«Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, Πελασγικέ, που μένεις μακριά, την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα χαμοκοιτάμενοι, ανιπτόποδες, ζουν οι
Σελλοί οι δικοί σου προφήτες»
(Oμήρου Iλιάς, μετ. N. Kαζαντζάκη, I. Θ. Κακριδή)
Mε αυτά τα λόγια απευθύνεται ο Αχιλλέας στον Δία της Δωδώνης, στο αρχαιότερο ελληνικό μαντείο, εκεί όπου τη θέληση του θεού ερμηνεύουν οι ιεροφάντες Σελλοί, που αντλούν τη δύναμή τους από την επαφή τους με τη γη. Φορέας της έκφρασης του θεού ήταν κυρίως η ιερή βελανιδιά (φηγός), η οποία με το θρόισμα των φύλλων της έδινε τις απαντήσεις στους θνητούς που είχαν έλθει από παντού να συμβουλευθούν τον αθάνατο θεό. Aνάμεσά τους και ξακουστοί ήρωες, όπως ο Οδυσσέας, που κατέφυγε στη Δωδώνη για να γνωρίσει τη θέληση του θεού σχετικά με την επιστροφή του στην Iθάκη, η Iώ, που έφτασε στις δρύες που μιλούν, προσπαθώντας να ξεφύγει από την οργή της Ήρας, ο Iάσονας, που ύστερα από σύσταση της Αθηνάς κρέμασε ένα κλαδί βελανιδιάς στην πλώρη του πλοίου του, καθώς κι ο Αινείας από την Τροία, όταν, μετά την καταστροφή της, έλαβε χρησμό για το μέρος που θα έκτιζε τη νέα του πόλη (Ρώμη).
Το όνομα Δωδώνη πιθανόν προήλθε από την ομώνυμη ωκεανίδα Νύμφη ή από τον Δώδωνο ποταμό. Στο μαντείο αυτό από τον 30ο αιώνα π.χ. λατρευόταν η Θεά Γη στην οποία θυσιαζόταν ο ιερός ταύρος που γονιμοποιούσε την γη. Από τον 20ο με 19ο αιώνα στο χώρο αυτό οι Σελλοί της Ελλοπίας καθιέρωσαν τη συλλατρεία του Θεού Διός Δωδωναίου και της Θεάς Διώνης ( ηπειρωτική σύλληψη του "θηλυκού" Διός που σχηματοποιεί μαζί του «Ιερό Ζεύγος», στην οποία, ως θεομητέρα, προστέθηκε αργότερα και η Θεά Αφροδίτη ως Ζεύς Δωδωναίος Κόρη ). Σύμφωνα με τον μύθο, από την Ιερά Φηγό του Μαντείου της Δωδώνης πήρε η Θεά Αθηνά το κομμάτι ξύλου που έβαλε στην πλώρη της Αργούς και είχε την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον. ια συμπληρωματική εικόνα του μαντείου παραδίδει ο Hρόδοτος, ο οποίος σε μια διήγηση του, που υποστηρίζει ότι την άκουσε από τις ιέρειες της Δωδώνης, λέει ότι δύο μαύρα αγριοπερίστερα (πέλειαι ή πελειάδες) πέταξαν από την Αίγυπτο, το ένα προς τη Λιβύη και το άλλο προς τη Δωδώνη. Το τελευταίο κάθισε πάνω σε μια βελανιδιά και μίλησε με ανθρώπινη φωνή ότι έπρεπε να ιδρυθεί στον τόπο αυτόν μαντείο του Δία. O Στράβωνας θεωρεί ότι το όνομα πέλειαι προέρχεται από τη γλώσσα των Mολοσσών και Θεσπρωτών, οι οποίοι ονομάζουν πελείους τους γέροντες και πελείας τις γραίες. O Φιλόστρατος αναφέρεται στον Eλλό, μυθικό πρόγονο των Eλλών ή Σελλών, που επιχείρησε να κόψει την ιερή βελανιδιά, ιεροσυλία την οποία απέτρεψε το περιστέρι που φώλιαζε στο δέντρο, ενώ ο Πλούταρχος ανάγει την ίδρυση του μαντείου στον Δευκαλίωνα και την Πύρρα.
Οι ιερείς του Μαντείου στην αρχή ήταν μόνον άνδρες, αλλά αργότερα προσελήφθησαν και τρεις ηλικιωμένες γυναίκες οι Πελειάδες που τραγουδούσαν τον περίφημο ύμνο "ΖΕΥΣ ΗΝ, ΖΕΥΣ ΕΣΤΙ, ΖΕΥΣ ΕΣΕΤΑΙ. Ω, ΜΕΓΑΛΕ ΖΕΥ !" ( Ο Ζεύς ήταν, ο Ζεύς είναι, ο Ζεύς θα είναι. Ω, Μεγάλε Δία ! ).
