Τα τελευταία χρόνια με πρόσχημα την οικονομική κατάσταση της χώρας έγινε μια συστηματική προσπάθεια μείωσης των στρατιωτικών δαπανών (κυρίως των εξοπλιστικών προγραμμάτων) ακόμα και με τη μέθοδο της μη απορρόφησης των ελάχιστων διατιθέμενων κονδυλίων και της τεχνικής των ατέρμονων διαδικασιών που καθόριζε το νομοθετικό πλαίσιο και η Εθνική Αμυντική Στρατηγική (ΕΑΣ). Παράλληλα εμφανίστηκαν στο προσκήνιο λεκτικές ασάφειες όπως «στρατηγική ψυχραιμία» αλλά και ψευδαισθήσεις περί ποιοτικής ανωτερότητας, χρησιμοποιώντας λογικές αμφιβόλου αντικειμενικότητας.
Την ίδια περίοδο, με εμφανή την υπέρμετρη ενίσχυση σε μέσα και πολεμικές εμπειρίες των τουρκικών ΕΔ και τη δημιουργία μιας ιστορικά πρωτόγνωρης ανισορροπίας στρατιωτικής ισχύος μεταξύ της χώρας μας και της αναθεωρητικής Τουρκίας, υπήρχαν οι εγχώριοι διεθνιστές και οι γνωστοί-άγνωστοι υποστηρικτές της παγκόσμιας ειρήνης που, αγνοώντας την ιστορία, διεμήνυαν σε όλους τους τόνους ότι ένας πόλεμος με την γείτονα και σύμμαχο Τουρκία δεν ήταν πιθανός, όχι μόνο (παρ)ερμηνεύοντας –σκοπίμως άραγε;- τον τουρκικό αναθεωρητισμό και νέο-οθωμανισμό με τη μέθοδο της καμήλας, αιτιολογώντας τις πράξεις βίας ή απειλές χρήσης βίας της γείτονος ως εξαγωγή εσωτερικών της προβλημάτων, αλλά προσδοκώντας και στην έγκαιρη επέμβαση της υπερδύναμης.
Σήμερα, η διστακτικότητα ή/και πολιτική απροθυμία των ΗΠΑ να ανταποκριθούν σε περιοχές κρίσεων ανά τον κόσμο με όλα τα μέσα της εθνικής τους ισχύος, υποβαθμίζοντας, ηθελημένα ή όχι, τη σημασία του ισχυρότερου ίσως στοιχείου, δηλαδή την ισχύ των ενόπλων δυνάμεών των, δημιουργεί γεωπολιτικό τοπίο πολυπλοκότερο του παρελθόντος. Η στρατηγική αυτή των ΗΠΑ, που παραπέμπει σε στρατηγικές ήπιας ισχύος που χρησιμοποιούν οι αντίπαλοί των ή ακόμα και σε απλοποιημένη (αν όχι λαθεμένη) υιοθέτηση της διδασκαλίας του Sun Tzu ώστε να κερδίζουν πολέμους χωρίς μάχη, έρχεται σε αντίθεση με την πρόσφατη ιστορία της (1). Δημιουργούνται λοιπόν σήμερα νέα διλήμματα αν όχι αμφιβολίες ακόμα και για τη χρησιμότητα/σκοπιμότητα διατήρησης ισχυρών πολιτικό-στρατιωτικών εξαρτήσεων/δεσμών (και συνεπώς συμμαχιών) με την υπερδύναμη, τη στιγμή μάλιστα που και οι μεσαίας ισχύος δυνάμεις της Δύσης δεν φαίνεται να μπορούν/επιθυμούν να επιλύσουν περιφερειακά προβλήματα.
