Διαβάζω ότι ο κόσμος κάνει ουρές στις εφορίες για να πληρώσει το χαράτσι της εισφοράς αλληλεγγύης. Διαβάζω μόνο. Δεν έχω πάει, δεν είδα. Δεν κατηγορώ κανέναν που τα πλήρωσε. Εγώ δε θα πληρώσω. Δεν είμαι μάγκας, ούτε φοροφυγάς. Δεν είναι ότι θα νιώσω μαλάκας αν ξαναπληρώσω τα χιλιοπληρωμένα. Απλώς δεν έχω να πληρώσω. Αν είχα, δεν ξέρω τι θα έκανα. Θα διέθετα την πολυτέλεια της επιλογής, οπότε είναι πολύ εκ του ασφαλούς τώρα να αρχίσω τα μεγάλα λόγια. Ανακαλύπτω ότι όσο στερεύουν οι επιλογές μου, γίνομαι πιο ελεύθερος. Παλιότερα αγχωνόμουν με κάτι τέτοια. Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος. Δεν έχω χρήματα ούτε για χαράτσια, ούτε για τίποτα.
Προβλέπω ότι αν αρρωστήσω, θα το ρίξω στην αυτοΐαση με διάφορα πνευματιστικά τύπου «δεν είναι τίποτα, θα περάσει», ελπίζοντας ότι πράγματι θα περάσει. Κρατάω μόνο φως, τηλέφωνο και σύνδεση ίντερνετ. Έχω χρήματα και για τα βασικά. Δηλαδή, να φάω. Μέχρι σήμερα. Αύριο δεν ξέρω. Από τη στιγμή που βάζουν χαράτσια σε δημόσιο αγαθό όπως το ηλεκτρικό ρεύμα, είναι πολύ πιθανό να βάλουν και στα τρόφιμα. Για παράδειγμα, να παίρνεις ένα ψωμί και να πληρώνεις 301 ευρώ. Το 1 ευρώ για το ψωμί και τα 300 για το Βενιζέλο που θα έχει ανακαλύψει κάποιο φόρο ρητορικής σημασίας. Όλοι οι φόροι που πληρώνουμε πλέον, είναι ρητορικής σημασίας. Όπως κάποια ερωτήματα που τα χαρακτηρίζουμε ρητορικά επειδή δεν περιμένουμε απάντηση, αλλά τα θέτουμε. Έτσι είναι και οι φόροι που πληρώνουμε. Ρητορικοί. Δεν έχουν αντίκρισμα. Δεν ξέρουμε γιατί τους πληρώνουμε, τί ακριβώς επιδιώκουν αυτοί που τους βάζουν, τί αποτέλεσμα θα έχουν αυτά που πληρώνουμε στην οικονομία της χώρας. Ή, ακόμη πιο σωστά, ξέρουμε εκ των προτέρων ότι αυτοί οι φόροι δε θα έχουν κανένα αποτέλεσμα.
Με την ίδια, λοιπόν, ευκολία που κάνουμε ρητορικά ερωτήματα, πληρώνουμε και ρητορικούς φόρους. Καμία ενημέρωση από κει και πέρα. Κανένας απολογισμός. Και το έλλειμμα θα μεγαλώνει. Δηλαδή, ακριβώς σα να μην πληρώσαμε φόρους. Δεν περιμένουμε καμία απάντηση, καμία εξέλιξη, καμία βελτίωση, καμία χρεωκοπία. Οι φόροι έγιναν συνήθεια. Αποτρόπαιο αν το καλοσκεφτείς, αλλά δεν είναι το μόνο. Αποτρόπαιο είναι και το να έχεις τον Βενιζέλο υπουργό Οικονομικών, ο οποίος σκέφτεται δυνατά και οι σκέψεις του μετατρέπονται σε είδηση. Ύστερα ο Βενιζέλος βλέπει την είδηση κι αναρωτιέται πώς κυκλοφόρησε η «φήμη». Ακριβώς όπως έγινε με τις αποδείξεις. Μια σκέψη του Βενιζέλου, έγινε δελτίο Τύπου, το οποίο λίγο αργότερα ανακλήθηκε. Σαν εκείνον που ξαφνικά φωνάζει τη γυναίκα του με λάθος όνομα και ύστερα δε μπορεί να το συμμαζέψει. Όμως η μαλακία ήδη έχει γίνει.
