Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, στις 31/3/2020 ανέρχονταν στα 361,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Με βάση τις εκδόσεις χρέους που πραγματοποιήθηκαν από την 31/3/2020 και τις λήξεις έως την 30/6/2020, εκτιμάται ότι, στις 30/6/2020, το δημόσιο χρέος θα φτάσει στα 365,0 δισεκατομμύρια ευρώ. Θα προσπαθήσουμε, με απλά λόγια και χωρίς πολύπλοκους όρους, να παρακολουθήσουμε τα πιθανά σενάρια εξέλιξης του δημοσίου χρέους κατά τα επόμενα χρόνια, ώστε να αντιληφθούμε τον κίνδυνο που, για μία ακόμη φορά, μας πλησιάζει.
Με βάση το αρχικό πρόγραμμα δανεισμού, όπως αυτό διατυπώνονταν πριν από την κρίση του κορωνοϊού, κατά το 2020, η χώρα θα δανείζονταν περί τα 8 έως 10 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι λήξεις των ομολόγων και των δανείων για το σύνολο του έτους έφθαναν στα 4,2 δισεκατομμύρια, περίπου. Συνεπώς, με την προϋπόθεση ότι δε θα αυξάνονταν οι εκδόσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων (έντοκα γραμμάτια), μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι, με βάση τα ισχύοντα πριν από την πανδημία, το δημόσιο χρέος της χώρας, στο τέλος του έτους θα έφτανε περίπου στα 362 δισεκατομμύρια ευρώ. Εάν υποθέσουμε ότι κατά το 2020, θα σημειώνονταν ανάπτυξη της τάξης του 2,0%, τότε το ΑΕΠ της χώρας (σε τρέχουσες τιμές), στο τέλος του έτους 2020, θα έφθανε στα 190,7 δισεκατομμύρια ευρώ και η σχέση Δημόσιο Χρέος προς ΑΕΠ, θα ισούνταν με 189,8% περίπου. Αυτό επρόκειτο να είναι το καλό σενάριο. Όπου, ακόμη και σ’ αυτό, ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 189,8% δε θεωρείται βιώσιμο. Όμως, στην ελληνική περίπτωση υπάρχει η εξαίρεση της ρύθμισης χρέους με τους δανειστές μας (τα ευρωπαϊκά κράτη και οι επίσημοι φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης) οι οποίοι, με βάση τα στοιχεία της 31/3/2020, κατέχουν περίπου το 69,0% του ελληνικού χρέους (δείτε εδώ, σελίδα 2 του Δελτίου Νο 94, Μαρτίου 2020).
Μετά την πανδημία, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Οι μεταβολές που μπορούμε, σ’ αυτή τη φάση, να καταγράψουμε είναι:
- Έχει δαπανηθεί ένα τμήμα του ταμειακού αποθέματος της χώρας (του λεγόμενου “μαξιλαριού”), το οποίο στις 31/3/2020, έφτανε στα 25,7 δισεκατομμύρια ευρώ (δελτίο Νο 94). Σημειώνουμε ότι το ταμειακό απόθεμα δημιουργήθηκε από δανεισμό κατά το 3ο μνημόνιο και από ταμειακά διαθέσιμα φορέων του δημοσίου (ο τομέας της “Γενικής Κυβέρνησης”) και από κεφάλαια που αντλεί η χώρα από τις αγορές. Το ταμειακό απόθεμα καλύπτει: α) το λογαριασμό αποθεματικού προσόδων, με ποσό 15,7 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο έχει συμφωνηθεί με τον EMS να παραμένει ακέραιο, αφού αποτελεί την εγγύηση προς τις αγορές για πληρωμές μελλοντικών υποχρεώσεων της χώρας, β) την εγγύηση προς τους δανειστές ότι θα εξυπηρετηθεί το χρέος της χώρας, σε περίπτωση που το πλεόνασμα υποχωρήσει κάτω από το 3,5%, η οποία φθάνει στα 5,5 δισ. ευρώ και γ) άλλα ποσά που διευκολύνουν τη χώρα στην ταμειακή διαχείριση του δημοσίου χρέους. Εκτιμούμε ότι, κατά την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας, χρησιμοποιήθηκαν κεφάλαια του ταμειακού αποθέματος, χωρίς σ’ αυτή τη φάση να γνωρίζουμε το ύψος τους. Θα το διαπιστώσουμε όμως στις 20 Αυγούστου 2020, όταν θα δημοσιοποιηθούν τα νεότερα στοιχεία για το χρέος.
