Όσο πλησιάζει η έναρξη της Παγκόσμιας Συνόδου Βιώσιμης Ανάπτυξης τόσο ξεκαθαρίζουν και τα στρατόπεδα της αντιπαράθεσης, ιδιαίτερα γύρω από το μέλλον των υδάτινων πόρων παγκοσμίως. Το μέρος όπου θα πραγματοποιηθεί η σύνοδος είναι χαρακτηριστικό. Οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων και των πολυεθνικών εταιριών που θα παρευρεθούν στη σύνοδο το Σεπτέμβριο θα μαζευτούν στις υπερπολυτελείς ξενοδοχειακές και συνεδριακές εγκαταστάσεις του Σάντον, του πλούσιου προαστίου του Γιοχάνεσμπουργκ, με τα τεράστια ακίνητα, τους αποικιακού τύπου κήπους και τις πισίνες, που έχει γίνει το νέο οικονομικό επίκεντρο της Νοτίου Αφρικής. Εκεί θα συναντηθούν με στελέχη της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου με στόχο τον καθορισμό του πλαισίου ιδιωτικοποίησης του νερού.
Την ίδια στιγμή ακτιβιστές από τη Νότιο Αφρική και τον υπόλοιπο κόσμο –το όραμα των οποίων διαφέρει πολύ– πρόκειται να μαζευτούν σε άλλες, πολύ διαφορετικές τοποθεσίες προκειμένου να αγωνιστούν για το δικαίωμα όλων των ανθρώπων στο νερό. Μια τέτοια τοποθεσία είναι η κωμόπολη Αλεξάντρα, μια κοινότητα που μαστίζεται από τη φτώχεια, όπου οι υπηρεσίες υγιεινής, ηλεκτρισμού και ύδρευσης έχουν ιδιωτικοποιηθεί, ενώ κόβεται η παροχή σε όσους αδυνατούν να πληρώσουν. Η Αλεξάντρα βρίσκεται δίπλα ακριβώς στο Σάντον, ενώ ανάμεσά τους κυλά ένα ποτάμι τόσο μολυσμένο που έχει στις όχθες του προειδοποιητικές ταμπέλες για χολέρα. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ένα πιο ταιριαστό περιβάλλον για τη σύνοδο από εκείνο της Νοτίου Αφρικής: Οι τεράστιες ανισότητες μεταξύ των γειτονικών πόλεων Σάντον και Αλεξάντρα συμβολίζουν το μεγάλο χάσμα που υπάρχει στη δημόσια αντιπαράθεση για το νερό. Επιπλέον, στη Νότιο Αφρική γεννήθηκε μία από τις βασικές ομάδες πολιτών που συμμετέχουν στο παγκόσμιο κοινωνικό κίνημα για τη διάσωση του νερού στον πλανήτη.
Το κίνημα αυτό είχε ως αφετηρία τη μάχη για την επιβίωση. Σε ολόκληρο τον πλανήτη το γλυκό νερό στερεύει. Η ανθρωπότητα μολύνει, παροχετεύει και εξαντλεί αυτή την πηγή ζωής με τρομακτικούς ρυθμούς. Κάθε μέρα που περνάει οι αξιώσεις μας για νερό ξεπερνούν τη διαθεσιμότητά του και οι ζωές χιλιάδων περισσότερων ανθρώπων θέτονται σε κίνδυνο. Ήδη οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις της έλλειψης νερού γίνονται ραγδαία μια αποσταθεροποιητική δύναμη, με διαμάχες για το νερό να προκύπτουν σε όλη την υφήλιο. Εν ολίγοις, εάν δεν αλλάξει δραστικά η διαχείριση των υδάτινων πόρων, μεταξύ του μισού και των δύο τρίτων των ανθρώπων πρόκειται να βιώσουν σοβαρές ελλείψεις φρέσκου νερού κατά την επόμενη εικοσιπενταετία.
Η εξέλιξη φάνηκε να μας αιφνιδιάζει, τουλάχιστον όσους από εμάς ζούμε στο Βορρά. Μέχρι την περασμένη δεκαετία η μελέτη του νερού ήταν έργο εξειδικευμένων ομάδων ειδικών υδρολόγων, μηχανικών, επιστημόνων, πολεοδόμων, μετεωρολόγων και άλλων, οι οποίοι ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για κάτι που πολλοί από εμάς έπαιρναν ως δεδομένο. Πολλοί γνώριζαν την κατάσταση στον Τρίτο Κόσμο και το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες που οφείλονται στο νερό. Ωστόσο, θεωρούσαν ότι το πρόβλημα αφορούσε τη φτώχεια, την κακή υγιεινή και την αδικία – τομείς που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν στο δίκαιο κόσμο για τον οποίο αγωνιζόμαστε.