Δεν έχω να πληρώσω για τίποτα πια και νιώθω ότι αυτή μου η κατάσταση λειτουργεί σα θερμοκοιτίδα ελπίδας. Κάθε μέρα μεγαλώνει, από κει που αργοπέθαινε. Αν πληρώσω, θα σημαίνει αυτομάτως ότι αποδέχομαι πως αυτοί οι γελοίοι θα μείνουν κι άλλο στις θέσεις τους και θα προλάβουν να τιμωρήσουν την απείθειά μου ή την αδυναμία μου. Όμως εγώ πιστεύω ότι ήδη έχουν τελειώσει και κάνουν τα τελευταία πλιάτσικα. Όπως οι Γερμανοί όταν έχασαν τον πόλεμο κι έφευγαν τρέχοντας από την Ελλάδα, παίρνοντας μαζί τους από κιονόκρανα μέχρι κουρτίνες και μπουκάλια ούζο. Αυτό κάνουν και οι Βενιζέλοι τώρα. Κάνουν ταμείο να παραδώσουν σε αυτούς που τους διόρισαν. Στο ΔΝΤ, στη Μέρκελ, στους τραπεζίτες. Μια κυβέρνηση που γνωρίζει ότι έχει μέλλον ή έστω μια κυβέρνηση που διεκδικεί τη συνέχειά της, δεν πανικοβάλλεται, δεν εκτελεί, δεν καταστρέφει.
Μπορεί να παίρνει δυσάρεστα μέτρα, αλλά προπάντων επιδιώκει να διατηρήσει σε καλή κατάσταση τις μόνιμες πηγές φορολογίας. Δεν τις εξοντώνει με σκοπό να μη μπορούν να τις εκμεταλλευτούν οι επόμενοι που θα έρθουν. Η κυβέρνηση αυτή ήρθε με τρόπο απατεώνα, κυβέρνησε με τρόπο δικτάτορα και φεύγει με τρόπο κατακτητή που δεν ένιωσε ποτέ κάτι να τη δένει με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Το μόνο που έκανε ήταν να εξυπηρετεί τα αφεντικά της. Το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή. Ο, εξαφανισθείς πλέον, Γιώργος Παπανδρέου δεν έδωσε καμία διαβεβαίωση για αξιοπρεπές μέλλον στους Έλληνες, αλλά διαβεβαίωνε διαρκώς τους τοκογλύφους ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους μέχρι το τελευταίο ευρώ. Δεν τα κατάφερε. Οι τοκογλύφοι εμπιστεύτηκαν λάθος ανθρώπους, γι’ αυτό κι ετοιμάζονται να τους αποσύρουν τώρα μαζί με τα μπαούλα από το πλιάτσικο. Μάλλον θα φέρουν κάποιους άλλους. Εκείνοι θα προσπαθήσουν να φανούν ικανότεροι, πιο άξιοι, πιο αποτελεσματικοί.