- Θα αρθεί -με την άδεια και των φορέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης- η υποχρέωση εμφάνισης δημοσιονομικού πλεονάσματος 3,5% επί του ΑΕΠ που χρησιμοποιείται για την πληρωμή των ετησίων τόκων του χρέους. Παράλληλα, ο Προϋπολογισμός θα εμφανίσει έλλειμμα, το οποίο εκτιμάται ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα φτάσει στο 4,5% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα αυτό θα χρηματοδοτηθεί με χρέος, το οποίο μάλλον θα απορροφηθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στα πλαίσια της πολιτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης (QE), στο οποίο συμμετέχει πλέον και η Ελλάδα. Συνεπώς, θα πρέπει να αναμένουμε νέο χρέος ύψους τουλάχιστον 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο θα καλύψει μέρος των έκτακτων δαπανών που προκάλεσε η πανδημία.
- Θα υπάρξει μείωση του ΑΕΠ, κατά τουλάχιστον 5,0%. Δηλαδή, το ΑΕΠ της χώρας, σε τρέχουσες τιμές, στο τέλος του έτους θα φθάνει στα 177,6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Με βάση όλα τα παραπάνω, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι,
Τα παραπάνω αφορούν μόλις το 2020.
Για το 2021, η χώρα, με την άδεια των φορέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πάλι δε θα είναι υποχρεωμένη να εμφανίσει το πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ (με το οποίο, όπως αναφέρθηκε, πληρώνει μέρος των ετησίων τόκων του χρέους της). Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι, κατά το 2021, σημειώνεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,0%, μηδενικό δημοσιονομικό έλλειμμα και περαιτέρω καθαρός δανεισμός μόλις 4 δισεκατομμύρια ευρώ, πλέον των 6,0 δισεκατομμυρίων που θα χρειαστεί να δανειστεί για να πληρώσει τους τόκους (ένα μάλλον ιδανικό και αισιόδοξο σενάριο) τα βασικά μεγέθη θα έχουν ως εξής: ΑΕΠ: 183 δισεκατομμύρια ευρώ και δημόσιο χρέος: 386 δισεκατομμύρια. Σχέση χρέους προς ΑΕΠ: 211%. Δεν επιχειρούμε να κάνουμε πρόβλεψη για τα επόμενα χρόνια, καθώς, οι παράμετροι είναι εντελώς άγνωστοι. Πρέπει όμως να αναφερθούμε στο “κρυφό χρέος”. Το κρυφό χρέος είναι το χρέος που συσσωρεύεται, λόγω της περιόδου χάριτος πληρωμής των τόκων που αρχικά είχε συμφωνηθεί με τους δανειστές, στα τέλη του 2012, για τα δάνεια που η χώρα χρωστούσε τότε, στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης. Αντίστοιχη περίοδο χάριτος πήρε εκ νέου η χώρα, όταν το 2018 προχώρησε σε νέα ρύθμιση του χρέους. Δειτε το διάγραμμα διαδρατικά εδώ.
Στην ουσία, τί είχε γίνει το 2012; Επειδή ήταν αδύνατο να αποπληρώνει τους τόκους του τότε χρέους, συμφωνήθηκε να πληρώνει από μόνη της τους τόκους του χρέους που διακρατούσαν τρίτοι (όχι οι ευρωπαίοι δανειστές) και για το χρέος που διακρατούσαν οι ευρωπαίοι δανειστές (τότε ήταν περί τα 185 δισεκατομμύρια ευρώ), να εκτοκίζεται μεν, αλλά οι τόκοι να συσσωρεύονται και να αρχίσουν να αποπληρώνονται στην περίοδο μετά το 2022. Πόσοι είναι αυτοί οι τόκοι; Το επιτόκιο του χρέους του 2012 ήταν μεταβλητό και βασιζόταν πάνω στο eurobor πλέον κάποιου ποσοστού το οποίο ήταν 1,50% και το οποίο είχε συμφωνηθεί να αυξάνεται καθώς θα πλησιάζαμε στο 2022.