Τώρα όμως όλο και περισσότεροι –ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περιβάλλοντος, δεξαμενές σκέψης, ερευνητικά κέντρα, επίσημοι διεθνείς φορείς και χιλιάδες ενώσεις πολιτών απ’ όλο τον κόσμο– κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Το γλυκό νερό στον πλανήτη είναι πεπερασμένο και περιορισμένο, αντιστοιχώντας σε λιγότερο από το 1% του συνολικού αποθέματος υδάτων. Δεν αυξάνεται ετησίως μόνο ο παγκόσμιος πληθυσμός κατά 85 εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά και η κατά κεφαλή χρήση νερού, η οποία διπλασιάζεται κάθε είκοσι χρόνια, με ρυθμό δύο φορές μεγαλύτερο από την πληθυσμιακή ανάπτυξη. Καθιερωμένες πρακτικές, όπως η μεγάλης κλίμακας γεωργική εκμετάλλευση, η άρδευση διά καταιονήσεως, η κατασκευή τεράστιων φραγμάτων, η διαχείριση των τοξικών αποβλήτων, η καταστροφή των υδροβιότοπων και των δασών, καθώς και η αστική και βιομηχανική ρύπανση, έχουν επιβαρύνει σε τέτοιο βαθμό το νερό της επιφάνειας του πλανήτη ώστε να εξορύσσονται τα υπόγεια αποθέματα πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι μπορεί η φύση να τα ανανεώσει.
Οι περιοχές όπου τα αποθέματα νερού στερεύουν περιλαμβάνουν τη Μέση Ανατολή, τη Βόρειο Κίνα, το Μεξικό, την Καλιφόρνια και σχεδόν 25 χώρες της Αφρικής. Σήμερα 31 χώρες και πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι δεν έχουν καμία πρόσβαση σε καθαρό νερό. Κάθε οκτώ δευτερόλεπτα ένα παιδί πεθαίνει από μολυσμένο νερό. Η παγκόσμια κρίση γλυκών υδάτων εμφανίζεται ως μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την επιβίωση του πλανήτη μας.
Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον
Κατά έναν τραγικό τρόπο αυτή η παγκόσμια έκκληση για δράση έρχεται σε μια εποχή που ηγεμονεύουν οι αρχές της λεγόμενης Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, ενός οικονομικού μοντέλου που εδράζεται στην ιδέα ότι η φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς συνιστά τη μοναδική οικονομική επιλογή για όλο τον κόσμο. Έθνη-κράτη που ανταγωνίζονται μεταξύ τους εγκαταλείπουν την προστασία των φυσικών τους πόρων και ιδιωτικοποιούν τα περιβαλλοντικά κτήματά τους. Όλα είναι πια προς πώληση, ακόμα και εκείνοι οι τομείς της ζωής, όπως οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι φυσικοί πόροι, που κάποτε θεωρούνταν κοινό κτήμα της ανθρωπότητας. Κυβερνήσεις από όλο τον κόσμο αποποιούνται τις ευθύνες τους για την προστασία των φυσικών πόρων στις χώρες τους, εκχωρώντας τον έλεγχό τους σε ιδιωτικές εταιρίες εκμετάλλευσης.
Έχοντας να αντιμετωπίσουν την έντονη κρίση γλυκού νερού, οι κυβερνήσεις και τα διεθνή ιδρύματα υποστηρίζουν μια λύση που συνάδει με τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον: την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση του νερού. Τιμολογήστε το νερό –λένε με μια φωνή–, βάλτε το προς πώληση και αφήστε την αγορά να καθορίσει το μέλλον του. Κατ’ αυτούς, η συζήτηση έχει λήξει. Το νερό, λένε η Παγκόσμια Τράπεζα και τα Ηνωμένα Έθνη, αποτελεί «ανθρώπινη ανάγκη», όχι «ανθρώπινο δικαίωμα». Αυτό δεν αποτελεί μια ασήμαντη γλωσσική λεπτομέρεια· η διαφορά ερμηνείας είναι καθοριστική. Οι ανθρώπινες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ιδιαίτερα για όσους έχουν λεφτά. Κανείς δεν μπορεί να πουλήσει ένα ανθρώπινο δικαίωμα.
