Το Άρθρο ανήκει στις μελέτες του Συλλόγου Ιστορικών Μελετών: ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ
(http://www.koryvantes.org/koryvantes/showMeleti.jsp?key=1423)
Κλασσική Εποχή
Μέχρι τα τέλη του 5 ου πΧ αιώνα, το βασικό όπλο χειρός στους ελληνικούς στρατούς ήταν ένα αμφίστομο ξίφος που προερχόταν σχεδιαστικά κατευθείαν από το άορ. Η νέα, εξελιγμένη μορφή όπλιζε τον Οπλίτη. Το νέο υπόδειγμα ήταν κοντύτερο, για άνετη μεταφορά και χρήση με το ένα χέρι σε πυκνές παρατάξεις (αντίθετα με το Άορ που σχεδιάστηκε με έμφαση σε δυνατότητες και ατομικής μάχης και με πιθανότητα χρησιμοποίησης χωρίς αμυντικά ή άλλα όπλα) πλατύτερο, με μεγαλύτερο εκπέτασμα, ενισχυτική νεύρωση κατά το διαμήκη άξονα και πιθανόν παχύτερο. Η πάχυνση της λεπίδας ενίοτε οφειλόταν στην νέα, ρομβοειδή διατομή που ενσωμάτωνε τη νευρά εντός της δομής της λεπίδας. Η αποστολή του ήταν ξανά η ίδια με του φάσγανου, η υποκατάσταση του δόρατος στη νέα, οπλιτική αυτή τη φορά μάχη εκ παρατάξεως. Εδώ οι όροι είχαν λίγο αλλάξει. Η χρησιμότητα της μονομαχίας και της ξιφομαχίας ενυπήρχε και για το λόγο αυτό άργησε η υιοθέτηση σχεδίων που δεν θα προσέδιδαν αυτή τη δυνατότητα όπως ήταν η κοπίδα.
Οπλιτικό Ξίφος Κλασσικής Εποχής, Σχέδιο: Νικολακόπουλος Δημήτρης, Αρχιτέκτων
Αλλά αυτή η άριστη αρετή του νέου ξίφους τελικά, κατά τον 5ο αι. υποτιμήθηκε. Απαιτείτο από αυτό κρουστική και νυκτική ισχύς ώστε να διαπερνά τις νέου τύπου πανοπλίες, χαρακτηριστικά χειρισμού που να επιτρέπουν τη χρήση από την πυκνή οπλιτική γραμμή ακόμα και σε συνασπισμό, με τις ασπίδες τύπου "Όπλον" επικαλυπτόμενες και τέλος ακρίβεια. Το τελευταίο ήταν πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό, διότι από την ελάχιστη απόσταση που συνεπαγόταν ο Ωθισμός και εξαιτίας της ανθεκτικότητας των αμυντικών όπλων της εποχής, ήταν προτιμότερη η καταφορά ενός πλήγματος ακριβείας σε αθωράκιστο μέρος (πάνω ή κάτω από το τείχος των ασπίδων ή και ανάμεσα αυτών σε περίπτωση χαλάρωσης του "Συνασπισμού") από το κτηνώδες, σε στυλ μεσαιωνικού ιππότη, πλήγμα που αποσκοπεί στο να τσακίσει τα πάντα κάτω από το βάρος και την ορμητικότητά του. Ο περιορισμένος χώρος της φάλαγγας και η ανάγκη αλληλοκάλυψης και πειθαρχίας έκανε ακόμη και αδύνατα τέτοια πλήγματα.
Αν και αυτό το όπλο υπηρέτησε καλά τους Oπλιτες στα Μηδικά, ένα άλλο σχέδιο το αντικατέστησε μερικώς. Το οπλιτικό ξίφος το χρησιμοποίησαν οι χρήστες του βασικά για νύξη, αλλά όχι αποκλειστικά, καθώς είχε και επαρκή κρουστικά χαρακτηριστικά (που υποβαθμίζονταν μόνο από το σχετικά- με το άορ- μικρό μήκος του. Το λακεδαιμονικό ξίφος, που είχε την ίδιου σχήματος φυλλοειδή λεπίδα αλλά πολύ μικρό μήκος -περίπου 30 cm- ήταν ό,τι και το ομηρικό ξίφος για το φάσγανο, μία έκδοση για μικρές αποστάσεις, πυκνούς σχηματισμούς κι επιδέξια χέρια. Κατάλληλο μόνο για νηκτικά πλήγματα και όχι για μονομαχία, επέτρεπε μεγάλη ακρίβεια στη χρήση ακόμη και από εξαιρετικά πυκνές παρατάξεις, κάτι που γινόταν δυσχερές για τα κανονικού μήκους ξίφη. Το μικρό μήκος προσέφερε μεγάλη ισχύ πλήγματος και μικρούς κινδύνους θραύσης. Αντίθετα, το οπλιτικό ξίφος μπορούσε να υποκαταστήσει το δόρυ σε νύξεις επάνω ή κάτω από τη σειρά των ασπίδων όταν οι φάλαγγες ήταν σε επαφή και μάχονταν με νύξεις δοράτων, αλλά αυτό γινόταν πολύ δύσκολο αν η παράταξη ήταν συνασπισμένη, λόγω της στενότητας χώρου, ενώ η περίπτωση του ωθισμού δυσκόλευε περισσότερο τα πράγματα.
Κοντό Λακωνικό Ξίφος Κλασσικής Εποχής, Σχέδιο: Νικολακόπουλος Δημήτρης, Αρχιτέκτων
Το ίδιο ίσχυε και για θραυστικά- κρουστικά πλήγματα στο κεφάλι του αντιπάλου. Αντίθετα, το λακωνικό ξίφος, σε εποχή που ακόμη χρησιμοποιούνταν θώρακες, επέτρεπε πλήγμα ακριβείας στο λαιμό ή τη γεννητική περιοχή, όπου δεν κάλυπτε η πανοπλία, ακόμη και σε συνθήκες ωθισμού και με τη φίλια φάλαγγα συνασπισμένη, ενώ όταν οι θωρακίσεις άρχισαν να απορρίπτονται, η χρήση του παρείχε επιπλέον πλεονεκτήματα, καθώς ολόκληρος ο κορμός εμπρός και στα πλευρά ήταν πλέον προσιτός στόχος. Ήταν ένα όπλο ιδανικό για τις συνθήκες πολύ πυκνού συνασπισμού και κατά τον ωθισμό και τις λίγες στιγμές μετά από αυτόν, όπου οι παρατάξεις έχουν διαταραχθεί αλλά καμία δεν έχει διαλυθεί ακόμη. Με βάση το ότι οι Λάκωνες δεν καταδίωκαν σε μεγάλες αποστάσεις, ώστε να απαιτείται ικανή δυνατότητα μονομαχίας, και ακόμη και στις αψιμαχίες προτιμούσαν την ομαδική δράση και την στενή επαφή, το λακωνικό ξίφος σαφώς ήταν επαρκές και ικανοποιητικό. Επιπλέον κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την αποτελεσματικότητα και την ευχρηστία του σε ειδικές επιχειρήσεις. Η χρήση από την "κρυπτεία" κατά των Ειλώτων, όπου επρόκειτο για κανονικές δολοφονίες, αλλά και σε οποιαδήποτε ειδική επιχείρηση, όπου το μικρό μέγεθος έκανε εύκολη την κεκαλυμμένη μεταφορά και ευχερή τη χρήση /(συμπλοκές, υφαρπαγές) ήταν σαφώς πλεονεκτικότερη από απλά μαχαίρια ή από το ογκώδες ξίφος.
Και φυσικά κανείς δεν πρέπει να παραγνωρίζει την οικονομική παράμετρο. Μικρότερα ξίφη σημαίνει περισσότερα όπλα με το ίδιο ποσό μετάλλου για την αναιμική σπαρτιατική οικονομία. Εκεί που το πράγμα αλλάζει, είναι το ιππικό. Το λακωνικό ιππικό ήταν εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας για αρκετούς λόγους, όπως αναφέρονται από τον Ξενοφώντα. Είναι απορίας άξιο το αν το "μητροπολιτικό", επιστρατευόμενο λακωνικό ιππικό που επάνδρωνε τις ιππικές μόρες (600 άνδρες) έφερε λακωνικό ξίφος. Το λακωνικό ξίφος ήταν όπλο τελείως ειδικευμένο και ακριβώς ότι δεν χρειαζόταν ένας ιππέας. Με βάση το ότι είναι πολύ πιθανή - όπως συνέβαινε και στην Αθήνα -η κατάταξη ενός ανδρός άλλοτε στο ιππικό και άλλοτε στο πεζικό, (στη Σπάρτη η μεγάλη σημασία δινόταν στο δεύτερο) κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι το όπλο χειρός που είχε για υπηρεσία στο πεζικό- όπως όλος ο κόσμος- το χρησιμοποιούσε και αν κατατασσόταν στο ιππικό ο Σπαρτιάτης. Μετά από αυτό, δεν πρέπει να θεωρείται παράδοξη η φτωχότατη ποιότητα του συγκεκριμένου σώματος του σπαρτιατικού στρατού.