Για το θέμα, κατά το έτος 2014, είχε υποβάλλει σχετική ερώτηση στη Βουλή, η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ, Μαρία Γιαννακάκη. Προς έκπληξη όλων, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ - δείτε εδώ) απάντησε και έδωσε στην κυρία Γιαννακάκη, πίνακα όπου υπολογίζονταν οι οφειλές της χώρας (χρεολύσια και τόκοι) για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της, έως το έτος 2030 (δείτε σχετικό άρθρο). Με βάση τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ (τα οποία στη συνέχεια εξαφανίστηκαν), αλλά και με μία προσπάθεια εκτοκισμού του χρέους, με βάση τα γνωστά στοιχεία, υπολογίζεται ότι, οι τόκοι που χρεώνονται στη χώρα για την περίοδο 2012 έως 2022, στα πλαίσια της πολιτικής ύπαρξης “περιόδου χάριτος” κυμαίνονται μεταξύ 35 και 40 δισεκατομμύρια ευρώ.
Λαμβάνοντας υπόψη την εξάλειψη του περιθωρίου αύξησης (step-up margin) που συμφωνήθηκε και που ισχύει για τη μετά το 2017 περίοδο, μπορούμε -με ασφάλεια- να εκτιμήσουμε ότι, οι τελικοί τόκοι που θα χρεωθούν στη χώρα, έως και το Δεκέμβριο του 2022, φτάνουν στα 35 δισεκατομμύρια ευρώ. Βεβαίως, αφού δεν είναι ακόμη απαιτητοί, οι τόκοι αυτοί, σήμερα δεν εμφανίζονται πουθενά. (Δείτε εδώ σχετικό άρθρο) Συνεπώς, πέραν από το “ορατό” χρέος, το οποίο δημοσιεύεται στα δελτία δημοσίου χρέους ανά τρίμηνο, υπάρχει και το “κρυφό” χρέος. Ένα μεγάλο τμήμα αυτού του κρυφού χρέους συνιστούν οι δεδουλευμένοι τόκοι του “ορατού” χρέους.
Δείχνοντας θετική διάθεση για εξεύρεση λύση στο πολύ δύσκολο -και ενδεχομένως άλυτο- πρόβλημα χρέους της Ελλάδας (ή, θα μπορούσαμε να πούμε “ποιούντες την ανάγκη, φιλότιμο”), οι δανειστές, σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, στις 22/6/2018, συμφώνησαν σε μία σειρά μέτρων που μεταφέρει τις λήξεις του ελληνικού χρέους πολύ μακριά στο μέλλον (η επιμήκυνση των λήξεων σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει και τα 42 χρόνια), αλλά και την επανάληψη μιας νέας περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή των τόκων, η οποία θα λήγει στις 12 Δεκεμβρίου του 2032 (δείτε εδώ). Έως τότε, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι θα έχουν δημιουργηθεί -στην καλύτερη περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη τα σημερινά χαμηλά επιτόκια- ένα νέο “κρυφό” χρέος που θα ξεπερνά τα 38 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η νέα γιγάντωση του ελληνικού χρέους και το πρόβλημα που θα δημιουργήσει, αυτή τη φορά, θα είναι λιγότερο έντονο, τουλάχιστον για τις αγορές και δεν θα προκαλέσει σημαντικούς κινδύνους. Αυτό οφείλεται στο ότι το τμήμα του ελληνικού χρέους που διακρατείται από ιδιώτες και που διαπραγματεύεται στις αγορές είναι σχετικά μικρό, αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι αμελητέο (σήμερα πλησιάζει στα 56 δισεκατομμύρια ευρώ). Θα προκαλέσει όμως κινδύνους και προβλήματα στην ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία, αφού το βάρος του -που θα αυξάνεται διαρκώς- θα είναι σημαντικό και θα λειτουργεί ανασταλτικά στις προσπάθειες οικονομικής ανάπτυξης.Θα προκαλέσει προβλήματα και στα κοινοβούλια των ευρωπαϊκών χωρών, κάτι που βεβαίως, εν μέρει, θα μεταφερθεί και προς τις αγορές. Όμως, επειδή αυτό ήταν γνωστό -ήδη και πριν από το 2018- ότι θα συμβεί, έχει υπάρξει η πρόβλεψη για την εκ νέου ρύθμιση του προβλήματος.