Το πρόβλημα φαίνεται να είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και για την Ελλάδα και να δημιουργεί φόβους ότι, η εμφανής απροθυμία παραδοσιακών συμμάχων μας, συμπεριλαμβανομένης και της ουσιαστικά ανύπαρκτης στρατιωτικά ΕΕ, να επιδείξουν ισχυρή βούληση και να παρέμβουν ουσιαστικά προς επίλυση της οποιαδήποτε υπαρκτής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης, λόγω των αναθεωρητικών τάσεων νέων αναδυόμενων δυνάμεων όπως η Τουρκία, ενδέχεται να μας οδηγήσει στην υιοθέτηση μιας μεγαλύτερης της υπάρχουσας φοβικής συμπεριφοράς και κατευναστικής (υποχωρητικής) πολιτικής έναντι των όποιων διεκδικήσεων της γείτονος, αν εξακολουθήσουμε να αρκούμαστε σε διαπιστώσεις χωρίς να λαμβάνουμε σοβαρά και, πολλάκις, επίπονα μέτρα.
Η συνεχιζόμενη αναθεωρητική συμπεριφορά της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένων και των διαρκώς αυξανόμενων διεκδικήσεων και απειλών της έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου, σε συνδυασμό με τον τρόπο που οι ΗΠΑ ως υπερδύναμη και η συνολικά η Δύση αντιμετωπίζουν τα θέματα αυτά, διαψεύδουν καθημερινά τις άλογες προσδοκίες των ειρηνολάγνων και -ίσως όψιμα- μας δίνουν τη ευκαιρία να αντιληφθούμε την σπουδαιότητα διατήρησης της στρατιωτικής ισχύος ως σημαντικό παράγοντα εθνικής ισχύος (2). Παράλληλα, προσφέρουν τη δυνατότητα, στην ελλιπώς ενημερωμένη ελληνική κοινωνία, να κατανοήσει την αναγκαιότητα διάθεσης κονδυλίων του κρατικού Π/Υ για ενίσχυση των ΕΔ (ομιλούμε για εξοπλισμούς και όχι για λειτουργικός Π/Υ) αφού κανείς νοήμων σήμερα ή/και γνώστης των συντελεστών ισχύος και των αιτιών του πολέμου που σχετίζονται με την φύση και την κατανομή των, δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι οι λοιποί βασικοί συντελεστές εθνικής ισχύος (3) επαρκούν για να διασφαλίσουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα χωρίς τις αποτρεπτικές δυνατότητες των ΕΔ.
Η Τουρκία αντιλαμβανόμενη αρκετά νωρίς το γεωπολιτικό κενό που φαίνεται να αφήνει αφενός ο επαναπροσδιορισμός της βαρύτητας των παραγόντων εθνικής ισχύος στη στρατηγική των ΗΠΑ και αφετέρου η αμυντική ανυπαρξία της ΕΕ, χρησιμοποιεί σήμερα τη στρατιωτική της ισχύ και περιπαίζει τη διεθνή κοινότητα για να αποκομίσει ακόμα και προσωρινά οφέλη, ευελπιστώντας ότι η αδράνεια της διεθνούς κοινότητας και κυρίως των ΗΠΑ θα συνεχιστεί επί μακρόν. Αν και η εν λόγω αδρανής/διστακτική στρατηγική των ΗΠΑ, δεν φαίνεται να μπορεί να αποτελέσει μια μέσο-μακροπρόθεσμη υψηλή στρατηγική, αφού θα ακυρώσει τη δεσπόζουσα θέση που απολαμβάνει σήμερα στο παγκόσμιο γίνεστε, θα θέσει ξανά επί τάπητος τα διλήμματα ασφάλειας της Ευρώπης και συνεπώς το λόγο ύπαρξης του ΝΑΤΟ και θα ενισχύει περαιτέρω τις ψευδαισθήσεις των μικρότερης στρατιωτικής ισχύος ανταγωνιστών της (4), φαίνεται να εξυπηρετεί τις αναθεωρητικές βλέψεις και σχεδιασμούς της γείτονος, ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος.
