20/12/2010

Οι μύθοι του αφροκεντρισμού για την ελληνική ιστορία

Τον Φεβρουάριο του 1993 πραγματοποιήθηκε στο Κολλέγιο Wellesley της Μασσαχουσέττης μία ομιλία με προγραμματισμένο θέμα τον πολιτισμό της αρχαίας Αιγύπτου. Ο ομιλητής Yosef A. A. ben Jochannan είχε παρουσιαστεί από τους υπεύθυνους της εκδήλωσης ως “διακεκριμένος αιγυπτιολόγος”. Στην ομιλία του ο Jochannan υπεστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι οι αρχαίοι Έλληνες έκλεψαν ουσιαστικά τον πολιτισμό τους από την Αίγυπτο, ότι ο φιλόσοφος Αριστοτέλης μετέβη μαζί με τον Μέγα Αλέξανδρο στην Αλεξάνδρεια και τη Βιβλιοθήκη της, την οποία ο Αριστοτέλης λεηλάτησε για να συγγράψει τα έργα του. Κατά την ώρα των ερωτήσεων η καθηγήτρια κλασικών σπουδών Mary Lefkowitz ρώτησε τον ομιλητή γιατί ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο τη στιγμή που η Αλεξάνδρεια απέκτησε την περίφημη βιβλιοθήκη της μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη και άλλωστε ο Έλληνας φιλόσοφος ουδέποτε πήγε στην Αίγυπτο. Ο Jochannan αρνήθηκε να απαντήσει, εγκαλώντας την Lefkowitz για εμπάθεια και αρνητική στάση απέναντι στις απόψεις του μαύρου πληθυσμού. Μετά τη διάλεξη πολλοί σπουδαστές κατηγόρησαν με τη σειρά τους τη Lefkowitz για ρατσισμό και μονομερή αντίληψη της ιστορίας. Τι συμβαίνει στα αμερικανικά πανεπιστήμια; 

Ο αφροκεντρισμός (afrocentrism ή afrocentricity) αποτελεί μία ιδεολογική κίνηση με ιστορικές και πολιτικές προεκτάσεις, η οποία εξαπλώθηκε σε πολλά πανεπιστήμια της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού ιδίως από τη δεκαετία του ’90. Πρόκειται για ένα παρακλάδι του νέου ρεύματος της “πολιτικής ορθότητας” (politically correct) που σάρωσε την αμερικανική κοινωνία τα τελευταία δέκα έτη. Ο βασικός πυρήνας των πεποιθήσεων του αφροκεντρισμού διαμορφώνεται ως εξής: Μητέρα του πολιτισμού - και ειδικότερα του Δυτικού - είναι η ήπειρος της Αφρικής και φορείς του πολιτισμού τα μαύρα αφρικανικά έθνη. Στην Αφρική είχαν αναπτυχθεί υψηλού επιπέδου κοινωνίες, πολύ προτού καταφέρουν να εμφανιστούν στο ιστορικό προσκήνιο τα λευκά έθνη. Η αρχαία Αίγυπτος δεν ήταν παρά η κορωνίδα του μαύρου αφρικανικού πολιτισμού και οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι ήταν μαύροι (Νέγροι) από ανθρωπολογικής απόψεως. Ο αφρικανικός πολιτισμός της Αιγύπτου επηρέασε καταλυτικά τον ελληνικό κόσμο και τη γένεση του κλασικού πολιτισμού, αφού οι αρχαίοι Έλληνες δανείστηκαν ή μάλλον έκλεψαν τη θρησκεία, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τα καλλιτεχνικά και διανοητικά τους επιτεύγματα, από τους αρχαίους Αιγυπτίους αλλά και τους Χαναανίτες και τους Φοίνικες. Επιφανείς μορφές του αρχαίου κόσμου, όπως ο Σωκράτης, η Κλεοπάτρα ή ο Ιησούς Χριστός, ήταν μαύροι. Αλλά και στη νεότερη εποχή μαύροι ήταν ο επιφανής μουσικός Ludwig van Beethoven και η αυτοκράτειρα Ιωσηφίνα της Αυστρίας.

Εν γένει, ολόκληρος ο λευκός δυτικός πολιτισμός ή τουλάχιστον οι ευγενέστερες εκφάνσεις του, οφείλονται στους μαύρους πληθυσμούς της Αφρικής. Όσο εξωπραγματικά και αν ακούγονται όλα αυτά, πολλά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και ων λοιπών εκπαιδευτικών βαθμίδων στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα έχουν υιοθετήσει πλήρως και τα έχουν συμπεριλάβει στο πρόγραμμα διδασκαλίας τους. Πέρα όμως από τον βασικό πυρήνα των διδασκαλιών του ο αφροκεντρισμός φθάνει και σε ακόμη πιο ακραίες και ανιστόρητες θέσεις. Ο Jochannan ισχυρίζεται ότι ο Πλάτωνας άντλησε τις φιλοσοφικές του απόψεις από το αιγυπτιακό ιερατείο, που είχε αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών. Στην πραγματικότητα ο Πλάτων δεν επισκέφθηκε ποτέ την Αίγυπτο και η σχετική λογοτεχνία για την ελληνο-αιγυπτιακή φιλοσοφία υπό τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, αναπτύχθηκε τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, πεντακόσια έτη μετά τον θάνατο του Πλάτωνα. Ο Jochannan αναφέρει επίσης, όπως είδαμε στην αρχή, ότι ο Αριστοτέλης μετέβη στην Αίγυπτο, όπου και μελέτησε πολυάριθμα αιγυπτιακά έγγραφα στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Αυτά τα συγγράμματα τα μετέφρασε στα ελληνικά και τα εξέδωσε ως δικά του. Μία μικρή λεπτομέρεια που αγνοεί ο αφροκεντριστής συγγραφέας είναι ότι η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας ξεκίνησε να κτίζεται την περίοδο 300-290 π.Χ. από τον Πτολεμαίο τον Λάγου, αρκετά μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη (322). Ο Σταγειρίτης άλλωστε ουδέποτε μετέβη στην Αίγυπτο.