Η Ελλάδα δε θα διακινδυνέψει να χρεοκοπήσει, όπως είχε συμβεί στην περίοδο 2010 - 2012, αλλά θα αναγκαστεί, για μία ακόμη φορά, να δεχτεί τους όρους κηδεμονίας που θα επιβάλουν, τότε, οι δανειστές. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής -και όχι μόνον οικονομικής.Η ελπίδα που καλλιεργείται στους έλληνες πολιτικούς, αλλά και στους πολίτες που έχουν συνειδητοποιήσει την ιδιαίτερα αρνητική -και βέβαιη- εξέλιξη, ονομάζεται “οικονομική ενοποίηση” της Ευρώπης και αμοιβαιοποίηση του υφιστάμενου χρέους. Γι’ αυτό και η πρόσφατη κίνηση λήψης οικονομικών μέτρων κατά της πανδημίας -κίνηση που ουσιαστικά στην πράξη σημαίνει αμοιβαιοποίηση του κόστους για την καταπολέμησή της- είχε, για τα κράτη του ευρωπαϊκού νότου, μία ιδιαίτερη σημασία. Όμως, θα είναι έτσι τα πράγματα και θα είναι αυτή η πολιτική θεώρηση των ευρωπαίων ηγετών στο μέλλον; Ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα.
Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα της ύλης του τεύχους 217 (Ιούνιος 2020) του περιοδικού ΧΡΗΜΑ & ΑΓΟΡΑ
Με βάση το αρχικό πρόγραμμα δανεισμού, όπως αυτό διατυπώνονταν πριν από την κρίση του κορωνοϊού, κατά το 2020, η χώρα θα δανείζονταν περί τα 8 έως 10 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι λήξεις των ομολόγων και των δανείων για το σύνολο του έτους έφθαναν στα 4,2 δισεκατομμύρια, περίπου. Συνεπώς, με την προϋπόθεση ότι δε θα αυξάνονταν οι εκδόσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων (έντοκα γραμμάτια), μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι, με βάση τα ισχύοντα πριν από την πανδημία, το δημόσιο χρέος της χώρας, στο τέλος του έτους θα έφτανε περίπου στα 362 δισεκατομμύρια ευρώ. Εάν υποθέσουμε ότι κατά το 2020, θα σημειώνονταν ανάπτυξη της τάξης του 2,0%, τότε το ΑΕΠ της χώρας (σε τρέχουσες τιμές), στο τέλος του έτους 2020, θα έφθανε στα 190,7 δισεκατομμύρια ευρώ και η σχέση Δημόσιο Χρέος προς ΑΕΠ, θα ισούνταν με 189,8% περίπου. Αυτό επρόκειτο να είναι το καλό σενάριο. Όπου, ακόμη και σ’ αυτό, ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 189,8% δε θεωρείται βιώσιμο. Όμως, στην ελληνική περίπτωση υπάρχει η εξαίρεση της ρύθμισης χρέους με τους δανειστές μας (τα ευρωπαϊκά κράτη και οι επίσημοι φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης) οι οποίοι, με βάση τα στοιχεία της 31/3/2020, κατέχουν περίπου το 69,0% του ελληνικού χρέους (δείτε εδώ, σελίδα 2 του Δελτίου Νο 94, Μαρτίου 2020).