Έτσι ένας μικρός αριθμός υπερεθνικών εταιριών, υποστηριζόμενες από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, παίρνουν επιθετικά τον έλεγχο της διαχείρισης των υπηρεσιών δημοσίας ύδρευσης σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο, αυξάνοντας δραματικά την τιμή του νερού για τους ντόπιους κατοίκους και βγάζοντας κέρδος, ιδιαίτερα από τις απελπισμένες προσπάθειες του Τρίτου Κόσμου να επιλυθεί η κρίση νερού. Ορισμένοι είναι απροσδόκητα ειλικρινείς· καυχιούνται ότι η μείωση των αποθεμάτων νερού έχει δημιουργήσει μια θαυμάσια επιχειρηματική ευκαιρία για τις πολυεθνικές εταιρίες ύδατος και τους επενδυτές τους. Η λογική τους είναι ξεκάθαρη: Το νερό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν οποιοδήποτε άλλο εμπορεύσιμο προϊόν, με τις χρήσεις του να καθορίζονται από τις αρχές του κέρδους.
Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας γνώριζε πριν από τον περισσότερο κόσμο για την επερχόμενη κρίση νερού και επεδίωξε να εκμεταλλευτεί έναν πόρο που ο ίδιος βλέπει σαν «γαλάζιο χρυσό». Σύμφωνα με το περιοδικό Fortune, τα ετήσια κέρδη της βιομηχανίας ύδατος ανέρχονται πια στο 40% των κερδών του πετρελαϊκού τομέα και είναι ήδη σημαντικά υψηλότερα από εκείνα του φαρμακευτικού τομέα, αγγίζοντας το 1 τρις δολ. Επί του παρόντος, ωστόσο, μόνο το 5% του νερού σε όλο τον κόσμο είναι στα χέρια ιδιωτών, οπότε είναι σαφές ότι οι επιχειρήσεις προσβλέπουν σε τεράστια κέρδη, καθώς η κρίση νερού επιδεινώνεται. Το 1999 η αμερικανική βιομηχανία ύδατος σημείωσε κέρδη άνω των 15 δις δολ., ενώ όλες οι μεγάλες εταιρίες νερού έχουν πλέον εισαχθεί στο χρηματιστήριο.
Οι άρχοντες του ύδατος
Στους δέκα ανέρχονται πια οι μεγάλοι εταιρικοί παίκτες που παρέχουν υπηρεσίες ύδρευσης με στόχο το κέρδος. Οι δύο μεγαλύτεροι είναι από τη Γαλλία –η Vivendi Universal και η Suez– και θεωρούνται η General Motors και η Ford της παγκόσμιας βιομηχανίας ύδατος, παρέχοντας ιδιωτικές υπηρεσίες νερού και καθαρισμού λυμάτων σε περισσότερους από 200 εκατομμύρια πελάτες σε 150 χώρες. Μαζί με άλλες εταιρίες, όπως τις Bouygues Saur, RWE-Thames Water και Bechtel-United Utilities, ανταγωνίζονται για το ποια θα επεκταθεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η Vivendi λειτουργεί διά της θυγατρικής της US Filter, η Suez διά της θυγατρικής της United Water και η RWE διά της American Water Works.
Αρωγοί στις προσπάθειές τους είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που εξαναγκάζουν ολοένα και περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου να εγκαταλείψουν τα δημόσια συστήματα ύδρευσής τους και να συνάψουν συμβόλαια με τους γίγαντες του ύδατος ως προϋπόθεση για τη χορήγηση δανείων και την ελάφρυνση του χρέους τους. Η θέση των εταιριών αυτών στην Ευρώπη και στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι πολύ καλά εδραιωμένη: τεράστια κέρδη, υψηλότερες τιμές νερού, διακοπές παροχής σε πελάτες που αδυνατούν να πληρώσουν, καμία διαφάνεια στις συναλλαγές τους, μειωμένη ποιότητα νερού, λαδώματα και διαφθορά.