Ο Cheikh Anta Diop στο βιβλίο του Πολιτισμός ή βαρβαρότητα: Μία αυθεντική ανθρωπολογία (Civilization or Barbarism: An Authentic Anthropology) υποστηρίζει ότι και ο εφευρέτης Αρχιμήδης έκλεψε (η λέξη κλοπή χρησιμοποιείται συχνότατα από τους αφροκεντριστές) τις μαθηματικές του διατυπώσεις από τους Αιγυπτίους. Άλλοι αφροκεντριστές συγγραφείς μας διαβεβαιώνουν ότι η ανακάλυψη της Αμερικής οφείλεται στους Αφρικανούς, οι οποίοι είχαν φθάσει στην ήπειρο πριν από τον Κολόμβο σηματοδοτώντας την έναρξη των πολιτισμών της Μεσοαμερικής. Ή ακόμη ότι η μελανίνη - η ουσία δηλαδή εκείνη που με τη διαβάθμισή της καθορίζει το χρώμα του δέρματος - καθιστά τους μαύρους ανώτερους, πνευματικά και σωματικά, από τους λευκούς. Ο αφροκεντρισμός, επομένως, προσεγγίζει ενίοτε αμιγώς ρατσιστικές διατυπώσεις, για τις οποίες μάλιστα κατηγορεί συχνά την άλλη πλευρά. Η συγγραφέας Francis Welsing έχει διατυπώσει το μανιχαϊστικό πολιτιστικό σχήμα που διακρίνει την ανθρωπότητα σε δύο ευρείες κατηγορίες: τους Ανθρώπους του Ηλίου (Sun People) και τους Ανθρώπους του Πάγου (Ice People). Οι πρώτοι είναι φυσικά οι μαύροι, οι οποίοι διαθέτουν ήρεμο και πολιτισμένο χαρακτήρα, έχουν δε ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το αίσθημα της κοινότητας. Οι Άνθρωποι του Πάγου, η λευκή φυλή, διατηρούν ακόμη τη νοοτροπία των ανθρώπων των σπηλαίων. Έχουν την τάση να είναι επεκτατικοί, να διαχωρίζουν τον κόσμο, να εγκαθιδρύουν πατριαρχικά συστήματα και να εισάγουν το αίσθημα του ατομισμού και της στενής ομάδας συμφερόντων. Οι υπερβολές του αφροκεντρισμού είναι πράγματι πολλές και διαφορετικές, όμως θα ήταν σκοπιμότερο να εξετάσουμε τις συνθήκες εκείνες που οδήγησαν στη δημιουργία ενός τέτοιου συνόλου απόψεων.

Προέλευση και ιστορική καταγωγή του αφροκεντρισμού

Ο αφροκεντρισμός εμφανίστηκε με πιο συγκεκριμένη και μαζική μορφή κατά τη δεκαετία του 1990 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την περίοδο αυτή η αμερικανική κοινωνία -ήδη ένα μείγμα λευκών αγγλοσαξόνων, μαύρων, ισπανόφωνων και πολυάριθμων εθνικών και θρησκευτικών ή άλλων ομάδων- προσανατολίστηκε έντεχνα προς την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας (multiculturalism). Με το πρόσχημα της δημοκρατικής εξίσωσης όλων των πληθυσμιακών ομάδων και μειονοτήτων, ανεφάνη η αντίληψη της σχετικότητας και υποκειμενικότητας των ιστορικών διατυπώσεων. Πλέον δεν υπήρχε μία αλήθεια αλλά απλώς υποκειμενικές δηλώσεις, δεν υπήρχε ιστορία αλλά ένα σύνολο αφηγήσεων. Κάθε πληθυσμιακή ομάδα και μειονότητα μπορούσε (και έπρεπε) να κατασκευάσει το δικό της ιστορικό παρελθόν. Με αυτόν τον τρόπο θα αποκτούσε αυτογνωσία και θα διατηρούσε τον διακριτό της χαρακτήρα. Απέναντι στη συνεχώς ογκουμένη πολιτική ορθότητα η ιστορική ορθότητα παραμερίστηκε σκόπιμα. Αληθινό πλέον μπορούσε να είναι μόνον ό,τι δεν μείωνε τον ιδιαίτερο εγωισμό αυτών των ομάδων ή δεν έθιγε τις αυτόβουλα δομημένες ιστορικές και πολιτικές απόψεις τους. Οργανωμένες σε ομάδες πολιτικών συμφερόντων (lobby) αυτές οι ομάδες επεδίωξαν να προσαρμόσουν τα ιστορικά δεδομένα στις όποιες προτιμήσεις τους. Οι ομάδες των μαύρων, των φεμινιστριών και των ομοφυλοφίλων διεκδίκησαν την αναθεώρηση της ιστορίας, ώστε να διευκολυνθεί η καθιέρωση των δογματικών και προδιαμορφωμένων απόψεών τους. Οι κλασικές σπουδές της αρχαιογνωσίας και της ελληνομάθειας υποχώρησαν αισθητά, καθώς αντικαταστάθηκαν σε πολλά πανεπιστήμια και άλλα ιδρύματα από μελέτες των μειονοτήτων, του φύλου και της σεξουαλικής ταυτότητας (minority group, feminist, gender and gay studies).

Ειδικά όσον αφορά τον αφροκεντρισμό, ας σημειωθεί ότι σε πολλά σχολεία και πανεπιστήμια αντικαταστάθηκε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και γλώσσας από μυθιστορίες και παραδόσεις των ιθαγενών λαών της Αφρικής. Ήταν μέσα σε ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο ιδεοληψιών, που η υπεράσπιση με ιστορικά τεκμήρια της ελληνικότητας της Μακεδονίας φάνταζε σε ένα τμήμα της αμερικανικής κοινής γνώμης ως εγωιστική απόπειρα αποκλεισμού της σκοπιανής οπτικής. Ήδη πριν από τη δεκαετία του ’90 υπήρχαν παραφιλολογικές μελέτες που κινούνταν στο περιθώριο της επιστημονικής έρευνας και στις οποίες διατυπώνονταν οι απόψεις των αφροκεντριστών. Εκείνη την περίοδο, όμως, οι μελέτες αυτού του είδους κατατάσσονταν στην ίδια κατηγορία με βιβλία που υποστήριζαν ότι η Γη είναι επίπεδη. Αν θέλουμε να αναζητήσουμε τις ρίζες του αφροκεντρισμού, θα πρέπει να ανατρέξουμε στον 19ο αιώνα. Μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861-1865) επιτάθηκε το κίνημα κατά της δουλείας των μαύρων, που ουσιαστικά απέβλεπε να πλήξει πολιτικά και οικονομικά τις περιοχές του Νότου. Την περίοδο αυτή, αλλά και λίγο νωρίτερα, ακούστηκαν για πρώτη φορά απόψεις για την αφρικανική υφή και καταγωγή του αιγυπτιακού πολιτισμού. Ο συγγραφέας Frederick Douglas (1817-1895) υποστήριζε ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν κανονικοί μαύροι: «Μία άλλη ατυχής συγκυρία είναι πως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι δεν ήταν λευκοί, αλλά αναμφίβολα τόσο μαύροι όσο πολλοί συμπατριώτες μας που θεωρούνται γνήσιοι νέγροι».