"Κατ' αρχάς μεν ουν άνδρες ήσαν οι προφητεύοντες· και τούτ' ίσως και ο ποιητής εμφαίνει· υποφήτας γαρ καλεί, εν οις τάττοιντο καν οι προφήται· ύστερον δ' απεδείχθησαν τρεις γραίαι, επειδή σύνναος τω Διί προσαπεδείχθη και η Διώνη" (Στράβωνας)
Χαρακτηριστικό των ιερέων ήταν ότι περπατούσαν ξυπόλυτοι και κοιμόντουσαν στο έδαφος ώστε να είναι σε συνεχή και άμεση επαφή με τη Γή και τον Πατέρα των Θεών και ανθρώπων και να είναι σε θέση να ερμηνεύουν τα θεϊκά σημάδια. Οι χρησμοί του Μαντείου δίνονταν μετά την ακρόαση του θροϊσματος της Ιεράς Φηγού (Δρυός), του κελαρύσματος του νερού της ιεράς Ναϊου Πηγής, του κελαηδήματος των περιστεριών που διέμεναν επάνω στην Φηγό (Πέλειες ή Πελειάδες), καθώς και του ήχου των λεβήτων που ήταν επάνω σε τρίποδες γύρω από το ιερό δένδρο και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου (μεγάλος λέβητας) που ήταν αναρτημένος επάνω σε αυτό. Επί πολλούς αιώνες, το Ιερό ήταν υπαίθριο και οι ιεροπραξίες καθώς και οι μαντείες τελούνταν γύρω από τον χώρο της Ιεράς Φηγού.
Τα πρώτα αφιερώματα από τη νότιο Ελλάδα εμφανίζονται στα τέλη του 8ου αιώνα. Τον 5ο αιώνα κατασκευάσθηκε η Ιερά Οικία κι ο πρώτος Ναός των Θεών, που αργότερα έγινε μεγαλύτερος, καθώς προσετέθηκαν στοές, οικήματα και περίβολος. Επίσης, τον 3ο αιώνα ιδρύθηκε ένα μεγάλο Θέατρο 18.000 θέσεων, όπου κάθε τέσσερα χρόνια τελούνταν τα «Νάϊα» προς τιμήν του Θεού Ναϊου ή Τμαρίου (από το εγγύς όρος Τόμαρο) Διός. Ανεγέρθηκαν επίσης το Βουλευτήριο της Ηπειρώτικης Συμμαχίας, το Πρυτανείο, καθώς και Ναοί των Θεών Θέμιδας, Ηρακλή και Αφροδίτης. Το ιερό καταστράφηκε από τους Αιτωλούς υπό τον στρατηγό Δορύμαχο το 219 π.Χ. Όταν αυτοί εισέβαλαν στη Δωδώνη, πυρπόλησαν τα κτίρια του ιερού και κατέσκαψαν το μαντείο, γιατί, όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος, ήθελαν να αφανιστούν όλες οι συνθήκες Ηπειρωτών και Αιτωλών, που ήταν χαραγμένες στους τοίχους του ναού. Ενώ λεηλάτησαν και έκαψαν όλα τα κτίρια, φαίνεται ότι απέφυγαν να κάψουν το κτίριο του μαντείου για να μη μεταδοθεί η φωτιά και στο ιερό δέντρο. Τον επόμενο χρόνο (218 π.Χ.), ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε΄ και οι Ηπειρώτες ανοικοδόμησαν το ιερό της Δωδώνης. Εκεί όπου βρισκόταν άλλοτε ο μικρός ναός του Διός, κτίστηκε ένας ιωνικός ναός με πρόναο, σηκό και άδυτο και γύρω του κατασκευάστηκε ένας νέος περίβολος με εσωτερικές κιονοστοιχίες και ένα πρόπυλο στη νότια πλευρά του. Ανοικοδομήθηκαν επίσης και οι ναοί της Διώνης και του Ηρακλή και ανάμεσα στο ιερό και στο θέατρο κτίστηκε μια μεγάλη υπόστυλη αίθουσα με δύο στοές, που χρησίμευε για τις πολιτικές συγκεντρώσεις και ως κατάλυμα των προσκυνητών. Το θέατρο επισκευάστηκε, και κατασκευάστηκε και ένα στάδιο με λίθινα εδώλια στις δύο μακρές του πλευρές και ένας μεγάλος και ψηλός ισοδομικός περίβολος περιέκλεισε ολόκληρο τον χώρο του ιερού.
