Η ολοκλήρωση την περασμένη Παρασκευή μετά από 21 μήνες της δίκης για την υπόθεση «Βαριοπούλα» έχει οδηγήσει πολλούς στη γειτονική Τουρκία να κάνουν λόγο, με μία ορισμένη δόση υπερβολής, για «νέα Νυρεμβέργη»: η έκδοση καταδικαστικής απόφασης για 325 αξιωματικούς του τουρκικού στρατού (συμπεριλαμβανομένων δύο στρατηγών και ενός ναυάρχου ε.α.) σε ποινές φυλάκισης από 6 έως 20 έτη, με την κατηγορία της συνομωσίας για την ανατροπή της κυβέρνησης Erdogan, αποτελεί οπωσδήποτε επαναβεβαίωση της αρχής ότι η εκτέλεση εντολών στο πλαίσιο ενός ιεραρχικού θεσμού δεν απαλλάσσει από την ατομική ευθύνη σε περίπτωση παρανομίας. Αποτελεί όμως, πάνω από όλα, ηχηρή μαρτυρία των θεαματικών αλλαγών που έχει υποστεί η Τουρκία κατά τη δεκαετία που βρίσκεται στα πράγματα η εν λόγω κυβέρνηση: αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι ο επικεφαλής της είχε φυλακισθεί στο παρελθόν για ένα εξάμηνο για την δημόσια απαγγελία «ανατρεπτικού» ποιήματος και ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κινούσε διαδικασία για απαγόρευση λειτουργίας του κυβερνώντος κόμματος μετά τη δεύτερη εκλογική του νίκη το 2007 (με εκλογικό ποσοστό ανώτερο της πρώτης το 2002). Το κύκνειο αυτό άσμα της αλαζονείας των «μηχανισμών» ήταν και ο πυροδότης της «αντεπίθεσης» που εκδηλώθηκε με τη μορφή δημοσιογραφικών αποκαλύψεων και δικαστικών ερευνών για υποθέσεις όπως η «Βαριοπούλα» και η Ergenekon, οδηγώντας στην τωρινή εντυπωσιακή κατάληξη.
Υπενθυμίζεται ότι η «Βαριοπούλα» αποτελούσε σενάριο πολεμικού παιγνίου το οποίο εξετάσθηκε σε σεμινάριο της 1ης Στρατιάς το διάστημα 5-7 Μαρτίου 2003 και προέβλεπε την διενέργεια προβοκατόρικων επιθέσεων (ανάμεσά τους τυφλές βομβιστικές ενέργειες, αλλά και σκηνοθετημένη κατάρριψη τουρκικού μαχητικού σε αερομαχία με ελληνικό πάνω από το Αιγαίο), ώστε να «καταδειχθεί» η αδυναμία της κυβέρνησης Erdogan να διασφαλίσει την ενότητα και ακεραιότητα της χώρας και να ανοίξει ο δρόμος για ένα πραξικόπημα – στο πλαίσιο του οποίου θα πραγματοποιούνταν 200.000 συλλήψεις μόνο στην Κωνσταντινούπολη. Τα CD με την ηχογράφηση των εργασιών του εν λόγω σεμιναρίου είναι αποκαλυπτικά της νοοτροπίας αυτών των αυτόκλητων θεματοφυλάκων του «ατατουρκισμού» της ανησυχίας τους ότι η αστυνομία έχει «διαβρωθεί» και δεν μπορεί να υπολογίζεται στα σχέδιά τους, της αντιμετώπισης του «ελληνικού θέματος» ως δευτερεύοντος και εργαλειακής μόνο χρησιμότητας, της εντεινόμενης καχυποψίας τους απέναντι στη Ουάσιγκτον, λόγω της ετοιμότητάς της να συνεργασθούν με την κυβέρνηση Erdogan για τις ανάγκες του πολέμου στο Ιράκ, και κυρίως της βαθιά ριζωμένης πεποίθησής τους ότι η τουρκική εθνική ενότητα διακυβεύεται μονίμως και δεν μπορεί να την εγγυηθεί παρά μόνο η συστηματική καλλιέργεια «εθνικού πνεύματος» και όχι η αναφορά στην ευρύτερη έννοια της ισλαμικής «κοινότητας των πιστών». Στο τελευταίο αυτό σημείο θα πρέπει να τους αναγνωρισθεί ότι δεν έχουν άδικο.