Το μικρό ξίφος, λόγω μικρού βάρους, μπορεί εύκολα να πέσει από την θήκη του αν αυτή γυρίσει ανάποδα μέσα στην ένταση της μάχης. Ο μικρός λόγος βάρους της λεπίδας προς αυτό της λαβής καθιστά και τέτοιο πιθανό. Επίσης, καθώς το μικρό βάρος προσφέρει μικρότερη αντίσταση, σύρεται δυσκολότερα από τη θήκη με το ένα χέρι, χωρίς το άλλο να την σταθεροποιεί. Είναι ευνόητο ότι σε Ωθισμό, με τον αντίπαλο να προσπαθεί να νύξει το πρόσωπό σου, με το δόρυ του, δεν μπορεί κανείς να κατεβάσει την ασπίδα ώστε να ξεθηκαρώσει το λακεδαιμονικό ξίφος. Το μικρό μήκος κάνει αδύνατους αυτοσχεδιασμούς όπως μάγκωμα της θήκης με τον αριστερό βραχίονα και το πλευρό. Οι δύο αυτοί παράγοντες οδήγησαν σε μια σχεδιαστική διαφοροποίηση του συστήματος ξίφος- θήκη, κατά τον N. Sekunda όπως γράφει το βιβλίο του "The spartan Army". Η θήκη απέκτησε χείλη με ημικυκλικές προεκτάσεις (ωτία), ώστε να συγκρατείται μέσα σε αυτές ο χειροφυλακτήρας του ξίφους και να μην πέφτει. Καθώς το μικρό μέγεθος του ξίφους δεν ευνοούσε τις ξιφομαχίες, ο χειροφυλακτήρας μπορούσε να είναι μικρός, χωρίς αυτό να προκαλεί προβλήματα, πράγμα απαραίτητο ώστε να ασφαλίζει στη θήκη, ενώ έδινε πολύ μεγαλύτερη ευκολία χειρισμού σε συνθήκες συμφόρησης. Η προσθήκη αυτή-αν βέβαια η υπόθεση για τα ωτία είναι σωστή- έκανε ακόμη περισσότερο δυσχερή τη ξιφούλκηση με το ένα χέρι. Πιθανότατα το σφίξιμο της θήκης με το άλλο χέρι να διαμόρφωνε τη γεωμετρία του στομίου έτσι ώστε η τάση που ασκείται να άνοιγε τα ωτία ώστε να απελευθερώνεται ο χειροφυλακτήρας. Είτε η υπόθεση αυτή ισχύει είτε όχι, η χρήση και του δεύτερου χεριού ήταν απαραίτητη. Για το λόγο αυτό κατά την ώρα της μάχης η θήκη με το ξίφος να κρατιόταν στο αριστερό χέρι, μαζί με την αντιλαβή. Το μικρό μέγεθος και βάρος καθιστούσε εύκολο κάτι τέτοιο, ενώ επιπλέον η ταχύτητα ξιφούλκησης ήταν πολύ μεγαλύτερη, αφού το ξίφος ήταν πολύ πλησιέστερα στο δεξί χέρι και μπροστά από το σώμα, οπότε και στη μέγιστη συμφόρηση δεν θα είχε κανείς πρόβλημα να το φτάσει, όπως γινόταν όταν κρεμόταν στο πλευρό του.
Λίγο πρωτύτερα και σαφώς πριν εμφανιστεί το λακωνικό ξίφος, εναντίον των Περσών φάνηκαν τα πλεονεκτήματα των κρουστικών πληγμάτων στο κεφάλι, διότι οι τελευταίοι σπανιότατα έφεραν θώρακες αλλά ουδέποτε διέθεταν κράνη- έλλειψη που τους έκανε πολύ τρωτούς στην ξιφομαχία απέναντι στο βαρύ ξίφος των Οπλιτών, ιδίως σε ναυμαχίες και τειχομαχίες, όπου το δόρυ ήταν δύσκαμπτο όπλο. Ακόμη, τότε φάνηκε και η ανάγκη ιππικού ικανού για πολλαπλές χρήσεις. Το ξίφος που αρχικά χρησιμοποιούσαν οι ιππείς ήταν βασικά το γνωστό όπλο του πεζικού, δημιουργημένο από το σχέδιο του άορος που με τη σειρά του υιοθετήθηκε για το ρευστό πεδίο μάχης της υστερομυκηναϊκής περιόδου, όπου η πεζομαχία κι η μονομαχία αντικατέστησαν τις συγκρούσεις φαλαγγών "πεδιέων" και αρματικού. Το ιππικό χρειαζόταν ένα κρουστικό όπλο για γενική χρήση, με δευτερεύουσα δυνατότητα νύξεως κατά αντιπάλου στο ίδιο επίπεδο. Το σχέδιο που υιοθετήθηκε ήταν η μονόστομη, κεκαμμένη προς τα εμπρός και βαριά Κοπίδα, ένα άριστο όπλο εναντίον αντίπαλου ιππικού αλλά κυρίως εναντίον βαρέος πεζικού σε μικρές αποστάσεις και όταν οι σχηματισμοί είχαν σπάσει. Το όπλο δεν ξέρουμε πότε πρωτοεμφανίστηκε, αφού φαίνεται σε αγγείο του 6 ου αι., που όμως παριστά Έλληνα πολεμιστή να καταβάλλει με αυτό Πέρση, κάτι που συνέβη στα Μηδικά, κατά τον 5ο αι. Πάντως υιοθετήθηκε γρήγορα και από πολλούς πεζούς, τόσο Οπλίτες όσο και Ψιλούς (Πελταστές, Γυμνήτες, μισθοφόρους κλπ).
Κοπίδα, Σχέδιο: Νικολακόπουλος Δημήτρης, Αρχιτέκτων
Κυρίως επέτρεπε ένα άμεσο και αποφασιστικό πλήγμα στο κεφάλι αντιπάλου όπως οι Πελταστές και διάφοροι τύποι στρατιωτών της περσικής αυτοκρατορίας που πλέον έφεραν ασπίδες αλλά όχι κράνη. Ακόμη επέτρεπε άνετο κρουστικό πλήγμα πάνω από το τείχος των ασπίδων εναντίον της κεφαλής του εχθρού "Πρόμαχου" κατά τον Ωθισμό. Οι καλογυμνασμένοι Έλληνες δεν ενοχλούνταν από το μεγαλύτερο βάρος και το χειρότερο ζύγισμα. Αντίθετα, τα χρησιμοποιούσαν προς όφελός τους για επιπλέον ορμή στο χτύπημα, προκειμένου να θραύονται τα κράνη των αντιπάλων που τα διέθεταν (πχ Έλληνες εχθρικού άστεως). Η δύναμη υποκαθιστά σιγά -σιγά την τεχνική στη σπαθομαχία. Τόσο η χρονολόγηση της προέλευσης όσο και η ίδια η προέλευση της κοπίδας είναι μυστηριώδεις. Μπορούσε κάλλιστα να είναι ελληνικό σχέδιο για κάλυψη της προαναφερθείσας ανάγκης. Η χρήση της κι επί ιβηρικού εδάφους (με το όνομα falcata και ενίοτε εντελώς ταυτόσημης) έδωσε λαβές για νέες υποθέσεις εισαγωγής του σχεδίου από εκεί, αν και η πλειοψηφία των ευρημάτων ανάγονται κατά τον 4ο αι. Αυτή τη φορά οι σοφοί αρχαιολάτρες και αρχαιολόγοι ημεδαπής (λιγότερο, διότι ουδόλως ασχολούνται με τέτοια θέματα)και αλλοδαπής επιτρέπουν να κατασκευάζονταν εδώ οι κοπίδες! Δυστυχώς, ουδέν αποκλείει την αντίθετη πορεία, δηλαδή την εξαγωγή της κοπίδας μέσω αποικιών και λοιπών εμπορικών δρόμων στην ιβηρική και την υιοθέτησή της από τους εκεί ενδιαφερόμενους- όπως έγινε με τα μαχαίρια που οι ερυθρόδερμοι έμαθαν από τους λευκούς και τα αγόραζαν, για πολλές δεκαετίες, από λευκούς εμπόρους. Ακόμη, δεν μπορεί να αποκλειστεί η παράλληλη εξέλιξη σε δύο διαφορετικά μέρη παρόμοιων όπλων. Τέλος, μπορεί κανείς να συγκρίνει την falcata με το άλλο ισπανικό ξίφος που υπήρχε κατά τον 3ο και 2ο αιώνα σε μεγάλους αριθμούς στην Ισπανία, και έδωσε γένεση στο ρωμαϊκό gladius hispaniensis. Τα δύο σχέδια δεν έχουν κανένα απολύτως κοινό σημείο και είναι πολύ δύσκολο να στοιχειοθετηθεί κοινός πρόγονος για αυτά στην ιβηρική. Η μία λοιπόν άποψη είναι οι Ίβηρες, εκ του μηδενός να σχεδίασαν την falcata.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν κάποιες διαφορές. Το σίγουρο είναι ότι η κοπίδα ελάχιστη σχεδιαστική σχέση φαίνεται να έχει με το ξίφος των Οπλιτών. Μπορεί όμως κανείς να δει ότι πρόκειται για μια μονομερή ανάπτυξη αυτού. Η φυλλοειδής λάμα του ξίφους απέδιδε επαρκή ορμή στο πλήγμα. Η εξέλιξή της με επαύξηση της καμπυλότητας και του εκπετάσματος από τη μία μόνο μεριά, αύξανε αυτόματα την αποτελεσματικότητα της κρούσης με τίμημα την απώλεια του αμφίστομου χαρακτήρα. Η κάμψη δε του άξονα της λεπίδας έδινε μια πελεκοειδή χροιά στο όπλο και το καθιστούσε ακόμη περισσότερο αποτελεσματικό, με απώλεια πλέον και του μεγαλύτερου μέρους της νυκτικής ικανότητας. Στις περισσότερες παραστάσεις που φαίνεται χρήση ξίφους από έλληνες, αναπαριστώνται θλαστικά πλήγματα, είτε φέρεται κοπίδα είτε ξίφος. Επομένως η κοπίδα βελτιστοποίησε ένα σχέδιο για ένα είδος πληγμάτων -ή μία χρήση- που ήδη είχε κερδίσει αρκετό έδαφος απέναντι στη νυκτική. (Εδώ πρέπει κανείς να τονίσει ότι η μόνη εξαίρεση είναι οι αναπαραστάσεις Λακώνων και γενικώς πολεμιστών οπλισμένων με λακωνικό ξίφος, που δείχνεται να το χρησιμοποιεί νυκτικά και ιδίως σε χαμηλά πλήγματα, πολλάκις από γονυπετή στάση ή πεσμένοι κάτω).
Σύγχρονη κατασκευή φυλλόσχημης κοπίδας, ακριβές αντίγραφο μουσείου. Κατασκευαστής Τερτσής Δημήτρης, Θεσσαλονίκη
Επομένως, το οπλιτικό ξίφος προσφέρει μια βάση για να στοιχειοθετηθεί η εξέλιξη της κοπίδας από αυτό, ενώ αρκετές αγγειογραφίες δείχνουν σε ελληνικά χέρια αρκετά πρώιμα μοντέλα κοπίδας, πριν από το πλήρως διαμορφωμένο όπλο με την ιδιάζουσα γραμμή που εννοούμε σήμερα. Αυτή η εξέλιξη παρουσιάζεται από τον P. Connolly στο "Greece and Rome at War" ως εξελικτική πορεία του θλαστικού ξίφους στην Ιταλία, όπου δείχνει και ένα εξαιρετικό υπόδειγμα ενός ασύμμετρου αλλά σχετικά ίσιου ξίφους προέλευσης περιόδου Βιλλανόβα, με χαρακτηριστική ιταλική λαβή. Περιέργως πώς, παρά τη λατινολατρεία του, ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος έχει προτείνει την λατινική ανάπτυξη της κοπίδας. (Εδώ ίσως κανείς θα εδικαιούτο να θυμίσει ότι μεγάλες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου, περιλαμβανομένης της Ρώμης, υιοθετούσαν επί μακρόν ελληνικά όπλα και πρακτικές μάχης). Πιθανώς, αυτή η αυτοσυγκράτηση ενός εγνωσμένου λατινολάτρη οφείλεται στο ότι τα άλλα δύο υποδείγματα που επιδεικνύει ως συνέχεια αυτής της εξελικτικής τάσης μέχρι την πλήρως διαμορφωμένη κοπίδα, δεν βρέθηκαν στη Ιταλία. Το πρώιμο βρέθηκε στην Κορσική (όπου εκείνη την εποχή περισσότερη επιρροή είχαν οι Καρχηδόνιοι, που πολλάκις υιοθετούσαν ελληνικό οπλισμό) και στην ... Ισπανία, όπου οι Ιταλοί απέκτησαν επιρροή μόλις κατά τον 3ο πΧ αιώνα, όταν πλέον υπήρχαν πλήρως διαμορφωμένες κοπίδες σε υπηρεσία αν όχι στη Ιβηρική, σίγουρα στην Ελλάδα.