Η εμπορευματοποίηση του νερού προσλαμβάνει κι άλλες μορφές. Ο τομέας του εμφιαλωμένου νερού αποτελεί μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες και λιγότερο ρυθμισμένες βιομηχανίες, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 20%. Πέρυσι σχεδόν 90 δις λίτρα εμφιαλωμένου νερού πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο, το μεγαλύτερο μέρος σε μη ανανεώσιμα πλαστικά μπουκάλια, αποφέροντας κέρδος 22 δις δολ. σε αυτή τη βιομηχανία που ρυπαίνει τόσο πολύ. Εταιρίες εμφιάλωσης όπως η Nestle, η Coca-Cola και η Pepsi συμμετέχουν σε μια διαρκή αναζήτηση για νέα αποθέματα νερού για να ικανοποιήσουν τις αχόρταγες ορέξεις αυτής της επιχείρησης. Σε αγροτικές περιοχές όλου του κόσμου τα εταιρικά συμφέροντα εξαγοράζουν γεωργικές εκτάσεις, γη ιθαγενών και ολόκληρα οικοσυστήματα, αναζητώντας νέες τοποθεσίες μόλις εξαντληθούν οι πηγές. Βίαιες αντιπαραθέσεις ξεσπούν σε πολλά μέρη με αφορμή αυτές τις «αρπαγές νερού», ιδιαίτερα στον Τρίτο Κόσμο. Όπως εξηγεί το στέλεχος μιας εταιρίας, το νερό πια αποτελεί «ένα αναγκαίο αγαθό εν ανεπαρκεία και μπορεί να παρθεί διά της βίας».
Ορισμένες πολυεθνικές εμπλέκονται στην κατασκευή τεράστιων αγωγών για τη μεταφορά γλυκού νερού για εμπορική χρήση, ενώ άλλες κατασκευάζουν γιγαντιαία δεξαμενόπλοια και τεράστιους σφραγισμένους σάκους για να μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες νερού σε πελάτες οι οποίοι προτίθενται να πληρώσουν. Όπως επισημαίνει η Παγκόσμια Τράπεζα, «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το νερό σύντομα πρόκειται να μεταφέρεται ανά τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο που μεταφέρεται το πετρέλαιο». Η μαζική μεταφορά νερού δύναται να προκαλέσει δυσμενείς περιβαλλοντικές συνέπειες. Έχουν διατυπωθεί προτάσεις για αναστροφή της ροής των ποταμιών στις βόρειες περιοχές του Καναδά. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των σχεδίων αυτών θα είναι μεγαλύτερες απ’ ό,τι προκάλεσε η κατασκευή του φράγματος των Τριών Φαραγγιών στον ποταμό Γιανγκτσέ της Κίνας.
Την ίδια στιγμή ακτιβιστές από τη Νότιο Αφρική και τον υπόλοιπο κόσμο –το όραμα των οποίων διαφέρει πολύ– πρόκειται να μαζευτούν σε άλλες, πολύ διαφορετικές τοποθεσίες προκειμένου να αγωνιστούν για το δικαίωμα όλων των ανθρώπων στο νερό. Μια τέτοια τοποθεσία είναι η κωμόπολη Αλεξάντρα, μια κοινότητα που μαστίζεται από τη φτώχεια, όπου οι υπηρεσίες υγιεινής, ηλεκτρισμού και ύδρευσης έχουν ιδιωτικοποιηθεί, ενώ κόβεται η παροχή σε όσους αδυνατούν να πληρώσουν. Η Αλεξάντρα βρίσκεται δίπλα ακριβώς στο Σάντον, ενώ ανάμεσά τους κυλά ένα ποτάμι τόσο μολυσμένο που έχει στις όχθες του προειδοποιητικές ταμπέλες για χολέρα. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ένα πιο ταιριαστό περιβάλλον για τη σύνοδο από εκείνο της Νοτίου Αφρικής: Οι τεράστιες ανισότητες μεταξύ των γειτονικών πόλεων Σάντον και Αλεξάντρα συμβολίζουν το μεγάλο χάσμα που υπάρχει στη δημόσια αντιπαράθεση για το νερό. Επιπλέον, στη Νότιο Αφρική γεννήθηκε μία από τις βασικές ομάδες πολιτών που συμμετέχουν στο παγκόσμιο κοινωνικό κίνημα για τη διάσωση του νερού στον πλανήτη.