Έτσι το ιερό συνέχισε την πορεία του μέχρι την καταστροφή του από τον εισβολέα Ρωμαίο Αιμίλιο Παύλο το 167 π.Χ. ενώ ανοικοδομήθηκε μόλις το 31 π.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο, ύστερα από τη νίκη του στο Άκτιο. Τότε η ορχήστρα του θεάτρου μετατράπηκε σε αρένα, για να τελούνται οι θηριομαχίες, το δημοφιλές θέαμα της τότε εποχής. Ακόμα και στα τελευταία χρόνια της αρχαιότητας το μαντείο εξακολουθούσε να εμπνέει τον σεβασμό: ο φίλος της ελληνικής παράδοσης αυτοκράτορας Αδριανός το επισκέφθηκε το 120 μ.Χ. ως προσκυνητής και ο πιστός στην παλαιά θρησκεία Ιουλιανός ζήτησε το 362 μ.Χ., πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία εναντίον των Πάρθων, τη συμβουλή του μαντείου. Το τελειωτικό χτύπημα ήλθε τον 4ο αιώνα μ.Χ. με το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου, που έβαλε τέλος στην λατρεία του δωδεκάθεου στην έκταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με την επικράτηση των χριστιανών, τα οικήματα του Μαντείου, τα αγάλματα και ό,τι υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή, καταστράφηκαν εκ θεμελίων. Οι μάντεις και οι λοιποί ιερείς του Θεού Διός είχαν ήδη εκδιωχθεί βίαια από τον χριστιανό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε βεβηλώσει τον χώρο με εμφύτευση χριστιανικής εκκλησίας και απαγωγή του λατρευτικού αγάλματος του Θεού Διός και μεταφορά του ως τρόπαιο στη Γερουσία της Νέας Ρώμης. Το 391 μ.χ., ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος διέταξε να κοπεί από τη ρίζα η πανάρχαια Ιερά Φηγός και κτίστηκαν στο χώρο του Ιερού δύο χριστιανικές βασιλικές. Μετά από συνεχόμενους βανδαλισμούς και διώξεις των εκεί Εθνικών, έπαψε να λειτουργεί το Ιερό και ερήμωσε η πόλη της Δωδώνης. Οι κάτοικοι τής Δωδώνης κατέφυγαν στα βουνά ή εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Εύροια που αργότερα πήρε το όνομα Ιωάννινα.
Ανασκαφές
Το Ιερό έμεινε σκεπασμένο από τα χώματα και τη λησμονιά έως τον 19ο αιώνα. Ο Hπειρώτης την καταγωγή έμπορος και πολιτικός K. Kαραπάνος, με συνεργάτη τον μηχανικό Μ. Μινέικο, το 1873 - 75 πραγματοποίησε τις πρώτες ουσιαστικά αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο, αφού εξασφάλισε την επίσημη άδεια από την Πόλη. Ακολούθησαν ανασκαφές από την Αρχαιολογική Εταιρεία την περίοδο 1913 - 1921, 1929 - 32 και 1952 - 1959, κ.ά. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα πλήθος από αξιόλογα ευρήματα, που πιστοποιούν τη συνεχή λατρεία στον χώρο ήδη από την εποχή του Xαλκού. Επιβάλλεται να αναφερθούμε σε ορισμένες ενδεικτικές πτυχές, που αναδεικνύουν τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της μαντικής διαδικασίας. Oι χάλκινοι λέβητες πάνω σε τρίποδες, που χρονολογούνται ήδη από το α΄ μισό του 8ου αι. π.X., οδηγούν στην υπόθεση για έναν πρώτο περίβολο, που περιέκλειε την ιερή βελανιδιά, κύκλο με μαντικό χαρακτήρα, αφού ο συνεχής ήχος τους, όταν κάποιος χτυπούσε έναν από αυτούς, εκλαμβανόταν σαν εκδήλωση της θεϊκής βούλησης. Αξίζει επίσης να αναφερθούν τα μολύβδινα χρηστήρια ελάσματα: τα αρχαιότερα, σε κορινθιακό αλφάβητο, ανάγονται ήδη στον 6ο αι. π.X. και φέρουν εγχάρακτες ερωτήσεις δημόσιου και κυρίως ιδιωτικού χαρακτήρα. Xαρακτηριστική μεταξύ των άλλων είναι η αγωνιώδης ερώτηση του Λυσανία στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. που ρωτά τον Δία Nάιο και τη Διώνη αν το παιδί που έχει στα σπλάχνα της η Αννύλα, η γυναίκα του, είναι δικό του ή όχι.