Ένα ακόμη σημείο που αξίζει τον κόπο να προσεχθεί είναι το πότε ακριβώς εισήλθε σε υπηρεσία η κοπίδα. Αυτό δεν το γνωρίζει ουδείς. Ενώ όμως σε αγγειογραφίες που αναπαριστούν τα μηδικά της Β' περσικής εισβολής, εμφανίζεται ένας Έλληνας να καταβάλλει με κοπίδα - αρκετά πρώιμης μορφής είναι η αλήθεια- έναν Πέρση (που αμύνεται με πολύ παρόμοιο όπλο) η αναπαράσταση της Μάχης του Μαραθώνα, στην Ποικίλη Στοά των Αθηνών δεν δείχνει κανέναν Έλληνα να χρησιμοποιεί τέτοιου είδους όπλο. Όλοι χρησιμοποιούν το απλό, κοινό οπλιτικό ξίφος. Σε αυτή τη σύγκρουση, και ιδίως στη φάση της καταδίωξης και της μάχης γύρω από τα περσικά πλοία, το ξίφος πρέπει να είχε την τιμητική του, όπως δείχνει άλλωστε και η παράσταση, που απεικονίζει τόσο την θλαστική όσο και την νυκτική χρήση του οπλιτικού ξίφους.
Οπλίτης Μηδικών Πολέμων οπλισμένος με θλαστική κοπίδα.
Αυτή η Μάχη είναι η πιθανότερη στιγμή που οι Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας διαπιστώνουν ότι οι Πέρσες έχουν "μαλακά κεφάλια", και γνωρίζοντας ότι θα αντιμετωπίσουν νέα εισβολή, πιθανώς τώρα ακριβώς αποφασίζουν να εξελίξουν ένα όπλο που θα μεγιστοποιεί την εκμετάλλευση αυτής της περσικής αδυναμίας. Βέβαια αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί, με την ίδια ακριβώς λογική, και μετά - ή κατά- τα δεύτερα μηδικά. Αυτή η υπόθεση ταιριάζει και με την πρώιμη μορφή της κοπίδας στην παράσταση που αναφέρθηκε. Ένα σημείο ακόμη που συναινεί στην πρώτη σκέψη, είναι ότι οι νικητές Αθηναίοι στο Μαραθώνα ήρθαν σε επαφή με τον περσικό ακινάκη ("ακινάκα") και μπόρεσαν να τον εξετάσουν από κοντά. Αυτό το όπλο σίγουρα θα το είχαν δει και πρωτύτερα, πχ στην Ιωνική επανάσταση, αλλά εκεί, ως νικημένοι, ούτε πολλά λάφυρα θα είχαν ούτε θα εστιάζονταν στα τεχνικά χαρακτηριστικά της περσικής ισχύος όταν καιγόταν η Μίλητος. Ο ακινάκης δεν ήταν κανένα εξαιρετικό σχέδιο. Ήταν ένα μονόστομο, βαρύ όπλο, φτωχής τεχνικής και χωρίς νεύρωση, ένα υβρίδιο πέλεκυ και σπαθιού. Αυτή η μονοσήμαντη κυρτότητα όμως θα μπορούσε να έχει εμπνεύσει τους Έλληνες για να εξελίξουν σε αυτές τις γραμμές το δικό τους, οπλιτικό ξίφος. Κεκαμμένος κορμός για μεγάλη αντοχή, νεύρωση για τον ίδιο λόγο (που ενυπήρχε στο ξίφος του Οπλίτη) και έντονη , ισχυρή μονή καμπύλη ήταν τα χαρακτηριστικά της κοπίδας, που προερχόταν και διατηρούσε κατασκευαστικές ποιότητες του ξίφους αλλά εφαρμόζοντάς τες σε μια σύλληψη που πλησίαζε αυτή (αν δεν προερχόταν από αυτήν) του ακινάκη. Ούτε λόγος, το ελληνικό όπλο, λόγω νεύρωσης, λόγω ισχυρής αιχμής, προσεγμένης λαβής και κεκαμμένου - στα ύστερα μοντέλα- διαμήκους άξονα, ήταν μια σχεδίαση πολύ περισσότερο προηγμένη από την περσική και ουδαμώς συγκρίσιμη μαζί της. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πέρσες, που είχαν παραδοσιακούς ακινάκηδες χάριν στολής μέχρι και την εποχή του Αλεξάνδρου, φαίνεται να υιοθέτησαν την κοπίδα ως όπλο μάχης.
Περσικός Ακινάκης. Πηγή: http://www.royalathena.com
Η υιοθέτηση της κοπίδας συνέπεσε με μια αύξηση της αψιμαχίας ως μαχητικής μεθόδου στην Ελλάδα. Παρά δε το ότι το ξίφος είχε καλύτερες προδιαγραφές χρήσης σε τέτοιες συγκρούσεις αφού επέτρεπε στην καλύτερη τεχνική να χρησιμοποιηθεί επωφελώς σε μονομαχία, έγινε πολύ αγαπητή, ακριβώς επειδή η δύναμη που απαιτούσε η χρήση της ήταν ευκολότερο και ταχύτερο να αποκτηθεί από την τέχνη και την ακρίβεια του ξίφους. Η εγκατάλειψη του θώρακα και τα νέα, ανοικτά κράνη, αύξαναν τις περιοχές τρωτότητας της κοπίδας. Πλέον οι ώμοι και οι κλείδες, αλλά και ο σβέρκος και το μέσο τις κεφαλής του πολεμιστή (κρόταφοι- σιαγώνα) είναι εκτεθειμένα σε απευθείας πλήγματα, ιδίως αν κάποιος φέρει λακωνικό πιλοειδές κράνος. Χωρίς θώρακα δεν υπάρχουν επώμια, με ανοικτό κράνος δεν υπάρχει καμία προστασία προσώπου και τραχήλου (εξαίρεση το βοιωτικό που καλύπτει τον τράχηλο). Η αύξηση της τρωτότητας ψηλά (εμπρός η ασπίδα κάλυπτε επαρκώς) ευνοεί την χρήση της κοπίδας. Κατά τον τέταρτο αιώνα, ένα νέο όπλο εμφανίζεται σε ελληνική χρήση. Είναι μακρύ, ίσως μακρύτερο και από το αρχικό οπλιτικό ξίφος, ευθύγραμμο, αμφίστομο και η αιχμή του είναι ρομβοειδής. Το σχήμα αυτό δείχνει σαφή νυκτικό προσανατολισμό και είναι βέλτιστο για πλήγματα εναντίον αθωράκιστων αντιπάλων, ή θωρακισμένων με μαλακές ύλες, καθώς και γι ατομικές συγκρούσεις. Το gladius hispaniensis των Ρωμαίων λεγεωνάριων, που είχε τον αυτό ρόλο, ήταν πολύ παρόμοιου σχήματος. H γεωγραφική και χρονολογική προέλευση αυτού του ξίφους είναι άγνωστη. Πιθανότατα αυτό είναι το ξίφος με το οποίο εφοδιάστηκαν οι "Ιφικράτειοι". Είναι σαφώς κατάλληλο για το νέο είδος αγώνων που εξελίσσονταν σε σκληρές μονομαχίες σε ανοικτό ή κλειστό χώρο, τόσο κατά τις τειχομαχίες, τις πολιορκίες, τις ναυμαχίες όσο και κατά εγχειρημάτων σε ανώμαλο έδαφος, αλλά και μετά την θραύση των φαλαγγών κατά τον ωθισμό.
Βαρύ Σπαθί Επιβατών (Πεζοναυτών) για χρήση σε ναυμαχίες, Σχέδιο: Νικολακόπουλος Δημήτρης, Αρχιτέκτων
Σε αυτές τις συνθήκες, το ελάχιστο μέγεθος του λακωνικού ξίφους είναι μειονέκτημα για τον φέροντα, καθώς χώρος για κίνηση και χρήση μεγάλου ξίφους υπάρχει άφθονος, ενώ το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης εμβέλειας πλήγματος μπορεί να αξιοποιηθεί πλήρως. Από την άλλη μεριά, αυτήν την εποχή επανακάμπτουν οι πανοπλίες. Το μεγάλο μήκος και η στιβαρή κατασκευή επιτρέπουν διάτρηση των νέων θωρακίσεων, που παραμένουν λινοθώρακες αλλά συμπληρώνονται και με τα πλέον προηγμένα μοντέλα μυώδους, ολομεταλλικού θώρακα, εξαιρετικής ανθεκτικότητας και αυξημένης επιφάνειας προστασίας. Η κοπίδα χάνει μεγάλο μέρος του φάσματος χρήσης της και η επιδεξιότητα που επιτρέπει το νέο όπλο βρίσκει οπαδούς ιδίως μεταξύ των επαγγελματιών "Επιλέκτων" πολεμιστών των διαφόρων πόλεων, που άλλωστε έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτούν θωράκιση. Πιθανώς, χωρίς τίποτα να μπορεί να επιβεβαιωθεί, αυτή ακριβώς η λεπτομέρεια εκατοστών να επέφερε την λακωνική ήττα στην Τεγύρα από τους Θηβαίους, την προαναγγελία, όπως πολλοί αναφέρουν, των Λεύκτρων. Επίσης ένα σημείο που μπορεί να αποδοθεί στο νέο όπλο είναι η συντριπτική νίκη του Τιμολέοντα στον Κριμισσό κατά των Καρχηδονίων. Η εξαιρετική αφήγηση του Πλούταρχου, ότι οι Καρχηδόνιοι, λόγω θωράκισης, δεν είχαν απώλειες από τα ελληνικά δόρατα αλλά νικήθηκαν όταν συνεπλάκησαν με τα ξίφη, όπου χρειάζεται τέχνη και όχι δύναμη, δημιουργεί την βεβαιότητα όπλων αυξημένης αποτελεσματικότητας στην ελληνική πλευρά, που δεν είχε ποτέ διακριθεί για τις δεξιότητες στην ξιφομαχία. Δεν θα ήταν καθόλου απίθανο το νέο αυτό ξίφος, που τόσο σιωπηλά εμφανίζεται, να προέρχεται από τη Σικελία. Ο Διονύσιος είχε πραγματικό πανεθνικό εργαστήριο έρευνας αι ανάπτυξης οπλισμού και η γνωριμία των νοτιοελλήνων με αυτό το όπλο θα μπορούσε να έχει γίνει στη Σικελία κατά την περίοδο 415-413 πΧ. Φυσικά όμως μόνο κάποιος πραγματικά καινοτόμος νους θα το υιοθετούσε (οι Σπαρτιάτες ήταν υπέρμαχοι της παράδοσης όταν δεν ανέπτυσσαν οι ίδιοι τους νεωτερισμούς, ενώ οι Αθηναίοι είχαν παύσει να χρησιμοποιούν στην οπλιτική μάχη την εξαιρετική ευστροφία, καινοτόμο ιδιοφυία και ανανεωτικότητα που τους χαρακτήριζε). Εξίσου πιθανοί για υιοθέτηση του νέου όπλου, αν η σικελική προέλευση ευσταθεί, θα μπορούσαν να είναι ο Ιφικράτης και ο Επαμεινώνδας, εξαιρετικοί καινοτόμοι και τακτικοί νώες μεγίστου διαμετρήματος.
