1. Εισαγωγή
Εδώ και πολλά χρόνια, ουσιαστικά αιώνες σε πολλές περιοχές στον Ευρωπαϊκά χώρο, τα προβλήματα των μειονοτήτων, είναι αναμφισβήτητα υπαρκτά και έντονα. Οι περισσότερες χώρες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, όπου αναπτύσσεται μια έντονη δραστηριότητα για τα μειονοτικά ζητήματα με διεπιστημονικές προσεγγίσεις που αποκαθιστούν το μειονοτικό ως ένα από τα κεντρικά σημεία αναφοράς της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ιστορίας του τόπου, αν και δείχνουν θέληση και πρόθεση για την αντιμετώπισή τους, δεν προχωρούν σε ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων τους. Στη χρονική φάση που διανύουμε, παρατηρείται μία συνεχώς αυξανόμενη ένταση στον τομέα των μειονοτικών διεκδικήσεων.
Εδώ και πολλά χρόνια, ουσιαστικά αιώνες σε πολλές περιοχές στον Ευρωπαϊκά χώρο, τα προβλήματα των μειονοτήτων, είναι αναμφισβήτητα υπαρκτά και έντονα. Οι περισσότερες χώρες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, όπου αναπτύσσεται μια έντονη δραστηριότητα για τα μειονοτικά ζητήματα με διεπιστημονικές προσεγγίσεις που αποκαθιστούν το μειονοτικό ως ένα από τα κεντρικά σημεία αναφοράς της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ιστορίας του τόπου, αν και δείχνουν θέληση και πρόθεση για την αντιμετώπισή τους, δεν προχωρούν σε ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων τους. Στη χρονική φάση που διανύουμε, παρατηρείται μία συνεχώς αυξανόμενη ένταση στον τομέα των μειονοτικών διεκδικήσεων.
Οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και στο χώρο της Χερσονήσου του Αίμου, έφεραν (ξανά) στο προσκήνιο ένα πρόβλημα, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ διευθετηθεί και επιλυθεί: το ζήτημα της προστασίας της ταυτότητας, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης των μειονοτικών πληθυσμών. Εξάλλου, στον Ευρωπαϊκό χώρο, και ιδιαίτερα στη Βαλκανική χερσόνησο, όπου οι εδαφικές και πληθυσμιακές ανακατατάξεις αποτελούν πολιτική και πρακτική αιώνων, είναι αναμενόμενο το φαινόμενο... αυτό να παρουσιάζεται πολύ πιο έντονο και διαρκές.
2. Το πλαίσιο για την ελληνική μειονότητα
Από το πρωτόκολλο της Κέρκυρας που προβλέπει την αυτονομία- αυτή ήδη υπάρχει σε ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, κ.ά), μέχρι σήμερα, η προβληματική της διεθνούς κοινότητας, όσον αφορά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των μειονοτικών ομάδων, έχει περάσει από διάφορα στάδια. Από την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), όπου και οι συμβάσεις «περί μειονοτήτων» μέχρι την αρχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχε δοθεί έμφαση στο θέμα της ομαλής ενσωμάτωσης των διαφόρων ομάδων. Με το τέλος του πολέμου και την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε), και έχοντας υπόψη, τα ζητήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας σύγκρουσης σχετικά με τις μειονότητες, η διεθνής κοινότητα θα προβεί σε ενέργειες προς τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα μπορούσε να διασφαλίσει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθιερώνοντας την αρχή της μη-διάκρισης λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή γλώσσας.
Στο σημείο αυτό γίνεται ένα σημαντικό βήμα, το οποίο δεν είναι, ωστόσο, αρκετό για να εξασφαλίσει την ουσιαστική προστασία των μειονοτήτων και να διαφυλάξει τη διαφορετικότητά τους. Το βασικό μειονέκτημα της προσέγγισης αυτής, εκτός από το γεγονός ότι τα μειονοτικά δικαιώματα εντάχθηκαν ως ιδιότυπη προστασία στο σώμα των δικαιωμάτων του ανθρώπου χωρίς να κρατήσουν την αυτοτέλειά τους, ήταν ότι θεωρούσε πως η εφαρμογή της αρχής της μη-διάκρισης αποτελεί επαρκή εγγύηση για την προστασία των μειονοτήτων, άποψη η οποία επέφερε μια ταύτιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων με τα ατομικά δικαιώματα.
