Ο δημόσιος διάλογος για την ετοιμότητα των στρατιωτικών δυνάμεων για πόλεμο εντατικοποιήθηκε τελευταία, ιδιαίτερα μετά τις συνεχιζόμενες και εντεινόμενες αμφισβητήσεις όχι μόνο των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων αλλά και της εθνικής μας κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου από μέρους της Τουρκίας. Η αξιολόγηση της κατάστασης της εθνικής ασφάλειας, παρουσιάζει μια εντυπωσιακή στρατιωτική, πολιτική, τεχνολογική και οικονομική καχεξία τα τελευταία έτη της οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα αποκαλύπτει τον κίνδυνο στρατιωτικής κλιμάκωσης σε πολλαπλά μέτωπα, καθώς και τους περιορισμούς της ικανότητας της τρέχουσας πολιτικής να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις και να μεγιστοποιήσει τις ευκαιρίες. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια ακραία ένταση μεταξύ της πρωτοφανούς επιθετικότητας και της στρατηγικής αδυναμίας με βαθιά δυσκολία στην επίτευξη στόχων της εθνικής ασφάλειας. Αυτή είναι μια συνάρτηση του περιορισμένου οφέλους των στρατιωτικών ενεργειών κατά βασικών εχθρών, καθώς και τα βαριά κοινωνικά και οικονομικά διόδια που συνεπάγεται ο πόλεμος και η υψηλή ευαισθησία των Ελλήνων σε απώλειες.
Πράγματι, σε γενικές γραμμές, ακόμη και μια εξαιρετική στρατιωτική νίκη δεν μεταφράζεται πάντοτε σε πολιτικά επιτεύγματα, και η αντιμετώπιση των συνεπειών της «επόμενης ημέρας» είναι συχνά ακόμη πιο περίπλοκη από τη διαχείριση των ίδιων των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η ασυμμετρία των στόχων με τις προσδοκίες, από ένα πόλεμο (για το ελληνικό κοινό η μη απώλεια σημαίνει νίκη, ενώ οι Τούρκοι αναμένουν αποφασιστική νίκη), εκτός από τις διαφορές στους κανόνες δέσμευσης, δυσχεραίνει την επίτευξη των μεγάλων στόχων και ως εκ τούτου απαιτεί τη διατύπωση τους με συγκρατημένους όρους. Υπάρχει επίσης μια διάσταση μεταξύ της αξιόπιστης και ισχυρής αποτροπής, η οποία ενισχύει τους αντιπάλους της Ελλάδος για έναρξη στρατιωτικής δράσης ευρείας κλίμακας δημιουργώντας προκλήσεις ασφάλειας που τοποθετούνται μέχρι στιγμής κάτω από το όριο του πολέμου. Αυτή η διάσταση συμβάλλει στην πιθανή αστάθεια σε όλα τα κύρια μέτωπα του Ελληνισμού: Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Παρά την «αποτροπή» που υπάρχει, αυτά τα μέτωπα χαρακτηρίζονται επίσης από την πιθανότητα αλλοίωσης σε μεγάλη μαζική αντιπαράθεση και άμεσο πόλεμο, που μπορεί να συμβεί μετά και από ένα ατύχημα ή ανθρώπινο λάθος.
Η αξιολόγηση της πολιτικής και στρατιωτικής κατάστασης της Ελλάδος θέτει πέντε βασικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα. Όλα αυτά τα ζητήματα απαιτούν εις βάθος μελέτη και συζήτηση σε ανώτερα στρατιωτικά και πολιτικά φόρουμ.