Αλεξανδρινή εποχή
Με το ξίφος τα πράγματα περιπλέκονται όσον αφορά τους στρατούς του Αλεξάνδρου- και του Φιλίππου. Μεταγενέστερες αναφορές παρουσιάζουν το μακεδονικό ξίφος κοντό και όχι ιδιαίτερα βαρύ, με αποτέλεσμα σαφή υστέρηση εναντίον των Ρωμαίων. Αυτά λαμβάνουν χώρα γύρω στο 200 πΧ, αλλά εβδομήντα χρόνια νωρίτερα, ο Πύρρος είχε κόψει με το σπαθί του στα δύο έναν Ρωμαίο πολεμιστή, πράγμα που δείχνει μακρύ και βαρύ ξίφος, αλλά τίποτα δεν αποκλείει μόνο ορισμένοι να έφεραν αυτό το είδος (πχ κοπίδα;) και οι υπόλοιποι να έφεραν ήδη από την εποχή του Αλεξάνδρου κοντά ξίφη. Την εποχή του Αλεξάνδρου, υπήρχαν τέσσερα βασικά σπαθιά σε ελληνική χρήση. Το παλαιό οπλιτικό ξίφος, όπλο μακρύ, βαρύ, ικανό για νηκτικά αλλά και για θλαστικά χτυπήματα, το πολύ μικρότερό του Λακεδαιμόνιο, προορισμένο μόνο για νηκτικά πλήγματα σε αγχέμαχο με στενή επαφή, το νεότερο, μακρύ, ρομβοειδές ξίφος που εμφανίστηκε λίγο πρωτύτερα στον 4ο αιώνα και τέλος η "κοπίδα". Η τελευταία ήταν ένα κυρτό ξίφος, κατάλληλο για θλαστικά κυρίως πλήγματα και εξόπλιζε κατά βάση το ιππικό, αφού επέτρεπε ένα κατακόρυφο μοιραίο πλήγμα στην περικεφαλαία του πεζού Οπλίτη με πλεονέκτημα ύψους. Όλα αυτά τα είδη ήταν νοτιοελληνικά, και αν και γνωρίζουμε ότι ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε συχνά το ξίφος του, όπως και οι Υπασπιστές, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τι τύπου ήταν (Στους Υπασπιστές κανείς θα μπορούσε να αποδώσει το νεότερο, μακρύ ξίφος που χρησιμοποιείτο, κάτι πολύ λογικό για ένα Σώμα με ιδιαίτερες επιδόσεις σε ειδικές επιχειρήσεις και ατομικό αγώνα).
Μακεδονικό Ξίφος, Σχέδιο: Νικολακόπουλος Δημήτρης, Αρχιτέκτων
Ο Αλέξανδρος, που πολεμούσε γενικά και έφιππος και πεζός, πιθανότατα θα προτιμούσε το ευθύ ξίφος, είτε το νέο είτε το παλαιότερο, που έδινε πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια χρήσης σε έναν ικανό χρήστη, με νηκτικά και θλαστικά πλήγματα, σε αντίθεση με την κοπίδα που ήταν άριστη για θλαστική χρήση, ιδίως από το ύψος του αλόγου. Στο Γόρδιο αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος έχει ξίφος (με άριστα θλαστικά χαρακτηριστικά, ώστε με ένα πλήγμα να λύνει τον γόρδιο δεσμό), όπως και σε άλλες περιπτώσεις (πχ στους Μαλλούς), ενώ αντίθετα τα σπαθιά των Περσών που χτύπησαν τον Αλέξανδρο στο κεφάλι στο Γρανικό αναφέρονται από τον Αρριανό ως "κοπίδες" (αν και πιθανότατα με αυτή τη λέξη ο Αρριανός, γράφοντας περίπου μισή χιλιετία μετά τα γεγονότα, θα εννοεί όλα τα καμπύλα θλαστικά σπαθιά, ήτοι τις καθεαυτού κοπίδες και τους ακινάκηδες). Οι Πεζεταίροι θα έφεραν κάποιο φθηνό όπλο, όποιο από τα τρία μπορούσαν να προμηθευτούν ή προτιμούσαν, χωρίς προσπάθεια τυποποίησης. Καθώς συχνά εμπλέκονταν σε ακροβολιστικό αγώνα και αψιμαχίες, τους ήταν απαραίτητο και πρέπει να είχαν επαρκή εκπαίδευση στη χρήση του. Πάντως κανείς δεν πρέπει να αποκείει, ιδίως οι φαλαγγίτες να χρησιμοποιούσαν εκτενώς το λακωνικό ξίφος. Η επιρροή των σπαρτιατών, από την εποχή τυο βρασίδα ακόμη, υπήρξε έντονη στους Μακεδόνες και ήταν αυτή που τους μύησε στον οπλιτικό τρόπο μάχης. Πιθανότατα, ενώ άλλα στοιχεία του λακωνικού οπλισμού (πιλοειδές κράνος, αργολική απσίδα και δόρυ) απορρίφθηκαν με την έλευση του πεζεταίρου, το λακωνικό ξίφος να παρέμεινε.
Το σπαθί του μακεδονικού ιππικού, ήταν μάλλον παραδοσιακά το ίσιο, κοντό "ξίφος", με δυνατότητες νύξης και κρούσης, αλλά η χρήση που βασικά προτεινόταν ήταν η νυκτική, αντί του Ξυστού όταν αυτό έσπαγε ή όταν η απόσταση παραήταν μικρή. Αν και όχι αποκλειστικό μοντέλο, όπως το ξυστό, το ίσιο ξίφος ήταν ένας ακόμη αναχρονισμός όταν ο Ξενοφώντας πρότεινε (μερικές δεκαετίες πρωτύτερα) θερμά τη βαρειά, μονόστομη κοπίδα, που χρησιμοποιείτο σχεδόν αποκλειστικά κρουστικά. Η επιτυχία της κατά το τέλος του 5ου και κατά τον 4ο αι. ήταν τέτοια που υιοθετήθηκε κι από το πεζικό, οπλιτικό κι ελαφρύ. Κανείς θα μπορούσε να περιμένει αυτή να οπλίζει το θηβαϊκό ιππικό στην Μαντινεία, που επιτίθεται στους συντεταγμένους Αθηναίους Οπλίτες, και δεν θα φαινόταν καθόλου παράξενο να είναι το όπλο χειρός του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού (ή ίσως ακόμη και του θεσσαλικού) ιππικού, μισθοφορικού και επίστρατου, που ακολουθεί τον Αλέξανδρο. Ομως ο προσανατολισμός του Μακεδονικού ιππικού στην συνταγμένη κρούση εναντίον κυρίως του εχθρικού ιππικού (κάτι που ήταν σαφές από την πρώτη ημέρα της εκστρατείας κατά της Περσίας, όπου τα πάντα είχαν μελετηθεί εναντίον του περσικού ιππικού- πχ αναλογία ιππικού προς πεζικό) υπαγόρευε ένα όπλο που θα επέτρεπε πλήγματα γρήγορα και αποτελεσματικά σε αντίπαλο στο ίδιο ύψος, κατά προτίμηση σε αθωράκιστα σημεία (πρόσωπο, λαιμός) και δευτερευόντως κρούση κάθετη, οριζόντια ή πλάγια εναντίον πεζού αλλά και έφιππου αντιπάλου. Κατόπιν τούτου η επιλογή ευθέως ξίφους δεν είναι πολύ περίεργη και γίνεται ακόμη λιγότερο αν αναλογιστούμε πάλι το νεότερο και μακρύτερο ξίφος που αυξάνει δραματικά την εμβέλεια και τη δυνατότητα όχι όνο πλήγματος, αλλά και αυτοάμυνας.
Καθώς το βαρύ ιππικό δεν φέρει ασπίδες, ένα όπλο που μπορεί, έστω και με επίπονη εξάσκηση, να χρησιμοποιηθεί και ως αμυντικό εναντίον των περσικών- και όχι μόνο- σαγαρίδων και ακινάκηδων, είναι μια εξαιρετική ιδέα που δεν θα άφηνε ασυγκίνητο κανέναν διοικητή. Το βάρος της κοπίδας καθιστούσε δυσχερή το χειρισμό της γρήγορα, όπως απαιτεί η άμυνα με ξίφος. Κατόπιν αυτών, γίνεται περισσότερο κατανοητό το γιατί το ξίφος περιλαμβάνεται, μαζί με το ακόντιο και τη σάρισσα, στον βασικό οπλισμό ενός Μακεδόνα Εταίρου που περιγράφεται από τον Αρριανό ως οπλισμός στον οποίο παρέχεται εκπαίδευση από το μακεδονικό στράτευμα. Το ότι την μονομαχία που περιγράφει ο Αρριανός, ο Αθηναίος αντίπαλος του Μακεδόνα προλαβαίνει και του κρατά το χέρι προτού ξιφουλκήσει, σημαίνει αναμφίβολα ότι αυτός δεν φέρει λακωνικό ξίφος (κάτι που θα ήταν παράλογο για το ιππικό) αλλά κάποιο μακρύτερο τύπο. Όσο μακρύτερο το σπαθί, τόσο βραδύτερη η ξιφούλκηση.
ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ, Ερευνητής Οι πηγές του άρθρου αναφέρονται στο τέλος του τρίτου μέρους
ΠΗΓΗ: ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ
(http://www.koryvantes.org/koryvantes/showMeleti.jsp?key=1423)
Κλασσική Εποχή
Μέχρι τα τέλη του 5 ου πΧ αιώνα, το βασικό όπλο χειρός στους ελληνικούς στρατούς ήταν ένα αμφίστομο ξίφος που προερχόταν σχεδιαστικά κατευθείαν από το άορ. Η νέα, εξελιγμένη μορφή όπλιζε τον Οπλίτη. Το νέο υπόδειγμα ήταν κοντύτερο, για άνετη μεταφορά και χρήση με το ένα χέρι σε πυκνές παρατάξεις (αντίθετα με το Άορ που σχεδιάστηκε με έμφαση σε δυνατότητες και ατομικής μάχης και με πιθανότητα χρησιμοποίησης χωρίς αμυντικά ή άλλα όπλα) πλατύτερο, με μεγαλύτερο εκπέτασμα, ενισχυτική νεύρωση κατά το διαμήκη άξονα και πιθανόν παχύτερο. Η πάχυνση της λεπίδας ενίοτε οφειλόταν στην νέα, ρομβοειδή διατομή που ενσωμάτωνε τη νευρά εντός της δομής της λεπίδας. Η αποστολή του ήταν ξανά η ίδια με του φάσγανου, η υποκατάσταση του δόρατος στη νέα, οπλιτική αυτή τη φορά μάχη εκ παρατάξεως. Εδώ οι όροι είχαν λίγο αλλάξει. Η χρησιμότητα της μονομαχίας και της ξιφομαχίας ενυπήρχε και για το λόγο αυτό άργησε η υιοθέτηση σχεδίων που δεν θα προσέδιδαν αυτή τη δυνατότητα όπως ήταν η κοπίδα.
Οπλιτικό Ξίφος Κλασσικής Εποχής, Σχέδιο: Νικολακόπουλος Δημήτρης, Αρχιτέκτων
Αλλά αυτή η άριστη αρετή του νέου ξίφους τελικά, κατά τον 5ο αι. υποτιμήθηκε. Απαιτείτο από αυτό κρουστική και νυκτική ισχύς ώστε να διαπερνά τις νέου τύπου πανοπλίες, χαρακτηριστικά χειρισμού που να επιτρέπουν τη χρήση από την πυκνή οπλιτική γραμμή ακόμα και σε συνασπισμό, με τις ασπίδες τύπου "Όπλον" επικαλυπτόμενες και τέλος ακρίβεια. Το τελευταίο ήταν πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό, διότι από την ελάχιστη απόσταση που συνεπαγόταν ο Ωθισμός και εξαιτίας της ανθεκτικότητας των αμυντικών όπλων της εποχής, ήταν προτιμότερη η καταφορά ενός πλήγματος ακριβείας σε αθωράκιστο μέρος (πάνω ή κάτω από το τείχος των ασπίδων ή και ανάμεσα αυτών σε περίπτωση χαλάρωσης του "Συνασπισμού") από το κτηνώδες, σε στυλ μεσαιωνικού ιππότη, πλήγμα που αποσκοπεί στο να τσακίσει τα πάντα κάτω από το βάρος και την ορμητικότητά του. Ο περιορισμένος χώρος της φάλαγγας και η ανάγκη αλληλοκάλυψης και πειθαρχίας έκανε ακόμη και αδύνατα τέτοια πλήγματα.
Αν και αυτό το όπλο υπηρέτησε καλά τους Oπλιτες στα Μηδικά, ένα άλλο σχέδιο το αντικατέστησε μερικώς. Το οπλιτικό ξίφος το χρησιμοποίησαν οι χρήστες του βασικά για νύξη, αλλά όχι αποκλειστικά, καθώς είχε και επαρκή κρουστικά χαρακτηριστικά (που υποβαθμίζονταν μόνο από το σχετικά- με το άορ- μικρό μήκος του. Το λακεδαιμονικό ξίφος, που είχε την ίδιου σχήματος φυλλοειδή λεπίδα αλλά πολύ μικρό μήκος -περίπου 30 cm- ήταν ό,τι και το ομηρικό ξίφος για το φάσγανο, μία έκδοση για μικρές αποστάσεις, πυκνούς σχηματισμούς κι επιδέξια χέρια. Κατάλληλο μόνο για νηκτικά πλήγματα και όχι για μονομαχία, επέτρεπε μεγάλη ακρίβεια στη χρήση ακόμη και από εξαιρετικά πυκνές παρατάξεις, κάτι που γινόταν δυσχερές για τα κανονικού μήκους ξίφη. Το μικρό μήκος προσέφερε μεγάλη ισχύ πλήγματος και μικρούς κινδύνους θραύσης. Αντίθετα, το οπλιτικό ξίφος μπορούσε να υποκαταστήσει το δόρυ σε νύξεις επάνω ή κάτω από τη σειρά των ασπίδων όταν οι φάλαγγες ήταν σε επαφή και μάχονταν με νύξεις δοράτων, αλλά αυτό γινόταν πολύ δύσκολο αν η παράταξη ήταν συνασπισμένη, λόγω της στενότητας χώρου, ενώ η περίπτωση του ωθισμού δυσκόλευε περισσότερο τα πράγματα.
Κοντό Λακωνικό Ξίφος Κλασσικής Εποχής, Σχέδιο: Νικολακόπουλος Δημήτρης, Αρχιτέκτων
Το ίδιο ίσχυε και για θραυστικά- κρουστικά πλήγματα στο κεφάλι του αντιπάλου. Αντίθετα, το λακωνικό ξίφος, σε εποχή που ακόμη χρησιμοποιούνταν θώρακες, επέτρεπε πλήγμα ακριβείας στο λαιμό ή τη γεννητική περιοχή, όπου δεν κάλυπτε η πανοπλία, ακόμη και σε συνθήκες ωθισμού και με τη φίλια φάλαγγα συνασπισμένη, ενώ όταν οι θωρακίσεις άρχισαν να απορρίπτονται, η χρήση του παρείχε επιπλέον πλεονεκτήματα, καθώς ολόκληρος ο κορμός εμπρός και στα πλευρά ήταν πλέον προσιτός στόχος. Ήταν ένα όπλο ιδανικό για τις συνθήκες πολύ πυκνού συνασπισμού και κατά τον ωθισμό και τις λίγες στιγμές μετά από αυτόν, όπου οι παρατάξεις έχουν διαταραχθεί αλλά καμία δεν έχει διαλυθεί ακόμη. Με βάση το ότι οι Λάκωνες δεν καταδίωκαν σε μεγάλες αποστάσεις, ώστε να απαιτείται ικανή δυνατότητα μονομαχίας, και ακόμη και στις αψιμαχίες προτιμούσαν την ομαδική δράση και την στενή επαφή, το λακωνικό ξίφος σαφώς ήταν επαρκές και ικανοποιητικό. Επιπλέον κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την αποτελεσματικότητα και την ευχρηστία του σε ειδικές επιχειρήσεις. Η χρήση από την "κρυπτεία" κατά των Ειλώτων, όπου επρόκειτο για κανονικές δολοφονίες, αλλά και σε οποιαδήποτε ειδική επιχείρηση, όπου το μικρό μέγεθος έκανε εύκολη την κεκαλυμμένη μεταφορά και ευχερή τη χρήση /(συμπλοκές, υφαρπαγές) ήταν σαφώς πλεονεκτικότερη από απλά μαχαίρια ή από το ογκώδες ξίφος.
Και φυσικά κανείς δεν πρέπει να παραγνωρίζει την οικονομική παράμετρο. Μικρότερα ξίφη σημαίνει περισσότερα όπλα με το ίδιο ποσό μετάλλου για την αναιμική σπαρτιατική οικονομία. Εκεί που το πράγμα αλλάζει, είναι το ιππικό. Το λακωνικό ιππικό ήταν εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας για αρκετούς λόγους, όπως αναφέρονται από τον Ξενοφώντα. Είναι απορίας άξιο το αν το "μητροπολιτικό", επιστρατευόμενο λακωνικό ιππικό που επάνδρωνε τις ιππικές μόρες (600 άνδρες) έφερε λακωνικό ξίφος. Το λακωνικό ξίφος ήταν όπλο τελείως ειδικευμένο και ακριβώς ότι δεν χρειαζόταν ένας ιππέας. Με βάση το ότι είναι πολύ πιθανή - όπως συνέβαινε και στην Αθήνα -η κατάταξη ενός ανδρός άλλοτε στο ιππικό και άλλοτε στο πεζικό, (στη Σπάρτη η μεγάλη σημασία δινόταν στο δεύτερο) κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι το όπλο χειρός που είχε για υπηρεσία στο πεζικό- όπως όλος ο κόσμος- το χρησιμοποιούσε και αν κατατασσόταν στο ιππικό ο Σπαρτιάτης. Μετά από αυτό, δεν πρέπει να θεωρείται παράδοξη η φτωχότατη ποιότητα του συγκεκριμένου σώματος του σπαρτιατικού στρατού.
Το μικρό ξίφος, λόγω μικρού βάρους, μπορεί εύκολα να πέσει από την θήκη του αν αυτή γυρίσει ανάποδα μέσα στην ένταση της μάχης. Ο μικρός λόγος βάρους της λεπίδας προς αυτό της λαβής καθιστά και τέτοιο πιθανό. Επίσης, καθώς το μικρό βάρος προσφέρει μικρότερη αντίσταση, σύρεται δυσκολότερα από τη θήκη με το ένα χέρι, χωρίς το άλλο να την σταθεροποιεί. Είναι ευνόητο ότι σε Ωθισμό, με τον αντίπαλο να προσπαθεί να νύξει το πρόσωπό σου, με το δόρυ του, δεν μπορεί κανείς να κατεβάσει την ασπίδα ώστε να ξεθηκαρώσει το λακεδαιμονικό ξίφος. Το μικρό μήκος κάνει αδύνατους αυτοσχεδιασμούς όπως μάγκωμα της θήκης με τον αριστερό βραχίονα και το πλευρό. Οι δύο αυτοί παράγοντες οδήγησαν σε μια σχεδιαστική διαφοροποίηση του συστήματος ξίφος- θήκη, κατά τον N. Sekunda όπως γράφει το βιβλίο του "The spartan Army". Η θήκη απέκτησε χείλη με ημικυκλικές προεκτάσεις (ωτία), ώστε να συγκρατείται μέσα σε αυτές ο χειροφυλακτήρας του ξίφους και να μην πέφτει. Καθώς το μικρό μέγεθος του ξίφους δεν ευνοούσε τις ξιφομαχίες, ο χειροφυλακτήρας μπορούσε να είναι μικρός, χωρίς αυτό να προκαλεί προβλήματα, πράγμα απαραίτητο ώστε να ασφαλίζει στη θήκη, ενώ έδινε πολύ μεγαλύτερη ευκολία χειρισμού σε συνθήκες συμφόρησης. Η προσθήκη αυτή-αν βέβαια η υπόθεση για τα ωτία είναι σωστή- έκανε ακόμη περισσότερο δυσχερή τη ξιφούλκηση με το ένα χέρι. Πιθανότατα το σφίξιμο της θήκης με το άλλο χέρι να διαμόρφωνε τη γεωμετρία του στομίου έτσι ώστε η τάση που ασκείται να άνοιγε τα ωτία ώστε να απελευθερώνεται ο χειροφυλακτήρας. Είτε η υπόθεση αυτή ισχύει είτε όχι, η χρήση και του δεύτερου χεριού ήταν απαραίτητη. Για το λόγο αυτό κατά την ώρα της μάχης η θήκη με το ξίφος να κρατιόταν στο αριστερό χέρι, μαζί με την αντιλαβή. Το μικρό μέγεθος και βάρος καθιστούσε εύκολο κάτι τέτοιο, ενώ επιπλέον η ταχύτητα ξιφούλκησης ήταν πολύ μεγαλύτερη, αφού το ξίφος ήταν πολύ πλησιέστερα στο δεξί χέρι και μπροστά από το σώμα, οπότε και στη μέγιστη συμφόρηση δεν θα είχε κανείς πρόβλημα να το φτάσει, όπως γινόταν όταν κρεμόταν στο πλευρό του.