Μετά την πανδημία, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Οι μεταβολές που μπορούμε, σ’ αυτή τη φάση, να καταγράψουμε είναι:
- Έχει δαπανηθεί ένα τμήμα του ταμειακού αποθέματος της χώρας (του λεγόμενου “μαξιλαριού”), το οποίο στις 31/3/2020, έφτανε στα 25,7 δισεκατομμύρια ευρώ (δελτίο Νο 94). Σημειώνουμε ότι το ταμειακό απόθεμα δημιουργήθηκε από δανεισμό κατά το 3ο μνημόνιο και από ταμειακά διαθέσιμα φορέων του δημοσίου (ο τομέας της “Γενικής Κυβέρνησης”) και από κεφάλαια που αντλεί η χώρα από τις αγορές. Το ταμειακό απόθεμα καλύπτει: α) το λογαριασμό αποθεματικού προσόδων, με ποσό 15,7 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο έχει συμφωνηθεί με τον EMS να παραμένει ακέραιο, αφού αποτελεί την εγγύηση προς τις αγορές για πληρωμές μελλοντικών υποχρεώσεων της χώρας, β) την εγγύηση προς τους δανειστές ότι θα εξυπηρετηθεί το χρέος της χώρας, σε περίπτωση που το πλεόνασμα υποχωρήσει κάτω από το 3,5%, η οποία φθάνει στα 5,5 δισ. ευρώ και γ) άλλα ποσά που διευκολύνουν τη χώρα στην ταμειακή διαχείριση του δημοσίου χρέους. Εκτιμούμε ότι, κατά την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας, χρησιμοποιήθηκαν κεφάλαια του ταμειακού αποθέματος, χωρίς σ’ αυτή τη φάση να γνωρίζουμε το ύψος τους. Θα το διαπιστώσουμε όμως στις 20 Αυγούστου 2020, όταν θα δημοσιοποιηθούν τα νεότερα στοιχεία για το χρέος.
- Θα αρθεί -με την άδεια και των φορέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης- η υποχρέωση εμφάνισης δημοσιονομικού πλεονάσματος 3,5% επί του ΑΕΠ που χρησιμοποιείται για την πληρωμή των ετησίων τόκων του χρέους. Παράλληλα, ο Προϋπολογισμός θα εμφανίσει έλλειμμα, το οποίο εκτιμάται ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα φτάσει στο 4,5% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα αυτό θα χρηματοδοτηθεί με χρέος, το οποίο μάλλον θα απορροφηθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στα πλαίσια της πολιτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης (QE), στο οποίο συμμετέχει πλέον και η Ελλάδα. Συνεπώς, θα πρέπει να αναμένουμε νέο χρέος ύψους τουλάχιστον 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο θα καλύψει μέρος των έκτακτων δαπανών που προκάλεσε η πανδημία.
- Θα υπάρξει μείωση του ΑΕΠ, κατά τουλάχιστον 5,0%. Δηλαδή, το ΑΕΠ της χώρας, σε τρέχουσες τιμές, στο τέλος του έτους θα φθάνει στα 177,6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Με βάση όλα τα παραπάνω, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι,
- Το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2020, θα φθάνει στα 377 δισεκατομμύρια ευρώ. Θα είναι το ψηλότερο χρέος στην ιστορία της χώρας, ψηλότερο ακόμη και από το 2012, πριν από το “κούρεμα” του Μαρτίου του 2012 (PSI) - τότε είχε φθάσει στα 368 δισεκατομμύρια.
- Η σχέση χρέους προς ΑΕΠ, θα βρίσκεται στο 212,3% και θα πρόκειται για τη δεύτερη υψηλότερη σχέση χρέους προς ΑΕΠ στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία, της οποίας το χρέος βρίσκεται στο 240% του ΑΕΠ -όμως η Ιαπωνία είναι μία διαφορετική και ιδιόμορφη περίπτωση.
Τα παραπάνω αφορούν μόλις το 2020.
Για το 2021, η χώρα, με την άδεια των φορέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πάλι δε θα είναι υποχρεωμένη να εμφανίσει το πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ (με το οποίο, όπως αναφέρθηκε, πληρώνει μέρος των ετησίων τόκων του χρέους της). Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι, κατά το 2021, σημειώνεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,0%, μηδενικό δημοσιονομικό έλλειμμα και περαιτέρω καθαρός δανεισμός μόλις 4 δισεκατομμύρια ευρώ, πλέον των 6,0 δισεκατομμυρίων που θα χρειαστεί να δανειστεί για να πληρώσει τους τόκους (ένα μάλλον ιδανικό και αισιόδοξο σενάριο) τα βασικά μεγέθη θα έχουν ως εξής: ΑΕΠ: 183 δισεκατομμύρια ευρώ και δημόσιο χρέος: 386 δισεκατομμύρια. Σχέση χρέους προς ΑΕΠ: 211%. Δεν επιχειρούμε να κάνουμε πρόβλεψη για τα επόμενα χρόνια, καθώς, οι παράμετροι είναι εντελώς άγνωστοι. Πρέπει όμως να αναφερθούμε στο “κρυφό χρέος”. Το κρυφό χρέος είναι το χρέος που συσσωρεύεται, λόγω της περιόδου χάριτος πληρωμής των τόκων που αρχικά είχε συμφωνηθεί με τους δανειστές, στα τέλη του 2012, για τα δάνεια που η χώρα χρωστούσε τότε, στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης. Αντίστοιχη περίοδο χάριτος πήρε εκ νέου η χώρα, όταν το 2018 προχώρησε σε νέα ρύθμιση του χρέους. Δειτε το διάγραμμα διαδρατικά εδώ.