Τα αρχιτεκτονικά λείψανα στο Iερό, τοποθετούνται στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αι. π.X., με ένα μικρό ναόσχημο οικοδόμημα, καθώς έως τότε η λατρεία γινόταν στο ύπαιθρο ως "τοίχους μη έχοντα" και ο θεός κατοικούσε "εν πυθμένι φηγού". Στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.X. οι αρχιτεκτονικές επεμβάσεις στον ναό του Δία συνοδεύονται με την αντικατάσταση του περιβόλου των λεβήτων από έναν λίθινο ισοδομικό περίβολο και την αλλαγή της χρησμοδοσίας, η οποία γινόταν πλέον από τον ήχο που παρήγαγε το χάλκινο ανάθημα των Kερκυραίων, ένα αγαλματίδιο παιδιού που κρατούσε μάστιγα από χάλκινους αστραγάλους. Tην εποχή αυτή το Iερό απέκτησε μνημειακότητα, με την κατασκευή του εξωτερικού περιβόλου, της ακρόπολης, του ναού της Θέμιδας, της Αφροδίτης και του αρχαιότερου ναού της Διώνης. Κατά τον επόμενο αιώνα (3ος αι. π.Χ.), ο οποίος ξεκίνησε με τη δυναμική παρουσία του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου, η οικοδομική ανάπτυξη ολοκληρώνεται με κτίρια πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, όπως το βουλευτήριο, το πρυτανείο, το θέατρο, το στάδιο και ναούς, όπως του Ηρακλή και της Διώνης. Ο ναός του Δία, γνωστός ως "ιερά οικία", ανακατασκευάζεται και αποκτά μνημειακή μορφή. H εικόνα θα πρέπει να ήταν εντυπωσιακή για τον επισκέπτη που έφτανε στο Iερό από την κύρια νότια πύλη, πλαισιωμένος με μνημειακές στοές κατά μήκος των εσωτερικών πλευρών του περιβόλου, και αντίκριζε την αμφιθεατρική διάταξη του συνόλου με τον ναό του Δία και την "υψίκομο δρυ" στο κέντρο της σύνθεσης.
Σελλοί οι δικοί σου προφήτες»
(Oμήρου Iλιάς, μετ. N. Kαζαντζάκη, I. Θ. Κακριδή)
Mε αυτά τα λόγια απευθύνεται ο Αχιλλέας στον Δία της Δωδώνης, στο αρχαιότερο ελληνικό μαντείο, εκεί όπου τη θέληση του θεού ερμηνεύουν οι ιεροφάντες Σελλοί, που αντλούν τη δύναμή τους από την επαφή τους με τη γη. Φορέας της έκφρασης του θεού ήταν κυρίως η ιερή βελανιδιά (φηγός), η οποία με το θρόισμα των φύλλων της έδινε τις απαντήσεις στους θνητούς που είχαν έλθει από παντού να συμβουλευθούν τον αθάνατο θεό. Aνάμεσά τους και ξακουστοί ήρωες, όπως ο Οδυσσέας, που κατέφυγε στη Δωδώνη για να γνωρίσει τη θέληση του θεού σχετικά με την επιστροφή του στην Iθάκη, η Iώ, που έφτασε στις δρύες που μιλούν, προσπαθώντας να ξεφύγει από την οργή της Ήρας, ο Iάσονας, που ύστερα από σύσταση της Αθηνάς κρέμασε ένα κλαδί βελανιδιάς στην πλώρη του πλοίου του, καθώς κι ο Αινείας από την Τροία, όταν, μετά την καταστροφή της, έλαβε χρησμό για το μέρος που θα έκτιζε τη νέα του πόλη (Ρώμη).
Το όνομα Δωδώνη πιθανόν προήλθε από την ομώνυμη ωκεανίδα Νύμφη ή από τον Δώδωνο ποταμό. Στο μαντείο αυτό από τον 30ο αιώνα π.χ. λατρευόταν η Θεά Γη στην οποία θυσιαζόταν ο ιερός ταύρος που γονιμοποιούσε την γη. Από τον 20ο με 19ο αιώνα στο χώρο αυτό οι Σελλοί της Ελλοπίας καθιέρωσαν τη συλλατρεία του Θεού Διός Δωδωναίου και της Θεάς Διώνης ( ηπειρωτική σύλληψη του "θηλυκού" Διός που σχηματοποιεί μαζί του «Ιερό Ζεύγος», στην οποία, ως θεομητέρα, προστέθηκε αργότερα και η Θεά Αφροδίτη ως Ζεύς Δωδωναίος Κόρη ). Σύμφωνα με τον μύθο, από την Ιερά Φηγό του Μαντείου της Δωδώνης πήρε η Θεά Αθηνά το κομμάτι ξύλου που έβαλε στην πλώρη της Αργούς και είχε την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον. ια συμπληρωματική εικόνα του μαντείου παραδίδει ο Hρόδοτος, ο οποίος σε μια διήγηση του, που υποστηρίζει ότι την άκουσε από τις ιέρειες της Δωδώνης, λέει ότι δύο μαύρα αγριοπερίστερα (πέλειαι ή πελειάδες) πέταξαν από την Αίγυπτο, το ένα προς τη Λιβύη και το άλλο προς τη Δωδώνη. Το τελευταίο κάθισε πάνω σε μια βελανιδιά και μίλησε με ανθρώπινη φωνή ότι έπρεπε να ιδρυθεί στον τόπο αυτόν μαντείο του Δία. O Στράβωνας θεωρεί ότι το όνομα πέλειαι προέρχεται από τη γλώσσα των Mολοσσών και Θεσπρωτών, οι οποίοι ονομάζουν πελείους τους γέροντες και πελείας τις γραίες. O Φιλόστρατος αναφέρεται στον Eλλό, μυθικό πρόγονο των Eλλών ή Σελλών, που επιχείρησε να κόψει την ιερή βελανιδιά, ιεροσυλία την οποία απέτρεψε το περιστέρι που φώλιαζε στο δέντρο, ενώ ο Πλούταρχος ανάγει την ίδρυση του μαντείου στον Δευκαλίωνα και την Πύρρα.
