To Eυρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (EFCR), το ευρωπαϊκό «ξαδερφάκι» του αντίστοιχου αμερικανικού, που πιστεύεται ότι εκφράζει τα συμφέροντα και τις απόψεις των οικογενειών Ροκφέλερ και Ρότσιλντ, συγκάλεσε, σύμφωνα με ιδιαίτερα αξιόπιστες πληροφορίες, μυστική σύσκεψη στις Βρυξέλλες ανάμεσα στους δύο γύρους των ελληνικών εκλογών. Στη σύσκεψη συμμετείχαν, σύμφωνα με τις ίδιες πάντα πηγές, ο Τζωρτζ Σόρος, ο Ντάνιελ Μίλιμπαντ, ο Γιόσκα Φίσερ, ο Χέρμαν Βαν Ρομπέι, ο Μάριο Ντράγκι, ο Μάριο Μόντι, πρώην υψηλόβαθμοι αξιωματικοί των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ κ.α. Εξετάζοντας την ελληνική κρίση οι συμμετέχοντες συνέπεσαν σε μερικά συμπεράσματα, όπως ότι πρέπει να αποτραπεί πάση θυσία η δημιουργία άξονα Σερβίας-Ελλάδας-Κύπρου, η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στο ευρώ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ και πρέπει να αποτραπεί η μετατροπή της οικονομικής σε γεωπολιτική κρίση.
Το μεγάλο χαρτί (αλλά και η μεγάλη κατάρα ταυτόχρονα) του ελληνικού χώρου, από πάντα, ήταν η γεωπολιτική του σημασία. Μαζί, φυσικά, με την παγκόσμια πολιτιστική ακτινοβολία του και το ιστορικό του βάρος. Η μητροπολιτική Ελλάδα, η Κρήτη και η Κύπρος ελέγχουν μια από τις στρατηγικά ζωτικότερες περιοχές της υφηλίου. Ελέγχουν την πρόσβαση των Γαλλογερμανών στους υδρογονάνθρακες της Μέσης Ανατολής, του Ισραήλ και της Τουρκίας στη Δύση, των Σλάβων στις «θερμές θάλασσες». Κύπρος, Κρήτη και μητροπολιτική Ελλάδα συνιστούν ανυπέρβλητο στρατηγικό άξονα στην Ανατολική Μεσόγειο, ζώνη συνάντησης του ευρωπαϊκού «κόσμου της Αφροδίτης» και του μεσανατολικού «κόσμου του ‘Αρη». Αυτή η γεωπολιτική αξία συνεχίζει να είναι η βασική αιτία που εξηγεί τις άπειρες ξένες επεμβάσεις στον ελληνικό χώρο, τις δικτατορίες και τους εμφυλίους που στοίχειωσαν την ιστορία μας, και δεν αποκλείεται να την «ξαναεπισκεφθούν». Η γεωπολιτική ερμηνεύει την ιστορική εμμονή των παλαιών και νέων αποικιοκρατών να μην ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα ή τη συντήρηση, έστω και περιθωριακά, ενός «κρητικού» θέματος. Η ιδέα, που εν πολλοίς στηρίζεται σε απάτες και στην άγνοια γύρω από το τι πραγματικά σημαίνει ΑΟΖ - στη χώρα του Καματερού ζούμε άλλωστε κι ο καθένας δικαιούται να λέει ότι του κατεβαίνει στο κεφάλι χωρίς κανένα κόστος – ότι θα ανακηρύξουμε ΑΟΖ και θα πάμε σε συμμαχία με το Ισραήλ να πουλήσουμε «τσαμπουκά» στην ‘Αγκυρα, προφανώς δεν αντανακλά κάποια εθνική στρατηγική, αλλά τη στρατηγική δυνάμεων που θέλουν να ελέγξουν και γεωπολιτικά-στρατηγικά τον ελληνικό χώρο, ιδίως στην περίπτωση ρήξης ή εξόδου από την ΕΕ.