1/ Μπορεί να αποδώσει η ελληνική αποτροπή όταν αναφέρονται οι πολιτικοί μας σε στρατηγική ψυχραιμία και έχουμε φτάσει στο σημείο στο οποίο η Κυβέρνηση με διάφορες δηλώσεις, να ερμηνεύει διασταλτικά το διεθνές δίκαιο στην αντιπαράθεση με την Τουρκία;
Όπως φαίνεται η απάντηση σε αυτή την κρίσιμη ερώτηση είναι αρνητική. Προς το παρόν φαίνεται ότι η Ελλάδα δεν ενδιαφέρεται για την αξιοπιστία της αποτρεπτικής της ικανότητας σε σχέση με την τουρκική απειλή και εξακολουθεί να υποστηρίζει μια ανεξήγητη διεθνιστική άποψη κατευναστικού χαρακτήρα. Έτσι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν αποθαρρύνονται από τον άμεσο πόλεμο με την Ελλάδα και από πράξεις υψηλού ρίσκου που έχουν μεγάλη πιθανότητα να οδηγήσουν σε πόλεμο. Επειδή η αποτροπή είναι μια αόριστη ιδέα και εξαρτάται από την ανάλυση κόστους-οφέλους έναντι του αντιπάλου, είναι απαραίτητη η ανάλυση να εκτελείται με μεγάλη προσοχή. Μια εσφαλμένη ανάλυση της άλλης πλευράς μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο, παρά το γεγονός, η αποτροπή να θεωρείται αποτελεσματική. Κατά το παρελθόν έτος, οι αντίπαλοί μας αναπτύχθηκαν επιχειρησιακά σε χώρους που παρακάμπτουν το πεδίο αποτροπής μας και χρησιμοποιούν ισχύ πάνω από το κατώτατο όριο πρόκλησης πολέμου ασκώντας συχνές και πυκνές παραβιάσεις εθνικού χώρου, παρενοχλήσεις σε πλοία ακτοφυλακής κατά μήκος των νησιών ανατολικού Αιγαίου και σε πλοία ερευνών στην ανατολική Μεσόγειο, λεκτικές επιθέσεις και δραστηριότητες διεθνούς σκηνής κατά του Ελληνισμού. Επιπλέον, η Ελλάδα δεν κατάφερε να τους αποτρέψει από την κατασκευή προηγμένων και απειλητικών δυνατοτήτων. Η πρόκληση είναι να εξισορροπηθούν οι προσπάθειες μείωσης αναμενόμενων μελλοντικών ζημιών με τους κινδύνους που συνεπάγονται από αυτές τις προσπάθειες και την αυξημένη πιθανότητα κλιμάκωσης που οδηγεί σε πόλεμο. Πρέπει να βρεθούν τρόποι για την εξάλειψη αυτών των προκλήσεων με ανανεωμένο αποτρεπτικό παράγοντα και εκσυγχρονισμένα οπλικά συστήματα σύμφωνα με τις εξελίξεις και την τεχνολογία.
2/ Είναι δυνατόν να ελεγχθεί το ενδεχόμενο κλιμάκωσης υπό τις νέες συνθήκες γεωστρατηγικής;
Οι αλλαγές στο στρατηγικό περιβάλλον πρέπει να προσδιοριστούν με ιδιαίτερη προσοχή. Οι αντίπαλοί μας εφαρμόζουν έναν νέο τρόπο λειτουργίας και έχουν αναπτυχθεί επιχειρησιακά, τεχνολογικά και με νέα πολεμικά δόγματα, που απορρέουν από το σχεδιασμό της «γαλάζιας πατρίδας». Εκτελούν πολλαπλές πτήσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και έχουν διευρύνει τον κυβερνοπόλεμο και τον ηλεκτρονικό πόλεμο με νέα μέσα και τακτικές. Αυτά επιβάλλουν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ενημέρωση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων και τακτικών καθώς και των συνεργαζομένων χώρων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, εάν όχι στη διαμόρφωση μιας νέας αναθεωρημένης επιχειρησιακής προσέγγισης που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να διεκδικήσει μια αποτελεσματική αποτροπή, αποφεύγοντας παράλληλα την επιδείνωση αντιμετώπισης πολέμου σε πλήρη κλίμακα.