Οι ιερείς του Μαντείου στην αρχή ήταν μόνον άνδρες, αλλά αργότερα προσελήφθησαν και τρεις ηλικιωμένες γυναίκες οι Πελειάδες που τραγουδούσαν τον περίφημο ύμνο "ΖΕΥΣ ΗΝ, ΖΕΥΣ ΕΣΤΙ, ΖΕΥΣ ΕΣΕΤΑΙ. Ω, ΜΕΓΑΛΕ ΖΕΥ !" ( Ο Ζεύς ήταν, ο Ζεύς είναι, ο Ζεύς θα είναι. Ω, Μεγάλε Δία ! ).
"Κατ' αρχάς μεν ουν άνδρες ήσαν οι προφητεύοντες· και τούτ' ίσως και ο ποιητής εμφαίνει· υποφήτας γαρ καλεί, εν οις τάττοιντο καν οι προφήται· ύστερον δ' απεδείχθησαν τρεις γραίαι, επειδή σύνναος τω Διί προσαπεδείχθη και η Διώνη" (Στράβωνας)
Χαρακτηριστικό των ιερέων ήταν ότι περπατούσαν ξυπόλυτοι και κοιμόντουσαν στο έδαφος ώστε να είναι σε συνεχή και άμεση επαφή με τη Γή και τον Πατέρα των Θεών και ανθρώπων και να είναι σε θέση να ερμηνεύουν τα θεϊκά σημάδια. Οι χρησμοί του Μαντείου δίνονταν μετά την ακρόαση του θροϊσματος της Ιεράς Φηγού (Δρυός), του κελαρύσματος του νερού της ιεράς Ναϊου Πηγής, του κελαηδήματος των περιστεριών που διέμεναν επάνω στην Φηγό (Πέλειες ή Πελειάδες), καθώς και του ήχου των λεβήτων που ήταν επάνω σε τρίποδες γύρω από το ιερό δένδρο και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου (μεγάλος λέβητας) που ήταν αναρτημένος επάνω σε αυτό. Επί πολλούς αιώνες, το Ιερό ήταν υπαίθριο και οι ιεροπραξίες καθώς και οι μαντείες τελούνταν γύρω από τον χώρο της Ιεράς Φηγού.
