποδέκτες της απέραντης ευγνωμοσύνης μας. Καλό θα ήταν να μη μας διαφεύγουν κάποιες πικρές αλήθειες: το να παραμένεις εθελόδουλος υποτελής ενός ξένου κράτους, και μάλιστα απολυταρχικού, το καλύτερο που μπορεί να σου εξασφαλίσει είναι η απλή βιολογική επιβίωσή σου, εφόσον, βέβαια, υπηρετείς απαρέγκλιτα τα συμφέροντα του δυνάστη, υπομένεις αγόγγυστα τις αυθαιρεσίες του και στέργεις μοιρολατρικά στην αφομοίωσή σου απεμπολώντας σταδιακά την εθνική σου ιδιαιτερότητα -- κάτι που σε βάθος χρόνου μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει στην οριστική εξαφάνισή σου ως εθνότητας. Αυτά ας τα έχουν υπόψη τους όσοι χαρακτηρίζουν ιστορικό λάθος την Επανάσταση του 1821!...
5. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι τάχα εμείς οι Έλληνες, επειδή δεν είχαμε ποτέ «την κουλτούρα» του εθνικού κράτους, έπρεπε να συμβάλουμε --και μάλιστα χωρίς να βιαστούμε αλλά «εν καιρώ»-- στη συγκρότηση μιας ευρύτερης, μιας βαλκανικής κρατικής οντότητας (αν όχι στην ανασύσταση της ίδιας της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Χριστιανικής Ανατολής»), στο εσωτερικό της οποίας ο ελληνισμός θα μπορούσε να αναδειχτεί primus inter pares. Πράγμα που σημαίνει πιθανότατα ότι, εφόσον θα ερχόταν τελικά το πλήρωμα του χρόνου και το εγχείρημα θα αποδεικνυόταν εκ των πραγμάτων ανέφικτο, δεν θα έπρεπε, απλούστατα, να εξεγερθούμε ποτέ κατά των Τούρκων! -- Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα επιχείρημα εντελώς αίολο. Αξιοποιώντας όσα μέσα διέθεταν τότε, οι επαναστατημένοι Έλληνες πάλεψαν για το καλύτερο δυνατόν με βάση τα δεδομένα και τις συνθήκες της εποχής τους. Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι ιστορικές εξελίξεις υποτάσσονται στις δικές τους νομοτέλειες και δεν καθορίζονται πάντοτε και επακριβώς από τη βούληση των διαφόρων εθνών, όσο ισχυρή και αν είναι αυτή. Επιπλέον, δεν προδιαγράφονται, και μάλιστα… εκ των υστέρων, και κυρίως δεν είναι «ασκήσεις επί χάρτου» σε τηλεοπτικά κανάλια ή θεολογικά σπουδαστήρια… Το «ελληνώνυμο κρατίδιο», το οποίο με τους βαλκανικούς πολέμους θα διπλασιάσει τη γεωγραφική επικράτειά του, αγωνίστηκε με συνέπεια για την απελευθέρωση αλύτρωτων ελληνικών περιοχών (πρβλ. τις επαναστάσεις της Θεσσαλίας και της Κρήτης το 19. αιώνα, τις οποίες ενίσχυσε ή και υποκίνησε) και θα ήταν άδικο να χρεωθεί την απώλεια ή τη συρρίκνωση προαιώνιων ελληνικών εστιών, για παράδειγμα της Ιωνίας και της Αιγύπτου, αντίστοιχα. Στην πρώτη περίπτωση οι διωγμοί και οι σφαγές είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, ενώ στη δεύτερη οι δυσμενείς εξελίξεις συναρτώνται με πολιτικές επιλογές των εκεί καθεστώτων και δε σχετίζονται με πράξεις ή παραλείψεις του ελληνικού κράτους.