Παρόμοιες ήταν οι απόψεις του Edward Wilmot Blyden (1832-1912), που είχε μελετήσει την κλασική γραμματεία αλλά διετήρησε την οπτική γωνία ενός Αφρικανού. Αφού μετέβη στην Αίγυπτο το 1866, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Πυραμίδες δεν θα μπορούσαν παρά να είναι έργο των μαύρων Αφρικανών: «Αυτό, σκέφτηκα, είναι έργο των προγόνων μου Αφρικανών […] Νόμιζα πως άκουγα τον ήχο των ένδοξων εκείνων Αφρικανών, λες και ένιωθα την ορμή των ανήσυχων πνευμάτων τους που έστειλαν στην Ελλάδα τον πολιτισμό […] Αν μπορούσε η φωνή μου να φτάσει σε κάθε Αφρικανό πάνω στη γη, θα του έλεγα με κάθε ειλικρίνεια:[…] Πάρε πίσω τη δόξα σου!». Η πεποίθηση ότι ο αιγυπτιακός πολιτισμός ήταν μαύρος συνεχίστηκε με τον ερασιτέχνη ιστορικό W.E.B. du Bois (1868-1963), αλλά και με τα αφρικανικής καταγωγής μέλη των Αμερικανών ελευθεροτεκτόνων. Διασώθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο μία ουτοπική αντίληψη για την αρχαία Αίγυπτο, όπου ο μαύρος πληθυσμός μεγαλουργούσε στην επιστήμη, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία. Οι ίδιες απόψεις διακρίνονται στο έργο του Marcus Mosya Garvey (1887-1940), μαύρου ακτιβιστή και επικεφαλής παραπολιτικών οργανώσεων της μαύρης κοινότητας της Αμερικής. Ο Garvey επεδίωκε να χρησιμοποιήσει επιχειρήματα ιστορικής υφής για σκοπούς καθαρά πολιτικού περιεχομένου. Πιστεύοντας ότι η μαύρη φυλή είναι καταφανώς ανώτερη από τη λευκή, θεώρησε ότι οι λευκοί Έλληνες και Ρωμαίοι έκλεψαν τον πολιτισμό τους από την Αίγυπτο. Στο δοκίμιό του Ποιος και τι είναι ο Νέγρος; (Who and What is a Negro ? - 1923) γράφει τα εξής: «Κάθε αμερόληπτος σπουδαστής ιστορίας γνωρίζει ότι ο Νέγρος κυβερνούσε τον κόσμο όταν οι λευκοί ήταν άγριοι και βάρβαροι που ζούσαν σε σπηλιές· πως στα αρχαία χρόνια χιλιάδες Νέγροι καθηγητές δίδασκαν στα πανεπιστήμια της Αλεξάνδρειας, που τότε ήταν το κέντρο της γνώσης· πως η αρχαία Αίγυπτος έδωσε στον κόσμο τον πολιτισμό, ενώ η Ελλάδα και η Ρώμη έκλεψαν από την Αίγυπτο τις τέχνες και τα γράμματα και πήραν αυτές όλη τη δόξα».

Οι πρώιμοι αυτοί αφροκεντριστές συγγραφείς προέτρεπαν επανειλημμένα μέσα από τα γραπτά τους τους αναγνώστες να απορρίπτουν ανεξέταστα όσα υποστήριζαν οι λευκοί ιστορικοί, σε μία σαφή εκδήλωση φυλετικής μισαλλοδοξίας. Απευθυνόμενος στους αναγνώστες του ο Garvey αναφέρει σχετικά:«Το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα κρύβει την αλήθεια για τους Νέγρους […] Θα διαβάσετε, λόγου χάρη, πως οι Αιγύπτιοι ήταν σπουδαίος λαός, το ίδιο και οι Καρχηδόνιοι, οι Λίβυοι κ.ά., ποτέ όμως δεν θα σας πουν πως ήταν μαύροι ή Νέγροι. Θα πρέπει λοιπόν να πάτε πέρα από την απλή καταγραφή αυτών των γεγονότων, για να ανακαλύψετε την αλήθεια που τιμά τη φυλή σας». Η οικειοποίηση αξιόλογων αρχαίων πολιτισμών, όπως των Αιγυπτίων ή των Καρχηδονίων, αφορά μία πολιτική ανάγνωση της ιστορίας και μία ιδεολογική κατάχρηση των επιστημονικών δεδομένων. Και τότε, όπως και τώρα, τα διάφορα προβαλλόμενα επιχειρήματα ήταν κατ’ ουσίαν πολιτικής σκοπιμότητας. Τον 19ο αιώνα και μέχρι την πλήρη χειραφέτηση του μαύρου πληθυσμού της Αμερικής, έπρεπε να καταδειχθεί η πολιτιστική δημιουργικότητα των μαύρων πολιτών. Σήμερα, στα πλαίσια μίας αυθαίρετα ερμηνευμένης πολυπολιτισμικότητας, πρέπει να προβάλλεται η καταλυτική συμβολή τους στη γένεση του δυτικού πολιτισμού. Σύμφωνα με μία εμπεριστατωμένη μελέτη του αφροκεντρισμού «οι σωβινιστές ιστορικοί [της Αφρικής] το θεωρούν επιτακτικό να καταστρέψουν τις απόψεις που δημιούργησε η Δυτική ιστοριογραφία […] Η αιγυπτιακή ιστορία μπορεί να αποκληθεί αφρικανική με μία φυλετική αίσθηση, εάν κανείς υποθέσει ότι αίμα Νέγρων κυλούσε ελεύθερα στις φλέβες των αρχαίων Αιγυπτίων» (John Markakis, Pan-Africanism: The Idea and the Movement, Ph. D. Dissertation, Columbia University 1965).