Στην ουσία, τί είχε γίνει το 2012; Επειδή ήταν αδύνατο να αποπληρώνει τους τόκους του τότε χρέους, συμφωνήθηκε να πληρώνει από μόνη της τους τόκους του χρέους που διακρατούσαν τρίτοι (όχι οι ευρωπαίοι δανειστές) και για το χρέος που διακρατούσαν οι ευρωπαίοι δανειστές (τότε ήταν περί τα 185 δισεκατομμύρια ευρώ), να εκτοκίζεται μεν, αλλά οι τόκοι να συσσωρεύονται και να αρχίσουν να αποπληρώνονται στην περίοδο μετά το 2022. Πόσοι είναι αυτοί οι τόκοι; Το επιτόκιο του χρέους του 2012 ήταν μεταβλητό και βασιζόταν πάνω στο eurobor πλέον κάποιου ποσοστού το οποίο ήταν 1,50% και το οποίο είχε συμφωνηθεί να αυξάνεται καθώς θα πλησιάζαμε στο 2022.
Για το θέμα, κατά το έτος 2014, είχε υποβάλλει σχετική ερώτηση στη Βουλή, η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ, Μαρία Γιαννακάκη. Προς έκπληξη όλων, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ - δείτε εδώ) απάντησε και έδωσε στην κυρία Γιαννακάκη, πίνακα όπου υπολογίζονταν οι οφειλές της χώρας (χρεολύσια και τόκοι) για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της, έως το έτος 2030 (δείτε σχετικό άρθρο). Με βάση τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ (τα οποία στη συνέχεια εξαφανίστηκαν), αλλά και με μία προσπάθεια εκτοκισμού του χρέους, με βάση τα γνωστά στοιχεία, υπολογίζεται ότι, οι τόκοι που χρεώνονται στη χώρα για την περίοδο 2012 έως 2022, στα πλαίσια της πολιτικής ύπαρξης “περιόδου χάριτος” κυμαίνονται μεταξύ 35 και 40 δισεκατομμύρια ευρώ.
Λαμβάνοντας υπόψη την εξάλειψη του περιθωρίου αύξησης (step-up margin) που συμφωνήθηκε και που ισχύει για τη μετά το 2017 περίοδο, μπορούμε -με ασφάλεια- να εκτιμήσουμε ότι, οι τελικοί τόκοι που θα χρεωθούν στη χώρα, έως και το Δεκέμβριο του 2022, φτάνουν στα 35 δισεκατομμύρια ευρώ. Βεβαίως, αφού δεν είναι ακόμη απαιτητοί, οι τόκοι αυτοί, σήμερα δεν εμφανίζονται πουθενά. (Δείτε εδώ σχετικό άρθρο) Συνεπώς, πέραν από το “ορατό” χρέος, το οποίο δημοσιεύεται στα δελτία δημοσίου χρέους ανά τρίμηνο, υπάρχει και το “κρυφό” χρέος. Ένα μεγάλο τμήμα αυτού του κρυφού χρέους συνιστούν οι δεδουλευμένοι τόκοι του “ορατού” χρέους.