3/ Η μελλοντική απειλή από τη στρατιωτική συσσώρευση στο θέατρο επιχειρήσεων της Μεσογείου επιβάλλει έμφαση στις πλατφόρμες εξόρυξης και στα οικόπεδα έρευνας, όπου απαιτείται προστασία. Μπορεί ο Ελληνισμός να αναβάλει την πιθανή αντιπαράθεση με τις αμυντικές συμφωνίες που έχει συνάψει και οι επιχειρησιακές δυνατότητες που κατέχει να χρησιμοποιηθούν αποφασιστικά σε μια μελλοντική αντιπαράθεση;
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις εκτιμάται ότι έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν την απειλή σε έναν μελλοντικό πόλεμο, όσον αφορά την προστατευτική ικανότητά και την ικανότητά για ενεργή άμυνα, όμως διαφαίνεται ότι υστερούμε στην ικανότητα να επιτεθούμε αποτελεσματικά στο χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου σε πιθανό ξέσπασμα ενός πολέμου. Η συζήτηση αυτής της ερώτησης είναι εξαιρετικά δύσκολη, αλλά η εκτίμησή μας είναι ότι ένας προληπτικός πόλεμος ή επιχείρηση δεν είναι η μόνη δυνατότητα καθώς υφίστανται πολλοί τρόποι αντιμετώπισης της απειλής χωρίς κλιμάκωση σε ολοκληρωτικό πόλεμο.
4/ Υπάρχει κάποια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να αναλάβει η Ελλάδα που θα βελτίωνε την κατάστασή στο θέατρο επιχειρήσεων;
Το πρώτο που απαιτείται να κάνουμε, είναι μια σοβαρή αξιολόγηση της εθνικής κατάστασης ασφαλείας. Μετά να επικεντρωθούμε σε βασικά ζητήματα που θα πρέπει να συζητηθούν από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς ιθύνοντες της Ελλάδος. Στη συνέχεια να εξετάσουμε τις πιθανές εχθρικές ενέργειες συμπεριλαμβάνοντας και τα ακραία σενάρια, με σημαντική στρατηγική στροφή, σε επεισόδια που φαίνονται απίθανο να συμβούν, αλλά αν συμβούν, θα έχουν απόλυτη σημασία για την πολιτική και τη στρατιωτική κατάσταση της Ελλάδος. Προτείνεται η ελληνική κυβέρνηση να εξετάσει αυτά τα ακραία γεγονότα και τις δυνατότητές μας με τις επιπτώσεις στην Ελλάδα και να προετοιμαστούμε γι’ αυτά, με κατάλληλη διαχείριση ρίσκου.
5/ Ποιες είναι οι σωστές προτεραιότητες για την αντιμετώπιση των προκλήσεων ασφάλειας;
Οι ερωτήσεις σχετικά με τη στρατιωτική ετοιμότητα για αποτροπή, αφορούν όχι μόνο τη βούληση, που θεωρείται δεδομένη από τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και τις τεχνικές ικανότητες των διαφόρων μονάδων, όπως και τα διαφορετικά σενάρια μάχης και τις στρατιωτικές δυνατότητες και πόρους που απαιτούνται. Ένα από αυτά είναι η ικανότητα να πραγματοποιήσουμε αεροναυτικό έλεγχο των θαλασσίων περιοχών, ο οποίος, σύμφωνα με την εθνική στρατηγική, είναι απαραίτητος για να νικήσουμε τον εχθρό, εφόσον ο θαλάσσιος χώρος καλύπτει τα νησιά μας και τον ηπειρωτικό χώρο πλην των Βορείων συνόρων μας. Ως εκ τούτου, οι δυνατότητες αεροναυτικού ελέγχου αξίζουν μια υψηλή προτεραιότητα. Στους περισσότερους τομείς της εθνικής ασφάλειας, μηδέ εξαιρουμένης της τουρκικής πρόκλησης επιλέγει η κυβέρνηση να τηρήσει πολιτική κατευνασμού αντί να υιοθετήσει μια προορατική προσέγγιση με στόχο την επίτευξη ασφαλέστερης κατάστασης, ισχυροποιώντας την αποτροπή. Οι εσωτερικές πολιτικές εκτιμήσεις και η ώθηση για την αποφυγή δύσκολων αποφάσεων καθιστά καχεκτική την αντιμετώπισή από τις επικίνδυνες μακροπρόθεσμες τάσεις. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα καταφέρνει να απολαύσει μια εύλογη αν και μη βέλτιστη κατάσταση προς το παρόν, αλλά εις βάρος της στο μέλλον.Προσχωρώντας στον κατευνασμό στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διενέξεων και κρίσεων, για παράδειγμα, σημαίνει αποδοχή μιας αρνητικής τάσης και παρεμπόδιση της επιλογής της εφαρμογής αξιόπιστης αποτροπής, επιταχύνοντας έτσι την ολίσθηση μιας πραγματικότητας της εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου.