Στα χέρια μιας ηγεσίας που διαχειρίζεται με στοιχειώδη αξιοπρέπεια τις κρατικές υποθέσεις, η γεωπολιτική αξία του ελληνικού χώρου (Ελλάδα-Κύπρος) είναι σπουδαίο χαρτί και όπλο. Αλλά τέτοιες ηγεσίες είναι σπάνια εξαίρεση στη νεοελληνική ιστορία, γι’ αυτό και η γεωπολιτική αξία της Ελλάδας και της Κύπρου μετατρέπεται συνήθως σε κατάρα. Θα μου μείνει θλιβερά αξέχαστη η συνέντευξη που πήρα από τον μεταφραστή του Στάλιν Βαλεντίν Μπερεζκόφ στο σπίτι του στη Φρουντζέσκαγια Ναμπερέζναγια πριν από είκοσι χρόνια και δημοσίευσα τότε στην εφημερίδα «Νέα». «Οι ‘Αγγλοι ήθελαν πάρα πολύ την Ελλάδα. ‘Ηξεραν ότι δεν μπορούσαν να την αποκτήσουν χωρίς τη Μόσχα. Μας έδωσαν ότι ζητήσαμε στα υπόλοιπα Βαλκάνια για να πάρουν την Ελλάδα», μου είπε, συμπυκνώνοντας το νόημα των διαπραγματεύσεων μεταξύ Στάλιν-Μόλοτωφ και Τσώρτσιλ-‘Ηντεν, το Οκτώβριο του 1944, στη Μόσχα. Στη δεκαετία του 1940, η αγγλόφιλη πτέρυγα της αστικής τάξης έκανε ότι της έλεγε το Λονδίνο και η ηγεσία του ΚΚΕ ότι της έλεγε η Μόσχα. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό και το πληρώνουμε ακριβά και σήμερα.
Οι μεγάλες δυνάμεις γνωρίζουν άριστα τη γεωπολιτική αξία του ελληνικού χώρου και τη σημασία του ελέγχου του. Τη σχετική «στρατηγική εξίσωση» διατύπωσε, στα μέσα του 18ου αιώνα, ο Βρετανός Πρέσβης στην Αθήνα Λάιονς, και έχει μόνιμη ισχύ: «Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι είτε αγγλική, είτε ρωσική. Δεν πρέπει να είναι ρωσική, άρα θα είναι αγγλική». Αντιστρόφως, όσοι πολιτικοί ηγέτες προσπάθησαν να στηρίξουν μια πιο ανεξάρτητη Ελλάδα στράφηκαν, για το κάνουν, και στο μέτρο που το έκαναν, θέλοντας και μη, στις «εναλλακτικές», «παράπλευρες» δυνατότητες: στη Ρωσία, στην Ευρώπη, στους Αραβομουσουλμάνους, από τον Κολοκοτρώνη μέχρι τον Μακάριο, τον Καραμανλή, τον Α. Παπανδρέου, χωρίς φυσικά να σημαίνει αυτό ότι σε αυτές τις κατευθύνσεις περιμένει κάποιος «παράδεισος». Το 2002-4 οι «αυτοκρατορικές» δυνάμεις επεχείρησαν, με την εμφάνιση του σχεδίου Ανάν, να καταργήσουν το κυπριακό κράτος, καθιστώντας το «μεταμοντέρνο προτεκτοράτο» ΗΠΑ, Βρετανίας και Ισραήλ, και να ελέγξουν, μέσω Κύπρου, το ελληνικό κράτος. Αργότερα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (ECFA), συνέταξε μια έκθεση για τα μέλη της ΕΕ, ταξινομώντας τα ανάλογα με τις σχέσεις τους με τη Μόσχα. Υποστήριξε ότι η Ελλάδα (του Καραμανλή τότε) και η Κύπρος (του Παπαδόπουλου) αποτελούσαν «Δούρειους ‘Ιππους» της Μόσχας στην ΕΕ.