Μετά τους Αφρικανούς συγγραφείς που ανέπτυσσαν τον αφροκεντρισμό τους ως αντίδραση στο σύστημα της αποικιοκρατίας, ο σύνδεσμος με την πρόσφατη επανεμφάνιση του ιδεολογήματος είναι το βιβλίο Κλεμμένη κληρονομιά (Stolen Legacy -1954) του George James. O James ήταν καθηγητής των αρχαίων ελληνικών στη μέση εκπαίδευση. Σε μία αρκετά παρακινδυνευμένη δήλωση ανέφερε ότι «ο όρος ελληνική φιλοσοφία καταρχήν είναι λανθασμένος, γιατί τέτοια φιλοσοφία δεν υπάρχει. Οι Έλληνες δεν είχαν την έμφυτη ικανότητα που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της φιλοσοφίας. Την ελληνική φιλοσοφία δεν την επινόησαν οι Έλληνες αλλά οι Μαύροι της Βόρειας Αφρικής, δηλαδή οι Αιγύπτιοι». Ο James αντιπαρέρχεται τον σκόπελο της έλλειψης οιωνδήποτε αποδεικτικών στοιχείων με την υιοθέτηση της άποψης ότι υφίσταται μία λευκή ευρωπαϊκή συνωμοσία από την αρχαιότητα έως και σήμερα, για να συγκαλύψει την προσφορά της μαύρης φυλής στον πολιτισμό. Τα επιχειρήματα αυτά επανεμφανίστηκαν αναπλασμένα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 προκαλώντας πολλές συζητήσεις και εγείροντας για πρώτη φορά την αντίδραση αρκετών καταξιωμένων επιστημόνων. Αυτό συνέβη με ένα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο βιβλίο, τη Μαύρη Αθηνά.

Η μαύρη Αθηνά και η παραχάραξη της ιστορίας

Ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου είναι προκλητικός: Μαύρη Αθηνά: Οι αφροασιατικές ρίζες του κλασικού πολιτισμού (Black Athena: The Afroasiatic Roots of Classical Civilization –ο πρώτος τόμος εκδόθηκε το 1987, ο δεύτερος το 1991). H Αθηνά, σύμβολο του ελληνικού κόσμου, της σοφίας και του πολιτισμού, ήταν, σύμφωνα με το βιβλίο αυτό, μαύρη. Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Martin Bernal (γεν. 1937), Άγγλος εβραϊκής καταγωγής. Στην πραγματικότητα ο Bernal είναι σινολόγος, μελετητής του πολιτισμού της Κίνας και των γειτονικών της λαών. Όπως αναφέρει ο ίδιος στον πρόλογο του πρώτου τόμου (Η κατασκευή της αρχαίας Ελλάδας 1785-1985 - The Fabrication of Ancient Greece-1987) η όλη ενασχόλησή του με το θέμα της καταγωγής του αρχαιοελληνικού πολιτισμού ήταν αποτέλεσμα μίας προσωπικής κρίσης, που τον οδήγησε στην προσέγγιση των εβραϊκών του ριζών και της ταυτότητάς του. Κατά την αναζήτησή του αυτή εξέτασε τις επαφές μεταξύ των Ελλήνων και των σημιτικών λαών και κατέληξε σε ορισμένα συμπεράσματα που η ιστορική, αρχαιολογική και γλωσσολογική επιστήμη ουδέποτε έχει επικυρώσει. Ο Bernal θεωρεί ότι το 25% του λεξιλογίου της ελληνικής γλώσσας είναι σημιτικής καταγωγής, το 25% είναι αιγυπτιακής καταγωγής, επιτρέπει δε ένα ποσοστό 40-50% να έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση. Βασική πεποίθησή του είναι ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός έχει διαμορφωθεί από τον πολιτισμό της Αιγύπτου κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως από τους Χαναανίτες και τους Φοίνικες. O Bernal διακρίνει δύο γενικές κατηγορίες ερμηνείας για την καταγωγή του ελληνικού πολιτισμού. Πρόκειται για το Αρχαίο Πρότυπο (Ancient Model) και το Άρειο Πρότυπο (Aryan Model) (η ορολογία είναι του Bernal).

Το Άρειο Πρότυπο είναι νεότερο, θεμελιώθηκε τον 19ο αιώνα - κυρίως από Γερμανούς μελετητές - και εν πολλοίς συνεχίζει να ισχύει έως και σήμερα. Πρόκειται για τη θεωρία της ινδοευρωπαϊκής καταγωγής των ελληνικών φύλων, τα οποία ήλθαν στην Ελλάδα την Εποχή του Χαλκού ή νωρίτερα (υπάρχουν ενδιαφέρουσες παραλλαγές της θεωρίας σχετικά με την αρχική κοινή κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων). Το Αρχαίο Πρότυπο, που κατά τον Bernal συμμερίζονταν οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες θέλει τους προγόνους των Ελλήνων να ζουν ως παθητικά στοιχεία σε κοινωνίες απλές και πρωτόγονες. Η ανάπτυξη του πολιτισμού οφείλεται σε Αιγυπτίους και Σημίτες επήλυδες που κατέκτησαν τον χώρο του Αιγαίου προκαλώντας την πολιτισμική έκρηξη του ελληνικού κόσμου. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό οι μύθοι για την έλευση του Κάδμου ερμηνεύονται ως αιγυπτιακο-σημιτικός εποικισμός της Βοιωτίας και συνακόλουθη ίδρυση της Θήβας από ανατολικά στοιχεία, ενώ η παράδοση για τον Δαναό που ήλθε στο Άργος από την Αίγυπτο αφορά αντιστοίχως εισαγωγή αιγυπτιακού πληθυσμού στην Πελοπόννησο. Ο Bernal θεωρεί ότι συνέβη εισβολή των σημιτικής καταγωγής Υξώς στον αιγαιακό χώρο την περίοδο 1700-1600 π.Χ. Οι Υξώς, αν και σημιτικής καταγωγής διέδωσαν τον αιγυπτιακό πολιτισμό στην Ελλάδα. Ο Bernal ξεπερνά την αντινομία αυτή χρησιμοποιώντας μία ιστορική αναλογία για να εδραιώσει το επιχείρημά του. Κατά τη διαδικασία εξάπλωσης και εδαφικής επέκτασης ενός νομαδικού πληθυσμού, αυτός ο πληθυσμός μεταδίδει τον πολιτισμό των χωρών που έχει κατακτήσει. Τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ. η έλευση των Ούννων στη Δυτική Ευρώπη είχε ως αποτέλεσμα να μεταδοθούν τα γοτθικά πολιτιστικά στοιχεία, όχι τα μογγολικά. Επίσης η εισβολή των Νορμανδών το 1066 στην Αγγλία μετέφερε τη γαλλική κουλτούρα στην Αγγλία, όχι αυτήν των Βίκινγκς, που ήταν η καταγωγή των Νορμανδών. Κάτι παρόμοιο συνέβη με τους Υξώς, οι οποίοι μετέδωσαν τις αιγυπτιακές πολιτιστικές πρακτικές.