Δεν έχουν ελπίδα όμως. Επειδή δεν έχω λεφτά. Κι αυτή είναι η δική μου ελπίδα, ότι σε λίγο θα είναι πολλοί αυτοί που δε θα έχουν λεφτά να πληρώσουν νταβατζηλίκια. Τότε θα μας αφήσουν ήσυχους. Τότε, δε θα τους ενδιαφέρουμε πια. Όσο, πάντως, ξεθάβουμε κόκαλα που είχαμε κρύψει και τα καταθέτουμε στα δημόσια ταμεία, τόσο αυτοί θα παίρνουν παράταση και θα μένουν εδώ. Μέχρι να πάρουν και το τελευταίο κοκαλάκι μας. Όποιος μπορεί και θέλει, πάει και τους το δίνει. Αλλά σας παρακαλώ, ύστερα δεν αντέχω γκρίνιες. Δε γίνεται να συνεχιστεί αυτή η ιστορία του μαζοχισμού για πολύ καιρό. Είναι τουλάχιστον γελοίο να θες να είσαι εντάξει απέναντι στις υποχρεώσεις που σου επιβάλουν εκείνοι που υποτίθεται ότι πολεμάς. Αν μη τι άλλο, ας καταθέσουμε και λίγη σοβαρότητα σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Προβλέπω ότι αν αρρωστήσω, θα το ρίξω στην αυτοΐαση με διάφορα πνευματιστικά τύπου «δεν είναι τίποτα, θα περάσει», ελπίζοντας ότι πράγματι θα περάσει. Κρατάω μόνο φως, τηλέφωνο και σύνδεση ίντερνετ. Έχω χρήματα και για τα βασικά. Δηλαδή, να φάω. Μέχρι σήμερα. Αύριο δεν ξέρω. Από τη στιγμή που βάζουν χαράτσια σε δημόσιο αγαθό όπως το ηλεκτρικό ρεύμα, είναι πολύ πιθανό να βάλουν και στα τρόφιμα. Για παράδειγμα, να παίρνεις ένα ψωμί και να πληρώνεις 301 ευρώ. Το 1 ευρώ για το ψωμί και τα 300 για το Βενιζέλο που θα έχει ανακαλύψει κάποιο φόρο ρητορικής σημασίας. Όλοι οι φόροι που πληρώνουμε πλέον, είναι ρητορικής σημασίας. Όπως κάποια ερωτήματα που τα χαρακτηρίζουμε ρητορικά επειδή δεν περιμένουμε απάντηση, αλλά τα θέτουμε. Έτσι είναι και οι φόροι που πληρώνουμε. Ρητορικοί. Δεν έχουν αντίκρισμα. Δεν ξέρουμε γιατί τους πληρώνουμε, τί ακριβώς επιδιώκουν αυτοί που τους βάζουν, τί αποτέλεσμα θα έχουν αυτά που πληρώνουμε στην οικονομία της χώρας. Ή, ακόμη πιο σωστά, ξέρουμε εκ των προτέρων ότι αυτοί οι φόροι δε θα έχουν κανένα αποτέλεσμα.
Με την ίδια, λοιπόν, ευκολία που κάνουμε ρητορικά ερωτήματα, πληρώνουμε και ρητορικούς φόρους. Καμία ενημέρωση από κει και πέρα. Κανένας απολογισμός. Και το έλλειμμα θα μεγαλώνει. Δηλαδή, ακριβώς σα να μην πληρώσαμε φόρους. Δεν περιμένουμε καμία απάντηση, καμία εξέλιξη, καμία βελτίωση, καμία χρεωκοπία. Οι φόροι έγιναν συνήθεια. Αποτρόπαιο αν το καλοσκεφτείς, αλλά δεν είναι το μόνο. Αποτρόπαιο είναι και το να έχεις τον Βενιζέλο υπουργό Οικονομικών, ο οποίος σκέφτεται δυνατά και οι σκέψεις του μετατρέπονται σε είδηση. Ύστερα ο Βενιζέλος βλέπει την είδηση κι αναρωτιέται πώς κυκλοφόρησε η «φήμη». Ακριβώς όπως έγινε με τις αποδείξεις. Μια σκέψη του Βενιζέλου, έγινε δελτίο Τύπου, το οποίο λίγο αργότερα ανακλήθηκε. Σαν εκείνον που ξαφνικά φωνάζει τη γυναίκα του με λάθος όνομα και ύστερα δε μπορεί να το συμμαζέψει. Όμως η μαλακία ήδη έχει γίνει.