Η έκθεση του EFCR δεν είχε μόνο ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Μερικά χρόνια αργότερα, Καραμανλής και Παπαδόπουλος είχαν «αποστρατευθεί», οι τόσο υποσχόμενοι ελληνορωσικοί αγωγοί πετρελαίου και αερίου είχαν εγκαταλειφθεί, όπως και η ελληνορωσική εξοπλιστική συνεργασία, η Κύπρος απέδιδε μονοπωλιακή θέση στην αμερικανοεβραϊκών συμφερόντων Noble Energy και το Ισραήλ ως προς την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της. Ο κ. Χριστόφιας είχε ορισμένες επιφυλάξεις και πάντως δεν πολυβιαζόταν να προχωρήσει με τη Noble, όταν το πολιτικό κλίμα που ακολούθησε την έκρηξη στο Μαρί, τον ανάγκασε, έκων άκων, να μπει σε αυτό το δρόμο. Η πιο φιλική κάποτε προς τους Αραβομουσουλμάνους, τους Ρώσους και τους Κινέζους ευρωπαϊκή χώρα, η Κυπριακή Δημοκρατία, ανέπτυξε τόσο στενές αμυντικές σχέσεις με το Ισραήλ που ορισμένοι ήδη την χαρακτηρίζουν ντε φάκτο «προτεκτοράτο» του εβραϊκού κράτους. Ελληνικά αεροπλάνα έχουν να πάνε πάνω από δεκαετία στην Κύπρο, ασκούνται εκεί όμως τακτικότατα (όπως και στην Ελλάδα) Ισραηλινοί. Οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες επικοινωνούν σε όλα τα επίπεδα με τις κυπριακές, οι Ισραηλινοί είναι πολύ΄δημοφιλείς σε «θύλακες» των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, και ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος υπέγραψε την πιο «προχωρημένη» συμφωνία χριστιανικής εκκλησίας με τους Ραβίνους – η συμφωνία αναφέρεται και στις ευθύνες για τη Σταύρωση του Ιησού, με τρόπο που δύσκολα ένας καλόπιστος αναγνώστης μπορεί να θεωρήσει κάπως συμβατό με το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο!
Σε ότι αφορά το ίδιο το ελληνικό κράτος, το Μνημόνιο και οι Δανειακές έθεσαν εκ νέου θέμα όχι μόνο προσανατολισμού, αλλά και στοιχειώδους κυριαρχίας του. Υπό παρόμοιες συνθήκες, ακόμα κι αν δεν ήταν (η γεωπολιτική) επιδίωξη του Μνημονίου, ο έλεγχος της Ελλάδας έγινε πάλι φλέγον ζήτημα της παγκόσμιας πολιτικής. Μια Ελλάδα που έρχεται σε σύγκρουση ή πιθανώς αποβάλλεται ή αποχωρεί από την Ευρώπη, συνιστά προφανώς αντικείμενο τεράστιου ενδιαφέροντος από Ουάσιγκτον, Τελ Αβίβ, Μόσχα, Πεκίνο. Η διεθνής «φημολογία», εδώ και δύο χρόνια, για ενδεχόμενο στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα, όπως και οι παράξενες, μαζικές αποστρατείες Μπεγλίτη-Παπανδρέου, δεν αποκλείεται να συνδέονται με ενδεχόμενο «ελέγχου» της Ελλάδας σε περίπτωση μείζονος ευρωπαϊκής αναταραχής. Η «Ελλάδα αύριο» θα επανέλθει σε αυτό το ζήτημα, που παρουσιάζει κρίσιμη σημασία. Μέσα σε αυτή την πολύ ανήσυχη και αβέβαιη, τοπικά και διεθνώς κατάσταση, αναπτύσσεται η ακατάσχετη και αβάσιμη ΑΟΖολογία, η καλλιέργεια δηλαδή επικίνδυνων προσδοκιών αναφορικά με τους υδρογονάνθρακες και αβάσιμων πεποιθήσεων ως προς το νομικό καθεστώς των θαλασσών μας. Ταυτόχρονα, ο πρωταγωνιστής της προσπάθειας διάλυσης του κυπριακού κράτους το 2004 και επικρατέστερος σήμερα υποψήφιος Πρόεδρός του, ο Νίκος Αναστασιάδης, «προμοτάρει», υποθέτουμε καθ’ υπόδειξιν της Ουάσιγκτον, την ιδέα ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Παράλληλα, από πολλές μεριές προβάλλεται ως πανάκεια η ανάπτυξη μιας στρατηγικής σχέσης ή και «συμμαχίας» Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ.
