Ενώ η Ελλάδα το 1997 είχε δανείσει 20 δις δραχμές στην κατεστραμμένη Αλβανία, σήμερα την «παρακαλάει» να δεχτεί την οριοθέτηση της μεταξύ μας ΑΟΖ.
Τούρκοι και Ιταλοί εξασφάλισαν ανταλλάγματα στρατηγικής σημασίας… Το 1997 η «κρίση των πυραμίδων» που ξέσπασε στην Αλβανία είχε αναγκάσει την αλβανική κυβέρνηση να ζητήσει οικονομική βοήθεια από ξένες χώρες για να καταφέρει να ξαναχτίσει το κράτος της. Ελλάδα, Ιταλία και Τουρκία ήταν μεταξύ εκείνων που δάνεισαν τότε στους Αλβανούς τεράστια ποσά, με μία σημαντική διαφορά: οι Τούρκοι και οι Ιταλοί κατάφεραν να εξασφαλίσουν ανταλλάγματα μεγάλης στρατηγικής σημασίας, με τους πρώτους να αποκτούν τον έλεγχο κεντρικών στρατιωτικών βάσεων της Αλβανίας και τους δεύτερους να αγοράζουν ένα αλβανικό νησί -κάποτε ανήκε στην Ελλάδα!-, η θέση του οποίου το καθιστά «ρυθμιστή» για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στην περιοχή. Αντίθετα, η Ελλάδα, που το 1997 είχε δανείσει περίπου 58 εκατ. ευρώ στην καταστραμμένη Αλβανία, σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά, την «παρακαλάει» να δεχτεί την οριοθέτηση της μεταξύ μας ΑΟΖ για να προχωρήσουμε στις έρευνες για πετρέλαιο στο Ιόνιο. Αν και στην κοινή γνώμη έχει καλλιεργηθεί η άποψη ότι το μεγάλο «αγκάθι» για τη χώρα μας είναι η ΑΟΖ του Αιγαίου -λόγω των κυριαρχικών απαιτήσεων που προβάλλει η Τουρκία-, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, καθώς και η ΑΟΖ του Ιονίου βρίσκεται στον αέρα.
Η κατάσταση στην περιοχή του Βόρειου Ιονίου, όπου ξεκινούν άμεσα οι έρευνες από το νορβηγικό σκάφος Nordic Explorer, είναι εξαιρετικά σύνθετη, αφού αποτελεί σημείο «σύγκρουσης» πολλών διαφορετικών συμφερόντων: οι διαρκώς αυξανόμενες διεκδικήσεις της Αλβανίας η στρατηγική συνεργασία των Αλβανών με τους Τούρκους και η σταθερή επιδίωξη της Ιταλίας να ασκεί επιρροή και έλεγχο είναι τα βασικά σημεία ενός προβλήματος που η χώρα μας καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει. Όπως αποκαλύπτουν τα «Επίκαιρα», η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει αποκτήσει το προβάδισμα στο Βόρειο Ιόνιο, αν υπήρχαν στρατηγικός σχεδιασμός και πολιτικό όραμα κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ήδη οι έρευνες για πετρέλαιο στο Βόρειο Ιόνιο έχουν προκαλέσει αντιδράσεις στο αλβανικό Κοινοβούλιο, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να ζητούν από την κυβέρνηση της Αλβανίας να μην επιτρέψει στην Ελλάδα να τις πραγματοποιήσει! Το ζήτημα της οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ των δύο χωρών βρίσκεται στον αέρα από το 2009, καθώς η συμφωνία που είχε υπογραφεί τότε από την Ελλάδα και την Αλβανία ακυρώθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας «για τεχνικούς λόγους» – υπό την καθοδήγηση της Τουρκίας φυσικά!