Τα πρώτα αφιερώματα από τη νότιο Ελλάδα εμφανίζονται στα τέλη του 8ου αιώνα. Τον 5ο αιώνα κατασκευάσθηκε η Ιερά Οικία κι ο πρώτος Ναός των Θεών, που αργότερα έγινε μεγαλύτερος, καθώς προσετέθηκαν στοές, οικήματα και περίβολος. Επίσης, τον 3ο αιώνα ιδρύθηκε ένα μεγάλο Θέατρο 18.000 θέσεων, όπου κάθε τέσσερα χρόνια τελούνταν τα «Νάϊα» προς τιμήν του Θεού Ναϊου ή Τμαρίου (από το εγγύς όρος Τόμαρο) Διός. Ανεγέρθηκαν επίσης το Βουλευτήριο της Ηπειρώτικης Συμμαχίας, το Πρυτανείο, καθώς και Ναοί των Θεών Θέμιδας, Ηρακλή και Αφροδίτης. Το ιερό καταστράφηκε από τους Αιτωλούς υπό τον στρατηγό Δορύμαχο το 219 π.Χ. Όταν αυτοί εισέβαλαν στη Δωδώνη, πυρπόλησαν τα κτίρια του ιερού και κατέσκαψαν το μαντείο, γιατί, όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος, ήθελαν να αφανιστούν όλες οι συνθήκες Ηπειρωτών και Αιτωλών, που ήταν χαραγμένες στους τοίχους του ναού. Ενώ λεηλάτησαν και έκαψαν όλα τα κτίρια, φαίνεται ότι απέφυγαν να κάψουν το κτίριο του μαντείου για να μη μεταδοθεί η φωτιά και στο ιερό δέντρο. Τον επόμενο χρόνο (218 π.Χ.), ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε΄ και οι Ηπειρώτες ανοικοδόμησαν το ιερό της Δωδώνης. Εκεί όπου βρισκόταν άλλοτε ο μικρός ναός του Διός, κτίστηκε ένας ιωνικός ναός με πρόναο, σηκό και άδυτο και γύρω του κατασκευάστηκε ένας νέος περίβολος με εσωτερικές κιονοστοιχίες και ένα πρόπυλο στη νότια πλευρά του. Ανοικοδομήθηκαν επίσης και οι ναοί της Διώνης και του Ηρακλή και ανάμεσα στο ιερό και στο θέατρο κτίστηκε μια μεγάλη υπόστυλη αίθουσα με δύο στοές, που χρησίμευε για τις πολιτικές συγκεντρώσεις και ως κατάλυμα των προσκυνητών. Το θέατρο επισκευάστηκε, και κατασκευάστηκε και ένα στάδιο με λίθινα εδώλια στις δύο μακρές του πλευρές και ένας μεγάλος και ψηλός ισοδομικός περίβολος περιέκλεισε ολόκληρο τον χώρο του ιερού.
Έτσι το ιερό συνέχισε την πορεία του μέχρι την καταστροφή του από τον εισβολέα Ρωμαίο Αιμίλιο Παύλο το 167 π.Χ. ενώ ανοικοδομήθηκε μόλις το 31 π.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο, ύστερα από τη νίκη του στο Άκτιο. Τότε η ορχήστρα του θεάτρου μετατράπηκε σε αρένα, για να τελούνται οι θηριομαχίες, το δημοφιλές θέαμα της τότε εποχής. Ακόμα και στα τελευταία χρόνια της αρχαιότητας το μαντείο εξακολουθούσε να εμπνέει τον σεβασμό: ο φίλος της ελληνικής παράδοσης αυτοκράτορας Αδριανός το επισκέφθηκε το 120 μ.Χ. ως προσκυνητής και ο πιστός στην παλαιά θρησκεία Ιουλιανός ζήτησε το 362 μ.Χ., πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία εναντίον των Πάρθων, τη συμβουλή του μαντείου. Το τελειωτικό χτύπημα ήλθε τον 4ο αιώνα μ.Χ. με το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου, που έβαλε τέλος στην λατρεία του δωδεκάθεου στην έκταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με την επικράτηση των χριστιανών, τα οικήματα του Μαντείου, τα αγάλματα και ό,τι υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή, καταστράφηκαν εκ θεμελίων. Οι μάντεις και οι λοιποί ιερείς του Θεού Διός είχαν ήδη εκδιωχθεί βίαια από τον χριστιανό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε βεβηλώσει τον χώρο με εμφύτευση χριστιανικής εκκλησίας και απαγωγή του λατρευτικού αγάλματος του Θεού Διός και μεταφορά του ως τρόπαιο στη Γερουσία της Νέας Ρώμης. Το 391 μ.χ., ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος διέταξε να κοπεί από τη ρίζα η πανάρχαια Ιερά Φηγός και κτίστηκαν στο χώρο του Ιερού δύο χριστιανικές βασιλικές. Μετά από συνεχόμενους βανδαλισμούς και διώξεις των εκεί Εθνικών, έπαψε να λειτουργεί το Ιερό και ερήμωσε η πόλη της Δωδώνης. Οι κάτοικοι τής Δωδώνης κατέφυγαν στα βουνά ή εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Εύροια που αργότερα πήρε το όνομα Ιωάννινα.