Εδώ ο Bernal φαίνεται να ξεχνά ότι οι Αιγύπτιοι μισούσαν τους Υξώς ως εισβολείς καταπιεστές, ότι οι Υξώς ήταν Σημίτες με άλλο πολιτισμό και ότι μεταξύ των δύο ομάδων υπήρχε έντονη αντιπαράθεση που οδήγησε στην οριστική εκδίωξη των Υξώς από την Αίγυπτο. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτισμού προέρχονται έτσι από τη μαζική επίδραση που ήταν αποτέλεσμα αυτής της εισβολής αφρικανο-σημιτικών ομάδων. Το γεγονός αυτό θεωρείται ότι διασώθηκε στις παραδόσεις των Ελλήνων για ήρωες από την Ανατολή και την Αίγυπτο, στη διήγηση του Πλάτωνα στον Τίμαιο για την αρχαία αιγυπτιακή σοφία, καθώς και στα ονόματα των θεών που είναι αιγυπτιακής προέλευσης τα περισσότερα. Πώς όμως η υποτιθέμενη ιστορική αυτή πραγματικότητα, που οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες παραδέχονταν, παραβλέφθηκε; Υπήρξε ελλιπής επιστημονική έρευνα και άγνοια ή σκόπιμη αποσιώπηση και παραποίηση στοιχείων; Ο Bernal πιστεύει το δεύτερο. Εδώ υπεισέρχεται το Άρειο Πρότυπο για την καταγωγή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Η διαμόρφωση του Άρειου Προτύπου τον 19ο αιώνα απέρριψε τη σημιτική και αιγυπτιακή συμβολή στον σχηματισμό του ελληνικού κόσμου, για λόγους ρατσιστικούς και αντισημιτικούς. Οι Γερμανοί φιλέλληνες λόγιοι που καθιέρωσαν με τις μελέτες τους την ινδοευρωπαϊκή θεωρία απέκλεισαν οιανδήποτε ανατολική ανάμειξη, διότι κατά τον Bernal κινούνταν από κίνητρα ρατσιστικά και ευρωκεντρικά. Αναπτύσσοντας περαιτέρω αυτήν τη θέση ο Bernal καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο φιλελληνισμός είχε πάντοτε αριανιστικές και ρατσιστικές διασυνδέσεις» (Black Athena vol. I, 291). Φθάνει, μάλιστα, στο σημείο να καταλογίσει στους Ευρωπαίους λογίους του 19ου αιώνα ρατσιστική προκατάληψη κατά των Τούρκων, όσον αφορά την ελληνική Επανάσταση, αφού υπερασπίζονταν τους Έλληνες -μία κατά Bernal ιδεατή ευρωπαϊκή ομάδα- απέναντι στους Ασιάτες Τούρκους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η Μαύρη Αθηνά έτυχε διθυράμβων στην Τουρκία από τους εκεί ιστορικούς και μία φιλική βιβλιοκριτική φιλοξενείται και στην επίσημη ιστοσελίδα του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών (www. mfa.gov.tr/grupa/percept, άρθρο του Orhan Kologlou).

Η συνειδητή υποτίμηση και απαξίωση των ανατολικών πολιτισμών έχει επιφέρει κατά τον Bernal αλλοίωση των ιστορικών στοιχείων. Σκοπός του δίτομου έως τώρα βιβλίου είναι, πάντως, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας «να μειώσει την ευρωπαϊκή πολιτιστική αλαζονεία» (Time magazine, 23/7/1991). Πρόκειται, συνεπώς, για έργο με σαφείς ιδεολογικές καταβολές αλλά και συνειδητούς πολιτικούς σκοπούς. Η πρώτη δυναμική απάντηση στις ιστορικές θεωρίες του αφροκεντρισμού ήλθε από τη Mary Lefkowitz, Καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στο Wellesley College της Μασσαχουσέττης. Με μία σειρά δημοσιευμάτων, άρθρων, κριτικών και απαντήσεων, στον αμερικανικό και ευρωπαϊκό τύπο, καθώς και στο Internet, η Lefkowitz αναίρεσε με άρτια δομημένα επιχειρήματα τις θέσεις των αφροκεντριστών και του Bernal για την καταγωγή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Η Lefkowitz εξέδωσε, μάλιστα, το 1996 δύο βιβλία για το όλο ζήτημα. Το πρώτο (Not Out of Africa: How Afrocentrism Became an Excuse to Teach Myth as History, Basic Books 1996) είναι μία δική της αναλυτική επισκόπηση και κριτική εξέταση των διαφόρων τοποθετήσεων των αφροκεντριστών συγγραφέων και ταυτόχρονα μία ιστορική τεκμηρίωση των πραγματικών δεδομένων. Το δεύτερο έργο (Black Athena Revisited, The University of North Carolina Press 1996) φέρει την επιστημονική επιμέλεια της Lefkowitz και του Guy MacLean Rogers και περιλαμβάνει πολυάριθμες επιστημονικές εργασίες από μελετητές διαφόρων αρχαιογνωστικών ειδικοτήτων, αρχαιολόγους, ιστορικούς, γλωσσολόγους, ανθρωπολόγους. Τα άρθρα του τόμου αυτού εξετάζουν τους διάφορους ισχυρισμούς της Μαύρης Αθηνάς, απορρίπτοντάς τους έναν-έναν. Ο αντίκτυπος των δύο αυτών έργων υπήρξε καταλυτικός για τη συζήτηση του αφροκεντρισμού στην Αμερική. Οι μελέτες αυτές κατέδειξαν την κενότητα των επιχειρημάτων των αφροκεντριστών και του Bernal και ουσιαστικά ξεκαθάρισαν το θέμα από ακαδημαϊκής πλευράς. Παρόλα αυτά οι αφροκεντριστές επανέρχονται μετά την αρχική υποχώρηση. Το 1999 εκδόθηκε το βιβλίο ενός Αμερικανού δημοσιογράφου, του Richard Poe με τον τίτλο Μαύρος σπινθήρας, Λευκή φωτιά (Black Spark, White Fire), υπονοώντας τη θεμελιώδη συμβολή των αφρικανικών πολιτισμών στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ο Poe θεωρεί ότι η αρχαία Ελλάδα είχε δεχτεί τον εκτεταμένο αποικισμό αφρικανικών ομάδων, οι οποίες και έδωσαν την ώθηση της πολιτιστικής δημιουργίας. Στα τέλη δε του 2001 ο Martin Bernal επανήλθε με τον συλλογικό τόμο Black Athena Writes Back (Duke University Press), όπου προσπαθεί να αναιρέσει τις τοποθετήσεις των διαφόρων επιστημόνων του τόμου Black Athena Revisited και να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για τον αφροκεντρισμό και τις θεωρίες του, που είχαν γνωρίσει ύφεση την τελευταία πενταετία.