Ειδικότερα η Αλβανία, μεταπολεμικά παρουσιάστηκε απρόθυμη στην επικύρωση βασικών διεθνών συμβάσεων, όπως το Διεθνές Σύμφωνο Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε, το οποίο καταχύρωνε και εκπαιδευτικές πληροφορίες, ενώ επικύρωσε άλλες, όπως η Συμφωνία για τα Πολιτικά Δικαιώματα της Γυναίκας (1952) και τη Συμφωνία για την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (1948). Το ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων, αντιμετωπίζεται πιο συγκροτημένα και ολοκληρωμένα -το ψυχροπολεμικό ωστόσο πλαίσιο υπάρχει ακόμη- από τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Δ.Α.Σ.Ε), σήμερα Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη ( Ο.Α.Σ.Ε.), καθώς στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975) γίνεται κάποια αναφορά, στην πολιτιστική συνεισφορά των μειονοτικών πληθυσμών και στην ανάγκη διευκόλυνσής τους από τα κράτη διαβίωσή τους.
Οι εξαγγελίες και η ύπαρξη αναφορών περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συμπεριλαμβάνονταν στην Τελική Πράξη, αν και δημιουργούσαν την εντύπωση ότι δεν είχαν σημαντικές διαφορές από τα αντίστοιχα κείμενα του Ο.Η.Ε., εντούτοις εμφάνιζαν κάποιου είδους παραχωρήσεις από την κρατική πλευρά και αναφέρονταν, για πρώτη φορά, όχι μόνο στην ανάγκη για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και για «προαγωγή και ενθάρρυνσή τους».
3. Οι αλλαγές στον Ευρωπαϊκό χώρο μετά το 1991
Η πτώση των καθεστώτων που κυριαρχούσαν στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη καθώς και στη Χερσόνησου του Αίμου- ορισμένα είχαν κάποιας μορφής μειονοτική πολιτική- ανέδειξε το θέμα της παραχώρησης ειδικών δικαιωμάτων, τα οποία αποσκοπούν πλέον στη διάσωση της ελεύθερης έκφρασης της διαφορετικότητας αλλά και της ίδιας της ύπαρξης των μειονοτικών ομάδων. Τον Ιούνιο του 1990 υιοθετείται το κείμενο της Διακήρυξης της Κοπεγχάγης, στο οποίο για πρώτη φορά τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να προστατεύσουν την εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητα των μειονοτικών ομάδων και να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την προώθησή της.
Η Αλβανία προσήλθε ως παρατηρητής στην Κοπενχάγη, υιοθετώντας μια σειρά από ζητήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Την 21η Νοεμβρίου του 1990 θα υπογραφεί «ο Χάρτης του Παρισιού για μια νέα Ευρώπη», ο οποίος εξέταζε το μειονοτικό ζήτημα από θετική οπτική γωνία, αποτελώντας ταυτόχρονα πραγματική διακήρυξη των πιστεύω της Ευρώπης, καθώς τόνιζε την άμεση σύνδεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου.
Η στάση της διεθνούς κοινότητας στον τομέα του σεβασμού της ταυτότητας των μειονοτήτων, ήταν για μεγάλη χρονική περίοδο αμφιλεγόμενη, καθώς από τη μια πλευρά εκδήλωνε την επιθυμία της να προστατεύσει τους μειονοτικούς πληθυσμούς και να συμβάλλει ενεργά στο σεβασμό της διαφορετικότητάς τους και από την άλλη απέφευγε να προβεί σε δεσμεύσεις και κυρίως επίσημες αναγνωρίσεις της οντότητας των μειονοτικών πληθυσμών.
Η περίπτωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικής Γλώσσες, και πολύ έντονα της Σύμβασης Πλαίσιο για τις Εθνικές Μειονότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα, αφού η διεθνής κοινότητα υιοθέτησε ένα εξαιρετικά εύκαμπτο σχήμα, το οποίο θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στις κατά τόπους ειδικές περιστάσεις στις οποίες χρησιμοποιείται η μειονοτική- ελληνική γλώσσα, ενώ την ταυτόχρονα απέφευγε να συγκεκριμενοποιήσει και να αναλύσει το νομικό πλαίσιο σε δικαιώματα υπέρ των μειονοτήτων.