6. Όχι, δεν είναι λογικό αλλά, αντίθετα, είναι ανήκουστο και αδιανόητο όλοι ανεξαιρέτως οι λαοί της γης να δικαιούνται να αποκτήσουν κράτος --ακόμη και αυτοί που ήρθαν στο ιστορικό προσκήνιο «από το πουθενά», ακόμη και αυτοί που «φυτεύτηκαν» από κάποιους τρίτους σε γεωπολιτικά ευαίσθητες περιοχές του πλανήτη και έκτοτε πασχίζουν με πλαστογράφηση της ιστορίας και κλεμμένα σύμβολα να δημιουργήσουν εθνική συνείδηση-- και την ίδια στιγμή εμείς οι Έλληνες να αποτελούμε τη μοναδική εξαίρεση, δηλαδή να «απολαμβάνουμε» κατ’ αποκλειστικότητα το παγκόσμιο θλιβερό προνόμιο να μας αμφισβητείται αναδρομικά το ιστορικό δικαίωμα να έχουμε δημιουργήσει ως έθνος το δικό μας κράτος! Και μάλιστα εμπνευστές, εκφραστές και σημαιοφόροι αυτής της συστηματικής αμφισβήτησης και αυτής της αδιάλλακτης άρνησης να είναι ομοεθνείς μας, να είναι Έλληνες, που επικαλούνται κάθε φορά θολά και συγκεχυμένα κριτήρια για να επιδοθούν σε ακατάσχετες θρηνωδίες και ιερεμιάδες, θεωρώντας πλέον ζήτημα χρόνου την ολοσχερή εξαφάνιση αυτού του «ελληνώνυμου» μορφώματος και προεξοφλώντας ότι, διεθνώς, δεν πρόκειται να λυπηθεί εξαιτίας της απολύτως κανένας…
Εκείνο, πάντως, στο οποίο θα συμφωνούσε κανείς χωρίς επιφυλάξεις είναι το ότι τα τελευταία χρόνια ο ελληνισμός διέρχεται μια πρωτοφανή, παρατεταμένη και πολύπλευρη κρίση, που προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας ενδημικής παρακμής και αποσύνθεσης. Η κρίση αυτή έχει τις ρίζες της στην ιδιαιτερότητα των συνθηκών που προσδιόρισαν τη νεότερη ιστορία μας, στην πολλαπλή εξάρτησή μας από τον ξένο παράγοντα, στη διαμορφωμένη θλιβερή παράδοση πολιτικών ταγών της χώρας, οι οποίοι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, αποδεικνύονται κατά την επιεικέστερη έκφραση κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά και σε αταβιστικά ελαττώματα του ίδιου του λαού μας, που σε μικρότερο, έστω, βαθμό φέρει και αυτός τις ευθύνες του για το σημερινό κατάντημα. Από εδώ προφανώς έλκουν την καταγωγή τους, όπως παρατηρήθηκε ήδη, τόσο η άκρα πεσιμιστική διάθεση όσο και οι συνακόλουθες δηλητηριώδεις επισημάνσεις, που, «υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα», θέτουν καμιά φορά επί τάπητος και αμφισβητούν ριζικά τη γνησιότητα της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας αν όχι και την ίδια τη σκοπιμότητα της κρατικής μας υπόστασης….
Ωστόσο, οι παράταιρες αυτές φωνές δεν είναι σε θέση να εκμηδενίσουν τα επιτεύγματα του ελληνισμού τα τελευταία 180 χρόνια και κυρίως δε μας απαλλάσσουν από το πατριωτικό χρέος μας να αγωνιστούμε «με νύχια και με δόντια» για τη απελευθέρωσή μας από την παρακμή και την εξαθλίωση – για την κοινωνική μας ανόρθωση και την εθνική μας αναγέννηση. Σε αυτό το χρέος οδηγεί η αναστοχαστική προσέγγιση της εθνεγερσίας του 1821 και στην εκπλήρωση αυτού, ακριβώς, του χρέους οφείλει να επικεντρωθεί σήμερα ο πατριωτισμός των Ελλήνων. Χωρίς μεγαλοστομίες και «κορώνες» αλλά με αποφασιστικότητα και αυτεπίγνωση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλέπε, Φάκελος: Επανάσταση του 1821, στο «Αντίβαρο» (http://www.antibaro.gr/article/1465).
2. Οι απόψεις και οι τάσεις, στις οποίος συγκλίνουν και εν πολλοίς συμπίπτουν «προοδευτικοί» εθνοαποδομητές και ορθόδοξοι ελληνομηδενιστές, εκτίθενται με παραστατικότητα και ενάργεια στο άρθρο του Γιώργου Καραμπελιά, Φανερή και…κρυφή γοητεία του νέο-Οθωμανισμού, (ηλεκτρονικό περιοδικό «Αντίβαρο» http://www.antibaro.gr/article/377. Βλ. και περιοδικό «Άρδην», τεύχος 73).