Διότι η δεκαετής προσπάθεια του Erdogan να μεταφέρει την πραγματική εξουσία από τα χέρια των πολιτικών στα χέρια των στρατιωτικών είναι απόλυτα συνυφασμένη με την επίλυση του Κουρδικού ζητήματος, επί του οποίου η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης λάνσαρε ένα φιλόδοξο «δημοκρατικό άνοιγμα» για να βρεθεί σήμερα αντιμέτωπη (βοηθούσης και της κατάρρευσης της διπλωματίας των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες) με την θεαματική αναζωπύρωσή του σε κοινωνικό και στρατιωτικό επίπεδο. Σύμφωνα με το International Crisis Group οι συγκρούσεις με το ΡΚΚ στοίχισαν τους τελευταίους 15 μήνες τη ζωή τουλάχιστον 700 ανθρώπων, φθάνοντας σε επίπεδα βίας που η Τουρκία δεν είχε ζήσει επί 13 χρόνια, μετά τη σύλληψη του Ocalan. Ο κουρδικός εθνικισμός είναι ένα «τζίνι» το οποίο η συντηρητική «ισλαμοδημοκρατία» δεν μπορεί να ξανακλείσει στο μπουκάλι. Όσο για τις προόδους στον εκδημοκρατισμό, όπως αυτές εικονογραφούνται από την δικαστική ετυμηγορία για τη «Βαριοπούλα», παραβλέπεται ότι ο στρατός ακόμη δεν έχει κληθεί να λογοδοτήσει για τις «αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις» και τις στοχευμένες δολοφονίες που σημάδεψαν ανεξάλειπτα τις νοτιοανατολικές επαρχίες, ενώ την ίδια ώρα οι μαζικές συλλήψεις δημοσιογράφων, διανοουμένων και στελεχών της τοπικής κοινωνίας στο πλαίσιο της υπόθεσης της «Ένωσης Κουρδικών Κοινοτήτων»(που κατηγορείται ως «μετωπική» του ΡΚΚ).
Και το χειρότερο: οι στρατιωτικοί, τη στιγμή ακριβώς που ο ρόλος τους για τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας έρχεται περισσότερο από ποτέ στο προσκήνιο, βρίσκονται, σύμφωνα με δημοσιεύματα, σε κατάσταση «λευκής απεργίας», αρνούμενοι να αναλάβουν επιχειρησιακές πρωτοβουλίες για τις οποίες δεν έχουν σαφή πολιτική εντολή, και αποφεύγοντας να εξετάσουν πολεμικά σενάρια, για τα οποία, όπως ισχυρίζονται, ενδέχεται μια μέρα να βρεθούν στο εδώλιο...
Του Κώστα Ράπτη
www.capital.gr
Διότι η δεκαετής προσπάθεια του Erdogan να μεταφέρει την πραγματική εξουσία από τα χέρια των πολιτικών στα χέρια των στρατιωτικών είναι απόλυτα συνυφασμένη με την επίλυση του Κουρδικού ζητήματος, επί του οποίου η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης λάνσαρε ένα φιλόδοξο «δημοκρατικό άνοιγμα» για να βρεθεί σήμερα αντιμέτωπη (βοηθούσης και της κατάρρευσης της διπλωματίας των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες) με την θεαματική αναζωπύρωσή του σε κοινωνικό και στρατιωτικό επίπεδο. Σύμφωνα με το International Crisis Group οι συγκρούσεις με το ΡΚΚ στοίχισαν τους τελευταίους 15 μήνες τη ζωή τουλάχιστον 700 ανθρώπων, φθάνοντας σε επίπεδα βίας που η Τουρκία δεν είχε ζήσει επί 13 χρόνια, μετά τη σύλληψη του Ocalan. Ο κουρδικός εθνικισμός είναι ένα «τζίνι» το οποίο η συντηρητική «ισλαμοδημοκρατία» δεν μπορεί να ξανακλείσει στο μπουκάλι. Όσο για τις προόδους στον εκδημοκρατισμό, όπως αυτές εικονογραφούνται από την δικαστική ετυμηγορία για τη «Βαριοπούλα», παραβλέπεται ότι ο στρατός ακόμη δεν έχει κληθεί να λογοδοτήσει για τις «αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις» και τις στοχευμένες δολοφονίες που σημάδεψαν ανεξάλειπτα τις νοτιοανατολικές επαρχίες, ενώ την ίδια ώρα οι μαζικές συλλήψεις δημοσιογράφων, διανοουμένων και στελεχών της τοπικής κοινωνίας στο πλαίσιο της υπόθεσης της «Ένωσης Κουρδικών Κοινοτήτων»(που κατηγορείται ως «μετωπική» του ΡΚΚ).
Και το χειρότερο: οι στρατιωτικοί, τη στιγμή ακριβώς που ο ρόλος τους για τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας έρχεται περισσότερο από ποτέ στο προσκήνιο, βρίσκονται, σύμφωνα με δημοσιεύματα, σε κατάσταση «λευκής απεργίας», αρνούμενοι να αναλάβουν επιχειρησιακές πρωτοβουλίες για τις οποίες δεν έχουν σαφή πολιτική εντολή, και αποφεύγοντας να εξετάσουν πολεμικά σενάρια, για τα οποία, όπως ισχυρίζονται, ενδέχεται μια μέρα να βρεθούν στο εδώλιο...
Του Κώστα Ράπτη
www.capital.gr
No comments :
Post a Comment