Δεν έχω να πληρώσω για τίποτα πια και νιώθω ότι αυτή μου η κατάσταση λειτουργεί σα θερμοκοιτίδα ελπίδας. Κάθε μέρα μεγαλώνει, από κει που αργοπέθαινε. Αν πληρώσω, θα σημαίνει αυτομάτως ότι αποδέχομαι πως αυτοί οι γελοίοι θα μείνουν κι άλλο στις θέσεις τους και θα προλάβουν να τιμωρήσουν την απείθειά μου ή την αδυναμία μου. Όμως εγώ πιστεύω ότι ήδη έχουν τελειώσει και κάνουν τα τελευταία πλιάτσικα. Όπως οι Γερμανοί όταν έχασαν τον πόλεμο κι έφευγαν τρέχοντας από την Ελλάδα, παίρνοντας μαζί τους από κιονόκρανα μέχρι κουρτίνες και μπουκάλια ούζο. Αυτό κάνουν και οι Βενιζέλοι τώρα. Κάνουν ταμείο να παραδώσουν σε αυτούς που τους διόρισαν. Στο ΔΝΤ, στη Μέρκελ, στους τραπεζίτες. Μια κυβέρνηση που γνωρίζει ότι έχει μέλλον ή έστω μια κυβέρνηση που διεκδικεί τη συνέχειά της, δεν πανικοβάλλεται, δεν εκτελεί, δεν καταστρέφει.
Μπορεί να παίρνει δυσάρεστα μέτρα, αλλά προπάντων επιδιώκει να διατηρήσει σε καλή κατάσταση τις μόνιμες πηγές φορολογίας. Δεν τις εξοντώνει με σκοπό να μη μπορούν να τις εκμεταλλευτούν οι επόμενοι που θα έρθουν. Η κυβέρνηση αυτή ήρθε με τρόπο απατεώνα, κυβέρνησε με τρόπο δικτάτορα και φεύγει με τρόπο κατακτητή που δεν ένιωσε ποτέ κάτι να τη δένει με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Το μόνο που έκανε ήταν να εξυπηρετεί τα αφεντικά της. Το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή. Ο, εξαφανισθείς πλέον, Γιώργος Παπανδρέου δεν έδωσε καμία διαβεβαίωση για αξιοπρεπές μέλλον στους Έλληνες, αλλά διαβεβαίωνε διαρκώς τους τοκογλύφους ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους μέχρι το τελευταίο ευρώ. Δεν τα κατάφερε. Οι τοκογλύφοι εμπιστεύτηκαν λάθος ανθρώπους, γι’ αυτό κι ετοιμάζονται να τους αποσύρουν τώρα μαζί με τα μπαούλα από το πλιάτσικο. Μάλλον θα φέρουν κάποιους άλλους. Εκείνοι θα προσπαθήσουν να φανούν ικανότεροι, πιο άξιοι, πιο αποτελεσματικοί.
Δεν έχουν ελπίδα όμως. Επειδή δεν έχω λεφτά. Κι αυτή είναι η δική μου ελπίδα, ότι σε λίγο θα είναι πολλοί αυτοί που δε θα έχουν λεφτά να πληρώσουν νταβατζηλίκια. Τότε θα μας αφήσουν ήσυχους. Τότε, δε θα τους ενδιαφέρουμε πια. Όσο, πάντως, ξεθάβουμε κόκαλα που είχαμε κρύψει και τα καταθέτουμε στα δημόσια ταμεία, τόσο αυτοί θα παίρνουν παράταση και θα μένουν εδώ. Μέχρι να πάρουν και το τελευταίο κοκαλάκι μας. Όποιος μπορεί και θέλει, πάει και τους το δίνει. Αλλά σας παρακαλώ, ύστερα δεν αντέχω γκρίνιες. Δε γίνεται να συνεχιστεί αυτή η ιστορία του μαζοχισμού για πολύ καιρό. Είναι τουλάχιστον γελοίο να θες να είσαι εντάξει απέναντι στις υποχρεώσεις που σου επιβάλουν εκείνοι που υποτίθεται ότι πολεμάς. Αν μη τι άλλο, ας καταθέσουμε και λίγη σοβαρότητα σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Η ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΙΣ 29/6
No comments :
Post a Comment