Πράγματι, σε γενικές γραμμές, ακόμη και μια εξαιρετική στρατιωτική νίκη δεν μεταφράζεται πάντοτε σε πολιτικά επιτεύγματα, και η αντιμετώπιση των συνεπειών της «επόμενης ημέρας» είναι συχνά ακόμη πιο περίπλοκη από τη διαχείριση των ίδιων των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η ασυμμετρία των στόχων με τις προσδοκίες, από ένα πόλεμο (για το ελληνικό κοινό η μη απώλεια σημαίνει νίκη, ενώ οι Τούρκοι αναμένουν αποφασιστική νίκη), εκτός από τις διαφορές στους κανόνες δέσμευσης, δυσχεραίνει την επίτευξη των μεγάλων στόχων και ως εκ τούτου απαιτεί τη διατύπωση τους με συγκρατημένους όρους. Υπάρχει επίσης μια διάσταση μεταξύ της αξιόπιστης και ισχυρής αποτροπής, η οποία ενισχύει τους αντιπάλους της Ελλάδος για έναρξη στρατιωτικής δράσης ευρείας κλίμακας δημιουργώντας προκλήσεις ασφάλειας που τοποθετούνται μέχρι στιγμής κάτω από το όριο του πολέμου. Αυτή η διάσταση συμβάλλει στην πιθανή αστάθεια σε όλα τα κύρια μέτωπα του Ελληνισμού: Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Παρά την «αποτροπή» που υπάρχει, αυτά τα μέτωπα χαρακτηρίζονται επίσης από την πιθανότητα αλλοίωσης σε μεγάλη μαζική αντιπαράθεση και άμεσο πόλεμο, που μπορεί να συμβεί μετά και από ένα ατύχημα ή ανθρώπινο λάθος.
Η αξιολόγηση της πολιτικής και στρατιωτικής κατάστασης της Ελλάδος θέτει πέντε βασικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα. Όλα αυτά τα ζητήματα απαιτούν εις βάθος μελέτη και συζήτηση σε ανώτερα στρατιωτικά και πολιτικά φόρουμ.
1/ Μπορεί να αποδώσει η ελληνική αποτροπή όταν αναφέρονται οι πολιτικοί μας σε στρατηγική ψυχραιμία και έχουμε φτάσει στο σημείο στο οποίο η Κυβέρνηση με διάφορες δηλώσεις, να ερμηνεύει διασταλτικά το διεθνές δίκαιο στην αντιπαράθεση με την Τουρκία;
Όπως φαίνεται η απάντηση σε αυτή την κρίσιμη ερώτηση είναι αρνητική. Προς το παρόν φαίνεται ότι η Ελλάδα δεν ενδιαφέρεται για την αξιοπιστία της αποτρεπτικής της ικανότητας σε σχέση με την τουρκική απειλή και εξακολουθεί να υποστηρίζει μια ανεξήγητη διεθνιστική άποψη κατευναστικού χαρακτήρα. Έτσι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν αποθαρρύνονται από τον άμεσο πόλεμο με την Ελλάδα και από πράξεις υψηλού ρίσκου που έχουν μεγάλη πιθανότητα να οδηγήσουν σε πόλεμο. Επειδή η αποτροπή είναι μια αόριστη ιδέα και εξαρτάται από την ανάλυση κόστους-οφέλους έναντι του αντιπάλου, είναι απαραίτητη η ανάλυση να εκτελείται με μεγάλη προσοχή. Μια εσφαλμένη ανάλυση της άλλης πλευράς μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο, παρά το γεγονός, η αποτροπή να θεωρείται αποτελεσματική. Κατά το παρελθόν έτος, οι αντίπαλοί μας αναπτύχθηκαν επιχειρησιακά σε χώρους που παρακάμπτουν το πεδίο αποτροπής μας και χρησιμοποιούν ισχύ πάνω από το κατώτατο όριο πρόκλησης πολέμου ασκώντας συχνές και πυκνές παραβιάσεις εθνικού χώρου, παρενοχλήσεις σε πλοία ακτοφυλακής κατά μήκος των νησιών ανατολικού Αιγαίου και σε πλοία ερευνών στην ανατολική Μεσόγειο, λεκτικές επιθέσεις και δραστηριότητες διεθνούς σκηνής κατά του Ελληνισμού. Επιπλέον, η Ελλάδα δεν κατάφερε να τους αποτρέψει από την κατασκευή προηγμένων και απειλητικών δυνατοτήτων. Η πρόκληση είναι να εξισορροπηθούν οι προσπάθειες μείωσης αναμενόμενων μελλοντικών ζημιών με τους κινδύνους που συνεπάγονται από αυτές τις προσπάθειες και την αυξημένη πιθανότητα κλιμάκωσης που οδηγεί σε πόλεμο. Πρέπει να βρεθούν τρόποι για την εξάλειψη αυτών των προκλήσεων με ανανεωμένο αποτρεπτικό παράγοντα και εκσυγχρονισμένα οπλικά συστήματα σύμφωνα με τις εξελίξεις και την τεχνολογία.