Ανασκαφές
Το Ιερό έμεινε σκεπασμένο από τα χώματα και τη λησμονιά έως τον 19ο αιώνα. Ο Hπειρώτης την καταγωγή έμπορος και πολιτικός K. Kαραπάνος, με συνεργάτη τον μηχανικό Μ. Μινέικο, το 1873 - 75 πραγματοποίησε τις πρώτες ουσιαστικά αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο, αφού εξασφάλισε την επίσημη άδεια από την Πόλη. Ακολούθησαν ανασκαφές από την Αρχαιολογική Εταιρεία την περίοδο 1913 - 1921, 1929 - 32 και 1952 - 1959, κ.ά. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα πλήθος από αξιόλογα ευρήματα, που πιστοποιούν τη συνεχή λατρεία στον χώρο ήδη από την εποχή του Xαλκού. Επιβάλλεται να αναφερθούμε σε ορισμένες ενδεικτικές πτυχές, που αναδεικνύουν τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της μαντικής διαδικασίας. Oι χάλκινοι λέβητες πάνω σε τρίποδες, που χρονολογούνται ήδη από το α΄ μισό του 8ου αι. π.X., οδηγούν στην υπόθεση για έναν πρώτο περίβολο, που περιέκλειε την ιερή βελανιδιά, κύκλο με μαντικό χαρακτήρα, αφού ο συνεχής ήχος τους, όταν κάποιος χτυπούσε έναν από αυτούς, εκλαμβανόταν σαν εκδήλωση της θεϊκής βούλησης. Αξίζει επίσης να αναφερθούν τα μολύβδινα χρηστήρια ελάσματα: τα αρχαιότερα, σε κορινθιακό αλφάβητο, ανάγονται ήδη στον 6ο αι. π.X. και φέρουν εγχάρακτες ερωτήσεις δημόσιου και κυρίως ιδιωτικού χαρακτήρα. Xαρακτηριστική μεταξύ των άλλων είναι η αγωνιώδης ερώτηση του Λυσανία στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. που ρωτά τον Δία Nάιο και τη Διώνη αν το παιδί που έχει στα σπλάχνα της η Αννύλα, η γυναίκα του, είναι δικό του ή όχι.
Τα αρχιτεκτονικά λείψανα στο Iερό, τοποθετούνται στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αι. π.X., με ένα μικρό ναόσχημο οικοδόμημα, καθώς έως τότε η λατρεία γινόταν στο ύπαιθρο ως "τοίχους μη έχοντα" και ο θεός κατοικούσε "εν πυθμένι φηγού". Στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.X. οι αρχιτεκτονικές επεμβάσεις στον ναό του Δία συνοδεύονται με την αντικατάσταση του περιβόλου των λεβήτων από έναν λίθινο ισοδομικό περίβολο και την αλλαγή της χρησμοδοσίας, η οποία γινόταν πλέον από τον ήχο που παρήγαγε το χάλκινο ανάθημα των Kερκυραίων, ένα αγαλματίδιο παιδιού που κρατούσε μάστιγα από χάλκινους αστραγάλους. Tην εποχή αυτή το Iερό απέκτησε μνημειακότητα, με την κατασκευή του εξωτερικού περιβόλου, της ακρόπολης, του ναού της Θέμιδας, της Αφροδίτης και του αρχαιότερου ναού της Διώνης. Κατά τον επόμενο αιώνα (3ος αι. π.Χ.), ο οποίος ξεκίνησε με τη δυναμική παρουσία του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου, η οικοδομική ανάπτυξη ολοκληρώνεται με κτίρια πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, όπως το βουλευτήριο, το πρυτανείο, το θέατρο, το στάδιο και ναούς, όπως του Ηρακλή και της Διώνης. Ο ναός του Δία, γνωστός ως "ιερά οικία", ανακατασκευάζεται και αποκτά μνημειακή μορφή. H εικόνα θα πρέπει να ήταν εντυπωσιακή για τον επισκέπτη που έφτανε στο Iερό από την κύρια νότια πύλη, πλαισιωμένος με μνημειακές στοές κατά μήκος των εσωτερικών πλευρών του περιβόλου, και αντίκριζε την αμφιθεατρική διάταξη του συνόλου με τον ναό του Δία και την "υψίκομο δρυ" στο κέντρο της σύνθεσης.
Τα σημαντικότερα μνημεία
Η Ιερά Οικία (Ναός Διός) Παρουσιάζει τέσσερις τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις. Η αρχαιότερη μορφή του ιερού δεν γνωστή. Αρχικά ήταν υπαίθριο με ένα κύκλο χάλκινων λεβήτων σε τρίποδες γύρω από την ιερή βελανιδιά. Ο πρώτος ναός κτίστηκε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα. Ακολούθησαν επεκτάσεις και διορθωτικές επεμβάσεις κατά τον 4ο, 3ο και 2ο π.Χ. αιώνα.
Το Θέατρο, με χωρητικότητα 18.000 ατόμων είναι ένα από τα μεγαλύτερα Θέατρα της Ελλάδας και κατασκευάστηκε τον 3ο π.Χ. αιώνα επί Πύρρου. Τα κυριότερα τμήματά του ήταν το κοίλο, η ορχήστρα, η δωρική στοά και ξύλινο προσκήνιο. Καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς. Στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα αποκαταστάθηκε και συμπληρώθηκε για να καταστραφεί ξανά το 167 π.Χ. από τον Αιμίλιο Παύλο. Τον 1ο π.Χ. αιώνα λειτουργούσε σαν αρένα.