3. Φ. Κ. Βώρου, Δοκίμιο ανίχνευσης της διαμορφούμενης κατά το 18ο αιώνα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων στο έργο του Ρήγα Φεραίου – Βελεστινλή (αναβίωση των όρων αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων – Γραικών), Εισήγηση σε συνέδριο για το έργο του Ρήγα Βελεστινλή με πρωτοβουλία του Δημητρίου Καραμπερόπουλου ως Προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα (http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:http://www.voros.gr/ist/ar1005.doc)..
4. Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, Η συνέχεια επί τρεις χιλιετίες των Ελλήνων (http://www.antibaro.gr/article/3041). Βλ. και Κυριάκου Κατσιμάνη, α) Η ελληνική συνείδηση κατά τους βυζαντινούς χρόνους («Φιλολογική», Απρίλιος-Ιούνιος 2011, τεύχος 115, σσ. 3-5 και «Αντίβαρο», http://www.antibaro.gr/article/3287), β) Η διαχρονικότητα της ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών («Θέματα Ελληνικής Ιστορίας», http://www.istorikathemata.com/2012/01/blog-post_07.html, και «Φιλολογική», Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011, τεύχος 117, σσ. 3-6) και γ) Ονομάτων απελευθέρωσις. Έλληνες ή Ρωμιοί; -- και πάλι! («24 γράμματα», http://www.24grammata.com/?p=27164 και «Φιλολογική», Απρίλιος-Ιούνιος 2012, τεύχος 119, σσ. 45-56).
5. In Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, Νέος ελληνισμός. Οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του Έθνους, [1204 - μέσα 15ου αιώνα], Εκδ. Οίκος Αντωνίου Σταμούλη, 2008, σελ. 45.
6. Τα παραθέματα προέρχονται από το έργο του Μιχ. Περάνθη Ελληνική Πεζογραφία. Από την Άλωση ως σήμερα, 2η έκδοση, πρώτος τόμος, σσ. 241, 77 και 370, αντίστοιχα.
α) είναι προϊόν του ρομαντισμού, της βαυαροκρατίας και της «μεταπρατικής» κοραϊκής μετακένωσης και
β) δεν αποτέλεσε την αβίαστη έκφραση μιας υπαρκτής συλλογικής συνείδησης, όπως θα ήταν φυσικό, αλλά επιβλήθηκε «άνωθεν», άρα δεν είναι αυθεντική αλλά «φαντασιακή». Και ο παράγοντας που την επέβαλε ήταν το «ελλαδικό κρατίδιο», δηλαδή το κακέκτυπο του δυτικού έθνους-κράτους, ενός δημιουργήματος των τελευταίων δυο-τριών αιώνων.
Ορισμένοι μάλιστα προχωρούν πολύ περισσότερο: διαχρονική πηγή δεινών και μόνιμο όνειδος για την ελληνικότητα είναι «το ελλαδικό» ή καλύτερα, «το ελληνώνυμο» εθνικό κρατίδιο, αυτό το πολιτειακό έκτρωμα, που αποτελεί ενσάρκωση και ιστορική πραγμάτωση του απόλυτου κακού. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε το 1833 να σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή του τέλους του ελληνισμού – ενός τέλους που θα συντελεστεί με παρατεταμένο, βασανιστικό και ταπεινωτικό ψυχορράγημα…