Το κίνημα αυτό είχε ως αφετηρία τη μάχη για την επιβίωση. Σε ολόκληρο τον πλανήτη το γλυκό νερό στερεύει. Η ανθρωπότητα μολύνει, παροχετεύει και εξαντλεί αυτή την πηγή ζωής με τρομακτικούς ρυθμούς. Κάθε μέρα που περνάει οι αξιώσεις μας για νερό ξεπερνούν τη διαθεσιμότητά του και οι ζωές χιλιάδων περισσότερων ανθρώπων θέτονται σε κίνδυνο. Ήδη οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις της έλλειψης νερού γίνονται ραγδαία μια αποσταθεροποιητική δύναμη, με διαμάχες για το νερό να προκύπτουν σε όλη την υφήλιο. Εν ολίγοις, εάν δεν αλλάξει δραστικά η διαχείριση των υδάτινων πόρων, μεταξύ του μισού και των δύο τρίτων των ανθρώπων πρόκειται να βιώσουν σοβαρές ελλείψεις φρέσκου νερού κατά την επόμενη εικοσιπενταετία.
Η εξέλιξη φάνηκε να μας αιφνιδιάζει, τουλάχιστον όσους από εμάς ζούμε στο Βορρά. Μέχρι την περασμένη δεκαετία η μελέτη του νερού ήταν έργο εξειδικευμένων ομάδων ειδικών υδρολόγων, μηχανικών, επιστημόνων, πολεοδόμων, μετεωρολόγων και άλλων, οι οποίοι ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για κάτι που πολλοί από εμάς έπαιρναν ως δεδομένο. Πολλοί γνώριζαν την κατάσταση στον Τρίτο Κόσμο και το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες που οφείλονται στο νερό. Ωστόσο, θεωρούσαν ότι το πρόβλημα αφορούσε τη φτώχεια, την κακή υγιεινή και την αδικία – τομείς που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν στο δίκαιο κόσμο για τον οποίο αγωνιζόμαστε.
Τώρα όμως όλο και περισσότεροι –ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περιβάλλοντος, δεξαμενές σκέψης, ερευνητικά κέντρα, επίσημοι διεθνείς φορείς και χιλιάδες ενώσεις πολιτών απ’ όλο τον κόσμο– κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Το γλυκό νερό στον πλανήτη είναι πεπερασμένο και περιορισμένο, αντιστοιχώντας σε λιγότερο από το 1% του συνολικού αποθέματος υδάτων. Δεν αυξάνεται ετησίως μόνο ο παγκόσμιος πληθυσμός κατά 85 εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά και η κατά κεφαλή χρήση νερού, η οποία διπλασιάζεται κάθε είκοσι χρόνια, με ρυθμό δύο φορές μεγαλύτερο από την πληθυσμιακή ανάπτυξη. Καθιερωμένες πρακτικές, όπως η μεγάλης κλίμακας γεωργική εκμετάλλευση, η άρδευση διά καταιονήσεως, η κατασκευή τεράστιων φραγμάτων, η διαχείριση των τοξικών αποβλήτων, η καταστροφή των υδροβιότοπων και των δασών, καθώς και η αστική και βιομηχανική ρύπανση, έχουν επιβαρύνει σε τέτοιο βαθμό το νερό της επιφάνειας του πλανήτη ώστε να εξορύσσονται τα υπόγεια αποθέματα πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι μπορεί η φύση να τα ανανεώσει.
Οι περιοχές όπου τα αποθέματα νερού στερεύουν περιλαμβάνουν τη Μέση Ανατολή, τη Βόρειο Κίνα, το Μεξικό, την Καλιφόρνια και σχεδόν 25 χώρες της Αφρικής. Σήμερα 31 χώρες και πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι δεν έχουν καμία πρόσβαση σε καθαρό νερό. Κάθε οκτώ δευτερόλεπτα ένα παιδί πεθαίνει από μολυσμένο νερό. Η παγκόσμια κρίση γλυκών υδάτων εμφανίζεται ως μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την επιβίωση του πλανήτη μας.
Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον
Κατά έναν τραγικό τρόπο αυτή η παγκόσμια έκκληση για δράση έρχεται σε μια εποχή που ηγεμονεύουν οι αρχές της λεγόμενης Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, ενός οικονομικού μοντέλου που εδράζεται στην ιδέα ότι η φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς συνιστά τη μοναδική οικονομική επιλογή για όλο τον κόσμο. Έθνη-κράτη που ανταγωνίζονται μεταξύ τους εγκαταλείπουν την προστασία των φυσικών τους πόρων και ιδιωτικοποιούν τα περιβαλλοντικά κτήματά τους. Όλα είναι πια προς πώληση, ακόμα και εκείνοι οι τομείς της ζωής, όπως οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι φυσικοί πόροι, που κάποτε θεωρούνταν κοινό κτήμα της ανθρωπότητας. Κυβερνήσεις από όλο τον κόσμο αποποιούνται τις ευθύνες τους για την προστασία των φυσικών πόρων στις χώρες τους, εκχωρώντας τον έλεγχό τους σε ιδιωτικές εταιρίες εκμετάλλευσης.
Έχοντας να αντιμετωπίσουν την έντονη κρίση γλυκού νερού, οι κυβερνήσεις και τα διεθνή ιδρύματα υποστηρίζουν μια λύση που συνάδει με τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον: την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση του νερού. Τιμολογήστε το νερό –λένε με μια φωνή–, βάλτε το προς πώληση και αφήστε την αγορά να καθορίσει το μέλλον του. Κατ’ αυτούς, η συζήτηση έχει λήξει. Το νερό, λένε η Παγκόσμια Τράπεζα και τα Ηνωμένα Έθνη, αποτελεί «ανθρώπινη ανάγκη», όχι «ανθρώπινο δικαίωμα». Αυτό δεν αποτελεί μια ασήμαντη γλωσσική λεπτομέρεια· η διαφορά ερμηνείας είναι καθοριστική. Οι ανθρώπινες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ιδιαίτερα για όσους έχουν λεφτά. Κανείς δεν μπορεί να πουλήσει ένα ανθρώπινο δικαίωμα.
Έτσι ένας μικρός αριθμός υπερεθνικών εταιριών, υποστηριζόμενες από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, παίρνουν επιθετικά τον έλεγχο της διαχείρισης των υπηρεσιών δημοσίας ύδρευσης σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο, αυξάνοντας δραματικά την τιμή του νερού για τους ντόπιους κατοίκους και βγάζοντας κέρδος, ιδιαίτερα από τις απελπισμένες προσπάθειες του Τρίτου Κόσμου να επιλυθεί η κρίση νερού. Ορισμένοι είναι απροσδόκητα ειλικρινείς· καυχιούνται ότι η μείωση των αποθεμάτων νερού έχει δημιουργήσει μια θαυμάσια επιχειρηματική ευκαιρία για τις πολυεθνικές εταιρίες ύδατος και τους επενδυτές τους. Η λογική τους είναι ξεκάθαρη: Το νερό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν οποιοδήποτε άλλο εμπορεύσιμο προϊόν, με τις χρήσεις του να καθορίζονται από τις αρχές του κέρδους.
Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας γνώριζε πριν από τον περισσότερο κόσμο για την επερχόμενη κρίση νερού και επεδίωξε να εκμεταλλευτεί έναν πόρο που ο ίδιος βλέπει σαν «γαλάζιο χρυσό». Σύμφωνα με το περιοδικό Fortune, τα ετήσια κέρδη της βιομηχανίας ύδατος ανέρχονται πια στο 40% των κερδών του πετρελαϊκού τομέα και είναι ήδη σημαντικά υψηλότερα από εκείνα του φαρμακευτικού τομέα, αγγίζοντας το 1 τρις δολ. Επί του παρόντος, ωστόσο, μόνο το 5% του νερού σε όλο τον κόσμο είναι στα χέρια ιδιωτών, οπότε είναι σαφές ότι οι επιχειρήσεις προσβλέπουν σε τεράστια κέρδη, καθώς η κρίση νερού επιδεινώνεται. Το 1999 η αμερικανική βιομηχανία ύδατος σημείωσε κέρδη άνω των 15 δις δολ., ενώ όλες οι μεγάλες εταιρίες νερού έχουν πλέον εισαχθεί στο χρηματιστήριο.