Ερμηνεία της καταγωγής του αφροκεντρισμού

Οι ιστορικές θέσεις του αφροκεντρισμού αναπτύχθηκαν ως αντίδραση σε δύο βασικούς παράγοντες: την περιθωριακή θέση του μαύρου πληθυσμού στην αμερικανική κοινωνία επί δεκαετίες και στην απουσία ενός λαμπρού καταγεγραμμένου ιστορικού παρελθόντος. Αυτό που πραγματικά επιχειρεί ο αφροκεντρισμός είναι να οικειοποιηθεί με πλάγιο τρόπο τη δόξα του ελληνικού πολιτισμού. Είναι σύνηθες στον τομέα της ιστοριογραφίας, λαοί και πληθυσμιακές ομάδες που δεν διαθέτουν ένα πεδίο ιστορικών αναφορών, όπου θα μπορούσαν να ανατρέχουν για να επιβεβαιώσουν τη συλλογική τους αυτοπεποίθηση, να υποκαθιστούν την ιστορική αυτή έλλειψη με την προβολή των δικών τους δομημένων ταυτοτήτων σε άλλες συλλογικότητες, αναγνωρισμένες για την πολιτιστική τους προσφορά, όπως ο Ελληνισμός. Στην περίπτωσή μας η αφροαμερικανική κοινότητα έχει ένα εγγενές μειονέκτημα: είναι ιστορικά μετέωρη, καθώς η παρουσία της στην Αμερική ήταν αποτέλεσμα μίας παράπλευρης εμπορικής δραστηριότητας των λευκών Ευρωπαίων και των Αράβων της Δυτικής Αφρικής, του δουλεμπορίου. Ειδικότερα, οι ιστορικές και αρχαιολογικές θεωρίες των αφροκεντριστών και του Bernal αντιστρέφουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ερμηνευτικό σχήμα της πολιτιστικής διάχυσης (diffusionism) από ένα ανώτερο κέντρο. Το σχήμα αυτό οι αφροκεντριστές επίσημα το απορρίπτουν ως ιδεολογικό προϊόν της λευκής αποικιοκρατίας και του επιστημονικού αντισημιτισμού. Τοποθετούν την αρχαία Αίγυπτο στο κέντρο του σχήματός τους, καθώς ο αιγυπτιακός πολιτισμός υπήρξε πράγματι μία υψηλής αξίας δημιουργία. Δεν αναφέρονται συχνά οι αφροκεντριστές συγγραφείς, τουλάχιστον οι σωφρονέστεροι από αυτούς, σε ιθαγενείς αφρικανικούς πολιτισμούς, όπως αυτούς στο Μαλί ή στη Ροδεσία λ.χ., διότι απλούστατα η απουσία λαμπρών ιστορικών καταλοίπων δεν τους διευκολύνει να αναπτύξουν τη θεωρία τους για την αφρικανική προέλευση του πολιτισμού. Αντιθέτως οι προσπάθειές τους επικεντρώνονται στην οικειοποίηση της αρχαίας Αιγύπτου, η οποία είναι και το πραγματικό κλειδί στην όλη συζήτηση του αφροκεντρισμού.

Ήταν μαύροι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι; Η όλη συζήτηση για το αν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν μαύροι ξεκινά μάλλον από μία σύγχυση ή από μία λανθασμένη ανάγνωση της φυσικής και πολιτισμικής γεωγραφίας. Η Αίγυπτος ανήκει από γεωγραφικής απόψεως στην ήπειρο της Αφρικής, όχι όμως και από πολιτισμικής απόψεως. Δεν υπάρχει άλλωστε ενιαίος αφρικανικός πολιτισμός αλλά τοπικές εκδηλώσεις. Ολόκληρη η περιοχή της Βόρειας Αφρικής πάνω από την έρημο της Σαχάρας είχε πολιτισμική συνάφεια με τον μεσογειακό κόσμο και πολύ λιγότερο με την Δυτική και Κεντρική Αφρική. Πριν από την εξέταση της φυλετικής ιδιοσυστασίας των αρχαίων Αιγυπτίων, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η έννοια “μαύρος” σήμερα δεν ταυτίζεται απόλυτα με την άποψη των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Ως λαοί λευκοί θα αποκαλούσαν “μαύρο”, “σκουρόχρωμο” ή “έγχρωμο” οποιονδήποτε κάτοικο της Μέσης Ανατολής ή της Βόρειας Αφρικής με σκοτεινότερη απόχρωση. Σε κάθε περίπτωση οι Έλληνες διέκριναν μεταξύ των Αιγυπτίων και των Αιθιόπων (= άνθρωποι με μελανή όψη). Η σημερινή ορολογία εννοεί ως μαύρους τους Νέγρους (από το λατινικό niger), οι οποίοι ιστορικά προέρχονται από υποσαχάριες περιοχές. Ήδη από την περίοδο του Αρχαίου Βασιλείου (3100-2270 π.Χ.) οι μαύροι κατοικούσαν αρκετά μακριά από την Αίγυπτο, στην περιοχή της Νουβίας (σημερινό Σουδάν). Οι Νούβιοι ήταν όντως μαύρος πληθυσμός και ως τέτοιοι απεικονίζονται στην αιγυπτιακή τέχνη. Οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι απεικονίζονται διαφορετικοί από τους Νούβιους και σε αντιδιαστολή προς αυτούς. Η επιστήμη της φυσικής ανθρωπολογίας θεωρεί τους αρχαίους Αιγυπτίους φύλο μεσογειακής προέλευσης, στο οποίο εμφανιζόταν μάλιστα σημαντικό ποσοστό γενετικής συγγένειας με τα λευκά ινδοευρωπαϊκά έθνη (Loring Brace στον συλλογικό τόμο Black Athena Revisited, The University of North Carolina Press, Chapel Hill and London 1996 και John Baker, Race, Oxford University Press 1974).