- Με άλλα λόγια, μέσα στο 2022, το πραγματικό χρέος της χώρας, δε θα είναι τα 386 δισεκατομμύρια του τέλους του 2021, συν το χρέος που θα δημιουργηθεί κατά το 2022, αλλά επιπλέον 35 δισεκατομμύρια ευρώ, τουλάχιστον. Δηλαδή, ακόμη και εάν δε δημιουργηθεί νέο χρέος κατά το 2022 (υπόθεση μάλλον απίθανη), το συνολικό δημόσιο χρέος θα φθάνει στα 421 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το ΑΕΠ, ακόμη και στην (ιδανική) περίπτωση που σημειώσει αύξηση κατά 3,0% στο 2022, θα βρεθεί στα 188,5 δισεκατομμύρια και η (πραγματική) σχέση δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ, θα αναρριχηθεί στο 223,4%.
Δείχνοντας θετική διάθεση για εξεύρεση λύση στο πολύ δύσκολο -και ενδεχομένως άλυτο- πρόβλημα χρέους της Ελλάδας (ή, θα μπορούσαμε να πούμε “ποιούντες την ανάγκη, φιλότιμο”), οι δανειστές, σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, στις 22/6/2018, συμφώνησαν σε μία σειρά μέτρων που μεταφέρει τις λήξεις του ελληνικού χρέους πολύ μακριά στο μέλλον (η επιμήκυνση των λήξεων σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει και τα 42 χρόνια), αλλά και την επανάληψη μιας νέας περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή των τόκων, η οποία θα λήγει στις 12 Δεκεμβρίου του 2032 (δείτε εδώ). Έως τότε, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι θα έχουν δημιουργηθεί -στην καλύτερη περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη τα σημερινά χαμηλά επιτόκια- ένα νέο “κρυφό” χρέος που θα ξεπερνά τα 38 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η νέα γιγάντωση του ελληνικού χρέους και το πρόβλημα που θα δημιουργήσει, αυτή τη φορά, θα είναι λιγότερο έντονο, τουλάχιστον για τις αγορές και δεν θα προκαλέσει σημαντικούς κινδύνους. Αυτό οφείλεται στο ότι το τμήμα του ελληνικού χρέους που διακρατείται από ιδιώτες και που διαπραγματεύεται στις αγορές είναι σχετικά μικρό, αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι αμελητέο (σήμερα πλησιάζει στα 56 δισεκατομμύρια ευρώ). Θα προκαλέσει όμως κινδύνους και προβλήματα στην ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία, αφού το βάρος του -που θα αυξάνεται διαρκώς- θα είναι σημαντικό και θα λειτουργεί ανασταλτικά στις προσπάθειες οικονομικής ανάπτυξης.Θα προκαλέσει προβλήματα και στα κοινοβούλια των ευρωπαϊκών χωρών, κάτι που βεβαίως, εν μέρει, θα μεταφερθεί και προς τις αγορές. Όμως, επειδή αυτό ήταν γνωστό -ήδη και πριν από το 2018- ότι θα συμβεί, έχει υπάρξει η πρόβλεψη για την εκ νέου ρύθμιση του προβλήματος.
Η Ελλάδα δε θα διακινδυνέψει να χρεοκοπήσει, όπως είχε συμβεί στην περίοδο 2010 - 2012, αλλά θα αναγκαστεί, για μία ακόμη φορά, να δεχτεί τους όρους κηδεμονίας που θα επιβάλουν, τότε, οι δανειστές. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής -και όχι μόνον οικονομικής.Η ελπίδα που καλλιεργείται στους έλληνες πολιτικούς, αλλά και στους πολίτες που έχουν συνειδητοποιήσει την ιδιαίτερα αρνητική -και βέβαιη- εξέλιξη, ονομάζεται “οικονομική ενοποίηση” της Ευρώπης και αμοιβαιοποίηση του υφιστάμενου χρέους. Γι’ αυτό και η πρόσφατη κίνηση λήψης οικονομικών μέτρων κατά της πανδημίας -κίνηση που ουσιαστικά στην πράξη σημαίνει αμοιβαιοποίηση του κόστους για την καταπολέμησή της- είχε, για τα κράτη του ευρωπαϊκού νότου, μία ιδιαίτερη σημασία. Όμως, θα είναι έτσι τα πράγματα και θα είναι αυτή η πολιτική θεώρηση των ευρωπαίων ηγετών στο μέλλον; Ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα.
Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα της ύλης του τεύχους 217 (Ιούνιος 2020) του περιοδικού ΧΡΗΜΑ & ΑΓΟΡΑ
No comments :
Post a Comment