2/ Είναι δυνατόν να ελεγχθεί το ενδεχόμενο κλιμάκωσης υπό τις νέες συνθήκες γεωστρατηγικής;
Οι αλλαγές στο στρατηγικό περιβάλλον πρέπει να προσδιοριστούν με ιδιαίτερη προσοχή. Οι αντίπαλοί μας εφαρμόζουν έναν νέο τρόπο λειτουργίας και έχουν αναπτυχθεί επιχειρησιακά, τεχνολογικά και με νέα πολεμικά δόγματα, που απορρέουν από το σχεδιασμό της «γαλάζιας πατρίδας». Εκτελούν πολλαπλές πτήσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και έχουν διευρύνει τον κυβερνοπόλεμο και τον ηλεκτρονικό πόλεμο με νέα μέσα και τακτικές. Αυτά επιβάλλουν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ενημέρωση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων και τακτικών καθώς και των συνεργαζομένων χώρων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, εάν όχι στη διαμόρφωση μιας νέας αναθεωρημένης επιχειρησιακής προσέγγισης που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να διεκδικήσει μια αποτελεσματική αποτροπή, αποφεύγοντας παράλληλα την επιδείνωση αντιμετώπισης πολέμου σε πλήρη κλίμακα.
3/ Η μελλοντική απειλή από τη στρατιωτική συσσώρευση στο θέατρο επιχειρήσεων της Μεσογείου επιβάλλει έμφαση στις πλατφόρμες εξόρυξης και στα οικόπεδα έρευνας, όπου απαιτείται προστασία. Μπορεί ο Ελληνισμός να αναβάλει την πιθανή αντιπαράθεση με τις αμυντικές συμφωνίες που έχει συνάψει και οι επιχειρησιακές δυνατότητες που κατέχει να χρησιμοποιηθούν αποφασιστικά σε μια μελλοντική αντιπαράθεση;
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις εκτιμάται ότι έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν την απειλή σε έναν μελλοντικό πόλεμο, όσον αφορά την προστατευτική ικανότητά και την ικανότητά για ενεργή άμυνα, όμως διαφαίνεται ότι υστερούμε στην ικανότητα να επιτεθούμε αποτελεσματικά στο χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου σε πιθανό ξέσπασμα ενός πολέμου. Η συζήτηση αυτής της ερώτησης είναι εξαιρετικά δύσκολη, αλλά η εκτίμησή μας είναι ότι ένας προληπτικός πόλεμος ή επιχείρηση δεν είναι η μόνη δυνατότητα καθώς υφίστανται πολλοί τρόποι αντιμετώπισης της απειλής χωρίς κλιμάκωση σε ολοκληρωτικό πόλεμο.