Οι άρχοντες του ύδατος
Στους δέκα ανέρχονται πια οι μεγάλοι εταιρικοί παίκτες που παρέχουν υπηρεσίες ύδρευσης με στόχο το κέρδος. Οι δύο μεγαλύτεροι είναι από τη Γαλλία –η Vivendi Universal και η Suez– και θεωρούνται η General Motors και η Ford της παγκόσμιας βιομηχανίας ύδατος, παρέχοντας ιδιωτικές υπηρεσίες νερού και καθαρισμού λυμάτων σε περισσότερους από 200 εκατομμύρια πελάτες σε 150 χώρες. Μαζί με άλλες εταιρίες, όπως τις Bouygues Saur, RWE-Thames Water και Bechtel-United Utilities, ανταγωνίζονται για το ποια θα επεκταθεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η Vivendi λειτουργεί διά της θυγατρικής της US Filter, η Suez διά της θυγατρικής της United Water και η RWE διά της American Water Works.
Αρωγοί στις προσπάθειές τους είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που εξαναγκάζουν ολοένα και περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου να εγκαταλείψουν τα δημόσια συστήματα ύδρευσής τους και να συνάψουν συμβόλαια με τους γίγαντες του ύδατος ως προϋπόθεση για τη χορήγηση δανείων και την ελάφρυνση του χρέους τους. Η θέση των εταιριών αυτών στην Ευρώπη και στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι πολύ καλά εδραιωμένη: τεράστια κέρδη, υψηλότερες τιμές νερού, διακοπές παροχής σε πελάτες που αδυνατούν να πληρώσουν, καμία διαφάνεια στις συναλλαγές τους, μειωμένη ποιότητα νερού, λαδώματα και διαφθορά.
Η εμπορευματοποίηση του νερού προσλαμβάνει κι άλλες μορφές. Ο τομέας του εμφιαλωμένου νερού αποτελεί μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες και λιγότερο ρυθμισμένες βιομηχανίες, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 20%. Πέρυσι σχεδόν 90 δις λίτρα εμφιαλωμένου νερού πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο, το μεγαλύτερο μέρος σε μη ανανεώσιμα πλαστικά μπουκάλια, αποφέροντας κέρδος 22 δις δολ. σε αυτή τη βιομηχανία που ρυπαίνει τόσο πολύ. Εταιρίες εμφιάλωσης όπως η Nestle, η Coca-Cola και η Pepsi συμμετέχουν σε μια διαρκή αναζήτηση για νέα αποθέματα νερού για να ικανοποιήσουν τις αχόρταγες ορέξεις αυτής της επιχείρησης. Σε αγροτικές περιοχές όλου του κόσμου τα εταιρικά συμφέροντα εξαγοράζουν γεωργικές εκτάσεις, γη ιθαγενών και ολόκληρα οικοσυστήματα, αναζητώντας νέες τοποθεσίες μόλις εξαντληθούν οι πηγές. Βίαιες αντιπαραθέσεις ξεσπούν σε πολλά μέρη με αφορμή αυτές τις «αρπαγές νερού», ιδιαίτερα στον Τρίτο Κόσμο. Όπως εξηγεί το στέλεχος μιας εταιρίας, το νερό πια αποτελεί «ένα αναγκαίο αγαθό εν ανεπαρκεία και μπορεί να παρθεί διά της βίας».
Ορισμένες πολυεθνικές εμπλέκονται στην κατασκευή τεράστιων αγωγών για τη μεταφορά γλυκού νερού για εμπορική χρήση, ενώ άλλες κατασκευάζουν γιγαντιαία δεξαμενόπλοια και τεράστιους σφραγισμένους σάκους για να μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες νερού σε πελάτες οι οποίοι προτίθενται να πληρώσουν. Όπως επισημαίνει η Παγκόσμια Τράπεζα, «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το νερό σύντομα πρόκειται να μεταφέρεται ανά τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο που μεταφέρεται το πετρέλαιο». Η μαζική μεταφορά νερού δύναται να προκαλέσει δυσμενείς περιβαλλοντικές συνέπειες. Έχουν διατυπωθεί προτάσεις για αναστροφή της ροής των ποταμιών στις βόρειες περιοχές του Καναδά. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των σχεδίων αυτών θα είναι μεγαλύτερες απ’ ό,τι προκάλεσε η κατασκευή του φράγματος των Τριών Φαραγγιών στον ποταμό Γιανγκτσέ της Κίνας.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Το ΝΑΤΟ καταστρεψε το υδρευτικό έργο "θαύμα" της Λιβύης
No comments :
Post a Comment