Υπήρχε μεταξύ του αιγυπτιακού πληθυσμού και ένα σημαντικό ποσοστό με λευκά ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Τα αρχαία αιγυπτιακά μνημεία μας παρέχουν αρκετές σχετικές ενδείξεις. Σε μία τοιχογραφία από την περίοδο του Αρχαίου Βασιλείου περιγράφεται η κόρη του Φαραώ Χέοπα, η βασίλισσα Hetep-Heres Β’, να έχει απαλά χαρακτηριστικά και ξανθά μαλλιά. Υπάρχουν δεκάδες ταριχευμένα σώματα, οι γνωστές μούμιες, που διασώζουν τα μεσογειακά ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Μούμιες επιφανών προσώπων, όπως αυτή του Φαραώ Σέτι Α’ (1306-1290 π.Χ.) έχουν περιγραφεί από τους ειδικούς ως μεσογειακού τύπου. Πολύ γνωστή είναι η περίπτωση του ταριχευμένου σώματος του Φαραώ Ραμσή Β’ (εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Καΐρου). Η μούμια αυτή έχει κόκκινα μαλλιά και ανθρωπολογικό τύπο όμοιο με ευρήματα στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν τα διασωθέντα ανθρωπολογικά κατάλοιπα των περισσοτέρων Φαραώ, ιδίως των παλαιοτέρων φάσεων. Διαφοροποίηση στο ανθρωπολογικό υλικό και στην απόδοση των χαρακτηριστικών παρατηρείται με την ανάρρηση στον θρόνο της ξενόφερτης δυναστείας των Νουβίων ηγεμόνων. Τον 8ο αιώνα π.Χ. το αιγυπτιακό κράτος δέχτηκε εισβολή από τους Νουβίους, οι οποίοι εγκαθίδρυσαν την 25η Δυναστεία (746-655 π.Χ.), με πρώτο βασιλέα τον Takhara. Οι Αιγύπτιοι είχαν συνείδηση ότι είναι διαφορετικός πληθυσμός από τους μαύρους νότιους γείτονές τους. Αυτό φαίνεται από τις ιερογλυφικές επιγραφές που περιγράφουν τους Νούβιους. H κατάκτηση της Νουβίας από τους Αιγυπτίους ολοκληρώθηκε το 1840 π.Χ. από τον Φαραώ Σέσωστρι Γ’. Ο Σέσωστρις κατασκεύασε εντυπωσιακά οχυρά στη Νουβία και στα όριά της με την Αίγυπτο για να υπερασπιστεί το βασίλειό του από πιθανή επίθεση των μαύρων Νουβίων.

Η αναθηματική στήλη στο Semneh, που ανήγειρε ο Φαραώ αναφέρει σχετικά:«Το νότιο σύνορο κατασκευάστηκε το όγδοο έτος από τον μεγαλοπρεπή βασιλιά της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου, τον Σέσωστρι Γ’, για να εμποδίσει κάθε μαύρο που θα προσπαθούσε να περάσει, από τα νερά ή από την ξηρά, με πλοίο ή με οποιοδήποτε κοπάδι των μαύρων. Εκτός από τους μαύρους που έρχεται για εμπόριο στο Iken ή έρχεται με άδεια». Μία άλλη πηγή, η στήλη του Sihathor, θησαυροφύλακα, από τη 12η Δυναστεία αναφέρει: «Έφθασα στη Νουβία, τη χώρα των μαύρων […] υποχρέωσα τους Νούβιους ηγεμόνες να πλύνουν χρυσάφι για μένα» (James H. Breasted, History of Egypt, London 1909, 69). Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν μεσογειακής καταγωγής, οι Νούβιοι μαύροι, όπως καταδεικνύουν τα ιστορικά δεδομένα. Ο μαύρος κλασικός φιλόλογος Frank Snowden παρακινεί τους αφροκεντριστές συγγραφείς να μελετήσουν τους Νουβίους ως πρώτο μαύρο πολιτισμό και όχι τους αρχαίους Αιγυπτίους που ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο Bernal θεωρεί ότι ο Σωκράτης ήταν αφρικανικής καταγωγής. Ως αποδεικτικά στοιχεία επικαλείται τις αναφορές των μαθητών του Πλάτωνα και Ξενοφώντα ότι έμοιαζε με Σειληνό ή Σάτυρο. Επίσης ορισμένες προτομές που φιλοτεχνήθηκαν μετά τον θάνατο του Σωκράτη τον απεικονίζουν με μύτη πλακουτσωτή, πλατιά ρουθούνια και μεγάλο στόμα, όλα ενδείξεις ότι ήταν μαύρος σύμφωνα με τον Bernal.

Στην πραγματικότητα οι αρχαίοι γλύπτες απλώς αναπαρήγαγαν τις ειρωνικές παρατηρήσεις και τα περίεργα σχόλια που κυκλοφορούσαν τότε για έναν άνθρωπο που με τις ιδέες του και τον τρόπο ζωής του τραβούσε τη γενική προσοχή. Άλλωστε οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν με πλακουτσωτή μύτη τόσο τους Αιθίοπες όσο και τους Σκύθες, που κατοικούσαν στη Νότια Ρωσία. Αν ο Σωκράτης ή κάποιος πρόγονός του είχε έστω σκουρόχρωμο δέρμα, αυτό οπωσδήποτε δεν θα είχε διαφύγει της προσοχής των συγχρόνων του, πόσο μάλλον των σοφιστών ή του κωμικού Αριστοφάνη, που τον σατίριζε ανελέητα. Όσον αφορά το ερώτημα για τον ανθρωπολογικό τύπο της βασίλισσας Κλεοπάτρας, ας αναφερθεί ότι σε όλες τις γνωστές απεικονίσεις, γλυπτά και νομίσματα, η Κλεοπάτρα φέρει ξεκάθαρα μεσογειακά χαρακτηριστικά. Η δυναστεία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο είχε ακολουθήσει την τακτική της ενδογαμίας, ο δε ελληνικός πληθυσμός διατηρούσε αποστάσεις από τους Αιγυπτίους κατοίκους. Οι αφροκεντριστές παραβλέπουν συνειδητά ότι η δυναστεία των Πτολεμαίων ήταν ηγεμόνες ελληνικής καταγωγής όχι Αιγύπτιοι. Η παρανόηση για την Κλεοπάτρα προήλθε μάλλον από την επιλεκτική ανάγνωση ενός έργου του Shakespeare, του Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Ο Άγγλος ποιητής αποκαλεί την Κλεοπάτρα μελαψή (tawny) και μαύρη (black). Όμως, με τα επίθετα αυτά δεν αναφέρεται στην καταγωγή της. Ο Shakespeare είχε βασιστεί στον Αντώνιο του Πλουτάρχου και γνώριζε ότι η Κλεοπάτρα ανήκε στην ελληνική δυναστεία: «Πολύ καλή είναι και άξια βασίλισσα / βασιλογέννητη απ’ αράδα βασιλιάδες» (V. ii 326-27, μτφ. Βασίλη Ρώτα). Το επίθετο μαύρη που της αποδίδει σχετίζεται με το ότι σε ένα μεταφορικό σχήμα η Κλεοπάτρα είχε για εραστή της τον Ήλιο, όσο έλειπε ο Αντώνιος.