4/ Υπάρχει κάποια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να αναλάβει η Ελλάδα που θα βελτίωνε την κατάστασή στο θέατρο επιχειρήσεων;
Το πρώτο που απαιτείται να κάνουμε, είναι μια σοβαρή αξιολόγηση της εθνικής κατάστασης ασφαλείας. Μετά να επικεντρωθούμε σε βασικά ζητήματα που θα πρέπει να συζητηθούν από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς ιθύνοντες της Ελλάδος. Στη συνέχεια να εξετάσουμε τις πιθανές εχθρικές ενέργειες συμπεριλαμβάνοντας και τα ακραία σενάρια, με σημαντική στρατηγική στροφή, σε επεισόδια που φαίνονται απίθανο να συμβούν, αλλά αν συμβούν, θα έχουν απόλυτη σημασία για την πολιτική και τη στρατιωτική κατάσταση της Ελλάδος. Προτείνεται η ελληνική κυβέρνηση να εξετάσει αυτά τα ακραία γεγονότα και τις δυνατότητές μας με τις επιπτώσεις στην Ελλάδα και να προετοιμαστούμε γι’ αυτά, με κατάλληλη διαχείριση ρίσκου.
5/ Ποιες είναι οι σωστές προτεραιότητες για την αντιμετώπιση των προκλήσεων ασφάλειας;
Οι ερωτήσεις σχετικά με τη στρατιωτική ετοιμότητα για αποτροπή, αφορούν όχι μόνο τη βούληση, που θεωρείται δεδομένη από τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και τις τεχνικές ικανότητες των διαφόρων μονάδων, όπως και τα διαφορετικά σενάρια μάχης και τις στρατιωτικές δυνατότητες και πόρους που απαιτούνται. Ένα από αυτά είναι η ικανότητα να πραγματοποιήσουμε αεροναυτικό έλεγχο των θαλασσίων περιοχών, ο οποίος, σύμφωνα με την εθνική στρατηγική, είναι απαραίτητος για να νικήσουμε τον εχθρό, εφόσον ο θαλάσσιος χώρος καλύπτει τα νησιά μας και τον ηπειρωτικό χώρο πλην των Βορείων συνόρων μας. Ως εκ τούτου, οι δυνατότητες αεροναυτικού ελέγχου αξίζουν μια υψηλή προτεραιότητα. Στους περισσότερους τομείς της εθνικής ασφάλειας, μηδέ εξαιρουμένης της τουρκικής πρόκλησης επιλέγει η κυβέρνηση να τηρήσει πολιτική κατευνασμού αντί να υιοθετήσει μια προορατική προσέγγιση με στόχο την επίτευξη ασφαλέστερης κατάστασης, ισχυροποιώντας την αποτροπή. Οι εσωτερικές πολιτικές εκτιμήσεις και η ώθηση για την αποφυγή δύσκολων αποφάσεων καθιστά καχεκτική την αντιμετώπισή από τις επικίνδυνες μακροπρόθεσμες τάσεις. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα καταφέρνει να απολαύσει μια εύλογη αν και μη βέλτιστη κατάσταση προς το παρόν, αλλά εις βάρος της στο μέλλον.Προσχωρώντας στον κατευνασμό στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διενέξεων και κρίσεων, για παράδειγμα, σημαίνει αποδοχή μιας αρνητικής τάσης και παρεμπόδιση της επιλογής της εφαρμογής αξιόπιστης αποτροπής, επιταχύνοντας έτσι την ολίσθηση μιας πραγματικότητας της εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου.
Δ. ΤΣΑΪΛΑΣ, Υπονάυαρχος (εα)
Βαρύγδουπες και συνάμα εντελώς άχρηστες αναλύσεις του κόλου από τους εν αυνανισμό πρώην στρατιωτικούς. Βγήκατε στην σύνταξη και παίζετε το πουλί σας όλη μέρα! 20 χρόνια πριν ο στρατός ήταν μπουρδέλο με ευθύνη των πολιτών. Σήμερα είναι απλά ανύπαρκτος. Ο μόνος λόγος που δεν ασχολούνται οι τούρκοι περαιτέρω είναι επειδή βλέπουν την αυτοκαταστροφή μας. Ξεκαθαρίζω την θέση μου περί του θέματος. Ο ελληνικός στρατός δεν έχει καμία σοβαρή ικανότητα άμυνας έναντι των τούρκων αυτή τη στιγμή. Τα υπόλοιπα είναι παραμύθια.
ReplyDelete12G