Ασπίδα τύπου όπλον τέλη -7ου αι. |
Οπλίτης σημαίνει οπλισμένος πολεμιστής. Οι οπλίτες ήταν εξοπλισμένοι με μεγάλη στρόγγυλη ασπίδα "όπλον", δόρυ, ξίφος, θώρακα, κράνος, περικνημίδες και σπανιότερα περιβραχιόνια, περιμηρίδες και περιχειρίδες. Από τα προαναφερθέντα όπλα, αμυντικά και επιθετικά αυτά που χαρακτηρίζουν τον οπλίτη είναι η μεγάλη στρόγγυλη ασπίδα και το νηκτικό δόρυ. Η ασπίδα τύπου όπλον είχε στρόγγυλο σχήμα με εσωτερική κοίλη και εξωτερική κυρτή επιφάνεια ώστε να εξοστρακίζονται τα εχθρικά χτυπήματα. Ήταν κατασκευασμένη από κομμάτια επεξεργασμένου ξύλου συνδεδεμένα μεταξύ τους τα οποία επικαλύπτονταν με δέρμα ενώ δεν έλειπαν και οι ενισχύσεις με μέταλλο. Η εξωτερική επιφάνεια της ασπίδας, και κατά περιπτώσεις και η εσωτερική, διακοσμούνταν με διάφορα εμβλήματα. Πολλοί οπλίτες άλειβαν την εξωτερική επιφάνεια της ασπίδας με λάδι ώστε αυτή να γυαλίζει στον ήλιο και να φαίνεται πιο εντυπωσιακή. Η ασπίδα ήταν προσδεμένη στο αριστερό χέρι του οπλίτη κατά τέτοιο τρόπο ώστε το βάρος της (7-8 κιλά, διάμετρος 90cm-1m) να μοιράζεται σε όλο το μήκος του χεριού. Για την πρόσδεση στο αριστερό χέρι υπήρχε ο πόρπαξ, ένας ιμάντας στο εσωτερικό της ασπίδας που περνούσε από το κέντρο της ενώνοντας δύο αντιδιαμετρικά σημεία φέροντας στο μέσο του μια υποδοχή για το "κούμπωμα" του βραχίονα, καθώς και η αντιλαβή, δηλαδή μια λαβή την οποία έπιανε ο οπλίτης με την παλάμη.
Οπλίτης καθώς πραγματοποιεί κατωφερές χτύπημα.Φέρει κράνος, μεταλλικό μυώδη θώρακα με σπολάδα από μέσα, δόρυ, ασπίδα, και περικνημήδες.
Το δόρυ αποτελούνταν από ένα ξύλινο στέλεχος μήκους περίπου 2 μέτρων στο ένα άκρο του οποίου τοποθετούνταν σιδερένια αιχμή μήκους 20 - 40 cm και στην άλλη άκρη ένα σιδερένιο τμήμα γνωστό ως σαυρωτήρας, που είχε ανάλογο μήκος και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική αιχμή σε περίπτωση που έσπαγε το τμήμα του δόρατος με την κύρια αιχμή. Συνήθως στο σημείο όπου ο οπλίτης έπιανε το δόρυ τοποθετούνταν ύφασμα ώστε το δόρυ να μη γλιστρά από τον ιδρώτα της παλάμης του οπλίτη. Το δόρυ το χρησιμοποιούσε ο οπλίτης με το δεξί χέρι ανασηκωμένο προς τα πάνω ώστε να πραγματοποιεί κατωφερή πλήγματα στον αντίπαλο αλλά και για να μην τραυματίσει με τον σαυρώτηρα τους συμπολεμιστές που βρίσκονταν πίσω από αυτόν σε διάταξη φάλαγγας.