‘Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι, υπό όρους, επιλογές πολιτικής για την Αθήνα. Μια χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα και, από κοντά, ακολουθεί και η Κύπρος, οφείλει να εξετάσει όλες τις στρατηγικές επιλογές που διαθέτει και να επιχειρήσει να τις χρησιμοποιήσει και να διαπραγματευθεί για να βελτιώσει τη θέση της και να αποφύγει την καταστροφή της. Δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτα εκ των προτέρων. Στην πραγματικότητα όμως δεν φαίνεται να υπάρχει Αθήνα, ούτε και Λευκωσία. Το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής και ευρύτερης ιθύνουσας τάξης Ελλάδας και Κύπρου, η πλειοψηφία των ανώτερων κρατικών λειτουργών, δεν είναι απλώς υποτελείς, η λέξη υποτέλεια είναι πολύ επιεικής για τους περιγράψει. Είναι «φιλέλληνες», όπως είχε αποκαλέσει κάποτε τα ανώτερα στελέχη του Υπουργείου Εξωτερικών ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπηρέτες μέχρι το μεδούλι τους ξένων συμφερόντων. Καμιά από τις ιδέες που παρουσιάζουν, είτε αφορούν την ΑΟΖ και το Ισραήλ, είτε αφορούν το ΝΑΤΟ και την Κύπρο δεν είναι δική τους. Και δεν διαθέτουν κανένα από τα πνευματικά, ηθικά και ψυχολογικά προσόντα που είναι στοιχειωδώς απαραίτητα για να ηγηθούν ενός έθνους εν γένει και ιδιαίτερα ενός άμεσα απειλούμενου έθνους. Δεν μπορούν άλλωστε συνήθως ούτε να περιγράψουν τα ωφέλη που θα είχε η Ελλάδα ή η Κύπρος από την υλοποίηση των επιλογών τους. Το μόνο επιχείρημα που έχουν είναι αυτό που είχαν κάνει έμβλημά τους οι εκσυγχρονιστές του Σημίτη: «να τάχουμε καλά με τους πλούσιους και ισχυρούς». ‘Όμως η απόλυτη ταύτιση με «τους πλούσιους και τους ισχυρούς» είναι που μας οδήγησε στη Μικρασιατική καταστροφή και την κυπριακή τραγωδία, στον εμφύλιο, τη χούντα ή τα Μνημόνια!
Στην προσπάθειά τους να περάσουν τις επιλογές που τους υπαγορεύουν ξένες δυνάμεις, οι πολιτικοί μας διαχέουν σε όλη την κοινωνία, σε όλο το έθνος τη δική τους υποτέλεια, τη δική τους περιφρόνηση στο έθνος τους, τη δική τους έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης. Το ΝΑΤΟ ισχυροποιείται αν ενταχθεί σε αυτό η Κύπρος, όχι το ανάποδο. Το Ισραήλ χρειάζεται τον δυτικό άξονα μέσω Κύπρου και Ελλάδας, όχι το ανάποδο. Ούτε οι επιλογές αυτές είναι χωρίς κόστος για την Κύπρο και την Ελλάδα. Αν μη τι άλλο γιατί αποκλείουν τη Ρωσία. Αλλά η δυνατότητα Ελλάδας και Κύπρου να παίξουν ενδεχομένως το χαρτί της Ρωσίας, της Γαλλίας, άλλων παράπλευρων συμμαχιών ήταν που μας έσωσε όταν ζόρισαν απελπιστικά τα πράγματα. Η ΕΣΣΔ παλαιότερα, η Ρωσία αργότερα υποστήριξε ότι ήθελε η Κύπρος επί δεκαετίες στον ΟΗΕ και της προσέφερε όσα όπλα της ζήτησε, συνιστά λοιπόν εγκληματική πολιτική το αντιρωσικό μένος του Νίκου Αναστασιάδη, ο οποίος μοιάζει να έχει ξεχάσει ότι ήταν μια χώρα του ΝΑΤΟ που εισέβαλε στην χώρα του το 1974. Τώρα, ο επικρατέστερος προεδρικός υποψήφιος στη Λευκωσία θέλει να προσφέρει την Κύπρο στην Ατλαντική Συμμαχία. ‘Ε, κάποιος θα πει στο τέλος εκεί στο Κρεμλίνο, αν δεν έχει ήδη πει μεταξύ μας, με τους διάφορους Αναστασιάδηδες και δε συμμαζεύεται: «Αρκετά με τους Κύπριους. Αυτό δεν είναι νησί της Αφροδίτης, νησί της προδοσίας είναι!». ‘Όπως το είπε το καλοκαίρι του 2005 ο Γάλλος Πρέσβης στη Λευκωσία, αντιμέτωπος με την άρνηση Ελλάδας και Κύπρου να μπλοκάρουν την τουρκική ένταξη στην ΕΕ, όσο η ‘Αγκυρα δεν αναγνώριζε την Κυπριακή Δημοκρατία («δεν μπορούμε να γίνουμε πιο Κύπριοι από τους Κύπριους», δήλωσε τότε στον «Πολίτη» της Λευκωσίας).