Το Βουλευτήριο. Αποτελείται από αίθουσα διαστάσεων 43.60 Χ 32.35 μ. και δωρική στοά στην πρόσοψη. Κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου ή αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα. Ανοικοδομήθηκε μετά την πυρπόλησή του από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και μετά την καταστροφή του από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.). Επισκευάστηκε επί Αυγούστου και λειτουργούσε ως τα τέλη του 1ου π.Χ. αιώνα.
Το Στάδιο. Δεν είναι πλήρως ανασκαμμένο και είναι ένα από τα λίγα αρχαία στάδια με λίθινα καθίσματα (21 ή 22 σειρές). Είναι σύγχρονο με τη δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου (τέλη 3ου π.Χ. αιώνα).
Η Ακρόπολη. Βρίσκεται στην κορυφή του λόφου και περιβάλλεται από πολυγωνικό τείχος του 4ου π.Χ. αιώνα, περιμέτρου περίπου 750 μ. Το τείχος ενισχύεται κατά τόπους με ορθογώνιους πύργους και διακρίνονται τρεις πύλες. Στο εσωτερικό του τείχους διακρίνονται θεμέλια κτιρίων και υπόγεια δεξαμενή νερού λαξευμένη σε βράχο.
Το Πρυτανείο. Ορθογώνιο οικοδόμημα του 4ου π.Χ. αιώνα. Είναι το αρχαιότερο κτίριο του ιερού μετά την "Ιερά Οικία" και χρησίμευε ως κατάλυμα των ιερέων του Δία ή των ηγεμόνων του Κοινού των Μολοσσών. Καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς.
Hellas on the Web
Πηγές
Hσίοδος
Όμηρος, Οδύσσεια
Αισχύλος, Προμηθεύς
Απολλόδωρος
Ηρόδοτος,Ιστορίαι
Στράβωνας, Γεωγραφικά
Πλούταρχος, Πύρρος Ι
Φιλόστρατος
Πολύβιος
Το Θέατρο, με χωρητικότητα 18.000 ατόμων είναι ένα από τα μεγαλύτερα Θέατρα της Ελλάδας και κατασκευάστηκε τον 3ο π.Χ. αιώνα επί Πύρρου. Τα κυριότερα τμήματά του ήταν το κοίλο, η ορχήστρα, η δωρική στοά και ξύλινο προσκήνιο. Καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς. Στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα αποκαταστάθηκε και συμπληρώθηκε για να καταστραφεί ξανά το 167 π.Χ. από τον Αιμίλιο Παύλο. Τον 1ο π.Χ. αιώνα λειτουργούσε σαν αρένα.
Το Βουλευτήριο. Αποτελείται από αίθουσα διαστάσεων 43.60 Χ 32.35 μ. και δωρική στοά στην πρόσοψη. Κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου ή αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα. Ανοικοδομήθηκε μετά την πυρπόλησή του από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και μετά την καταστροφή του από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.). Επισκευάστηκε επί Αυγούστου και λειτουργούσε ως τα τέλη του 1ου π.Χ. αιώνα.
Το Στάδιο. Δεν είναι πλήρως ανασκαμμένο και είναι ένα από τα λίγα αρχαία στάδια με λίθινα καθίσματα (21 ή 22 σειρές). Είναι σύγχρονο με τη δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου (τέλη 3ου π.Χ. αιώνα).
Η Ακρόπολη. Βρίσκεται στην κορυφή του λόφου και περιβάλλεται από πολυγωνικό τείχος του 4ου π.Χ. αιώνα, περιμέτρου περίπου 750 μ. Το τείχος ενισχύεται κατά τόπους με ορθογώνιους πύργους και διακρίνονται τρεις πύλες. Στο εσωτερικό του τείχους διακρίνονται θεμέλια κτιρίων και υπόγεια δεξαμενή νερού λαξευμένη σε βράχο.
Το Πρυτανείο. Ορθογώνιο οικοδόμημα του 4ου π.Χ. αιώνα. Είναι το αρχαιότερο κτίριο του ιερού μετά την "Ιερά Οικία" και χρησίμευε ως κατάλυμα των ιερέων του Δία ή των ηγεμόνων του Κοινού των Μολοσσών. Καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς.
Hellas on the Web
Πηγές
Hσίοδος
Όμηρος, Οδύσσεια
Αισχύλος, Προμηθεύς
Απολλόδωρος
Ηρόδοτος,Ιστορίαι
Στράβωνας, Γεωγραφικά
Πλούταρχος, Πύρρος Ι
Φιλόστρατος
Πολύβιος
No comments :
Post a Comment