Την ώρα που εμείς συζητάμε αν και πώς θα τολμήσουμε να θέσουμε θέμα υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, οι Τούρκοι έχουν λάβει θέσεις μάχης και στη δυτική πλευρά της χώρας μας, επηρεάζοντας ουσιαστικά τις αποφάσεις της Αλβανίας για τα πετρέλαια του Ιονίου. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία δεν είδε με καθόλου καλό μάτι την ελληνοαλβανική συμφωνία για την ΑΟΖ, καθώς αυτή αναγνώριζε υφαλοκρηπίδα στις Διαπόντιες Νήσους -το νησιωτικό σύμπλεγμα στα βορειοδυτικά της Κέρκυρας που αποτελείται από τρία κατοικημένα νησάκια και οχτώ ακατοίκητες νησίδες-, γεγονός που θα αποτελούσε {ανεπιθύμητο για τους Τούρκους) προηγούμενο στο Αιγαίο. Η επίσημη θέση της χώρας μας, πάντως, είναι πως η απόφαση της αλβανικής Δικαιοσύνης να ακυρώσει την ΑΟΖ είναι αβάσιμη και αποτελεί εσωτερικό πρόβλημα των Αλβανών, αφού από τη στιγμή που υπεγράφη διακρατική συμφωνία δεν μπορεί να γίνει νέα διαπραγμάτευση.
Ως προς τους έτερους γείτονες της θαλάσσιας ΑΟΖ μας στο Ιόνιο, τους Ιταλούς, το θέμα δεν είναι τόσο «τακτοποιημένο» όσο θέλουν να το παρουσιάζουν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Αν και η Ελλάδα έχει οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα της με την Ιταλία από το 1977 -στην ουσία αυτή είναι η μόνη θαλάσσια ζώνη που έχουμε ρυθμίσει- οι πληροφορίες λένε ότι οι Ιταλοί δεν σκοπεύουν να επαναπαυτούν σε εκείνη τη συμφωνία. Έτσι, μπορεί η Ελλάδα να είναι ήσυχη ότι η ΑΟΖ με την Ιταλία θα χαραχτεί με βάση τα έξι σημεία της μεταξύ τους υφαλοκρηπίδας, οι Ιταλοί όμως αναζητούν τρόπους να διεκδικήσουν ένα μεγαλύτερο θαλάσσιο κομμάτι. Στην κατεύθυνση αυτή, η Ιταλία δεν δίστασε να «αγοράσει» ένα ολόκληρο αλβανικό νησί ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας ως αντάλλαγμα για την παροχή δανείου προς την Αλβανία το 1998. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι το μικρό νησί, που ενδέχεται να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ με τις δύο χώρες, ανήκε κάποτε στη χώρα μας.
Η νησίδα Σάσων (Σαζάνη για τους Αλβανούς) έχει έκταση 4,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων και βρίσκεται έξω από την είσοδο του Κόλπου του Αυλώνα, στο στενό του Οτράντο. Αν και πρόκειται για ένα μικρό βραχώδες κομμάτι γης, η θέση του είναι τέτοια, που καθιστά τη στρατιωτική σημασία του ιδιαίτερα κρίσιμη. Στο Χάρτη 1 η νησίδα βρίσκεται εντός κόκκινου κύκλου. Ο κόμβος Ιόνιο – Οτράντο – Αδριατική επιτρέπει την πρόσβαση σε Μεσόγειο και Εύξεινο Πόντο, ελέγχοντας ουσιαστικά τρεις ηπείρους. Αυτό, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το καθιστά ανεκτίμητο σε περίπτωση στρατιωτικών επιχειρήσεων στην ευρύτερη περιοχή. Αν σε όλα αυτά προστεθεί το γεγονός ότι το 1951 κατασκευάστηκαν, σε συνεργασία με τους Σοβιετικούς, υπόγειες εγκαταστάσεις για τα πυρηνικά υποβρύχια του σοβιετικού στόλου, η σημασία της νησίδας αυξάνεται ακόμη περισσότερο.