Λίγο πρωτύτερα και σαφώς πριν εμφανιστεί το λακωνικό ξίφος, εναντίον των Περσών φάνηκαν τα πλεονεκτήματα των κρουστικών πληγμάτων στο κεφάλι, διότι οι τελευταίοι σπανιότατα έφεραν θώρακες αλλά ουδέποτε διέθεταν κράνη- έλλειψη που τους έκανε πολύ τρωτούς στην ξιφομαχία απέναντι στο βαρύ ξίφος των Οπλιτών, ιδίως σε ναυμαχίες και τειχομαχίες, όπου το δόρυ ήταν δύσκαμπτο όπλο. Ακόμη, τότε φάνηκε και η ανάγκη ιππικού ικανού για πολλαπλές χρήσεις. Το ξίφος που αρχικά χρησιμοποιούσαν οι ιππείς ήταν βασικά το γνωστό όπλο του πεζικού, δημιουργημένο από το σχέδιο του άορος που με τη σειρά του υιοθετήθηκε για το ρευστό πεδίο μάχης της υστερομυκηναϊκής περιόδου, όπου η πεζομαχία κι η μονομαχία αντικατέστησαν τις συγκρούσεις φαλαγγών "πεδιέων" και αρματικού. Το ιππικό χρειαζόταν ένα κρουστικό όπλο για γενική χρήση, με δευτερεύουσα δυνατότητα νύξεως κατά αντιπάλου στο ίδιο επίπεδο. Το σχέδιο που υιοθετήθηκε ήταν η μονόστομη, κεκαμμένη προς τα εμπρός και βαριά Κοπίδα, ένα άριστο όπλο εναντίον αντίπαλου ιππικού αλλά κυρίως εναντίον βαρέος πεζικού σε μικρές αποστάσεις και όταν οι σχηματισμοί είχαν σπάσει. Το όπλο δεν ξέρουμε πότε πρωτοεμφανίστηκε, αφού φαίνεται σε αγγείο του 6 ου αι., που όμως παριστά Έλληνα πολεμιστή να καταβάλλει με αυτό Πέρση, κάτι που συνέβη στα Μηδικά, κατά τον 5ο αι. Πάντως υιοθετήθηκε γρήγορα και από πολλούς πεζούς, τόσο Οπλίτες όσο και Ψιλούς (Πελταστές, Γυμνήτες, μισθοφόρους κλπ).
Κοπίδα, Σχέδιο: Νικολακόπουλος Δημήτρης, Αρχιτέκτων
Κυρίως επέτρεπε ένα άμεσο και αποφασιστικό πλήγμα στο κεφάλι αντιπάλου όπως οι Πελταστές και διάφοροι τύποι στρατιωτών της περσικής αυτοκρατορίας που πλέον έφεραν ασπίδες αλλά όχι κράνη. Ακόμη επέτρεπε άνετο κρουστικό πλήγμα πάνω από το τείχος των ασπίδων εναντίον της κεφαλής του εχθρού "Πρόμαχου" κατά τον Ωθισμό. Οι καλογυμνασμένοι Έλληνες δεν ενοχλούνταν από το μεγαλύτερο βάρος και το χειρότερο ζύγισμα. Αντίθετα, τα χρησιμοποιούσαν προς όφελός τους για επιπλέον ορμή στο χτύπημα, προκειμένου να θραύονται τα κράνη των αντιπάλων που τα διέθεταν (πχ Έλληνες εχθρικού άστεως). Η δύναμη υποκαθιστά σιγά -σιγά την τεχνική στη σπαθομαχία. Τόσο η χρονολόγηση της προέλευσης όσο και η ίδια η προέλευση της κοπίδας είναι μυστηριώδεις. Μπορούσε κάλλιστα να είναι ελληνικό σχέδιο για κάλυψη της προαναφερθείσας ανάγκης. Η χρήση της κι επί ιβηρικού εδάφους (με το όνομα falcata και ενίοτε εντελώς ταυτόσημης) έδωσε λαβές για νέες υποθέσεις εισαγωγής του σχεδίου από εκεί, αν και η πλειοψηφία των ευρημάτων ανάγονται κατά τον 4ο αι. Αυτή τη φορά οι σοφοί αρχαιολάτρες και αρχαιολόγοι ημεδαπής (λιγότερο, διότι ουδόλως ασχολούνται με τέτοια θέματα)και αλλοδαπής επιτρέπουν να κατασκευάζονταν εδώ οι κοπίδες! Δυστυχώς, ουδέν αποκλείει την αντίθετη πορεία, δηλαδή την εξαγωγή της κοπίδας μέσω αποικιών και λοιπών εμπορικών δρόμων στην ιβηρική και την υιοθέτησή της από τους εκεί ενδιαφερόμενους- όπως έγινε με τα μαχαίρια που οι ερυθρόδερμοι έμαθαν από τους λευκούς και τα αγόραζαν, για πολλές δεκαετίες, από λευκούς εμπόρους. Ακόμη, δεν μπορεί να αποκλειστεί η παράλληλη εξέλιξη σε δύο διαφορετικά μέρη παρόμοιων όπλων. Τέλος, μπορεί κανείς να συγκρίνει την falcata με το άλλο ισπανικό ξίφος που υπήρχε κατά τον 3ο και 2ο αιώνα σε μεγάλους αριθμούς στην Ισπανία, και έδωσε γένεση στο ρωμαϊκό gladius hispaniensis. Τα δύο σχέδια δεν έχουν κανένα απολύτως κοινό σημείο και είναι πολύ δύσκολο να στοιχειοθετηθεί κοινός πρόγονος για αυτά στην ιβηρική. Η μία λοιπόν άποψη είναι οι Ίβηρες, εκ του μηδενός να σχεδίασαν την falcata.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν κάποιες διαφορές. Το σίγουρο είναι ότι η κοπίδα ελάχιστη σχεδιαστική σχέση φαίνεται να έχει με το ξίφος των Οπλιτών. Μπορεί όμως κανείς να δει ότι πρόκειται για μια μονομερή ανάπτυξη αυτού. Η φυλλοειδής λάμα του ξίφους απέδιδε επαρκή ορμή στο πλήγμα. Η εξέλιξή της με επαύξηση της καμπυλότητας και του εκπετάσματος από τη μία μόνο μεριά, αύξανε αυτόματα την αποτελεσματικότητα της κρούσης με τίμημα την απώλεια του αμφίστομου χαρακτήρα. Η κάμψη δε του άξονα της λεπίδας έδινε μια πελεκοειδή χροιά στο όπλο και το καθιστούσε ακόμη περισσότερο αποτελεσματικό, με απώλεια πλέον και του μεγαλύτερου μέρους της νυκτικής ικανότητας. Στις περισσότερες παραστάσεις που φαίνεται χρήση ξίφους από έλληνες, αναπαριστώνται θλαστικά πλήγματα, είτε φέρεται κοπίδα είτε ξίφος. Επομένως η κοπίδα βελτιστοποίησε ένα σχέδιο για ένα είδος πληγμάτων -ή μία χρήση- που ήδη είχε κερδίσει αρκετό έδαφος απέναντι στη νυκτική. (Εδώ πρέπει κανείς να τονίσει ότι η μόνη εξαίρεση είναι οι αναπαραστάσεις Λακώνων και γενικώς πολεμιστών οπλισμένων με λακωνικό ξίφος, που δείχνεται να το χρησιμοποιεί νυκτικά και ιδίως σε χαμηλά πλήγματα, πολλάκις από γονυπετή στάση ή πεσμένοι κάτω).
Σύγχρονη κατασκευή φυλλόσχημης κοπίδας, ακριβές αντίγραφο μουσείου. Κατασκευαστής Τερτσής Δημήτρης, Θεσσαλονίκη
Επομένως, το οπλιτικό ξίφος προσφέρει μια βάση για να στοιχειοθετηθεί η εξέλιξη της κοπίδας από αυτό, ενώ αρκετές αγγειογραφίες δείχνουν σε ελληνικά χέρια αρκετά πρώιμα μοντέλα κοπίδας, πριν από το πλήρως διαμορφωμένο όπλο με την ιδιάζουσα γραμμή που εννοούμε σήμερα. Αυτή η εξέλιξη παρουσιάζεται από τον P. Connolly στο "Greece and Rome at War" ως εξελικτική πορεία του θλαστικού ξίφους στην Ιταλία, όπου δείχνει και ένα εξαιρετικό υπόδειγμα ενός ασύμμετρου αλλά σχετικά ίσιου ξίφους προέλευσης περιόδου Βιλλανόβα, με χαρακτηριστική ιταλική λαβή. Περιέργως πώς, παρά τη λατινολατρεία του, ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος έχει προτείνει την λατινική ανάπτυξη της κοπίδας. (Εδώ ίσως κανείς θα εδικαιούτο να θυμίσει ότι μεγάλες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου, περιλαμβανομένης της Ρώμης, υιοθετούσαν επί μακρόν ελληνικά όπλα και πρακτικές μάχης). Πιθανώς, αυτή η αυτοσυγκράτηση ενός εγνωσμένου λατινολάτρη οφείλεται στο ότι τα άλλα δύο υποδείγματα που επιδεικνύει ως συνέχεια αυτής της εξελικτικής τάσης μέχρι την πλήρως διαμορφωμένη κοπίδα, δεν βρέθηκαν στη Ιταλία. Το πρώιμο βρέθηκε στην Κορσική (όπου εκείνη την εποχή περισσότερη επιρροή είχαν οι Καρχηδόνιοι, που πολλάκις υιοθετούσαν ελληνικό οπλισμό) και στην ... Ισπανία, όπου οι Ιταλοί απέκτησαν επιρροή μόλις κατά τον 3ο πΧ αιώνα, όταν πλέον υπήρχαν πλήρως διαμορφωμένες κοπίδες σε υπηρεσία αν όχι στη Ιβηρική, σίγουρα στην Ελλάδα.