Ασχέτως όμως του τρόπου δράσης/αντίδρασης των ΗΠΑ και των υπολοίπων δυτικών κρατών στα γεγονότα της Μ. Ανατολής, εμείς, ως Ελλάδα, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός θα συνεχιστεί ίσως και με μεγαλύτερη πίεση στο άμεσο μέλλον αλλά και στη μετά Ερντογάν εποχή και συνεπώς μια ένοπλη ελληνοτουρκική σύγκρουση φαίνεται να είναι εξαιρετικά πιθανή, εκτός εάν έχουμε αποφασίσει τη συνέχιση της πολιτικής του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας και συνεπώς έχουμε αποδεχτεί να καταστούμε δορυφόρος της Τουρκίας. Εκτιμώντας όμως ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έχει και δεν θα έχει την απαιτούμενη εσωτερική νομιμοποίηση να ενεργήσει τοιουτοτρόπως, ακόμα και αν σε μία ένοπλη σύγκρουση θα είμαστε μόνοι, απαιτείται η λήψη άμεσων αποφάσεων, ώστε να διατηρηθεί η στρατιωτική ισχύς και συνεπώς μια ικανοποιητική/απαραίτητη ισορροπία δυνάμεων έναντι της απειλής, που θα εξασφαλίζει αξιόπιστη αποτροπή, χωρίς βέβαια η απόφαση αυτή να σημαίνει ότι η διατήρηση ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων θα αποτελεί πανάκεια στην υπεράσπιση των συμφερόντων ή/και κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Το δίλημμα "βούτυρο ή κανόνια" είναι ψευδές και εθνικά επιβλαβές όταν τίθεται σε μια μη εκπαιδευμένη και ανιστόρητη κοινή γνώμη.
Απαιτείται λοιπόν ο πολιτικός κόσμος να συνεννοηθεί σε μια κοινή στρατηγική αντιμετώπισης της απειλής, να εξοπλίσει κατάλληλα τις ΕΔ και να προετοιμάσει την κοινωνία, ώστε να αντιμετωπίσουν τις υπάρχουσες και τις αναδυόμενες απειλές στο πολύπλοκο, συνεχώς μεταβαλλόμενο, άναρχο και αναθεωρητικό περιβάλλον που ζούμε. Οποιαδήποτε μελλοντική σύγκρουση θα είναι διαφορετική από τη γραμμική θεώρηση του πολέμου που μέχρι σήμερα γνωρίζαμε. Η σημερινή κυβέρνηση έχει τις δυνατότητες να προχωρήσει στην κατεύθυνση αυτή. Συνεπώς αρκεί η βούληση για να ξεπεραστούν τα οποιαδήποτε διλλήματα επιβίωσης του έθνους. Εξάλλου, την ευθύνη ορισμού των πολιτικών αντικειμενικών στόχων (ΑΝΣΚ) της χώρας (υψηλή στρατηγική) αλλά και διάθεσης των απαραίτητων στρατιωτικών μέσων έχει η εκάστοτε κυβέρνηση, ώστε η στρατιωτική ηγεσία να βρει τους τρόπους (στρατιωτική στρατηγική) αξιοποίησης των μέσων προς επίτευξη των τεθέντων πολιτικών ΑΝΣΚ. Η ρήση "Si vis pacem para bellum" είναι διαχρονική και καλό είναι να μη διαφεύγει της προσοχής κανενός.
Σημειώσεις:
Βασίλειος Βρεττός, Αντιπτέραρχος (Ι) εα, [Επίτιμος Διοικητής ΔΑΥ, Πρ. Chairman NATO Electronic Warfare Advisory Committee, Υπ.Δρ. Διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών Παντείου Παν.]