Μελετώντας τις τελευταίες αυτές θέσεις, που υποστηρίζονται από κάποιες εμβληματικές μορφές της σύγχρονης διανόησης τις οποίες πάντοτε σεβόμαστε και τιμούμε, καταλαμβανόμαστε από τέτοιο πανικό, ώστε αισθανόμαστε την ανάγκη να τρέξουμε να χωθούμε στη στοργική αγκαλιά της μητέρας Τουρκίας (της «καλής» Τουρκίας, της ισλαμο-Ερντογανικής, όχι της Κεμαλικής!), που έχει ήδη ανοίξει και μας περιμένει ανυπόμονα. Άλλωστε, μια επίμονη και χειμαρρώδης ιδεοληπτική ρητορεία μάς έχει ήδη προετοιμάσει για την απονενοημένη αυτή ενέργεια. Μήπως δε ζούσαμε μια χαρά ως Τούρκοι υπήκοοι; (Αυτή άλλωστε την ιδέα είχαν επιχειρήσει να μας περάσουν πρόπερσι και εκείνες οι αλήστου μνήμης εκπομπές του ΣΚΑΪ για το 1821) (1). Μήπως επί τουρκοκρατίας οι Έλληνες δεν ταξίδευαν «από θέσεως ισχύος» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης; Μήπως οι «καραβοκυραίοι» μας δεν όργωναν τότε τις θάλασσες και δε συσσώρευαν χρυσάφι στα θησαυροφυλάκιά τους; Μήπως η Κοινότητα, αυτή η ιδιότυπη αλλά ιστορικά καταξιωμένη εκδοχή οικονομικο-κοινωνικής οργάνωσης, δεν ευνοούσε την άνθηση αυθεντικών μορφών λαϊκού πολιτισμού; Μήπως ως Κωνσταντινουπολίτες ή Μικρασιάτες δεν ήμαστε κοινωνοί κάποιων «απορροών» της πάλαι ποτέ «βυζαντινής αρχοντιάς», τις οποίες μας στέρησε η ελλαδική «επαρχιωτίλα»;
Εδώ πλέον ο ιδεοληπτικός νεοφαναριωτισμός δίνει τα ρέστα του! Τι και αν ο Λουκάς Νοταράς είχε νιώσει κυριολεκτικά «στο πετσί του» πόσο βαρύ, τελικά, ήταν το τίμημα εκείνου του «κρειττότερόν έστιν», με το οποίο δήλωνε ότι προτιμούσε τους Τούρκους από τους Λατίνους;… Ο Αθανάσιος ο Πάριος είχε κατά βάση δίκιο: η δουλεία στους Τούρκους ήταν θέλημα Θεού και εγγύηση της δογματικής καθαρότητάς μας ως ορθοδόξων. Κατά τα άλλα, η επανάσταση του 1821 δεν έπρεπε να γίνει, ήταν ένα ιστορικό λάθος. Και αν δεν το λέμε expressis verbis, το αφήνουμε πάντως να εννοηθεί ξεκάθαρα, ακόμη και σε ομιλίες μας την ημέρα της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου! Τα σχετικά πειστήρια υπάρχουν και είναι στη διάθεση του καθενός (2). Στις θέσεις αυτές δεν μπορεί, βέβαια, να αρνηθεί κανείς το τεκμήριο των καλών προθέσεων. Επιπλέον, δεν μπορεί να τους αμφισβητήσει το ελαφρυντικό ότι διατυπώνονται υπό το κράτος βαθιάς απογοήτευσης και δικαιολογημένης αγανάκτησης, όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Εξάλλου, θα ήταν ασυγχώρητη εθελοτυφλία να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη εγγενών στρεβλώσεων, από τις οποίες σημαδεύτηκε η ίδρυση και η λειτουργία του ελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, μας είναι αδύνατον να δεχτούμε τη βίαιη και ισοπεδωτική απαξίωση των αγώνων και των θυσιών ενός ιστορικού έθνους με σκοπό να αποκτήσει «στον ήλιο μοίρα». Επιπλέον, τίποτα δε μας εμποδίζει να εντοπίσουμε τις ιστορικές αστοχίες, οι οποίες υπάρχουν κατά τη γνώμη μας όχι μόνο στις παραπάνω θέσεις αλλά και στην ευρύτερη επιχειρηματολογία των εθνοαποδομητών. Τέλος –και αυτό είναι το πιο σημαντικό-- τίποτα δε μας αφαιρεί το δικαίωμα να επισημάνουμε τη σύγχυση και την αποθάρρυνση που προκαλούνται εξαιτίας όλων αυτών στους νέους μας την ώρα που χρειάζονται τόνωση του ηθικού τους, ώστε να σταθούν όρθιοι στην κοσμοχαλασιά της μεγάλης εθνικής κρίσης.
Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, να δούμε από κοντά τις παραπάνω ιστορικές αστοχίες:
1. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι η συνείδηση ελληνικότητας διαμορφώθηκε τάχα εκ των υστέρων, μέσω του κοραϊσμού, του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και της βαυαροκρατίας. -- Η αλήθεια είναι ότι οι εν λόγω παράγοντες μπορεί να συνέβαλαν στην ανάδειξη και τον προσανατολισμό της συνείδησης αυτής, αλλά με κανέναν τρόπο δεν τη δημιούργησαν εκ του μηδενός, γιατί, απλούστατα, ήταν κάτι που προϋπήρχε. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι αρκετούς αιώνες πριν από το 146 π.Χ., οπότε υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους, οι Έλληνες είχαν ήδη ενιαία πολιτιστική συνείδηση και σαφή επίγνωση των ισχυρών δεσμών που σφυρηλατούσαν την εσωτερική τους ενότητα διαφοροποιώντας τους έτσι από τους άλλους λαούς (3). Και καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, είτε ως Γραικοί είτε ως Ρωμιοί είτε ως Έλληνες, διατήρησαν ζωντανή, ακοίμητη και άσβηστη την εθνική τους συνείδηση (4). Από την αρχαιότητα ως σήμερα, η διαχρονική ελληνική συνείδηση κυλάει σαν ένα υπόγειο ρεύμα ιστορικών αναμνήσεων, ιδεών, πεποιθήσεων, παραδοχών, αξιών, ηθών και εθίμων, που με όχημα τη γλώσσα μεταδίδονται στη διαδρομή των αιώνων από γενιά σε γενιά. «Αµιγές αντί του αίµατος», γράφει ο Νικόλαος Πολίτης, «διετηρήθη εν τη γλώσση, τω βίω και τω χαρακτήρι του λαού το ελληνικόν πνεύµα δι’ αδιασπάστου αλύσεως παραδόσεων, ης ένα προς ένα τους κρίκους ανευρίσκοµεν εν τοις διαφόροις σταδίοις και ταις περιπετείαις της ελληνικής εθνότητος» (5).
2. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι τάχα η εθνική συνείδηση των Ελλήνων διαμορφώθηκε τεχνητά, μετά την ίδρυση του «ελληνώνυμου κρατιδίου». -- Η αλήθεια είναι ότι ανάλογες πρωθύστερες κατασκευές ίσχυσαν ιστορικά μόνο σε χώρες που εποικίστηκαν από μετανάστες, όπως οι ΗΠΑ, ή σε κράτη που προέκυψαν από το γεωγραφικό κατακερματισμό, στον οποίο υποβλήθηκαν τεράστιες εκτάσεις ολόκληρων ηπείρων (λ.χ. της Αφρικής) μετά την απαλλαγή τους από τα αποικιοκρατικά καθεστώτα˙ οπότε η εκ των υστέρων εμφύτευση εθνικής συνείδησης ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση των νεόκοπων εκείνων κρατικών μορφωμάτων. Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά όλα με τον ελληνισμό που, όταν ξεσηκώθηκε για την ελευθερία του, έσερνε πίσω του πολύ περισσότερα από δυόμιση χιλιάδες χρόνια πολιτιστικού βίου;
3. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι η παραπάνω πρωθύστερη διαδικασία ίσχυσε τάχα και για τους Έλληνες. -- Η αλήθεια είναι ότι για τους Έλληνες η διαδικασία υπήρξε τελείως διαφορετική και για του λόγου το ασφαλές παραθέτω τρία, μόνο, χαρακτηριστικά παραδείγματα, που τοποθετούνται χρονικά μετά το ορόσημο του 1453:
α) Όταν ο Αντώνιος Έπαρχος (1498-1563) γράφει στον ανθρωπιστή Μελάγχθωνα: «Όθεν ουκ εξ απόπτου μοι γίνεται θεάσασθαι το πατρώον έδαφος αδακρυτί, Ελλάδα την ποτέ κλεινήν ζυγόν δουλείας ακλεώς υποφέρουσαν», διατρανώνει την εθνική του συνείδηση και ταυτόχρονα διεκτραγωδεί τα δεινά της δουλείας.