Συμπεράσματα: O αφροκεντρισμός, ως ιδεολογική και πολιτική συνιστώσα, έχει συγκεκριμένη καταγωγή και σκοπιμότητα. Στη σημερινή του μορφή δεν είναι παρά ένα υποπροϊόν της πολυπολιτισμικότητας και της πολιτικής ορθότητας. Τα ρεύματα αυτά τείνουν να καταργήσουν την ίδια την αντικειμενικότητα, την επίκληση των αποδεικτικών στοιχείων και την ορθολογική θεμελίωση των δεδομένων. Το παρελθόν σχετικοποιείται, καθίσταται εύχρηστο εργαλείο για όσους επιδιώκουν να διαμορφώσουν μία συγκεκριμένη εικόνα της ιστορίας, ώστε να ικανοποιήσουν ιδιοτελείς πολιτικές επιδιώξεις.

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
1. Bernal M., Black Athena vol. I: The Fabrication of Ancient Greece 1785 - 1985, Free Association Books, London 1987
2. Bernal M., Black Athena vol. II: The Archaeological and Documentary Evidence, Free Association Books, London 1991
3. Bernal M., Cadmean Letters: The Transmission of the Alphabet in the Aegean Before 1400 BC, Eisenbraus, Winona Lake 1990
4. Bernal M., ‘Ελλάδα, αρία ή μεσογειακή ;’, Αρχαιολογία 27 (1988): 6-10
5. Diop C. A., Precolonial Black Africa, Lawrence Hill, New York 1987
6. Fraser P. M., Ptolemaic Alexandria, Clarendon Press, Oxford 1972
7. James G., Stolen Legacy, Philosophical Library, New York 1954
8. Jochannan Y. A. A. ben, African Origins of the Major Western Religions, Black Classic Press, Baltimore 1991 [1970]
9. Jochannan Y. A. A. ben, Africa, Mother of Western Civilization, Black Classic Press, Baltimore 1988² [1971]
10. Κωτούλας Ι., ‘Οι μύθοι του αφροκεντρισμού’, Ιστορικά Θέματα τ. 6: 4/2002, 24-41
11. Κωτούλας Ι., ‘Κριτική στην Μαύρη Αθηνά’, Άνθρωπος τ. 13 (1991 - 1997): 557-59, Ανθρωπολογική Εταιρεία Ελλάδος, Αθήνα 1997
12. Lefkowitz M., ‘Afrocentrists Wage War on Ancient Greeks’, Wall Street Journal (4/7/1993) : A14
13. Lefkowitz M., Not Out of Africa: How Afrocentrism Became An Excuse to Teach Myth as History, Basic Books, London 1996
14. Lefkowitz M. and MacLean Rogers G., (eds.), Black Athena Revisited, The University of North Carolina Press, Chapel Hill and London 1996
15. Miller J., (ed.), Alternatives to Afrocentrism, Center for the New American Community, Washington D.C. 1994
16. Montellano O. de, ‘Melanin, Afrocentricity and Pseudoscience’, Yearbook of Physical Anthropology 36 (1993): 33- 58
17. Μπαμπινιώτης Γ., Το χρώμα της Αθηνάς, Το Βήμα 21/6/1998, Νέες Εποχές β1, β3
18. Παπαγγελής Θ. Δ., Η λατρεία της μαύρης Ελλάδας, Το Βήμα 14/6/1998 β1, β4
19. Ποιοι πολεμούν την αρχαία Ελλάδα, Το Βήμα 11/9/1999 β2, β3
20. Πουλιανός A., Η προέλευση των Ελλήνων, Ανθρωπολογική Εταιρεία Ελλάδος, Αθήνα 1988
21. Schlesinger A. M. Jr., The Disuniting of America, W.W. Norton, New York 1992
22. Snowden F. M., Blacks in Antiquity, Harvard University Press, Massachusetts 1970
23. Yurco F., ‘Were the Ancient Egyptians Black or White?’, Biblical Archaeological Review 15, 5 (1989): 24-29, 58

© 2005 Ιωάννης Κωτούλας Παραπομπή στη δημοσίευση: Κωτούλας, Ι., " Ο αφροκεντρισμός και η παραποίηση της ελληνικής ιστορίας", στο Archive, 21.03.2005

Ο Ιωάννης Κωτούλας BA, M.Phil. είναι ιστορικός, Διδάκτωρ στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Διατέλεσε Επιμελητής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών (1999-2000) και του Μουσείου Κοσμήματος (2000-2003), ενώ εργάζεται ως φιλόλογος στην Μέση Εκπαίδευση. Διευθυντής της σειράς Ιστορικό Αρχείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Αθήνα: Περίπλους, 2009-). Βιβλία του: Η προπαγάνδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο (Αθήνα: Περισκόπιο, 2006),Τόμας Μανν και ιστορία (υπό συγγραφή), Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα: Μετανάστευση, Ισλάμ και το τέλος της πολυπολιτισμικότητας(Παπαζήσης, 2011). Έχει μεταφράσει έργα των Ezra Pound, Thomas Mann, Gottfried Benn, George Orwell.)

ΠΗΓΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

No comments :

Post a Comment