Την ίδια περίοδο, με εμφανή την υπέρμετρη ενίσχυση σε μέσα και πολεμικές εμπειρίες των τουρκικών ΕΔ και τη δημιουργία μιας ιστορικά πρωτόγνωρης ανισορροπίας στρατιωτικής ισχύος μεταξύ της χώρας μας και της αναθεωρητικής Τουρκίας, υπήρχαν οι εγχώριοι διεθνιστές και οι γνωστοί-άγνωστοι υποστηρικτές της παγκόσμιας ειρήνης που, αγνοώντας την ιστορία, διεμήνυαν σε όλους τους τόνους ότι ένας πόλεμος με την γείτονα και σύμμαχο Τουρκία δεν ήταν πιθανός, όχι μόνο (παρ)ερμηνεύοντας –σκοπίμως άραγε;- τον τουρκικό αναθεωρητισμό και νέο-οθωμανισμό με τη μέθοδο της καμήλας, αιτιολογώντας τις πράξεις βίας ή απειλές χρήσης βίας της γείτονος ως εξαγωγή εσωτερικών της προβλημάτων, αλλά προσδοκώντας και στην έγκαιρη επέμβαση της υπερδύναμης.
Σήμερα, η διστακτικότητα ή/και πολιτική απροθυμία των ΗΠΑ να ανταποκριθούν σε περιοχές κρίσεων ανά τον κόσμο με όλα τα μέσα της εθνικής τους ισχύος, υποβαθμίζοντας, ηθελημένα ή όχι, τη σημασία του ισχυρότερου ίσως στοιχείου, δηλαδή την ισχύ των ενόπλων δυνάμεών των, δημιουργεί γεωπολιτικό τοπίο πολυπλοκότερο του παρελθόντος. Η στρατηγική αυτή των ΗΠΑ, που παραπέμπει σε στρατηγικές ήπιας ισχύος που χρησιμοποιούν οι αντίπαλοί των ή ακόμα και σε απλοποιημένη (αν όχι λαθεμένη) υιοθέτηση της διδασκαλίας του Sun Tzu ώστε να κερδίζουν πολέμους χωρίς μάχη, έρχεται σε αντίθεση με την πρόσφατη ιστορία της (1). Δημιουργούνται λοιπόν σήμερα νέα διλήμματα αν όχι αμφιβολίες ακόμα και για τη χρησιμότητα/σκοπιμότητα διατήρησης ισχυρών πολιτικό-στρατιωτικών εξαρτήσεων/δεσμών (και συνεπώς συμμαχιών) με την υπερδύναμη, τη στιγμή μάλιστα που και οι μεσαίας ισχύος δυνάμεις της Δύσης δεν φαίνεται να μπορούν/επιθυμούν να επιλύσουν περιφερειακά προβλήματα.
Το πρόβλημα φαίνεται να είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και για την Ελλάδα και να δημιουργεί φόβους ότι, η εμφανής απροθυμία παραδοσιακών συμμάχων μας, συμπεριλαμβανομένης και της ουσιαστικά ανύπαρκτης στρατιωτικά ΕΕ, να επιδείξουν ισχυρή βούληση και να παρέμβουν ουσιαστικά προς επίλυση της οποιαδήποτε υπαρκτής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης, λόγω των αναθεωρητικών τάσεων νέων αναδυόμενων δυνάμεων όπως η Τουρκία, ενδέχεται να μας οδηγήσει στην υιοθέτηση μιας μεγαλύτερης της υπάρχουσας φοβικής συμπεριφοράς και κατευναστικής (υποχωρητικής) πολιτικής έναντι των όποιων διεκδικήσεων της γείτονος, αν εξακολουθήσουμε να αρκούμαστε σε διαπιστώσεις χωρίς να λαμβάνουμε σοβαρά και, πολλάκις, επίπονα μέτρα.