β) Όταν αρκετές δεκαετίες νωρίτερα ο Μιχαήλ Αποστόλης (1422-1480), που είχε ζήσει την τραγωδία της Άλωσης, γράφει στο Φρειδερίκο τον Γ΄ τα εξής: «Απόδος το πανταχού γης διεσπαρμένον γένος ημών τη πατρίδι, το πάλαι ποτέ υψηλότατον και σοφώτατον, νυν δ’ εξουθενημένον και ταπεινότατον», του ζητάει στην ουσία να βοηθήσει τον ελληνισμό στην απόκτηση ελεύθερης (ή μάλλον απελευθερωμένης) πατρίδας, δηλαδή δικής του κρατικής οντότητας˙ και μάλιστα θεμελιώνει το αίτημά του στη ριζική αντίθεση ανάμεσα στο προγονικό κλέος των υποδούλων και στην αποκαρδιωτική παρακμή τους, επί των ημερών του. Και
γ) όταν ο Σίμων Πόρκιος (17. αιώνας) εκλιπαρεί τον καρδινάλιο Ρισελιέ να συμβάλει, ώστε η άλλοτε φημισμένη για τις πολιτιστικές επιδόσεις της Ελλάδα να επιστρέψει στην «παλαιάν της λαμπρότητα και ελευθερίαν», αποβλέπει και αυτός στην ίδρυση ελληνικού κράτους, στο οποίο οι Έλληνες, ένας λαός με ένδοξο παρελθόν, θα οργανώσουν τον εθνικό τους βίο απαλλαγμένοι από εξουσιαστές και δυνάστες (6).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και σε πάμπολλες άλλες που δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν η συνείδηση ελληνικότητας χρονικά προηγείται και λειτουργεί ως γενεσιουργός παράγοντας, ενώ τα όνειρα και τα διαβήματα για την ελευθερία, δηλαδή για τη συγκρότηση εθνικού κράτους, χρονικά έπονται και είναι το αποτέλεσμά της. Όσο για τον Κοραή, το ρομαντισμό, τους Βαυαρούς και, βέβαια, το εθνικό ελληνικό κράτος ως ιστορική πραγμάτωση, θα χρειαστούν… μερικοί αιώνες αναμονής για να εμφανιστούν!
4. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι τάχα διέπραξαν ιστορικό σφάλμα οι πρόγονοί μας που επαναστάτησαν, αγωνίστηκαν, «μάτωσαν» και θυσιάστηκαν στον υπέρ όλων αγώνα του 1821, προκειμένου να αποκτήσουμε ως έθνος τη δική μας πατρίδα (και ακουμπώντας σ’ αυτήν να τους ασκούμε σήμερα κριτική εκ του ασφαλούς…). – Η αλήθεια είναι ότι δε διαπράχθηκε κανένα ιστορικό σφάλμα! Η ελευθερία για τον Έλληνα ήταν όνειρο προαιώνιο, που όμως δεν επρόκειτο να πραγματωθεί ποτέ χωρίς τη συγκρότηση εθνικού κράτους. Για το λόγο ακριβώς αυτό οι πρόγονοί μας είναι και θα παραμείνουν στην ιστορική μνήμη και την εθνική συνείδηση των Πανελλήνων φωτεινά πρότυπα ηρωισμού και αυταπάρνησης και αιώνιοι αποδέκτες της απέραντης ευγνωμοσύνης μας. Καλό θα ήταν να μη μας διαφεύγουν κάποιες πικρές αλήθειες: το να παραμένεις εθελόδουλος υποτελής ενός ξένου κράτους, και μάλιστα απολυταρχικού, το καλύτερο που μπορεί να σου εξασφαλίσει είναι η απλή βιολογική επιβίωσή σου, εφόσον, βέβαια, υπηρετείς απαρέγκλιτα τα συμφέροντα του δυνάστη, υπομένεις αγόγγυστα τις αυθαιρεσίες του και στέργεις μοιρολατρικά στην αφομοίωσή σου απεμπολώντας σταδιακά την εθνική σου ιδιαιτερότητα -- κάτι που σε βάθος χρόνου μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει στην οριστική εξαφάνισή σου ως εθνότητας. Αυτά ας τα έχουν υπόψη τους όσοι χαρακτηρίζουν ιστορικό λάθος την Επανάσταση του 1821!...
5. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι τάχα εμείς οι Έλληνες, επειδή δεν είχαμε ποτέ «την κουλτούρα» του εθνικού κράτους, έπρεπε να συμβάλουμε --και μάλιστα χωρίς να βιαστούμε αλλά «εν καιρώ»-- στη συγκρότηση μιας ευρύτερης, μιας βαλκανικής κρατικής οντότητας (αν όχι στην ανασύσταση της ίδιας της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Χριστιανικής Ανατολής»), στο εσωτερικό της οποίας ο ελληνισμός θα μπορούσε να αναδειχτεί primus inter pares. Πράγμα που σημαίνει πιθανότατα ότι, εφόσον θα ερχόταν τελικά το πλήρωμα του χρόνου και το εγχείρημα θα αποδεικνυόταν εκ των πραγμάτων ανέφικτο, δεν θα έπρεπε, απλούστατα, να εξεγερθούμε ποτέ κατά των Τούρκων! -- Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα επιχείρημα εντελώς αίολο. Αξιοποιώντας όσα μέσα διέθεταν τότε, οι επαναστατημένοι Έλληνες πάλεψαν για το καλύτερο δυνατόν με βάση τα δεδομένα και τις συνθήκες της εποχής τους. Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι ιστορικές εξελίξεις υποτάσσονται στις δικές τους νομοτέλειες και δεν καθορίζονται πάντοτε και επακριβώς από τη βούληση των διαφόρων εθνών, όσο ισχυρή και αν είναι αυτή. Επιπλέον, δεν προδιαγράφονται, και μάλιστα… εκ των υστέρων, και κυρίως δεν είναι «ασκήσεις επί χάρτου» σε τηλεοπτικά κανάλια ή θεολογικά σπουδαστήρια… Το «ελληνώνυμο κρατίδιο», το οποίο με τους βαλκανικούς πολέμους θα διπλασιάσει τη γεωγραφική επικράτειά του, αγωνίστηκε με συνέπεια για την απελευθέρωση αλύτρωτων ελληνικών περιοχών (πρβλ. τις επαναστάσεις της Θεσσαλίας και της Κρήτης το 19. αιώνα, τις οποίες ενίσχυσε ή και υποκίνησε) και θα ήταν άδικο να χρεωθεί την απώλεια ή τη συρρίκνωση προαιώνιων ελληνικών εστιών, για παράδειγμα της Ιωνίας και της Αιγύπτου, αντίστοιχα. Στην πρώτη περίπτωση οι διωγμοί και οι σφαγές είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, ενώ στη δεύτερη οι δυσμενείς εξελίξεις συναρτώνται με πολιτικές επιλογές των εκεί καθεστώτων και δε σχετίζονται με πράξεις ή παραλείψεις του ελληνικού κράτους.
6. Όχι, δεν είναι λογικό αλλά, αντίθετα, είναι ανήκουστο και αδιανόητο όλοι ανεξαιρέτως οι λαοί της γης να δικαιούνται να αποκτήσουν κράτος --ακόμη και αυτοί που ήρθαν στο ιστορικό προσκήνιο «από το πουθενά», ακόμη και αυτοί που «φυτεύτηκαν» από κάποιους τρίτους σε γεωπολιτικά ευαίσθητες περιοχές του πλανήτη και έκτοτε πασχίζουν με πλαστογράφηση της ιστορίας και κλεμμένα σύμβολα να δημιουργήσουν εθνική συνείδηση-- και την ίδια στιγμή εμείς οι Έλληνες να αποτελούμε τη μοναδική εξαίρεση, δηλαδή να «απολαμβάνουμε» κατ’ αποκλειστικότητα το παγκόσμιο θλιβερό προνόμιο να μας αμφισβητείται αναδρομικά το ιστορικό δικαίωμα να έχουμε δημιουργήσει ως έθνος το δικό μας κράτος! Και μάλιστα εμπνευστές, εκφραστές και σημαιοφόροι αυτής της συστηματικής αμφισβήτησης και αυτής της αδιάλλακτης άρνησης να είναι ομοεθνείς μας, να είναι Έλληνες, που επικαλούνται κάθε φορά θολά και συγκεχυμένα κριτήρια για να επιδοθούν σε ακατάσχετες θρηνωδίες και ιερεμιάδες, θεωρώντας πλέον ζήτημα χρόνου την ολοσχερή εξαφάνιση αυτού του «ελληνώνυμου» μορφώματος και προεξοφλώντας ότι, διεθνώς, δεν πρόκειται να λυπηθεί εξαιτίας της απολύτως κανένας…
Εκείνο, πάντως, στο οποίο θα συμφωνούσε κανείς χωρίς επιφυλάξεις είναι το ότι τα τελευταία χρόνια ο ελληνισμός διέρχεται μια πρωτοφανή, παρατεταμένη και πολύπλευρη κρίση, που προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας ενδημικής παρακμής και αποσύνθεσης. Η κρίση αυτή έχει τις ρίζες της στην ιδιαιτερότητα των συνθηκών που προσδιόρισαν τη νεότερη ιστορία μας, στην πολλαπλή εξάρτησή μας από τον ξένο παράγοντα, στη διαμορφωμένη θλιβερή παράδοση πολιτικών ταγών της χώρας, οι οποίοι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, αποδεικνύονται κατά την επιεικέστερη έκφραση κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά και σε αταβιστικά ελαττώματα του ίδιου του λαού μας, που σε μικρότερο, έστω, βαθμό φέρει και αυτός τις ευθύνες του για το σημερινό κατάντημα. Από εδώ προφανώς έλκουν την καταγωγή τους, όπως παρατηρήθηκε ήδη, τόσο η άκρα πεσιμιστική διάθεση όσο και οι συνακόλουθες δηλητηριώδεις επισημάνσεις, που, «υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα», θέτουν καμιά φορά επί τάπητος και αμφισβητούν ριζικά τη γνησιότητα της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας αν όχι και την ίδια τη σκοπιμότητα της κρατικής μας υπόστασης….