Το κράνος ήταν συνήθως κατασκευασμένο από χαλκό. Εσωτερικά έφερε υφασμάτινη επένδυση ώστε να μην ερεθίζεται το δέρμα της κεφαλής του οπλίτη από το μέταλλο αλλά και για την καλύτερη προσαρμογή του σε αυτήν. Μάλιστα πολλές φορές οι οπλίτες πριν φορέσουν το κράνος τους, τύλιγαν τα μαλλιά τους με υφασμάτινη ταινία για ακόμη καλύτερη σταθεροποίηση του κράνους στο κεφάλι τους. Το κράνος ήταν σχετικά φθηνό και μπορούσε να το αποκτήσει σχεδόν κάθε οπλίτης - πολίτης. Υπήρχαν διάφοροι τύποι κρανών μεταξύ των οποίων ο πιο ίσως γνωστός είναι το κορινθιακό κράνος. Το κορινθιακό κράνος γεννήθηκε από την ανάγκη της πλήρης κάλυψης του προσώπου του οπλίτη κάτι το οποίο ήταν αναγκαίο για μια εκ του σύνεγγυς μάχη. Το κορινθιακό κράνος αποτελείται από δύο μεταλλικά τμήματα συγκολλημένα μεταξύ τους. Έχει δύο αμυγδαλωτές οπές για την όραση, επιρρύνιο για την προστασία της μύτης και μια κάθετη οπή ώστε να είναι δυνατή η αναπνοή του οπλίτη. Πολλές φορές το κορινθιακό κράνος, όπως και οι υπόλοιποι τύποι, έφερε στην κορυφή του υποδοχές για την τοποθέτηση εντυπωσιακών λοφίων που αποτελούνταν ως επί το πλείστον από τρίχες αλόγου οι οποίες ήταν βαμμένες με ζωηρά χρώματα. Πέρα από το κορινθιακό υπήρχαν και άλλοι τύποι κρανών όπως το χαλκιδικό, κρητικό, ιλλυρικό, αττικό, φρυγικό κράνος και το κράνος τύπου "πίλου".
Οι θώρακες των οπλιτών ήταν συνήθως μεταλλικοί και άνηκαν στον τύπο "κωδωνόσχημος θώρακας". Ένας τέτοιος μεταλλικός θώρακας είχε πάχος κάτω από μισό εκατοστό προσφέροντας επαρκή προστασία του κορμού του οπλίτη, άφηνε όμως εκτεθειμένο το υπογάστριο του. Αργότερα εμφανίστηκαν οι λινοθώρακες ή σύνθετοι θώρακες καθώς και οι μυώδεις μεταλλικοί θώρακες. Οι λινοθώρακες αποτελούνται από αλλεπάλληλα στρώματα λινού υφάσματος ενωμένα μεταξύ τους ώστε να δημιουργούν ένα αδιαπέραστο στρώμα πάχους περίπου 0,5 cm. O θώρακας προσέφερε και προστασία του υπογαστρίου με διπλή συνήθως σειράν πτερύγων. Ο λινοθώρκας κούμπωνε στην αριστερή μεριά του κορμού του οπλίτη. Αρκετοί οπλίτες δεν εμπιστεύονταν την προστασία που τους παρείχε ο καθεαυτού λινοθώρακας για αυτό το λόγο τον θωράκιζαν με μεταλλικές φολίδες ή λέπια καθώς και με μεταλλικά ελάσματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο θώρακας ήταν σύνθετος και το βάρος του ήταν παρόμοιο με αυτό ενός κωνωδόσχημου ή μυώδους μεταλλικού θώρακα. Ο λινοθώρακας ήταν γενικά ο καταλληλότερος για το θερμό ελληνικό κλίμα (οι επιχειρήσεις λάμβαναν χώρα από τα μέσα άνοιξης έως αρχές του φθινοπώρου) και επίσης προσάρμοζε αρκετά καλά στο σώμα του οπλίτη. Πολλές φορές οι λινοθώρακες κατασκευάζονταν και από δέρμα το οποίο ήταν φθηνότερο από το λινό ύφασμα και προσέφερε και αυτό ανάλογη προστασία. Ο μυώδης μεταλλικός θώρακας έφερε πάνω του ανάγλυφη αποτύπωση του ανδρικού σώματος. Όπως και ο κωνωδόσχημος έτσι και ο μυώδης μεταλλικός θώρακας αποτελούνταν από δύο τμήματα, ένα για το μπροστινό τμήμα του κορμού και ένα για το πίσω, που κούμπωναν μεταξύ τους στα πλευρά. Ο μυώδης θώρακας με μια προς τα κάτω επέκταση προσέφερε επαρκή προστασία της κοιλιάς και τμήματος του υπογαστρίου και συνήθως φοριούνταν πάνω από μια δερμάτινη στολή με πτέρυγες στα άκρα γνωστή ως σπολάδα.