Το μεγάλο χαρτί (αλλά και η μεγάλη κατάρα ταυτόχρονα) του ελληνικού χώρου, από πάντα, ήταν η γεωπολιτική του σημασία. Μαζί, φυσικά, με την παγκόσμια πολιτιστική ακτινοβολία του και το ιστορικό του βάρος. Η μητροπολιτική Ελλάδα, η Κρήτη και η Κύπρος ελέγχουν μια από τις στρατηγικά ζωτικότερες περιοχές της υφηλίου. Ελέγχουν την πρόσβαση των Γαλλογερμανών στους υδρογονάνθρακες της Μέσης Ανατολής, του Ισραήλ και της Τουρκίας στη Δύση, των Σλάβων στις «θερμές θάλασσες». Κύπρος, Κρήτη και μητροπολιτική Ελλάδα συνιστούν ανυπέρβλητο στρατηγικό άξονα στην Ανατολική Μεσόγειο, ζώνη συνάντησης του ευρωπαϊκού «κόσμου της Αφροδίτης» και του μεσανατολικού «κόσμου του ‘Αρη». Αυτή η γεωπολιτική αξία συνεχίζει να είναι η βασική αιτία που εξηγεί τις άπειρες ξένες επεμβάσεις στον ελληνικό χώρο, τις δικτατορίες και τους εμφυλίους που στοίχειωσαν την ιστορία μας, και δεν αποκλείεται να την «ξαναεπισκεφθούν». Η γεωπολιτική ερμηνεύει την ιστορική εμμονή των παλαιών και νέων αποικιοκρατών να μην ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα ή τη συντήρηση, έστω και περιθωριακά, ενός «κρητικού» θέματος. Η ιδέα, που εν πολλοίς στηρίζεται σε απάτες και στην άγνοια γύρω από το τι πραγματικά σημαίνει ΑΟΖ - στη χώρα του Καματερού ζούμε άλλωστε κι ο καθένας δικαιούται να λέει ότι του κατεβαίνει στο κεφάλι χωρίς κανένα κόστος – ότι θα ανακηρύξουμε ΑΟΖ και θα πάμε σε συμμαχία με το Ισραήλ να πουλήσουμε «τσαμπουκά» στην ‘Αγκυρα, προφανώς δεν αντανακλά κάποια εθνική στρατηγική, αλλά τη στρατηγική δυνάμεων που θέλουν να ελέγξουν και γεωπολιτικά-στρατηγικά τον ελληνικό χώρο, ιδίως στην περίπτωση ρήξης ή εξόδου από την ΕΕ.
Στα χέρια μιας ηγεσίας που διαχειρίζεται με στοιχειώδη αξιοπρέπεια τις κρατικές υποθέσεις, η γεωπολιτική αξία του ελληνικού χώρου (Ελλάδα-Κύπρος) είναι σπουδαίο χαρτί και όπλο. Αλλά τέτοιες ηγεσίες είναι σπάνια εξαίρεση στη νεοελληνική ιστορία, γι’ αυτό και η γεωπολιτική αξία της Ελλάδας και της Κύπρου μετατρέπεται συνήθως σε κατάρα. Θα μου μείνει θλιβερά αξέχαστη η συνέντευξη που πήρα από τον μεταφραστή του Στάλιν Βαλεντίν Μπερεζκόφ στο σπίτι του στη Φρουντζέσκαγια Ναμπερέζναγια πριν από είκοσι χρόνια και δημοσίευσα τότε στην εφημερίδα «Νέα». «Οι ‘Αγγλοι ήθελαν πάρα πολύ την Ελλάδα. ‘Ηξεραν ότι δεν μπορούσαν να την αποκτήσουν χωρίς τη Μόσχα. Μας έδωσαν ότι ζητήσαμε στα υπόλοιπα Βαλκάνια για να πάρουν την Ελλάδα», μου είπε, συμπυκνώνοντας το νόημα των διαπραγματεύσεων μεταξύ Στάλιν-Μόλοτωφ και Τσώρτσιλ-‘Ηντεν, το Οκτώβριο του 1944, στη Μόσχα. Στη δεκαετία του 1940, η αγγλόφιλη πτέρυγα της αστικής τάξης έκανε ότι της έλεγε το Λονδίνο και η ηγεσία του ΚΚΕ ότι της έλεγε η Μόσχα. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό και το πληρώνουμε ακριβά και σήμερα.