Η Σάσων είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1864) μαζί με τα Ιόνια Νησιά, χωρίς όμως να γίνεται ονομαστική αναφορά σε αυτή: «Αι νήσοι Κέρκυρα, Κεφαλληνία, Ζάκυνθος, Λευκάς, Κύθηρα, Ιθάκη, Παξοί, καθώς και τα εξαρτήματα αυτών ενούνται μετά του Βασιλείου της Ελλάδος» είναι η ακριβής διατύπωση. Σύμφωνα με ιστορικές μελέτες, αυτή η «ασαφής» περιγραφή ήταν το μοιραίο λάθος της τότε ελληνικής ηγεσίας, που οδήγησε στην οριστική απώλεια της νησίδας. Μετά το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου είχε αποφασιστεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις η παραχώρηση της νησίδας Σάσων στο ανύπαρκτο ακόμη κράτος της Αλβανίας μαζί με τη Βόρεια Ήπειρο. Η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, υποχωρώντας στις πιέσεις, είχε διευκολύνει την παραχώρηση ψηφίζοντας το 1914 ειδικό νόμο (Ν. 272) «περί παραχωρήσεως της νησίδος Σάσωνος εις την Αλβανικήν επικράτειαν» και είχε διατάξει την υποστολή της ελληνικής σημαίας: «Επιτρέπεται εις την Ελληνική Κυβέρνησιν η εις την Αλβανικήν επικράτειαν παραχώρησις της νησίδος Σάσωνος, ανηκούσης τω Ελληνικώ Βασιλείω δυνάμει του 2ου άρθρου της περί παραχωρήσεως των Ιονίων Νήσων Συνθήκης του Λονδίνου». Ήταν η πρώτη φορά που η εκχώρηση εθνικού εδάφους γινόταν με νόμο του Ελληνικού Κοινοβουλίου…
Το 1997 η αδιέξοδη πολιτική του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Αλβανία είχε «γεννήσει» τις γνωστές «πυραμίδες», οι οποίες, προσφέροντας τόκους μέχρι και 100% με τις ευλογίες του κράτους είχαν λεηλατήσει τις οικονομίες των απελπισμένων πολιτών. Οι βίαιες κοινωνικές εξεγέρσεις που ακολούθησαν είχαν ως συνέπεια αφενός την πλήρη κατάρρευση του αλβανικού κράτους, αφετέρου την καταστροφή εκατοντάδων στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Η Ελλάδα είχε σπεύσει τότε να βοηθήσει τους Αλβανούς να ξαναχτίσουν την οικονομία και το κράτος τους, συμβάλλοντας έτσι στην αποκατάσταση της σταθερότητας στη γειτονιά μας, χωρίς, ωστόσο, να πετύχει στρατηγική συμφωνία όπως η Ιταλία το 1992 ή η Τουρκία το 1997. Γιατί την ώρα που οι Έλληνες φορολογούμενοι έδιναν 58 εκατ. ευρώ για να στηρίξουν την αλβανική οικονομία, οι Τούρκοι είχαν αδράξει την ευκαιρία και, με «όχημα» την χρηματοδότηση της ανακατασκευής καταστραμμένων στρατιωτικών μονάδων, είχαν εδραιώσει τη στρατηγική επιρροή τους στην Αλβανία. Με βασικό «αντάλλαγμα» τη ναυτική βάση του Αυλώνα («Πασά Λιμάνι»), η επιχείρηση «περικύκλωσης» της Ελλάδας είχε μόλις ξεκινήσει!
Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, προκειμένου να βοηθήσει στην οικονομική ανόρθωση της Αλβανίας, είχε προχωρήσει το 1997 σε παροχή δανείου ύψους 58.694.000 ευρώ (20 δις δραχμών). Οι όροι του πακέτου, όπως αναφέρονται στο πρωτότυπο κείμενο που είναι γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, καθόριζαν τη διάρκειά του στα είκοσι πέντε χρόνια, με μια περίοδο χάριτος εφτά ετών και την αποπληρωμή του σε εξαμηνιαίες δόσεις. Τα χρήματα αυτά, αν και προορίζονταν κυρίως για τις ελληνικές επιχειρήσεις στην Αλβανία που είχαν υποστεί ζημίες, με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης είχαν τελικά κατανεμηθεί ως εξής:
α) 14,7 εκατ. ευρώ (5 δις δραχμές) για προγράμματα κοινωνικής υποδομής του αλβανικού κράτους
β) 14,7 εκατ. ευρώ (5 δις δραχμές) για προγράμματα στέγασης της Αλβανίας·
γ) 14,7 εκατ. ευρώ (5 δις δραχμές) για υποστήριξη του ιδιωτικού τομέα, με προτεραιότητα στις ελληνικών, ελληνοαλβανικών και αλβανικών συμφερόντων επιχειρήσεις, οι οποίες υπέστησαν ζημίες κατά τις εξεγέρσεις του 1997 στην Αλβανία και επιθυμούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους εκεί
δ) 8,8 εκατ. ευρώ (3 δις δραχμές) για την υποστήριξη του Ισοζυγίου Πληρωμών. Ειδικά για το ποσό αυτό, το οποίο είχε εκταμιευτεί άμεσα, η συμφωνία προέβλεπε ότι οι Αλβανοί θα πλήρωναν στην Ελλάδα μόνο τους τόκους ανά εξάμηνο και το «αρχικό κεφάλαιο» θα επιστρεφόταν μετά από είκοσι χρόνια (δηλαδή το 2017).
Το Πρωτόκολλο Οικονομικής Συνεργασίας και η Συμφωνία Δανείου μεταξύ της Δημοκρατίας της Αλβανίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας, που υπεγράφησαν στα Τίρανα στις 15 Οκτωβρίου 1997 και στις 24 Φεβρουάριου 1998 αντίστοιχα, κυρώθηκαν εν συνεχεία από το Ελληνικό Κοινοβούλιο και δημοσιεύτηκαν στο ΦΕΚ Α’ 274/3-12-1998.
Την ίδια ακριβώς εποχή, η Τουρκία έσπευσε να βοηθήσει την Αλβανία δίνοντάς της οικονομική βοήθεια, η οποία όμως είχε έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό: τον εκσυγχρονισμό των αλβανικών Ενόπλων Δυνάμεων και την ανακατασκευή των στρατιωτικών εγκαταστάσεων που είχαν πληγεί από τις εξεγέρσεις. Τα πρώτα χρήματα της τουρκικής βοήθειας, και συγκεκριμένα ένα κονδύλι 7 εκατ. δολαρίων, απελευθερώθηκαν για την επισκευή της πρώην βάσης υποβρυχίων «Πασά Λιμάνι» στον Κόλπο του Αυλώνα, που χωρίζει την Αδριατική Θάλασσα από το Ιόνιο Πέλαγος, η οποία είχε υποστεί εκτεταμένες ζημιές, ενώ ακολούθησε η ανακατασκευή του ναύσταθμου του Δυρραχίου. Η επίσημη συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Αλβανίας υπεγράφη το Μάρτιο του 1998, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την ελληνο-αλβανική συμφωνία για παροχή δανείου ύψους 58 εκατ. ευρώ.
Πώς οι Ιταλοί απέκτησαν τον έλεγχο της νησίδας Σάσων. Έξι μήνες αργότερα, το Νοέμβριο του 1998, οι Ιταλοί προσφέρουν στην Αλβανία οικονομική βοήθεια ύψους 217 δις λιρετών (167 εκατ. ευρώ), λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα το δικαίωμα χρήσης της βάσης της νήσου Σάσων από τις ιταλικές δυνάμεις, με τη δικαιολογία ότι θα τη χρησιμοποιούσαν «για την αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης». Η συμφωνία προέβλεπε ότι οι Ιταλοί θα χρηματοδοτούσαν το πρόγραμμα των 167 εκατ. ευρώ υπό τη μορφή χαμηλό-τοκου δανείου, υλοποιώντας στην Αλβανία δράσεις για την ασφάλεια, τη δικαιοσύνη, την άμυνα και την ανάπτυξη. Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε ασχοληθεί καθόλου τότε με το θέμα, αφήνοντας την ιταλική διπλωματία να πετύχει με εξαιρετική ευκολία μια κίνηση ματ, που της χάρισε τον έλεγχο του κορυφαίου στρατηγικού σημείου της Αδριατικής.
Του Κώστα Χαρδαβέλλα, περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ
No comments :
Post a Comment