Το κράνος ήταν συνήθως κατασκευασμένο από χαλκό. Εσωτερικά έφερε υφασμάτινη επένδυση ώστε να μην ερεθίζεται το δέρμα της κεφαλής του οπλίτη από το μέταλλο αλλά και για την καλύτερη προσαρμογή του σε αυτήν. Μάλιστα πολλές φορές οι οπλίτες πριν φορέσουν το κράνος τους, τύλιγαν τα μαλλιά τους με υφασμάτινη ταινία για ακόμη καλύτερη σταθεροποίηση του κράνους στο κεφάλι τους. Το κράνος ήταν σχετικά φθηνό και μπορούσε να το αποκτήσει σχεδόν κάθε οπλίτης - πολίτης. Υπήρχαν διάφοροι τύποι κρανών μεταξύ των οποίων ο πιο ίσως γνωστός είναι το κορινθιακό κράνος. Το κορινθιακό κράνος γεννήθηκε από την ανάγκη της πλήρης κάλυψης του προσώπου του οπλίτη κάτι το οποίο ήταν αναγκαίο για μια εκ του σύνεγγυς μάχη. Το κορινθιακό κράνος αποτελείται από δύο μεταλλικά τμήματα συγκολλημένα μεταξύ τους. Έχει δύο αμυγδαλωτές οπές για την όραση, επιρρύνιο για την προστασία της μύτης και μια κάθετη οπή ώστε να είναι δυνατή η αναπνοή του οπλίτη. Πολλές φορές το κορινθιακό κράνος, όπως και οι υπόλοιποι τύποι, έφερε στην κορυφή του υποδοχές για την τοποθέτηση εντυπωσιακών λοφίων που αποτελούνταν ως επί το πλείστον από τρίχες αλόγου οι οποίες ήταν βαμμένες με ζωηρά χρώματα. Πέρα από το κορινθιακό υπήρχαν και άλλοι τύποι κρανών όπως το χαλκιδικό, κρητικό, ιλλυρικό, αττικό, φρυγικό κράνος και το κράνος τύπου "πίλου".