Ένα ακόμη σημείο που αξίζει τον κόπο να προσεχθεί είναι το πότε ακριβώς εισήλθε σε υπηρεσία η κοπίδα. Αυτό δεν το γνωρίζει ουδείς. Ενώ όμως σε αγγειογραφίες που αναπαριστούν τα μηδικά της Β' περσικής εισβολής, εμφανίζεται ένας Έλληνας να καταβάλλει με κοπίδα - αρκετά πρώιμης μορφής είναι η αλήθεια- έναν Πέρση (που αμύνεται με πολύ παρόμοιο όπλο) η αναπαράσταση της Μάχης του Μαραθώνα, στην Ποικίλη Στοά των Αθηνών δεν δείχνει κανέναν Έλληνα να χρησιμοποιεί τέτοιου είδους όπλο. Όλοι χρησιμοποιούν το απλό, κοινό οπλιτικό ξίφος. Σε αυτή τη σύγκρουση, και ιδίως στη φάση της καταδίωξης και της μάχης γύρω από τα περσικά πλοία, το ξίφος πρέπει να είχε την τιμητική του, όπως δείχνει άλλωστε και η παράσταση, που απεικονίζει τόσο την θλαστική όσο και την νυκτική χρήση του οπλιτικού ξίφους.
Οπλίτης Μηδικών Πολέμων οπλισμένος με θλαστική κοπίδα.
Αυτή η Μάχη είναι η πιθανότερη στιγμή που οι Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας διαπιστώνουν ότι οι Πέρσες έχουν "μαλακά κεφάλια", και γνωρίζοντας ότι θα αντιμετωπίσουν νέα εισβολή, πιθανώς τώρα ακριβώς αποφασίζουν να εξελίξουν ένα όπλο που θα μεγιστοποιεί την εκμετάλλευση αυτής της περσικής αδυναμίας. Βέβαια αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί, με την ίδια ακριβώς λογική, και μετά - ή κατά- τα δεύτερα μηδικά. Αυτή η υπόθεση ταιριάζει και με την πρώιμη μορφή της κοπίδας στην παράσταση που αναφέρθηκε. Ένα σημείο ακόμη που συναινεί στην πρώτη σκέψη, είναι ότι οι νικητές Αθηναίοι στο Μαραθώνα ήρθαν σε επαφή με τον περσικό ακινάκη ("ακινάκα") και μπόρεσαν να τον εξετάσουν από κοντά. Αυτό το όπλο σίγουρα θα το είχαν δει και πρωτύτερα, πχ στην Ιωνική επανάσταση, αλλά εκεί, ως νικημένοι, ούτε πολλά λάφυρα θα είχαν ούτε θα εστιάζονταν στα τεχνικά χαρακτηριστικά της περσικής ισχύος όταν καιγόταν η Μίλητος. Ο ακινάκης δεν ήταν κανένα εξαιρετικό σχέδιο. Ήταν ένα μονόστομο, βαρύ όπλο, φτωχής τεχνικής και χωρίς νεύρωση, ένα υβρίδιο πέλεκυ και σπαθιού. Αυτή η μονοσήμαντη κυρτότητα όμως θα μπορούσε να έχει εμπνεύσει τους Έλληνες για να εξελίξουν σε αυτές τις γραμμές το δικό τους, οπλιτικό ξίφος. Κεκαμμένος κορμός για μεγάλη αντοχή, νεύρωση για τον ίδιο λόγο (που ενυπήρχε στο ξίφος του Οπλίτη) και έντονη , ισχυρή μονή καμπύλη ήταν τα χαρακτηριστικά της κοπίδας, που προερχόταν και διατηρούσε κατασκευαστικές ποιότητες του ξίφους αλλά εφαρμόζοντάς τες σε μια σύλληψη που πλησίαζε αυτή (αν δεν προερχόταν από αυτήν) του ακινάκη. Ούτε λόγος, το ελληνικό όπλο, λόγω νεύρωσης, λόγω ισχυρής αιχμής, προσεγμένης λαβής και κεκαμμένου - στα ύστερα μοντέλα- διαμήκους άξονα, ήταν μια σχεδίαση πολύ περισσότερο προηγμένη από την περσική και ουδαμώς συγκρίσιμη μαζί της. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πέρσες, που είχαν παραδοσιακούς ακινάκηδες χάριν στολής μέχρι και την εποχή του Αλεξάνδρου, φαίνεται να υιοθέτησαν την κοπίδα ως όπλο μάχης.
Περσικός Ακινάκης. Πηγή: http://www.royalathena.com
Η υιοθέτηση της κοπίδας συνέπεσε με μια αύξηση της αψιμαχίας ως μαχητικής μεθόδου στην Ελλάδα. Παρά δε το ότι το ξίφος είχε καλύτερες προδιαγραφές χρήσης σε τέτοιες συγκρούσεις αφού επέτρεπε στην καλύτερη τεχνική να χρησιμοποιηθεί επωφελώς σε μονομαχία, έγινε πολύ αγαπητή, ακριβώς επειδή η δύναμη που απαιτούσε η χρήση της ήταν ευκολότερο και ταχύτερο να αποκτηθεί από την τέχνη και την ακρίβεια του ξίφους. Η εγκατάλειψη του θώρακα και τα νέα, ανοικτά κράνη, αύξαναν τις περιοχές τρωτότητας της κοπίδας. Πλέον οι ώμοι και οι κλείδες, αλλά και ο σβέρκος και το μέσο τις κεφαλής του πολεμιστή (κρόταφοι- σιαγώνα) είναι εκτεθειμένα σε απευθείας πλήγματα, ιδίως αν κάποιος φέρει λακωνικό πιλοειδές κράνος. Χωρίς θώρακα δεν υπάρχουν επώμια, με ανοικτό κράνος δεν υπάρχει καμία προστασία προσώπου και τραχήλου (εξαίρεση το βοιωτικό που καλύπτει τον τράχηλο). Η αύξηση της τρωτότητας ψηλά (εμπρός η ασπίδα κάλυπτε επαρκώς) ευνοεί την χρήση της κοπίδας. Κατά τον τέταρτο αιώνα, ένα νέο όπλο εμφανίζεται σε ελληνική χρήση. Είναι μακρύ, ίσως μακρύτερο και από το αρχικό οπλιτικό ξίφος, ευθύγραμμο, αμφίστομο και η αιχμή του είναι ρομβοειδής. Το σχήμα αυτό δείχνει σαφή νυκτικό προσανατολισμό και είναι βέλτιστο για πλήγματα εναντίον αθωράκιστων αντιπάλων, ή θωρακισμένων με μαλακές ύλες, καθώς και γι ατομικές συγκρούσεις. Το gladius hispaniensis των Ρωμαίων λεγεωνάριων, που είχε τον αυτό ρόλο, ήταν πολύ παρόμοιου σχήματος. H γεωγραφική και χρονολογική προέλευση αυτού του ξίφους είναι άγνωστη. Πιθανότατα αυτό είναι το ξίφος με το οποίο εφοδιάστηκαν οι "Ιφικράτειοι". Είναι σαφώς κατάλληλο για το νέο είδος αγώνων που εξελίσσονταν σε σκληρές μονομαχίες σε ανοικτό ή κλειστό χώρο, τόσο κατά τις τειχομαχίες, τις πολιορκίες, τις ναυμαχίες όσο και κατά εγχειρημάτων σε ανώμαλο έδαφος, αλλά και μετά την θραύση των φαλαγγών κατά τον ωθισμό.
Βαρύ Σπαθί Επιβατών (Πεζοναυτών) για χρήση σε ναυμαχίες, Σχέδιο: Νικολακόπουλος Δημήτρης, Αρχιτέκτων
Σε αυτές τις συνθήκες, το ελάχιστο μέγεθος του λακωνικού ξίφους είναι μειονέκτημα για τον φέροντα, καθώς χώρος για κίνηση και χρήση μεγάλου ξίφους υπάρχει άφθονος, ενώ το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης εμβέλειας πλήγματος μπορεί να αξιοποιηθεί πλήρως. Από την άλλη μεριά, αυτήν την εποχή επανακάμπτουν οι πανοπλίες. Το μεγάλο μήκος και η στιβαρή κατασκευή επιτρέπουν διάτρηση των νέων θωρακίσεων, που παραμένουν λινοθώρακες αλλά συμπληρώνονται και με τα πλέον προηγμένα μοντέλα μυώδους, ολομεταλλικού θώρακα, εξαιρετικής ανθεκτικότητας και αυξημένης επιφάνειας προστασίας. Η κοπίδα χάνει μεγάλο μέρος του φάσματος χρήσης της και η επιδεξιότητα που επιτρέπει το νέο όπλο βρίσκει οπαδούς ιδίως μεταξύ των επαγγελματιών "Επιλέκτων" πολεμιστών των διαφόρων πόλεων, που άλλωστε έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτούν θωράκιση. Πιθανώς, χωρίς τίποτα να μπορεί να επιβεβαιωθεί, αυτή ακριβώς η λεπτομέρεια εκατοστών να επέφερε την λακωνική ήττα στην Τεγύρα από τους Θηβαίους, την προαναγγελία, όπως πολλοί αναφέρουν, των Λεύκτρων. Επίσης ένα σημείο που μπορεί να αποδοθεί στο νέο όπλο είναι η συντριπτική νίκη του Τιμολέοντα στον Κριμισσό κατά των Καρχηδονίων. Η εξαιρετική αφήγηση του Πλούταρχου, ότι οι Καρχηδόνιοι, λόγω θωράκισης, δεν είχαν απώλειες από τα ελληνικά δόρατα αλλά νικήθηκαν όταν συνεπλάκησαν με τα ξίφη, όπου χρειάζεται τέχνη και όχι δύναμη, δημιουργεί την βεβαιότητα όπλων αυξημένης αποτελεσματικότητας στην ελληνική πλευρά, που δεν είχε ποτέ διακριθεί για τις δεξιότητες στην ξιφομαχία. Δεν θα ήταν καθόλου απίθανο το νέο αυτό ξίφος, που τόσο σιωπηλά εμφανίζεται, να προέρχεται από τη Σικελία. Ο Διονύσιος είχε πραγματικό πανεθνικό εργαστήριο έρευνας αι ανάπτυξης οπλισμού και η γνωριμία των νοτιοελλήνων με αυτό το όπλο θα μπορούσε να έχει γίνει στη Σικελία κατά την περίοδο 415-413 πΧ. Φυσικά όμως μόνο κάποιος πραγματικά καινοτόμος νους θα το υιοθετούσε (οι Σπαρτιάτες ήταν υπέρμαχοι της παράδοσης όταν δεν ανέπτυσσαν οι ίδιοι τους νεωτερισμούς, ενώ οι Αθηναίοι είχαν παύσει να χρησιμοποιούν στην οπλιτική μάχη την εξαιρετική ευστροφία, καινοτόμο ιδιοφυία και ανανεωτικότητα που τους χαρακτήριζε). Εξίσου πιθανοί για υιοθέτηση του νέου όπλου, αν η σικελική προέλευση ευσταθεί, θα μπορούσαν να είναι ο Ιφικράτης και ο Επαμεινώνδας, εξαιρετικοί καινοτόμοι και τακτικοί νώες μεγίστου διαμετρήματος.