Η συνεχιζόμενη αναθεωρητική συμπεριφορά της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένων και των διαρκώς αυξανόμενων διεκδικήσεων και απειλών της έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου, σε συνδυασμό με τον τρόπο που οι ΗΠΑ ως υπερδύναμη και η συνολικά η Δύση αντιμετωπίζουν τα θέματα αυτά, διαψεύδουν καθημερινά τις άλογες προσδοκίες των ειρηνολάγνων και -ίσως όψιμα- μας δίνουν τη ευκαιρία να αντιληφθούμε την σπουδαιότητα διατήρησης της στρατιωτικής ισχύος ως σημαντικό παράγοντα εθνικής ισχύος (2). Παράλληλα, προσφέρουν τη δυνατότητα, στην ελλιπώς ενημερωμένη ελληνική κοινωνία, να κατανοήσει την αναγκαιότητα διάθεσης κονδυλίων του κρατικού Π/Υ για ενίσχυση των ΕΔ (ομιλούμε για εξοπλισμούς και όχι για λειτουργικός Π/Υ) αφού κανείς νοήμων σήμερα ή/και γνώστης των συντελεστών ισχύος και των αιτιών του πολέμου που σχετίζονται με την φύση και την κατανομή των, δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι οι λοιποί βασικοί συντελεστές εθνικής ισχύος (3) επαρκούν για να διασφαλίσουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα χωρίς τις αποτρεπτικές δυνατότητες των ΕΔ.
Η Τουρκία αντιλαμβανόμενη αρκετά νωρίς το γεωπολιτικό κενό που φαίνεται να αφήνει αφενός ο επαναπροσδιορισμός της βαρύτητας των παραγόντων εθνικής ισχύος στη στρατηγική των ΗΠΑ και αφετέρου η αμυντική ανυπαρξία της ΕΕ, χρησιμοποιεί σήμερα τη στρατιωτική της ισχύ και περιπαίζει τη διεθνή κοινότητα για να αποκομίσει ακόμα και προσωρινά οφέλη, ευελπιστώντας ότι η αδράνεια της διεθνούς κοινότητας και κυρίως των ΗΠΑ θα συνεχιστεί επί μακρόν. Αν και η εν λόγω αδρανής/διστακτική στρατηγική των ΗΠΑ, δεν φαίνεται να μπορεί να αποτελέσει μια μέσο-μακροπρόθεσμη υψηλή στρατηγική, αφού θα ακυρώσει τη δεσπόζουσα θέση που απολαμβάνει σήμερα στο παγκόσμιο γίνεστε, θα θέσει ξανά επί τάπητος τα διλήμματα ασφάλειας της Ευρώπης και συνεπώς το λόγο ύπαρξης του ΝΑΤΟ και θα ενισχύει περαιτέρω τις ψευδαισθήσεις των μικρότερης στρατιωτικής ισχύος ανταγωνιστών της (4), φαίνεται να εξυπηρετεί τις αναθεωρητικές βλέψεις και σχεδιασμούς της γείτονος, ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος.
Ασχέτως όμως του τρόπου δράσης/αντίδρασης των ΗΠΑ και των υπολοίπων δυτικών κρατών στα γεγονότα της Μ. Ανατολής, εμείς, ως Ελλάδα, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός θα συνεχιστεί ίσως και με μεγαλύτερη πίεση στο άμεσο μέλλον αλλά και στη μετά Ερντογάν εποχή και συνεπώς μια ένοπλη ελληνοτουρκική σύγκρουση φαίνεται να είναι εξαιρετικά πιθανή, εκτός εάν έχουμε αποφασίσει τη συνέχιση της πολιτικής του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας και συνεπώς έχουμε αποδεχτεί να καταστούμε δορυφόρος της Τουρκίας. Εκτιμώντας όμως ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έχει και δεν θα έχει την απαιτούμενη εσωτερική νομιμοποίηση να ενεργήσει τοιουτοτρόπως, ακόμα και αν σε μία ένοπλη σύγκρουση θα είμαστε μόνοι, απαιτείται η λήψη άμεσων αποφάσεων, ώστε να διατηρηθεί η στρατιωτική ισχύς και συνεπώς μια ικανοποιητική/απαραίτητη ισορροπία δυνάμεων έναντι της απειλής, που θα εξασφαλίζει αξιόπιστη αποτροπή, χωρίς βέβαια η απόφαση αυτή να σημαίνει ότι η διατήρηση ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων θα αποτελεί πανάκεια στην υπεράσπιση των συμφερόντων ή/και κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Το δίλημμα "βούτυρο ή κανόνια" είναι ψευδές και εθνικά επιβλαβές όταν τίθεται σε μια μη εκπαιδευμένη και ανιστόρητη κοινή γνώμη.