Οι θώρακες των οπλιτών ήταν συνήθως μεταλλικοί και άνηκαν στον τύπο "κωδωνόσχημος θώρακας". Ένας τέτοιος μεταλλικός θώρακας είχε πάχος κάτω από μισό εκατοστό προσφέροντας επαρκή προστασία του κορμού του οπλίτη, άφηνε όμως εκτεθειμένο το υπογάστριο του. Αργότερα εμφανίστηκαν οι λινοθώρακες ή σύνθετοι θώρακες καθώς και οι μυώδεις μεταλλικοί θώρακες. Οι λινοθώρακες αποτελούνται από αλλεπάλληλα στρώματα λινού υφάσματος ενωμένα μεταξύ τους ώστε να δημιουργούν ένα αδιαπέραστο στρώμα πάχους περίπου 0,5 cm. O θώρακας προσέφερε και προστασία του υπογαστρίου με διπλή συνήθως σειράν πτερύγων. Ο λινοθώρκας κούμπωνε στην αριστερή μεριά του κορμού του οπλίτη. Αρκετοί οπλίτες δεν εμπιστεύονταν την προστασία που τους παρείχε ο καθεαυτού λινοθώρακας για αυτό το λόγο τον θωράκιζαν με μεταλλικές φολίδες ή λέπια καθώς και με μεταλλικά ελάσματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο θώρακας ήταν σύνθετος και το βάρος του ήταν παρόμοιο με αυτό ενός κωνωδόσχημου ή μυώδους μεταλλικού θώρακα. Ο λινοθώρακας ήταν γενικά ο καταλληλότερος για το θερμό ελληνικό κλίμα (οι επιχειρήσεις λάμβαναν χώρα από τα μέσα άνοιξης έως αρχές του φθινοπώρου) και επίσης προσάρμοζε αρκετά καλά στο σώμα του οπλίτη. Πολλές φορές οι λινοθώρακες κατασκευάζονταν και από δέρμα το οποίο ήταν φθηνότερο από το λινό ύφασμα και προσέφερε και αυτό ανάλογη προστασία. Ο μυώδης μεταλλικός θώρακας έφερε πάνω του ανάγλυφη αποτύπωση του ανδρικού σώματος. Όπως και ο κωνωδόσχημος έτσι και ο μυώδης μεταλλικός θώρακας αποτελούνταν από δύο τμήματα, ένα για το μπροστινό τμήμα του κορμού και ένα για το πίσω, που κούμπωναν μεταξύ τους στα πλευρά. Ο μυώδης θώρακας με μια προς τα κάτω επέκταση προσέφερε επαρκή προστασία της κοιλιάς και τμήματος του υπογαστρίου και συνήθως φοριούνταν πάνω από μια δερμάτινη στολή με πτέρυγες στα άκρα γνωστή ως σπολάδα.
Το ξίφος. Τα κύρια είδη ξιφών του οπλίτη ήταν δύο, το κλασσικό ελληνικό δίκοπο θλαστικό - νηκτικό ξίφος αλλά και η ελληνική κοπίδα. Το μήκος και των δύο ήταν περίπου πάνω κάτω μισό μέτρο. Μάλιστα η κοπίδα χρησιμοποιούνταν ιδίως από τους ιππείς καθώς ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική στην αποκοπή του κεφαλιού του εχθρού, καθώς ο ιππέας εφορμούσε με ταχύτητα.
Οι περικνημίδες προσέφεραν προστασία του μπροστινού τμήματος του ποδιού περίπου έως το ύψος του γονάτου και ήταν κατασκευασμένες από λεπτό μεταλλικό έλασμα. Οι αρχικές περικνημίδες (-8 - 6 αι.) ως προς την διακόσμηση ήταν απλές χωρίς ανάγλυφη αποτύπωση μυών και νευρώσεων όπως οι μεταγενέστερες από αρχές -5 αι. και μετά. Άλλοι τύποι θωράκισης για τα άκρα, όπως οι περιμηρείδες και περιχειρίδες ελάχιστα χρησιμοποιούνταν ιδίως οι περιμηρείδες.
Αυτός σε γενικές γραμμές ήταν ο οπλισμός ενός οπλίτη. Βέβαια υπήρξαν διαφοροποιήσεις από περίοδο σε περίοδο, για παράδειγμα κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο πολλοί οπλίτες δεν φορούσαν θώρακα αλλά είχαν μόνο ασπίδα και κράνος και ίσως περικνημίδες, για να ξαναχρησιμοποιηθούν ευρέως οι θώρακες από το τέλος του -5 αι. και μετά όπως φαίνεται σε σχετικά αγγεία. Επίσης τον οπλισμό του Έλληνα οπλίτη τον υιοθέτησαν ή επηρεάστηκαν από αυτόν και άλλοι λαοί, όπως πληθυσμοί της Ιταλίας, οι Πέρσες κ.α. Συμπερασματικά οι Έλληνες οπλίτες για αιώνες ήταν οι πιο αποτελεσματικοί πολεμιστές της λεκάνης της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
No comments :
Post a Comment