Αλεξανδρινή εποχή
Με το ξίφος τα πράγματα περιπλέκονται όσον αφορά τους στρατούς του Αλεξάνδρου- και του Φιλίππου. Μεταγενέστερες αναφορές παρουσιάζουν το μακεδονικό ξίφος κοντό και όχι ιδιαίτερα βαρύ, με αποτέλεσμα σαφή υστέρηση εναντίον των Ρωμαίων. Αυτά λαμβάνουν χώρα γύρω στο 200 πΧ, αλλά εβδομήντα χρόνια νωρίτερα, ο Πύρρος είχε κόψει με το σπαθί του στα δύο έναν Ρωμαίο πολεμιστή, πράγμα που δείχνει μακρύ και βαρύ ξίφος, αλλά τίποτα δεν αποκλείει μόνο ορισμένοι να έφεραν αυτό το είδος (πχ κοπίδα;) και οι υπόλοιποι να έφεραν ήδη από την εποχή του Αλεξάνδρου κοντά ξίφη. Την εποχή του Αλεξάνδρου, υπήρχαν τέσσερα βασικά σπαθιά σε ελληνική χρήση. Το παλαιό οπλιτικό ξίφος, όπλο μακρύ, βαρύ, ικανό για νηκτικά αλλά και για θλαστικά χτυπήματα, το πολύ μικρότερό του Λακεδαιμόνιο, προορισμένο μόνο για νηκτικά πλήγματα σε αγχέμαχο με στενή επαφή, το νεότερο, μακρύ, ρομβοειδές ξίφος που εμφανίστηκε λίγο πρωτύτερα στον 4ο αιώνα και τέλος η "κοπίδα". Η τελευταία ήταν ένα κυρτό ξίφος, κατάλληλο για θλαστικά κυρίως πλήγματα και εξόπλιζε κατά βάση το ιππικό, αφού επέτρεπε ένα κατακόρυφο μοιραίο πλήγμα στην περικεφαλαία του πεζού Οπλίτη με πλεονέκτημα ύψους. Όλα αυτά τα είδη ήταν νοτιοελληνικά, και αν και γνωρίζουμε ότι ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε συχνά το ξίφος του, όπως και οι Υπασπιστές, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τι τύπου ήταν (Στους Υπασπιστές κανείς θα μπορούσε να αποδώσει το νεότερο, μακρύ ξίφος που χρησιμοποιείτο, κάτι πολύ λογικό για ένα Σώμα με ιδιαίτερες επιδόσεις σε ειδικές επιχειρήσεις και ατομικό αγώνα).
Μακεδονικό Ξίφος, Σχέδιο: Νικολακόπουλος Δημήτρης, Αρχιτέκτων
Ο Αλέξανδρος, που πολεμούσε γενικά και έφιππος και πεζός, πιθανότατα θα προτιμούσε το ευθύ ξίφος, είτε το νέο είτε το παλαιότερο, που έδινε πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια χρήσης σε έναν ικανό χρήστη, με νηκτικά και θλαστικά πλήγματα, σε αντίθεση με την κοπίδα που ήταν άριστη για θλαστική χρήση, ιδίως από το ύψος του αλόγου. Στο Γόρδιο αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος έχει ξίφος (με άριστα θλαστικά χαρακτηριστικά, ώστε με ένα πλήγμα να λύνει τον γόρδιο δεσμό), όπως και σε άλλες περιπτώσεις (πχ στους Μαλλούς), ενώ αντίθετα τα σπαθιά των Περσών που χτύπησαν τον Αλέξανδρο στο κεφάλι στο Γρανικό αναφέρονται από τον Αρριανό ως "κοπίδες" (αν και πιθανότατα με αυτή τη λέξη ο Αρριανός, γράφοντας περίπου μισή χιλιετία μετά τα γεγονότα, θα εννοεί όλα τα καμπύλα θλαστικά σπαθιά, ήτοι τις καθεαυτού κοπίδες και τους ακινάκηδες). Οι Πεζεταίροι θα έφεραν κάποιο φθηνό όπλο, όποιο από τα τρία μπορούσαν να προμηθευτούν ή προτιμούσαν, χωρίς προσπάθεια τυποποίησης. Καθώς συχνά εμπλέκονταν σε ακροβολιστικό αγώνα και αψιμαχίες, τους ήταν απαραίτητο και πρέπει να είχαν επαρκή εκπαίδευση στη χρήση του. Πάντως κανείς δεν πρέπει να αποκείει, ιδίως οι φαλαγγίτες να χρησιμοποιούσαν εκτενώς το λακωνικό ξίφος. Η επιρροή των σπαρτιατών, από την εποχή τυο βρασίδα ακόμη, υπήρξε έντονη στους Μακεδόνες και ήταν αυτή που τους μύησε στον οπλιτικό τρόπο μάχης. Πιθανότατα, ενώ άλλα στοιχεία του λακωνικού οπλισμού (πιλοειδές κράνος, αργολική απσίδα και δόρυ) απορρίφθηκαν με την έλευση του πεζεταίρου, το λακωνικό ξίφος να παρέμεινε.
Το σπαθί του μακεδονικού ιππικού, ήταν μάλλον παραδοσιακά το ίσιο, κοντό "ξίφος", με δυνατότητες νύξης και κρούσης, αλλά η χρήση που βασικά προτεινόταν ήταν η νυκτική, αντί του Ξυστού όταν αυτό έσπαγε ή όταν η απόσταση παραήταν μικρή. Αν και όχι αποκλειστικό μοντέλο, όπως το ξυστό, το ίσιο ξίφος ήταν ένας ακόμη αναχρονισμός όταν ο Ξενοφώντας πρότεινε (μερικές δεκαετίες πρωτύτερα) θερμά τη βαρειά, μονόστομη κοπίδα, που χρησιμοποιείτο σχεδόν αποκλειστικά κρουστικά. Η επιτυχία της κατά το τέλος του 5ου και κατά τον 4ο αι. ήταν τέτοια που υιοθετήθηκε κι από το πεζικό, οπλιτικό κι ελαφρύ. Κανείς θα μπορούσε να περιμένει αυτή να οπλίζει το θηβαϊκό ιππικό στην Μαντινεία, που επιτίθεται στους συντεταγμένους Αθηναίους Οπλίτες, και δεν θα φαινόταν καθόλου παράξενο να είναι το όπλο χειρός του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού (ή ίσως ακόμη και του θεσσαλικού) ιππικού, μισθοφορικού και επίστρατου, που ακολουθεί τον Αλέξανδρο. Ομως ο προσανατολισμός του Μακεδονικού ιππικού στην συνταγμένη κρούση εναντίον κυρίως του εχθρικού ιππικού (κάτι που ήταν σαφές από την πρώτη ημέρα της εκστρατείας κατά της Περσίας, όπου τα πάντα είχαν μελετηθεί εναντίον του περσικού ιππικού- πχ αναλογία ιππικού προς πεζικό) υπαγόρευε ένα όπλο που θα επέτρεπε πλήγματα γρήγορα και αποτελεσματικά σε αντίπαλο στο ίδιο ύψος, κατά προτίμηση σε αθωράκιστα σημεία (πρόσωπο, λαιμός) και δευτερευόντως κρούση κάθετη, οριζόντια ή πλάγια εναντίον πεζού αλλά και έφιππου αντιπάλου. Κατόπιν τούτου η επιλογή ευθέως ξίφους δεν είναι πολύ περίεργη και γίνεται ακόμη λιγότερο αν αναλογιστούμε πάλι το νεότερο και μακρύτερο ξίφος που αυξάνει δραματικά την εμβέλεια και τη δυνατότητα όχι όνο πλήγματος, αλλά και αυτοάμυνας.
Καθώς το βαρύ ιππικό δεν φέρει ασπίδες, ένα όπλο που μπορεί, έστω και με επίπονη εξάσκηση, να χρησιμοποιηθεί και ως αμυντικό εναντίον των περσικών- και όχι μόνο- σαγαρίδων και ακινάκηδων, είναι μια εξαιρετική ιδέα που δεν θα άφηνε ασυγκίνητο κανέναν διοικητή. Το βάρος της κοπίδας καθιστούσε δυσχερή το χειρισμό της γρήγορα, όπως απαιτεί η άμυνα με ξίφος. Κατόπιν αυτών, γίνεται περισσότερο κατανοητό το γιατί το ξίφος περιλαμβάνεται, μαζί με το ακόντιο και τη σάρισσα, στον βασικό οπλισμό ενός Μακεδόνα Εταίρου που περιγράφεται από τον Αρριανό ως οπλισμός στον οποίο παρέχεται εκπαίδευση από το μακεδονικό στράτευμα. Το ότι την μονομαχία που περιγράφει ο Αρριανός, ο Αθηναίος αντίπαλος του Μακεδόνα προλαβαίνει και του κρατά το χέρι προτού ξιφουλκήσει, σημαίνει αναμφίβολα ότι αυτός δεν φέρει λακωνικό ξίφος (κάτι που θα ήταν παράλογο για το ιππικό) αλλά κάποιο μακρύτερο τύπο. Όσο μακρύτερο το σπαθί, τόσο βραδύτερη η ξιφούλκηση.
ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ, Ερευνητής Οι πηγές του άρθρου αναφέρονται στο τέλος του τρίτου μέρους
ΠΗΓΗ: ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: http://www.koryvantes.org/koryvantes/showMeleti.jsp?key=1424
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: http://www.koryvantes.org/koryvantes/showMeleti.jsp?key=1422ΣΧΕΤΙΚΟ: ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΞΙΦΗ
No comments :
Post a Comment