4. Συμπεράσματα
Η ελληνική μειονότητα αποτελεί ένα βασικό συστατικό στοιχείο της Αλβανίας και κανένας μηχανισμός, προπαγανδιστικός και κατασταλτικός, δεν μπορεί να την εξαφανίσει. Οι Έλληνες βορειοηπειρώτες γνωρίζουν πολύ καλά τι να πράξουν, έχουν μαζί τους, το δίκαιο, θεωρητικό και ουσιαστικό και την ιστορία. Οι επιλογές που πρέπει να γίνουν οφείλουν να γίνουν γρήγορα. Ο πολιτικός χρόνος τρέχει και είναι αμείλικτος.
Θ.Μ.
http://syndesmos71.blogspot.com/2012/02/blog-post_26.html
3. Οι αλλαγές στον Ευρωπαϊκό χώρο μετά το 1991
Η πτώση των καθεστώτων που κυριαρχούσαν στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη καθώς και στη Χερσόνησου του Αίμου- ορισμένα είχαν κάποιας μορφής μειονοτική πολιτική- ανέδειξε το θέμα της παραχώρησης ειδικών δικαιωμάτων, τα οποία αποσκοπούν πλέον στη διάσωση της ελεύθερης έκφρασης της διαφορετικότητας αλλά και της ίδιας της ύπαρξης των μειονοτικών ομάδων. Τον Ιούνιο του 1990 υιοθετείται το κείμενο της Διακήρυξης της Κοπεγχάγης, στο οποίο για πρώτη φορά τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να προστατεύσουν την εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητα των μειονοτικών ομάδων και να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την προώθησή της.
Η Αλβανία προσήλθε ως παρατηρητής στην Κοπενχάγη, υιοθετώντας μια σειρά από ζητήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Την 21η Νοεμβρίου του 1990 θα υπογραφεί «ο Χάρτης του Παρισιού για μια νέα Ευρώπη», ο οποίος εξέταζε το μειονοτικό ζήτημα από θετική οπτική γωνία, αποτελώντας ταυτόχρονα πραγματική διακήρυξη των πιστεύω της Ευρώπης, καθώς τόνιζε την άμεση σύνδεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου.
Η στάση της διεθνούς κοινότητας στον τομέα του σεβασμού της ταυτότητας των μειονοτήτων, ήταν για μεγάλη χρονική περίοδο αμφιλεγόμενη, καθώς από τη μια πλευρά εκδήλωνε την επιθυμία της να προστατεύσει τους μειονοτικούς πληθυσμούς και να συμβάλλει ενεργά στο σεβασμό της διαφορετικότητάς τους και από την άλλη απέφευγε να προβεί σε δεσμεύσεις και κυρίως επίσημες αναγνωρίσεις της οντότητας των μειονοτικών πληθυσμών.
Η περίπτωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικής Γλώσσες, και πολύ έντονα της Σύμβασης Πλαίσιο για τις Εθνικές Μειονότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα, αφού η διεθνής κοινότητα υιοθέτησε ένα εξαιρετικά εύκαμπτο σχήμα, το οποίο θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στις κατά τόπους ειδικές περιστάσεις στις οποίες χρησιμοποιείται η μειονοτική- ελληνική γλώσσα, ενώ την ταυτόχρονα απέφευγε να συγκεκριμενοποιήσει και να αναλύσει το νομικό πλαίσιο σε δικαιώματα υπέρ των μειονοτήτων.
4. Συμπεράσματα
Η ελληνική μειονότητα αποτελεί ένα βασικό συστατικό στοιχείο της Αλβανίας και κανένας μηχανισμός, προπαγανδιστικός και κατασταλτικός, δεν μπορεί να την εξαφανίσει. Οι Έλληνες βορειοηπειρώτες γνωρίζουν πολύ καλά τι να πράξουν, έχουν μαζί τους, το δίκαιο, θεωρητικό και ουσιαστικό και την ιστορία. Οι επιλογές που πρέπει να γίνουν οφείλουν να γίνουν γρήγορα. Ο πολιτικός χρόνος τρέχει και είναι αμείλικτος.
Θ.Μ.
http://syndesmos71.blogspot.com/2012/02/blog-post_26.html
No comments :
Post a Comment