Οι μεγάλες δυνάμεις γνωρίζουν άριστα τη γεωπολιτική αξία του ελληνικού χώρου και τη σημασία του ελέγχου του. Τη σχετική «στρατηγική εξίσωση» διατύπωσε, στα μέσα του 18ου αιώνα, ο Βρετανός Πρέσβης στην Αθήνα Λάιονς, και έχει μόνιμη ισχύ: «Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι είτε αγγλική, είτε ρωσική. Δεν πρέπει να είναι ρωσική, άρα θα είναι αγγλική». Αντιστρόφως, όσοι πολιτικοί ηγέτες προσπάθησαν να στηρίξουν μια πιο ανεξάρτητη Ελλάδα στράφηκαν, για το κάνουν, και στο μέτρο που το έκαναν, θέλοντας και μη, στις «εναλλακτικές», «παράπλευρες» δυνατότητες: στη Ρωσία, στην Ευρώπη, στους Αραβομουσουλμάνους, από τον Κολοκοτρώνη μέχρι τον Μακάριο, τον Καραμανλή, τον Α. Παπανδρέου, χωρίς φυσικά να σημαίνει αυτό ότι σε αυτές τις κατευθύνσεις περιμένει κάποιος «παράδεισος». Το 2002-4 οι «αυτοκρατορικές» δυνάμεις επεχείρησαν, με την εμφάνιση του σχεδίου Ανάν, να καταργήσουν το κυπριακό κράτος, καθιστώντας το «μεταμοντέρνο προτεκτοράτο» ΗΠΑ, Βρετανίας και Ισραήλ, και να ελέγξουν, μέσω Κύπρου, το ελληνικό κράτος. Αργότερα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (ECFA), συνέταξε μια έκθεση για τα μέλη της ΕΕ, ταξινομώντας τα ανάλογα με τις σχέσεις τους με τη Μόσχα. Υποστήριξε ότι η Ελλάδα (του Καραμανλή τότε) και η Κύπρος (του Παπαδόπουλου) αποτελούσαν «Δούρειους ‘Ιππους» της Μόσχας στην ΕΕ.
Η έκθεση του EFCR δεν είχε μόνο ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Μερικά χρόνια αργότερα, Καραμανλής και Παπαδόπουλος είχαν «αποστρατευθεί», οι τόσο υποσχόμενοι ελληνορωσικοί αγωγοί πετρελαίου και αερίου είχαν εγκαταλειφθεί, όπως και η ελληνορωσική εξοπλιστική συνεργασία, η Κύπρος απέδιδε μονοπωλιακή θέση στην αμερικανοεβραϊκών συμφερόντων Noble Energy και το Ισραήλ ως προς την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της. Ο κ. Χριστόφιας είχε ορισμένες επιφυλάξεις και πάντως δεν πολυβιαζόταν να προχωρήσει με τη Noble, όταν το πολιτικό κλίμα που ακολούθησε την έκρηξη στο Μαρί, τον ανάγκασε, έκων άκων, να μπει σε αυτό το δρόμο. Η πιο φιλική κάποτε προς τους Αραβομουσουλμάνους, τους Ρώσους και τους Κινέζους ευρωπαϊκή χώρα, η Κυπριακή Δημοκρατία, ανέπτυξε τόσο στενές αμυντικές σχέσεις με το Ισραήλ που ορισμένοι ήδη την χαρακτηρίζουν ντε φάκτο «προτεκτοράτο» του εβραϊκού κράτους. Ελληνικά αεροπλάνα έχουν να πάνε πάνω από δεκαετία στην Κύπρο, ασκούνται εκεί όμως τακτικότατα (όπως και στην Ελλάδα) Ισραηλινοί. Οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες επικοινωνούν σε όλα τα επίπεδα με τις κυπριακές, οι Ισραηλινοί είναι πολύ΄δημοφιλείς σε «θύλακες» των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, και ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος υπέγραψε την πιο «προχωρημένη» συμφωνία χριστιανικής εκκλησίας με τους Ραβίνους – η συμφωνία αναφέρεται και στις ευθύνες για τη Σταύρωση του Ιησού, με τρόπο που δύσκολα ένας καλόπιστος αναγνώστης μπορεί να θεωρήσει κάπως συμβατό με το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο!