Απαιτείται λοιπόν ο πολιτικός κόσμος να συνεννοηθεί σε μια κοινή στρατηγική αντιμετώπισης της απειλής, να εξοπλίσει κατάλληλα τις ΕΔ και να προετοιμάσει την κοινωνία, ώστε να αντιμετωπίσουν τις υπάρχουσες και τις αναδυόμενες απειλές στο πολύπλοκο, συνεχώς μεταβαλλόμενο, άναρχο και αναθεωρητικό περιβάλλον που ζούμε. Οποιαδήποτε μελλοντική σύγκρουση θα είναι διαφορετική από τη γραμμική θεώρηση του πολέμου που μέχρι σήμερα γνωρίζαμε. Η σημερινή κυβέρνηση έχει τις δυνατότητες να προχωρήσει στην κατεύθυνση αυτή. Συνεπώς αρκεί η βούληση για να ξεπεραστούν τα οποιαδήποτε διλλήματα επιβίωσης του έθνους. Εξάλλου, την ευθύνη ορισμού των πολιτικών αντικειμενικών στόχων (ΑΝΣΚ) της χώρας (υψηλή στρατηγική) αλλά και διάθεσης των απαραίτητων στρατιωτικών μέσων έχει η εκάστοτε κυβέρνηση, ώστε η στρατιωτική ηγεσία να βρει τους τρόπους (στρατιωτική στρατηγική) αξιοποίησης των μέσων προς επίτευξη των τεθέντων πολιτικών ΑΝΣΚ. Η ρήση "Si vis pacem para bellum" είναι διαχρονική και καλό είναι να μη διαφεύγει της προσοχής κανενός.
Σημειώσεις:
- (1) Είναι γεγονός ότι από το 2ο ΠΠ και μετά οι ΗΠΑ έθεταν τα στοιχεία εθνικής ισχύος Diplomacy, Intelligence collection, Military power, and Economic power (DIME) σε τέτοια ισορροπία ώστε να έχουν ποικιλία στρατηγικών επιλογών και δυνατότητα παρεμβάσεων, όπου και όταν το εθνικό τους συμφέρον το επέβαλε, με την εφαρμογή της στρατιωτικής ισχύος να αποτελεί συνήθως την έσχατη επιλογή. Δεν είναι λίγοι εξάλλου στις ΗΠΑ που υποστηρίζουν σήμερα ότι χωρίς το "Μ" το DIME μετατρέπεται σε DIE.
- (2) Την Εθνική Ισχύ αποτελεί το σύνολο των δυνατοτήτων του Έθνους ή το δυναμικό που προκύπτει από τους διαθέσιμους πολιτικούς, οικονομικούς, στρατιωτικούς, γεωγραφικούς, κοινωνικούς, επιστημονικούς και τεχνολογικούς πόρους του καθώς και η πολιτισμική κληρονομιά με κυρία συνιστώσα αυτής της θρησκεία
- (3) Κατά τις ΗΠΑ είναι η διπλωματία, η δυνατότητα συλλογής πληροφοριών, η στρατιωτική ισχύς και η οικονομία.
- (4) Οι οποίοι, με σκοπό να αποκομίσουν οφέλη, θα κινούνται στη γκρίζα ζώνη όπου οι αναταραχές και ένοπλες συγκρούεις –ακόμα και δια αντιπροσώπων- διατηρούν τη βία σε επίπεδα που αποτρέπουν μια ισχυρή στρατιωτική επέμβαση της υπερδύναμης. Αυτό, εξάλλου έκαναν πρόσφατα τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα.
Βασίλειος Βρεττός, Αντιπτέραρχος (Ι) εα, [Επίτιμος Διοικητής ΔΑΥ, Πρ. Chairman NATO Electronic Warfare Advisory Committee, Υπ.Δρ. Διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών Παντείου Παν.]
No comments :
Post a Comment