Ωστόσο, οι παράταιρες αυτές φωνές δεν είναι σε θέση να εκμηδενίσουν τα επιτεύγματα του ελληνισμού τα τελευταία 180 χρόνια και κυρίως δε μας απαλλάσσουν από το πατριωτικό χρέος μας να αγωνιστούμε «με νύχια και με δόντια» για τη απελευθέρωσή μας από την παρακμή και την εξαθλίωση – για την κοινωνική μας ανόρθωση και την εθνική μας αναγέννηση. Σε αυτό το χρέος οδηγεί η αναστοχαστική προσέγγιση της εθνεγερσίας του 1821 και στην εκπλήρωση αυτού, ακριβώς, του χρέους οφείλει να επικεντρωθεί σήμερα ο πατριωτισμός των Ελλήνων. Χωρίς μεγαλοστομίες και «κορώνες» αλλά με αποφασιστικότητα και αυτεπίγνωση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλέπε, Φάκελος: Επανάσταση του 1821, στο «Αντίβαρο» (http://www.antibaro.gr/article/1465).
2. Οι απόψεις και οι τάσεις, στις οποίος συγκλίνουν και εν πολλοίς συμπίπτουν «προοδευτικοί» εθνοαποδομητές και ορθόδοξοι ελληνομηδενιστές, εκτίθενται με παραστατικότητα και ενάργεια στο άρθρο του Γιώργου Καραμπελιά, Φανερή και…κρυφή γοητεία του νέο-Οθωμανισμού, (ηλεκτρονικό περιοδικό «Αντίβαρο» http://www.antibaro.gr/article/377. Βλ. και περιοδικό «Άρδην», τεύχος 73).
3. Φ. Κ. Βώρου, Δοκίμιο ανίχνευσης της διαμορφούμενης κατά το 18ο αιώνα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων στο έργο του Ρήγα Φεραίου – Βελεστινλή (αναβίωση των όρων αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων – Γραικών), Εισήγηση σε συνέδριο για το έργο του Ρήγα Βελεστινλή με πρωτοβουλία του Δημητρίου Καραμπερόπουλου ως Προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα (http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:http://www.voros.gr/ist/ar1005.doc)..
4. Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, Η συνέχεια επί τρεις χιλιετίες των Ελλήνων (http://www.antibaro.gr/article/3041). Βλ. και Κυριάκου Κατσιμάνη, α) Η ελληνική συνείδηση κατά τους βυζαντινούς χρόνους («Φιλολογική», Απρίλιος-Ιούνιος 2011, τεύχος 115, σσ. 3-5 και «Αντίβαρο», http://www.antibaro.gr/article/3287), β) Η διαχρονικότητα της ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών («Θέματα Ελληνικής Ιστορίας», http://www.istorikathemata.com/2012/01/blog-post_07.html, και «Φιλολογική», Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011, τεύχος 117, σσ. 3-6) και γ) Ονομάτων απελευθέρωσις. Έλληνες ή Ρωμιοί; -- και πάλι! («24 γράμματα», http://www.24grammata.com/?p=27164 και «Φιλολογική», Απρίλιος-Ιούνιος 2012, τεύχος 119, σσ. 45-56).
5. In Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, Νέος ελληνισμός. Οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του Έθνους, [1204 - μέσα 15ου αιώνα], Εκδ. Οίκος Αντωνίου Σταμούλη, 2008, σελ. 45.
6. Τα παραθέματα προέρχονται από το έργο του Μιχ. Περάνθη Ελληνική Πεζογραφία. Από την Άλωση ως σήμερα, 2η έκδοση, πρώτος τόμος, σσ. 241, 77 και 370, αντίστοιχα.
Κυριάκος Κατσιμάνης, Docteur d' Etat του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, Επίκ. Καθηγητή Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
http://www.istorikathemata.com/2013/03/25.html
http://www.istorikathemata.com/2013/03/25.html
No comments :
Post a Comment