Σε ότι αφορά το ίδιο το ελληνικό κράτος, το Μνημόνιο και οι Δανειακές έθεσαν εκ νέου θέμα όχι μόνο προσανατολισμού, αλλά και στοιχειώδους κυριαρχίας του. Υπό παρόμοιες συνθήκες, ακόμα κι αν δεν ήταν (η γεωπολιτική) επιδίωξη του Μνημονίου, ο έλεγχος της Ελλάδας έγινε πάλι φλέγον ζήτημα της παγκόσμιας πολιτικής. Μια Ελλάδα που έρχεται σε σύγκρουση ή πιθανώς αποβάλλεται ή αποχωρεί από την Ευρώπη, συνιστά προφανώς αντικείμενο τεράστιου ενδιαφέροντος από Ουάσιγκτον, Τελ Αβίβ, Μόσχα, Πεκίνο. Η διεθνής «φημολογία», εδώ και δύο χρόνια, για ενδεχόμενο στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα, όπως και οι παράξενες, μαζικές αποστρατείες Μπεγλίτη-Παπανδρέου, δεν αποκλείεται να συνδέονται με ενδεχόμενο «ελέγχου» της Ελλάδας σε περίπτωση μείζονος ευρωπαϊκής αναταραχής. Η «Ελλάδα αύριο» θα επανέλθει σε αυτό το ζήτημα, που παρουσιάζει κρίσιμη σημασία. Μέσα σε αυτή την πολύ ανήσυχη και αβέβαιη, τοπικά και διεθνώς κατάσταση, αναπτύσσεται η ακατάσχετη και αβάσιμη ΑΟΖολογία, η καλλιέργεια δηλαδή επικίνδυνων προσδοκιών αναφορικά με τους υδρογονάνθρακες και αβάσιμων πεποιθήσεων ως προς το νομικό καθεστώς των θαλασσών μας. Ταυτόχρονα, ο πρωταγωνιστής της προσπάθειας διάλυσης του κυπριακού κράτους το 2004 και επικρατέστερος σήμερα υποψήφιος Πρόεδρός του, ο Νίκος Αναστασιάδης, «προμοτάρει», υποθέτουμε καθ’ υπόδειξιν της Ουάσιγκτον, την ιδέα ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Παράλληλα, από πολλές μεριές προβάλλεται ως πανάκεια η ανάπτυξη μιας στρατηγικής σχέσης ή και «συμμαχίας» Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ.
‘Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι, υπό όρους, επιλογές πολιτικής για την Αθήνα. Μια χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα και, από κοντά, ακολουθεί και η Κύπρος, οφείλει να εξετάσει όλες τις στρατηγικές επιλογές που διαθέτει και να επιχειρήσει να τις χρησιμοποιήσει και να διαπραγματευθεί για να βελτιώσει τη θέση της και να αποφύγει την καταστροφή της. Δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτα εκ των προτέρων. Στην πραγματικότητα όμως δεν φαίνεται να υπάρχει Αθήνα, ούτε και Λευκωσία. Το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής και ευρύτερης ιθύνουσας τάξης Ελλάδας και Κύπρου, η πλειοψηφία των ανώτερων κρατικών λειτουργών, δεν είναι απλώς υποτελείς, η λέξη υποτέλεια είναι πολύ επιεικής για τους περιγράψει. Είναι «φιλέλληνες», όπως είχε αποκαλέσει κάποτε τα ανώτερα στελέχη του Υπουργείου Εξωτερικών ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπηρέτες μέχρι το μεδούλι τους ξένων συμφερόντων. Καμιά από τις ιδέες που παρουσιάζουν, είτε αφορούν την ΑΟΖ και το Ισραήλ, είτε αφορούν το ΝΑΤΟ και την Κύπρο δεν είναι δική τους. Και δεν διαθέτουν κανένα από τα πνευματικά, ηθικά και ψυχολογικά προσόντα που είναι στοιχειωδώς απαραίτητα για να ηγηθούν ενός έθνους εν γένει και ιδιαίτερα ενός άμεσα απειλούμενου έθνους. Δεν μπορούν άλλωστε συνήθως ούτε να περιγράψουν τα ωφέλη που θα είχε η Ελλάδα ή η Κύπρος από την υλοποίηση των επιλογών τους. Το μόνο επιχείρημα που έχουν είναι αυτό που είχαν κάνει έμβλημά τους οι εκσυγχρονιστές του Σημίτη: «να τάχουμε καλά με τους πλούσιους και ισχυρούς». ‘Όμως η απόλυτη ταύτιση με «τους πλούσιους και τους ισχυρούς» είναι που μας οδήγησε στη Μικρασιατική καταστροφή και την κυπριακή τραγωδία, στον εμφύλιο, τη χούντα ή τα Μνημόνια!
Στην προσπάθειά τους να περάσουν τις επιλογές που τους υπαγορεύουν ξένες δυνάμεις, οι πολιτικοί μας διαχέουν σε όλη την κοινωνία, σε όλο το έθνος τη δική τους υποτέλεια, τη δική τους περιφρόνηση στο έθνος τους, τη δική τους έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης. Το ΝΑΤΟ ισχυροποιείται αν ενταχθεί σε αυτό η Κύπρος, όχι το ανάποδο. Το Ισραήλ χρειάζεται τον δυτικό άξονα μέσω Κύπρου και Ελλάδας, όχι το ανάποδο. Ούτε οι επιλογές αυτές είναι χωρίς κόστος για την Κύπρο και την Ελλάδα. Αν μη τι άλλο γιατί αποκλείουν τη Ρωσία. Αλλά η δυνατότητα Ελλάδας και Κύπρου να παίξουν ενδεχομένως το χαρτί της Ρωσίας, της Γαλλίας, άλλων παράπλευρων συμμαχιών ήταν που μας έσωσε όταν ζόρισαν απελπιστικά τα πράγματα. Η ΕΣΣΔ παλαιότερα, η Ρωσία αργότερα υποστήριξε ότι ήθελε η Κύπρος επί δεκαετίες στον ΟΗΕ και της προσέφερε όσα όπλα της ζήτησε, συνιστά λοιπόν εγκληματική πολιτική το αντιρωσικό μένος του Νίκου Αναστασιάδη, ο οποίος μοιάζει να έχει ξεχάσει ότι ήταν μια χώρα του ΝΑΤΟ που εισέβαλε στην χώρα του το 1974. Τώρα, ο επικρατέστερος προεδρικός υποψήφιος στη Λευκωσία θέλει να προσφέρει την Κύπρο στην Ατλαντική Συμμαχία. ‘Ε, κάποιος θα πει στο τέλος εκεί στο Κρεμλίνο, αν δεν έχει ήδη πει μεταξύ μας, με τους διάφορους Αναστασιάδηδες και δε συμμαζεύεται: «Αρκετά με τους Κύπριους. Αυτό δεν είναι νησί της Αφροδίτης, νησί της προδοσίας είναι!». ‘Όπως το είπε το καλοκαίρι του 2005 ο Γάλλος Πρέσβης στη Λευκωσία, αντιμέτωπος με την άρνηση Ελλάδας και Κύπρου να μπλοκάρουν την τουρκική ένταξη στην ΕΕ, όσο η ‘Αγκυρα δεν αναγνώριζε την Κυπριακή Δημοκρατία («δεν μπορούμε να γίνουμε πιο Κύπριοι από τους Κύπριους», δήλωσε τότε στον «Πολίτη» της Λευκωσίας).
Αν η Ελλάδα και η Κύπρος ήταν κράτη, καθ’ οιανδήποτε έννοια του όρου, θα έκαναν τέτοιες κολοσσιαίες, στρατηγικές παραχωρήσεις στο ΝΑΤΟ και το Ισραήλ, μόνον για να εξασφαλίσουν την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο και τον τερματισμό της οικονομικής επίθεσης κατά των δύο κρατών. Η Ελλάδα και η Κύπρος όμως δεν είναι κράτη και καλύτερα να μην μπει κανείς στον κόπο να περιγράψει το προσωπικό που τις διοικεί. (Για να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή, προς πολλούς καλόπιστους
αναγνώστες που μας στέλνουν μηνύματα και προβληματισμούς ως προς τις
σχέσεις με το Ισραήλ. Ο γράφων δεν είναι αντίθετος προς την ανάπτυξη
σχέσεων με το Ισραήλ. Είναι αντίθετος με την υποτέλεια που συστηματικά
και μόνιμα αναπτύσσουν και μόνο αυτή ξέρουν να αναπτύσσουν οι πολιτικοί
μας, όχι μόνο προς το Ισραήλ, αλλά προς πάντα ξένο που αντιλαμβάνονται
ως «πλούσιο και ισχυρό»)
No comments :
Post a Comment